Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Μελοποιημένος Παλαμάς



Το τραγούδι, η ντροπή μου
η ασάλευτη ζωή μου
Δάκρυα, λατρείες, τα πείσματα
όλα παραστρατίσματα
Εμένα ο ίσιος δρόμος
είν' αυτός που θα με έφερνε
στους γύφτους χαροκόπους
που αγεροζούν ελεύθεροι
κι από θεούς κι από ανθρώπους.

Γραφείο, βιβλία το σπίτι μου,
ανημποριά μου ο τρόμος.


Ποίηση : Κωστής Παλαμάς
 Μουσική: Ορφέας Περίδης
Πρώτη εκτέλεση: Ορφέας Περίδης





 Στην αργατιά, στη χωριατιά το χιόνι, η γρίππη, η πείνα,
οι λύκοι,
ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
Χειμώνας άγριος. Κ' η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά μου.

Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.


Ποίηση: Κωστής Παλαμάς
Μουσική: Μιχάλης Τερζής
Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας
 

Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά,
πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Eίναι χυμένη από τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.


 Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογγάει και βαριά μοσκοβολάει
μια μάννα· καίει το λάγνο της φιλί,
κ' είναι της Mοίρας λάτρισσα και τρέμει,
ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι,
η λαγγεμένη Aνατολή.


Mέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι,
κι όλα σας, κ' η χαρά σας, μοιρολόι
πικρό κι αργό·
μαύρος, φτωχός και σκλάβος και ακαμάτης,
στενόκαρδος, αδούλευτος, ―διαβάτης
μ' εσάς κ' εγώ.


Ποίηση: Κωστής Παλαμάς
Μουσική: Μιχάλης Τερζής
Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας



 

Ο θάνατος του Παλαμά

      Στις 27 του Φλεβάρη 1943 πέθανε ο Παλαμάς. Ο Ελληνικός Λαός νιώθει πως ο Εθνικός Ποιητής συντρίβεται από το άχθος της φασιστικής κατοχής και ουσιαστικά είναι θύμα των καταχτητών. Και ο ποιητής γίνεται αμέσως ένα επιβλητικό αντιστασιακό σύμβολο. Τη νεκρολογία που γράφει στην "Πρωΐα" ο Βάρναλης , την τελειώνει με τους παλαμικούς στίχους:

  Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα
  δεν περνώ με τα χρόνια
.............................................

 Δε χάνομαι στα Τάρταρα 
 μονάχα ξαποσταίνω .
 Στη ζωή ξαναφαίνομαι
 και λαούς ανασταίνω.

     Η κυβέρνηση των Κουΐσλιγκς κ΄οι Γερμανοί νομίζουν πως θα καταφέρουν να δημοκοπήσουν: η ταφή γίνεται με έξοδα του κράτους και την κηδεία παρακολουθούν εκπρόσωποι της λεγόμενης ελληνικής κυβέρνησης και των Γερμανών αρχών κατοχής. Μα είναι γνωστά τα γεγονότα που ακολούθησαν και που είναι μια από τις ωραιότερες ελληνικές αντιστασιακές πράξεις. Μπροστά στον ανοικτό τάφο του Παλαμά, ο Γιώργης Κατσίμπαλης άρχισε τον Εθνικό Ύμνο, που τον πήραν χιλιάδες στόματα και η φωνή του Σικελιανού βρόντησε τρομερή:

... Οι σημαίες οι φοβερές
    Στης Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε τον αέρα.

    Ποίημα απάγγειλε κι ο Σωτήρης Σκίπης. Το ποίημα του Σικελιανού είναι πολύ γνωστό κι απαγγέλθηκε πολλές φορές από τότε. Γι΄αυτό δίνουμε εδώ το ποίημα του Σκίπη, που αν δεν έχει την υψηλή ποιότητα  του ποιήματος του Σικελιανού, δεν υστερεί όμως σε εθνικό φρόνημα από κείνο:

ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

Μέσ' από τα κάγκελλα τ' αόρατα
της απέραντης μας φυλακής
μέσα στο κελλί το σκοτεινό μας
δεν εβάσταξες τον πόνο της φυλής
κ' έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων 
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής
δίχως να προσμένεις την αχτίδα
της καινούργιας χαραυγής.

Κ' έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.

Σα ναός οπού χτυπιέται
από τα βόλια των βαρβάρων.

Σαν τον Παρθενώνα
ήρωα , ποιητή του αιώνα.

Μάτια στερεμένα από τις τόσες συμφορές
δάκρυα δε θα χύσουν για Σένα.
Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μάς σκοτώνουν ένα-ένα,
σαν ξυπνήσουν απ΄τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τί ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ' αναρίθμητες καρδιές.

Πας και πας για το ταξίδι σου
το αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως, κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε

Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια
που βουΐζουν σα μελίσσια
πάνω, απ' Απριλιού λουλούδια
σα να προμηνάνε την Ανάσταση
ω μεγάλε ραψωδέ μας.

     Το ποίημα του Σκίπη κυκλοφόρησε χειρόγραφο από χέρι σε χέρι και αργότερα δημοσιεύτηκε στη χειρόγραφη έκδοση " Μέσα από τα Τείχη" και πέρασε στον παράνομο τύπο.

     Ο θάνατος κ' η αντιστασιακή πράξη της κηδείας του Παλαμά είχαν απήχηση στις στήλες του καθημερινού και περιοδικού τύπου: 
" Οι χιλιάδες  του λαού που κατέκλυσαν προχθές το νεκροταφείον, εξεκίνησαν από κάθε γωνιά της Αθήνας - της καρδιάς της Ελλάδος - για να διαδηλώσουν την ευγνωμοσύνη αυτής της χώρας στο εκλεκτότερο τέκνο της, να ιδούν σε όλη τη μεγαλοπρέπειά του το ελληνικό θαύμα με τα δικά του μάτια , που έγιναν μάτια του Έθνους. Κ' έτσι ο Κωστής Παλαμάς με την τελετή της ταφής του έγραψε το τελευταίο υπέροχο ποίημα του με τον ήλιο ν' αστραποβολάει πάνω από την Αττική γη, με τον Υμηττό που άκουε το ερωτικό τραγούδι του Σαρωνικού. Κ' ολόγυρά του ο Λαός με μια ψυχή, τη δική του, με την ίδια ανάταση , με τον ίδιο πόθο, που  υψώνεται πάνω από καιρούς, ακατάλυτους , όπως η ψυχή των Σαλαμίνων.. " Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα" όπως είπε κι ο Σικελιανός..." . Έτσι έγραφε την επομένη 
 η " Πρωΐα ", που του αφιερώνει μια σειρά επιφυλλίδες της, των Χάρη, Καραγάτση, Τερζάκη, Βενέζη, Καραντώνη, Βέη, Ρώτα[...]

    [...] Αργότερα ο Μάρκος Αυγέρης δημοσιεύει στο "Ελεύθερον Βήμα" μια σειρά άρθρα γαι τον Παλαμά: " Καταλάβαινε, έγραφε, βαθειά την ιστορική του αποστολή και δείχτηκε πνευματικός ήρωας κι οδηγός παράξιος, αποφασιστικός μ' όλη τη φυσική του ασθενικότητα, αδίσταχτος μ' όλη την ποιητική συστολή, άφοβος μπροστά στην αλήθεια και στο χρέος...Με τον καιρό , συνεχίζει, ο Παλαμάς γίνεται η φωνή του Ελληνισμού , που αγκαλιάζει ολόκληρη την ελληνική ζωή και την ελληνική ιστορία, που τη σκέψη του την απασχολούν βαθιά και αδιάκοπα οι τύχες της πατρίδας  του..."

[...] η Πνευματική Αντίσταση  χρησιμοποίησε και τόνισε όσο έπαιρνε πιο πολύ εκείνο το τρισέβαστο αντιστασιακό Σύμβολο : τον Κωστή Παλαμά

Το κείμενο είναι μέρος της ενότητας "Οι κύριες μάχες της πνευματικής αντίστασης", που περιλαμβάνεται στο άρθρο του Κ. Πορφύρη " Η αντίσταση με νόμιμα μέσα " . Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης , τεύχος 87-88 του Μαρτίου - Απριλίου 1962.

Η ξυλογραφία είναι του Σπύρου Βασιλείου, Η ταφή του Παλαμά. Δημοσιεύτηκε το 1943 στη " Νέα Εστία"

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Η μεγάλη μάχη


                                                          

Κάποτε, καθώς φεύγεις
πηγαίνοντας σε μια μεγάλη μάχη
θα σούτυχε ν' ακούσεις ξαφνικά απόνα παράθυρο
ένα πιάνο να παίζει.
Ίσως ένα κορίτσι με άσπρα δάχτυλα
ή ένας άντρας με δυνατά χέρια
να παίζουν αυτόν το λυπημένο σκοπό
που σου θυμίζει τα παιδικά σου χρόνια, τους χαμένους έρωτες
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε 
την καρδιά σου που την ποδοπατήσαν.

Εσύ στέκεσαι με το στόμα ανοιγμένο
ακούγοντας κάτω απ' τη βροχή -
μα πρέπει να βιαστείς, προχωράνε οι άλλοι 
χάθηκαν κιόλας στη στροφή του δρόμου.
Κι όπως ξεκινάς με πλατύ βήμα
τα παιδικά σου χρόνια
οι χαμένοι έρωτες
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε
η καρδιά σου που την ποδοπάτησαν 
ξεκινάνε κι αυτά πλάι σου - 
να πολεμήσουν
μαζί σου.

Τάσος Λειβαδίτης, Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα από τη συλλογή ποιημάτων Ο Άνθρωπος με το ταμπούρλο, Κέδρος 1979, 4η έκδοση

Chopin Nocturnes





Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Δε φοβόταν το θάνατο...εξόν τον πεθαμό...


   
     ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ ΤΟΥ '45. Έρμαιοι στα νύχια του χιονιού. Αυτό τους έκανε να βιαστούν. Μην κλειστούν και δεν προλάβουν να γυρίσουν.

       Ο λόχος τους, 2ος Λόχος του ΕΛΑΣ, του Ανεξάρτητου Τάγματος Φιλιατών, τον καιρό αυτόν είχε πάρει διαταγή να κάνει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον ημιονικό δρόμο Φιλιάτι - Μουργκάνα.

        Τα νέα τα' μαθαν στο δρόμο. Γύριζαν από πάνω τους εγγλέζικα αεροπλάνα και πετούσαν το κείμενο της συνθήκης. Η κυβέρνηση και οι Άγγλοι από τη μια κι ο ΕΑΜ- ΕΛΑΣ από την άλλη. Με λίγα λόγια. Ελασίτες, εαμίτες, επονίτες...όλοι υπόδικοι. Μπορεί και να παραπέμπονταν σε δίκες, με στρατιωτικό νόμο. Αν είχαν διαπράξει αδικήματα κατά ζωής και περιουσίας που δεν ήταν απαραίτητα για τον αγώνα. Πάγωσαν. Και ποιος θα έκρινε αν ήταν απαραίτητα ή όχι;....Και μέσα σε δέκα μέρες αποστρατεύονται. Και να παραδώσουν τον οπλισμό τους.

      Άρχισαν οι στρατιώτες να βρίζουν την ηγεσία του ΕΑΜ. Τον Σάντο τον έλεγαν "ξεσκολισμένο όργανο της Ιντέλιτζενς Σέρβις".

        Εφτά ώρες βάδιζαν, κι απ' αυτές οι τρεις νυχτερινή πορεία. Είχαν καταυλίσει σ' ένα ύψωμα όταν πήραν την καινούρια διαταγή. Να γυρίσουν πίσω. Είχε νυχτώσει, και κάτω από το σύνορο, όλο κάτω ίσαμε το ποτάμι, ψευτοσκεπάζονταν οι πλαγιές με χιόνι αραιό. Αλλά, έστω κι έτσι, ανάρια ανάρια όπως το' ριχνε , ήταν ειρήνη. Κι ήταν ειρήνη χωρίς συνθήκη. Πάλεψε η βροχή, τη νίκησαν το κρύο κι ο αέρας.

     Ο  ανθυπίλαρχος τους μάζεψε γύρω του και τους έδινε εντολές: α.Στην επιστροφή να τηρηθεί ο κανονισμός μέτρων ασφαλέιας για νυχτερινή πορεία. β. Να ειδοποιήσει ο διμοιρίτης τα προωθημένα φυλάκια να σταματήσεουν την επιτήρηση από τις θέσεις που κατείχαν στο Σέλωμα και ατο Μάρμαρο.
γ. Να φύγει ο σύνδεσμος και να ειδοποιήσει το συναγωνιστή που φύλαγε το χαράκωμα τους άλλους συναγωνιστές της οργάνωσης να τους αφήσει ελεύθερους να πάνε στα σπίτια τους.

     Στο τέλος έκαναν μια μικρή γιορτή. " Επιδείξεις αντάρτικης λαφυραγωγίας" την είπαν. Έδειξαν όλοι τα λάφυρά τους. Ο επιλοχίας έδειχνε ένα σκαλισμένο μπαστούνι αλπίνι.
     " Αυτό πρέπει να ' τανε του στρατηγού" , έλεγε.
    Ο ανθυπίλαρχος έδειχνε ένα ρολόι με φώσφορο γερμανικό, ο ανιχνευτής κιάλια Τσάις γερμανικά, ο " μπουρλοτιέρης" άλλαξε  μ' έναν άλλο τις μπότες τις σεβρό και πήρε ένα θερμός.

     Τελειώνοντας, ο ανθυπίλαρχος τους μίλησε για την τιμή και για τη δόξα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ . Και για του πολέμου το μάταιο παιχνίδι. Για το κόλπο το βρομερό που' χαν στο κεφάλι τους κάτι γουρούνια που πούλησαν ατσάλι πριν απ΄τον πόλεμο και με το χρυσάφι που κέρδισαν έφτιαξαν κι άλλο ατσάλι, για να συντρίψουν το ατσάλι που είχαν πουλήσει.

    " Κι εμείς; Όλοι εμείς; Τζάμπα πολεμούσαμε;" ρώτησε ο ολμιστής.
     " Πολεμούσαμε τους πολέμους..." απάντησε ο ανθυπίλαρχος.

  ....Κι ύστερα κάθισε απόμερα σ' ένα βραχάκι. Τυλίχτηκε με το χιτώνιο του. Χιόνιζε. Χιόνι και σκόνη τ' όραμα. Στο βάθος ο Γκόζιακας, κάτω το ποτάμι, κατάντικρυ η Λιντίσδα, αριστερά το σύνορο, παραπέρα η δημοσιά κι από κάτω το Κόνισμα. Κρατούσαν γερά τις προφυλακές...δυνατή λαβή...μάχη στήθος με στήθος , με τους ιππείς του μαζί.

      Την πρώτη μέρα, στις 28, ήταν η πρώτη διαταγή....Δε φοβόταν το θάνατο...εξόν τον πεθαμό...Από κάτι συνθηκολογήσεις κι άλλα τέτοια ειρηνικά... Κάτω στα πόδια του, στην πλαγιά, ησύχαζε το χωριό. Μες στη γαλήνη τη νυχτερινή. Τα ράδια όλη μέρα παίζαν τη συνθήκη. Κάποιοι ξενυχτούσαν...διέκρινε φωτάκια.

       Ένιωθε τα χέρια του παγωμένα. Αυτό το αλλόκοτο   πράγμα...ό,τι πάθαινε η ψυχή του το' νιωθε στα ακροδάχτυλά του.

      Κοιτάζει το ρολόι. Φωσφόριζε η ώρα...

      Περασμένες δέκα. Σκοτάδι πηχτό. Η Μάχη μάθαινε τη νύχτα από τις φωτοβολίδες. Απόψε τίποτα. Ούτε ράδιο βάζει. Από τότε που τρόμαζε με τη φωνή του Χίτλερ.

     Ανοίγει το ντουλάπι και τακτοποιεί τα μπουκαλάκια. Τα' χει βάλει όλα σε τούλινες θήκες, δεμένες με μετάξι. Το καθένα γεμάτο με βιολετιές κάψουλες, με μια κόκκινη γραμμή στην άκρη, παραγεμισμένες με ύπνο. Ανοίγει ένα μπουκαλάκι. Πίνει μια με μια γουλιά νερό. Πρέπει κι απόψε να πεθάνει λίγες ώρες για να ζήσει αιώνες.

      Ξαφνικά ακούγονται πυρά...πολλά πυρά. Αντηχούν το ένα μετά το άλλο. Ένα ήταν...δυνατό πολύ που το φύσηξε ο αγέρας και το' ριξε στην πλαγιά, κι η πλαγιά στην άλλη, κι η άλλη στην άλλη.

       " Κάποια ποριά βρήκε πάλι ο θάνατος απόψε..."

     Στο σοκάκι ακούγονται φωνές. Έχουν βγει όλοι έξω.

       " Αυτό ήταν γουρούνα...από βαρέο..."
     
    Η Μάχη άνοιξε το παράθυρο. Ψυχή. Μονάχα κάτι άσπρες πεταλούδες του χιονιού, μπαίναν μέσα, χόρευαν λιπόθυμες για λίγο κι ύστερα έλιωναν πάνω στα χέρια της...

     Το πρωί μάθαν. Ανθυπίλαρχος Φιλητός. Κατά κόσμον Μηνάς, από το Αγρίνιο. Κάτω απ΄το χιτώνιο του, αριστερά, βρήκαν το φύλλο της 
 Νεανικής Φλόγας.

Πάτησε , είπαν, από μοναχός του τον επικρουστήρα...(απόσπασμα)




Σταυρούλα  Δημητρίου, Η χώρα του κασσίτερου, Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2005

Η Σταυρούλα Δημητρίου γεννήθηκε στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας .










Για το βιβλίο :


H πρώτη πεζογραφική δουλειά της Σταυρούλας Δημητρίου, το βιβλίο «Η χώρα του κασσίτερου», αποτελεί ένα έργο οριακό και συνιστά το έπος ενός κόσμου αγέραστων ηρώων, δεμένου με τον χρόνο που μπορεί να διαψεύδει τις ανθρώπινες ελπίδες, ακτινοβολεί όμως από το φως της μνήμης, καθώς παράγεται από την ιστορική εξέλιξη και πραγματεύεται την ιστορία. Η κριτική, που αγκάλιασε με ενθουσιασμό το βιβλίο, μίλησε για πολυφωνικό ύμνο, για οδοιπορικό πάνω στις τύχες ενός κόσμου «που ανασκαλεύει με οδύνη τις ρίζες του δέντρου που λέγεται πατρίδα». Η ίδια η συγγραφέας, έχοντας ήδη δύο ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό της, παραδέχεται τη βιωματική της σύνδεση με το υλικό του βιβλίου, αναμνήσεις και παιδικά ακούσματα από τη γενέθλια γη της, τη «μνήμη των κυττάρων», αιτία ωστόσο της γραφής του έργου αυτού είναι η ποιητική θεώρηση.

Ενα χωριό που «έχει κάτι από θάνατο»

Η «Χώρα του κασσίτερου» μορφοποιεί μέσα στους ανώνυμους ήρωές της τις κοινωνικές δυνάμεις και τους ανταγωνισμούς της εποχής, σκιαγραφεί ψυχολογικά πορτρέτα, περιγράφει μύθους, γεγονότα, ακραίες συγκρούσεις αλλά και προλήψεις και συνήθειες που ξετυλίγονται προσεκτικά εντάσσοντας το τραγικό μέσα στο σύνολο και μεταμορφώνοντας την ιστορική πραγματικότητα σε μύθο. Η Δημητρίου, καίρια λυρική, έχει την αίσθηση της ιστορικής λεπτομέρειας. Ολα όσα συμβαίνουν εκτυλίσσονται με κέντρο τη Θεσπρωτία και ειδικότερα το Φιλιάτι, ένα χωριό της Μουργκάνας που «έχει κάτι από θάνατο». Πρόκειται για τη «Χώρα του κασσίτερου», όπως ονομάστηκε η περιοχή της Ηπείρου από τον Πυθέα. «Αλφός, αλβάτος», είναι ελληνικές λέξεις που σημαίνουν λευκός, η λέξη «αλφίνια» δηλώνει τη λευκότητα και η λέξη «αλβανούριον» το ξανθό. Οι Ηπειρώτες, που από την αρχαιότητα ασκούσαν το επάγγελμα του κασσιτερωτή, περιγράφονται με μαλλιά λευκόχροα.

Ο χρόνος τοποθετείται στις παραμονές του πολέμου του ’40 μέχρι και τον Εμφύλιο και μοιάζει με υπόγειο ποτάμι που ανεβαίνει στην επιφάνεια του εδάφους και συμπαρασύρει στο ρεύμα του Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, Ελληνες και Τσάμηδες, Εβραίους και γύφτους, ένα «τοπίο ωραίων ψυχών», η συνύπαρξη των οποίων οδήγησε αναπόφευκτα στον θάνατο της Ιστορίας: «Η Ιστορία βρέθηκε νεκρή. Γδυτή, γερμένη στο πλάι, με το κεφάλι συστραμμένο προς τα μέσα, σε κατάσταση εμβρύου». Η ιστορία όμως κάθε βιβλίου περιλαμβάνει σε σμίκρυνση την ιστορία της ευαισθησίας, όχι μόνο του συγγραφέα που το παρήγαγε αλλά και των ηρώων που επελέγησαν να το πλαισιώσουν. Οι ήρωες του βιβλίου, άνθρωποι που «πολεμούσαν τους πολέμους», «διαμελισμένοι» με ριζικό τους τον φόβο και τη φυγή, μιλούν και διασώζουν τη γλώσσα τους – η συγγραφέας δεν αποφεύγει τη ντοπιολαλιά, τους ιδιωματικούς τύπους, ανασταίνοντας έτσι μια γλώσσα πλασμένη από θορύβους και ήχους, όπου κυριαρχεί η πυκνότητα του λόγου και ανοίγει «το παράθυρο προς την ποίηση».

Ποιητική εξομολόγηση

Στηριγμένη στην έρευνά της, ιστορικά και διπλωματικά έγγραφα της εποχής, η Δημητρίου χρησιμοποιεί περισσότερο την ποιητική της ιδιότητα συνδέοντάς τη βιωματικά με την πραγματικότητα. Βιώματα και εμπειρίες επισσωρεύονται σε μια ποιητική εξομολόγηση, ένα χρονικό, μια ομολογία, μια διαμαρτυρία και «κατεβαίνουν στο βάθος των πραγμάτων, εκεί όπου δεν μπορεί να φτάσει η μεγαλομανής έπαρση του νου», όπως θα έλεγε η Νόρα Αναγνωστάκη. Το βιβλίο της Σταυρούλας Δημητρίου καλλιεργεί με συνέπεια τη βιωματική λογοτεχνική συνείδηση, η οποία πραγματοποιεί με αυθεντικότητα τους στόχους του λογοτεχνικού λόγου. Θα λέγαμε ότι ανήκει σ’ εκείνα που με ποιητική ευαισθησία και εντυπωσιακή διεισδυτικότητα υμνούν την «απρόσωπη ψυχή» και συνεχίζουν την παράδοση της λογοτεχνίας, στην οποία πρωταρχική θέση και κρίσιμο καταλύτη αποτελεί το βίωμα.

Νένα Ι. Κοκκινάκη

Το κείμενο της παρουσίασης  του βιβλίου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 24 Σεπτεμβρίου 2006

Τη φωτογραφία δανείστηκα από το φιλικό ιστολόγιο Ατραπός

Το φύλλο της Νεανικής Φλόγας από τα ΑΣΚΙ

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Fragrance

Μία ακόμη ταινία μικρού μήκους από το συνάδελφο Μπάμπη Κανδηλιώτη. Αυτή τη φορά από το 2ο Λύκειο Ηγουμενίτσας. Όλα εξαιρετικά: η φαντασία, η τεχνική, η εικόνα , η μουσική, το σενάριο, η σκηνοθεσία.

FRAGRANCE from CHARALAMPOS KANDILIOTIS on Vimeo.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Καθάριες βουνίσιες πνοές













"ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ"

        Κοντοστάθηκε στη διασταύρωση. Περίμενε το πράσινο φως. Η Ανθή ήταν κατάκοπη. Γυρνούσε από το γιατρό . Σήκωσε το κεφάλι. στήλωσε το αυτί. Και άνοιξε τα μάτια. Στο βάθος, το ψηλό κτίριο της Νομικής, πρόβαλε τον τετράγωνο όγκο του κεντημένο με τα νέα κορμιά, τα ζωηρά κεφάλια, τα χέρια ν' ανεμίζουν γύρω γύρω στο περβάζι της ταράτσας που έπιανε τα δυο πατώματα. Και πιο ψηλά, στο βάθος μια πυραμίδα ανθρώπινη, ένα μεγάλο τσαμπί σταφύλι που μυρμιγκιάζει. Κι ακόμα πιο ψηλά, ένας κορμός λεπτός ευκίνητος, ανεμίζει το μεγάλο χαρτί με τα πελώρια γράμματα: " ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ".

   " Πάλι", σκέφτεται, " πάλι τα παιδιά...". Πόσα χρόνια μέσα στη ζωή τους οι αγώνες για τη λευτεριά. Σίγουρα είναι και η Αλίκη "...σίγουρα είναι ανάμεσό τους" - ναι, μπορούσε να ψάξει στο σωρό, θέλησε να προχωρήσει, να πλησιάσει στο πεζοδρόμιο: " Απαγορεύεται", της απλώνει το χέρι να την μποδίσει, έχει διάθεση να το πει: " Είναι κι η κόρη μου εκεί...". Τι θα βγει σκέφτεται, τι θα νιώσει τούτος " ο υποταχτικός", ο αστυφύλακας, τι θα νιώσει από την περηφάνειά της: " είναι κι η κόρη μου εκεί..." " εκεί στις επάλξεις, όπως κάποτε κι εγώ, κι εμείς...ο πατέρας της κι εγώ...". Στα φοιτητικά τους χρόνια, στην Κατοχή, στο Δεκέμβρη, στην Αντεπανάσταση, στον εμφύλιο...

   Σταματάει, την πνίγει η συγκίνηση:

" ελευθερία"...

"έναν έχουμε αρχηγό
τον κυρίαρχο λαό..."

      Δεν πιστεύει στ' αυτιά της. Ίσαμε τώρα - έξη χρόνια κιόλας, καμιά παρόμοια κραυγή δεν τολμήθηκε...Όμως να, τώρα...έζησα...έζησα....ν' ακούσω τούτα τα λόγια, τούτες τις κραυγές, τούτες τις λέξεις  μέσα σ' αυτό το κλίμα: " Φτάνουν έξη χρόνια, δεν θα κάνεις άλλον πια!". Απίθανο...Στενάζει μ΄ευγνωμοσύνη: Επιτέλους , τίποτε δεν πάει χαμένο...Κι είχαμε φοβηθεί τη μέρα της 21 του Απρίλη πως οι δρόμοι της Αθήνας δεν θα ξανακούγανε τις κραυγές της οργής μας, πως τα πρόσωπα μας θα λησμονούσανε το πύρωμά της...

   Και να που την οργή την ακούει τώρα από τα χείλη των παιδιών, από το καθάριο μυαλό τους, από την αστραφτερή τίμια νεότητά τους:

" Δεν σε θέλει ο λαός"

    Έζησε να τ΄ακούσει...Και ν΄ακούσει και τούτο το τρομαχτικό: " Συμπαράσταση λαέ!". Μέσα στο άρρωστο , το κατάκοπο κορμί της νιώθει τον τρόμο της αδυναμίας. Τούτη η κραυγή την διαλύει: Πώς να συμπαρασταθείς με τούτο το τσακισμένο κορμί...Κι όμως. Κι όμως λίγο πιο ψηλά έναν δρόμο πιο πάνω , βλέπει κατάπληκτη και συγκινημένη έναν κατάλευκο γέρο να σηκώνει το μπαστούνι του σ' έναν αστυφύλακα, που δέρνει ένα νεαρό: " Ποιον χτυπάς, κανίβαλε; Κάτω τα χέρια, είναι τα παιδιά μας! Κάτω τα χέρια"

      Πιο κάτω στη στοά του Ορφέα οι αστυφύλακες - καμιά εικοσαριά, είχανε πέσει πάνω σ' έναν νέο και χτυπούσανε με όλη τους τη λύσσα. " Αίσχος!" τους φώναξε ο καταστηματάρχης, που μπροστά στο μαγαζί του δέρνανε το παιδί. " Αίσχος, αφήστε τον". Τον αφήκαν για να ορμήσουν πάνω στο μαγαζάτορα και στη νεαρή υπάλληλό του, που την τραυμάτισαν στο πρόσωπο. Ο καταστηματάρχης κρατήθηκε στο Τμήμα πέντε ώρες.

    Όπως σ' όλες τις γωνιές, στους γύρω δρόμους, έτσι και στο σπίτι της μπροστά η Ανθή βρήκε μια σύναξη νεαρών κοριτσιών. Η μια μόλις είχε φτάσει από την Πάτρα: " Απεργούμε κι εκεί, είμαστε δυο χιλιάδες περίπου φοιτητές. Και στα Γιάννενα και στη Θεσσαλονίκη, απεργούνε" , λέει το κορίτσι, κι είναι ξαναμμένα τα μάγουλα του. " Η Νομική είναι κλειστή λόγω επισκευών" έγραψε ο Πρύτανις πληροφορεί μια κοντούλα καστανή και γελάει.

    " Στο Χημείο διηγείται ένα λεπτό ξανθό κορίτσι, στη Σχολή μας των Φυσικομαθηματικών, ένας φοιτητής ανεβασμένος πάνω στην καρέκλα ρωτάει, ρωτάει τους συγκεντρωμένους δυο χιλιάδες περίπου φοιτητές: " είναι ανάμεσό  σας κανένας της ΕΚΟΦ;" (συνεργάτης της Κυβέρνησης). Κανένας δεν απαντάει: " Κι αν είναι κάποιος από σας, λέει , όποιοι είσαστε. όταν μας δέρνουν, θα τρώτε κι εσείς ξύλο...από μας φυσικά", συμπληρώνει.

- Τα θρανία της Νομικής γινήκαν ξύλα για την άμυνα μας, λέει μια ψηλή μελαχροινή κοπέλα.

   " Δόξα σοι , ο Θεός" ψιθυρίζει μέσα της η Ανθή, " μ΄αρέσει ο ρεαλισμός τους..." Ανεβαίνει στο διαμέρισμά της . Ξεντύνεται , ξαπλώνει. Είναι τσακισμένη από τη συγκίνηση. Και δεν της φεύγει από το νου ο Αλέξανδρος. Θυμάται πως στις είκοσι μία του Απρίλη, τη μέρα που έγινε το πραξικόπημα της είπε:

- Τη γενιά σας λυπάμαι, μάνα μου. Θα σβήσετε χωρίς να ιδείτε άσπρη μέρα πια! Όσο για μας τα βουτυρόπαιδα , θα καταλάβουμε ίσως κι εμείς, πόσα απίδια βάνει ο σάκος![...]

 [...] Είτανε φανερό πως τούτα τα περιστατικά της Νομικής Σχολής [...]κλονίσανε τη θέση της Χούντας. Είτανε η πρώτη ανοιχτή μαζική κατακραυγή , που την εκφράζανε αρκετά χαρακτηριστικά και  τα συνθήματα των νέων:

"Εναν έχουμε αρχηγό
τον κυρίαρχο λαό".

Είτανε από τις πρώτες κραυγές, που προετοιμάζανε το έπος του Πολυτεχνείου.(απόσπασμα)

Έφη Πανσελήνου, Καταχτημένη χώρα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978, 2η έκδοση

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Μαριάννα

   O συνάδελφος των Καλλιτεχνικών Μπάμπης Κανδηλιώτης που μοιράζεται τις ώρες του στο δικό μας σχολείο και στο 2ο Γυμνάσιο Ηγουμενίτσας , δημιούργησε μια ταινία μικρού  μήκους με τους μαθητές του τελευταίου σχολείου. Η ταινία έχει τον τίτλο "Μαριάννα" και συμμετέχει στο διαγωνισμό
" Ένας πλανήτης μια ευκαιρία" 2012 -2013.
    Εξαιρετική προσπάθεια και ελπιδοφόρα γιατί γίνεται από ένα  δημόσιο σχολείο παραμεθόριας επαρχιακής πόλης, της Ηγουμενίτσας και επιπλέον καθρεπτίζει με τον καλύτερο τρόπο τις προσπάθειες των εκπαιδευτικών να δώσουν μια διαφορετική προοπτική και να εμπνεύσουν δημιουργικά τους μαθητές τους μέσα σε συνθήκες συνεχούς υποβάθμισης και κρίσης του εκπαιδευτικού συστήματος.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ from CHARALAMPOS KANDILIOTIS on Vimeo.


Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Τραγουδάς το χιόνι...

Τραγουδάς το χιόνι από το σπίτι
μέσα στη ζεστή σου γειτονιά;
Να το τραγουδήσεις απ’ του αλήτη,
αν μπορείς την ξέσκεπη γωνιά.
Να το τραγουδήσεις με το χτίστη
στ’ ανεμοδαρμένο του γιαπί
με την εργατιά, γεμάτη πίστη 
που τους πάγους σπάει με το τσαπί.
Να το τραγουδήσεις ζευγολάτης
 της κρουσταλλιασμένης γης σποριάς
στα ψηλά γιδόστρατα αγωγιάτης,
που στο χιόνι τα ’θαψε ο βοριάς.
Να το τραγουδήσεις στο σοκάκι,
σαν εμένανε, όπως, μια βραδιά,
χιόνι από το τρύπιο μου σακάκι
γέμιζε την άδεια μου καρδιά.
                                                        
Κυριαζής Γ. Αθανάσιος (Αγρίνιο 1887- Αθήνα 1950)

Πηγή : e- poema

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Η θυσία


     Καθόταν κι οι τρεις γύρω στο γυμνό, ξύλινο τραπέζι, στο πίσω μέρος του μπακάλικου του Ανέστη που μετατρεπόταν σε κρασοπουλιό, τα βράδια βέβαια, όταν το φτωχικό αλεσβερίσι της μέρας σκόλναγε.

    Έξω, το χειμωνιάτικο ακσάμ έπεφτε στα Γιάννινα, γοργό, μελαγχολικό και παγωμένο. Οι απέραντοι μπαξέδες ερημώναν σκοτεινοί, τα παλαιϊκά σπίτια εφταμανταλωνόνταν, το χώμα των δρόμων έσφιγγε σκληρό και κρύο, κι η βραδυνή δροσιά σχεδίαζε πάνω του κρουσταλιασμένα, άσπρα αστεράκια. Τα φανάρια του πετρελαίου που άναβε γρήγορα ο ξεπαγιασμένος τούρκος, μεγάλωναν την ερημιά των σοκακιών. Οι Γιαννιώτες είχαν κι όλα κλείσει τα μαγαζιά τους, είχαν σφαλιστεί στα σπίτια τους,σκιαγμένοι ραγιάδες, β ι α σ τ ι κ ο ί ν' απολάψουν την φτωχική ψευδαίσθηση της σιγουριάς και της γαλήνης που έδιναν τα σπίτια τους, προπάντων αυτά τα παγωμένα , αξημέρωτα βράδυα του άγριου χειμώνα. 

   Καθόταν κι οι τρεις τους στο μισόφωτο, γύρω στο ξύλινο, γυμνό τραπέζι, έχοντας μπροστά τους γεμάτα τα ποτήρια, όπως κάθε βράδυ, αμίλητοι, κατσούφηδες, απελπισμένοι, σα να τους είχαν πνιγεί τα καράβια. Καθόταν τυλιγμένοι σα σε μανδύα, απ' το μελαγχολικό μισοσκόταδο , πίνοντας το ρακί τους, βουβοί, μισοπαγωμένοι και περίμεναν την απόλυτη , τη βαθειά, την τελειωτική νύχτα να πέσει πια, να τους λυτρώσει απ' αυτό το άχαρο , το μίζερο ακσάμ που τους έσφιγγε το λαιμό και τους στραγγάλιζε σα σκοινί κρεμάλας.

  Επί τέλους, όταν το τελευταίο αχνάρι φωτός έφυγε απ' την πλακόστρωτη αυλή και τα κυπαρίσια της μαυρολόγησαν στο νυχτωμένο, μισοσυγνεφιασμένο ουρανό, ο Ανέστης αποφάσισε ν' ανάψει τη λάμπα και σέρνοντας τα πατίκια του την έφερε και την απίθωσε στη μέση του τραπεζιού. Σε λίγο έφερε και το μαγκάλι που είχε ανάψει έξω στον αέρα που άρχισε να σούρνεται στην αυλή χαμηλός, ύπουλος και παγωμένος, προμηνύοντας χιόνι.

   Το μελιχρό φως της λάμπας, γλυκό, ωραίο, τους ζωογόνησε, φέρνοντας την ποθητή λύτρωση της νύχτας. Τα μάτια τους ανοιγόκλεισαν ευχαριστημένα. Έγλυψαν με τη γλώσσα τους το τσίπουρο που είχε μείνει στα χείλια τους και στα παχιά τους μουστάκια. Η ζέστα του μαγαζιού και το αλκοόλ άναψαν το αίμα τους που άρχισε να κυκλοφορεί ζεστό, ορμητικό στις φλέβες τους. Αναστέναξαν με ανακούφιση.

    Ο Ανέστης έκλεισε τα τεμπέκια του μαγαζιού. Στο απαλό ημίφως διακρίνονταν οι πραμάτειες, σκούπες, αρμαθιές σκόρδα, τσουβάλια με μπακαλιάρους και τζομπόχελα κι αλεύρη, κουτιά ξύλινα με ξηρά σύκα, ένας τενεκές κατράμι, μπουκάλες με ψιλό λαιμό, σκονισμένες, παραταγμένες στα ράφια τους χωρίς να θυμάται πια κανένας τι διάβολο είχαν μέσα...Μύριζε μπαχαρικό κι αρμύρα.

     Γνώριμο, ζεστό, φιλικό μαγαζί, όταν έξω τ' ανάλγητο κρύο σ' άρπαζε απ' τα άκρα και σε καταβρόχθιζε άπληστα, σαν ένα άγνωστο και συχαμένο σαρκοβόρο που γυρεύει την ψυχή σου. Όμορφο μαγαζί, φωτεινό, θερμό, κιβωτός του Νώε, στη βαθειά, χειμωνιάτικη νύχτα που πορευόταν τώρα στο χρόνο, γαλήνια με τη μόνωση και τη γοητεία της...

    Κατέβαζαν τις κούπες με το δυνατό τσίπουρο και μασούσαν το σκληρό, αρμυρό τζομπόχελο. Κάπου -κάπου πετάγαν και καμιά κουβέντα, κανέναν καλαμπούρι, γελούσαν...Και σιγά - σιγά , όσο πίναν, όσο η νύχτα προχωρούσε, κάτι φωτεινό, απερίγραφτα όμορφο, ένας ανοιξιάτικος καταράχτης άσπρων, χιονάτων νερών αναδυόταν απ' τα φλογισμένα τους σπλάχνα, απ' το καφτό τους αίμα, ένας απίθανος παράδεισος , μια μαγική Εδέμ. Ο άθλιος, τρομαγμένος ραγιάς χάθηκε από μέσα τους. Η καταπιεσμένη  ψυχή τους ορθώθηκε σα φλόγα, περήφανη, δυνατή , γενναία. Ξεχάστηκαν τα κρύα, θλιβερά σπίτια τους, το παγωμένο κρεβάτι που τους περίμενε η συμβία τους. Έφυγε - σαν η πάχνη  στο πρωινό φως - το πικρό μαράζι της σκλαβιάς.

    Και στην έξαψη τους αυτή, σα μια μουσική παθητική, που ερχόταν απ' τα χρόνια της όμορφης νειότης τους, σα μια παληά, αξέχαστη αγάπη, απέραντη, δυνατή και φωτεινή όπως η θάλασσα, η Λεφτεριά ήρθε και τους γέμισε τα μάτια δάκρυα. Και κυτώντας ο ένας τον άλλο, χαμογέλασαν με κατανόηση, ξέροντας τι ήταν αυτό που τους έφερνε κάθε βράδυ στο κρασοπουλιό του Ανέστη.
***
    Ο παπά - Κώστας, ο παπάς που κανένας φρόνιμος, θεοσεβούμενος Γιαννιώτης δεν είχε σε υπόληψη, αφού δε σεβόταν καθόλου το ιερό του σχήμα, δεν υπολόγιζε τη θέση του, την αποστολή του στα μαύρα χρόνια που περνούσαν, γυρνώντας εδώ κι εκεί , βρίζοντας, μπεκρουλιάζοντας σαν ο έσχατος χαμάλης της αγοράς, μίλησε με τη βροντερή του φωνή. Ήταν ένας πάπαρος, ένα σωστό βουνό, ξανθός με άγρια κι όμορφα μαζί βαθειά γαλάζια μέτια, σωστός " Φράγκος". Είπε:

- Κάνα νέο απόψε δάσκαλε;

   Αυτός που είπε δάσκαλο, ένας λιγνός, μεσόκαιρος με υπογένειο, βρώμικο κολάρο,λιγδωμένη βελάδα, που καθόταν ίσιος, συμαζεμένος στην καρέκλα του, προσπάθώντας να διατηρήσει την ανύπαρκτη αξιοπρέπειά του, κύταξε τον παπά με τα θολά του μάτια - μάτια μπεκρή, σκεπασμένα με πέτσα όπως των σκυλιών. Τον κύταξε πολύ, λες και τον έβλεπε για πρώτη φορά και του απάντησε διακοπτόμενος από λόξυγκα.

- Ευχάριστα νέα παπα-Κώστα, λίαν ευχάριστα. Η ελευθέρα Ελλάς προετοιμάζεται δια την απελευθέρωσιν της αδελφής της Ηπείρου, της μαρτυρούσης υπό τον βάρβαρον ζυγόν. Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος και ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα πραγματοποιήσουν ηνωμένοι το προαιώνιον όνειρον, το όνειρον της μεγάλης Ελλάδος. Ο Οθωμανός καταρέει. Πιστεύω ακραδάντως ότι και η Κωνσταντινούπολις ακόμη θα γίνει ιδική μας. Ως μοι είπεν ο πρόξενός μας...

- Κόφτο δάσκαλε, είπε απότομα ο παπάς. Όσο θέλει να δει εμένα ο Δεσπότης, άλλο τόσο θέλει ο πρόξενος να δει την αφεντιά σου. Μπεκροκανάτες σας ελόγου μας, δεν έχουν πέραση. Κίβδηλα γρόσια...

    Ο δάσκαλος  σήκωσε τους ώμους αδιάφορος, ρούφηξε μια γερή ρουφηξιά τσίπουρο και συνέχισε.

- Ως μοι είπε ο νεαρός γραμματεύς του προξενείου, παλαιός αγαπητός μου μαθητής, η Ελλάς προπαρασκευάζεται δια πόλεμον και ιερά συμαχία όλων των Χριστιανικών λαών κατά του αλλοπίστου σχεδιάζεται. Πλησιάζει η ώρα της απολυτρώσεως παπα-Κώστα, πλησιάζει. Έσο βέβαιος. Αρχίζει μάλιστα - εδώ ο δάσκαλος χαμήλωσε τη φωνή του - και οργάνωσις κομιτάτου. Το και σπουδαιότερον.

- Το ίδιο το τροπάρι μάς ψέλνεις  χρόνια τώρα  δάσκαλε, είπε χαμογελώντας ο τρίτος της παρέας. Το τσίπουρο σε κάνει να βλέπεις τα πράματα όπως σου αρέσουν...

    Ήταν ένας γύφτος, ασήμαντος άνθρωπος, χωμένος στα φτηνά ρούχα του που είχαν χάσει το χρώμα τους, ουδέτερα κι ανέκφραστα, με ψηλές κάλτσες γκολφ. Ήταν τροχιτζής και κουβαλούσε το τροχιστήρι στη ράχη του, μόνιμη καμπούρα και στις διχάλες των δακτύλων είχε περασμένα τα σουβλιά  του - έτσι έμεινε στη μνήμη των Γιαννιωτών. Το αλκοόλ όπου είχε βουλιάξει, τον έκανε να πάρει θάρος, να βγει απ' την ασημαντότητά του, όπως ο σάλιαρος απ΄το καβούκι του και να περάσει το όριο του σεβασμού που ο ίδιος είχε χαράξει απέντι στο δάσκαλο, που όσο κι αν τον είχε διαβρώσει το αλκοόλ ήταν σεβαστός, σοφός, - " καλό τυρί σε σκύλινο τομάρι", όπως έλεγαν οι φρόνιμοι νοικοκυραίοι των Γιαννίνων.

- Σκασμός γύφτε, είπε ο παπάς, που δεν ανεχόταν κανένα σύγνεφο στο μακάριο, γαλανό ουρανό που είχε ανοίξει μέσα του. Έχει σίγουρες πληροφορίες ο δάσκαλος. Ο γραμματικός του προξένου είναι στέρεος άνθρωπος, τον ξέρω κι εγώ. Μου φαίνεται πως σύντομα θ΄ακούσουμε καλά χαμπέρια. Ο Θεός βοηθός!

   Το χαμόγελο έφυγε από τα χείλια του γύφτου που ξαναγύρισε στη μηδαμινότητά του δίχως μνησικακία. Ρούφηξε για παρηγοριά το τσίπουρό του και τραγάνισε ένα σκληρό, μουσκεμένο στο λάδι , κομάτι τζοπόχέλο.

" Ό,τι είναι νάρθει, θάρθει..."

    Έξω ακούστηκε το σφύριγμα του ανέμου που αύξαινε και θροούσε στα δέντρα της αυλής. Ήταν χιονιάς.

    Μείναν για λίγο σιωπηλοί, ακούγοντάς τον. Τον αισθανόταν έντονα την ώρα αυτή, σαν κάτι ζωντανό, σα μια πνοή οικουμενική που τους ένωνε μ΄όλο το σύμπαν.

" Υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων", μουρμούρισε ο πάπαρος. " Εδώ θα φέρει χιόνι ο νότος, στη θάλασσα φουρτούνα..."

    Απολάμβανε τη ζεστασιά του μαγαζιού που μύριζε γλυκά, μπαχαρικά και κανέλα - " νήσος των τροπικών" όπως έλεγε ο δάσκαλος που πολλά χρόνια της νειότης του είχε δασκαλέψει στις ρωμέικες κοινότητες της Αφρικής. Αισθανόταν το αίμα να κοχλάζει ζεματιστό στις φλέβες του. Η δύναμη των μυώνων του τον τυρανούσε, ζητούσε να ξεσπάσει σε κάτι βίαιο, ορμητικό.

" Δεν ήσουν γενημένος για παπάς, παπα- Κώστα", είπε στον εαυτό του.
"Περισότερο για ληστής" άκουσε μια φωνή μέσα του.
" Ένας ληστής που θάκοβε μόνο κεφάλια τούρκων" απάντησε σιγανά ο ίδιος.

  Όπως συνείθιζε , προπάντων όταν ήταν πιωμένος, άρχισε το μονόλογο.

    Δυο χτυπήματα διακριτικά ακούστηκαν στην πόρτα, ύστερα βήματα που χάθηκαν στη νύχτα μαζί με το σύρσιμο σπάθας στο λιθόστρωτο.

- Ο πολιτσάνος, είπε ο Ανέστης, που παράμερα, ήταν βυθισμένος στο λήθαργο που τον είχε ρίξει η χαύνωση του ζεστού μαγαζιού. Ώρα να το δίνετε λεβέντες μου. Κι αύριο μέρα ξημερώνει. Κι εύχομαι νάναι ο τελευταίος χειμώνας που η τούρκικη σημαία ανεμίζει στο Μπαϊρακλή Τζαμί.

- Αμήν, είπε ο γύφτος, που πειθαρχικός είχε κι όλα σηκωθεί.

    Ο παπα- Κώστας ορθώθηκε με κόπο και το χαμηλοτάβανο μαγαζί φάνταξε μικρότερο. Κάτι γρύλισε και μπρος αυτός πίσω οι δυο του φίλοι, ήρθαν στην πόρτα που είχε μισανοίξει ο Ανέστης, περιμένοντας.

- Καληνύχτα ανέστιε Ανέστη, χαιρέτησε ο δάσκαλος που έκανε το καλαμπούρι του , αν και μεθυσμένος.

- Καλό ξημέρωμα...

Ο παπα-Κώστας κοντοστάθηκε για λίγο κι είπε:

- Και γρήγορα Λευτεριά ορέ!...

    Ο παγωμένος χιονιάς τους ξύρισε τα μούτρα. Αραιές νιφάδες χιονιού τους πασπάλισαν και κάθησαν στα μουστάκια και στα γένια τους. Ο γύφτος χώνεψε στα κουρέλια του, ο δάσκαλος σήκωσε το γιακά της βελάδας του.

   Ο παπα- Κώστας στεκόταν όρθιος, πελώριος, άτρωτος απ' το κρύο και το χιόνι, φλογισμένος, αγκουσεμένος.

     Ξαφνικά, μια σκιά ορθώθηκε μπροστά τους, γλυστρώντας αθόρυβη απ΄το σκοτάδι του σοκακιού. Ήταν ένας φτωχός ανθρωπάκος, περιφρονημένος, γιατί δούλευε στους τούρκους και μπαινόβγαινε ελεύθερα στα σπίτια τους.

     Στάθηκε μπροστά τους φωτισμένος απ΄το φως που έφτανε ξεψυχισμένο απ΄το μακρινό, θολό φανάρι, ταπεινός, ξεπαγιασμένος δυστυχισμένος.

    Η παρέα, που ετοιμαζόταν να διαλυθεί, τον κύταξε καχύποπτα.

- Παπά μου...

     Ο παπα- Κώστας συνοφρυώθηκε. Του ήρθε να τον αρπάξει τον ανθρωπάκο, να τον σκίσει στα δυο με τα φοβερά χέρια του, να ξεθυμάνει πάνω του την αγκούσα του.

- Τι είναι αντίχριστε;

- Παπά μου...

Ο φουκαράς κόμπιασε.

- Σκόλα το ορέ τουρκόσκυλε.

- Παπά μου οι τούρκοι θα σε σκοτώσουν! Είπε γρήγορα ο ανθρωπάκος.

     Η φοβερή φράση έμεινε μετέωρη, δε μπόρεσε να διαπέράσει το θολό πλέγμα του αλκοόλ που απομόνωνε τον παπα - Κώστα στη μακαριότητά του. Οι δυο άλλοι όμως, μ' όλο το βαρύ τους μεθύσι τα χρειάστηκαν.

- Λέγε , άνθρωπε μου, είπε ανήσυχος, σκιαγμένος ο δάσκαλος. Εξήγησέ μας τι πρόκειται να συμβεί.

     Ο παπα-Κώστας στεκόταν σιωπηλός, αδιάφορος, ολόμαυρος, πελώριος στη νύχτα, όπου πλήθαιναν οι νιφάδες του χιονιού στρώνοντας αθόρυβα στο λιθόστρωτο, το άσπρο σάβανό τους.

- Αύριο το πρωί, στον όρθρο, συμπλήρωσε ο ανθρωπάκος, βιασμένος να φύγει. Αύριο το πρωί, όταν ο παπα - Κώστας θα πάει στην εκκλησιά του. Θα τούχουνε καρτέρι. Από καιρό το σχεδιάζουνε αυτό οι Τουρκογιαννιώτες. Συμβούλια και διαβούλια με τα τζιμπούκια τους και τους ναργκιλέδες τους, πότε στο ένα σπίτι, πότε στο άλλο. Πήραμε λέει μεγάλη όφρυδα εμείς οι χριστιανοί. Ξεχάσαμε ότι είμαστε ραγιάδες. Καρτερούμε τη Λευτεριά. Τους άκουσα με τ' αυτιά μου...

- Ας έρθουν ορέ τα τσογλάνια, ξέσπασε ο παπα- Κώστας που πήρε φωτιά. Ας έρθουν να με βαρέσουν. Εδώ! Και χτύπησε με τις βαρειές γροθιές το φαρδύ του στέρνο που αντήχησε σα τύμπανο.[...]

     Ο παπάς συνέχισε το δρόμο του μονολογώντας. Ο θανάσιμος κίνδυνος - οι τούρκοι δεν έπαιζαν κι οι αποφάσεις τους ήταν αργές μα πάντοτε αμετάκλητες - δεν είχε ακόμη διεισδύσει στο πνεύμα του, το θολωμένο, το ναρκωμένο από το τσίπουρο. Η έξαψη του διαρκούσε καθώς χτυπιόταν στους τοίχους, μες το απόλυτο σκοτάδι των στενών λιθόστρωτων σοκακιών που οδηγούσαν στο Κάστρο. Τα χείλια του εκστόμιζαν βαρειές απειλές κι αισθανόταν - περισότερο από κάθε άλλη φορά - τον παράξενο , ζωώδη ερεθισμό που διακλαδιζόταν στο είναι του και ζητούσε ασίγαστος, ένα βίαιο , αιματηρό ξέσπασμα. Μα κανένας νυχτοφύλακας δε βρέθηκε στο δρόμο του και σε λίγο  ο παπάς αντίκρυσε το πελώριο Κάστρο  που εισχωρούσε βαθειά στη Λίμνη με τις επάλξεις του και τους πύργους του, πιο μαύρο κι άγριο απ΄τη χειμωνιάτικη νύχτα, με τα τείχη του μόινιμα υγρά - φοβερό σύμβολο της ανάλγητης προαιώνιας τυαρνίας, απάισιο σκιάχτρο, ίδιο στοιχιό, ικανό να πτοήσει και τη γεναιότερη ψυχή. Μα ο παπάς βρίζοντας κι απειλώντας πέρασε τη μεγάλη πύλη του όπου ένα φανάρι φώτιζε τις υγρές καμάρες της και το νερό έσταζε νύχτα - μέρα και χάθηκε στα θεοσκότεινα σοκάκια. Σε λίγο δρασκέλισε το κατώφλι του χαμηλού φτωχικού σπιτιού του[...]

Έξω , στην άκρα σιγή, το χιόνι αραιό, στροβιλιζόταν πάντα. Απόμακρα ακούστηκε στη νύχτα ένα σκυλί του παζάρμπαση που αλύχτησε...(απόσπασμα)

Κίμων Τζάλλας, Το κλείσιμο του κύκλου, "Η θυσία", Γιάννενα, Εκδόσεις περιοδικού Ενδοχώρα, 1965 . Το διήγημα είναι αναδημοσιευμένο στο ανθολόγιο " γυάλινα και μαλαματένια, Τα Γιάννενα στη νεοελληνική πεζογραφία (ανθολόγιο κειμένων 1898- 1997) . Εισαγωγή - Ανθολόγηση- Επιμέλεια : Χρήστος Δανιήλ και έχει εκδοθεί από το Ίδρυμα Κων/νου Κάτσαρη σε συνεργασία με τη Μητρόπολη Ιωαννίνων

Ο Κίμων Τζάλλας γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1918. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στη γενέτειρα του όπου και άσκησε το επάγγελμα του συμβολαιογράφου. Υπήρξε μέλος της συντακτική επιτροπής στα περιοδικά " Ηπειρωτικές Σελίδες" και " Ενδοχώρα" και συμμετείχε σε διάφορους πολιτιστικούς συλλόγους της περιοχής. Εξέδωσε τρία βιβλία με διηγήματα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας.
Πέθανε το 1986.
Έργα του: Η Επιθεση (1962), Το κλείσιμο του κύκλου(1965), Σκάκι(1976)
 


Η φωτογραφία δανεισμένη από το ιστολόγιο Ioannis Avgeris

Το Ωρολόγι του Κάστρου


     Στον πύργο πάνω από την κυρία Πύλη του Κάστρου υπήρχε ένα παμπάλαιο μεγάλο ωρολόγι "Βενετσιάνικο" τόλεγαν, που η σήμανση των ωρών ακούγονταν σ' όλα τα Γιάννινα. Ατυχώς το μηχανισμό των ωρών του τον αφαίρεσαν οι Ιταλοί κατά την πρώτη τρίμηνη κατοχή, που μας έκαναν στα Γιάννινα το 1917 με σκοπό να μη το ξανακουνήσουν πια από την πόλη μας. Έκτοτε, έμεινε μόνο, σαν θλιβερό λείψανο η " πλάκα" του ωρολογιού χωρίς δείκτες.

     Οι τροχοί του, όπως θυμάμαι, που σκαρφαλώναμε από περιέργεια με τα άλλα παιδιά, ως εκεί ψηλά, ήταν μεγάλοι κατάλληλοι για κάρρο!. Όταν σκαλίζονταν ο μηχανισμός του, όπως μας διηγούνταν, χτυπούσε ασταμάτητα για πολλήν ώρα. Μπορούσε να μετρήση 100, 200, 400...χτύπους. Απ' αυτήν την αιτία λέγουν ως τον καιρό μου για τους φλύαρους:  " άσ' τον αυτόν, είναι σαν η ώρα τ' Κάστρ'(ου)!

    Όμως είχε και την αστεία πλευρά , όπως άκουγα τους παληούς μαχαλιώτες μας. Επί Τουρκοκρατίας είχαν για συντηρητή έναν νιζάμη ( Ντζάμη) = κατά την λαϊκή έκφραση δηλ. "τακτικό" στρατιώτη ωρολογά.

    Όταν μεθούσε το σκαντάλιζε κι΄άρχιζε την ατέλειωτη "φλυαρία" του, όπως προαναφέραμε. Τον έπιαναν, τον τεχνίτη και..."φούντα μέσα" στη χαψανέ(φυλακή). Έβαζαν άλλο αντικαταστάτη, όμως αυτό τη δουλειά του. Εκείνο που ήξερε, ήξερε! Δεν μπορούσε να βρη τη βλάβη του κανένας...

   Τον έβγαζαν το Ντζάμη , όταν ξεμεθούσε από τη χάψη και το έσιαζε. Όμως στο πρώτο μεθύσι του το σκαντάλιζε και να πάλι χαψανέ...και πάλι...και πάλι τα ίδια!

    Οι Γιαννιώτες , Χριστιανοί και Τούρκοι το είχαν πια για γλέντι! Και ήταν να μη γελούν!...Έτσι από τότε έμεινε ο χαρακτηρισμός του φλύαρου, "σαν η ώρα τ' Κάστρ΄(ου)

Κώστα Φωτόπουλου, ΤΑ ΓΙΑΝΝΙΝΑ, Οι Μαχαλάδες τα σοκάκια και τα τοπωνύμιά τους με τις ιστορικές και λαογραφικές παραδόσεις και ανέκδοτα, Βιβλιοθήκη Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών , αριθμ.57, Αθήνα 1986

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

Η βάρκα


  O φίλος μου αφηγήθηκε:
    Όταν γυρίζω τα μάτια στα παιδικά μου χρόνια, αναθυμούμαι πάντα μιαν ακρογιαλιά, μια κάποιαν ήρεμη , ερημικήν ακρογιαλιά, όπου το κύμα έρχεται γλυκά να σβύσει φλοισβίζοντας στην αγκαλιά του άμμου.
  
     Δεν ξέρω...Εκεί δεν είναι η πατρίδα μου κι΄εκεί δεν έζησα τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου. Όμως η ακρογιαλιά γεμίζει με τη μουσική της την ξέμακρη ολάκερα τα παιδικά μου χρόνια. Και τώρα πια, ώριμος άντρας, αγαπώ συχνά, καθώς όλοι οι επίδοξοι γέροι, ν΄αναθυμούμαι τα πρώτα νιάτα μου. Και πάλι, να, στο μνημονικό μου ανατέλλει η ακροαγιαλιά.

     Είναι μια απαλή, απέραντη καμπύλη αμμουδιάς που ελαφρά κολπώνει η θάλασσα. Γύρω, πέρα, ερημιά. Στη μέση, πάνω σε κάτι δοκάρια στρογγυλά και μαύρα, μια μεγάλη , παλιά βάρκα, νεκρή. Την έχουνε τραβήξει στη στεριά κι΄εκεί σάπισε. Μισογερμένη , αφίνει να χάσκει τόνα της πλευρό ανοικτό. Της λείβονται σανίδια, κι΄ο σκελετός, καθώς ζώου νεκρού, γαντζώνει στον αέρα λαίμαργα τα λιπόσαρκα παΐδια. Είναι κόκκινη η βάρκα, παράδοξα κόκκινη στην κοιλιά, και ψηλότερα, ένα γαϊτάνι, μαύρη. Όμως η λαβωμένη τούτη πλευρά, η αιματοστάλαχτη, λες κάποτε πως ανασαίνει...
     Η ερημιά. Κ΄η νεκρή βάρκα , μονάχη της...

     Ερχόμουν μικρό παιδί ακόμα, και περιδιάβαζα στο έρημο ακρογιάλι. Τα καλοκαίρια, πάντα, κάποια θεία μου άκληρη, που είχε σπίτι και κτήμα αγροτικό πιο πέρα, μ΄έπαιρνε κοντά της δυο- τρεις μήνες να κάνω εξοχή. Υπόφερα από κάτι θέρμες ασυνήθιστες, που τις συνόδευαν νύχτες αγωνίας, γεμάτες οράματα. Λοιπόν στους μοναχικούς μου περιπάτους έστριβα συχνά το μικρόν κάβο, που λες και τερμάτιζε την κατοικημένη πλάση, και προχωρούσα στην έρημη αμμουδιά. Στην αρχή, θυμούμαι, άκουγα με τρόμο τα βήματα μου να τρίζουνε μοναχικά. Αργότερα συνήθισα. Με τις ημέρες, τις βδομάδες, τους μήνες , μια τρυφερότητα παράδοξη ξύπνησε μέσα μου, μυστικά, για το απλησίαστο τοπείο. Λιανοτρέμουλη μια αγάπη άρχισε ν΄αναθρώσκει μέσα από τη θράκα της τρομάρας κι΄ευλόγησε με το διακριτικό μύρο της την ψυχή μου. Έφτασε αδιόρατα μια μέρα που άρχισα να νιώθω δική μου την έρημη ακρογιαλιά, κι΄ένα βαθύτερο νόημα συγγένειας, κάτι σαν ευαίσθητη στοργή, μ' έδεσε γλυκά μαζί της.

     Πήγαινα έτσι όχι μονάχα από συνήθεια να την ιδώ, μα και σαν από καθήκον και συμπόνοια.


     Δεν ξέρω πια πότε είταν ακριβώς που, κάποια μέρα, κοντοζυγώνοντας στη βάρκα μου, είδα κάποιον άλλο να τριγυρίζει στην απάτητη περιοχή της. Ζύγωσα δισταχτικός, με δυσαρεστημένην απορία. Είταν ένα μικρό κορίτσι, πάνω - κάτω στα δικά μου χρόνια. Θαρρετά, αψήφιστα, περιεργαζότανε με τα μάτια το ιερό κουφάρι. Το κορίτσι είτανε ξυπόλυτο.

      Θαρώ τώρα πως, την πρώτη εκείνη φορά, δεν της μίλησα. Αργότερα, ύστερα από μέρες, πιάσαμε κουβέντα. Είχε αρχίσει νάρχεται στ΄ακρογιάλι μου συχνά. Μιλήσαμε , φυσικά, για τη βάρκα. Και, με το θάρρος της άγνοιας, την αυθάδεια του αμύητου, μου πρότεινε κάτι αφάνταστο : Να την καβαλλικέψουμε!

     Όποιος υποστηρίξει πως πρέπει να υπερασπίστηκα για πολύν καιρό τα ιερά μου, θα πει ότι ελάχιστα γνωρίζει τον άνθρωπο. Δε λέω, λιποψύχησα την πρώτη στιγμή. Όμως εκείνη, δεν είχε φανταστεί καθόλου, φαίνεται, το δισταγμό μου. Ακούμπησε στον ώμο μου και δοκίμασε ν΄ανέβει. Είτανε ψηλά. Μου πρότεινε λοιπόν να πλέξω τα δάχτυλά μου για να πατήσει στις χούφτες μου. Το έκανα. Είναι πολύ γλυκό. φίλε μου, το ναρκωτικό της προδοσίας. Στηρίχτηκε στον ώμο μου, πάτησε στις χούφτες μου ανάλαφρα κι΄ανέβηκε.

     Κι' εγώ....Εγώ ήμουν συγκινημένος.

      Ερχόμασταν συχνά στην πεθαμένη βάρκα, κι΄ανεβασμένοι πάνω, σύμφωνα μ' ένα πρακτικό σύστημα που είχαμε βρει για να το κατορθώνουμε, παίζαμε του κόσμου τα παιγνίδια. Καλούσαμε με τη φαντασία γύρω μας τη θάλασσα να φουσκώσει, ν' αγριέψει, και τα κύματα να μας ανασηκώνουνε στα μεσούρανα , κύματα βουνά. Στη φαντασμαγορική τούτη θύελλα ήμουν εγώ ο καπετάνιος. Μ' αυθάδεια σκαρφαλωμένος στην πλώρη, τα σκέλια τεντωμένα κι΄ανοιχτά, διέταζα το μοναδικό μου ναύτη. Κι΄ο ναύτης εκτελούσε, υπάκουος. Εγώ έβρισκα πάντα και τα θέματα του παιχνιδιού. Το βάθος άλλωστε είτανε στερεότυπο: " Φουρτούνα"! Κολακευόμουν να βλέπω τον εαυτό μου ήρωα, και μάλιστα να νιώθω πως  τον βλέπουν .

      Μια φορά μονάχα είπε το θέμα του παιχνιδιού κι΄εκείνη. Το καλοκαίρι ζύγωνε στα τέλη του και τώρα συχνά μας πρόφταινε το βράδι. Κάποτε, το φεγγάρι - είταν αυγουστιάτικο; - μας ξεγέλασε με το ζωηρό του φως που λες και συνέχιζε το σούρουπο . καθόμασταν αποσταμένοι από την "τρικυμία" στην πρύμνη. Κ΄η φιλενάδα είπε σιγανά:


     - Τώρα είναι γαλήνη...γαλήνη..., τα κύματα μας σπρώχνουμε γλυκά. Έπεσε και το λιγοστό αεράκι...Ταξιδεύουμε...Δες λοιπόν τι ώμορφα που είναι!..

       Κάτω από το σεληνόφως  άπλωνε το χεράκι της. Είναι καταπληχτικό, φίλε μου, πως κάποτε μια χειρονομία απλή μας ξεσκεπάζει την ωμορφιά του κόσμου. Λες και τα μάτια μας δεν προσμέναν παρά τούτο μονάχα για ν' ανοίξουνε στο φως.

       Η φωνή της είταν κουρασμένη κι΄αργή. Δεν ξέρω γιατί άρχισα ξάφνου να φοβάμαι.

    - Πάμε, πάμε...μουρμούρισα και σηκώθηκα.

     Δεν μ΄άκουγε. Είταν αφαιρεμένη.

      Της τράβηξα το φουστάνι δειλά, να τη συνεφέρω.

     Γύρισε και με κοίταξε. Το μάτι της είτανε μεγάλο και σκοτεινό. Μου φάνηκε αγνώριστο, ολάκερη μου φάνηκε αγνώριστη, σα να γύριζε από μακρυνό ταξείδι. Κι' η χώρα που είχε ιδεί αντικαθρέφτιζε ακόμα στα μάτια της τα οράματά της, οράματα δαιμονικά.


     Τα καλοκαίρια , δεν ξέρω πια για πόσα ακριβώς χρόνια , σμίγαμε εκεί. Ο πατέρας της είτανε ψαράς. Κάθονταν λίγο πιο κάτω από το δικό μας σπίτι. Το πρωινό, από τον κάβο, τον βλέπαμε με τη βάρκα του, πέρα στ' ασημένιο πέλαγος ν΄απλώνει υπομονετικά τα δίχτυα. Και γελούσαμε τότε που φαινότανε στην απόσταση έτσι μικροσκοπικός.

     Μου είναι αδύνατο να θυμηθώ τώρα τι ακριβώς λέγαμε. Όμως είμασταν φλύαροι, αφάνταστα φλύαροι. Και πάντα σκαρφαλώναμε στην ασάλευτη μέσα βάρκα. Στη φαντασία μας την πλάθαμε καράβι τρανό, βαρύτιμο, γεμάτο χρυσαφικά, ξόμπλια και στολίδια. Βασιλιάδες μας κατευόδωναν και πριγκηπέσσες μας προσμέναν. Νικητές πάντα στη θαλασσοταραχή, αρμενίζαμε τα βράδια μες σε λιμάνια ονειρευτά, απάνεμα, και γύρω, στο χρυσό ηλιοβασίλεμα που σιγόσβυνε, μαντήλια καλοδεχτικά μας χαιρετούσαν. Τα μάτια μας κρατούσαν ακόμα αστραφτερές αντιφεγγιές θριάμβου...Κι΄άλλοτε πάλι μας έπαιρνε , απολησμένους, ο ύπνος πάνω εκεί.


    ...Ποιος δεν ταξίδεψε στη ζωή του μια φορά με μια τέτοια βάρκα;

      Όλ΄αυτά γίνηκαν όταν ήμουν πολύ μικρός, έξη ή εφτά χρονών. Γιατί αργότερα έπαψα να πηγαίνω στην εξοχή εκείνη. Το τελευταίο καλοκαίρι, θυμάμαι, είχα αρχίσει ν' αποχτώ συναίσθηση της πραγματικότητας. Τέλειωνα το Δημοτικό και θάμπαινα στο Ελληνικό σχολείο. Αυτό σημείωνε στη ζωή μου κάποιον ξεχωριστό σταθμό. Ήμουνα φοβερά περήφανος. Και κάποιο βράδι που άκουσα τον πατέρα μου να λέει σ' επισκέπτες σοβαρά πως, σα μεγάλωνα, θα μ' έκανε δικηγόρο, με συνεπήρε τέτοια χαρά κι' αλαζωνεία που δεν έβλεπα τη στιγμή να ξημερώσει η άλλη μέρα για να πάω να το πω στη συντρόφισσα των παιχνιδιών μου.

      Είτανε τ' άλλο βράδι, εκεί, στην έρημη ακρογιαλιά. Βράδιαζε κ΄είχαμε αποαστάσει. Πάλι είχε γαληνέψει η θαλασσοταραχή κι' επλέαμε ήρεμα στα νερά του ονείρου. Η φιλενάδα μου ήταν αμίλητη.

     - Μίλα, της λέω...γιατί δε μιλάς;
     - Δεν ξέρω, αποκρίθηκε.
  
     Έβγαινε το φεγγάρι.

      - Δώσε μου το χέρι σου, να τραγουδήσουμε.
      - Να, μουρμούρισε.

    Το έπιασα. Είτανε παγωμένο.

     - Τι έχεις; ρώτησε ανήσυχος.

    Ο φλοίσβος έσβυνε στην ακρογιαλιά. Στα νερά, θρυμματισμένο, παιγνίδιζε το φεγγάρι.

      - Θα γίνεις δικηγόρος, θα γίνεις μεγάλος, είπε μέσα της.

      Περηφανεύτηκα.

     - Ναι..θα γίνω μεγάλος!

     Δεν είπε τίποτα. Μα σε λίγο σηκώθηκε. Μου φάνηκε πως είταν ακόμα νωρίς για να φύγουμε. Μισοστράφηκε κατά μένα και δίχως να με κοιτάξει:

      - Ξέρεις, είπε, ...ο πατέρας μου είναι ψαράς.

    Δεν ήρθε άλλο βράδι στην ακρογιαλιά. Κι' εγώ έφυγα.

    Περνούνε τα χρόνια. Οι μέρες αναβοσβύνουνε στερεότυπα και ξετυλίγονται τα χρόνια. Πέρασα λύπες και χαρές, είμαι ένας σωστός άνθρωπος.

     Όχι, όχι, δεν ξαναπήγα στην ακρογιαλιά. Ξέρεις κανένα που νάχει ξαναπάει;

    ....Όμως , πες μου, ποιος δεν ταξίδεψε στη ζωή του μια φορά με μια τέτοια βάρκα;

Άγγελου Δ. Τερζάκη, Του Έρωτα και του Θανάτου, Διηγήματα, "Αετός" Α.Ε. Αθήνα 1942