Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Κ.Π. Καβάφης και...Ρεμβασμοί στο σκοτάδι.

 

29 Απριλίου 1863 ήρθε στη ζωή ο Κ.Π. Καβάφης και  29 Απριλίου 1933 την εγκατέλειψε. 
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος έγραψε  το διήγημα  " Ρεμβασμοί στο σκοτάδι" το 1965 , πολιτικός πρόσφυγας, στη Μόσχα. 
Η Σόνια Ιλίνσκαγια - Αλεξανδροπούλου  έκανε γνωστό τον Κ. Π.Καβάφη και το έργο του στο ρώσικο αναγνωστικό κοινό. Γράφει στο βιβλίο της " Ο Κ.Π. Καβάφης και η ρωσική ποίηση του "Αργυρού αιώνα" :
"...το 1965, η ¨Σατραπεία" του Καβάφη δημοσιεύτηκε στη Μόσχα μέσα σε ένα διήγημα του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου " Ρεμβασμοί στο σκοτάδι". Ήταν η πρώτη μεταφραστική επικοινωνία μου με τον Καβάφη και αποδείχτηκε ιδιαίτερα καθοριστική. Καθοριστικό υπήρξε το κύριο κλειδί πρόσβασης στον Καβάφη, όπως υποβάλλεται στο διήγημα. Η πεποίθησή μου, την οποία ανέπτυξα πολύ αργότερα, ότι στην πρώτη μεταπολεμική γενιά έπεσε ο κλήρος μιας πολύ προσωπικής, ανανεωμένης ανάγνωσης του Καβάφη, έχει τις ρίζες της σε κείνη την παλιά εμπειρία και πιστεύω πως αξίζει να την καταγράψω.
Μέσα στην παγερή νύχτα, στο σκληρό περιβάλλον ενός στρατώνα, στο βασίλειο της κυριολεκτικής  σατραπείας, ένας νεοσύλλεκτος φρουρός, διανοούμενος, βρίσκει ζεστασιά και ψυχικό στήριγμα απαγγέλλοντας, μέσα φωνή, της "Σατραπεία" του Καβάφη. Και το ποίημα αυτό, και το όνομά του Καβάφη θα λειτουργήσουν ως μυστικός κώδικας αναγνώρισης στην αναπάντεχη, όπως αυτή θα εξελιχθεί, συνάντηση και την κουβέντα με τον αξιωματικό Εφόδου. " Τον ύμνο όλων εμάς των ταλαιπωρημένων, τώρα καταλαβαίνω..., λέει ο αξιωματικός. Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι' άλλα κλαίει...". Σε λίγο ανάμεσά τους πάλι θα πέσει ο αδιαπέραστος " τοίχος του σκοταδιού και της παγωνιάς" δίπλα στη σκοπιά θα περάσει η περιπολία της Στρατιωτικής Αστυνομίας, αλλά εκείνη η ζεστή επικοινωνία των δύο εσωτερικά ανυπόταχτων πρόλαβε να συντελεστεί. Και σαν ένα όραμα μένει τελικά η ιδέα της όρθιας ανθρώπινης στάσης, έστω και διαποτισμένης με μεγάλη δόση στωικισμού.
Μ' αυτό το ουμανιστικό μήνυμα που η πρώτη μεταπολεμική γενιά διέκρινε στην ποίηση του Καβάφη σαν κάτι πολύ δικό της, βίωμα και δίδαγμα, συνδέθηκε σε ένα μεγάλο βαθμό και η δική μου πρώτη ανάγνωση του Καβάφη. Πιστεύω πως μια τέτοια γοητεία άσκησε και στους συμπατριώτες μου η δειγματοληπτική γνωριμία με τον Καβάφη το 1967 στις σελίδες του περιοδικού Ξένη Λογοτεχνία. Η εποχή, ως γνωστό, προσδιορίζει και την οπτική γωνία των διαβασμάτων..."

Ρεμβασμοί στο σκοτάδι
Ο παλιός σκοπός άναψε το τσιγάρο του, σφίχτηκε μες στη χλαίνη κι αποχαιρέτησε τον άλλο φαντάρο που ήρθε και τον άλλαξε:
- Μωρέ θα ξεπαγιάσεις, φιλόσοφε, του είπε. Θα κόψεις καρφιά με την ψυχή σου, αλλά τι να σου κάμω κι εγώ ο έρμος...Ένα σου λέω μόνο - προσαρμόσου! Γίνε κι εσύ άγριος, βλαστήμα, μούτζωνε και με τα πόδια, βρίζε τα πάντα - και θα ζεσταθείς λιγουλάκι...Λοιπόν, σε καληνύχτισα!
Κι αμολύθηκε κατά το θάλαμο σκυφτός και γρήγορος σα μίκυ - μάους.
Το κουβούκλιο της σκοπιάς είναι σανιδένιο, με τρύπια λαμαρίνα από πάνω. Ο αέρας το πιάνει από παντού. Το μέρος γουλί μπροστά, ούτε δέντρα ούτε σπίτια, ο αέρας άλλοτε φέρνει βροχή κι άλλοτε ψιλό χιόνι - και πάει όπου θέλει. Καβαλάει τις σκεπές των στρατώνων, βροντάει τα καζάνια στα μαγειρεία, τις λαμαρίνες, τα ξεκάρφωτα σανίδια στ' αποχωρητήρια. Αφήνει πίσω τις βρύσες να σφυράν κι έρχεται πετροβολώντας τη σκοπιά. Εκεί ακονίζει την κόψη του στις χαραματιές και πέφτει μέσα σαν τούρκος με γιαταγάνι από ψηλό τειχί. Οι φαντάροι τον αντιμετωπίζουν όρθιοι μες στην παλιοχλαίνη, αγουροξυπνημένοι, τρελοί για ζέστα και για ύπνο. Δίχως κι ένα τσιγάρο και δίχως και κουβέντα. Έτσι αμίλητοι κι ακούνητοι, παλικάρια είκοσι χρονών, όρθια κόκαλα μ' εφ' όπλου λόγχη.
Αυτός δε βλαστημούσε. Δεν είχε τίποτε με τους αγίους, κι αγνοούσε τους διαόλους και το ορδί τους. Κρύωνε, τον τάραζε το κρύο. Στις πατούσες έβγαλε χιονίστρες όπως κι άλλοι γιάννηδες, η επιδερμίδα του προσώπου και των χεριών ξερόσκαγε και με το κρύο έτσουζε. Κάτω από τα μαλλιαρά κοκαλιασμένα ρούχα, το σώμα ήταν μαλακό ακόμη, άψητο.
Αδιαφορούσε όμως και γι' αυτό. Του έφτανε ότι κάτω από το παγωμένο περίβλημα η ψυχή κρατιόταν ζεστή σα σπόρος στο χώμα. Ότι αυτός και μέσα σε τούτη δω την Αλάσκα διατηρούσε ήμερες και γελαστές σκέψεις. Τις άπλωνε κάθε νύχτα μεσ' από την κατεψυγμένη σκοπιά σα ν' άπλωνε γιοφύρια. Και περνούσε πέρα αλαφρύς σαν πουλί κι αθόρυβος σα ρεμβασμός.
Κανείς δεν είχε πάρει είδηση ότι έκανε τέτοια πράγματα.
Γύρω ήταν νέκρα, δε βλογούσε ψυχή, ούτε κανένα μάτι έβλεπε. Μόνο ο αέρας. Αλλά ο αέρας δεν είχε κίνδυνο. Επικίνδυνοι ήταν οι άντρες της Στρατιωτικής Αστυνομίας ή ο αξιωματικός της Εφόδου, αν θα πλάκωνε κι αυτός σε μια στιγμή αθόρυβος κι απαρατήρητος.
Το κρύο κι ο αέρας ας κάναν λοιπόν τη δουλειά τους, αυτόν δεν τον εμπόδιζαν.
...Ο παλιός σκοπός είχε χωθεί πια στο θάλαμο, ίσως και στο σκέπασμά του. Στο προαύλιο δεν ήταν κανείς, αριστερά κανείς, δεξιά επίσης. Ενώ μπροστά απλωνόταν αυτή η κρύα και σκοτεινή ερημιά, κι ο στρατιώτης δίνοντας μια με το μαγικό ραβδί τη μεταμόρφωσε αμέσως σε πλήθη ακροατές έτοιμους να τον ακούσουν.
Χτύπησε  κάτω μαλακά τον υποκόπανο και προειδοποίησε να γίνει ησυχία.
Αυτοί που ήταν εμπρός έπαψαν και του αφοσιώθηκαν. " Σςςς! Σιωπή!" είπαν και στους άλλους.
Βγήκε λιγάκι , έτσι συμβολικά, μια πιθαμή μόλις πιο εμπρός κι ανάγγειλε:
- Η Σατραπεία!
Περίμενε να καταλαγιάσουν οι φωνές και να υψωθεί το ενδιαφέρον. Και στάθμισε καλά τη φωνή του κι άρχισε:
Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Παύση - αναπνοή. Προσπάθησε και να βολιδοσκοπήσει την εντύπωση από την έκφραση των ακροατών.
Ε, διάφοροι άνθρωποι τον άκουαν!
Ήταν πολλοί που δεν είχαν αντιληφθεί την ουσία, τα παίρνουν όλα τοις μετρητοίς. Τον παρακολουθούσαν μ' ένα ύφος που έδειχνε ότι τον συμπαθούν, αφού έχει ατυχίες στη ζωή, αλλά μια φορά η υπόθεση αυτή τους ίδιους δεν τους αφορά. Άλλοι, αντίθετα, τον ατένιζαν μυημένα - τα βλέμματά τους δέθηκαν μάνι μάνι με το δικό του βλέμμα και συγκοινωνούσαν σα φλέβες όπου μέσα τους ρέει το ίδιο αίμα. Αυτά τα βλέμματα τον ηλέκτριζαν, του έδιναν έμπνευση. Και παρ' όλο που δεν είχε χαρακτήρα ηρωικό, ένιωσε ξαφνικά μια περηφάνεια κάνοντας τη σκέψη ότι αυτή τη στιγμή φτιάχνει κάτι για λογαριασμό άλλων .
Ανάσανε καλά κι είπε να συνεχίσει.
Τότε μες στο πλήθος πήρε είδηση και τους άλλους . Αυτοί τον κοιτούσαν αλλιώς - κάτι παράξενα βλέμματα, πολύ περίεργες φάτσες...
Ήταν οι άνθρωποι των στρατώνων! Έστεκαν σχετικά σιμά, λιγάκι στην άκρη. Μόλο που η απόσταση ήταν λιγοστή, δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα στα πρόσωπά τους . Καμία έκφραση, καμία απήχηση! Ακούνητοι όλοι σα μάσκες της μεταθανάτιας ζωής, σιωπηλοί, ψυχρότατοι. Μα βέβαια, τώρα έκανε την ανακάλυψη - αποκεί ερχόταν το κρύο! Από αυτά τα χιονισμένα μάτια, από αυτά τα επιτύμβια γλυπτά που παριστάνουν πρόσωπα...
Τα κεφάλια των στρατιωτικών ήταν σε τάξη πυραμίδας , με στρωμένη ιεραρχία όπως παντού στις σατραπείες. Απάνου ένα και μοναδικό ξέπεχε το κεφάλι του αρχισατράπη - κι αποκεί φυσούσε τον περίδρομο! Εκεί ήταν ο κρατήρας, αποκεί ροβολούσε κάτω όλη αυτή η λάβα του ψύχους και της σιωπής. Ε, αλίμονο, φίλοι - τι ωφελούν τα λόγια, τι να σου κάνουν τα ποιήματα!
Τον πήρε η απελπισία κι είπε να  κάνει κράτει στην ποίηση. Αλλά στράφηκε και είδε ότι οι άλλοι ακροατές , εκείνοι οι καημένοι οι ομόκαπνοι προπαντός , περίμεναν κι αδημονούσαν: " Μα τι κάνεις; έλεγαν με τα βλέμματά τους. Γιατί σώπασες;" - " Κοίταξε πόσοι είμαστε εδώ και σ' ακούμε, εμπρός!"
Ο στρατιώτης έγινε κομμάτι ζεστότερος. Κι αποφάσισε να υψώσει τόνο και να τα πει τολμηρότερα:

Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πηαίνεις στον μονάρχην Aρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.

Είδε με την άκρη του ματιού ότι ταράχτηκε η πυραμίδα κεφαλών! Το ένα κεφάλι γύρισε στ' άλλο, σάλεψαν νευρικά τα μουστάκια, κροτάλισαν ένα βουνό σαγόνια, ο κρατήρας έπαθε μικρό τικ. " Τι λέει, ρε, αυτός; Κάτι μουρμούρισε περί σατραπείας και τέτοια, σαν τ΄ήθελε δηλαδή να μας πει; " Τα όρθια αυτιά με το δασύ τρίχωμα εμπήκαν σε γοργή κίνηση, ίδρωναν να ταξινομούν τους ήχους κατά συλλαβές, τις συλλαβές κατά ήχους . Όλες οι παρακατιανές κεφαλές γύρισαν ψηλά στον κρατήρα.
 " Μωρέ, τι τα ψιλολογάμε. Ναν του κόψουμε τη λαλιά με το σπαθί μας, τι το' χουμε και κρέμεται; Μας προστάζεις ναν του πάρουμε το λειρί, ναν του αφαιρέσουμε αναίμακτα τη σκέψη; "
Ο στρατιώτης τους άφησε να λένε κι άλλα τέτοια. Τους προσπέρασε μ' ένα χαμόγελο. Δίχως κακία, με την ανωτερότητα που χαρίζει η πεποίθηση και το ηθικό ύψος.
Βάθυνε κι άλλο τη φωνή του κι είπε σα να' λεγε με δυο λόγια το παράπονο όλης της ζωής κι όλη τη μοίρα του:

Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Aγορά, το Θέατρο, και...

" ...τους Στεφάνους" δεν πρόλαβε να τους πει. Ένας ίσκιος έπεσε κολλητά πάνω του κι έφραξε το άνοιγμα της σκοπιάς. Πάνω στο χέρι του έπεσε το άλλο χέρι - και τ' όπλο του έκανε φτερά. Άφησε τους στεφάνους, τινάχτηκε.
-Κοιμάσαι, βρε, κοιμάσαι;
- Όχι, πήγε να πει...
- Ε , μήπως πάγωσες;
Τέντωσε κάτω τα χέρια, στάθηκε προσοχή.
- Όχι , κύριε υπολοχαγέ...
- Μα τότε πώς διάολο , μωρέ παιδί μου! Εγώ σου πήρα το όπλο, δε βλέπεις; Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Δε με κατάλαβες λοιπόν διόλου που ερχόμουν; Τι έκανες ; Σκεφτόσουν;
- Μάλιστα...
Ο αξιωματικός Εφόδου στάθηκε λίγο αμίλητος κι αναποφάσιστος. Άφησε ύστερα το όπλο στα χέρια του στρατιώτη κι αναστέναξε:
- Διανοούμενος είσαι;
- Διανοούμενος...
- Διανοούμενος, αναστέναξε πάλι ο αξιωματικός.
Κατόπιν χτύπησε το στρατιώτη δυο τρεις μαλακά στον ώμο:
- Έλα, δώσ' μου το βιβλίο Εφόδου. Τυχερός είσαι, πολύ τυχερός μάλιστα που βρέθηκα εγώ, συνάδελφος σου εν όπλοις και εν πάθεσι κατά κάποιο τρόπο, γιατί αν ήταν κανένας άλλος...Από πού είσαι;
- Από τον Καρδαμά
- Τι εστί Καρδαμάς;
- Ένα χωριό κοντά στην Αμαλιάδα.
- Α, πάμε στην Αμαλιάδα- να φαμ' αλιάδα! Ο αξιωματικός γέλασε και καμπούριασε μες στη χλαίνη του χουχουλίζοντας τα χέρια. Α-μα-λιά- δα...Γεια σου - με τα ηλεκτρικά σου! ξανάπε και ξαναγέλασε...Ναι, ναι είχα ένα φίλο αποκεί, συμφοιτητή, καλό παιδί ήταν. Σπουδάζαμε μαζί στην Αθήνα φιλόλογοι, μαζί τρώγαμε στραγάλια στον κήπο...
Ο στρατιώτης ρώτησε χαρούμενα.
- Είστε φιλόλογος κι εσείς κύριε υπολοχαγέ;
Διάκρινε καλύτερα τώρα το πρόσωπο του αξιωματικού - είδε γκρίζους κροτάφους, πολλά αυλάκια στα μάγουλα, μια ειρηνική κι ευγενική μορφή που δεν μπορούσε να΄χει  στενή σχέση με το στρατώνα, μάλλον ηθοποιός ήταν και φόρεσε τη στολή να παίξει απόψε αυτό το ρόλο που δεν του πήγαινε.
- Ήμουν, μην τα ρωτάς. Μη μου θυμίζεις τους χρόνους εκείνους...- κοίταξε με προσοχή γύρω του κι έβγαλε το πακέτο του. Καπνίζεις, μωρέ;
- Όχι.
- Καλύτερα, γιατί δυο φορές απόψε θα παραβίαζα τον κανονισμό- Γύρισε μέτωπο στον αέρα και τράβηξε επιδέξια το σπίρτο. Η φλόγα έσβησε αμέσως, μα το τσιγάρο πήρε φωτιά- Για πες μου αλήθεια. Τι σκεφτόσουν τώρα εδώ στη σκοπιά, γιατί ήσουν τόσο απορροφημένος;
Ο στρατιώτης απάντησε με ειλικρίνεια.
- Δε σκεφτόμουν, απάγγελνα στίχους.
- Δικούς σου μωρέ παιδί;
- Του Καβάφη.
- Α... έκαμε γελαστά. Μα σ' έχει περιλάβει και σένα αυτός ο ψυχοφθορεύς; Τόσον νέον; Καλά τέλος πάντων εγώ που δεν μετριούνται πια τα σβησμένα μου κεριά, αλλά εσύ; Με τι σε μαύλισε εσένα; Μήπως η ανδρεία της ηδονής τίποτα, μωρέ παιδί μου;
Με τον πιο ρητό τρόπο ο στρατιώτης το απόκλεισε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
- Θυμήθηκα τη Σατραπεία του, είπε
Κίνηση της κεφαλής - θλιμμένο χαμόγελο:
- Μμμμ...Τον ύμνο όλων εμάς των ταλαιπωρημένων, τώρα καταλαβαίνω...Άλλα ζητά η ψυχή σου, γι' άλλα κλαίει...
Και συνέχισε και τελείωσε το ποίημα. Ειπωμένοι από αυτόν, κυλούσαν οι στίχοι πιο πιστευτοί. Ο αξιωματικός  ήταν ηλικιωμένος, με πολλές φαίνεται εμπειρίες και είχε μια πικρία η φωνή του γνήσια, επικυρωμένη από τη ζωή. Ο στρατιώτης τον άκουε και γρήγορα λησμόνησε κι αυτή την καταραμένη σκοπιά, και το κρύο, κι όλο το στρατώνα με την πυραμίδα της σατραπείας. Είχε πάλι εμπρός του το αφοσιωμένο ακροατήριο. Κι αποδείχτηκε ότι ο αξιωματικός ήταν άριστος γνώστης του Κωνσταντίνου Καβάφη και είπε κι άλλους πολλούς στίχους του: " Για τον Αμμόνη που πέθανε 29 ετών, στα 610",  " Λάνη τάφος", " Από υαλί χρωματιστό", " Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών"...Τους έλεγε όλους με γνώση, καλαίσθητα και λεία, έχυνε αιγυπτιακό αίσθημα στη γλώσσα του και φαινόταν που γι' Αλεξανδρινό μιλούσε Αλεξανδρινός...Ζεστάθηκε η νύχτα για καλά, το σκοτάδι αραίωνε κι έπαιρνε ανοιχτό χρώμα, κι ο ουρανός πέταξε κόκκινα, πράσινα, γαλάζια αστέρια κι όλα τους τρεμούλιαζαν μ' ένα ιδιόρρυθμο ταμπεραμέντο, σύμφωνα και με την ψυχή των στίχων.
- Η σειρά σου, είπε γελαστά ο αξιωματικός, άντε να πάρω μια ανάσα - κι άναψε τσιγάρο.
Ο στρατιώτης σάλταρε στο προσκήνιο. Κι άρχισε αμέσως:

 Bαρυάν οδύνην έχει ο Zευς. Tον Σαρπηδόνα εσκότωσεν ο Πάτροκλος·

Άφησε ο αξιωματικός το τσιγάρο να καίγεται στα δάχτυλά του - και πήρε τη συνέχεια:

 και τώρα ορμούν
ο Mενοιτιάδης κ' οι Aχαιοί το σώμα
ν' αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.

Το τελείωσαν μοιράζοντάς το αλυσιδωτά, μια περίοδο ο ένας, άλλη ο άλλος. Και πήραν μετά άλλα:
 " Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον",  το πήραν και το κατέβασαν ως κάτω, με βαθιά αίσθηση και οι δυο τους του νοήματος και των ήχων, προσπαθώντας πώς να παραβγάλει ο ένας τον άλλον στην κατάνυξη και στη θεογνωσία, σα να' ψελνε σε εσπερινό το δίχορο κοντάκιο της Υπερμάχου.
- Έλα κι εν' από κείνα τα διαχυτικά τώρα, είπε με πονηριά ο αξιωματικός. Αφού του κάναμε το μνημόσυνο απόψε οφείλουμε να τονίσουμε και την πλευρά αυτή...Κι άρχισε ο ίδιος:

Ομνύει κάθε τόσο       ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή.
Aλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα            με τες δικές της συμβουλές,
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...

Το σκοτάδι πήγαινε πια να εξανεμιστεί, ένα γλυκό χάραμα ανασήκωνε γύρω γύρω το βλέφαρό του, μεγαλουργούσε η ποίηση.
Εκεί απάνω, ενώ έκανε έτσι τη μεγαλουργία της η ποίηση, όλες οι χορδές ξαφνικά κόπηκαν - ο αξιωματικός τινάχτηκε.
Φύσηξε δυνατός αέρας.
Αντήχησαν βήματα: " Κραπ -Κραπ" ! Κρύα σίδερα βρόνταγαν πάνω σ' άλλα.
Με μια ασύλληπτη κίνηση ο αξιωματικός έπνιξε πρώτα το τσιγάρο του, το' πνιξε αστραπιαία, μαέστρος σ΄αυτά. Δε φάνηκε ούτε σπίθα. Ύστερα -
 τρία
                 βήματα
                                          όπισθεν
κι αποκεί πέρα η φωνή του έσκισε σπαθί το σκοτάδι:
- Σκοποοός! Κοιμάσαι, πούστη! Στρατοδικείο θα σε περάσω την Παναγία σου! Γρήγορα το βιβλίο Εφόδου!
Ο στρατιώτης τέντα το χέρι. Έδωσε και ξαναπήρε το βιβλίο και βρόντηξε στο σανίδι το άρβυλο του, και το σώμα του έμεινε ακούνητο κι ολόισιο- προς όλες τις κατευθύνσεις ορθές γωνίες.
Απότομη μεταβολή, σταθερός βηματισμός- ο αξιωματικός απομακρύνθηκε. Κι ο τοίχος του σκοταδιού και της παγωνιάς ανάμεσα σ' αυτόν και στο στρατιώτη υψώθηκε , χόντρυνε αδιαπέραστα.
Ο αέρας βάραγε τώρα απ' όλες τις πάντες. Βροντούσε τα καζάνια των μαγειρίων, τα ξεκάρφωτα σανίδια και τις λαμαρίνες, πλάκωνε  κύμα μεγάλο κατά τη σκοπιά. Από πίσω του ακουγόταν και το ομαδικό συντονισμένο βήμα της περιπολίας - ακαθόριστοι σαν το σκοτάδι κατέβαιναν οι άντρες της Στρατιωτικής Αστυνομίας.
Περνούσαν σε κοντινή απόσταση, διακρίνονταν οι σκιές τους που κινιόνταν αργά και βαριά σε τάξη πυραμίδας.

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος , Φύλλα - φτερά. Διηγήματα, Εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 1983
Σόνια Ιλίνσκαγια, Ο Κ.Π.Καβάφης και η ρωσική ποίηση του "Αργυρού αιώνα", β΄έκδοση συμπληρωμένη, Νάρκισσος, Αθήνα 2004

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

Το τριανταφυλλένιο σύγνεφο της δύσης απλωνόταν σαν ένας ματωμένος χιτώνας...

 

ΤΟΤΕ μας αγαπούσε ο Χριστός, ο καλός Χριστός του σπιτιού,
της μικρής ασβεστωμένης εκκλησιάς και του δάσους.
Αυτόν το Χριστό δεν τον ξέρουν οι μεγάλοι.
Ο δικός μας Χριστός δεν είχε πρόσωπο χλωμό μήτε μεγάλα δάκρυα
λαμπερά κρεμασμένα στα ξανθά ματόκλαδά του.
Δε μύριζε σκιά και καρτερία. Δεν έλεγε: μη.
Το δέρμα του ήταν ρόδινο σα μικρού κοριτσιού και μύριζε όλος πορτοκάλι.
Ερχόταν το βράδυ, απ' τη γυαλιστερή θάλασσα των σταχυών, για να μοιράσει 
στα ήσυχα παιδιά παπαρούνες και παιχνίδια.
Στα γαλανά του μάτια περνοδιαβαίναν τα χαμόγελα καθώς περνούν
στον πρωινό ουρανό τα περιστέρια.
Κ' εγώ κ' η Ρηνούλα ήμαστε φρόνιμα παιδιά.
Δε λερώναμε τα χέρια μας με χώματα.
Δε βάφαμε τα μούτρα μας με μούρα.
Διαβάζαμε τ' αλφαβητάρι.
Ταΐζαμε τα πουλιά τ' ουρανού.
Και μαθαίναμε να τρώμε τα χόρτα με το πιρούνι.
Γι' αυτό κι ο Χριστός μάς χάιδευε τα βράδια στα μαλλιά
κι αποκοιμιόμαστε ήσυχα κάτου απ' τη  θαλασσιά κληματαριά
που βάραινε απ' τα ολόχρυσα τσαμπιά των άστρων.

***

Η ΝΥΧΤΑ περπατούσε στη στέρνα του κήπου μας 
όπως ο Χριστός περπατούσε στη θάλασσα
( Έτσι έγραφε  το βιβλίο που μας διάβαζε ο πατέρας μετά το δείπνο).
Ήταν μια γεύση ζεστού ψωμιού και γιασεμιών στον αέρα.
Το φως του δειλινού χτυπούσε ακόμα στην καρδιά των φύλλων.
Βάζαμε το αυτί στον τοίχο της μάντρας ν' ακούσουμε το βήμα 
της σιωπής που περνούσε πίσω απ΄τα δάση και τους λόφους.
Ένα βήμα σιγαλό και μακρινό σα να περπάταγε ένα κάτασπρο
πουλί στις καστανές πευκοβελόνες της πλαγιάς, σα να'σπαζαν
στον ισκιωμένο αέρα λεπτές φυσαλίδες από φως.
Κάτι έτρεμε κρυμμένο στην καρδιά μας που ζήταγε να τραγουδήσει
και δε του δίναμε φωνή.
Και καθισμένοι στις ψηλές ταράτσες, πλάι στις γλάστρες,
κλαίγαμε σιωπηλοί και λυπημένοι, μικροί μπρος στην απέραντη
χαρά που μας πλημμύριζε.

***

ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ μας δεν είχαμε τη γεύση της πικροδάφνης.
Στα μαλλιά μας δεν είχαμε  τη σκόνη του χωρισμού.
Δεν είχαμε στη μνήμη στάχτη.
Δε ρωτούσαμε: " Ο Χριστός ή ο Διόνυσος;" ( όπως έγραφε κάπου ένα βιβλίο που το διαβάσαμε ύστερα από χρόνια, με κάτι τόσα δα ψηφιά, σαν πόδια ψύλλου).
Ο δικός μας Χριστός είχε περασμένα στ' αυτιά του τσαμπιά σταφύλια.
Κι αν ήτανε το βλέμμα του γλαρό κι ονειρεμένο, ο χιτώνας του
ήταν υφασμένος με μαλλί τράγου κ' ευώδιαζε κοπριά κ' ιδρώτα. ( Μην τάχα δε γεννήθηκε στη φάτνη;)
Γι' αυτό αγαπούσε τ' άσπρα αρνάκια και τα παιδιά που μοιάζουν με τ' αρνάκια.
Κι αν ήρθε από τον ουρανό είχε το σπίτι του στη γη μας.
Εμείς τον βλέπαμε κάθε πρωί να ρίχνει σπόρους λουλουδιών πάνου στο χώμα,
ενώ στο πλάι του σκυφτοί οι αγρότες όργωναν τα κόκκινα χωράφια.
Όλα τα κρίνα που φυτρώναν στους αγρούς εκείνος τα' σπειρε.
Δεν έλεγε: " πεθάνετε για να λευτερωθείτε".
Έλεγε μόνο: " ζείτε κι αγαπάτε".
Και καθώς άγγιζα το χέρι της Ρηνούλας ένιωθα που ο Χριστός ήταν μαζί μας.
Ο ήλιος τραγουδούσε μέσα στο αίμα μας.

***

ΚΑΠΟΙΟ δείλι, κοντά στο παράθυρο, η Ρηνούλα κ' εγώ, 
διαβάζαμε το μεγάλο βιβλίο με τις πολλές ζωγραφιές.
Θυμώσαμε όταν μάθαμε πως ο Χριστός ο δικός μας άφησε 
τη μικρούλα Ναζαρέτ με τα σκυφτά σπιτάκια, με τα γαλάζια
παράθυρα, με τα κόκκινα γεράνια, για να πάει στην περήφανη 
Γερουσαλήμ που φορούσε υακίνθινα σανδάλια.
Εκεί, θαρρώ, τον σταυρώσανε.
Η Ρηνούλα είπε: " Καλά του κάνανε. Γιατί ν' αφήσει το ζεστό
χωριό του αφού είχε ένα πηγάδι κ' ένα περβόλι, αφού έφτιαχνε
τόσο όμορφα πουλιά με κόκκινο χώμα;"
Εγώ δε μίλησα.
Μακριά στους έρημους αγρούς, βέλαξε κάποιο αρνάκι. Κ' έκλαψα.
Η Ρηνούλα φοβήθηκε. Μου' πιασε το χέρι κ' ήταν κρύο σαν το φθινόπωρο.
Το τριανταφυλλένιο σύγνεφο της δύσης απλωνόταν σαν ένας ματωμένος χιτώνας.

***

ΡΗΝΟΥΛΑ, κοίταξε τα σημάδια στις παλάμες και στα πόδια μου.
Έχασα και το τελευταίο ιμάτιο. Μ' άφησαν μόνο και γυμνό.
Γυμνός εγώ, γυμνός κι ο ήλιος. Ο ένας φωτίζει και ζεσταίνει τον άλλονε.
Κ' οι δυό μαζί φωτίζουμε τα πλάσματα του κόσμου.
Κι όπως απόψε κλαίνε γύρω μου τα στάχυα, τα χαμόμηλα, τ' αρνάκια, εγώ δεν κλαίω.
Λέω σιγανά: " Ρηνούλα, είναι όμορφο να' σαι χαρούμενος χωρίς να ξέρεις, να' σαι λυπημένος χωρίς να ξέρεις, μα πιο γλυκό και πιο βαθύ κι απ' τη χαρά κι από τη λύπη είναι να ξέρεις".
Κι αν πέθανε η πυγολαμπίδα, Ρηνούλα, κοίταξε τον ήλιο κατάματα 
ώσπου πια να μη βλέπεις.
Τότε θα μάθεις.
Τότε θα δεις ν' ανάβει ο ήλιος πάνου στη δροσιά χίλιες χιλιάδες αστεράκια.
Και το βράδυ, πλάι στο φράχτη, θ' ακουστεί το παλιό τραγούδι του γρύλου , σα να γλιστράει από το πολυτρίχι σταλιά σταλιά ή βρυσούλα της γαλήνης.

Αποσπάσματα από το έργο του Γιάννη Ρίτσου, Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα. Σχέδια Τζένη Δρόσου,  Κέδρος, Αθήνα 1990

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

"Το μόνον της ζωής της ταξίδιον"

Μυταράς Δημήτρης, Γυναίκα VΙ. Στέγη Φιλότεχνων Φλώρινας. Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης

 Τα πεθαμένα σου ! βρυχήθηκε ο Μπαρμπαλιάς ο ταβερνιάρης, ενώ ετοιμαζότανε πρωί - πρωί να περάση το κατώφλι φορώντας τα καλά του και κρατώντας  περασμένο στο μπράτσο του το καλάθι με τα "διάφορα".
Η κυρά Φιλιώ μαζεύτηκε ένα κουβάρι στη γωνιά, από το φόβο. Τον ήξερε τον άντρα της τι βλάστημος είτανε και πόσο δεν ήξερε τι έκανε απάνω στο θυμό του.
- Κεχαγιά θα σε βάλω στις δουλειές μου; ξαναβρυχήθηκε.
Κι' αρπάζοντας τα πιάτα απ' τον μπάγκο άρχισε να τα βροντάη χάμου και κατόπι με τον μπαλντά του κρέατος να βαράη και να γκρεμίζη την τούβλινη κουζίνα!

***

Η κακομοίρα η κυρά Φιλιώ! Πρώτη φορά τόλμησε να παραπονεθή. Κυριακή μέρα των Βαγιώνε. Και τώρα δεν άνοιγε η γης να την καταπιή!
Από νιάναρο μεγάλωσε και γέρασε στα ξένα χέρια. Όλος της ο κόσμος είτανε ο νεροχύτης. Δε θυμότανε καν από πού ήρθε! Σαράντα χρόνια στον ίδιο νεροχύτη! Ο σκύλος του σπιτιού γύριζε έξω λυτός ολημερίς κι' ολονυχτίς κι' αυτή δεμένη μέσα, στο νεροχύτη! Το πολύ - πολύ και γρήγορα - γρήγορα "ταξίδευε" ως το φούρνο και το μανάβη μαντηλοδεμένη χωρίς να κυττάζη. Το μόνο αίσθημα, που γνώρισε ήταν ο φόβος! Καρδιοχτυπούσε και στον ξύπνιο και στον ύπνο της μην κάνη κανένα λάθος και της πούνε κανένα λόγο τ' αφεντικά της.
Αυτή ανάθρεψε τα παιδιά τους. Και τα παιδιά των παιδιών τους. Και μήτε ονειρεύτηκε ποτές πως θα μπορούσε κι' αυτή να παντρευτή και να γεννοβολήση. Τουλάχιστον να φύγη από κείνον το νεροχύτη!
Άσκημη από γεννητάτα, κουτόμουτρη και κουτή, όσο πιο γέραζε, τόσο και πιο ασκήμιζε και κόνταινε κι' αποκουτιαινότανε.

***

Κι' όμως, βρέθηκε άνθρωπος να τη γυρέψη και να την παντρευτή. Ο Μπαρμπαλιάς, ο γείτονας. Ο ταβερνιάρης. Άσκημος σαν κι' αυτήνε, γέρος. Και χηριός μ' αγγόνια. Όχι πως λιμπίστηκε την ομορφιά και τα νειάτα της. Λιμπίστηκε τη νοικοκυρωσύνη της. Και την πήρε κι' αυτός για το νεροχύτη. Του χρειαζότανε μια μαγείρισσα. Κι' αντί να πάρη μαγείρισσα να την πληρώνη, παντρεύτηκε την κυρά Φιλιώ και δεν την πλήρωνε.
Και δεν είχε μονάχα αυτό το κέρδος. Η κυρά Φιλιώ είτανε χρυσοχέρα, η ευλογία του Θεού. Μαγείρευε τόσο νόστιμα και καθαρά που σε λίγο η κουζίνα του Μπαρμπαλιά φημίστηκε στα τέσσερα σημεία της Αθήνας. Οι δουλειές πηγαίνανε περίφημα. Κι' όσο μεγαλώνανε οι δουλειές, τόσο η κυρά Φιλιώ δούλευε περισσότερο. Κι' αυτή τη φορά μήτε τον ήλιο δεν έβλεπε. Διαρκώς χωμένη μέσα στα δυο ντουβάρια της κουζίνας, δίχως παράθυρα, δεν ήξερε αν είτανε ζωντανή ή θαμμένη.

***

Ο Μπαρμπαλιάς την αγαπούσε με τον τρόπο του. Και την περιποιότανε, όσο μπορούσε.
Αλλά εξακολουθούσε και να ζη με τον τρόπο του. Κάθε Κυριακή και γιορτή, έκλεινε το μαγαζί, έβαζε τα καλά του, έπαιρνε και το καλάθι με τα "διάφορα" και πήγαινε σε καμμιά γειτονική εξοχή με την παρέα του. Η παρέα του είτανε όλοι τους άνθρωποι της δουλειάς. Άλλος τσαγκάρης, άλλος ασπριτζής, άλλος χτίστης, άλλος ξυλουργός - αλλ' όλοι τους διαλεγμένοι τραγουδιαστάδες με τις κιθάρες τους. Όπου πηγαίνανε, αφίνανε εποχή. Αλλ' ο Μπαρμπαλιάς, όπως κι' οι ρέστοι, δεν παίρνανε μαζύ τους και τις γυναίκες τους.
Έτσ' η κυρά Φιλιώ περνούσε τις Κυριακάδες και τις γιορτές μοναχή της. Και δεν κοτούσε να παραπονεθή. Τον έτρεμε τον Μπαρμπαλιά, γιατί ' τανε θυμώδης και βλάστημος - και στο θυμό του απάνω δεν ήξερε τι έκανε! Έτσι γλύτωσε από το φόβο των αφεντικών της κι' έπεσε στον τρόμο του άντρα της. Αλλ' αυτή τη φορά, χρονιάρα μέρα, δεν κρατήθηκε και τόλμησε να του πη ( δεν κατάπινε τη γλώσσα της καλύτερα!) την ώρα που ξεπόρτιζε:
- Κι' εγώ ψυχή δεν έχω; Σκλάβα είμαι; Ποτές μου έβαλα παπούτσι. Όλο με τις παντόφλες γυρίζω εδώ μέσα!
Ε, αυτό είτανε! Ο Μπαρμπαλιάς εμάνιασε και τα' κανε όλα γης Μαδιάμ.
- Να! Τώρα είσαι λεύτερη! Ευχαριστήθηκες;

***

Η κυρά Φιλιώ μαζεύτηκε στη γωνιά - ένα τόσο δα κουβάρι ανθρώπου! Κι' άρχισε το κλάμμα. Κλάμμα μουγγό και βαθύ και θανατερό. Προσπαθούσε να πνίξη το κλάμμα της για να μην ερεθίση περισσότερο το μανιασμένο της τον άντρα - και την χτυπήση κι' αυτήν.
Ο Μπαρμπαλιάς, παρ' όλ' αυτά, είτανε χρυσή καρδιά, όπως το λέγανε όλοι. Πόνεσε, μετάνοιωσε, συγκινήθηκε. Κι' αφού μπήκε βγήκε δυο τρεις φορές, κάθισε κοντά της κι' άρχισε κι' αυτός να κλαίη!
- Έλα, μην κάνεις έτσι!...
Τότες η κυρά Φιλιώ μπόρεσε να κλάψη λεύτερα...
- Δεν πειράζη, του λέει. Πήγαινε...
- Όχι! Δε θα πάω πουθενά. Σήκω και φέρε μου τον ασβέστη και τα τούβλα. Θα ξαναχτίσω την κουζίνα. Και πιάτα θα σου ξαναγοράσω περισσότερα. Θα σε παίρνω μαζύ μου. Οι δυο μας!Μεθαύριο, το Πάσχα, θα πάμε μαζύ για τρεις μέρες στη Χαλκίδα. Με την ωτομετρίσα! Α! Δεν ξέρεις τι γρήγορα τρέχει. Βουνά, κάμποι, δάση και θάλασσες - όλα τρέχουνε λουλουδισμένα, πράσινα, γαλάζια...Θα φάμε κυδώνια, γοφάρια της ώρας - και θα σε σεργιανίζω στα χωριά και στις εξοχές...Σήκω τώρα...
Όσο να πάη μέσα η Φιλιώ να φέρη τα τούβλα και τον ασβέστη, ο Μπαρμπαλιάς πετάχτηκε στο παρακάτω ζαχαροπλαστείο και της έφερε σοκολάτες και σκαλτσούνια.
- Για σένα, καλή μου, που σ' αγαπάω! Πάρε και συχώρα με!
Και δεν έλεγε ψέματα ο Μπαρμπαλιάς. Γιατί, όταν κάποτες αρρώστησε η κυρά Φιλιώ από το στομάχι της και μαρτυρούσε από τους πόνους, χωρίς να ξέρη τι έχει, ο Μπαρμπαλιάς έλεγε δακρυσμένος στους φίλους του πελάτες:
- Καλύτερα να πέθαινα εγώ παρά να υποφέρη αυτή.

***

Κείνη την ημέρα έμεινε μαζί της, ξαναχτίσανε τη φωληά τους σαν τα πουλιά, που ζευγαρώνουν. Και την άλλη μέρα νωρίς - νωρίς πήγε και της έφερε καινούργια πιάτα, καινούργιο φουστάνι, καινούργιο φακιόλι και καινούργια παπούτσια.
- Να ετοιμαστής καλά για το Πάσχα.
Η κυρά Φιλιώ, ήταν η πρώτη χαρά που γνώρισε στη ζωή της. Και καρδιοχτυπούσε και πάλι - αλλά από την ευτυχία! Πότε θα έρθη το Πάσχα! Αυτό το ταξίδι θα είτανε το πρώτο της ζωής της! Θα έβλεπε τον κόσμο κι' αυτή!
Το ραδιόφωνο μεσοβδόμαδα γρύλλιξε!
- Οι Γερμανοί σπάσανε το μέτωπο και κατεβαίνουν! Οι συγκοινωνίες κοπήκανε! Έλληνες θάρρος!

***

Το ταξίδι αυτό δεν έγινε. Έγινε όμως το άλλο - το αγύριστο. Και τα καινούργια φορέματα και τα παπούτσια τα φόρεσε στην κάσσα. Γιατί λίγους μήνες αργότερα πέθανε από την αρρώστεια της. Αλλ' ο Μπαρμπαλιάς βάσταξε το λόγο του. Ταξίδεψε κι αυτός μαζύ της. Πέθανε από την πείνα.

Κώστας Βάρναλης
ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΠΑΣΧΑ. Πασχαλινά αφηγήματα. Εισαγωγή, Νάσος Βαγενάς, Επιλογή κειμένων Φίλιππος Πυκνής, Νάρκισσος, Αθήνα 2016

Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Ραντεβού με τον Κρυστάλλη, που με έκανε άνθρωπο

 Στις 22 Απριλίου 1894 πέθανε στην Άρτα ο Κώστας Κρυστάλλης. Το 2018 κυκλοφόρησε από τις Ηπειρωτικές Εκδόσεις Πέτρα το αφιέρωμα για τα 150 χρόνια από τη γέννηση του με τίτλο "Κώστας Κρυστάλλης. Η Επιστροφή" , το οποίο επιμελήθηκε ο Ευάγγελος Αυδίκος.
Από αυτή την έκδοση , της οποίας τα κείμενα είναι εξαιρετικά ένα προς ένα, επέλεξα αυτό του Δημήτρη Παπαχρήστου, συγγραφέα, αρθρογράφου, ραδιοφωνικού παραγωγού, γνωστού μας  από τις συγκλονιστικές  εκφωνήσεις του στο ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 1973. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα " Πύρρος" τ.17. Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2003. 


Ραντεβού με τον Κρυστάλλη, που με έκανε άνθρωπο
Επιτέλους, θα συναντούσα τον Κώστα Κρυστάλλη. Από μικρό παιδί περίμενα τούτη τη στιγμή. Τότε που η Ήπειρος φάνταζε στα παιδικά μου μάτια στην άκρη του χάρτη Άπειρος χώρα, κακοτράχαλη, μακρινή και ξένη. Φτωχειά πατρίδα, παρατημένη και ξεχασμένη.
Είχα βρεθεί κοντά στα μέρη του. Ο Άραχθος ποταμός κυλούσε μέσα στα μάτια μου. Το Γεφύρι της Πλάκας όρθιο και τοξωτό είχε γλιτώσει από το χρόνο κι από την καταπόντιση ενός νέου φράγματος. Στεκόμουν στην κορυφή του, βέλος ανθρώπινο να εκτοξευτώ στα Τζουμέρκα, ν' αγγίξω τις ψηλές κορφές, να φτάσω στους καταρράκτες, να σταθώ στα Άγναντα, όπου ο Γιάννης πήγαινε με τα πόδια, δυο ώρες δρόμο, σχολείο.
Τον παρακάλεσα να πάμε στους Μελισσουργούς, να πλησιάσουμε κοντά στον τόπο του ραντεβού μου, για το οποίο δεν είχα πει τίποτα, μια και ο Δημήτρης βαριότανε τις μετακινήσεις. Προτιμούσε ένα καλό μαγαζί, κουβεντούλα και τσίπουρο.
Ηπειρώτες και οι δυο, επέστρεφαν ένοχα στην ιδιαίτερη πατρίδα τους κι όλο για τη ζωή τους μιλούσαν, πριν ρίξουν πέτρα πίσω, και για την άγρια εποχή του '50 - '60. Έκαναν πως γνώριζαν την Ήπειρο απ' άκρη σ' άκρη κι όταν τους είπα να με πάνε στους Καλαρρύτες, αποκαλύφθηκε πως δεν είχαν πάει ποτέ τους.
Ήδη είχαμε πάρει το δρόμο, διασχίζοντας τον Καλαρρύτικο ποταμό κι ανεβαίνοντας στα βουνά σταματήσαμε στο θαύμα του ανθρώπου και της φύσης, στο Μοναστήρι της Κηπίνας. Ήπιαμε νερό από το φυσικό κρουνό που έβγαινε από το βράχο, σκαρφαλώσαμε στη φωλιά των καλογέρων, που έστεκε σκαλισμένη και εγκαταλειμμένη μέσα στο βράχο να θυμίζει το πέρασμά τους από εκεί.
Περήφανοι οι φίλοι μου για τον τόπο τους που τον γνώριζαν με έναν Ευβοιώτη από την Ιστιαία, που ισχυριζότανε πως είχε κάνει τσοπάνης με τον Κώστα Κρυστάλλη κι είχαν ανταλλάξει ποιήματα και τους καημούς τους μικρά παιδιά, τότε που ήθελαν να πετάξουν σαν τον σταυραητό τι θα τους έτρωγε ο κάμπος...
Γελούσαν με τις παλαβομάρες μου, αλλά φτάσαμε εύχαρεις στους Καλαρρύτες, όπου η ερημιά τσάκισε τη χαρά μας από την ομορφιά των σπιτιών του. Ευτυχώς υπήρχε ανοιχτό ένα μαγαζί, γιατί κάποιος παράτησε τον κάμπο της Αττικής, μπήκε στα φτερά του αετού κι αποφάσισε να ζήσει χειμώνα - καλοκαίρι εδώ πάνω στην ερημιά και στην αγκαλιά της σκληρής, αλλά και πανέμορφης, της Ηπειρώτικης μάνας γης.
Είπαμε πολλά, ήπιαμε και χαρήκαμε. Κι ήταν απόγευμα όταν τους είπα πως θα πεταχτώ απέναντι στο Συρράκο, στον μυθικό τόπο των σχολικών μου χρόνων, να συναντήσω τον Κρυστάλλη, γιατί το ραντεβού ήταν κλεισμένο από τότε που πρωτογνωριστήκαμε. Κάμφθηκαν οι αντιρρήσεις τους. Με είδαν αποφασισμένο να πάω με τα πόδια κι είχαν φτάσει στην άκρη του χωριού, ένα ποτάμι μάς χώριζε.
Όταν φτάσαμε στο Συρράκο, έπαιρνε να βραδιάζει. Ήταν παραμονή των απόκρεω, ο χειμώνας αντιστεκόταν ακόμα στην άνοιξη. Δεν υπήρχε ψυχή. Ούτε σκυλιά δεν γάβγιζαν. Πήγαμε κατευθείαν στο πέτρινο σπίτι του Κρυστάλλη, που το έχουν κάνει βιβλιοθήκη. Με περίμενε έξω στην αυλή. Στεκόταν όρθιος, σαν άγαλμα. Μιλήσαμε αρκετή ώρα για τα βάσανα της ζωής, για τη μικρή Ουρανία και τη σύντομη ζωή του, αισθάνθηκα το πικραμένο του γέλιο. Χάρηκε για τη συνάντησή μας, μέχρι που χειροκρότησε μαζί με τους συμπατριώτες του, το Γιάννη και το Δημήτρη, πριν τελειώσω το ποίημα του:

...Από ημερόδεντρον, αητέ, θέλω να τρώω βελάνια,
Θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ' άγριο γίδι,
Θέλω ν' ακούω τριγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,
Θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια,
Θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβά να βλέπω.
Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,
Ν' ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω.
Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια,
Και τυρραννιέμαι, και πονώ, και σβυέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο,
Και δος μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζύ σου
Πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος!

Ναι, ναι έτσι είναι, συμφωνήσαμε. Η ελευθερία και η ανθρωπιά είναι πάνω απ' όλα. Ο πόνος όμως γεννάει την αγάπη. Μόνο όσοι πονάνε σήμερα είναι άνθρωποι. Πονάω, άρα υπάρχω, φώναξα. Δεν γίνεται να ζούμε με τον θάνατο και να πεθαίνουμε με τη ζωή που δεν προλαβαίνουμε να χαρούμε.
Έγνεψε καταφατικά, αισθάνθηκα τον καημό του... Καθώς μας ξεπροβόδιζε, γύρισα να τον δω για τελευταία φορά κι είχε κλειστεί στο άγαλμά του...


Τρίτη 20 Απριλίου 2021

Κ' εσείς, ακριβοί μου σύντροφοι....

 

...Κ' εσείς, ακριβοί μου σύντροφοι,
                                   σε κείνο το ασφυχτικό κελλί των μελοθανάτων,
ένα μήνα ζήσαμε κουλουριασμένοι, για να χωράμε,
και κάθε φορά που παίρναν κάποιον, για να μη μας λείπει
δεν απλώναμε το κορμί μας. Μέχρι που μείναμε
εγώ
     κι εσύ,
τελευταίε σύντροφε,
κουβαριασμένοι σε δυό γωνιές του άδειου κελλιού,
με την πελώρια αίσθηση γύρω μας
ότι υπάρχουν ακόμα 
όλοι.

Εσείς, που ζήσατε και πεθάνατε ταπεινά,
μα εγώ,
             παίζοντας γροθιές με την ανωνυμία
                                                      και τους νεκροθάφτες
σας άρπαξα
και σας έθαψα εδώ μέσα μέσα στα κόκκαλά μου,
για να μπορώ να ταξιδεύω τώρα στο διάστημα,
                                        πικρός και σιωπηλός
                                                                             κι ολόδροσος,
σαν ένα χωριάτικο κοιμητήρι που διασχίζει το χρόνο...

Τάσος Λειβαδίτης, 25η Ραψωδία της Οδύσσειας, Αθήνα, 1963
,

Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

Εκεί που σμίγει ο καιρός με την ελπίδα...



Εκεί που σμίγει ο καιρός με την ελπίδα
κει που ανταμώνει το σκοτάδι με το φως,
στέκει το βλέμμα σου μπροστά στην καταιγίδα
κι είναι τα μάτια σου κουρσάρων θησαυρός

Κύματα οι σκέψεις μου στα πέλαγα του νου
πως με σημάδεψες σκιά του δειλινού
Μάγια που λύθηκαν στη ρότα της καρδιάς,
καημοί που ντύθηκαν στο χρώμα της χαράς

Κι εγώ που γύριζα τις θάλασσες του κόσμου
και κυνηγούσα τους ανέμους του νοτιά,
σ'είδα ν'αστράφτεις και να κατοικείς εντός μου,
τη νύχτα πού'βαλα στα χρόνια μου φωτιά

Κύματα οι σκέψεις μου στα πέλαγα του νου
πως με σημάδεψες σκιά του δειλινού
Μάγια που λύθηκαν στη ρότα της καρδιάς,
καημοί που ντύθηκαν στο χρώμα της χαράς

Στίχοι: Γιάννης Γιαβάρας
Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος
Από τον δίσκο του 2001   "Στης ψυχής το παρακάτω",
 

Κυριακή 4 Απριλίου 2021

"Πάντα παράξενος ο Απρίλιος πάντα να μας χωρίζει δίχως δισταγμό στα δύο Άνοιξη ή καλοκαίρι είναι τώρα; "

 

Ο ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ
Η ώρα ήταν πέντε και μισή εχάραζε
περήφανος ο Απρίλιος τίναζε
απ’ τα ξανθά μαλλιά του την ψιλή βροχή.
 
Πολλοί περνούσαν από κει επαναφέροντας
την κίνηση και τη βουή στο δρόμο
αλλά κανένας δεν τον πρόσεχε κανένας
δε είχε έλλειψη από ακεφιά και τρόμο.
 
Κάποιος ρωτούσε τι ώρα είναι
άλλος βλαστήμαγε που πέρασε η ώρα
άλλος ρωτούσε αν θα κάνει ζέστη
άλλος ρωτούσε αν θα ξαναβρέξει
άλλος ζητούσε μιαν αφετηρία λεωφορείων
άλλος ζητούσε μιαν αφετηρία της μέρας
άλλος – ο πιο επικίνδυνος για το σιγουρεμένο καθεστώς
ζητούσε μιαν αφετηρία πουλιών…
 
Πάντα παράξενος ο Απρίλιος πάντα
να μας χωρίζει δίχως δισταγμό στα δύο
Άνοιξη ή καλοκαίρι είναι τώρα;
 
Για τον ρακοσυλλέκτη όμως συνεχίζονταν ο χειμώνας.
Κοιμόταν σαν παιδί σαν αγγελούδι σαν αρνί
μες στα κουρέλια του και μέσα στα χαρτιά του
χαμογελούσε ονειρεύονταν φαίνεται ότι πετούσε
επάνω από λιβάδια σύγνεφα βουνά και θάλασσες
επάνω από εποχές χαρές και λύπες
 
Χαμογελούσε ονειρεύονταν φαίνεται ότι έπεφτε
από ψηλά μπαλκόνια έπεφτε απαλά στην άσφαλτο
σαν το φτερό πουλιού σαν λέξη κοριτσιού
και τίποτε δεν πάθαινε. Κοιμόταν χαμογελούσε
ονειρευότανε και δεν ξυπνούσε δεν ξυπνούσε…
 
ΘΩΜΑΣ  ΓΚΟΡΠΑΣ (ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ, εκδόσεις ΕΞΟΔΟΣ 1983)