Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Μέλπω Αξιώτη, Γιατί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον Μπαλζάκ

Η Μέλπω Αξιώτη δεν μας άφησε κληρονομιά μόνο τα σπαρακτικά μυθιστορήματά της και τα μοναδικά ποιήματά της αλλά και διάφορα άρθρα με τα οποία έδωσε το πνεύμα της Αντίστασης στους κατακτητές και στιγμές του απελευθερωτικού αγώνα. Επιπλέον μέσα από αυτά τίμησε μορφές του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος , γυναίκες και άντρες. Δεν σταμάτησε όμως να γράφει ακόμη και όταν βρέθηκε εξόριστη στη Γαλλία και προσπαθούσε να ενημερώνει το γαλλικό λαό για τις συνθήκες στην Ελλάδα μετά την Απελευθέρωση.
Η Μέλπω Αξιώτη έφυγε από τη ζωή στις 22 Μαΐου 1973. Στη μνήμη της το ιστολόγιο μεταφέρει το άρθρό  της Γιατί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον Μπαλζάκ , που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Europe το καλοκαίρι του 1950, γραμμένο στα γαλλικά καθώς απευθυνόταν στο γαλλικό αναγνωστικό κοινό.

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΑΛΖΑΚ


Κι αφού στη φλόγα λιώσαμε
Κι όλοι μας σβήσαν οι καημοί,
Να, με τον ίδιο θάνατο,
Το θάνατο πατάμε.

Κ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
 ( Απόσπασμα από 
Το τελευταίο τραγούδι
 που ο ποιητής το έγραψε
 στις φυλακές της Αίγινας
 την παραμονή της εκτέλεσής του
 στις 6 του Μάη 1948)

Το περιοδικό Europe μάς ζητάει σήμερα ένα άρθρο για τον Μπαλζάκ.
Η Ελλάδα του 1950 δεν έχει αληθινά ούτε ένα διανοούμενο που να μπορεί να το γράψει.
Τους διανοούμενούς μας τους δολοφονούν, τους βασανίζουν, τους εξορίζουν, τους φυλακίζουν. Τους καλύτερους. Τους καταδικάζουν στη σιωπή, τους δένουν τα χέρια, τους φιμώνουν, είτε βρίσκονται στην Αθήνα είτε στην επαρχία. Κι αν υπάρχουν μερικοί που μπορούν ακόμα να συζητάνε φωναχτά γιατί δεν κινδυνεύουν, καθώς μένουν σε ξένο τόπο, αυτοί δεν έχουν πια παρά ένα μονάχα δικαίωμα: να σας μιλάνε για τους απόντες. Θα ήταν πολύ ντροπιαστικό γι' αυτούς αν έκαναν κάτι άλλο.
Και ο Μπαλζάκ, ο μεγάλος αυτός ρεαλιστής, ο πρωτουργός ίσως του ρεαλισμού στη λογοτεχνία, θα το είχε περίφημα καταλάβει, γιατί η ίδια η ουσία της τέχνης του Μπαλζάκ είναι να μιλάει γι' αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα. Και το να δίνεις την τιμητική θέση σ' εκείνους που αντί για πένα έχουν στα χέρια χειροπέδες, σημαίνει πως βρίσκεσαι στην καρδιά του κόσμου.
Δεν είμαστε εμείς που το θελήσαμε - το δεχόμαστε ωστόσο σαν μεγάλη τιμή - οι πιο κοντινοί μας γειτόνοι να μην είναι πια σήμερα οι άνθρωποι της απέναντι ταβερνούλας, οι απογοητευμένες ψυχές, αλλά οι σύντροφοί μας της Μακρόνησος. Αυτοί εκεί είναι η δική μας πραγματικότητα.
Θα θέλαμε αυτό να είναι η ελληνική άποψη στη συζήτηση για τον Μπαλζάκ.

Στις 12 του Οχτώβρη, μέρα της Απελευθέρωσής μας, δε βρισκόταν ακόμα στο έδαφός μας ούτ' ένας φαντάρος των αγγλοσαξόνων συμμάχων μας. Ξεμπάρκαραν μόλις τρεις μέρες αργότερα. Εμείς είχαμε κιόλας ξεφορτωθεί τους ναζήδες, χάρη στην ισχυρή πίεση  του σοβιετικού στρατού που κατέβαινε προς τα Βαλκάνια, χάρη στις μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ και χάρη στο μαζικό κίνημα του λαού μας στις πόλεις. Οι νεκροί μας σε τούτη την τετραετία έφτασαν το μισό εκατομμύριο. Σε αναλογία με τον πληθυσμό, αυτό θα σήμαινε, λογουχάρη για τη Γαλλία, τρία εκατομμύρια νεκρούς.
Η φοβερή αυτή αφαίμαξη και η ανάλογη ερήμωση του τόπου σ' όλους τους άλλους τομείς, μας άφηναν βέβαια καταματωμένους, πλούσιους όμως από πείρα και δυναμωμένους από καινούριους χυμούς. Ο ελληνικός λαός είχε κατορθώσει να κάνει τα μαύρα χρόνια της Κατοχής την πιο γόνιμη στιγμή της μακραίωνης ιστορίας του, να κάνει εκείνη την περίοδο μιαν ολόφωτη κορφή του αγώνα του για τη ζωή. Όνειρα, που είχαν μείνει μόνο όνειρα, αιώνες ολάκερους, γίνονταν τέλος λαχταριστή πραγματικότητα για το λαό.
Δε θα μιλήσω εδώ για όλους τους νόμους της προσωρινής μας κυβέρνησης που λειτούργησε περισσότερο από ένα χρόνο στις απελευθερωμένες περιοχές μας ( το νόμο για την αυτοδιοίκηση, το νόμο για τη λαϊκή δικαιοσύνη, για τα πολιτικά δικαιώματα της γυναίκας, για το μοίρασμα της γης στους αγρότες, για την προοδευτική και εντελώς δωρεάν εκπαίδευση), νόμους που είχαν μπει σ' εφαρμογή και είχαν αναζωογονήσει όλους τους τομείς της ιδιωτικής και εθνικής ζωής. Εδώ θα μιλήσω μόνο για τον πνευματικό τομέα και για τη νέα εκείνη γενιά που ξεπήδησε από τα ερείπια.

Εκείνο που θυμάμαι πρώτ' απ' όλα, είναι η δίψα μας. Ναι, διψούσαμε για τα πάντα: να μαθαίνουμε, να δίνουμε, να δημιουργούμε, ν' αφομοιώνουμε, ν' αλλάζουμε, να προχωράμε, να γεννάμε, ν' ανεβαίνουμε, να στοχαζόμαστε, να τραγουδάμε και να ζούμε.
Θυμάμαι την Καισαριανή, δοξασμένη συνοικία της Αθήνας, που είχε δώσει, μόνη αυτή, 49 κανονικές μάχες ενάντια στους κατακτητές. Θυμάμαι ότι βρέθηκα εκεί την επομένη κιόλας της Απελευθέρωσης. Θάβανε , εκείνη τη μέρα, τον τελευταίο νεκρό της περιοχής, ένα νεαρό ανθυπολοχαγό του ΕΛΑΣ. Χαράζανε ακόμα στο μάρμαρο τα ονόματα εκείνων που χάθηκαν. Μια μυρωδιά από αίμα αναδινόταν από το λάκκο, μπροστά στον τοίχο όπου οι Γερμανοί είχαν τουφεκίσει πάνω από δυό χιλιάδες πατριώτες. Και την ίδια εκείνη μέρα - σας τ' ορκίζομαι - βρήκα Καισαριανώτες σκυμμένους πάνω σ' ένα τραπέζι στα γραφεία του ΕΑΜ να καταστρώνουν τα σχέδια για το χτίσιμο μιας βιβλιοθ΄κης κι ενός τοπικού θεάτρου. " Δουλέψαμε καλά στην παρανομία" μου είπαν, " τώρα θέλουμε να' μαστε πάλι πρωτοπόροι στην ειρηνική ανοικοδόμηση". Αυτή ήταν η εικόνα του ελληνικού λαού τη μέρα της Απελευθέρωσης.
Γιατί το λαϊκό θέατρο, τις βιβλιοθήκες στις συνοικίες, στα προάστια και στα εργοστάσια, και το εκδοτικό " Τα Νέα Βιβλία" - εφάμιλλο των καλύτερων εκδοτικών οίκων της Ευρώπης - τα είχαμε, στην ουσία δημιουργήσει στη διάρκεια της Κατοχής, και, εξάλλου ο λαός είχε μάθει να διαβάζει; το περιεχόμενο είχε αλλάξει,η γλώσσα είχε αλλάξει, ό,τι μπορούσε να τον ενδιαφέρει, το έβρισκε κιόλας στον Τύπο και στη νέα μας λογοτεχνία. Η καθαρεύουσα που μας είχε πάντοτε επιβληθεί - γλώσσα νεκρή και φτιαχτή - καταργήθηκε και η δημοτική, που χρησιμοποιείται τώρα μέχρι και στα επίσημα γραφτά, έλυσε επιτέλους ένα από τα πιο σοβαρά ελληνικά προβλήματα. " Ας βιαστούμε να μάθουμε να γράφουμε στη δημοτική" έλεγε σε μια συγκέντρωση, προς το τέλος της Κατοχής, ένας αντιδραστικός διανοούμενος, " η εφημερίδα του ΚΚΕ που θα εκδίδεται αύριο στη νομιμότητα θα μας κάνει να κοκκινίζουμε από ντροπή". Κι αυτό συνέβη πραγματικά.
Κατείχαμε, προπολεμικά, το θλιβερό ρεκόρ του αναλφαβητισμού στην Ευρώπη. Τα επιτυχημένα βιβλία δεν κυκλοφορούσαν σε περισσότερα από χίλια αντίτυπα το χρόνο. Νιώθω περήφανη όταν σκέφτομαι πως το βιβλίο μου Απάντηση σε 5 ερωτήματα - το πρώτο βιβλίο μας που εκδόθηκε μετά την Απελευθέρωση - είχε κυκλοφορία έξι χιλιάδες αντίτυπα σε 13 μέρες, έντεκα χιλιάδες σ' ένα μήνα.
Θυμάμαι τις συγκεντρώσεις όπου οι σύντροφοί μας της ΕΠΟΝ γύρευαν αχόρταγα να μάθουν τα πιο παλιά λογοτεχνικά μυστικά, όπου ναυτικοί κι εργάτες μάς έφερναν τα γραφτά τους, που συχνά ήταν μικρά αριστουργήματα. Θυμάμαι ένα βραβείο λογοτεχνίας που το ΕΑΜ είχε ορίσει το 1946 για το καλύτερο βιβλίο της Αντίστασης. Το κέρδισε ένας νεαρότατος εργάτης που έγραφε για πρώτη φορά, ο Σωτήρης Πατατζής. Σκέφτομαι όλους εκείνους που θα μπορούσαν να γίνουν μεγάλοι συγγραφείς, αν τους είχαν απλώς αφήσει να ζήσουν...Για την Ελλάδα η εποχή εκείνη ήταν όλη "αστραπόβροντα".
Θυμάμαι τον Ζαχαριάδη, τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ, που γύρισε από το στρατόπεδο του Νταχάου, το 1945, ύστερα από δεκάχρονη αιχμαλωσία. Μια μέρα θέλησε να συναντηθεί με τους διανοούμενους. Νιώθαμε κάπως στενάχωρα, όρθιοι, γύρω του, ύστερα από τις πρώτες συστάσεις. Τότε κάποιος από μας ρώτησε αν μπορούσε να θέσει μιαν ερώτηση. Ο Ζαχαριάδης χαμογέλασε, με το ανοιχτόκαρδο χαμόγελό του, και μας είπε: " Μπορείτε να ρωτήσετε ό,τι θέλετε, σύντροφοι αλλά μη με μπερδεύετε με θέματα σαν του σουρεαλισμού, και δεν ξέρω τι άλλο, γιατί δεν τα έχω μελετήσει ακόμα. Αυτό που ξέρω, είναι πριν απ' όλα ότι πρέπει να δημιουργείτε. Κι έχετε τόσα να πείτε! Δεν ήσασταν παρά μια χούφτα όταν σας άφησα πριν από δέκα χρόνια, και τώρα είστε τόσο πολλοί!" Πράγματι, ο δυνατός αγέρας που είχε φυσήξει πάνω στη χώρα, έφερε στο στρατόπεδο της προόδου την πλειονότητα των διανοουμένων. Ακόμα κι οι πιο ταλαντευόμενοι ένιωθαν ντροπή που σέρνονταν πίσω.
Και σας βεβαιώνω πως ο Ζαχαριάδης, αργότερα, δεν έδειξε καμιάν επιείκια απέναντί μας. Ανακατευόταν - συγνώμη για τη λέξη - κι αυτός σ' όλα τα προβλήματα που αφορούσαν τους "εργάτες της πένας". Έπρεπε να κάνουμε όλο και περισσότερα. Ποτέ δεν ήταν αρκετά. Ποτέ δεν ήταν όσο έπρεπε καλά. Κάπου έλειπε ένα περιοδικό· κι εμείς στρωνόμασταν να βγάλουμε το περιοδικό. Κάπου αλλού, η κριτική δεν ήταν στο ύψος της αποστολής της· και οι πιο αρμόδιοι ρίχνονταν στη δουλειά με τα μούτρα για να τη βελτιώσουν. Του παρουσιάζαμε τον κατάλογο των βιβλίων μας που είχαν εκδοθεί και τον κατάλογο των ανέκδοτων χειρογράφων μας. " Σύντροφοι, μας έλεγε, καθυστερείτε σε σχέση με τη μεγάλη εξέλιξη του λαού μας. Οι εργάτες μας κάνουν περισσότερα από σας. Φιλοτιμηθείτε να τους εκπροσωπήσετε επάξια".
Ήταν ετούτη μια εποχή όπου, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ο λαός των απόμακρων συνοικιών, των ρημαγμένων προαστίων και των θλιμμένων επαρχιών, άρχισε μια πορεία για να κατακτήσει όλες τις σφαίρες της ζωής. Και οι Έλληνες διανοούμενοι, σαν τον Ανταίο, που έπαιρνε δύναμη από τη γη, αντλούσαν την έξαρσή τους από τούτο το λαό.
Να είναι άραγε τόσο μακρινή η εποχή; Να έχει άραγε ξεσπάσει στο μεταξύ κάποιος κατακλυσμός;
Αχ! φίλοι μου μόλις τρία χρόνια έχουν περάσει από τότε. Τρία χρόνια που θα μας χωρίσουν, φίλοι μου, απ' όλους τους κατοίκους της Γης. Χώρισαν τη μάνα από το παιδί της, άρπαξαν τον άντρα απ' τη γυναίκα του, σβήσαν τη νιότη από τα πρόσωπα, στέρησαν τους νεκρούς από τον τάφο τους, κι η ίδια η ανάσα της ζωής στάθηκε στο λαιμό μας. Ο αμερικανισμός, φίλοι μου, είχε περάσει πάνω απ' την Ελλάδα.
Μας τουφέκισαν μέσα στα θέατρά μας, λεηλάτησαν τις βιβλιοθήκες μας, απαγόρεψαν τα περιοδικά μας, κάψανε τα βιβλία μας, αλλάξανε και πάλι τη γλώσσα μας, σβήσανε το φως, κι οι άνθρωποι αναγκαστήκανε σαν πρόσφατοι τυφλοί να βαδίζουν ψηλαφητά στο σκοτάδι. Να βαδίζουν ψηλαφώντας για να ξαναβρούν τους συγγενείς, για να βρουν τους φίλους. Μα οι φίλοι μας, χάθηκαν.
"Η θάλασσα, μου το πήρε το παιδί μου" - είναι η ποιητική φράση αυτού του ναυτικού λαού. Σήημερα όμως δεν είναι πια η θάλασσα: στη γλώσσα που διάλεξε ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός, αυτό ονομάζεται: " Αμερικάνικη βοήθεια" - "Δόγμα Τρούμαν" - " Σχέδιο Μάρσαλ " - " Ατλαντικό σύμφωνο".
Τούτο το " δόγμα Τρούμαν" ξόδεψε σε τρία χρόνια πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια για την οργάνωση του εμφύλιου πολέμου στην Ελλάδα. Και να ποιο ήταν το αποτέλεσμα  στα τρία χρόνια:
- 140.000 φαντάροι του κυβερνητικού στρατού νεκροί και τραυματίες.
- 400.000 ορφανεμένα παιδιά.
- 700.000 άτομα που τα στηρίγματά τους βρίσκονται ακόμα υπό τα όπλα.
- 1.000.000 πρόσφυγες που σέρνονται πεινασμένοι και κουρελήδες.
- 7.000 καμένα χωριά
- 25.000 κατοικίες ρημαγμένες.
- 105.000 κατοικίες μισορημαγμάνες.
- Πάνω από 3.000 πατριώτες δολοφονημένοι.
- Πάνω από 1.500 πατριώτες εκτελεσμένοι γιατί πήραν μέρος στην Αντίσταση κατά των ναζήδων κατακτητών.
- Πάνω από 10.000 βασανιζόμενοι στις φυλακές και τα στρατόπεδα.
- 70.000 πατριώτες βρίσκονται σήμερα στις φυλακές  και στις εξορίες.
- 20.000 πατριώτες βρίσκονται σήμερα στο στρατόπεδο της Μακρόνησος.
Και οι διανοούμενοί μας, τι έγιναν μέσα σε τούτη την κόλαση;
Σε μιαν έρευνα που δημοσίεψε η εφημερίδα του σοσιαλιστικού κόμματος Μάχη τον Μάρτη του 1950 διαβάζουμε ότι στο νησί αυτό των δακρύων και του αίματος - στη Μακρόνησο - μέσα σε απόμακρες χαράδρες, κάτω από αντίσκηνα, σε καινούριες γωνιές απομονωμένες, που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα, βρίσκονται στοιβαγμένοι, ξαπλωμένοι κατάχαμα, τυφλοί, τρελοί, πληγωμένοι, παραλυτικοί. Στο 7ο Τάγμα μια στρατιά ολάκερη από επιστήμονες υποβάλλονται σε βασανιστήρια: 70 δικηγόροι, 18 γεωπόνοι, 15 γιατροί, 48 καθηγητές, 100 δημοδιδάσκαλοι, 400 άλλοι επιστήμονες και διανοούμενοι. Ανάμεσά τους πολλοί έχουν περάσει τα 60. Ο απολογισμός ενός μόνο δεκαπενθήμερου - από τις 10 ως τις 25 Οχτώβρη 1949 - έδωσε τα ακόλουθα αποτελέσματα για τους 2.700 κρατούμενους στο περίφημο "Συρματόπλεγμα": 6 νεκροί, 67 που χάσανε τα λογικά τους, 50 σοβαρά τραυματισμένοι, 400 ελαφρότερα τραυματισμένοι. Στον " κλωβό του Άι - Γιώργη" βρίσκονται 150 διανοούμενοι. Οι περισσότεροί τους είναι φυματικοί, άλλοι έχουν σπασμένα τα πόδια, τα μπράτσα και τα πλευρά, άλλοι είναι με όγκους στον εγκέφαλο εξ αιτίας των βασανιστηρίων.
Σύμφωνα με τα σχέδια του διεθνούς ιμπεριαλισμού, που δημιούργησε στην Ελλάδα τούτο το νέο Νταχάου, δόθηκε μια εντελώς ιδιαίτερη προσοχή στην καταρράκωση του ηθικού των διανοουμένων. Το παράδειγμα γνωστών συγγραφέων, επιστημόνων και καλλιτεχνών που θα εξαναγκάζονταν κάτω από το άγριο ξυλοκόπημα και τους απίστευτους εξευτελισμούς να υπογράψουν την περίφημη "δήλωση" αποκήρυξης των ιδεολογικών και πολιτικών τους πεποιθήσεων, το παράδειγμα τούτο θα είχε δώσει τροφή στην επίσημη προπαγάνδα που απευθυνόταν στους ξένους δημοσιογράφους και στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Ε λοιπόν, οι εγκληματικές αυτές ελπίδες εκμηδενίστηκαν. Και σε τούτο τον αρχαίο τόπο, με το τόσο έντονο φως, σε τούτο το γρανιτένιο έδαφος που οι πηγές του ζωής δεν στέρεψαν ύστερα από πέντε χιλιάδες χρόνια ιστορίας, σε τούτο τον απομονωμένο και έρημο βράχο της Μακρόνησος, όμοιοι με σύγχρονους Προμηθείς που δε λυγάνε, νά τοι οι διανοούμενοί μας:
- Γιάννης ΡΙΤΣΟΣ, ποιητής. Φυματικός, μένει μαζί με εβδομήντα άλλους αιμοπτυσικούς κάτω από ένα αντίσκηνο χειμώνα - καλοκαίρι.
- Μενέλαος ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ, μυθιστοριογράφος. Ανάπηρος εκ γενετής, ξυλοκοπήθηκε και βασανίστηκε από την 1η ως τις 7 του Δεκέμβρη 1949. Η γυναίκα και η εξάχρονη κόρη του έχουν επίσης εξοριστεί.
- Τάσος ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, ποιητής. Βασανίστηκε από την 1η ως τις 7 του Δεκέμβρη 1949.
- Λουκάς ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ, συγγραφέας και δημοσιογράφος, ηλικίας 55 χρονών.
- Θέμος ΚΟΡΝΑΡΟΣ, ιστορικός και συγγραφέας. Κρατούμενος των Γερμανών στο φοβερό στρατόπεδο του Χαϊδαριού, συγγραφέας ενός βιβλίου - μαρτυρίας γι' αυτό το στρατόπεδο, που έχει γίνει ήδη κλασικό.
- ΚΑΡΟΥΣΟΣ, ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου όπου έπαιξε  επί πολλά χρόνια πρώτους ρόλους. Έχει προσβληθεί από οξεία νευρασθένεια εξαιτίας της κακομεταχείρισης που είχε στη Μακρόνησο.
- Μάνος ΚΑΤΡΑΚΗΣ, ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου. Πάσχει από έλκος του στομάχου και κήλη. Βασανίστηκε φρικτά σε μια χαράδρα τη νύχτα της 6 προς την 7 του Δεκέμβρη 1949.
-Γιώργος ΓΙΟΛΑΣΗΣ, δραματικός ηθοποιός. Βασανίστηκε από την 1η ως τις 7 του Δεκέμβρη 1949
- Κώστας ΜΠΑΛΑΔΙΝΙΑΣ, ηθοποιός. Προσβλήθηκε από έλκος των εντέρων· στερείται από κάθε ιατρική περίθαλψη.
- Φοίβος ΑΝΩΓΙΑΝΝΑΚΗΣ, συνθέτης και μουσικός κριτικός. Πάσχει από φυματιώδη σκωληκοειδίτιδα.
- Γιάννης ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ, πρώην καθηγητής στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, απ' όπου απολύθηκε γιατί πήρε μέρος στην Αντίσταση. Είναι 60 ετών. Η σύζυγός του, Ρόζα, έχει κι αυτή εκτοπιστεί στη Μακρόνησο.
- Κώστας ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ, καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Τον βασάνισαν, του έσπασαν το μπράτσο. Ο αρχιβασανιστής της Μακρονήσου Μπαϊρακτάρης, μην κατορθώνοντας να του αποσπάσει τίποτε με τη βία, έχασε την υπομονή του και τον απείλησε με τα χειρότερα βασανιστήρια και με θάνατο. Ο Δεσποτόπουλος τον αποσβόλωσε με τούτη την απλή απάντηση: " Είμαι φιλόσοφος. Δεν ξέρετε πως κάθε φιλοσοφία είναι μια μακριά προετοιμασία για το θάνατο;"
- Δημήτρης ΦΩΤΙΑΔΗΣ, πεζογράφος, μεταφραστής του Πλάτωνα και του Δημοσθένη, θεατρικός συγγραφέας, ιδρυτής και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα. Εξαντλημένος από τα βασανιστήρια, μένει μαζί με 250 αρρώστους. Προσπάθησαν να του αποσπάσουν μια "δήλωση". Του είπαν: " Υπόγραψε μόνο τούτο: Είμαι Έλληνας. Αυτό είναι όλο που σου ζητάμε". Ο Φωτιάδης απάντησε περήφανα: " Όλο το έργο μου μαρτυράει για την ελληνικότητά μου. Για ποιο λόγο να το δηλώσω; Όταν ήρθατε να με συλλάβετε, έγραφα ένα θεατρικό έργο για την έξοδο του Μεσολογγίου. Γνωρίζετε τίποτε πιο ελληνικό και εθνικό από τούτη την έξοδο του Μεσολογγίου;"
- Κι ανάμεσα στις 675 γυναίκες που μεταφέρθηκαν τελευταία στο Μακρονήσι από άλλα στρατόπεδα, είναι η νεαρή ηθοποιός Αλέκα ΠΑΪΖΗ, η Λίζα ΚΟΤΤΟΥ, ερευνήτρια των αρχείων, η Καίτη ΚΡΙΤΣΙΚΗ, που ο γιατρός σύζυγός της γλίτωσε με δυσκολία, πριν από λίγους μήνες, από την καταδίκη σε θάνατο, και η γνωστή παιδαγωγός Ρόζα ΙΜΒΡΙΩΤΗ, σύζυγος του επίσης εκτοπισμένου στη Μακρόνησο καθηγητή, αν και ηλικίας πάνω από πενήντα χρόνων, βασανίστηκε δυό ολάκερα χρόνια στις φυλακές του Τρίκερι και της Λάρισας. ( Ντοκουμέντα που μας ήρθαν παράνομα από την Αθήνα).
Εγώ η ίδια έχω έναν πολύ στενό φίλο δικηγόρο, που πέρασε κι αυτός από τη Μακρόνησο. Του είχα στείλει για ενθύμιο από τη Γαλλία μερικά βιβλία με γκραβούρες. Ύστερα από τέσσερις μήνες βασανιστήρια σ' αυτό το στρατόπεδο, κρίθηκε τρελός και αφέθηκε ελεύθερος, γιατί θεωρήθηκε άχρηστος πια. Μόλις μπόρεσε να κρατήσει την πένα στο χέρι, σε κάποιες στιγμές πνευματικής διαύγειας, μου έγραψε τούτα τα απλά λόγια: " Σ' ευχαριστώ πολύ για τα βιβλία. Τη στιγμή όμως που μου τα' χες στείλει δεν ήταν βιβλία που επιθυμούσα, μα "νερό"!".
Ναι θυμάμαι καλά τη μεγάλη μας δίψα κατά την Απελευθέρωση, τη δίψα μας για μάθηση, για δημιουργία, για στόχαση. Το 1950, υπάρχουν άνθρωποι στην Ελλάδα που δε λαχταρούν παρά νερό! γιατί το στερήθηκαν!
Ευχαριστούμε το περιοδικό Europe που μας έδωσε την ευκαιρία να εκθέσουμε εδώ την ελληνική άποψη στη συζήτηση για τον Μπαλζάκ.
Και προσμένουμε τη μέρα όπου οι έλληνες διανοούμενοι, οι δοξασμένοι μας σύντροφοι, θα βγουν από τις χαράδρες του θανάτου, θα πετάξουν τις χειροπέδες από τα χέρια τους και θα πιάσουν πάλι την πένα μέσα στον απέραντο στίβο της ζωής. Αυτής της ίδιας της ζωής που για την αξιοπρέπεια της θυσίασαν τα πάντα: το σώμα τους και το μυαλό τους.
                                                                          Μετάφραση: Γιάννης Κρητικός
Περιοδικό Europe, 28ο έτος, τεύχη 55 -56, Ιούλιος - Αύγουστος 1950

Από τον ΣΤ' τόμο των Απάντων της Μέλπως Αξιώτη με τίτλο Μια καταγραφή στην περιοχή της λογοτεχνίας και άλλα κείμενα, Κέδρος, Αθήνα 1983. Επιμέλεια: Μάρω Δούκα - Βασίλης Λαμπρόπουλος