Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

«Ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος. Από αυτούς που αν υπήρχαν περισσότεροι ο κόσμος σίγουρα θα ήταν καλύτερος»

Η ομιλία του Χρήστου Νταβαντζή, αντιστασιακού, συναγωνιστή και φίλου του Κώστα Πουρναρά (Μπόση), στην εκδήλωση τιμής και μνήμης που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 23 Γενάρη 2016 στην Ανέζα Άρτας (δείτε αναλυτικό φωτο-ρεπορτάζ ΕΔΩ).
Την εκδήλωση διοργάνωσαν ο Σύλλογος Δασκάλων και Νηπιαγωγών Νομού Άρτας, ο Σύλλογος Γυναικών Αμβρακικού και το ηλεκτρονικό περιοδικό ΑΤΕΧΝΩΣ.
Σας καλωσορίζω και εγώ και σας ευχαριστώ που βρίσκεστε σε τούτη την εκδήλωση προς τιμή του Κώστα Πουρναρά (Μπόση). Συγχαίρω τους διοργανωτές για την πρωτοβουλία τους και τους ευχαριστώ που μου έδωσαν την ευκαιρία να μιλήσω γι’ αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο. Η συγκίνησή μου είναι μεγάλη. Ακούστηκαν από τους προηγούμενους ομιλητές πολλά για τον Κώστα Πουρναρά, τι άνθρωπος ήταν, για τα βιβλία του. Δεν θα σας κουράσω επαναλαμβάνοντάς τα και εγώ. Θα σας μεταφέρω με λίγα λόγια την προσωπική μου εμπειρία από τη γνωριμία μας.

Με τον Κώστα με συνδέουν πολλά. Είναι ο άνθρωπος που με επηρέασε όσο κανείς άλλος στην παιδική μου ηλικία και η γνωριμία μας καθόρισε τη ζωή μου. Όταν τον πρωτοσυνάντησα ήμουν μόλις δέκα χρονών, μαθητής του δημοτικού. Ήταν το 1936, μετά την κήρυξη της μεταξικής δικτατορίας. Είχα πάει στο τσαγκάρικο του αδελφού μου του Γιώργου για να μου φτιάξει ένα ζευγάρι παπούτσια. Όταν χτύπησα την πόρτα δεν μου άνοιξαν αμέσως. Ο αδελφός μου έκρυβε τον Κώστα Πουρναρά από τους χωροφύλακες που τον καταδίωκαν. Όταν βεβαιώθηκαν ότι ήμουν εγώ και δεν διέτρεχε κάποιος κίνδυνος μου άνοιξαν. Ο Κώστας μέχρι τότε ήταν δάσκαλος, εδώ στην Ανέζα, σ’ αυτή την αίθουσα που βρισκόμαστε εμείς τώρα. Μόλις με είδε ήρθε κοντά μου χαμογελαστός και μου έπιασε κουβέντα. Με ρώτησε πώς τα πάω με το σχολείο, τι μαθήματα μας κάνει ο δάσκαλος, αν μου αρέσει η Ιστορία και τι γνώμη έχω για τα θρησκευτικά. Του απάντησα ότι ο δάσκαλός μας λέει ιστορίες για την Κιβωτό του Νώε και διάφορα άλλα που δεν τα θυμόμουν καλά.

«Ξέρεις, κι εγώ δάσκαλος είμαι», μου λέει. «Άλλα πράγματα πρέπει να σάς μαθαίνουν, αλλά να μην το πεις αυτό στο δάσκαλό σου γιατί μπορεί να σε διώξει απ’ το σχολείο. Μέσα στην αίθουσα τι κάδρα έχετε κρεμασμένα;»

«Φωτογραφίες του βασιλιά και του Μεταξά», του είπα.

«Ξέρεις γιατί κυνηγάνε εμάς τους κομμουνιστές; Ο δάσκαλός σας σάς λέει τίποτα για μας;»

«Μας λέει ότι οι κομμουνιστές δεν πιστεύουν στην οικογένεια και τη θρησκεία. Μια φορά βάλαμε σ’ ένα μπουκάλι αγίασμα απ’ την εκκλησία και το κλείσαμε και σ’ ένα άλλο μπουκάλι βάλαμε νερό απ’ τη βρύση και το κλείσαμε κι αυτό. Μετά από καιρό ανοίξαμε τα δυο μπουκάλια. Το μπουκάλι με το αγίασμα δεν μύριζε και το νερό της βρύσης μύριζε και είχε πιάσει μέσα σα σκουπίδια.»

«Αυτά που σας λέει ο δάσκαλός σας δεν έχουν ισχύ. Τους κομμουνιστές τους κυνηγάνε οι πλούσιοι για να μην τους πάρουνε τα πλούτη και τα δώσουνε στους φτωχούς.»

«Ποιοι είναι οι πλούσιοι; τον ρώτησα με απορία. Σαν τον δάσκαλό μου; Είναι πλούσιος ο δάσκαλός μου;»

«Όχι, φτωχός είναι κι αυτός, σαν όλους εμάς, ένα μισθό παίρνει κι αυτός όπως κι εγώ.»

Μου ζήτησε να του κάνω και μια χάρη. Μου είπε ότι τον ψάχνει η χωροφυλακή, και κανονίσαμε ένα συνθηματικό για να τον ενημερώνω όταν θα υπάρχει κίνδυνος.

«Εκεί στο σπίτι σου, μου είπε, έχεις απ’ έξω από την αυλή ένα μεγάλο φιλίκι. Όταν θα βλέπεις ότι έρχεται ο χωροφύλακας στο χωριό, θα παίρνεις ένα χεράμι κόκκινο και θα το ρίχνεις επάνω, αλλά δεν θα πεις σε κανέναν γιατί το βάζεις. Εγώ θα το βλέπω από μακριά και δεν θα έρχομαι προς το χωριό. Όταν θα φεύγει ο χωροφύλακας τότε θα κατεβάζεις το χεράμι απ’ το δέντρο.»

Έτσι έκανα. Ο πατέρας μου είχε φαγωθεί να μάθει γιατί βάζω το χεράμι πάνω στο δέντρο! Δεν του το είπα όμως ποτέ. Αυτό διήρκεσε περίπου δεκαπέντε μέρες, μέχρι που μου είπε ο αδελφός μου ότι ο Κώστας θα έφευγε. Μετά από καιρό μάθαμε ότι τον συνέλαβαν στα Γιάννενα και τον καταδίκασαν. Τον έβαλαν φυλακή στην Κέρκυρα και αργότερα τον έστειλαν εξορία στον Άη Στράτη.

Θυμάμαι αυτόν τον διάλογο μέχρι σήμερα, και πόσο εντύπωση μου έκαναν τα λόγια του που μ’ έβαλαν να σκεφτώ πολλά απ’ αυτά που έβλεπα και άκουγα μέχρι τότε στο σχολείο. Γιατί να υπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι; Γιατί να μην έχουν όλοι οι άνθρωποι δικαίωμα στο φαΐ, στη ζεστασιά, στο γιατρό, στη μόρφωση; Και γιατί όσοι έλεγαν στο χωριό ότι οι φτωχοί πρέπει ν’ αγωνιστούν για να πάψουν να είναι φτωχοί, δεν ήταν «καλοί» άνθρωποι; Παρ’ όλο που ήμουνα μικρός ακόμα και δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω πολλά πράγματα, μου έκαναν εντύπωση και αυτά που μου είπε για την εκκλησία. Ότι είναι ψεύτικα αυτά τα πράγματα, όπως τα παραμύθια. Η μάνα μου, παρά τη φτώχεια και την πείνα μας, με νήστευε Παρασκευές και Τετάρτες και με έστελνε τακτικά για να μεταλάβω. Στην εκκλησία πηγαίναμε αναγκαστικά όταν μας καλούσε ο δάσκαλος τις Κυριακές, συντεταγμένα, όλοι οι μαθητές του σχολείου. Από τότε που συνάντησα τον Κώστα όμως ούτε ξανανήστεψα, ούτε ξαναπήγα στην εκκλησία.

Πέρασαν χρόνια μέχρι να τον ξαναδώ. Στο μεταξύ τον Κώστα τον έστειλαν εξορία στον Αη Στράτη. Αξίζει να σας μεταφέρω ένα περιστατικό απ’ τον Αη Στράτη που μου διηγήθηκε ο Γιάννης ο Λίπας, συνεξόριστος του Κώστα Πουρναρά την περίοδο της μάχης με την πείνα. Δείχνει την αποφασιστικότητα εκείνων των ανθρώπων που πολέμησαν με το θάνατο υπερασπιζόμενοι τις ιδέες τους:

«Μεταφέραμε ένα νεκρό από την πείνα συντροφό μας, εγώ και ο Κώστας Πουρναράς. Τον πηγαίναμε στο λόφο όπου ήταν το εκκλησάκι του Αη Μηνά και το νεκροταφείο. Καταβάλαμε υπερπροσπάθεια για να φτάσουμε μέχρι εκεί, νηστικοί κι εμείς, με δυνάμεις που όλο λιγόστευαν. Κάποια στιγμή λέω του Κώστα: εμείς μπορούμε ακόμα και κουβαλάμε τους νεκρούς συντρόφους μας, εμάς όμως ποιος θα μας κουβαλήσει; Με θάρρος και φωνή που δεν σήκωνε αμφισβήτηση, ο Κώστας μου απάντησε: Εμάς δεν θα χρειαστεί να μας κουβαλήσουν!». Ήθελε να πει θα αντέξουμε, δεν θα λυγίσουμε, θα νικήσουμε τον θάνατο. Και νίκησαν!

Στη συνέχεια ο Κώστας δραπέτευσε από τον Αη Στράτη και μπήκε στην Αντίσταση. Εγώ ήμουν ΕΠΟΝίτης στη Χώσεψη και ενταγμένος στον ΕΛΑΣ και κατέβαινα στην Άρτα για να παίρνω έντυπα και καθοδηγητική δουλειά για την οργάνωση. Εκεί μια φορά συνάντησα τον Κώστα στη φυλακή. Ήταν μετά τη Βάρκιζα και τον είχαν πιάσει.

Θέλω εδώ να πω και δυο λόγια για την οικογένειά του που συμμετείχε σύσσωμη στην αντίσταση. Ο αδελφός του Βελισσάρης Πουρναράς, όταν μέσα στο 1941 άρχισε να γίνεται συζήτηση στη Χώσεψη για οργάνωση του ΕΑΜ, ήταν νωματάρχης επικεφαλής Σταθμού Χωροφυλακής σ’ ένα χωριό έξω απ’ τα Γιάννενα. Τότε δέκα Ιταλοί στρατιώτες απ’ τα Γιάννενα πήγαν και του ζήτησαν να μαζέψει τρόφιμα απ’ το χωριό για να τα πάρουν. Αυτός τους αφόπλισε, τους απομόνωσε κι έφυγε μαζί με τους χωροφύλακες του Σταθμού του και εντάχτηκαν στον ΕΛΑΣ. Στη συνέχεια, μετά τη Βάρκιζα, προσχώρησε στον Δημοκρατικό Στρατό. Έπεσε στον εμφύλιο. Συμμετοχή στην αντίσταση είχαν και οι αδελφές του Κώστα, με εξορίες και φυλακίσεις.

Πήγα δυο φορές στη Ρουμανία και συνάντησα τον Κώστα Πουρναρά. Το 1976, μια μέρα είχαμε βγει για βόλτα σ’ ένα μεγάλο πάρκο. Εκεί που πηγαίναμε απομακρυνθήκαμε αρκετά και κάποια στιγμή καταλάβαμε ότι μας έλειπε ο Κώστας. Περιμέναμε λίγη ώρα μα δεν τον βλέπαμε να έρχεται. Λέω στην παρέα θα γυρίσω πίσω να δω τι έγινε. Περπάτησα κάμποσο προς τα πίσω και βλέπω μια ομάδα παιδάκια, καθιστά γύρω-γύρω και τον Κώστα μισοξαπλωμένο ανάμεσά τους, να παίζουν βόλους! Έμεινα έκπληκτος. Του λέω «Κώστα σε χάσαμε και ανησυχήσαμε». «Με παρέσυραν τα παιδιά Χρήστο. Γίνομαι κι εγώ παιδί όταν τα συναντώ» μου είπε και σηκώθηκε, τα χαιρέτησε ένα-ένα και φύγαμε. Ο Κώστας λάτρευε τα παιδιά. Σ’ εκείνο το ταξίδι μού εκμυστηρεύτηκε ότι το είχε καημό που δεν είχε δικά του παιδιά.

Και τις δυο φορές που πήγα στο Σιμπίου της Ρουμανίας έμεινα στο σπίτι του Κώστα Πουρναρά, όπου έζησα πολύ συγκινητικές στιγμές. Αυτός ο άνθρωπος είχε μεγάλη δίψα για την πατρίδα του. Τα βράδια που με φιλοξένησε εγκατέλειψε το κρεβάτι που κοιμόταν με τη σύζυγό του και έστρωσε στο σαλόνι ένα στρώμα για να κοιμηθούμε δίπλα-δίπλα. Το αποτέλεσμα ήταν να κοιμηθούμε ελάχιστα γιατί όλη τη νύχτα συζητούσαμε. Με ρώταγε για τη Χώσεψη, για όλους τους χωριανούς, για το πόσο άλλαξε η κατάσταση στα χρόνια της απουσίας του. Ήταν βέβαια σε μεγάλο βαθμό ενημερωμένος για την γενικότερη κατάσταση γιατί επιζητούσε και διάβαζε συνεχώς ελληνικά έντυπα και άκουγε ραδιόφωνο. Εγώ τον ρώταγα για τον Άη Στράτη και για το βουνό. Συζητούσαμε για την παγκόσμια κατάσταση, για την ΕΣΣΔ, το σοσιαλιστικό σύστημα και τις κατακτήσεις του, για τη ζωή στη Ρουμανία. Τον ρώτησα και για κάποια «κακώς κείμενα» που συνάντησα στα σύνορα, όταν έμπαινα στη Ρουμανία, αλλά και σε πόλεις που πέρασα. Μου είπε ότι «πριν πεθάνει ο Στάλιν, η κατάσταση βελτιωνόταν παρά τις αδυναμίες που υπήρχαν, όταν όμως πέθανε, το σοσιαλιστικό σύστημα άρχισε να κλείνει δεξιά και δεν ξέρω που θα φτάσει…». Το που έφτασε η κατάσταση το είδαμε κι εμείς από εδώ, ο Κώστας όμως και ο ρουμανικός λαός το έζησαν, από πρώτο χέρι, καλά στο πετσί τους. Η παλινόρθωση του καπιταλισμού πήγε τους λαούς δεκαετίες πίσω, τους βύθισε ξανά στη φτώχεια, την ανεργία, την εγκληματικότητα. Ο Κώστας έζησε τα στερνά χρόνια της ζωής του με μεγάλες στερήσεις. Ήταν βέβαια μαθημένος στην ασκητική ζωή από τα νιάτα του και στα πέτρινα χρόνια της αντίστασης και πάντα απόλυτα συνειδητοποιημένος στη σχέση του με κάθε τι υλικό, όμως η πίκρα του και ο πόνος γι’ αυτά που πρόλαβε να δει και έζησε πριν κλείσει τα μάτια του δεν περιγράφεται. Ιδιαίτερα γι’ αυτά που είχαν να αντιμετωπίσουν οι επόμενες γενιές. Περισσότερο στη νεολαία αναφερόταν στις κουβέντες μας, για τους νέους νοιαζόταν και σ’ αυτούς ήλπιζε για το μέλλον. Χωρίς να χάνει την πίστη του ότι το δίκιο είναι αυτό που στο τέλος θα υπερισχύσει, επισήμαινε όμως ότι οι επόμενες γενιές θα έχουν να ανεβούν «Γολγοθάδες» στο μέλλον για να το καταχτήσουν. Και το βιώνουμε κι εμείς αυτό σήμερα…

Από την πρώτη επίσκεψή μου στο Σιμπίου έφερα στην Ελλάδα τα χειρόγραφα του βιβλίου του «Αναμνήσεις», που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1978. Στο Σιμπίου μια φορά που συζητούσαμε ο Κώστας μου είπε ότι το 1945 έγραψε το βιβλίο “ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941” που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1947 από το εκδοτικό τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ και με ρώτησε αν το έχω διαβάσει. Εγώ δεν γνώριζα γι’ αυτό το βιβλίο, ούτε το είχα δει ποτέ. Όταν όμως γύρισα στην Αθήνα έψαξα και το βρήκα και μερίμνησα, με τη βοήθεια συχωριανών και φίλων, και το βιβλίο ξαναεκδόθηκε.

Το έργο του Κώστα Πουρναρά, παρά το μέγεθος και την αξία του, δεν έχει βρει ακόμα μέχρι σήμερα τη θέση που του αξίζει. Οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουν. Υπάρχουν βιβλία του που δεν κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα, καθώς και ανέκδοτο υλικό που περιμένουν να αξιοποιηθούν. Έκανα προσπάθεια στο παρελθόν να εκδώσω κάποιο από αυτά, όμως δεν στάθηκε δυνατό. Ελπίζω στο μέλλον να βρεθεί τρόπος να εκδοθούν, είτε με ευθύνη του Κόμματος, είτε κάποιου άλλου φορέα από τον τόπο καταγωγής του Κώστα (χωριό, Δήμος κλπ.) και να φτάσουν σε όσο το δυνατόν περισσότερα χέρια, γιατί αξίζει πραγματικά να διαβαστούν. Το έργο του Κώστα Μπόση μέσα στο λαό γεννήθηκε, για το λαό γράφτηκε και στο λαό ανήκει.

Πριν πεθάνει, το 1994, ο Κώστας Πουρναράς είχε αφήσει εντολή να κάψουν τη σορό του και την επιθυμία να μεταφερθεί η τέφρα του στον τόπο που γεννήθηκε, στη Χώσεψη. Με τη γυναίκα του, την Ιλεάνα, που είχαμε τακτική επικοινωνία και μετά που πέθανε ο Κώστας, μέχρι που έφυγε και η ίδια από τη ζωή, φροντίσαμε και εκπληρώθηκε η επιθυμία του. Έγινε μια λιτή τελετή με ομιλίες συναγωνιστών του στην πλατεία της Χώσεψης, και παραβρέθηκε πολύς κόσμος για να τον αποχαιρετίσει. Ο Κώστας Πουρναράς ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στο χωριό και έχαιρε της βαθιάς εκτίμησης για το ήθος και την ευγένειά του. Οι χωριανοί, ακόμα και αντίπαλοί του ιδεολογικά, λέγανε «μακάρι να είχαμε πολλούς κομμουνιστές σαν τον Κώστα». Στη συνέχεια μεταφέραμε την τέφρα του στο νεκροταφείο του χωριού, τη βάλαμε στον τάφο των γονιών του και τοποθετήσαμε και μια μαρμάρινη πλάκα για να τον θυμίζει στις επόμενες γενιές.

Ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) έμεινε μέχρι το τέλος αταλάντευτα πιστός στις ιδέες και στα ιδανικά του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, για τα οποία πολέμησε και αφιέρωσε τη ζωή του. Έφυγε με την πίκρα ότι οι πολύχρονοι αγώνες του λαού μας για το μέλλον που δικαιούται και αξίζει δεν ευοδώθηκαν, αλλά και με την βαθιά πεποίθηση ότι αυτός ο αγώνας θα συνεχιστεί από τις επόμενες γενιές, μέχρι να δικαιωθεί.

Ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος. Από αυτούς που αν υπήρχαν περισσότεροι ο κόσμος σίγουρα θα ήταν καλύτερος.

Σας ευχαριστώ που με ακούσατε.
Αναδημοσίευση από ΑΤΕΧΝΩΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια :