Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

«Κατηγορηθείς επί κομμουνισμώ…εξηκολούθει να διατηρή τας ανατρεπτικάς του ιδέας δι’ ας εξετοπίσθη…»

Η ομιλία του Νίκου Πουρναρά, εκ μέρους του ηλεκτρονικού περιοδικού ΑΤΕΧΝΩΣ, στην εκδήλωση τιμής και μνήμης για τον Κώστα Πουρναρά (Μπόση), που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 23 Γενάρη 2016 στην Ανέζα Άρτας (δείτε αναλυτικό φωτο-ρεπορτάζ ΕΔΩ).
Την εκδήλωση διοργάνωσαν ο Σύλλογος Δασκάλων και Νηπιαγωγών Νομού Άρτας, ο Σύλλογος Γυναικών Αμβρακικού και το ηλεκτρονικό περιοδικό ΑΤΕΧΝΩΣ.

Καλησπέρα και καλώς ορίσατε, σας ευχαριστώ που βρίσκεστε εδώ.

Θα ξεκινήσω ευχαριστώντας αυτούς που χωρίς τη συμμετοχή τους δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί τούτη η εκδήλωση. Τον Σύλλογο Δασκάλων και Νηπιαγωγών Ν. Άρτας και ιδιαίτερα τον πρόεδρο Γιώργο Μαργώνη και τον Σωτήρη Γούσια που από την πρώτη στιγμή αγκάλιασαν την πρότασή μας. Τις γυναίκες της Ανέζας, τον Σύλλογο Γυναικών Αμβρακικού και την πρόεδρό του Αλέκα Χουλιάρα για την ανταπόκριση και την ζεστή –ηπειρώτικη- φιλοξενία στον θαυμάσιο αυτό χώρο. Εκτός των άλλων, μας προσφέρουν και τα εδέσματα που θα απολαύσουμε στο τέλος της εκδήλωσης. Τον ενενηντάχρονο έφηβο Χρήστο Νταβαντζή που με χαρά δέχτηκε να μας μιλήσει για τον συναγωνιστή και φίλο του και, παρά τα προβλήματα υγείας, ταξίδεψε από την Αθήνα ειδικά για την εκδήλωσή μας. Την φίλη Σοφία Χατζηκυριάκου – Βώττη που ήρθε από τα Γιάννενα για να μας μιλήσει για το λογοτεχνικό έργο του Κώστα Πουρναρά (Μπόση). Τα μέλη του Συλλόγου Δασκάλων και Νηπιαγωγών Ν. Άρτας που θα διαβάσουν αποσπάσματα από βιβλία του. Τους φοιτητές από το Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου που θα «ντύσουν» μουσικά την εκδήλωση. Τις εκδόσεις και το βιβλιοπωλείο «Σύγχρονη Εποχή» που πρόσφεραν σε προσιτές τιμές για την εκδήλωσή μας τα βιβλία του Κώστα Μπόση (μπορείτε να τα προμηθευτείτε από το τραπεζάκι δίπλα στην είσοδο). Για την πολύτιμη συμβολή τους ευχαριστούμε τους φίλους Λάμπρο Θεμελή, Κώστα Τραχανά, Χριστίνα Κλωνιζάκη, Μπάμπη Ζαφειράτο και όλους όσοι έβαλαν έστω ένα λιθαράκι για να πραγματοποιηθεί αυτή η εκδήλωση. Αξίζουν όλοι το χειροκρότημά μας.

Το ηλεκτρονικό περιοδικό ΑΤΕΧΝΩΣ την προηγούμενη βδομάδα συμπλήρωσε έναν χρόνο κυκλοφορίας. Το μότο μας είναι, όχι τυχαία, «Τέχνη είναι οι αγώνες του λαού»· δίνουμε μεγάλη βαρύτητα στο να προβάλλουμε θέματα που αφορούν τον λαϊκό μας πολιτισμό. Αυτό εκφράζεται μέσα από την αρθρογραφία των συνεργατών μας, συνεντεύξεις με ανθρώπους των Γραμμάτων και της Τέχνης, παρουσίαση και κάλυψη πολιτιστικών γεγονότων και εκδηλώσεων κλπ. Η σημερινή εκδήλωση δεν είναι η πρώτη που (συνδι)οργανώνουμε. Μέσα από εκδηλώσεις σαν την αποψινή φιλοδοξούμε να φέρουμε σε επαφή όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο με δημιουργούς που με τη ζωή και το έργο τους υπηρέτησαν τα συμφέροντα του λαού και σημάδεψαν τον πολιτισμό του. Η πρότασή μας να τιμήσουμε τον Κώστα Πουρναρά (Μπόση) και μαζί να τον τιμήσει ο τόπος του 80 χρόνια μετά το πέρασμά του, ως δάσκαλος, από αυτόν εδώ τον χώρο που μας φιλοξενεί, αντικατοπτρίζει το χρέος μας, όπως εμείς το αισθανόμαστε, να προβάλουμε το πλούσιο κοινωνικό και λογοτεχνικό έργο ενός ανθρώπου, που με την διαδρομή του άφησε ανεξίτηλα ίχνη στους αγώνες και την τέχνη του λαού. Αυτά τα ίχνη πιστεύουμε ότι αξίζει να τα διαφυλάξουμε και να τα παραδώσουμε στις νεώτερες γενιές. Και αυτόν τον σκοπό θα συνεχίσουμε, ως περιοδικό ΑΤΕΧΝΩΣ, με τις όποιες δυνάμεις μας, να υπηρετούμε.

Με τις λέξεις που λέμε και γράφουμε δεν καταφέρνουμε πάντα να πούμε όλα όσα θέλουμε. Η ομιλία αυτή θα προσπαθήσει να σας μεταφέρει μερικές όψεις της ζωής, της αγωνιστικής διαδρομής, της προσωπικότητας του Κώστα Πουρναρά (Μπόση). Τα στοιχεία είναι αποτέλεσμα έρευνας που ξεκίνησε πριν από σχεδόν πέντε χρόνια και συνεχίζεται.

Ο Κώστας Πουρναράς γεννήθηκε το 1908 στη Χώσεψη (σημερινή ονομασία Κυψέλη) Άρτας. Γονείς του, ο Δημήτριος Κωνσταντίνου Πουρναράς, άνθρωπος με προοδευτικές αντιλήψεις και ενδιαφέρον για τα κοινά και η Γιαννούλα Τσιρώνη, που είχαν συνολικά εφτά παιδιά. Η οικογένειά του, αν και δεν ήταν πλούσια, βρισκόταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τις περισσότερες οικογένειες του χωριού. Ενός ορεινού χωριού χτισμένου σε γη σκληρή και άγονη, με τους κατοίκους του να ζουν στη φτώχεια και να υποφέρουν από τις ελλείψεις ακόμα και βασικών αγαθών. Αυτό βέβαια δεν ίσχυε για όλους. Την ανέχεια, την πείνα, την ξυπολυσιά, τη βαριά χειρωνακτική εργασία χωρίς ουσιαστική ανταμοιβή και την αμορφωσιά αντίκριζαν, μαζί με τα πρώτα χρώματα της ζωής, οι περισσότεροι κάτοικοι των ορεινών χωριών των Τζουμέρκων -και της Χώσεψης- και μ’ αυτές τις συνθήκες πορεύονταν μέχρι να κλείσουν τα μάτια τους. Πολλοί αναγκάζονταν να ξενιτευτούν για να βρουν καλύτερη μοίρα, για το μεροκάματο –κατά κανόνα- ή για να σπουδάσουν, και όσοι έμεναν πίσω μακάριζαν αυτούς που κατάφερναν να φύγουν. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχτηκε στο δημοτικό σχολείο της Ράμιας, ενός χωριού δίπλα στη Χώσεψη, ενώ το 1926 αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Άρτας με τον βαθμό 9 «πάνυ καλώς». Η ενασχόλησή του με τα γράμματα δεν τον απομάκρυνε από τις δουλειές της οικογένειας, στα χωράφια και τα ζώα. Τον ελεύθερο χρόνο του τον διέθετε για να βοηθάει κυρίως στα πρόβατα, μια δουλειά δύσκολη που όμως την αγαπούσε πολύ.

Πνεύμα ανήσυχο και ασυμβίβαστο, ο Κώστας Πουρναράς διακρίνει από νωρίς την κοινωνική ανισότητα, την φτώχεια και την δυστυχία που βίωνε η πλειονότητα των συχωριανών του, καταλαβαίνει ότι ο κόσμος δεν είναι όπως τον παρουσιάζουν τα σχολικά βιβλία, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές του και αρνείται να αποδεχτεί την κυρίαρχη αντίληψη πως «έτσι ήταν ο κόσμος πάντοτε, έτσι είναι και σήμερα, έτσι θα είναι και αύριο, έτσι τον έφτιαξε ο θεός…», όπως θα γράψει αργότερα στο βιβλίο του «Ο Κραβαρίτης». Οι προοδευτικές αντιλήψεις του πατέρα του, η οικονομική δυνατότητα της οικογένειας, η φιλομάθειά του αλλά και η αγάπη του για τα παιδιά (όπως θα δούμε και στη συνέχεια) ήταν αυτά που τον ώθησαν να δώσει εξετάσεις στο Διδασκαλείο Ιωαννίνων για να γίνει δάσκαλος. Είναι η περίοδος που οι ανησυχίες του αποκρυσταλλώνονται σε συνείδηση. Συνειδητοποιεί τις αιτίες που συνθέτουν την κοινωνική ανισότητα, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, και διαλέγει «με τους φτωχούς της γης να μοιραστεί την τύχη του», όπως γράφει στους στίχους του ο μεγάλος Κουβανός επαναστάτης Χοσέ Μαρτί. Έρχεται σε επαφή με τις νέες ακόμα τότε σοσιαλιστικές ιδέες και γίνεται κομμουνιστής. Το 1930, σε ηλικία 22 χρόνων, εντάσσεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ).

Μετά την αποφοίτησή του από το «Διδασκαλείο Ιωαννίνων» διορίζεται δάσκαλος στη Θράκη και στην Ανέζα Άρτας. Εδώ, ανάμεσα σε αυτούς τους πέτρινους τοίχους, θα χτίσει με τους μαθητές του σχέσεις βαθιές και ουσιαστικές, αδιατάρακτες στο πέρασμα πολλών δεκαετιών, στη μνήμη των μαθητών του που βρίσκονται εν ζωή. «Ο δάσκαλος δεν είναι μόνο γράμματα, είναι περισσότερο απ’ όλα ο ίδιος παράδειγμα αγωνιστικό και αποφασιστικό, με τη δράση του, με το βίο και την πολιτεία του για τους μαθητές του». Αυτή τη νέα αντίληψη που διαμόρφωσαν οι ιδέες που έφερε στο προσκήνιο η Οχτωβριανή Επανάσταση και άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά με τη διδασκαλία και την πένα σπουδαίων παιδαγωγών όπως ο Γληνός, ο Παπαμαύρος, η Ιμβριώτη, ο Σωτηρίου κ.ά., ακολούθησε ο Κώστας Πουρναράς. «Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή», παρακινούσε τους μαθητές του ο Γληνός. Και η Ρόζα Ιμβριώτη έγραφε: «Η αποστολή του Δασκάλου είναι να φτιάξει ανθρώπους, μα για να φτιάξουμε ανθρώπους, πρέπει πρώτα εμείς να γίνουμε άνθρωποι. Δεν μπορούμε να μείνουμε έξω από τους αγώνες του λαού, να μην κάνουμε δήθεν πολιτική. Γιατί τότε κάνουμε πολιτική αντίθετη από τα συμφέροντα του λαού.» Ο Κώστας Πουρναράς αντιτάχτηκε στην «κανονικότητα» της εποχής του που ήθελε τον δάσκαλο κρίκο της αλυσίδας που κρατούσε δεμένο το λαό στο σκοτάδι, γιατί έτσι βόλευε τα συμφέροντα αυτών που λυμαίνονταν τον ιδρώτα του και όριζαν τις τύχες του. Με τη διδασκαλία του άνοιγε μονοπάτια στη γνώση και με τη στάση ζωής του, μετέδιδε στους μαθητές του ότι η γνώση δεν είναι κάτι στατικό, μια «αποσκευή» που συνοδεύει τον άνθρωπο μέχρι την επαγγελματική του αποκατάσταση, αλλά μια διαρκής διαδικασία, ένα πολύτιμο όπλο για να καταχτήσει την αλήθεια, να γίνει καλύτερος άνθρωπος και να βαδίσει προς την πρόοδο. Ο Κώστας Πουρναράς αγωνίστηκε να φτιάξει ανθρώπους συνειδητούς και ελεύθερους. Αυτό δεν του το συγχώρεσε το φασιστικό καθεστώς της μεταξικής δικτατορίας και τον κυνήγησε ανελέητα.

Στις 21 Δεκέμβρη του 1938, το «Εποπτικόν Συμβούλιον Σχολικής Εκπαιδεύσεως Νομού Άρτης» συζητά την οριστική παύση του Κώστα Πουρναρά από τα καθήκοντα του δασκάλου και εκδικητικά του στερεί κάθε δικαίωμα σύνταξης στο μέλλον. Σε επίσημο έγγραφο που μας παραχώρησαν ευγενικά, πριν λίγες μέρες, τα Γενικά Αρχεία του Κράτους στο Νομό Άρτας (ευχαριστούμε τον προϊστάμενό τους κ. Αριστείδη Κόκκα), διαβάζουμε ότι ο επιθεωρητής «των δημοτικών σχολείων της εκπαιδευτικής περιφερείας Άρτης» εισηγείται όπως ο «προταθείς προς απόλυσιν δημοδιδάσκαλος Κων/νος Δ. Πουρναράς κατηγορηθείς επί κομμουνισμώ δέον να στερηθή της συντάξεώς του» και καλεί το εποπτικό συμβούλιο «ίνα (…) αποφασίση δια την εν όλω στέρησιν του δικαιώματος συντάξεως τούτου, διότι, καίτοι υπεβλήθη εις αυτόν η ποινή της εξαμήνου διαθεσιμότητος εξακολούθη να διατηρή τας ανατρεπτικάς του ιδέας δι’ ας εξετοπίσθη υπό της Επιτροπής Δημοσίας Ασφαλείας Άρτης». Το εποπτικό συμβούλιο κάνει δεκτή την εισήγηση του επιθεωρητή. Και θα ’ναι ακόμα πιο βαρύ το τίμημα, όπως θα δούμε, στη συνέχεια.

Οι μαθητές του τον ξεχώριζαν από άλλους δασκάλους και τον αγαπούσαν· όχι τυχαία. Για τη σχέση του Κώστα Πουρναρά με τα παιδιά υπάρχουν καταγεγραμμένες αναφορές. Σε μια από αυτές η Έλλη Αλεξίου θα γράψει, αναφερόμενη στα χρόνια της πολιτικής προσφυγιάς: «Τα λεφτά του (…) τα ξόδευε για τα παιδιά. Στα παιδιά ήταν υπερβολικά τρυφερός και απλοχέρης. Άλλο πράμα! (…) Έπαιζε μαζί τους κυνηγητό, γύρω από τα τραπέζια της Εστίας. Και πάντα τα κατάφερνε, ώστε τα παιδιά να τον πιάνουν και να τον… «τιμωρούν». Παίζανε μποξ, ένας αυτός, πολλά αυτά με τις γροθίτσες τους, και πάλι τον νικούσαν και τον «τιμωρούσαν». Τα σήκωνε λοιπόν τρία-τρία, τέσσερα-τέσσερα, από ένα στον κάθε ώμο και στην κάθε αγκαλιά, τα μεγαλύτερα ακολουθούσαν κοπάδι, και τα πήγαινε για παγωτά ή για πάστες, για να ξεπλερωθεί η τιμωρία…». Ο σπουδαίος φωτογράφος -και συμπατριώτης μας- Κώστας Μπαλάφας, που κάποτε πέρασε από την Ανέζα φωτογραφίζοντας και άκουσε τους κατοίκους του χωριού να του μιλούν για τον Κώστα Πουρναρά, αφηγείται: «Ήταν ο δάσκαλος που δεν περιορίστηκε στα στενά δημοσιοϋπαλληλικά καθήκοντα αλλά έσκυψε με συμπόνια στον πάσχοντα άνθρωπο. Βοήθησε τον αδύνατο, πάλεψε για το δίκιο του αδικημένου και συμπαραστάθηκε στον ταπεινό και καταφρονεμένο. Σε κάποια στιγμή ένας απ’ την παρέα έτρεξε στο σπίτι του κι έφερε να μας δείξει ένα μαθητικό τετράδιο – εκείνου του καιρού – που είχε σχεδιασμένο απ’ το δάσκαλο ένα πρόχειρο ξύλινο κρεβατάκι, που μπορούσαν να κατασκευάσουν μόνα τους τα παιδιά, για να μην κοιμούνται κατάχαμα στο χώμα όπως συνήθιζαν τότε στα χωριά του κάμπου. Ίσως αυτό στάθηκε και το μεγάλο του αμάρτημα, γιατί ήθελε με τους κοινωνικούς του αγώνες ν’ ανεβάσει τον κόσμο της υπαίθρου λίγο ψηλότερα απ’ το χώμα για να μην κυλιέται στις λάσπες της εγκατάλειψης και την αστοργία από κάθε κοινωνική μέριμνα.» Με θαυμασμό και αγάπη μιλούν, μέχρι τις μέρες μας, για τον Κώστα Πουρναρά οι μαθητές του. Ο 90χρονος Παναγιώτης Γκανάρας, κάτοικος Καλογερικού Άρτας, που υπήρξε μαθητής του πριν από ογδόντα χρόνια, θυμάται: «Ήταν καλός άνθρωπος, ο καλύτερος! Άλλο… αν ήταν αριστερός… αλλά ήταν πολύ καλός. …Μας πρόσεχε, δεν χτύπαγε τα παιδιά…δεν υπήρχε μαλακότερος άνθρωπος…λεβεντιά…περήφανος…Δεν ξαναπερνάει από δω τέτοιος άνθρωπος, να λέμε την αλήθεια. Δάσκαλοι πέρασαν πολλοί…Ο Κώστας Πουρναράς ήταν ο καλύτερος που πέρασε στην περιφέρειά μας…». Με συγκίνηση θυμάται τον δάσκαλό του και ο 86χρονος Χρήστος Τσόγγος, από εδώ, την Ανέζα: «Μας αγαπούσε πολύ. Κι εμείς, τα παιδιά, τον αγαπούσαμε. Μας μιλούσε όμορφα και μας καταλάβαινε, έπαιζε μαζί μας στα διαλείμματα. Την αγκαλιά του πατέρα, που, λόγω των συνθηκών της ζωής στερήθηκα από τον πατέρα μου, μου την έδωσε ο δάσκαλός μου, ο Κώστας Πουρναράς». Ο Κώστας Πουρναράς δεν αγαπήθηκε μόνο από τους μαθητές του. Οι κάτοικοι της Ανέζας και των γύρω περιοχών είχαν πάντα έναν καλό λόγο να πουν για τον δάσκαλο που στεκόταν συμπαραστάτης στα προβλήματά τους και στα οξυμένα προβλήματα της περιοχής. Ο Κώστας Μπαλάφας θυμάται: «Ακόμα και σήμερα (γράφει πριν από είκοσι χρόνια) τον θυμούνται με συγκίνηση στα χωριά που δούλεψε. Θυμούνται τον δάσκαλο με το πλατύ χαμόγελο και τη μεγάλη καρδιά που περίμενε να πληρωθεί για να μοιράσει το μισθό του σε φτωχούς και ανήμπορους, ενώ αυτός ζούσε ασκητικά και με τα λίγα τρόφιμα που του ’στελνε η κυρά-Δημήτραινα – η μάνα του – απ’ το χωριό. Κάποτε περνούσα απ’ την Ανέζα της Άρτας που χρημάτισε δάσκαλος και πάνω στην κουβέντα με ρώτησαν για την καταγωγή μου. Όταν τους είπα πως γεννήθηκα στη Χώσεψη, άρχισαν να μου εξιστορούν θύμισες για έναν αξέχαστο δάσκαλο απ΄ τη Χώσεψη που είχαν κάποτε στο χωριό τους. Μερικοί, σκολιαρούδια εκείνον τον καιρό, ηλικιωμένοι άνθρωποι σήμερα, έλεγαν και συμπλήρωναν ο ένας τον άλλο για τα χαρίσματα του δασκάλου ανθρωπιστή και την αγάπη που έτρεφαν γι’ αυτόν. Μου διηγήθηκαν παραστατικά πως κάποτε που γύρισε απ’ την εξορία (σε μια ανάπαυλα απ’ τις διώξεις) για να ξαναδιδάξει στο χωριό τους, οι χωριανοί βγήκαν στο δρόμο να τον υποδεχτούν. Μπροστά πήγαιναν τα παιδιά με τη σημαία του σχολείου και πίσω ακολουθούσε ο κόσμος με ξεφωνητά χαράς για το καλωσόρισμα, ενώ εκείνος δε μπορούσε να συγκρατήσει τη συγκίνησή του. Αυτό στάθηκε αφορμή να ερεθίσει το Νομάρχη που καραδοκούσε την ευκαιρία για να τον ξαναστείλει εξορία. (…)Πάλεψε να εξυψώσει ένα λαό εγκαταλειμμένο που οι κρατικοί λειτουργοί τον θυμούνταν μόνο όταν χρειαζόταν να γίνουν θυσίες. Τότε του διατυμπάνιζαν σ’ όλους τους τόνους να ναι περήφανος που ξέρει πώς να πεθάνει, μόνο που δεν του άφησαν ποτέ ευκαιρία να μάθει και πώς να ζει, γιατί κάτι τέτοιο θα ’ταν επικίνδυνο για το «κοινωνικό καθεστώς» που ήταν μέριμνα των κρατούντων». Ο Κώστας Πουρναράς δεν ξέχασε ποτέ όσο ζούσε την αγάπη των κατοίκων της Ανέζας. Μέσα από την αλληλογραφία του βλέπουμε συχνά να ρωτάει να μάθει νέα απ’ το χωριό. Ακόμα και λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή, γράφει σε συγγενικό του πρόσωπο στη Χώσεψη, από το Σιμπίου της Ρουμανίας, όπου ζούσε: «Από το Γενάρη έπαψε να έρχεται ο Ριζοσπάστης, ο ραδιοσταθμός της Αθήνας δεν ακούγεται καλά και δε μαθαίνω τι γίνεται. Είμαι σαν τη γάτα στο τσουβάλι και θα σε παρακαλέσω να μου στείλεις τα αποτελέσματα των εκλογών στο χωριό, την Ανέζα, την Άρτα.»

Την δεκαετία του ΄30 ο Κώστας Πουρναράς συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους αγωνιστές, τους «σκαπανείς των καινούργιων ιδεών», αυτούς που, όπως γράφει ο ιστορικός Αλέκος Κουτσούκαλης, «κατέβαλαν πολλές και επίπονες προσπάθειες να διαδώσουν στο λαό τις καινούργιες ιδέες, την ιδεολογία και τις αρχές του ΚΚΕ». Στον Ριζοσπάστη διαβάζουμε ότι «ήταν γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης Άρτας πριν το 1936». Με την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά, τον Αύγουστο του 1936, ξεκινάει η οδύσσεια για χιλιάδες κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές που διώκονται από το φασιστικό καθεστώς. Η φοβερή και τρομερή Ειδική Ασφάλεια του Μανιαδάκη εξαπολύει ανελέητο ανθρωποκυνηγητό. Οι φυλακές γεμίζουν, το ίδιο και οι τόποι εξορίας. Ο Κώστας Πουρναράς μετά την απόλυσή του βγαίνει στην παρανομία. Διωκόμενος κρύβεται σε διάφορες περιοχές της Ηπείρου, ώσπου συλλαμβάνεται και κρατείται στα Γιάννενα. Μετά από τη σχετική «περιποίηση» τον στέλνουν να δικαστεί ως «επικίνδυνος για την δημόσια τάξη». Στη δίκη-παρωδία που ακολουθεί, στέκεται περήφανος απέναντι στους στρατοδίκες. Όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου τον ρωτάει «πώς εσύ, ένας δάσκαλος, ασχολείσαι με τα πολιτικά και, αντί να βρίσκεσαι στη θέση σου και να μαθαίνεις τα παιδιά γράμματα, θέλεις να ανατρέψεις το σύστημα;» ο Κώστας Πουρναράς του απαντάει: «κύριε πρόεδρε είμαι δάσκαλος, είμαι όμως και κομμουνιστής και θέλω το δίκιο για όλο τον κόσμο τον φτωχό. Δεν έκανα τίποτα από αυτά που με κατηγορείτε και με δικάζετε. Μετά από λίγο καιρό είμαι βέβαιος ότι θα βρεθείτε εσείς στην θέση του κατηγορούμενου, που έχετε εμένα σήμερα.» Τον καταδικάζουν και τον κλείνουν στις φυλακές της Κέρκυρας. Από εκεί εκτοπίζεται στον Αη Στράτη, όπου μαζί με άλλους πολιτικούς κρατούμενους θα τον βρει η Γερμανική Κατοχή. Οι εξόριστοι απαιτούν να απελευθερωθούν και να πάνε στο μέτωπο να πολεμήσουν. Η… ελληνική κυβέρνηση όμως έχει άλλα σχέδια γι’ αυτούς· τους παραδίδει στους ναζί καταχτητές. Αυτοί δεν έχουν λόγους να μην εμπιστευτούν τους ντόπιους συνεργάτες τους. Ευχαριστημένοι, επιτρέπουν στη φρουρά να παραμείνει στο πόστο της και αποχωρούν από το νησί. Οι Έλληνες χωροφύλακες χρησιμοποιούν όλα τα μέσα για να αποσπάσουν από τους εξόριστους την πολυπόθητη για το καθεστώς «δήλωση μετανοίας». Τον χειμώνα του 1941, όταν όλες οι προσπάθειές τους έχουν αποτύχει, οι χωροφύλακες απομονώνουν τους εξόριστους στον «κεντρικό θάλαμο», ένα παλιό ερημωμένο κτίριο, αφού πρώτα τους άρπαξαν ό,τι τρόφιμα και χρήματα είχαν, και τους απαγορεύουν με την απειλή της εκτέλεσης να κυκλοφορήσουν σε ακτίνα μεγαλύτερη λίγων μέτρων έξω από αυτόν. Οι εξόριστοι έρχονται αντιμέτωποι με το μαρτύριο της πείνας, την έλλειψη στοιχειωδών συνθηκών υγιεινής, με τις αρρώστιες, με τον θάνατο. Μετά από πολύμηνη μάχη με τον θάνατο οι πολιτικοί κρατούμενοι θα βγουν νικητές. Όμως 33 κομμουνιστές θα χάσουν τη ζωή τους από την ασιτία, επειδή αρνήθηκαν να προδώσουν την ιδεολογία τους. Στον Αη Στράτη διαπράχτηκε ένα από τα φριχτότερα εγκλήματα του φασισμού. Ο σκοπός του εγκλεισμού των πολιτικών κρατουμένων στον «κεντρικό θάλαμο» δεν ήταν απλά η απόσπαση της «δήλωσης μετανοίας». Μέσα από την με απάνθρωπα μέσα δοκιμασία της ανθρώπινης υπόστασης, επιχειρήθηκε ο εξευτελισμός των ιδανικών τους και η ταπείνωσή τους, έτσι που η –προσδοκώμενη- νίκη του φασισμού να πάρει τη μορφή θριάμβου. Οι Έλληνες συνεργάτες των καταχτητών ξεπέρασαν σε επινοητικότητα και σαδισμό τ’ αφεντικά τους. Ακόμα και ο Γερμανός διοικητής Λήμνου Φάσμερ, όταν επισκέφτηκε τον «κεντρικό θάλαμο» δυσανασχέτησε από τις εικόνες φρίκης που αντίκρισε. «Ξέραμε τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού. Ξέραμε το «Σπίτι των νεκρών» του Ντοστογιέφσκυ. Ξέραμε την «Κόλαση» του Ντάντε. Μα η κόλαση της πείνας των πολιτικών εξορίστων του Άη Στράτη, σαν ιστορία ξεπερνάει σε φρίκη και τρόμο την κόλαση των ποιητών και των μυθιστοριογράφων. Η πραγματική Κόλαση, την Κόλαση της Φαντασίας» θα γράψει ο Κώστας Βάρναλης παρουσιάζοντας το βιβλίο του Κώστα Πουρναρά (Μπόση) «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941». Είναι το πρώτο του βιβλίο και θα εκδοθεί από την ΚΕ του ΚΚΕ το 1947, χρονιά που ο συγγραφέας εμφανίζεται και στα Γράμματα με το ψευδώνυμο «Κώστας Μπόσης». Στις 17 Ιούνη του 1943, θα δραπετεύσουν απ’ τον Αη Στράτη όσοι εξόριστοι επέζησαν από την μάχη με την πείνα και θα περάσουν με καΐκι του ΕΛΑΝ στις ακτές της Χαλκιδικής, όπου θα προσχωρήσουν στον ΕΛΑΣ. Στον Κώστα Πουρναρά ανατίθεται η πολιτική διαφώτιση των ανταρτών. Παράλληλα αρθρογραφεί στον αντιστασιακό τύπο. Με το τουφέκι και το μολύβι δρα για ένα διάστημα στη Μακεδονία και στη συνέχεια επιστρέφει στην Άρτα.

Στις 7 Γενάρη του 1945, ο λαός της Άρτας και των χωριών της, γιορτάζει την απελευθέρωση μ’ ένα μεγάλο παλλαϊκό συλλαλητήριο δέκα χιλιάδων λαού στην πλατεία Κιλκίς. «Η Ήπειρος που τυραννούσαν τόσον καιρό οι δυνάστες, αποτίναξε πια το ζυγό της. Οργανώνεται, κινητοποιείται, βρίσκεται σ’ αναβρασμό. (…) Αγαναχτεί με την επέμβαση των ξένων. (…) Ο λαός επαναστάτησε. Καμιά δύναμη δε θα τον σταματήσει. Ως τώρα είχε μόνον το δίκιο, τώρα έγινε δυνατός…», θα γράψει -ως «Φιλόλαος»- ο Γιώργος Κοτζιούλας, στην εφημερίδα Δράση της Άρτας. Στο συλλαλητήριο μιλούν ο δήμαρχος Γκεσούλης, ο στρατηγός Αυγερόπουλος, εκπρόσωποι του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, και άλλων οργανώσεων και του κλήρου. Από το ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας διαβάζουμε: «Ο συναγ. Κώστας Πουρναράς μιλάει στο λαό. (Πανζουρλισμός στην ανθρωποθάλασσα – Ακούγονται συνθήματα), (…) χαιρέτησε το Συλλαλητήριο, τους εαμίτες, ελασίτες, τα φλογερά Νιάτα, τα αετόπουλα, ανάλυσε τη σημερινή κατάσταση από την οποία βγαίνει ο αμείλιχτος αγώνας ενάντια στους πατριδοκάπηλους που θέλησαν να ξεπουλήσουν την πατρίδα μας στα ξένα συμφέροντα, ανέφερε ότι ο λαός μας αγωνίστηκε μέχρι σήμερα και νίκησε και νικάει καθημερινά. Ο Σκόμπυ με τους αραπάδες, είπε, έδειξαν χειρότερη διαγωγή από τους φασίστες του Χίτλερ. Σφάζουν το λαό, κανονιοβολούν και καταστρέφουν την Αθήνα, μα ο ηρωικός Πειραιάς και η Αθήνα μας δεν νικιένται. (…) Από μέρους της Περιφερειακής Επιτροπής Άρτας του ΚΚΕ [ο Κώστας Πουρναράς] έδωσε εντολή στους κομμουνιστές να μπούνε μπροστά στο ξεσήκωμα του λαού για τον αγώνα, για την ανεξαρτησία, και νάναι όπως πάντα πρώτοι στις θυσίες και τελευταίοι στα ωφελήματα.»

Και μετά την απελευθέρωση, ο Κώστας Πουρναράς πιάστηκε, βασανίστηκε και φυλακίστηκε για τη δράση του. Στις αρχές του 1945 αναλαμβάνει γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής Άρτας του ΕΑΜ. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση του οπλισμού του ΕΛΑΣ, το κλίμα γίνεται αφόρητο για τους αγωνιστές της ΕΑΜικής αντίστασης και τους αριστερούς, σε όλη την Ελλάδα. Ο Λεωνίδας Νάκος, Γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Άρτας το 1945, θυμάται: «Οι μαγκουροφόροι, απειλούσαν τους ιδιοκτήτες των σπιτιών των δημοκρατικών πολιτών που μας δέχονταν για ύπνο. Ο δάσκαλος Κώστας Πουρναράς που ήταν Γραμματέας του ΕΑΜ Άρτας και ο υποφαινόμενος, είχαμε γίνει… ‘το κόκκινο πανί!’ Πολλές φορές κοιμηθήκαμε σε κάτι σπηλιές […] κανένας δε μας νοίκιαζε δωμάτιο. Όλοι φοβόντουσαν… Κάθε νύχτα αλλάζαμε σπίτι, για ν’ αποφύγουμε τους μαγκουροφόρους. (…) Ήταν τόση η ασυδοσία τους, που μια φορά μάς επιτέθηκαν μέσα στην ίδια τη Νομαρχία και μάς χτύπησαν άγρια, τον Κώστα Πουρναρά και μένα. Είχαμε πάει να διαμαρτυρηθούμε για την… τρομοκρατία!».

Ο Κώστας Πουρναράς συλλαμβάνεται και εξορίζεται (δεν γνωρίζουμε ακόμα που). Δραπετεύει, ξαναβγαίνει στο βουνό και εντάσσεται στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ). Αναδείχνεται Αντισυνταγματάρχης Πολιτικός Επίτροπος Ταξιαρχίας και παράλληλα είναι πολεμικός ανταποκριτής και αρθρογραφεί σε εφημερίδες και έντυπα του ΔΣΕ. Από τη θέση του Πολιτικού Επιτρόπου βρίσκεται δίπλα στον στρατιωτικό διοικητή, υπεύθυνος για την πολιτική δουλειά, τη διαφώτιση των τμημάτων του. Μεριμνά σε συνθήκες άγριου πολέμου για την ηθικοπολιτική προπαρασκευή και καλλιέργεια των μαχητών και μαχητριών, πρωτοστατεί στην γρήγορη και πιστή εκτέλεση των διαταγών, τρέχει από χαράκωμα σε χαράκωμα για να τους ανακοινώσει τις ειδήσεις, για να τους εμψυχώσει με έναν καλό λόγο, δίνει το παράδειγμα στη μάχη και τη ζωή στο βουνό, φροντίζει μέρα και νύχτα, με στοργή και με αγάπη για το φαγητό τους, το ρουχισμό και την υπόδησή τους, για τα πιο απλά καθημερινά τους προβλήματα μέχρι τα πιο μεγάλα, για την άμεση και ασφαλή μεταφορά των τραυματιών. Παίρνει μέρος στις μάχες του Γράμμου και του Βίτσι και τον Οκτώβρη του 1948 τραυματίζεται σοβαρά στο κεφάλι με αποτέλεσμα να χάσει την όραση από το ένα του μάτι. Λόγω του σοβαρού τραυματισμού του, από το πρόχειρο νοσοκομείο του ΔΣΕ στις Καρυές Πρεσπών θα σταλθεί στην ΛΔ Ουγγαρίας. Μετά την ανάρρωσή του θα επιστρέψει στο Γράμμο, ως την υποχώρηση του ΔΣΕ.

Με το τέλος του εμφυλίου πολέμου, μαζί με χιλιάδες μαχητές του ΔΣΕ, καταφεύγει στη Σοβιετική Ένωση. Ο συμπολεμιστής και φίλος του Βασίλης Βενετσανόπουλος αφηγείται: «Βρεθήκαμε μαζί στην προσφυγιά στην Τασκένδη. Εκεί ο Κώστας με τους πρόσφυγες, που ήταν κάπου 25.000, συνέχισε τη δουλειά στα καθοδηγητικά όργανα. Να προστατεύσουμε και να μορφώσουμε τον κόσμο, να τον βάλουμε στις δουλειές, στα σχολεία και στη μόρφωση· ο Κώστας έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο. Χιλιάδες αγωνιστές βγήκαν από τα ανώτερα ιδρύματα και τα πανεπιστήμια, επιστήμονες μηχανικοί-γιατροί και πρόκοψαν.» Μαθαίνει την ρωσική γλώσσα και με εντολή του Κόμματος μεταβαίνει στη Μόσχα όπου κάνει ανώτερες σπουδές. Συνεχίζει ο Βενετσανόπουλος: «Απ’ εκεί βρεθήκαμε μαζί στη Ρουμανία. Εκεί παλέψαμε μαζί σ’ έναν τομέα ιδεολογικό του ΚΚΕ. Μεταφράζαμε τα έργα του Λένιν. Ήταν ένας από τους καλύτερους μεταφραστές των έργων του Λένιν. Είναι αυτά που εκδόθηκαν.» Στη Ρουμανία ο Κώστας Πουρναράς δουλεύει για το ΚΚΕ στον Ραδιοφωνικό Σταθμό, στο εκδοτικό τμήμα και στον Λογοτεχνικό Κύκλο, την επιτροπή λογοτεχνών που γνωμοδοτούσε για την έκδοση βιβλίων. Συμμετέχει στην ομάδα του Κόμματος που ασχολείται με την μετάφραση κλασικών έργων του Μαρξισμού-Λενινισμού, ενώ παράλληλα ο ίδιος μεταφράζει και άλλα βιβλία, αρθρογραφεί σε έντυπα και συγγράφει τα βιβλία του. Στο μεταξύ παντρεύεται με την Ιλεάνα Μπιρσάν (Ρουμανικής υπηκοότητας και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρουμανίας). Και οι δυο αγαπούν πολύ τα παιδιά αν και δεν απόκτησαν δικά τους. Κάποτε ένας συγχωριανός του Κώστα Πουρναρά, νεαρής ηλικίας, του στέλνει ένα γράμμα και του γράφει: «Ένας πατέρας θα ήταν πολύ πιο ευτυχισμένος αν είχε και πολλά παιδιά και χορτάτα». Ο Κώστας Πουρναράς του απαντά: «Συμφωνάω. Και θα ήθελα να προστέσω: ένας πατέρας πρέπει να είναι ευτυχισμένος, πριν απ’ όλα, όταν τα παιδιά του βαδίζουν στο σωστό δρόμο, έστω κι αν είναι νηστικά». (Το γράμμα μπορείτε να το δείτε στην έκθεση φωτογραφίας).

Ο Κώστας Πουρναράς δεν θα επαναπατριστεί. Θα ζήσει λιτά, με την συντρόφισσά του στο Σιμπίου, μέχρι τις 2 Απρίλη του 1994 που τους χώρισε ο θάνατος. Πρόλαβε τη νίκη της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού και βίωσε και ο ίδιος τις συνέπειες στη Ρουμανία. Γράφει σε γράμμα του πέντε μήνες πριν πεθάνει: «Περιόρισα και το ραδιόφωνο για λόγους οικονομίας. Ένα κιλοβάτ ηλεκτρικό ρεύμα στοιχίζει τριάντα (30) λέι, εκατό φορές (100) ακριβότερο από παλιά. Οι ιμπεριαλιστές και οι προδότες έριξαν τεράστιες μάζες λαών στην ανεργία, τη φτώχεια, την εξαθλίωση, τις κλεψιές και καταχρήσεις, το έγκλημα, τα ναρκωτικά, τις εθνικές συγκρούσεις, την απογοήτευση και τόσα άλλα.» Έφυγε με την πίκρα των αγωνιστών που δεν είδαν τα οράματά τους να γίνονται πραγματικότητα. Γράφει σε γράμμα του: «Η πίκρα είναι άλλη. Πρέπει να το πούμε καθαρά: Για την ώρα μας γονάτισε ο ιμπεριαλισμός. Και σε βασανίζει η σκέψη μέρα-νύχτα: Τι θα γίνει; Που πάμε; Θα καταστραφεί η ανθρωπότητα; Ο κίνδυνος είναι τεράστιος κι αν δεν τον δούμε, οι τελευταίοι κάτοικοι της γης ίσως θα πουν: Ο άνθρωπος ήταν το πιο ανόητο και κακό πλάσμα που δημιούργησε η ζωή.» Ζει έντονα μέχρι το τέλος της ζωής του την αγωνία για το μέλλον της ανθρωπότητας. Βαθιά ιδεολόγος, κρατάει μέσα του αναμμένη τη φλόγα της πίστης στα ιδανικά του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και την οριστική απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Μια φλόγα που θα σβήσει μόνο όταν σταματήσει να χτυπά η καρδιά του. Σε όλη τη ζωή του δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να υπερασπίζεται με πάθος την υπόθεση της Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Σε ένα από τα τελευταία γράμματά του, δυο μήνες πριν φύγει απ’ τη ζωή, γράφει: «Για να φτιάξεις Λαϊκή Κυβέρνηση, πρέπει να πάρεις την εξουσία και τα βασικά μέσα παραγωγής, να βάλεις Δικτατορία του Προλεταριάτου, να δημιουργήσεις κρατικό μηχανισμό για να υπερασπίσεις τη Λαϊκή εξουσία… Κι αφτό λέγεται Επανάσταση, Επανάσταση Σοσιαλιστική. […] Ο Υπαρχτός Σοσιαλισμός σε δυο-τρεις δεκαετίες και διαβολικά δύσκολες συνθήκες, σε καθυστερημένη χώρα έδωσε στην ανθρωπότητα όσα δεν έδωσαν κι ούτε μπορούσαν να δώσουν άλλες επαναστάσεις σε εκατοντάδες χρόνια. Τσάκισε το φασισμό –κι όχι μόνο αφτόν- σε λίγα χρόνια έκλεισε τις πληγές του πολέμου και σε παραγωγή ξεπέρασε τη Δυτική Εβρώπη. Ο σοσιαλισμός είναι το μέλλον, η ύπαρξη, η ζωή της ανθρωπότητας». Ο Κώστας Πουρναράς, εκτός από το έργο του, δεν άφησε προσωπικά αποτυπώματα πίσω του. Ήταν άνθρωπος σεμνός, ταπεινός, σπάνια μιλούσε ή έγραφε για τον εαυτό του. Όταν κάποιος αναφερόταν στους αγώνες του συνήθιζε ν’ απαντάει: «δεν αξίζει τον κόπο να γίνεται ντόρος». Έζησε όλα τα χρόνια της υπερορίας με τον καημό της Ελλάδας και του αγαπημένου του χωριού, της Χώσεψης, να φωλιάζει στην ψυχή του. Αγαπούσε τον τόπο και τους ανθρώπους. Τον αγαπούσαν κι αυτοί, ακόμα και πολλοί πολιτικοί αντίπαλοί του που αναγνώριζαν στο πρόσωπό του τον ακέραιο χαρακτήρα ενός έντιμου αγωνιστή. Όταν, κάποτε, χρειαζόταν ένας μικρός αριθμός υπογραφών από συντοπίτες του για να μπορέσει ένας πολιτικός εξόριστος να πάρει την άδεια του ελληνικού κράτους και να επιστρέψει στην πατρίδα, για τον Κώστα Πουρναρά υπέγραψαν σχεδόν όλοι οι συγχωριανοί του. Από ολόκληρη τη Χώσεψη αυτοί που αρνήθηκαν να υπογράψουν ήταν ελάχιστοι. Ανάμεσά τους και ο πρόεδρος του χωριού. Μετά από χρόνια, όταν ο παλιός διώκτης του πέθανε, αφού ταλαιπωρήθηκε από αρρώστια, ο Κώστας Πουρναράς θα γράψει σε γράμμα του: «Παλιά, χωρίς καμιά αιτία, έριξε κι αυτός πέτρες, αλλά άνθρωπος ήταν, υπέφερε και δεν μπορείς να μη στεναχωρηθείς. Τι κάνουν τα παιδιά του;…». Στα γράμματά του ρωτούσε για όλους τους συγχωριανούς του: «Τούτη τη βδομάδα θα πάρω κι άλλα γράμματα, απ’ το χωριό, απ’ την Αθήνα. […] Το κάθε γράμμα απ’ αυτού θα ήθελα να είναι ολόκληρο βιβλίο με πολλές σελίδες για τη ζωή του κόσμου, όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει. Καταλαβαίνω, έχετε σκοτούρες, φασαρίες, τις δουλειές σας και κάθε μέρα δημιουργούνται καινούργια προβλήματα.» Μέχρι να φύγει από τη ζωή δεν μπόρεσε να ξανασυναντηθεί παρά με ελάχιστους συγχωριανούς του. Όσους μπόρεσαν και ταξίδεψαν μέχρι τη Ρουμανία για να τον δουν.

«Για το δρόμο που πήρα δεν το μετάνιωσα καθόλου. (…) οι άνθρωποι από καταβολής κόσμου, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο πάλεψαν να ζήσουν αφτοί, τα παιδιά τους και τ’ αγγόνια τους και πιο πολύ οι ερχόμενες γενιές καλύτερα» θα γράψει λίγο πριν το τέλος. Οι αμέτρητες διώξεις, τα βασανιστήρια, οι φυλακίσεις και οι εξορίες, το σακατεμένο από τον τραυματισμό κεφάλι, δεν κατάφεραν να τον ξεστρατίσουν από το δρόμο που σχεδόν από παιδί επέλεξε να βαδίσει. Κι ήταν παιδί μιας οικογένειας που συμμετείχε σύσσωμη στην Αντίσταση και τους λαϊκούς αγώνες.

Η τελευταία επιθυμία του ήταν η στάχτη από το ανθρώπινο κουφάρι του να ταφεί στον τάφο των γονιών του, στο νεκροταφείο του Αη Θανάση. Στις 4 Σεπτέμβρη του 1994 η Ιλεάνα μετέφερε την τέφρα του στο χωριό και μετά από μια τελετή σεμνή και ουσιαστική σαν τη ζωή του, όπου τον αποχαιρέτησαν παλιοί συμπολεμιστές και σύντροφοι, συγχωριανοί, φίλοι και συγγενείς του αναπαύεται στο χώμα της αγαπημένης του Χώσεψης. Μετά την τελετή η Ιλεάνα διηγήθηκε το εξής περιστατικό. Νιώθοντας ότι φτάνει η ώρα για το τελευταίο ταξίδι του, ο Κώστας Πουρναράς της ζήτησε να του υποσχεθεί ότι μόλις πεθάνει θα μεριμνήσει να καεί η σορός του και να μεταφερθεί η τέφρα του στη Χώσεψη. Η Ιλεάνα προσπάθησε να τον αποτρέψει από τις «κακές» σκέψεις. Αυτός όμως επανήλθε και της το ζήτησε και άλλες φορές, μα κάθε φορά έπαιρνε την ίδια απάντηση. Ώσπου μια μέρα της είπε: «Δεν θέλω να στεναχωριέσαι. Αν δεν καταφέρεις να μεταφέρεις την τέφρα μου στο χωριό μου, τότε, μια μέρα που θα βρέχει, να την αδειάσεις σ’ ένα ρυάκι και είμαι βέβαιος πως θα βρει το δρόμο και κάποτε θα φτάσει». Η Ιλεάνα συγκινημένη του απάντησε ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να εκπληρωθεί η επιθυμία του. Και εκπληρώθηκε.

Βρισκόμαστε απόψε εδώ για να θυμηθούμε (κάποιοι να τον γνωρίσουν) και να τιμήσουμε τον δάσκαλο, τον συγγραφέα, τον αγωνιστή που αφιέρωσε τη ζωή και την τέχνη του στον αγώνα για να γίνει ο κόσμος καλύτερος. Για να τιμήσουμε τον ίδιο και μαζί του τις γενιές των αγωνιστών που πήγαν κόντρα στην «κανονικότητα» και τον «ρεαλισμό» της εποχής τους που επίτασσε την υποταγή και υποδούλωση στους καταχτητές και δυνάστες του λαού μας. Μα και για να στείλουμε ένα μήνυμα σε αυτούς που σήμερα επιβάλλουν ως «ρεαλισμό» και «κανονικότητα», πότε με «μνημόνια» και πότε με «ανάπτυξη», αυτοί που παράγουν και δημιουργούν τα πάντα να παλεύουν για να επιβιώσουν και οι λίγοι που τους κλέβουν τον ιδρώτα να ζουν προκλητικά στη χλιδή. Σ’ αυτούς που θέλουν τον άνθρωπο ν’ αναγκάζεται να γίνει μετανάστης μέσα ή μακριά από την πατρίδα του, για να επιβιώσει. Σ’ αυτούς που τον θέλουν υποταγμένο, φοβισμένο, αδύναμο ν’ αντιδράσει, ν’ αντιταχτεί στην εκμετάλλευση, να διεκδικήσει και να κερδίσει αυτά που αξίζει και δικαιούται. Σ’ αυτούς που χτίζουν τα συμφέροντά τους πάνω στο αίμα, στους πολέμους, στις κατακόμβες των νεκρών, τις στρατιές των απελπισμένων προσφύγων, τα σιδερόφραχτα σύνορα στην Ευρώπη και αλλού, τα γεμάτα πτώματα αθώων νερά της Μεσογείου. Σ’ αυτούς που μας θέλουν να κοιτάζουμε «την πάρτη μας» και να κλεινόμαστε στα σπίτια μας, να μην απλώνουμε ένα χέρι αλληλεγγύης στον διπλανό μας και να βολευόμαστε με «λιγότερο ουρανό»: Ε, λοιπόν, δεν θα σας κάνουμε τη χάρη!

Σήμερα, αναρωτιούνται κάποιοι, καλοπροαίρετα, αν «άξιζαν» οι αγώνες του Κώστα Πουρναρά, αν «έπιασαν τόπο» οι θυσίες όλων των αγωνιστών. Για έναν κομμουνιστή, όπως ήταν ο Πουρναράς, η απάντηση είναι –αναμφίβολα- ΝΑΙ. Στον αγώνα των κομμουνιστών η δικαίωση των θυσιών δεν κρίνεται από το άμεσο αποτέλεσμα και τη συγκεκριμένη έκβασή του σε κάθε φάση. Στον αγώνα αυτό αφιέρωσε ζωή και έργο ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) και ξόφλησε στο ακέραιο το χρέος του. Το δικό μας χρέος απέναντί του μένει αξόφλητο.

Με τα λόγια του ποιητή Νίκου Καρβούνη θα κλείσει τούτη η ομιλία: «Περιμαζεύουμε από τους νεκρούς μας ό,τι καλύτερο και αξιότερο είχαν. Ό,τι καθένας μας τιμά στους άλλους και ποθεί για τον εαυτό του. Και το αποταμιεύουμε στο κοινό θησαυροφυλάκιο όλων των ανθρώπων, γιατί σ’ όλους ανήκει και στον καθένα και όλους μαζί μάς κάνει πνευματικά και ηθικά πλουσιότερους, δυνατότερους, αξιότερους για τον αγώνα της ζωής και της προόδου».


Σας ευχαριστώ.

Αναδημοσίευση από Ατέχνως

Δεν υπάρχουν σχόλια :