Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Ποιος ήπιε δάκρυ για νερό

Ποιος ήπιε δάκρυ για νερό
ποιος φίλησε τον πόνο
ποιος έφαγε ψωμί πικρό
ποιος ξενυχτά στο δρόμο.

Δεν έχω σπίτι για να μπω
κρεβάτι να πλαγιάσω
αγάπη να ξεκουραστώ
σκαμνί να ξαποστάσω.

Ποιος είδε μαύρο κεραυνό
να σκίζει την ψυχή του
και ν' αγκαλιάζει συμφορά
την δόλια τη ζωή του.

Στίχοι: Γιάννης Παπανικολόπουλος
Μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας
Ερμηνεία: Πάνος Τζανετής

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Μνημόσυνο Κωστή Παλαμά...

"Την περασμένη Κυριακή η Αθήνα ξανάζησε για μερικές ώρες τη δραματική και ηρωική ατμόσφαιρα της ξενικής κατοχής και της Αντίστασης. Με πρωτοβουλία της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, τελέστηκε στον τάφο του Παλαμά φιλολογικό μνημόσυνο για τα 20χρονα από το θάνατο του. Η εμπνευσμένη ομιλία του κορυφαίου των σύγχρονων ελλήνων ποιητών Κώστα Βάρναλη και οι απαγγελίες των καλλιτεχνών Καρούσου και Χατζίσκου, σκόρπισαν ρίγη πατριωτικής συγκίνησης στα πλήθη των Αθηναίων που πήραν μέρος στο μνημόσυνο. Και όπως ακριβώς, είκοσι χρόνια πριν, έτσι και τώρα, τα πλήθη ξανατραγούδησαν πάνω στον τάφο του Παλαμά τον εθνικό μας ύμνο και τον έραναν με κόκκινα γαρύφαλλα. Μα ότι δεν τόλμησαν τότε οι χιτλεροφασίστες καταχτητές, το εφάρμοσαν οι καραμανλικοί αστυνομικοί. Καραδοκόντας στην έξοδο του νεκροταφείου με τα ασυρματοφόρα καμιόνια τους, ρίχτηκαν στα πλήθη που έβγαιναν. Μα δεν μπόρεσαν να τα τα διαλύσουν. Οι προσκυνητές, αποδοκιμάζοντας τους αποθηριωμένους τραμπούκους της καραμανλικής αστυνομίας, έφτασαν στο σπίτι του Παλαμά και χειροκρότησαν με ενθουσιασμό και συγκίνηση τις εκδηλώσεις της σεμνής τελετής , που είχαν οργανώσει εκεί οι φοιτητές"


Με αυτά τα λόγια ο Ραδιοφωνικός Σταθμός
στο Βουκουρέστι ενημέρωνε τους ακροατές του για το φιλολογικό μνημόσυνο που τελέστηκε στην Αθήνα για τα 20χρονα του θανάτου του Κωστή Παλαμά. Το δακτυλογραφημένο κείμενο της ραδιοφωνικής εκπομπής είναι χωρίς χρονολόγηση και είναι από την ειδική εκπομπή με τίτλο " Φιλολογική εκπομπή" - " Θέματα πολιτισμού των γραμμάτων και της τέχνης". Βρίσκεται στα ΑΣΚΙ.

Ο Κωστής Παλαμάς πέθανε στις 27 Φλεβάρη 1943

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

"Σε ποια πέτρα, σε ποιο χώμα να ριζώσεις τώρα πια κι απ' τον θάνατο ακόμα πιο πικρή 'σαι προσφυγιά..."

Πάνε κι έρχονται καράβια
φορτωμένα προσφυγιά
βάψαν τα πανιά τους μαύρα
τα κατάρτια τους μαβιά

Σε ποια πέτρα, σε ποιο χώμα
να ριζώσεις τώρα πια
κι απ' τον θάνατο ακόμα
πιο πικρή 'σαι προσφυγιά.

Πού να βρίσκεται ο πατέρας
ψάχνει η μάνα για παιδιά
μας εσκόρπισε ο αγέρας
σ' άλλη γη, σ' άλλη στεριά

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ 1972
Μουσική : Απόστολος Καλδάρας
Στίχοι: Πυθαγόρας
Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας

Δυστυχώς επίκαιρο και οδυνηρό!

"...Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς...." 
( Γ.Σεφέρης από τον Τελευταίο Σταθμό)

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Το ελληνικό 1848

Οδόφραγμα στην οδό Soufflot του Horace Vernet (1848)

Γράφει η ofisofi // atexnos

Ο Τάσος Βουρνάς  έγραψε το 1947, σε νεαρή ηλικία, την μελέτη « Το ελληνικό 1848» , η οποία θα δημοσιευόταν ως συμβολή της ελληνικής Αριστεράς στα 100 χρόνια ( 1848 -1948) από την ευρωπαϊκή εξέγερση του 1848. Τα γεγονότα που ακολούθησαν δεν επέτρεψαν την δημοσίευσή της. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1952 σε περιορισμένα αντίτυπα  ,αλλά και λάθη , από φίλους του συγγραφέα που βρισκόταν εξόριστος στον Άη – Στράτη. Το 1956 κυκλοφόρησε από τις «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις».

Ο Τάσος Βουρνάς ανατύπωσε το αντίτυπο των Πολιτικών και Λογοτεχνικών Εκδόσεων το 1983 διευκρινίζοντας ότι δεν έκανε καμία προσθήκη αν και θα είχε να συμπληρώσει ή να ερμηνεύσει πολλά μετά από τόσα χρόνια.


«Δεν το έκανα, από συμπάθεια σε μια νεανική μου δουλειά, που δεν είδε φυσιολογικά , όταν έπρεπε, το φως της δημοσιότητας. Αλλά και υπό τη μορφή που αναπαράγεται σήμερα, προσφέρει πολλά και άγνωστα στοιχεία στον αναγνώστη, που φωτίζουν ένα μικρό χρονικό διάστημα της ιστορίας των αγώνων του ελληνικού λαού»


Το βιβλίο αυτό το ανακάλυψα πρόσφατα και το διάβασα με πολλή προσοχή και ενδιαφέρον τοποθετώντας τη μελέτη στην εποχή που γράφτηκε  και λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη επαρκών πηγών και στοιχείων. Έτσι κι αλλιώς η απήχηση του ευρωπαϊκού 1848 στην Ελλάδα δεν είναι και από τα πλέον γνωστά ιστορικά θέματα.



Οι βασικές πηγές του συγγραφέα ήταν οι εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα του 1848, οι λιγοστές αφηγήσεις και μαρτυρίες και η διαθέσιμη βιβλιογραφία το 1947.
Eduard Lear, Αθήνα (1848)

Η μελέτη αρχίζει από την εποχή που έγινε η συνταγματική μεταβολή της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά των πολιτικών κομμάτων που πρωταγωνίστησαν στο χρονικό διάστημα 1843 -1848. Στην εξουσία βρίσκεται το « γαλλικό» κόμμα του Ι.Κωλέττη , στην αντιπολίτευση το « αγγλικό» κόμμα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και το «ρωσικό» του Α. Μεταξά. Ο βασιλιάς Όθωνας και ο αυλικός περίγυρος παίζουν σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. Καταλυτική είναι η παρουσία και οι επεμβάσεις των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων , οι οποίοι ουσιαστικά κυβερνούν και ρυθμίζουν το πολιτικό σκηνικό ανάλογα με τα συμφέροντα των χωρών τους οδηγώντας την κατάσταση σε αδιέξοδο.

Ανάμεσα σε όλους αυτούς κινείται σε αργούς ρυθμούς και ζει σε δύσκολες συνθήκες ο ελληνικός λαός. Τα προβλήματα που τον ταλαιπωρούν είναι  πολιτικά , κοινωνικά, εθνικά και η διανομή των εθνικών γαιών.

Αρκετά χρόνια μετά την επανάσταση του 1821, το νεοϊδρυθέν κράτος παραδόθηκε  στους ξένους .Η ανεξαρτησία και οι συνταγματικές ελευθερίες παρέμεναν αιτήματα . Κάθε ζωντανό κοινωνικό στοιχείο παραμερίστηκε, οι αγωνιστές κυνηγήθηκαν και  άνοιξαν οι πόρτες στο ξένο κεφάλαιο. Η κυβέρνηση του Ι. Κωλέττη για να μπορέσει να επιβάλει την εξουσία της και να αμβλύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις και αντιδράσεις επινόησε την ιδεολογία και την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας. Και σε όλα αυτά ερχόταν να προστεθεί το φλέγον ζήτημα της εθνικής γης , η οποία δεν διανεμήθηκε  στους ακτήμονες καλλιεργητές και αγρότες αλλά ξεπουλήθηκε  με πλασματικές δημοπρασίες και πέρασε στα χέρια των τσιφλικάδων. Η φτώχεια, οι διωγμοί , η καταπίεση έσπρωχναν τους αγρότες στον ένοπλο αγώνα , ο οποίος στο δεύτερο μισό του 19ου αι. εκφυλίστηκε  σε ληστεία.

Η κατάσταση μετά την 3η Σεπτεμβρίου 1843 δεν είχε αλλάξει ουσιαστικά καθώς δεν έλυσε κανένα από τα μεγάλα προβλήματα και δεν έδωσε τους θεσμούς που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας. Αντιθέτως διευκόλυνε το παλάτι να φέρει  συνταγματικά  στην εξουσία τον Κωλέττη και το κόμμα του. Επιπλέον η εξάρτηση από την πολιτική της Γαλλίας είχε πάρει τη μορφή υποταγής . Τη χώρα ουσιαστικά  κυβερνούσε ο Γάλλος πρεσβευτής.


Το 1847 η Ευρώπη ήταν ένα  ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί . Η οικονομική κρίση  δεν άργησε να την οδηγήσει  στη σύγκρουση του 1848. Στις 22 Φεβρουαρίου 1848 ξέσπασε  επανάσταση στο Παρίσι στην οποία συμμετείχε ενεργά μαζί με τα αστικά δημοκρατικά κόμματα η γαλλική εργατική τάξη. Η εργατική τάξη ήταν η νέα τάξη που γεννήθηκε με την ανάπτυξη των νέων παραγωγικών σχέσεων. Η επανάσταση ανέτρεψε  την υπάρχουσα γαλλική κυβέρνηση και τον Λουδοβίκο – Φίλιππο και στη θέση τους ιδρύθηκε  η δεύτερη γαλλική δημοκρατία. Μόνο που με την εγκαθίδρυση της έπνιξε στο αίμα τους εργάτες που ζητούσαν να ληφθούν άμεσα μέτρα για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και να αντιμετωπισθούν ένοπλα οι αντιδράσεις της Ρωσίας και της Αυστρίας. Η προσωρινή λαϊκή εξουσία των εργατών καταλύθηκε και οι εργάτες δολοφονήθηκαν στους δρόμους του Παρισιού. Η σπίθα της όμως εξαπλώθηκε στην Ευρώπη.
Eduard Lear, Λαμία (1848)

Στην Ελλάδα τα γεγονότα της Γαλλίας είχαν μεγάλο αντίχτυπο. Η κυβέρνηση  φάνηκε να χάνει τα στηρίγματά της και αυτό δημιούργησε πολλές ανησυχίες στο παλάτι και στην ολιγαρχία. Ο λαός όμως που έβλεπε ότι ο εκδημοκρατισμός δεν ερχόταν και οι αλλαγές μετά το 1843 δεν ήταν οι αναμενόμενες άρχισε να τρέφει ελπίδες για την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού.

Πνοές δημοκρατίας έφτασαν και στην Ελλάδα από το 1847, τις οποίες προσπάθησε να εκμεταλλευτεί η αγγλική πολιτική καλλιεργώντας τους πόθους του ελληνικού λαού για αλλαγές στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Το παλάτι διαισθάνθηκε τον κίνδυνο αλλά τα γεγονότα ήταν πιο γρήγορα. Δύο παλαίμαχοι στρατηγοί του αγώνα της ανεξαρτησίας, ο Θοδωράκης Γρίβας και ο Νικόλας Κριεζώτης παραιτήθηκαν από τις θέσεις τους . Αρχές καλοκαιριού του 1847 προκηρύχθηκαν  εκλογές και η ατμόσφαιρα ήταν  εκρηκτική. Οι οπαδοί του Κωλέττη ετοίμαζαν εκλογικό πραξικόπημα  και η αντιπολίτευση σε συνεργασία με την αγγλική πρεσβεία  τις αντιδράσεις της. Ένοπλα επεισόδια ακολούθησαν  τις αυθαιρεσίες των Κωλεττικών.

Στις 6 Ιουνίου 1847, τέσσερις μέρες πριν τις εκλογές ξέσπασε ανταρσία με επικεφαλής τον Θ. Γρίβα και μετά από λίγες μέρες ξεσηκώθηκε ο Ν. Κριεζώτης στη Χαλκίδα. Αντάρτικη σημαία σήκωσαν στη Δυτική Ελλάδα οι Ιωάννης Φαρμάκης, Μακρυγιάννης και Βοζαΐτης. Δυναμικές επεμβάσεις του στρατού κατέστειλαν τις στάσεις και οι Κωλεττικοί κατέλαβαν πάλι την εξουσία ενώ η Αγγλία  ενέτεινε τις μηχανορραφίες ηλεκτρίζοντας ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα. Μέσα σε αυτή την τεταμένη πολιτική κατάσταση ήρθε  να προστεθεί και ο ξαφνικός θάνατος του Ι.Κωλέττη τον Αύγουστο του 1847, γεγονός που προκάλεσε χαρά στην Αγγλία και μεγάλη ανησυχία στη Γαλλία.

Την πολιτική του Κωλέττη συνέχισαν οι διάδοχοί του. Το παλάτι προσπαθούσε  να μετριάσει την ένταση με χλιαρό τρόπο στρεφόμενο στην αντιπολίτευση χωρίς όμως να διαλύσει τη Βουλή του Κωλέττη που τον στήριζε. Η άρνηση της αντιπολίτευσης να αναλάβει την εξουσία με αυτή τη Βουλή οδήγησε τον Όθωνα στην απόφαση να αναθέσει την κυβέρνηση στον Κίτσο Τζαβέλλα, πιστό όργανο του Κωλέττη , γεγονός που ξεσήκωσε  θύελλα αντιδράσεων και διαμαρτυριών στην αντιπολίτευση που κατήγγειλε την πράξη του βασιλιά ως υπέρβαση του Συντάγματος.

Τα γεγονότα του 1848 δημιούργησαν την επιθυμία στην αντιπολίτευση να ανατρέψει τους Κωλεττικούς και να καταλάβει την εξουσία. Ο επαναστατικός άνεμος προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στην Ελλάδα με την αντιπολίτευση να οργανώνει ένα μεγαλειώδες εορταστικό γεύμα και μικροδιαδηλώσεις . Η κυβέρνηση από τη μεριά της δυνάμωσε τα τρομοκρατικά μέσα, κατέβασε στην Αθήνα το στρατό και απαγόρευσε στη γαλλική παροικία τους εορτασμούς. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε ακόμη περισσότερο και το πολιτικό αδιέξοδο οδήγησε την κυβέρνηση Τζαβέλλα σε παραίτηση στις 7 Μαρτίου 1848.

Ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης στηριγμένη στο σύνταγμα ναυάγησε και μέσα στη γενική αναταραχή , την αντιπαλότητα και τη λαϊκή αγανάκτηση το παλάτι όρκισε νέα κυβέρνηση στις 8 Μαρτίου με τον Κ. Κουντουριώτη. Το κωλεττικό σύστημα και οι αυλικοί εξακολουθούσαν  όμως να ρυθμίζουν την πολιτική ζωή.

Μέσα σε αυτή την τεταμένη κατάσταση η λαϊκή οργή ξέσπασε σε ένοπλο ξεσηκωμό τον Απρίλιο γιατί ο λαός πείστηκε  ότι τίποτε δεν άλλαξε και ότι όλα ήταν απάτη.

Συνωμοτικές  κινήσεις σημειώθηκαν  στην Αθήνα και το παλάτι με τους υποστηρικτές του πρόβαλαν  τη Μεγάλη Ιδέα και καλλιέργησαν  την πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία.

Μέσα στο Μάρτιο του 1848 η επαναστατική ατμόσφαιρα εντάθηκε , η νεολαία και ιδιαίτερα οι φοιτητές εξεγέρθηκαν. Τα καφενεία της Αθήνας έγιναν κέντρα συζητήσεων και συγκεντρώσεων των ξεσηκωμένων νέων.

Όσο πλησίαζε η 25η Μαρτίου τόσο το πολιτικό κλίμα φορτιζόταν καθώς οι συνωμοτικές  ομάδες την είχαν ορίσει ως ημέρα παλλαϊκού ξεσηκωμού.

Την 25η Μαρτίου 1848  η κυβέρνηση και το παλάτι πήραν  έκτακτα στρατιωτικά μέτρα στο κέντρο της Αθήνας και δημοσίευσαν  το διάταγμα της αμνηστίας που ήταν αίτημα λαϊκό, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσουν τα πράγματα. Η κίνηση αυτή δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα γιατί εξαιρούσε τρεις φημισμένους από την εποχή της επανάστασης του 1821 αγωνιστές.


Οργανωμένες ομάδες με δημοκρατικά συνθήματα ήταν έτοιμες να τεθούν επικεφαλής του λαού.
Σκηνή εκτοπισμού χωρικών από κρατικά όργανα. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα

«Η εξουσία εώρτασε την εθνική εορτήν της 25/3 έντρομος, πεφοβισμένη και περιφρουρουμένη πανταχόθεν. Οι πολίται απεναντίας εώρτασαν αυτήν ήσυχοι και ελεύθεροι πάσης υπονοίας. Π ο τ έ  τ ο σ α ύ τ η  κ ί ν η σ ι ς  λ α ο ύ  δ ε ν  ε φ ά ν η  ε ι ς  τ α ς Α θ ή ν α ς, όση καθ’ όλην την ημέραν και καθ’ όλην σχεδόν την νύκτα της παρελθούσης Πέμπτης. Η κίνησις αύτη του λαού, καίτοι ήσυχος, ετάραττε και έτι εφόβιζε την εξουσίαν. Ο λαός ημποδίζετο να προχωρή προς τα ανάκτορα…

Φοιτητές τινές του Πανεπιστημίου μετά διαφόρων πολιτών, συνελθόντες εις το κεντρικώτερον ξενοδοχείον εσυμποσίασαν έψαλαν δε και ύψωσαν προπόσεις διαφόρους, μεταξύ των οποίων διεκρίθη η υπέρ των φοιτητών του Βερολίνου και Βιέννης γενομένη υπό του κ. Α. Παλαιολόγου. Καταβάντες του ξενοδοχείου δια να διευθυνθώσιν ευτάκτως προς την οδόν Ερμού, σ υ ν ω δ ε ύ θ η σ α ν  υ π ό  α π ε ί ρ ο υ  π λ ή θ ο υ ς  π ο λ ι τ ώ ν, οίτινες προπορευόμενοι εζητωκραύγαζαν εκ διαλειμμάτων υπέρ της Ελλάδος, του στρατού και της εθνοφυλακής. Μόλις επλησίασεν εις το τέλος της Ερμαϊκής οδού όθεν έμελλαν να εισέλθωσιν εις την πλατείαν Συντάγματος, αίφνης κατά διαταγήν αξιωματικού τινός του ιππικού, ως λέγεται, περίπολός τις εξ επτά ιππέων επιπίπτει με τα ξίφη κατά του αόπλου πλήθους. Καταπατούνται οι άνθρωποι ένεκα ταραχής, θέλοντες να φύγουν. Πολλοί έπαθον κυρίως και μάλιστα γυναίκες και παιδία. Η διαγωγή αύτη των ιππέων επροξένησεν εντύπωσιν δυσάρεστον» ( «Καρτερία» φ. 278/27/3/48)

Από τα μέσα Μαρτίου έως τα μέσα Απριλίου του 1848 η πολιτική ζωή της χώρας κυριαρχείται από το κυβερνητικό κόμμα, το αγγλόφιλο κόμμα του Μαυροκορδάτου, το ρωσόφιλο και το δημοκρατικό. Αυτό το τελευταίο γεννήθηκε από τους αγώνες του ελληνικού λαού μετά την απελευθέρωση, επηρεάστηκε  από τα γεγονότα της εξεγερμένης Ευρώπης και ζητούσε  δημοκρατικές λύσεις στο εσωτερικό της χώρας με ανατροπή του Όθωνα.

Αν και συγκινούσε  λαϊκές μάζες και τμήματα της νεολαίας δεν ήταν σε θέση να οργανώσει τους αγώνες τους , δεν είχε  πολιτική οργάνωση και καθοδήγηση. Είχε όμως να αντιμετωπίσει το ιδεολογικό μέτωπο της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης  που ταύτιζαν  τη δημοκρατία με την αναρχία και υποστήριζαν  ότι οι δημοκρατικές αλλαγές θα φέρουν δυστυχία στην Ελλάδα. Επιπλέον αντιμετώπιζε  την τσαρική απειλή ότι θα καταπνίξει κάθε απόπειρα ανατροπής του θρόνου με όλα τα μέσα .

Έτσι στα τέλη Μαρτίου κυβέρνηση, παλάτι , αντιπολίτευση ανησυχούσαν για τη λαϊκή οργή και φοβούνταν  έναν ενδεχόμενο ξεσηκωμό.

Από την άλλη μεριά οι αγωνιστές που είχαν καταφύγει στα εδάφη που ανήκαν ακόμη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία περίμεναν  την κατάλληλη στιγμή για να πάρουν τα όπλα. Τις πρώτες δέκα ημέρες του Απριλίου αντάρτες συγκεντρώθηκαν στην ελληνοτουρκική μεθόριο και άρχισαν τις συνεννοήσεις με παραμεθόρια ελληνικά στρατιωτικά τμήματα προκειμένου να δράσουν από κοινού εναντίον της Κυβέρνησης.

Στις 9 Απριλίου 1848 από τη συνοριακή γραμμή Δερβέν – Φούρκα εισέβαλαν οι αντάρτες στο ελληνικό έδαφος. Τα νέα έφτασαν  γρήγορα στην Αθήνα και προκάλεσαν  μεγάλη εντύπωση. Πολλοί ήταν εκείνοι που περίμεναν να αρθεί το πολιτικό και κοινωνικό αδιέξοδο με την πράξη αυτή των ανταρτών.

Η Κυβέρνηση και το παλάτι αρχικά προσπάθησαν  να αποσιωπήσουν τα γεγονότα αλλά μπροστά στη λαϊκή αγανάχτηση και τα δημοσιεύματα του Τύπου ανακοίνωσαν  επίσημα την εισβολή μία βδομάδα μετά. Συγχρόνως έγινε  και η πρώτη προσπάθεια να αποδώσουν το γεγονός σε τουρκική υποκίνηση.

Η ένοπλη εξέγερση όμως εξαπλώθηκε με μεγάλη ταχύτητα στις παραμεθόριες περιοχές. Οι αγρότες ακολούθησαν  μαζικά τους αντάρτες και όλη η περιοχή της Λαμίας εκτός από την πόλη, περιήλθε  στα χέρια των ανταρτών, οι οποίοι είχαν τη λαϊκή υποστήριξη και κυκλοφόρησαν  προκηρύξεις.

Όταν οι αντάρτες προωθήθηκαν  στον Ελικώνα η πανικόβλητη Κυβέρνηση αποφάσισε να δράσει. Συγχρόνως το κόμμα του Μαυροκορδάτου τοποθετήθηκε  εχθρικά στην ένοπλη εξέγερση.

Στις 14 Απριλίου άρχισε  τον ιδεολογικό πόλεμο εναντίον των ενόπλων διακηρύσσοντας επίσημα ότι η εισβολή γίνεται με οθωμανικά στρατεύματα και ανάγγειλε  στρατιωτικά μέτρα. Η εξέγερση όμως πήρε πανελλήνιες διαστάσεις και εξαπλώθηκε ,εκτός από τη Στερεά και την Αθήνα, στην Καλαμάτα, την Κόρινθο και τον Πύργο. Αυτό προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση και πανικό στις κυβερνητικές δυνάμεις  καθώς οι στρατιώτες δεν ήθελαν  να πολεμήσουν τους αντάρτες. Η στρατολόγηση ντόπιων συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις επίσης και έτσι η Κυβέρνηση αναγκάστηκε  να στρατολογήσει άντρες από περιοχές που δεν έλεγχαν οι αντάρτες ξοδεύοντας τεράστια και ανεξέλεγκτα ποσά.. Και οι αντάρτες από τη μεριά τους στρατολογούσαν αγρότες και προετοιμάζονταν για αποφασιστική σύγκρουση.

Αν και οι αντάρτες προέλαυναν  στα αστικά κέντρα εντείνοντας και την πολιορκία της Λαμίας συγκρουόμενοι με το στρατό εντούτοις δεν μπόρεσαν να ελέγξουν την κατάσταση λόγω έλλειψης συντονισμού των δυνάμεων τους και απουσίας σοβαρού στρατηγικού σχεδίου.

Η Κυβέρνηση προσπάθησε  να συγκεντρώσει τις τακτικές δυνάμεις σε στρατόπεδα – βάσεις στη Θήβα, στη Λειβαδιά και την Εύβοια αλλά να  στρατολογήσει και ατάκτους με βίαιο τρόπο και με διάθεση πολύ μεγάλων χρηματικών ποσών για την πληρωμή τους. Σε αυτό συνέβαλε και η Εθνική Τράπεζα σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί το καθεστώς των διαδόχων του Κωλέττη στην εξουσία.

Οι άτακτοι δεν άφησαν  τίποτε όρθιο στο πέρασμά τους καταληστεύοντας και λεηλατώντας την ύπαιθρο.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το ρωσόφιλο κόμμα πρότεινε συμβιβασμό διότι η τσαρική διπλωματία φοβόταν την ανατροπή του Όθωνα. Η κυβέρνηση και το παλάτι όμως είχαν αποφασίσει να αντιμετωπίσουν την εξέγερση στην περιοχή της Φθιώτιδας δυναμικά .

Στις 24 Απριλίου  εκδηλώθηκε εξέγερση στην Καλαμάτα που οδήγησε σε κατάληψη της πόλης. Ο αντίχτυπος της ήταν τεράστιος στην Αθήνα. Συγχρόνως οι Αθηναίοι μαθαίνουν και την εξέγερση των αγροτών στην περιοχή της Κορίνθου.


Οι εξεγερμένοι  τόσο στην Καλαμάτα όσο και στην Κόρινθο κυκλοφόρησαν προκηρύξεις , οι οποίες αποτελούν εξαιρετικά δημοκρατικά ντοκουμέντα για το ελληνικό 1848 και εμπνέονται  από τα ιδανικά των ευρωπαϊκών αστικοδημοκρατικών εξεγέρσεων.
Καφενείο στην Αθήνα στα μέσα του 19ου αι.

«Φίλοι συμπολίται,

Κάμνοντες χρήσιν του συνταγματικού δικαιώματος του ελευθέρως εκφράζεσθαι, φέρομεν κατά τας επικειμένας δεινάς περιστάσεις εις γνώσιν της Υ.Μ. τας εξής σκέψεις.

Νέα εποχή ιστορίας μετέβαλε την φάσιν του κόσμου. Τα έθνη εγείρονται προς ανάκτησιν και υπεράσπισιν των καταπατηθέντων δικαιωμάτων των και ελευθεριών των. Τα παλαιά ολέθρια συστήματα κατέπεσαν ως ιστός αράχνης. Ο Μεττερνίχος και μετ’ αυτού το σύστημά του κατέπεσαν. Ο Βασιλεύς Φίλιππος και ο Γκιζώτος, οίτινες κυβερνώντες συνταγματικώς, εμόλυναν το σύνταγμα δια των αισχροτέρων μέσων της διαφθοράς, κατέπεσαν μετά του συστήματός των. Τα έθνη εις τα οποία επεκτείνονται αι αλύσσεις των συστημάτων τούτων, διέσπασαν αυτάς και αι κυβερνήσεις εχειραφέτησαν τους λαούς αυτών. Μία φωνή εγείρεται πανταχόθεν, η φωνή της απελευθερώσεως , η φωνή της χειραφεσίας των λαών, η φωνή της ενώσεως των εθνικοτήτων. Η Γερμανία σχηματίζεται εις εν, η Ιταλία θέλει αποτελεί εν έθνος, εις δεν την αδελφήν αυτής, την ένδοξον Ελλάδα, δεν αρμόζει να μένη απλώς θεατής. Η απελευθέρωσις και η συγκέντρωσις της ελληνικής φυλής υπό την νέαν Ελλάδα, και υπό έναν αρχηγόν ( σημ συγγρ. Η αναζήτηση αρχηγού πρέπει να νοηθεί εδώ στα κοινοβουλευτικά πλαίσια. Το κήρυγμα του – δημοκρατικό κι όχι δεσποτικό – πείθει) τον αρχηγόν αυτής, είναι το αίσθημα το κυριεύον τους απανταχού έλληνας και το μόνον υπάρχον σύνθημα. Από τα ιδέας ταύτας και από τα αισθήματα ταύτα κυριευόμενος και ο μεσσηνιακός λαός και από την πεποίθησιν ότι το κυβερνούν την Ελλάδα φθοροποιόν σύστημα απορέει εκ των φθοροποιών εκέινων συστημάτων, εγείρεται σήμερον και εκφράζει πανδήμως και μετά θάρρους τα μέσα εκείνα δια της ενεργείας των οποίων δύναται να φθάση εις τον περί ου ο λόγος σκοπόν προς αποφυγήν επικειμένου κινδύνου και προς σωτηρίαν της πατρίδος και του θρόνου. Τα δε μέσα ταύτα είναι τα εξής.

Αον) Διάλυσιν της Βουλής, σχηματισθείσης υπό παρανόμου συστήματος, μέσων διαφθοράς και πλαστογραφίας και την συγκάλεσιν νέας Βουλής δια βουλευτών εκλεγμένων ελευθέρως και δια της ελευθέρας ψήφου των λαών.

Βον) Γενικήν αμνηστείαν δια τους ένεκα πολιτικών εγκλημάτων καταδιωκομένους.

Γον) Πλήρη και ιεράν εφαρμογήν του Συντάγματος.

Δον) Κατάργησιν συστήματος Κυβερνητικού στηριζομένου εις τα πρόσωπα και τείνοντας εις την διαίρεσιν του έθνους και εις σχηματισμόν φατρίας κατά του έθνους και καθιέρωσιν συστήματος στηριζομένου εις αρχάς υγιείς και ηθικάς ουχί υπό ανθρώπων αμαθείας αλλ’ υπ’ ανδρός παιδείας, αρετής και ικανότητος και απολαμβανόντων την γενικής του έθνους υπόληψιν.

Εον) Απομάκρυνσιν όλων των προσώπων των περιστοιχούντων επιβούλως τον θρόνον και υποστηριζόντων το φθοροποιόν εκείνον σύστημα το μολύναν το έθνος δια της διαφθοράς και το εκκενώσαν το ταμείον δια της καταχρήσεως και της σπατάλης του δημοσίου πλούτου.

ΣΤον) Τον σχηματισμόν της εθνοφυλακής και την βαθμηδόν ανάπτυξιν και αύξησιν του ναυτικού στόλου και του στρατού.

Δια των μέσων τούτων δύναται ν’ απομακρύνη τους περιστοιχούντας τον θρόνον και την πατρίδα κινδύνους και να φθάση εις τον περί ου ο λόγος σκοπόν, και την ευημερίαν του Ελληνικού λαού και την απελευθέρωσιν αδελφών και Ελλήνων.

24 Απριλίου 1848, Καλάμαι

                                           Ο συμπολίτης σας

                                            Γ. Ι. Περρωτής»

Η αντιπολίτευση θορυβήθηκε  και η κυβέρνηση πήρε  σκληρά μέτρα με στόχο την κατάπνιξη του ένοπλου κινήματος τόσο στη Στερεά όσο και στην Πελοπόννησο.

Οι εξεγέρσεις στην Πελοπόννησο τελικά δεν μπόρεσαν να εξελιχθούν. Εκφυλίστηκαν και κατέρρευσαν εξαιτίας των ανώριμων τοπικών συνθηκών,  την έλλειψη συντονιστικού οργάνου και στρατιωτικού σχεδίου που θα συνένωνε τους Πελοποννήσιους με τους Στερεοελλαδίτες.

Διαβάζοντας τις προκηρύξεις των εξεγερμένων παρατηρεί κανείς ότι δεν έθεταν ζήτημα ανατροπής του βασιλιά, αντιθέτως φαίνονται να τον υποστηρίζουν. Αυτό μάλλον είχε σχέση με τους ανταγωνισμούς , τις διαμάχες και τις επιρροές των ξένων δυνάμεων στην πολιτική ζωή του τόπου αλλά και τις βαθιές ρίζες των τζακιών που στήριζαν το παλάτι και επηρέαζαν μεγάλες μάζες αγροτών κάνοντας τους να πιστεύουν ότι ήταν σύμβολο ανεξαρτησίας, εγγύηση εσωτερικής ησυχίας , μελλοντικής απελευθέρωσης των υπόδουλων ελλήνων και εξασφάλισης της ευρωπαϊκής βοήθειας. Παρ’ όλα αυτά ο θρόνος απειλήθηκε.

Αν στην Πελοπόννησο οι εξεγέρσεις εκφυλίστηκαν, στη Στερεά   οι αντάρτες συνέχιζαν  να νικούν και η Κυβέρνηση έριχνε  συνεχώς νέες δυνάμεις στη μάχη αποφασισμένη να δώσει τέλος στην ένοπλη εξέγερση. Η τελευταία μάχη δόθηκε  στην Υπάτη όπου μετά από ολιγοήμερη πολιορκία η πόλη εγκαταλείφθηκε  από τους αντάρτες σηματοδοτώντας την κατάρρευση του αντάρτικου μετώπου και τη νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων ( 8-9 Μάη 1848)

Έτσι ένα μήνα μετά ο ένοπλος αγώνας έληξε με νίκη των κυβερνώντων αφού πέρασε από πολλές φάσεις και απείλησε το καθεστώς και το θρόνο.

Τα αίτια της κατάρρευσης του μετώπου των ανταρτών αποδόθηκαν  στην απουσία πολιτικής ηγεσίας ικανής να συντονίσει και να διεξάγει τον αγώνα, σε βασικά σφάλματα τακτικής, στην έλλειψη ενιαίου στρατηγικού σχεδίου και στην ανωριμότητα των συνθηκών.

Η ήττα των ανταρτών έφερε πολλά δεινά στους αγρότες. Διωγμοί, συλλήψεις, φυλακίσεις και δολοφονίες ξέσπασαν σε βάρος τους. Οι φυλακές Λαμίας και Χαλκίδας γέμισαν από αγρότες της Φθιώτιδας, Παρνασσίδας και Βοιωτίας. Περιουσίες λεηλατήθηκαν. Στην Αθήνα η Κυβέρνηση ενέτεινε τα αστυνομικά μέτρα και στράφηκε κατά της αντιπολίτευσης. Η Αγγλία ανησυχώντας για τη θέση της στη Μεσόγειο πίεσε  τον Όθωνα να εγκαταστήσει αγγλόφιλη κυβέρνηση.

Το αποτέλεσμα ήταν στις 26 Ιουνίου 1848 να γίνει ανασχηματισμός αλλά διατηρώντας τον ίδιο Πρωθυπουργό για αρκετό διάστημα.


Η θητεία του ελληνικού 1848 τελείωσε μέσα σε μια ατμόσφαιρα βίας και αυθαιρεσίας και καταστολής. Παρ’ όλα αυτά όμως έχει την αξία του και τη σημασία του καθώς έθεσε ζητήματα πολιτικά και κοινωνικά ανεξάρτητα από την πραγμάτωσή τους και τις  έντονες ιδιομορφίες του  σε σχέση με το ευρωπαϊκό 1848 .


Τάσος Βουρνάς, Το ελληνικό 1848. Αγώνες για κοινωνικό και πολιτικό μετασχηματισμό στην Ελλάδα κάτω από την επίδραση των ευρωπαϊκών αστικοδημοκρατικών εξεγέρσεων. Εκδόσεις Αφων Τολίδη, Αθήνα 1983

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Η μεγάλη πολιτιστική συνεισφορά της ΕΠΟΝ

Η ΕΠΟΝ ήταν οργάνωση που πολεμούσε το φασισμό, ξένο και ντόπιο. Με το όπλο, την πέννα, το λόγο. Όπου μπορούσε γκρέμιζε το παλιό για να χτίσει στη θέση του το καινούργιο. Η δράση της ήταν καταλυτική, ταυτόχρονα και ανοικοδομητική , αναδημιουργική.
Ακόμη κάτω από τις πιο φριχτές κατοχικές συνθήκες οι επονίτες και επονίτισσες " πολεμούσαν και τραγουδούσαν". Έπαιρναν μέρος σε σκληρές μαχητικές συγκρούσεις και παράλληλα οργάνωναν θέατρα, εκδρομές, έφτιαχναν πολιτιστικούς συλλόγους και λέσχες, μορφωτικούς κύκλους, έβγαζαν εφημερίδες, ανοικοδομούσαν γεφύρια κι ερειπωμένα σχολεία και κτίρια, έκαναν δενδροφυτεύσεις.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Μαζί μ' όλο το λαό κινδύνευαν από την πείνα και οι έλληνες αθλητές που είχαν δοξάσει τα ελληνικά χρώματα στους διάφορους διεθνείς και βαλκανικούς αγώνες. Με την πρωτοβουλία των νεολαιΐστικων οργανώσεων και τη βοήθεια των βαλκανιονικών Γ.Θάνου και Γρ. Λαμπράκη οργανώθηκε η Ένωση Ελλήνων Αθλητών, στην οποία πήραν μέρος όλοι οι γνωστοί πρωταθλητές, καθώς και μέλη της Εθνικής Ποδοσφαιρικής Ομάδας (Βεργίνης, Παλαμιώτης, Φραγκούδης, Σύλλας κ.α). Με τις κινητοποιήσεις τους πέτυχαν να οργανωθεί ενισχυμένο συσσίτιο για τους αθλητές που τους έσωσε από την  πείνα και τους έκανε ικανούς να βοηθήσουν πολύπλευρα τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Έτσι η Ένωση Ελλήνων Αθλητών αποφάσισε τη διοργάνωση στο Παναθηναϊκό Στάδιο μεγάλης αθλητικής γιορτής με παλλαϊκή συμμετοχή. Έγινε μια μεγάλη προπαρασκευαστική δουλιά σ' όλα τα αθλητικά σωματεία και στις γειτονιές της Αθήνας. Ειδοποιήθηκαν και επαρχιακές αθλητικές οργανώσεις. Θα γινόταν πραγματικά μια μεγάλη πολιτιστική εκδήλωση που θα ανέβαζε περισσότερο το ηθικό του λαού. Την τελευταία στιγμή οι αρχές κατοχής ματαίωσαν τη γιορτή, γιατί φοβούνταν ότι θα μετατρεπόταν σε μεγάλη, μαζική εθνικοαπελευθερωτική εκδήλωση.
Μεγάλο ρόλο έπαιζαν οι νόμιμες μορφωτικές και πολιτιστικές οργανώσεις στις πόλεις. 

Σ' αυτές γινόταν ο σωστός συνδυασμός της νόμιμης με την παράνομη δουλιά, πραγματοποιούνταν η μαζική στρατολογία στις επονίτικες οργανώσεις. Ποιος δεν θυμάται τις "αχρωμάτιστες" νόμιμες " εύθυμες βραδυές" της νεολαίας της Αθήνας ( που μερικά στελέχη εαμίτικων οργανώσεων στην αρχή τις επέκριναν: " Εδώ ο κόσμος πεθαίνει κι εσείς τραγουδάτε και χορεύετε!"), που έγιναν ένας από τους βασικούς κρίκους στρατολογίας νέων των συνοικιών στις οργανώσεις της νεολαίας.
Εκεί που η ΕΠΟΝ έκανε τεράστια μορφωτική, πολιτιστική, ανοικοδομητική  δουλιά ήταν η ύπαιθρος, οι ελεύθερες περιοχές της χώρας. Εδώ φάνηκε η μεγάλη δημιουργική, αναμορφωτική δύναμη της νεολαίας, όταν της ανοίγονται οι δρόμοι της πρωτόβουλης δράσης, της μόρφωσης και του πολιτισμού.
Η τέτιου είδους επονίτικη δραστηριότητα εκδηλώθηκε ακόμη από τα μαύρα χρόνια της κατοχής, αναπτύχθηκε στις απελευθερωμένες από τον ΕΛΑΣ περιοχές και βρήκε την κορύφωση στα μεταπελευθερωτικά χρόνια.
Παραθέτουμε μερικά λιτά στοιχεία για τη μορφωτική - πολιτιστική δράση της ΕΠΟΝ.
Με την πρωτοβουλία των επονίτικων οργανώσεων και τη βοήθεια της Εθνικής Αλληλεγγύης άνοιξαν στη Μακεδονία και λειτούργησαν τα 80% των σχολείων, στη Θεσσαλία τα 73%, στη Στερεά 766 από τα 1100, στην Πελοπόννησο όλα τα δημοτικά και 15 Γυμνάσια, στην Ήπειρο επίσης. Παντού ιδρύθηκαν και λειτουργούσαν σχολεία αναλφάβητων. Παράλληλα λειτουργούσαν στη Μακεδονία 55 παιδικά συσσίτια με 30 χιλιάδες παιδιά, στη Θεσσαλία 100 με 10 χιλιάδες. Όλες σχεδόν οι Επιτροπές Περιοχών της ΕΠΟΝ έβγαζαν ειδικά περιοδικά για τα παιδιά.
Παρά την απαγόρευση της κυβέρνησης Ράλλη και των καταχτητών, η οργάνωση της ΕΠΟΝ Σπουδάζουσας με τις κινητοποιήσεις των φοιτητών πέτυχε ν' ανοίξει το Πανεπιστήμιο και να οργανωθούν τα πρώτα μαθήματα.

Στον πολιτιστικό τομέα οι επονίτες και οι επονίτισσες σκορπούσαν παντού τη χαρά και την αισιοδοξία. Στην Κρήτη η ΕΠΟΝ δημιούργησε 80 λέσχες πολιτισμού, που έδοσαν 1300 θεατρικές παραστάσεις. Στην Ανατολική Μακεδονία - Θράκη ιδρύθηκαν 155 λέσχες, στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία 358, στη Θεσσαλία 100 με 4000 παραστάσεις, στην Πελοπόννησο 300 με 5000 παραστάσεις. Στη Στερεά δημιουργήθηκαν 6 θίασοι κουκλοθέατρου. Επονίτες και επονίτισσες αποτέλεσαν τον κύριο κορμό του κεντρικού θιάσου μ' επικεφαλής τον αξέχαστο Βασίλη Ρώτα.
Ακόμη και αθλητικούς αγώνες οργάνωσε η ΕΠΟΝ, παρά τις σκληρές συνθήκες κατοχής, δείγμα κι αυτό της απέραντης αισιοδοξίας και της δημιουργικής της δράσης.
Ταυτόχρονα, η ΕΠΟΝ δίπλα στο λαό βοηθούσε ενεργά στο έργο της ανοικοδόμησης. Στη Θεσσαλία επισκευάστηκαν 80 γεφύρια, φυτεύτηκαν 7000 δέντρα και καλλιεργήθηκαν 8500 στρέμματα - χωράφια απόρων αγροτών. Μεγάλη ήταν η βοήθεια της ΕΠΟΝ στα όργανα της αυτοδιοίκησης και στο όλο έργο της.


Από το βιβλίο του Θ.Λιακόπουλου (Πορφύρη) Τα επονίτικα νιάτα της Εθνικής Αντίστασης, Εκδόσεις Οδηγητής, Αθήνα 1983, 2η έκδοση

Οι φωτογραφίες από το βιβλίο

Η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων ( ΕΠΟΝ) ιδρύθηκε στις 23 Φλεβάρη 1943.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Ηπειρώτικο


Φωτογραφία: Βούλα Παπαϊωάννου
Ολίγο φως και μακρινό
σε μέγα σκότος κι έρμο
Δ.Σολωμός

Χελιδονάκι κι άνεμε αυτού ψηλά που πάτε
γλυτώστε τ' άσπρο σύννεφο και χάρη θα σας ξέρω.
Ζευγίτες το μαλώνουνε και το πετροβολάνε
και λυπημένο στάθηκε
να δέσει στη λαβωματιά μαντήλι βησσανιώτικο.

Ράγισ' η πέτρα τ' ουρανού και ροβολάει καβάλα
στα ξάγνατα ο Αι - Γιώργης μας χωρίς σκουφί και ράσο.
Είναι ντυμένος ξαστεριά κ' είναι πιωμένος όνειρα.
Έδωσε μια στον πέτσινο τρουβά του
και χύθηκαν τρελά πουλιά να μπουν σε παρεκκλήσια
ν' ανάψουν πολυέλαιους μ' ένα κλωνάρι από φως,
να κελαϊδήσουν " ω γλυκύ μου έαρ".

Της μαργαρίτας σήκωσε την άσπρη φούστα ο άνεμος
και φέγγ' η νύχτα ως το βυθό σαν ασημένια στάλα.


Φρίξος Τζιόβας ( Από τη συλλογή Αίμα και Φως Γιάννενα 1954, Ποιήματα, Γιάννενα 1997)

Μια πόλη στη λογοτεχνία. ΓΙΑΝΝΕΝΑ. Επιλογή κειμένων Χριστόφορος Μηλιώνης, Μεταίχμιο 2002

Επέτειος της Απελευθέρωσης των Ιωαννίνων σήμερα.
Αντί πανηγυρικού ο τίτλος παλιότερης ανάρτησης με ένα κείμενο του Χριστόφορου Μηλιώνη.

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Το όνομα του ρόδου



Κινηματογραφική μεταφορά (1986), από τον Γάλλο σκηνοθέτη Ζαν-Ζακ Ανό, του πρώτου μυθιστορήματος που εξέδωσε ο Ουμπέρτο Έκο, το 1980, προκαλώντας μεγάλη αίσθηση στο χώρο της λογοτεχνίας. Το διάσημο αστυνομικό μυθιστόρημα - μεσαιωνικό χρονικό: «Το όνομα του ρόδου».
Βρισκόμαστε στο Μεσαίωνα του 14ου αιώνα, όπου ό,τι έχει απομείνει από τα κείμενα της αρχαίας γνώσης βρίσκεται στα χέρια της εκκλησίας. Οι μοναχοί της Ευρώπης είναι οι μόνοι που έχουν πρόσβαση στα αρχαία κείμενα καθώς πολλά από αυτά θεωρούνται επικίνδυνα εξαιτίας του ειδωλολατρικού τους περιεχομένου.
Ένας Βρετανός φραγκισκανός μοναχός, διάσημος για την πνευματική του οξύνοια, μεταβαίνει σε ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων. Στο πλάι του βρίσκεται ο μαθητευόμενός του, ο έφηβος Άντσο, την εκπαίδευση του οποίου έχουν εμπιστευτεί στον μοναχό οι πάτρονοί του. Το μοναστήρι στο οποίο καταφθάνουν βρίσκεται σε βαρύ πένθος. Ένας ανεξήγητος θάνατος τρομοκρατεί τη μονή.
Ο μοναχός προσκαλείται να λύσει το μυστήριο του θανάτου, η άφιξή του όμως πυροδοτεί μια σειρά φόνων που δείχνουν να συνδέονται με ένα σπάνιο βιβλίο η ύπαρξη του οποίου αμφισβητείται: τον δεύτερο τόμο της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη, τον σχετικό με την κωμωδία. Οι νεκροί συσσωρεύονται, αρκετοί ταυτίζουν τη μακάβρια αλληλουχία με την Αποκάλυψη του Ιωάννη και το τέλος του κόσμου. Στο μοναστήρι, τελικά, καταφθάνει ένας απεσταλμένος της Ιεράς Εξέτασης, παλιός γνώριμος του φραγκισκανού μοναχού, έτοιμος να οδηγήσει στην πυρά όσους δεν συντάσσονται με το γράμμα των εκκλησιαστικών νόμων...

Παραγωγή: Γαλλία - Ιταλία - Γερμανία
Σκηνοθεσία: Ζαν Ζακ Ανό
Πρωταγωνιστούν: Σον Κόνερι, Φ. Μάρεϊ Αμπρααμ, Κρίστιαν Σλέιτερ, Ρον Πέρλμαν, Ελία Μπασκίν, Μάικλ Χάμπεκ, Ούρς Άλτχαους, Βέρνον Ντόμπτσεφ

Καλό ταξίδι κύριε Ουμπέρτο Έκο. 

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

«Ήταν τον καιρό που είχε παρθεί η απόφαση για τα ξεχερσώματα…»

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κώστα Πουρναρά (Μπόση): …Και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα. Διαβάστηκε στην εκδήλωση τιμής και μνήμης για τον Κώστα Πουρναρά (Μπόση) στην Ανέζα Άρτας, το Σάββατο 23 Γενάρη 2016 (αναλυτικό φωτο-ρεπορτάζ ΕΔΩ). Την εκδήλωση διοργάνωσαν ο Σύλλογος Δασκάλων και Νηπιαγωγών Νομού Άρτας, ο Σύλλογος Γυναικών Αμβρακικού και το ηλεκτρονικό περιοδικό ΑΤΕΧΝΩΣ.
Το κείμενο διάβασαν η γυμνάστρια Αναστασία Κουτσούκη και ο δάσκαλος Κώστας Πεπόνης, μέλοι του Συλλόγου Δασκάλων και Νηπιαγωγών Νομού Άρτας.

Στην καρδιά του χειμώνα, καταμεσής στην ολόγυμνη στέπα, φύτρωσε ένας μικρός συνοικισμός. Πεντακόσια – εξακόσια μέτρα δεξιότερα απ’ τη δημοσιά έφτιαξαν κάμποσα πρόχειρα σπιτάκια στην αράδα, μια λέσχη και δίπλα στο ποτάμι αποθήκες για τα τρόφιμα και τα εργαλεία.

Ο Σουλιώτης, μόλις σχόλασε, γύρισε στο δωμάτιο. Ξεντύθηκε και κρέμασε το παλτό και την κουκούλα στο καρφί πίσω απ’ την πόρτα. Πύρωσε ψωμί, όπως έκανε στο χωριό του, έστρωσε μια εφημερίδα στο τραπέζι, σπρώχνοντας κατά την πάντα μολύβια, τρίγωνα, διαβήτες… όλα τα σύνεργα της δουλειάς, πήρε κονσέρβα και τυρί και κάθισε να φάει.

Σαν απόφαγε, σκούπισε το τραπέζι, έριξε ξύλα στη σόμπα και, τραβώντας την καρέκλα, ακούμπησε τον αγκώνα στο παραθύρι. Ολόγυρα στέπα. Κατά το βοριά και τη δύση το μάτι δεν έβρισκε πουθενά εμπόδιο ν’ ακουμπήσει. Χανόταν στο άπειρο. Κατά την ανατολή περισσότερο και λιγότερο κατά το νοτιά, σκόνταφτε στα βουνά. Ο χιονιάς, που βάσταξε μια βδομάδα στις αρχές του μήνα, σκέπασε βουνά και κάμπους με χιόνι. Ακολούθησε νοτιάς, στα χαμηλά έλιωσαν τα χιόνια, έπεσαν βροχές δυνατές και γέμισε ο τόπος νερό και λάσπες. Ύστερα το έφερε μαΐστρο και πάγωσαν όλα.
Μα πιότερο σε πάγωνε η ερημιά και η γύμνια. Έβλεπες μόνο δυο δέντρα αναιμικά και λίγα καλάμια στην όχθη του ποταμιού, που έσκουζαν τη μοναξιά τους, καθώς τα έδερνε ο βοριάς. Τίποτε άλλο. Ούτε άνθρωποι ούτε ζώα ούτε πουλιά. Η μονοτονία σου έσφιγγε την καρδιά και θυμόσουν άθελα την πατρίδα και νοσταλγούσες. Να ήσουν εκεί… Ν’ ανέβαινες στ’ αγνάντια… Να κοίταζες ολόγυρα και να χόρταινε το μάτι σχήματα, χρώματα, εναλλαγή… Παντού, πέρα ως πέρα, βουνά, βουνά, βουνά ψηλά και χαμηλά, περήφανα, άγρια, ντυμένα και γυμνά. Πλαγιές απότομες, πλαγιές ομαλές και οι ασημένιες ελιές, τα πράσινα αμπέλια, τα πεύκα και τα κυπαρίσσια να ροβολάνε στην κατηφόρα ως κάτω στις ακρογιαλιές. Να περνούσες μέσα από ελάτια, βελανιδιές ή καστανιές το καταμεσήμερο του Αλωνάρη και να γέμιζαν τα στήθια σου απ’ τη σιωπή και το μεγαλείο του δάσους… Να ήταν απόβραδο και ν’ άκουγες τα πουλιά να κελαηδούν στις φυλλωσιές· τις βρυσούλες, τις ανάβρες και τα ρεματάκια να σιγοκουβεντιάζουν με το λόγγο και τις φτέρες· τα κοπάδια στα διάσελα και τις πολιάνες να λαλούν τα κυπριά και τα κουδούνια· τους σκύλους να γαβγίζουν· τα τσομπανόσκυλα να στέκονται κατάκορφα στα τσουγκάρια και να σφυρίζουν… Να γύριζες στα λιοτόπια και τα περβόλια, να έτρεχες στους χερσότοπους και στα λιβάδια την άνοιξη, που μοσχοβολάει ο τόπος λεμονιά κι αγράμπελη, ρίγανη, αγριοτριαντάφυλλο… Να ξάπλωνες δίπλα στο τζάκι, να τριζοβολούν τα κούτσουρα στη γωνιά και η χειμωνιάτικη νύχτα να φέρνει από μακριά τη βοή της μπόρας και το μουγκρητό της κατεβασιάς, που τρέχει με ορμή στις γκούρες… Να στεκόσουν σε μια ακτή και να ήταν μπουνάτσα – λάδι. Να έβλεπες τα νησιά να κοιμούνται στα γαλανά νερά, τα πρωινά να χαμογελούν στα πρώτα χάδια του ήλιου, και τα δειλινά να χάνονται μες στη γαλάζια καταχνιά. Να περπατούσες σε μια αμμουδιά, να σ’ έδερνε το κύμα και να ένιωθες την αρμύρα του νερού, τη μυρωδιά απ’ τα φύκη…
Κι όπως είσαι μακριά στην ξενιτιά, ξεχνάς όλες τις ασχήμιες του τόπου σου, και ντύνεις με χίλιες μορφιές τους γκρεμούς και τις σάρες και τις κατάξερες ράχες… Ξεχνάς και τις παλιές πίκρες και μέσα σου φουντώνει η λαχτάρα του γυρισμού.

Έριξε μια ματιά στη σκυθρωπή φύση, έβγαλε το μολύβι αργά απ’ την τσέπη, πήρε το διαβήτη και το υποδεκάμετρο κι έσκυψε στο σχεδιάγραμμα. «Πέντε δρόμοι παράλληλοι… τόσο φάρδος… Εδώ το θέατρο… στη γωνιά το σχολειό… Ένα πάρκο στο κέντρο…». Κουβέντιασε κάμποσα λεπτά με τον εαυτό του κι ύστερα τον τράβηξε κάποια άλλη σκέψη, έγειρε το κεφάλι στην πάντα και, καρφώνοντας το βλέμμα στους χρωματιστούς πασσάλους, που είχαν μπήξει για σημάδια, βυθίστηκε σε συλλογή: «Μέσα σε λίγα χρόνια η στέπα θα είναι αγνώριστη… Θα ντυθεί… θα στολιστεί… θα γεμίσει ο τόπος παλμό, κίνηση, ζωή…». Πλημμύρισε η ψυχή του απ’ τη γλυκιά συγκίνηση, που φέρνει το προμήνυμα της καινούργιας γέννας και κοίταξε ασυναίσθητα κατά το βοριά, μακριά, πιο πέρα απ’ τη μεγάλη πόλη, κατακεί που δεν ξεχώριζες παρά μόνο ένα κομμάτι ορίζοντα πιο σκοτεινό απ’ τ’ άλλα. Εκεί ακριβώς… Πριν δέκα χρόνια σαν εδώ ήταν και κει. Και σήμερα έχει πάνω από 60 χιλιάδες ψυχές. «Πόσο γρήγορα γεννιούνται και πόσο γρήγορα μεγαλώνουν οι πολιτείες σε τούτον τον τόπο!!».

Τράβηξε απ’ το πανωφόρι την τελευταία εφημερίδα. Ήταν τον καιρό που είχε παρθεί η απόφαση για τα ξεχερσώματα, κι όλη η Σοβιετική ένωση βρισκόταν σε συναγερμό. Συγκεντρώσεις, συνελεύσεις… λόγοι, συζητήσεις… στα εργοστάσια, στους δρόμους… «Χιλιάδες νέοι και νέες, έγραφε πάνω – πάνω με μεγάλα γράμματα, απαντώντας στην έκκληση του κόμματος και της κυβέρνησης, ετοιμάζονται… Οι πρώτες αποστολές έφυγαν κιόλας…». Ξάπλωσε στο κρεβάτι, ντυμένος, και κάρφωσε τα μάτια στο νταβάνι. «Αν το σκεφτεί κανένας!…»

Αναδημοσίευση από Ατέχνως

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

«Όρθιοι με τις γροθιές στον αέρα! Ψηλά» – Στο Λάκκο της Φλώρινας


Γράφει η ofisofi //atexnos


«Ήμουνα μικρό παιδί όταν έγινε. Μετά έφυγα με τ’ άλλα παιδιά. Πήγαμε στην Τσεχοσλοβακία. Όταν μεγάλωσα έφυγα από κει. Γύρισα όλον το κόσμο. Όταν μπόρεσα να γυρίσω, έπιασα να φτιάξω ένα σπίτι  εδώ κοντά για να ψάξω να βρω και τους δικούς μου… Ήξερα μόνο πως εδώ από κάτω βρίσκονται οι δικοί μου. Το’ μαθα πολλά χρόνια αργότερα, όταν μια μέρα – έβρεχε – ήρθε κι έστησε μια σκηνή ένας άνθρωπος. Τρεις μέρες ήταν συνέχεια μεθυσμένος. Φοβήθηκαν η γυναίκα και τα παιδιά. Πήγα να δω ποιος είναι. «Μη φοβάσαι», μου λέει. «Ήρθα από την Αυστραλία. Έχω τρία αδέρφια εδώ από κάτω. Υποσχέθηκα, πριν πεθάνω να έρθω να κοιμηθώ στον τάφο τους»! Έτσι έμαθα που είναι θαμμένοι κι οι δικοί μου» (μαρτυρία).
florina2
Μετά τη μάχη, στο Λάκκο
Εκεί σ’ ένα λάκκο, στο «Λάκκο της Φλώρινας» πετάχτηκαν πάνω από 800 μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ, που πήραν μέρος στη Μάχη της Φλώρινας στις 11 με 14 Φλεβάρη 1949. Αρχικά το σχέδιο προέβλεπε η επίθεση των ανταρτών να γίνει στις 10 Φλεβάρη. Η μετατόπιση της επίθεσης μία μέρα μετά έδωσε την ευκαιρία στον κυβερνητικό στρατό να ενισχυθεί και με άλλες δυνάμεις. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ συγκρούστηκαν  με πολλαπλάσιες κυβερνητικές δυνάμεις τόσο  αριθμητικά  όσο και σε χρήση πολεμικών μέσων και οπλισμού. Η κατάληψη της πόλης είχε πολύ μεγάλη σημασία για το ΔΣΕ καθώς ήταν σημαντικό στρατιωτικό και πολιτικό κέντρο.  Η επίθεση του ΔΣΕ αν και υπήρξε σφοδρή κατέληξε σε βαριά ήττα με τον κυβερνητικό στρατό να πλευροκοπάει τους μαχητές του  από τη στεριά και  την αεροπορία να βομβαρδίζει ανηλεώς και ανεξέλεγκτα την πόλη της Φλώρινας και τις γραμμές του ΔΣΕ που είχε αρχίσει την υποχώρηση. Οι υλικές καταστροφές ήταν μεγάλες και οι απώλειες πολύ σημαντικές. Οι περισσότεροι μαχητές κατόρθωσαν να διαφύγουν, όμως οι τραυματίες εκτελούνταν επί τόπου. Υπολογίζεται ότι 350 τραυματίες εκτελέστηκαν και πάρα πολλοί βαριά τραυματισμένοι μεταφέρθηκαν μαζί με τους νεκρούς σε ένα χωράφι κοντά στην εκκλησία του Αγίου Θωμά, όπου έσκαψαν έναν λάκκο και με μπουλντόζες τους έριξαν όλους μέσα, ακόμα και τους ημιθανείς τραυματίες  και τους έθαψαν ομαδικά.
florina3
«…Στις 11 Φλεβάρη 1949, το τμήμα μας ξεκίνησε από τη Βίγλα προς Φλώρινα. Στις 12. 02. 1949 άρχισε η μάχη. Με Πάντζερφάουστ κάναμε το πρώτο χτύπημα. Το τμήμα στρατού υποχώρησε. Εμείς μπήκαμε μέσα στην πόλη από την πλευρά της Γεωργικής Σχολής. Αφού κάναμε οδομαχίες επί 2-3 ώρες, πήραμε διαταγή να οπισθοχωρήσουμε μέσα σε συνθήκες σκληρής παγωνιάς και στα χιόνια. Ο στρατός έκανε αντεπίθεση, το τμήμα μας εγκλωβίστηκε, είχαμε πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Εγώ τραυματίστηκα βαριά στο αριστερό πόδι και δεν μπορούσα να περπατήσω. Η ομάδα τραυματιοφορέων με βοήθησε και με έβαλε πάνω στο άλογο, εγώ, όμως, έπεσα από το άλογο και έμεινα εκεί 24 ώρες. Με βρήκαν 2 φαντάροι και ο υπολοχαγός Βυζάντιος του Α2. Ο υπολοχαγός Βυζάντιος τράβηξε αμέσως το πιστόλι του να με πυροβολήσει. Τότε, ένας στρατιώτης, Γκίζας Αλέκος, από τα Φάρσαλα, εμπόδισε τον υπολοχαγό Βυζάντιο να με πυροβολήσει λέγοντάς του: “Μικρό παιδί είναι, τραυματίας, μην το κάνεις αυτό”. Ένας από τους φαντάρους μού είπε ότι “ο υπολοχαγός Βυζάντιος εκτέλεσε 52 τραυματίες εκείνη την ημέρα”…» (από τη μαρτυρία του Σεραφείμ Κούτσικου, μαχητή από το Παλιούρι Καρδίτσας που κατατάχτηκε σε ηλικία 17 ετών στο Αρχηγείο Αγράφων του ΔΣΕ).
Εκεί σε αυτό τον λάκκο πετάχτηκαν και θάφτηκαν μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ χωρίς να τοποθετηθεί ούτε ένα επιτάφιο σήμα που να θυμίζει τη σφαγή και να φέρνει τα βήματα των επιζώντων συναγωνιστών, των συγγενών και εκείνων που επιθυμούσαν να αποτίσουν τον ελάχιστο φόρο τιμής για τη θυσία τους, να αφήσουν ένα λουλούδι, ένα δάκρυ, να δώσουν όρκο συνέχισης του αγώνα.
«Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ. ΠΩΣ ΕΣΩΘΗ Η ΠΟΛΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΝ. Του απεσταλμένου μας κ. Β. Τσιμπίδαρου.
Φλώρινα, 16 ( Του απεσταλμένου μας). – Πολλοί άνδρες κι ακόμα περισσότερες γυναίκες ανέβαιναν τον κεντρικό δρόμο της πόλεως, με τα μαντήλια στη μύτη, φτύνοντας δεξιά και αριστερά από αηδία. Όλοι τους και όλες γύριζαν από μια περίεργη έκθεσι: Έκθεσι πτωμάτων. Έκθεσι σκοτωμένων συμμοριτών που τους έχουνε αραδιάσει σ’ ένα απέραντο χωράφι λίγο πιο έξω από τη Φλώρινα, τον ένα δίπλα στον άλλο, ανάσκελα, για να εξακριβωθούν οι ταυτότητές τους. Εδώ ζουν σήμερα χιλιάδες ανταρτόπληκτοι από τα γύρω χωριά. Γνωρίζουν όλους τους συμμορίτες της Πρέσπας. Και τους σπουδαίους και τους μικρούς. Γι’ αυτό έτρεξαν με προθυμία να ιδούν ποιοι σκοτώθηκαν. Σκύβανε με προσοχή και τους κύτταζαν. Ήταν ένα θέαμα μακάβριο, φοβερά ανατριχιαστικό, απαίσιο. Τρυπημένοι από τις σφαίρες, κομματιασμένοι από τους όλμους και το πυροβολικό, κοκκαλιασμένοι από το κρύο, γιομάτοι παγωμένα αίματα, αυτοί που είχανε πιστέψει στην κατάληψι της Φλωρίνης, βρίσκονται σήμερα στο λασπωμένο χωράφι της ίδιας πόλεως. Μα νεκροί. Και κάθε ώρα, κάθε στιγμή, από τα γύρω υψώματα, από τις χαράδρες, μέσα από τα χιόνια, κατεβάζουν συνεχώς τα πτώματα. Πτώματα! Πτώματα! Αυτό δεν ήτανε μάχη. Ήταν πραγματική σφαγή». (Εφημερίδα «Εμπρός» της 17 /02/1949)
Ο χώρος πριν την διαμόρφωσή του
Ο χώρος πριν την διαμόρφωσή του
Τα χρόνια που πέρασαν κάλυψαν το χωράφι με χορτάρια και βάτα. Όμως η μνήμη της θυσίας δεν έσβησε. Έγιναν μακροχρόνιες προσπάθειες τόσο από το ΚΚΕ όσο και από φορείς και οργανώσεις  να μην καλυφθεί ο χώρος από τσιμέντο, να μην οργωθεί. Τα τελευταία είκοσι χρόνια τουλάχιστον γίνονταν εκδηλώσεις τιμής και μνήμης των ομαδικά θαμμένων μαχητών στο Λάκκο της Φλώρινας. Μαρμάρινες πλάκες στήθηκαν αρκετές φορές, αλλά πάντα κάποιοι τις βεβήλωναν.
Η λύση δόθηκε μετά από μακροχρόνιες προσπάθειες και δικαστικούς αγώνες όταν το ΚΚΕ αγόρασε το χώρο το 2009. Εκεί σε αυτόν τον χώρο, με αιματηρές οικονομίες, ευρώ το ευρώ, και τη βοήθεια συντρόφων, φίλων και συναγωνιστών, στήθηκε μνημείο αντάξιο της θυσίας και της προσφοράς των νεκρών μαχητών του ΔΣΕ.
Εκεί βρεθήκαμε και εμείς, την Κυριακή 14 Φλεβάρη 2016, στην εκδήλωση για τα 70 χρόνια του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και τα αποκαλυπτήρια του μνημείου.
Από το πρωί της Κυριακής δεκάδες λεωφορεία κατέφθασαν από διάφορες γωνιές της Ελλάδας για να τιμήσουν όσους έπεσαν στη μάχη της Φλώρινας.
Ένα κόκκινο ποτάμι με ανθρώπους κάθε ηλικίας ξεχύθηκε μέσα στους δρόμους της Φλώρινας. Με παλμό, δυναμισμό και  συνθήματα κατευθύνθηκε στο Λάκκο. Το ποτάμι ενώθηκε με μια πλατιά κόκκινη θάλασσα. Τραγούδια, συνθήματα και κόκκινες σημαίες  πλατάγιζαν στον αέρα. Συναντήθηκε με  αγωνιστές της Αντίστασης και του ΔΣΕ και όλους  εκείνους που πολέμησαν για την κοινωνική απελευθέρωση, την εθνική ανεξαρτησία, που δεν λύγισαν, που δεν υποτάχθηκαν. Τους έβλεπες ολόγυρα με τα σκαμμένα πρόσωπά τους, τα ταλαιπωρημένα σώματά τους παρέα με τους απογόνους τους, με τις νεότερες γενιές, όρθιους.  Η ιερότητα των στιγμών  είναι υποβλητική καθώς συνδυάζεται με τη γνώση  ότι κάτω από το χώμα αυτό βρίσκονται τα κόκκαλα των νεκρών – μαχητών της Μάχης της Φλώρινας. Δέος και συγκίνηση κυριαρχούν στις καρδιές μας και πολλές  σκέψεις πολιορκούν το μυαλό μας αναλογιζόμενοι το μέγεθος του αγώνα και της θυσίας των νεκρών μαχητών, αλλά και το χρέος το δικό μας σήμερα.
Από την εκδήλωση. Πριν τα αποκαλυπτήρια
Από την εκδήλωση. Πριν τα αποκαλυπτήρια
Το μνημείο δεσπόζει στο χώρο, καλυμμένο με μια τεράστια κόκκινη σημαία. Όταν αυτή πέφτει, αποκαλύπτονται τα γλυπτά, άνθρωποι με τις γροθιές σηκωμένες όρθιες στον αέρα.
«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της,
και συ να λείπεις,
να’ ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα,
και συ να λείπεις,
να’ ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα,
και συ να λείπεις,
οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι,
και συ να λείπεις,
ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό,
πολλές σημαίες ν’ ανεμίζουν στα μπαλκόνια,
ν’ ανεβαίνει η παρέλαση στην οδό Σταδίου,
χιλιάδες κόσμος κρατώντας στα χέρια του κόκκινες σημαίες,
κρατώντας επιτέλους τα όνειρά του μέσα στα χέρια του,
να λένε δυνατά τη λέξη σύντροφος,
και συ να λείπεις,
ύστερα ένα κλειδί να στρίβει – η κάμαρα να’ να σκοτεινή
δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο,
και εσύ να λείπεις,
σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται, και σένανε να σου λείπουν τα χέρια,
δυο κορμιά να παίρνονται, και συ να κοιμάσαι κάτου απ’ το χώμα,
και τα κουμπιά του σακακιού σου ν’ αντέχουν πιότερο από σένα
κάτου απ’ το χώμα.
κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει,
όταν η καρδιά σου, που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θα’ χει λιώσει».
Τότε ο Πέτρος πήρε το λόγο
κι είπε με τη βαθειά του τη φωνή:
«Να λείπεις – δεν είναι τίποτα να λείπεις
αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θάσαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα
που γι’ αυτά έχεις λείψει,
θάσαι για πάντα
μέσα σ’ όλο τον κόσμο».
67 χρόνια μετά  βρεθήκαμε στο Λάκκο της Φλώρινας και τιμήσαμε τους μαχητές, τους αγωνιστές του ΔΣΕ. Ο αγώνας τους φάρος φωτεινός και οδηγός για να κρατιόμαστε εμείς όρθιοι και να στοχεύουμε στην πραγματοποίηση του ονείρου τους και του οράματός τους για την ανατροπή του απάνθρωπου καπιταλιστικού συστήματος και τη δημιουργία μιας πραγματικής σοσιαλιστικής κοινωνίας.
florina6
«Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!» ( Οδυσσέας Ελύτης )
Ανάμεσα στα χρέη μας η ανάδειξη και η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Ήρθε πλέον ο καιρός να τους βγάλουμε από την αφάνεια, να  διώξουμε την σκόνη, τη στάχτη της αμαύρωσης και της κατασυκοφάντησής τους. Και όχι μόνον αυτών των μαχητών αλλά όλων εκείνων που διώχτηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, λοιδωρήθηκαν, απαξιώθηκαν μόνο και μόνο γιατί όρθωσαν το ανάστημά τους και πάλεψαν μέσα σε αντίξοες συνθήκες για τα ιδανικά τους και τα σοσιαλιστικά οράματά τους.
Στα στρατιωτικά πεδία κάποιος θα νικήσει, κάποιος θα χάσει. Σημασία έχουν οι ηθικές νίκες, εκείνες που διδάσκουν και καθοδηγούν. Διδασκόμαστε από τις επιλογές τους γιατί μπροστά  στο δίλημμα «Υποταγή ή ξεσηκωμός», επέλεξαν τον ξεσηκωμό και πάλεψαν ηρωικά μέχρι το τέλος.
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.
Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω
. (Μανόλης Αναγνωστάκης)
Μπορεί κανείς να αντιτάξει πολλά για λάθη, για παραβλέψεις, για ελαττώματα, για μικρότητες, για φαγωμάρες. Ναι, έγιναν πολλά μέσα στον αγώνα και την αγωνία της μάχης, αλλά εμείς οφείλουμε να διδαχτούμε μελετώντας τα ιστορικά γεγονότα, τοποθετώντας τα στην εποχή τους και να μάθουμε, να κρίνουμε και να προχωρούμε  μπροστά συμμετέχοντας στους πολιτικούς, κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες ενεργά και στοχευμένα. Οι αγώνες και οι θυσίες ακόμα και αν δεν έφεραν τη νίκη ανοίγουν νέους δρόμους και φωτίζουν τις κακοτοπιές και τους δύσβατους δρόμους. Και είναι πολλοί  αυτοί που έχουμε να περπατήσουμε.
florina7
«Ποτέ μην αρνηθείς το παρελθόν, να το ενσωματώσεις στο παρόν, να σχηματίσεις το μέλλον». ( Πέτρος Κόκκαλης)
ΑΘΑΝΑΤΟΙ !
*****
Τα αποκαλυπτήρια και την κεντρική ομιλία έκανε ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπας. Άνοιξε την εκδήλωση και χαιρέτισε ο Γ. Βήττας, Γραμματέας της Επιτροπής Περιοχής της ΚΟ Δυτικής Μακεδονίας του ΚΚΕ. Χαιρέτισε ο Θωμάς Ψαρογιάννης εκ μέρους της Λέσχης Φίλων του ΚΚΕ στην Ουγγαρία. Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου απήγγειλε η Ιωάννα Ψαρογιάννη. Το μνημείο είναι έργο του Μέμου Μακρή του οποίου τα δικαιώματα παραχώρησε η κόρη του, Κλειώ Μακρήη οποία και παραβρέθηκε στην εκδήλωση. Η κατασκευή και τοποθέτησή του έγινε με την καθοριστική συμβολή συντρόφων και φίλων του ΚΚΕ από την Ουγγαρία. Χορωδία μαχητών του ΔΣΕ τραγούδησε τρία τραγούδια. Έγινε προσκλητήριο νεκρών. Η εκδήλωση έκλεισε με τη Διεθνή.
Οι πληροφορίες για τη Μάχη της Φλώρινας, τα αποσπάσματα των μαρτυριών, φωτογραφίες  και το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Εμπρός» αντλήθηκαν από την έκδοση της Επιτροπής Περιοχής Δυτικής Μακεδονίας του ΚΚΕ, «Σε όσους έπεσαν στη μάχη της Φλώρινας για να θριαμβεύσει η ζωή», Φλεβάρης 2016

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

« Μην κιοτεύετε! …κι ο Αντρούτσος το ΄21 με πέντε παλικάρια ξεκίνησε…»

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κώστα Πουρναρά (Μπόση) Ο Κραβαρίτης. Διαβάστηκε στην εκδήλωση τιμής και μνήμης για τον Κώστα Πουρναρά (Μπόση) στην Ανέζα Άρτας, το Σάββατο 23 Γενάρη 2016 (αναλυτικό φωτο-ρεπορτάζ ΕΔΩ). Την εκδήλωση διοργάνωσαν ο Σύλλογος Δασκάλων και Νηπιαγωγών Νομού Άρτας, ο Σύλλογος Γυναικών Αμβρακικού και το ηλεκτρονικό περιοδικό ΑΤΕΧΝΩΣ.

Το κείμενο διάβασε η δασκάλα Χρύσα Τσιούτσιου, μέλος του Συλλόγου Δασκάλων και Νηπιαγωγών Νομού Άρτας.


Οι γέροι ξάπλωσαν από νωρίς, μα δεν μπορούσαν να κοιμηθούν. Η μοναξιά, η στεναχώρια ― είχαν καιρό να πάρουν γράμμα απ’ το Θανάση κι άλλος έλεγε, πως οι καταχτητές θα ντουφεκίσουν όλους τους εξόριστους κι άλλος, πως οι εξόριστοι με την κατάρρευση έφυγαν απ’ τα νησιά ― οι μεγάλες νύχτες κι απόψε μια παραπανίσια αιτία ― τα γεγονότα της μέρας ― έδιωχναν τον ύπνο. Αντίκρυ απ’ τα χωράφια τους, σ’ ένα νησί ανάμεσα σε γκρεμούς, ήταν τα κονάκια του Πικραλή. Και τη μέρα δύσκολα περνούσε από κει διαβάτης, όσο για τη νύχτα έπρεπε να ξέρεις καλά τα κατατόπια, διαφορετικά χανόσουν. Είχε τσακίσει η πούλια, όταν κόπηκε το σκυλί του Πικραλή. Ο γέρος που λαγοκοιμόταν, ξύπνησε κι έβαλε αυτί. «Ποιος να είναι τέτοια ώρα», είπε μέσα του.

Σηκώθηκε, έσκυψε πάνω απ’ τη φωτιά και συλλογιόταν, τραβώντας μηχανικά γραμμές με τη μασιά στη στάχτη.

― Κωσταντή! Δεν κοιμάσαι; ρώτησε η γριά, αναμερώντας το σκέπασμα.
― Αγρίεψε ο νους… Και, σα ν’ απαντούσε στους λογισμούς του, συνέχισε. Γιατί ο άνθρωπος να γεράζει; Να ζει, όσο ζει, και να πεθαίνει νιος.

Η γριά έδεσε το μαντήλι, σπρώχνοντας από κάτω τ’ άσπρα μαλλιά, έζωσε τα γόνατα με τα λιπόσαρκα χέρια κι αναστέναξε:
― Αυτό είναι το θέλημα του θεού.
Ο γέρος τσούγκρισε τα δαυλιά με γινάτι. Η γριά τον τελευταίο καιρό σε κάθε κουβέντα κολλούσε και τη φράση: «Το θέλημα του θεού».
― Όλα με το θέλημα του θεού γίνονται, απάντησε νευριασμένα. Με το θέλημα του θεού έστειλε ο Τσικνής το παιδί μας εξορία. Με το θέλημα του θεού μάς σκλάβωσαν οι γερμανοί. Με το θέλημα του θεού ο Μπαζίνας…
― Μωρέ Κωσταντή! Τι κουβέντες είναι αυτές; Τώρα στα γεράματα!

Ο γέρος μουρμούρισε κάτι μέσα απ’ τα δόντια του και σώπασε. Πέρασαν δέκα – δεκαπέντε λεφτά. Τα γαυγίσματα, που είχαν σβήσει όταν ο διαβάτης και ο σκύλος κατέβηκαν στη βαθιά χαράδρα, ακούστηκαν ξανά στη Λακούλα.

― Μπα δαίμονα! ψιθύρισε ο γέρος ανασηκώνοντας το κεφάλι. Εδώ έρχεται. Ρίξε κανένα τσόλι καταγής.
Η γριά σήκωσε το παλιό στρώμα, ξεκρέμασε απ’ το παλούκι ένα χράμι, που το είχαν για τους μουσαφιραίους και τις καλές μέρες, και πήρε τη σκούπα να σκουπίσει. Στη γιδοκαλύβα ακούστηκαν βήματα. Ο νυχτοκόπος πέρασε τ’ αλώνι, πήδησε το πεζούλι, έφτασε στην πόρτα και, φωνάζοντας: «Ε νοικοκυραίοι! Κοιμόσαστε!» άνοιξε μόνος του και μπήκε.

Η μάνα καρφώθηκε στον τόπο με τα χέρια τεντωμένα, κρατώντας στο ένα τη σκούπα, και δεν μπορούσε ούτε να σαλέψει, ούτε να μιλήσει. Ο πατέρας έκαμε μια κίνηση να σηκωθεί, μα μετάνιωσε και γύρισε κατά τη φωτιά. Ο Θανάσης κρέμασε την κάπα, το όπλο κι ανοίγοντας τα χέρια, αγκάλιασε τη μάνα. Τη σήκωσε, την έσφιξε στο στήθος, ενώ κείνη τραύλιζε μέσα απ’ τους λυγμούς: «Παιδάκι μου! Θανάση!» Την άφησε στην πάντα, πλησίασε το γέρο, του έπιασε το χέρι και, σφίγγοντάς το γερά, το φίλησε. Εκείνος, για να κρύψει τη συγκίνηση, τον έσπρωξε λιγάκι και φώναξε:
― Γριά! Πού είναι το μαχαίρι;

Το τρόχισε λίγο στην απαλάμη, το έβαλε στα δόντια κι ανασκουμπώνοντας τα μανίκια απ’ το πουκάμισο και τη φανέλα, ζύγωσε ένα μοσχαράκι, που κοιμόταν αμέριμνο στη γωνιά.

Ο Θανάσης, που στην αρχή δεν κατάλαβε τι θα γινόταν, σαν τον είδε να πιάνει τη μουσούδα του μοσχαριού και να του γυρίζει το λαιμό κατά πάνω, με μια δρασκελιά τον πρόλαβε:
― Πατέρα! Δε θα καθίσω. Πέρασα μια ματιά να σας δω. Φεύγω κιόλας.
― Τόσα χρόνια, ορέ παιδί!… Μόνα τα σκώτια. Σε μισή ώρα…

Ο γέρος αντιστάθηκε κάμποσο, μα μπροστά στην επιμονή του γιου του υποχώρησε. Κάθισαν στο τζάκι. Η μάνα κοίταζε το παιδί της απ’ το κεφάλι ως τα πόδια και σφούγγιζε τα δάκρυα.
― Πεινάς… Ένα αυγό…
― Όχι.
Ο γέρος τον καμάρωσε λίγο και ρώτησε:
― Πότε ήρθες;
― Προχτές.
― Εσείς τους χτυπήσατε;
― Γιατί παιδάκι μου! μουρμούρισε η γριά. Αφορμή θέλουν…
― Καλά τους έκαναν, τη μάλωσε ο γέρος. Πού ακούστηκε να σκλαβωθεί το Ελληνικό. Είχατε ζημιές;
― Δυο λαβωμένους. Ο ένας ξώπετσα. Ο άλλος ξεστότερα.
― Άκουσα, πως είσαστε καμιά εκατοστή.
― Πού εκατό! χαμογέλασε. Λίγοι, πολύ λίγοι…

Η απάντηση δεν του άρεσε. Είπε εκατό και περίμενε να ακούσει 200 και παραπάνω. Έμεινε λίγο σκεφτικός, κοιτάζοντας τη φωτιά. Ύστερα χτύπησε τη μασιά στον πυρομάχο με πείσμα.
― Μην κιοτεύετε! Όπως μολογούν οι παλιακοί, κι ο Αντρούτσος το ΄21 με πέντε παλικάρια ξεκίνησε. Τι να κάνω! Δε βλέπω… Άμα γεράσει ο άνθρωπος, γίνεται μασκαράς…
― Όρεξη να έχεις, όσο για δουλειές…
― Από φαΐ; Αν δυσκολεύεστε…

Ο Θανάσης απόρεσε. Τι ήταν αυτό; Απ’ τη χαρά του ή μήπως ένιωθε αόριστα, πως από δω κι εμπρός κείνο το παλιό «ο καθένας για την πάρτη του» θα έσβηνε.
― Κι εσείς;
― Αυτά που έχουμε. Θα τα μοιράσουμε. Ή όλοι ή κανένας.
― Κάτι πήραμε απ’ τους ιταλούς. Ό,τι έχετε και δε σας χρειάζεται και τα ζωντανά, τι σας απόμειναν;
― Δυο γίδες, μια αγελάδα και μια προβατίνα.
― Να τα αναμερίσετε. Φκιάχτε κανένα καλύβι στο λόγγο. Πόλεμο θα κάνουμε.
― Καλά λες. Αύριο κιόλας. Κάνα τουφέκι;
Η γριά σταυροκοπήθηκε, ο Θανάσης γέλασε.
― Τι να το κάνεις; Αφού δε βλέπεις.
― Μακριά δε βλέπω. Άμα είναι κοντά και καλά να μη ματιάσω… Αν σας περσεύει…

Αναδημοσίευση από Ατέχνως