Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέλπω Αξιώτη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέλπω Αξιώτη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2020

...ήτανε γραμμένο πάνω στα θεμέλια του " ούτε σένα ούτε μένα ούτε κανενού ποτέ"


...Ήτανε, λέει, μια φορά στη Ρουβέρα ένα σπίτι
κι απόμεινε τότε ακυβέρνητο, θέριεψε ο μαύρος γάτης,
φουντώσανε ολούθε οι τρίχες του, τις έσερνε
σαν εγκαταλειμένο ακλάδευτο φτωχού ιδιοχτήτη περιβόλι,
και τα πράσινα μάτια του πέταξαν κόκκινες σουβλερές φωτιές..
Κάτω στα μυστικά θεμέλια του περνούσανε αδιάκοπα τα καλοκαίρια
και οι χειμώνες, κι ο χρόνος ο ερχόμενος σκουντώντας παραμέριζε
πολύ κανονικά τον άλλο, αλλά 
ήτανε γραμμένο πάνω στα θεμέλια του " ούτε σένα ούτε μένα ούτε κανενού ποτέ"
και το σπίτι εσυνεργάστηκε πάντα στενά με τα θεμέλια.
Άνοιγε ο αγέρας τώρα τα παράθυρα, όλοι οι αγέρηδες, 
οπούθε αν ερχόνταν, πετούσανε ψηλά οι κουρτίνες,
ανοίγαν τα συρτάρια απότομα από ξαιτίας κείνους τους αγέρηδες,
πηδούσαν τα χαρτιά από τα συρτάρια,
φεύγανε ως και τα γραφόμενα απάνω απ' τα χαρτιά, 
μαδήσανε οι ανθρώποι του ωσάν τσίχλες,
σκούριασαν πού και πού οι βιδίτσες τους,
στραβώσαν τα λειψά τους ποδαράκια,
μετατοπίζονταν τα μόμπιλα από μόνα τους από τη μια γωνιά στην άλλη,
το κάθετι έκανε το κέφι του
και τέλος ήταν τώρα το σπίτι αντίκρυ αν το' βλεπες ωσάν σημαία,
που εκυμάτιζε στα κουτουρού απροστάτευτη
δίχως κανένα το ελάχιστο πατριωτικό σκοπό, και χέρι 
ανθρωπινό δε βρίσκονταν να τήνε συμμαζέψει κάνε, βρε παιδάκι μου,
στην προσδιορισμένη ώρα της δύσης.
Μια μέρα, τους ανθρώπους του τους πέρασαν μαζί νεκρούς.
Ένας μικρούλης θάνατος, είπαν οι ζωντανοί στην πολιτεία.
Όμως, όπως εφεύγανε και τους ακολουθούσε πίσω η ζέστη
του φετεινού καλοκαιριού, κ' ένα - δυό σφήγκες πασχαλιάτικες 
τρελλά ξεζουρλαμένες σήμερα από την ωραιότητα της φύσης, 
και ένα είδος ωσάν θύμηση, που δεν εσυγκέντρωσε το πρεπούμενο θάρρος
να γίνει ομολογία όσον καιρό ήταν στη ζωή,
την ώρα αυτή μέσα στο σπίτι εδιαδόθηκε
ότι - φεύγουνε σήμερα για διαπαντός οι ανθρώπινοι κάτοικοι του σπιτιού μας.
Γίνηκε τότε μια αναστάτωση κι ό,τι είχε ακόμα μείνει ορθό λίγο στα πόδια του
ξεκίνησε για το παράθυρο, για να τους χαιρετίσει·
καβάλαγαν ένας τον άλλον και στηρίζονταν απάνω σε βασμίδια επίφοβα,
δίχως και να ξετάζουνε το μέρος όπου πατούν·
η λάμπα της νυχτός αιφνίδια άνοιξε τα πλευρά της κ' εσκόρπισε χάμω το λάδι της·
οι πολυθρόνες εγυρίσανε προς το μέρος του τοίχου·
οι πόρτες στη σειρά μια με την άλλη εγείρανε,
ώσπου ήρθε κ' εκλείσανε τέλος ερμητικά.
Μόνο κάτω στα μυστικά θεμέλια του σπιτιού
βαδίζουνε κανονικά τα καλοκαίρια και οι χειμώνες, και σύμφωνα με το γραμμένο
πάνω στα θεμέλια του, να μην τυχόν κανείς θαρεί πως τάχα η γης επέτρωσε,
το σπίτι πάντοτε θα συνεργάζεται στενά με τα θεμέλια...( Κοντραμπάντο)

Μέλπω Αξιώτη, Σύμπτωση - Κοντραμπάντο - Θαλασσινά, Κέδρος, Αθήνα 1966

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Η μεταμόρφωση της χρυσαλίδας


Στις 24 του Μάρτη εκείνο το χρόνο, το πρωί, οι γειτόνισες μαζευτήκανε γύρω τρυγύρω από την κλίνη της και της παρασταθήκανε. Ήρθε κι' η γρηά η κοντοβίστα από τον πέρα μαχαλά, κι' αυτή πήγε και σφήνωσε  πίσω απ' το γέρσιμο του μεσοπόρτι και μισοπρόβερνε λουπά - λουπά το τρεμουλιάρικο ρουθούνι της και τήραγε ίσια, και φερμάριζε κατά γρέγο - λεβάντε κατά τη λεχώ. Είτανε η νεκροθάφτισα. Ή το μικρό ή τη μεγάληνε μπορεί νάπερνε ο χάρος σε τέτοιες ώρες κακοθάνατες. Κι' είχε καρτέρι απ' την αυγή. Η λεχώνα δαγκώθηκε, κατάπιε κάμποσο τη γλώσσα της, έβγαλε μια φωνή και σείστη ο ουρανός κι' η γης, κι' εγέννησε. Άμα εμίλησε, αρώτηξε: Τι παιδί είτανε; Της είπανε: Είτανε ασερνικό. Γύρισε δίπλα κι' εκοιμήθηκε.
Το παιδί μπήκε στο βυζί και ρούφαγε και ρούφαγε, και μια νύχτα μεσάνυχτα το πιάσανε σπασμοί κι' αφρός, κι' ήρθε στου τάφου τον γκρεμνό στην άβυσσο, έτοιμο ν' αποθάνει. Αλλά είταν αβάφτιστο και περπατήσαν μες στη νύχτα και παν και φέρνουν τον παπά απ' αλάργα. Έρχεται ο παπάς τρεχάτος και μπαίνει με το πετραχείλι και με το μικρό καλανάρχο κι' απ' το κατόφλι όπου πατεί βάνει μια φωνή και φωνάζει: " Σκύψετε χριστιανοί- σηκώνω τώρα τα Άγια". Η μάνα κι' ο πατέρας σκύψανε, ο παπάς έλεε τα χρειαζούμενα, ο καλανάρχος ο μικρός τρίκλαγε και παράστεκε, το θερμό στη φωτιά εχοχλάκιζε, το παιδί μοναχό εσπαρτάριζε κι' έβλεπε αποπάνω του αγγελούδια επουράνια χορεύοντας να πλησιάζουνε να το πάρουν μαζί τους, κι' ακαταπαύστως ψέλνοντας μέχρι την ώρα  ο παπάς, σταμάτησε τότε κι' αρώτησε: " Για θάνατο ήρθαμε χριστιανοί, ή βαφτίσια;". " Πρώτα να το βαφτίοσουμε παπά" λένε οι γονιοί, και φέρνουνε τη γούρνα. Το παιδί μπήκε στο θερμό κι' εκολύμπησε, κι' εχρίστηκε με τα πρεπούμενα, και κείνη τη στιγμή αιφνίδια ο χάροντας εμετανόησε κι' εξαναχάρισε και πάλι στη ζωή το παιδί, και στους τρεμάμενους απ' την πίκρα γονιούς του.
Σαν έφυγε πια ο παπάς κι' η αβγή απ' τη νύχτα εχώριζε, και κάμανε να πέσουνε ν' αναπαυτούνε κι' οι γονιοί, και τότε πια και το παιδί είχε μετατοπίσει ολότελα απ' τα βασίλεια των νεκρών στον κόσμο των ζώντων ανθρώπων, τότε τη μάνα ήρθε κι' έζωσε μια σκέψη και μια ταραχή. Σα φίδι γύρω απ' το λαιμό νάρθε να κουλουριάστηκε να πάει για να σε πνίξει. Σκουντά τον άντρα της στον ύπνο του - γιατί οι άντρες παραδίνουνται εύκολα: " Σήκω του λέει, απάνω! Θαρώ πως μες στη σάστιση τ' όνομα του παιδιού δεν τόπαμε". " Δεν τόπαμε; λέει εκείνος - η νύχτα δεν είναι φευγάτη ακόμα, το λέμε τώρα, κι' ο Θεός μεγάλος είνε και θα το σχωρέσει.Άει που είσαι εσύ η μάνα να πα να του το πεις εσύ".
Ο Σιδερής μεγάλωξε και τότε πήγε στο σκολειό. Μια για να πάει και μια για νάρθει, δυών ωρώ δρόμος τούπρεπε να πάει απ' το κονάκι νάβρει το κοντινό σκολειό. Θα πέρναγε ρουμάνι, θα δρασκελούσε αδιάσελο κι' ένα στοιχειωμένο γιοφύρι, θα συναντιόνταν με τα κέρατα μες στα κοπάδια απ' τα τραγιά και νάνε σούρουπος ο γυρισμός να το κάνουν τα μάτια σου να θαρείς ότι έβλεπες δάσος βεελζεβούλους, να κράζει ο κούκος απ' τη μια κι' η κάργα από την άλληνε, κι' ο ίσκιος τ' αψηλού βουνού να χαμηλώνει απάνωθε να πορπατεί αντάμα σου και να σε προσπερνά, αλλά έλεε ο Σιδερής: Όλα κείνα χαλάλι! Φτάνει που επάγαινε στο δάσκαλο! Και με δίχως ποδάργια, και πάλι ήθελε σούρνονταν, να φτάσει και να μάθαινε! Να στήλωνε τα μάτια του ν' ακούει ν' ακούει, να τα κλιεί καλά - καλά στην κεφαλή, μπας τυχόν και του τάκλεβαν όλα κείνα τα γράμματα! Το βιος του και το θησαυρό. Που στα χωριά γενιές πάσκιζαν νάρθε μια μέρα μια γενιά, να μπόρειε εκείνη τολάχιστον νάμαθε...
Αλλά ύστερα από διάστημα λέει στη μάνα του ο Σιδερής: " Δε ματαπάου πια στο σκολειό". Δαρθήκανε και σκοτωθήκανε όλοι στο σπίτι εκείνο για να τον ματαπείσουνε, αλλά όμως ο Σιδερής δεν επάγαινε πια. Κι' αιτία δεν τους έλεγε. Μόνου πως τονε βλέπανε κι' εκαθόντανε κι' έκλαιγε. Μόνου μια μέρα που ο πατέρας του εφοβέριξε λέγοντας: " Θα κινήσω άβριο πουρνό να πα να ρωτήξω το δάσκαλο", έμπηξε τότε ο Σιδερής κάτι μεγάλα κλάματα, και τον αγκάλιασε, σα νάτανε εκείνος θαρείς το παιδί και ήθελε να το σώσει, και σκύβει και του λέει στ' αφτί: " Όχι όχι πατερούλη μου, μην πας κι εσύ στο δάσκαλο, γιατί εκείνος δε μιλεί την εδικιά μας γλώσσα, και θα πλαντάξεις κι' εσύ και θα κλαις". Κι' αγκαλιαστήκανε κι' οι δυό, κι' εκλαίγανε δίχως να ξέρουνε, και τόσο τρόμαξε ο πατέρας του - γιατί τέτοια χαϊδέματα μέσα σε τέτοια μικρά σπιτικά δεν τάκαναν παρά μη γένοιτο όντας ήσουν για θάνατο - κι' έτσι κανείς δεν ξαναμίλησε έχτοτες πια για το σκολειό, κι' έτσι απόμεινε έχτοτες κι' ο Σιδερής αγράμματος.
Αλλά τις νύχτες όμως που το σκοτάδι είνε πηχτό, και κουκουλώνεσαι από κορφής, κι' οι σκέψες τότε είνε βαθειές, καθώς κι' ο πόνος πιο βαθύς σαν τύχει  κάπου νάχεις πόνο, μια τέτοια νύχτα κι' οι γονιοί, κάνοντας το σταυρό τους, σα να περνούσαν τρίστρατο δίχως νάχαν προτίμηση το στενό που θ' ακλούθαγαν, πήρανε τη μεγάλη απόφαση. Και ξημερώνοντας η αβγή πιάσανε το παιδί και τούπανε.
" Σιδερή μάτια μου, να γίνουσουν τεχνίτης. Τάχεις που τάχεις γερά τα χεράκια σου, και θα σε δόκομε στο γέρο τώρα να σου μάθει την τέχνη του".
Πενήντα χρόνια ο γέρο πάπους του, ο μαστρο - Στέλιος, είτανε μαραγκός. Είκοσι χρόνια τώρα είτανε στραβός και στραβώθηκε απάνω σ' έναν καθρέφτη. Τέσσερα χρόνια τόνε δούλευε μέσα στ' αργαστήρι  του, και του τρέχαν οι μίξες και τα σάλια του πολλές φορές απάνω του απ' την πείνα, κι' άλλη φορά απ' το κρύο, κι' άλλη φορά απ' τη μεγάλη αγάπη του κείνονε. Και έκειδα κουλουριασμένο τον έβρισκε τότε η αβγή, και έκειδα εξημέρωνε, και έκειδα του κουβαλούσανε πότε και πότε λίγο πράμα να φάει, και δίπλα εκεί πιο πέρα λίγο έκανε την ανάγκη του, και δόστου πια και να ντον γλύφει και με τα δάχτυλα και με τα μάτια του, να ντον σκαλίζει εδώ να ντον σκαλίζει εκεί να παραλούν απ' τη συγκίνηση και τα δυό του ποδάρια του, να γέρνει  να λαγοκοιμάται, να πηδά να ξαφνιάζεται, κι' ολόρθος να τινάζεται και να ντον ξαναπιάνει, κι' έτσι να παν τα πρώτα χρόνια,νάρθει κι' ο τρίτος χρόνος, να πατήσει κι' ο τέταρτος, να φτάσει πια να στραβώνει μια μέρα ο μαστρο - Στέλιος απάνω στα σκαλίσματα μέσα στην τέταρτη κείνη χρονιά.
Είκοσι χρόνια έχτοτες που δούλεψε δίχως τα μάτια του. " Αλλά εφόσο έχω τα χέρια μου, τους έλεγε, μην πάτε αλλού". Κι' έφιανε τα προικιά του γάμου γύρω ένα κύκλο απ' το χωριό, στραβός τεχνίτης τώρα αυτός με δίχως τα φεγγίτια του, αλλά μονάχα με τη γνώση.
Μα τώρα πούρθε η ώρα του, που την καρτέρησε πότε ναρχόντανε, εφώναξε το μικρόν εγγονά του το Σιδέρη και λέει: " Νάρθεις τώρα παιδάκι μου να μ' αλαφρώσεις στη δουλιά". Και τον έβαλε δίπλα του να καθίσει και τούβαλε μέσα στη φούχτα τα εργαλεία του και τον εχάδευε και τούλεγε: " Είσαι παιδάκι εσύ και δεν ξέρεις τον κόσμο, κι' έτσι μπορείς να τ' αγαπήσεις ετούτα τα πράματα τ' άψυχα". Κι' όσο που δούλευε τότε ο μικρός, ο γέρος βάσταγε τις φούχτες του μέσα στις εδικιές του και τις εζέσταινε, να του μαθαίνει τη δουλιά, κι' όταν ερχόντανε το βράδι έλεγε: " Σιδερή, μου φαίνεται πως ήρθε η νύχτα απόψε πάλι. Άναψε το φως. Εγώ βλέπω και δίχως, Σιδερή, αλλά για σένα το λέου παιδάκι μου".
Κι' έτσι εδιδάχτη ο Σιδερής απ' τον αόματό του πρόγονο, την τέχνη αλλά και τη ζωή, όπως κι' αυτός διδάχτηκε από τον εδικόνε του.
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Πολλά χρόνια επέρασαν βαδίζοντας προσεχτικά απάνω στη γη και τον ουρανό, ώσπου σ' αυτό το διάστημα, οι ζωές γύρω αποταμίευαν και απόγνωση και αταραξία, κι' εκείνο τ' άλλο σοφό πράμα, που μια νύχτα οι άνθρωποι μες στην απελπισία της γνώσης τους κάποτε το ονόμασαν με μια λέξη: "παρελθόν".
Κι' όπως επέρναγαν τώρα τα χρόνια, κι' όλοι οι γονιοί του Σιδερή μεταμορφώθηκαν σε ολόασπρες μαργαριτούλες απριλιάτικες στο κεφαλόσκαλο ο καθένας τους του δικού του τού μνήμα, κι' οι μέλισσες που τόσο ξένιαστα πετούν και παν και γλύφουνε κάθε πρωί τα χειλάκια τους τα μεταμορφωμένα τώρα πια σ' ολάσπρα λουλουδάκια, - έτσι κι' ο Σιδερής τότε εξαφανίστηκε, μέσα στα χρόνια και τις πολιτείες, και δεν τον ξαναβρίσκομε τι τάχα ν' απογένηκε.
Μόνο όταν πέρναγε από μπρος μας κάποτε, ένας λαός, κι' αγκομαχώντας έσουρνε τα νικημένα πλήθια του, αλλά όλους γίγαντες γενναιώτατους! - τότε, αν διακρίναμε, μαζί τους θα τον βλέπαμε. Αλλά...δεν επροσέξαμε.
Χτες το πρωί βρεθήκαμε σ' ένα νοσοκομείο. Απάνω σ' ένα στρίποδο, ριγμένο σ' ένα πέρασμα, κείτεται ένα σκουλίκι. Κάποτε θάταν άνθρωπος. Τώρα είναι ένας μπόγος. Καμμιά 40ριά οκάδες από κρέας και κόκκαλα. Πάμε κοντά. Είνε φοβισμένο. Σαν τρυγόνι τον Αύγουστο, σε κυνηγιού περάσματα.
- Τι είσουν πριν, του λέμε, πριν να...ξαπλώσεις εδωπά; Αλλά φοβάται ακόμα. Ποιος ξέρει πού διδάχτηκε να τρέμει  τόσο, εμπρός στον άνθρωπο. Και είνε δυσκολώτατο να βγάλεις φόβο απ' την ψυχή, όταν με βία στην άνοιξαν, για να στον χώσουν μέσα...
Ύστερα από κάμποσο μας λέει: " Βάλε εδώ το χέρι σου". Και ψάχνομε εμείς στην τσέπη του. Γιατί δεν έχει εκείνος χέρια. Αλλά η τσέπη είνε αδειανή. " Ψάξε καλά" μας λέει. Ξύνομε τη ραφή καλά, και βρίσκομε ένα σβώλο, ως ένα ρεβυθάκι μπόι. " Τώρα ξετύλα" λέει. Γιατί δεν έχει εκείνος χέρια. Και ξετυλάγαμε και ξετυλάγαμε, κι' είνε ένα τοσοδούλικο λυωμένο τσιγαρόχαρτο. Τώρα μας λέει: " διάβασε". Τότε εμείς διαβάζομε. Κι' είχε γραμμένα η πένα, κι' έλεγε το χαρτί:
" Σύνταγμα τάδε του ΕΛΑΣ. Συνταγματάρχης τάδε. Έχασα απ' την τσέπη το παράσημο, τη νύχτα της τάδε επίθεσης ενάντια στους Γερμανούς. Εκεί έχασα και τα χέρια μου. Είταν μαζί μου οι τάδε. Έκαμα αναφορά. Στο πόδι βάρεσα ύστερα, άμα χτυπήσανε οι Άγγλοι την τάδε συνοικία μας. Είπε ο γιατρός πως θα σωθεί".
Το χαρτί εκεί τέλειωσε. Μας λέει: " Στρίψε το καλά. Φοβούμαι μη μου τόβρουνε". Κι' ίσως είνε ο φόβος του ο πιο μεγάλος που ποτέ εδοκίμασε. Γιατί το χαρτί τούτο τόκαμε ανταλλαγή: με δυό του χέρια, και μισό ποδάρι! Τόσο του κοστίζει ακριβώς.
Την τελευταία ώρα που φεύγαμε, τον αρωτήσαμε: " Πώς λέγεσαι;". Λέει: " Λέγομαι Σιδερής. Ο πάπους μου είταν αόματος, αλλά είχε τα χέρια του. Εγώ με δίχως χέρια τώρα, πώς θα δουλεύω πια να ζω".
- Διαβάτη που θα πέρναγες από σιμά απ' το χτίριο, πέσε προσκύνησέ το. Κάποιος μεγάλος είνε εκεί.Κάποτε είταν άνθρωπος. Και μάνα τον αγάπησε. Κι' είχε κάμει κι' ονείρατα, για μια καλλίτερη ζωή. Τώρα είνε ένας μπόγος. Κι' αλλού είνε τα κομμάτια του, κι' εκείνος αλλού βρίσκεται. Κι' όσο για κείνα τα όνειρα, εκείνος μεν τα ετοίμασε, κι' άλλοι θα ντα χαρούν.
Μια μικρή λίμνη αίματα - κι' ένα λακάκι όπου εθάψανε τ' άχρηστα εκείνα μέλη του: - αυτό τώρα όλο κι' όλο θυμάται από το σώμα του ένας μεγάλος ήρωας.
Και μόνο πως τ' απόμεινε και κάνει ακόμα τίκι τακ, σαν ξυπνητήρι επιτραπέζιο, είνε στα στήθεια μια καρδιά. Που στους ανθρώπους δόθηκε. Κι' οι άνθρωποι την πέταξαν απάνω σ' ένα στρίποδο, στημένο σ'ένα πέρασμα, χαμένο σ' ένα χτίριο.
Αυτή είταν η μεταμόρφωση μιας μικρής χρυσαλίδας. Δηλαδή η ιστορία της.
                                                                                                Μέλπω Αξιώτη

Δημοσιευμένο στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, αριθ. 11 Παρασκευή 20 Ιουλίου 1945



Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Μέλπω Αξιώτη, Γιατί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον Μπαλζάκ

Η Μέλπω Αξιώτη δεν μας άφησε κληρονομιά μόνο τα σπαρακτικά μυθιστορήματά της και τα μοναδικά ποιήματά της αλλά και διάφορα άρθρα με τα οποία έδωσε το πνεύμα της Αντίστασης στους κατακτητές και στιγμές του απελευθερωτικού αγώνα. Επιπλέον μέσα από αυτά τίμησε μορφές του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος , γυναίκες και άντρες. Δεν σταμάτησε όμως να γράφει ακόμη και όταν βρέθηκε εξόριστη στη Γαλλία και προσπαθούσε να ενημερώνει το γαλλικό λαό για τις συνθήκες στην Ελλάδα μετά την Απελευθέρωση.
Η Μέλπω Αξιώτη έφυγε από τη ζωή στις 22 Μαΐου 1973. Στη μνήμη της το ιστολόγιο μεταφέρει το άρθρό  της Γιατί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον Μπαλζάκ , που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Europe το καλοκαίρι του 1950, γραμμένο στα γαλλικά καθώς απευθυνόταν στο γαλλικό αναγνωστικό κοινό.

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΑΛΖΑΚ


Κι αφού στη φλόγα λιώσαμε
Κι όλοι μας σβήσαν οι καημοί,
Να, με τον ίδιο θάνατο,
Το θάνατο πατάμε.

Κ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
 ( Απόσπασμα από 
Το τελευταίο τραγούδι
 που ο ποιητής το έγραψε
 στις φυλακές της Αίγινας
 την παραμονή της εκτέλεσής του
 στις 6 του Μάη 1948)

Το περιοδικό Europe μάς ζητάει σήμερα ένα άρθρο για τον Μπαλζάκ.
Η Ελλάδα του 1950 δεν έχει αληθινά ούτε ένα διανοούμενο που να μπορεί να το γράψει.
Τους διανοούμενούς μας τους δολοφονούν, τους βασανίζουν, τους εξορίζουν, τους φυλακίζουν. Τους καλύτερους. Τους καταδικάζουν στη σιωπή, τους δένουν τα χέρια, τους φιμώνουν, είτε βρίσκονται στην Αθήνα είτε στην επαρχία. Κι αν υπάρχουν μερικοί που μπορούν ακόμα να συζητάνε φωναχτά γιατί δεν κινδυνεύουν, καθώς μένουν σε ξένο τόπο, αυτοί δεν έχουν πια παρά ένα μονάχα δικαίωμα: να σας μιλάνε για τους απόντες. Θα ήταν πολύ ντροπιαστικό γι' αυτούς αν έκαναν κάτι άλλο.
Και ο Μπαλζάκ, ο μεγάλος αυτός ρεαλιστής, ο πρωτουργός ίσως του ρεαλισμού στη λογοτεχνία, θα το είχε περίφημα καταλάβει, γιατί η ίδια η ουσία της τέχνης του Μπαλζάκ είναι να μιλάει γι' αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα. Και το να δίνεις την τιμητική θέση σ' εκείνους που αντί για πένα έχουν στα χέρια χειροπέδες, σημαίνει πως βρίσκεσαι στην καρδιά του κόσμου.
Δεν είμαστε εμείς που το θελήσαμε - το δεχόμαστε ωστόσο σαν μεγάλη τιμή - οι πιο κοντινοί μας γειτόνοι να μην είναι πια σήμερα οι άνθρωποι της απέναντι ταβερνούλας, οι απογοητευμένες ψυχές, αλλά οι σύντροφοί μας της Μακρόνησος. Αυτοί εκεί είναι η δική μας πραγματικότητα.
Θα θέλαμε αυτό να είναι η ελληνική άποψη στη συζήτηση για τον Μπαλζάκ.

Στις 12 του Οχτώβρη, μέρα της Απελευθέρωσής μας, δε βρισκόταν ακόμα στο έδαφός μας ούτ' ένας φαντάρος των αγγλοσαξόνων συμμάχων μας. Ξεμπάρκαραν μόλις τρεις μέρες αργότερα. Εμείς είχαμε κιόλας ξεφορτωθεί τους ναζήδες, χάρη στην ισχυρή πίεση  του σοβιετικού στρατού που κατέβαινε προς τα Βαλκάνια, χάρη στις μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ και χάρη στο μαζικό κίνημα του λαού μας στις πόλεις. Οι νεκροί μας σε τούτη την τετραετία έφτασαν το μισό εκατομμύριο. Σε αναλογία με τον πληθυσμό, αυτό θα σήμαινε, λογουχάρη για τη Γαλλία, τρία εκατομμύρια νεκρούς.
Η φοβερή αυτή αφαίμαξη και η ανάλογη ερήμωση του τόπου σ' όλους τους άλλους τομείς, μας άφηναν βέβαια καταματωμένους, πλούσιους όμως από πείρα και δυναμωμένους από καινούριους χυμούς. Ο ελληνικός λαός είχε κατορθώσει να κάνει τα μαύρα χρόνια της Κατοχής την πιο γόνιμη στιγμή της μακραίωνης ιστορίας του, να κάνει εκείνη την περίοδο μιαν ολόφωτη κορφή του αγώνα του για τη ζωή. Όνειρα, που είχαν μείνει μόνο όνειρα, αιώνες ολάκερους, γίνονταν τέλος λαχταριστή πραγματικότητα για το λαό.
Δε θα μιλήσω εδώ για όλους τους νόμους της προσωρινής μας κυβέρνησης που λειτούργησε περισσότερο από ένα χρόνο στις απελευθερωμένες περιοχές μας ( το νόμο για την αυτοδιοίκηση, το νόμο για τη λαϊκή δικαιοσύνη, για τα πολιτικά δικαιώματα της γυναίκας, για το μοίρασμα της γης στους αγρότες, για την προοδευτική και εντελώς δωρεάν εκπαίδευση), νόμους που είχαν μπει σ' εφαρμογή και είχαν αναζωογονήσει όλους τους τομείς της ιδιωτικής και εθνικής ζωής. Εδώ θα μιλήσω μόνο για τον πνευματικό τομέα και για τη νέα εκείνη γενιά που ξεπήδησε από τα ερείπια.

Εκείνο που θυμάμαι πρώτ' απ' όλα, είναι η δίψα μας. Ναι, διψούσαμε για τα πάντα: να μαθαίνουμε, να δίνουμε, να δημιουργούμε, ν' αφομοιώνουμε, ν' αλλάζουμε, να προχωράμε, να γεννάμε, ν' ανεβαίνουμε, να στοχαζόμαστε, να τραγουδάμε και να ζούμε.
Θυμάμαι την Καισαριανή, δοξασμένη συνοικία της Αθήνας, που είχε δώσει, μόνη αυτή, 49 κανονικές μάχες ενάντια στους κατακτητές. Θυμάμαι ότι βρέθηκα εκεί την επομένη κιόλας της Απελευθέρωσης. Θάβανε , εκείνη τη μέρα, τον τελευταίο νεκρό της περιοχής, ένα νεαρό ανθυπολοχαγό του ΕΛΑΣ. Χαράζανε ακόμα στο μάρμαρο τα ονόματα εκείνων που χάθηκαν. Μια μυρωδιά από αίμα αναδινόταν από το λάκκο, μπροστά στον τοίχο όπου οι Γερμανοί είχαν τουφεκίσει πάνω από δυό χιλιάδες πατριώτες. Και την ίδια εκείνη μέρα - σας τ' ορκίζομαι - βρήκα Καισαριανώτες σκυμμένους πάνω σ' ένα τραπέζι στα γραφεία του ΕΑΜ να καταστρώνουν τα σχέδια για το χτίσιμο μιας βιβλιοθ΄κης κι ενός τοπικού θεάτρου. " Δουλέψαμε καλά στην παρανομία" μου είπαν, " τώρα θέλουμε να' μαστε πάλι πρωτοπόροι στην ειρηνική ανοικοδόμηση". Αυτή ήταν η εικόνα του ελληνικού λαού τη μέρα της Απελευθέρωσης.
Γιατί το λαϊκό θέατρο, τις βιβλιοθήκες στις συνοικίες, στα προάστια και στα εργοστάσια, και το εκδοτικό " Τα Νέα Βιβλία" - εφάμιλλο των καλύτερων εκδοτικών οίκων της Ευρώπης - τα είχαμε, στην ουσία δημιουργήσει στη διάρκεια της Κατοχής, και, εξάλλου ο λαός είχε μάθει να διαβάζει; το περιεχόμενο είχε αλλάξει,η γλώσσα είχε αλλάξει, ό,τι μπορούσε να τον ενδιαφέρει, το έβρισκε κιόλας στον Τύπο και στη νέα μας λογοτεχνία. Η καθαρεύουσα που μας είχε πάντοτε επιβληθεί - γλώσσα νεκρή και φτιαχτή - καταργήθηκε και η δημοτική, που χρησιμοποιείται τώρα μέχρι και στα επίσημα γραφτά, έλυσε επιτέλους ένα από τα πιο σοβαρά ελληνικά προβλήματα. " Ας βιαστούμε να μάθουμε να γράφουμε στη δημοτική" έλεγε σε μια συγκέντρωση, προς το τέλος της Κατοχής, ένας αντιδραστικός διανοούμενος, " η εφημερίδα του ΚΚΕ που θα εκδίδεται αύριο στη νομιμότητα θα μας κάνει να κοκκινίζουμε από ντροπή". Κι αυτό συνέβη πραγματικά.
Κατείχαμε, προπολεμικά, το θλιβερό ρεκόρ του αναλφαβητισμού στην Ευρώπη. Τα επιτυχημένα βιβλία δεν κυκλοφορούσαν σε περισσότερα από χίλια αντίτυπα το χρόνο. Νιώθω περήφανη όταν σκέφτομαι πως το βιβλίο μου Απάντηση σε 5 ερωτήματα - το πρώτο βιβλίο μας που εκδόθηκε μετά την Απελευθέρωση - είχε κυκλοφορία έξι χιλιάδες αντίτυπα σε 13 μέρες, έντεκα χιλιάδες σ' ένα μήνα.
Θυμάμαι τις συγκεντρώσεις όπου οι σύντροφοί μας της ΕΠΟΝ γύρευαν αχόρταγα να μάθουν τα πιο παλιά λογοτεχνικά μυστικά, όπου ναυτικοί κι εργάτες μάς έφερναν τα γραφτά τους, που συχνά ήταν μικρά αριστουργήματα. Θυμάμαι ένα βραβείο λογοτεχνίας που το ΕΑΜ είχε ορίσει το 1946 για το καλύτερο βιβλίο της Αντίστασης. Το κέρδισε ένας νεαρότατος εργάτης που έγραφε για πρώτη φορά, ο Σωτήρης Πατατζής. Σκέφτομαι όλους εκείνους που θα μπορούσαν να γίνουν μεγάλοι συγγραφείς, αν τους είχαν απλώς αφήσει να ζήσουν...Για την Ελλάδα η εποχή εκείνη ήταν όλη "αστραπόβροντα".
Θυμάμαι τον Ζαχαριάδη, τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ, που γύρισε από το στρατόπεδο του Νταχάου, το 1945, ύστερα από δεκάχρονη αιχμαλωσία. Μια μέρα θέλησε να συναντηθεί με τους διανοούμενους. Νιώθαμε κάπως στενάχωρα, όρθιοι, γύρω του, ύστερα από τις πρώτες συστάσεις. Τότε κάποιος από μας ρώτησε αν μπορούσε να θέσει μιαν ερώτηση. Ο Ζαχαριάδης χαμογέλασε, με το ανοιχτόκαρδο χαμόγελό του, και μας είπε: " Μπορείτε να ρωτήσετε ό,τι θέλετε, σύντροφοι αλλά μη με μπερδεύετε με θέματα σαν του σουρεαλισμού, και δεν ξέρω τι άλλο, γιατί δεν τα έχω μελετήσει ακόμα. Αυτό που ξέρω, είναι πριν απ' όλα ότι πρέπει να δημιουργείτε. Κι έχετε τόσα να πείτε! Δεν ήσασταν παρά μια χούφτα όταν σας άφησα πριν από δέκα χρόνια, και τώρα είστε τόσο πολλοί!" Πράγματι, ο δυνατός αγέρας που είχε φυσήξει πάνω στη χώρα, έφερε στο στρατόπεδο της προόδου την πλειονότητα των διανοουμένων. Ακόμα κι οι πιο ταλαντευόμενοι ένιωθαν ντροπή που σέρνονταν πίσω.
Και σας βεβαιώνω πως ο Ζαχαριάδης, αργότερα, δεν έδειξε καμιάν επιείκια απέναντί μας. Ανακατευόταν - συγνώμη για τη λέξη - κι αυτός σ' όλα τα προβλήματα που αφορούσαν τους "εργάτες της πένας". Έπρεπε να κάνουμε όλο και περισσότερα. Ποτέ δεν ήταν αρκετά. Ποτέ δεν ήταν όσο έπρεπε καλά. Κάπου έλειπε ένα περιοδικό· κι εμείς στρωνόμασταν να βγάλουμε το περιοδικό. Κάπου αλλού, η κριτική δεν ήταν στο ύψος της αποστολής της· και οι πιο αρμόδιοι ρίχνονταν στη δουλειά με τα μούτρα για να τη βελτιώσουν. Του παρουσιάζαμε τον κατάλογο των βιβλίων μας που είχαν εκδοθεί και τον κατάλογο των ανέκδοτων χειρογράφων μας. " Σύντροφοι, μας έλεγε, καθυστερείτε σε σχέση με τη μεγάλη εξέλιξη του λαού μας. Οι εργάτες μας κάνουν περισσότερα από σας. Φιλοτιμηθείτε να τους εκπροσωπήσετε επάξια".
Ήταν ετούτη μια εποχή όπου, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ο λαός των απόμακρων συνοικιών, των ρημαγμένων προαστίων και των θλιμμένων επαρχιών, άρχισε μια πορεία για να κατακτήσει όλες τις σφαίρες της ζωής. Και οι Έλληνες διανοούμενοι, σαν τον Ανταίο, που έπαιρνε δύναμη από τη γη, αντλούσαν την έξαρσή τους από τούτο το λαό.
Να είναι άραγε τόσο μακρινή η εποχή; Να έχει άραγε ξεσπάσει στο μεταξύ κάποιος κατακλυσμός;
Αχ! φίλοι μου μόλις τρία χρόνια έχουν περάσει από τότε. Τρία χρόνια που θα μας χωρίσουν, φίλοι μου, απ' όλους τους κατοίκους της Γης. Χώρισαν τη μάνα από το παιδί της, άρπαξαν τον άντρα απ' τη γυναίκα του, σβήσαν τη νιότη από τα πρόσωπα, στέρησαν τους νεκρούς από τον τάφο τους, κι η ίδια η ανάσα της ζωής στάθηκε στο λαιμό μας. Ο αμερικανισμός, φίλοι μου, είχε περάσει πάνω απ' την Ελλάδα.
Μας τουφέκισαν μέσα στα θέατρά μας, λεηλάτησαν τις βιβλιοθήκες μας, απαγόρεψαν τα περιοδικά μας, κάψανε τα βιβλία μας, αλλάξανε και πάλι τη γλώσσα μας, σβήσανε το φως, κι οι άνθρωποι αναγκαστήκανε σαν πρόσφατοι τυφλοί να βαδίζουν ψηλαφητά στο σκοτάδι. Να βαδίζουν ψηλαφώντας για να ξαναβρούν τους συγγενείς, για να βρουν τους φίλους. Μα οι φίλοι μας, χάθηκαν.
"Η θάλασσα, μου το πήρε το παιδί μου" - είναι η ποιητική φράση αυτού του ναυτικού λαού. Σήημερα όμως δεν είναι πια η θάλασσα: στη γλώσσα που διάλεξε ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός, αυτό ονομάζεται: " Αμερικάνικη βοήθεια" - "Δόγμα Τρούμαν" - " Σχέδιο Μάρσαλ " - " Ατλαντικό σύμφωνο".
Τούτο το " δόγμα Τρούμαν" ξόδεψε σε τρία χρόνια πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια για την οργάνωση του εμφύλιου πολέμου στην Ελλάδα. Και να ποιο ήταν το αποτέλεσμα  στα τρία χρόνια:
- 140.000 φαντάροι του κυβερνητικού στρατού νεκροί και τραυματίες.
- 400.000 ορφανεμένα παιδιά.
- 700.000 άτομα που τα στηρίγματά τους βρίσκονται ακόμα υπό τα όπλα.
- 1.000.000 πρόσφυγες που σέρνονται πεινασμένοι και κουρελήδες.
- 7.000 καμένα χωριά
- 25.000 κατοικίες ρημαγμένες.
- 105.000 κατοικίες μισορημαγμάνες.
- Πάνω από 3.000 πατριώτες δολοφονημένοι.
- Πάνω από 1.500 πατριώτες εκτελεσμένοι γιατί πήραν μέρος στην Αντίσταση κατά των ναζήδων κατακτητών.
- Πάνω από 10.000 βασανιζόμενοι στις φυλακές και τα στρατόπεδα.
- 70.000 πατριώτες βρίσκονται σήμερα στις φυλακές  και στις εξορίες.
- 20.000 πατριώτες βρίσκονται σήμερα στο στρατόπεδο της Μακρόνησος.
Και οι διανοούμενοί μας, τι έγιναν μέσα σε τούτη την κόλαση;
Σε μιαν έρευνα που δημοσίεψε η εφημερίδα του σοσιαλιστικού κόμματος Μάχη τον Μάρτη του 1950 διαβάζουμε ότι στο νησί αυτό των δακρύων και του αίματος - στη Μακρόνησο - μέσα σε απόμακρες χαράδρες, κάτω από αντίσκηνα, σε καινούριες γωνιές απομονωμένες, που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα, βρίσκονται στοιβαγμένοι, ξαπλωμένοι κατάχαμα, τυφλοί, τρελοί, πληγωμένοι, παραλυτικοί. Στο 7ο Τάγμα μια στρατιά ολάκερη από επιστήμονες υποβάλλονται σε βασανιστήρια: 70 δικηγόροι, 18 γεωπόνοι, 15 γιατροί, 48 καθηγητές, 100 δημοδιδάσκαλοι, 400 άλλοι επιστήμονες και διανοούμενοι. Ανάμεσά τους πολλοί έχουν περάσει τα 60. Ο απολογισμός ενός μόνο δεκαπενθήμερου - από τις 10 ως τις 25 Οχτώβρη 1949 - έδωσε τα ακόλουθα αποτελέσματα για τους 2.700 κρατούμενους στο περίφημο "Συρματόπλεγμα": 6 νεκροί, 67 που χάσανε τα λογικά τους, 50 σοβαρά τραυματισμένοι, 400 ελαφρότερα τραυματισμένοι. Στον " κλωβό του Άι - Γιώργη" βρίσκονται 150 διανοούμενοι. Οι περισσότεροί τους είναι φυματικοί, άλλοι έχουν σπασμένα τα πόδια, τα μπράτσα και τα πλευρά, άλλοι είναι με όγκους στον εγκέφαλο εξ αιτίας των βασανιστηρίων.
Σύμφωνα με τα σχέδια του διεθνούς ιμπεριαλισμού, που δημιούργησε στην Ελλάδα τούτο το νέο Νταχάου, δόθηκε μια εντελώς ιδιαίτερη προσοχή στην καταρράκωση του ηθικού των διανοουμένων. Το παράδειγμα γνωστών συγγραφέων, επιστημόνων και καλλιτεχνών που θα εξαναγκάζονταν κάτω από το άγριο ξυλοκόπημα και τους απίστευτους εξευτελισμούς να υπογράψουν την περίφημη "δήλωση" αποκήρυξης των ιδεολογικών και πολιτικών τους πεποιθήσεων, το παράδειγμα τούτο θα είχε δώσει τροφή στην επίσημη προπαγάνδα που απευθυνόταν στους ξένους δημοσιογράφους και στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Ε λοιπόν, οι εγκληματικές αυτές ελπίδες εκμηδενίστηκαν. Και σε τούτο τον αρχαίο τόπο, με το τόσο έντονο φως, σε τούτο το γρανιτένιο έδαφος που οι πηγές του ζωής δεν στέρεψαν ύστερα από πέντε χιλιάδες χρόνια ιστορίας, σε τούτο τον απομονωμένο και έρημο βράχο της Μακρόνησος, όμοιοι με σύγχρονους Προμηθείς που δε λυγάνε, νά τοι οι διανοούμενοί μας:
- Γιάννης ΡΙΤΣΟΣ, ποιητής. Φυματικός, μένει μαζί με εβδομήντα άλλους αιμοπτυσικούς κάτω από ένα αντίσκηνο χειμώνα - καλοκαίρι.
- Μενέλαος ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ, μυθιστοριογράφος. Ανάπηρος εκ γενετής, ξυλοκοπήθηκε και βασανίστηκε από την 1η ως τις 7 του Δεκέμβρη 1949. Η γυναίκα και η εξάχρονη κόρη του έχουν επίσης εξοριστεί.
- Τάσος ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, ποιητής. Βασανίστηκε από την 1η ως τις 7 του Δεκέμβρη 1949.
- Λουκάς ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ, συγγραφέας και δημοσιογράφος, ηλικίας 55 χρονών.
- Θέμος ΚΟΡΝΑΡΟΣ, ιστορικός και συγγραφέας. Κρατούμενος των Γερμανών στο φοβερό στρατόπεδο του Χαϊδαριού, συγγραφέας ενός βιβλίου - μαρτυρίας γι' αυτό το στρατόπεδο, που έχει γίνει ήδη κλασικό.
- ΚΑΡΟΥΣΟΣ, ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου όπου έπαιξε  επί πολλά χρόνια πρώτους ρόλους. Έχει προσβληθεί από οξεία νευρασθένεια εξαιτίας της κακομεταχείρισης που είχε στη Μακρόνησο.
- Μάνος ΚΑΤΡΑΚΗΣ, ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου. Πάσχει από έλκος του στομάχου και κήλη. Βασανίστηκε φρικτά σε μια χαράδρα τη νύχτα της 6 προς την 7 του Δεκέμβρη 1949.
-Γιώργος ΓΙΟΛΑΣΗΣ, δραματικός ηθοποιός. Βασανίστηκε από την 1η ως τις 7 του Δεκέμβρη 1949
- Κώστας ΜΠΑΛΑΔΙΝΙΑΣ, ηθοποιός. Προσβλήθηκε από έλκος των εντέρων· στερείται από κάθε ιατρική περίθαλψη.
- Φοίβος ΑΝΩΓΙΑΝΝΑΚΗΣ, συνθέτης και μουσικός κριτικός. Πάσχει από φυματιώδη σκωληκοειδίτιδα.
- Γιάννης ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ, πρώην καθηγητής στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, απ' όπου απολύθηκε γιατί πήρε μέρος στην Αντίσταση. Είναι 60 ετών. Η σύζυγός του, Ρόζα, έχει κι αυτή εκτοπιστεί στη Μακρόνησο.
- Κώστας ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ, καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Τον βασάνισαν, του έσπασαν το μπράτσο. Ο αρχιβασανιστής της Μακρονήσου Μπαϊρακτάρης, μην κατορθώνοντας να του αποσπάσει τίποτε με τη βία, έχασε την υπομονή του και τον απείλησε με τα χειρότερα βασανιστήρια και με θάνατο. Ο Δεσποτόπουλος τον αποσβόλωσε με τούτη την απλή απάντηση: " Είμαι φιλόσοφος. Δεν ξέρετε πως κάθε φιλοσοφία είναι μια μακριά προετοιμασία για το θάνατο;"
- Δημήτρης ΦΩΤΙΑΔΗΣ, πεζογράφος, μεταφραστής του Πλάτωνα και του Δημοσθένη, θεατρικός συγγραφέας, ιδρυτής και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα. Εξαντλημένος από τα βασανιστήρια, μένει μαζί με 250 αρρώστους. Προσπάθησαν να του αποσπάσουν μια "δήλωση". Του είπαν: " Υπόγραψε μόνο τούτο: Είμαι Έλληνας. Αυτό είναι όλο που σου ζητάμε". Ο Φωτιάδης απάντησε περήφανα: " Όλο το έργο μου μαρτυράει για την ελληνικότητά μου. Για ποιο λόγο να το δηλώσω; Όταν ήρθατε να με συλλάβετε, έγραφα ένα θεατρικό έργο για την έξοδο του Μεσολογγίου. Γνωρίζετε τίποτε πιο ελληνικό και εθνικό από τούτη την έξοδο του Μεσολογγίου;"
- Κι ανάμεσα στις 675 γυναίκες που μεταφέρθηκαν τελευταία στο Μακρονήσι από άλλα στρατόπεδα, είναι η νεαρή ηθοποιός Αλέκα ΠΑΪΖΗ, η Λίζα ΚΟΤΤΟΥ, ερευνήτρια των αρχείων, η Καίτη ΚΡΙΤΣΙΚΗ, που ο γιατρός σύζυγός της γλίτωσε με δυσκολία, πριν από λίγους μήνες, από την καταδίκη σε θάνατο, και η γνωστή παιδαγωγός Ρόζα ΙΜΒΡΙΩΤΗ, σύζυγος του επίσης εκτοπισμένου στη Μακρόνησο καθηγητή, αν και ηλικίας πάνω από πενήντα χρόνων, βασανίστηκε δυό ολάκερα χρόνια στις φυλακές του Τρίκερι και της Λάρισας. ( Ντοκουμέντα που μας ήρθαν παράνομα από την Αθήνα).
Εγώ η ίδια έχω έναν πολύ στενό φίλο δικηγόρο, που πέρασε κι αυτός από τη Μακρόνησο. Του είχα στείλει για ενθύμιο από τη Γαλλία μερικά βιβλία με γκραβούρες. Ύστερα από τέσσερις μήνες βασανιστήρια σ' αυτό το στρατόπεδο, κρίθηκε τρελός και αφέθηκε ελεύθερος, γιατί θεωρήθηκε άχρηστος πια. Μόλις μπόρεσε να κρατήσει την πένα στο χέρι, σε κάποιες στιγμές πνευματικής διαύγειας, μου έγραψε τούτα τα απλά λόγια: " Σ' ευχαριστώ πολύ για τα βιβλία. Τη στιγμή όμως που μου τα' χες στείλει δεν ήταν βιβλία που επιθυμούσα, μα "νερό"!".
Ναι θυμάμαι καλά τη μεγάλη μας δίψα κατά την Απελευθέρωση, τη δίψα μας για μάθηση, για δημιουργία, για στόχαση. Το 1950, υπάρχουν άνθρωποι στην Ελλάδα που δε λαχταρούν παρά νερό! γιατί το στερήθηκαν!
Ευχαριστούμε το περιοδικό Europe που μας έδωσε την ευκαιρία να εκθέσουμε εδώ την ελληνική άποψη στη συζήτηση για τον Μπαλζάκ.
Και προσμένουμε τη μέρα όπου οι έλληνες διανοούμενοι, οι δοξασμένοι μας σύντροφοι, θα βγουν από τις χαράδρες του θανάτου, θα πετάξουν τις χειροπέδες από τα χέρια τους και θα πιάσουν πάλι την πένα μέσα στον απέραντο στίβο της ζωής. Αυτής της ίδιας της ζωής που για την αξιοπρέπεια της θυσίασαν τα πάντα: το σώμα τους και το μυαλό τους.
                                                                          Μετάφραση: Γιάννης Κρητικός
Περιοδικό Europe, 28ο έτος, τεύχη 55 -56, Ιούλιος - Αύγουστος 1950

Από τον ΣΤ' τόμο των Απάντων της Μέλπως Αξιώτη με τίτλο Μια καταγραφή στην περιοχή της λογοτεχνίας και άλλα κείμενα, Κέδρος, Αθήνα 1983. Επιμέλεια: Μάρω Δούκα - Βασίλης Λαμπρόπουλος


Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Μέλπω Αξιώτη , Αντίο

Η Άννα κοίταξε δίπλα της το μικρό ρολόι.
Είναι έξι και δέκα. Αυτή την ώρα
άλλη φορά ήταν νύχτα πια απ' τις έξι.
Σκοτεινά. Τώρα η ώρα μετακόμισε.
Γύρω της, στην καρέκλα, στο πάτωμα,
στον τοίχο, είναι απλωμένα ρούχα·
σπάγγοι κόκκινοι και άσπροι·
μια ομπρέλα στη γωνιά, πεσμένη
ανάσκελα σαν κότα "κούκου"
                                            φωνάζει
" δεν πέρασαν ακόμα οι εποχές της βροχής".
Το Μάρτη πια δε συναχώνεσαι,
σκέφτηκε η Άννα,
 μπαίνει καλοκαίρι.
Δίπλα της το ρολόι πήδησε αιφνίδια στις εφτά.
Άφησέ το να παίξει, είναι μωρό
έλεγε η Άννα - και θα μεγαλώσει.
Άμα πέθανε η Σοφία μια μέρα
στον τελευταίο πόλεμο, 
που την σκότωσαν δηλαδή
οι Πέρσες - στο μπαούλο της 
βρέθηκε ένα γράμμα κι έλεγε:
"Κουρδίζω το ρολόι μου κάθε νύχτα
στις 11. Σας παρακαλώ να το θυμάστε".
Η Σοφία λοιπόν. Και τι γράμμα
καταπληχτικό.

Έπιασε την πληγή της. Το' χε πάρει συνήθεια.
"Θα φαίνεται γιατρέ;"
τον ρώτησε στην αλλαγή. Δηλαδή το σημάδι.
"Αν το θελήσετε, Άννα" της είπε με χαμόγελο.
Την είχε στην κοιλιά
λίγο κάτω απ' τη μέση.
Τον κοίταξε στα μάτια. Σαν να τον έβλεπε
πρώτη φορά. Τι να γίνεται τώρα;
Ποιος να βρίσκεται εκεί;
Ποιον να φωτίζουν άραγε τα πέντε
γυάλινα φώτα;

Τα ρούχα την περίμεναν όμως γύρω.
Να φύγουνε. Και κάποιοι της λέγαν:
" Φύγε. Φύγε, Άννα. Μάζεψε τα ρούχα σου".
Έπιασε την πληγή της που το' χε από συνήθεια.
Ρούφηξε ένα τσιγάρο. Ένας ντεκές είχε γίνει
το στόμα της. Απ' τον καπνό.
Κιτρίνισαν τ' άσπρα της δόντια.
Ήταν άλλοτε κάτασπρα.
Ένας ντεκές είχε γίνει κι η καρδιά της.
Απ' τη ζωή.
Βλάστησε πολυτρίχι εκεί - μέσα.
Και φούμο.
Ήτανε σαν τις μέρες τις παλιές
της παρέλασης, που δεν εδίσταζαν ακόμα
οι βασιλιάδες, και πέρναγαν αλόγατα
με ποδοβολητό, εξάτμιζαν από τα χτήνη
οι ιδρώτες, και της μικρής της φίλης
της Κάκιας η μητέρα, 
της έλεγε στο γυρισμό:
" Κάκια, τα ρουθουνούκια σου! Πλύνε τα
κοριτσάκι μου καλά - καλά. Απ' τις σκόνες".
Μα τέτοιο εργαλείο πού να το βρεις
τόσο πελώριο για να τα καθαρίσει.
Όχι - δεν εγινότανε.
Κι έμενες λοιπόν με τη σκόνη.

Και σήμερα το απόγεμα πέρασε μια κυρία
στο δρόμο μ' ένα μωβ φτερό.
" Το βέβαιο είναι" είπε η Άννα
" πως έχει αυτή η κυρία δίκιο".
" Τέλειωσε πια ο πόλεμος".
Ο καφές μύριζε μαστίχα.
Τα ρούχα γύρω περιμένουν.
Ήταν εφτά και λίγο.
Κι έχει τελειώσει ο πόλεμος.

Είχε το όλον η Άννα στη ζωή της
πόσους; Είχε κάποιους έρωτες.
Ο πρώτος ήταν δάσκαλος. Καθόταν
στην άκρη του θρανίου
και αυτός της έδειχνε στη χρηστομάθεια.
Τι τρομερές φουρτούνες εκείνο το χρόνο.
Κλείνανε τις μεσόπορτες κι ο αέρας φυσούσε.
" Μπουνεντογάρμπι έβαλε μπρος!"
τους έλεγε ο Λουρέτζος που είχε ένα πάππου ναύτη
που του' φαγε σκυλόψαρο το μισό του ποδάρι
από κάτω απ' το γόνατο.
Κι έτριζαν τα θεμέλια.
Και κουνιόνταν οι τάβλες της τάξης του βοριά.
Κι η Μαρούσα τούς έλεγε κρυφά - κρυφά των κοριτσιώ:
" Είναι κοντή η ποδιά και μ' ανεμίζει από μέσα
η φουρτούνα το βρακί μου".
Και τ' αγόρια κολλούσαν τη μούρη τους στα τζάμια.
Πέρα άφριζε ο χειμώνας.
Κατέβαιναν τα σύννεφα και κάθιζαν στο κύμα.
Εκεί τέλειωνε ο κόσμος και δεν είχε πια
τίποτα. Στα τζάμια έφερνε η θάλασσα
κι ακουμπούσε τα φύκια και κοχύλια
απ' το βυθό, που εμπόδιζαν τ' αγόρια
που είχαν κολλημένη τη μούρη τους και βλέπανε.
Κάποτε, μες στο κύμα
                                στην πιο χειρότερη
ώρα, όταν τα πιο φοβισμένα παιδιά
σταυροκοπιότανε, μες στο θολό
της πλάσης που εκάλυβε τη γη,
στην άκρια του μπουνέντε
                                         όπου τέλειωνε ο κόσμος
πέρναγε ένα σημάδι. Ένα ζωντανό πράμα.
Κι ήτανε μια βαρκούλα.
Τ' αγόρια λέγανε με μια φωνή:
" Ο Μαυρής! ΟΜαυρίκος! Ο Μαύρος
απ' τ' Αιβαλί! Πες πως είναι πια πνιμένος!"
Μα ο Μαύρος κάθε τόσο, 
στη χειρότερη ώρα, στήνονταν 
για σημάδι στις μπουκαπόρτες της ζωής,
όταν τ' αγόρια νόμιζαν πως είχε
εντελώς σταματήσει.

Πολλά χρόνια τώρα είναι
που η Άννα θυμάται
τον πρώτο της έρωτα.
Έβρεχε πολύ δυνατά.
Ήταν μελανός ο κόσμος.
" Σε λίγο θα περάσει"
                                 της είπε τότε αυτός.
Τα παιδιά όλα φύγαν. Έχουν μείνει μόνοι.
Το σκότος τούς εφώτιζε σα λαμπάδα
αναμμένη μπρος στον Άγιο Φανούριο.
Το χτίριο είναι άδειο. Η βροχή το χτυπά.
Θαρρείς πως κολυμπάς μέσα σε μια
χαβούζα και δε βλέπεις την άκρη.
Τότε ανεβήκανε μαζί τη σκάλα.
Σε κάθε βήμα η Άννα νόμιζε 
πως θα πέσει.
Τα παιδιά πάντα λέγανε:
" Μην ανεβείτε απάνω! βγαίνουν τα στοιχειά!"
Κάτω από τα πόδια της τρίζουν
τα σκαλοπάτια σα μαχαίρια στο αμόνι
κι η μαυρίλα ζωγράφιζε στον τοίχο
τρεις νεκρούς, που είχε δει να περνούν
μια φορά από το δρόμο.
Το χτίριο μούσκευε σαν παξιμάδι.
Δεν έπαυε η βροχή.
Στο αποκάτω πάτωμα τα στοιχειά χοροπηδούσαν.
Ποιος ξέρει πόση ώρα να πέρασε, όταν 
ρώτησε η Άννα: " Είμαστε πολύ μακριά;"
Ήθελε ίσως να πει για τον κόσμο.
Την κατέβασε τότε - ξεκλείδωσε την πόρτα,
η βροχή μπήκε μέσα - και την έβγαλε στη νύχτα.

Στο δρόμο δε συνάντησε παρά μόνο
ένα σκύλο, τον ψωριάρη του Καζάρμα
κι απ' το γιοφύρι πρόβαλε και η Τρελλομαρία
που γεννούσε κάθε χρόνο.
Είχε κάμει δεκάξι.
Την άλλη μέρα τύλιγε όλα τα
ματωμένα και τα ' τρεχε στον ποταμό.
" Κεραμαρία, γεννάς ακόμα;"
Τα παιδιά την πειράζανε.
" Κεραμαρία, είσαι γρια!"
Τα χρόνια της δεν τα' ξερε, μα την αγάπη
 την ήθελε. 
Χτυπούσε τις πατούσες της
και καταριόταν τα παιδιά.
" Εδώ που είμαι θα' ρθετε!"
" Εδώ που είμαι θα' ρθετε!"
Όλος ο κόσμος γέλαγε.
"Σε καταράστηκε η λωλή; Μη φοβάσαι
πάει γούρι!"

Εκείνο της τον πρώτο έρωτα δεν τον ξανάδε.
Μια φορά, ύστερα από χρόνια, 
νόμιζε μια στιγμή πως πέρασε
μέσα απ' τα φώτα, μα και δεν ήταν σίγουρη.
Άλλη φορά, άλλα χρόνια, για μόνο μια στιγμή, 
νόμιζε πως τον άκουσε.
Μεγάλωναν κι οι δυο τους,
μα χώρια πια ο καθένας. Μακριά.
Κι η φωνή της τρελλής πάνω στο γιοφύρι
που χτυπούσε τις πατούσες της:
" Εδώ που είμαι θα' ρθετε!"
Γούρι. Η Άννα ζούσε.

Αλλά τα ρούχα δεν την περίμεναν πια
τώρα απλωμένα γύρω
                                   να φύγουνε·
η Άννα έχει φύγει.
Και μόνο που είχε ένα φιλί στα κάγκελα
μείνει κρεμαστό. Ν' αργοπορεί.
Χρόνια δέκα πέντε.

                                Αλμπισόλα - Βερολίνο 1961

Μέλπω Αξιώτη , Θαλασσινά στο Ποιήματα και φιλολογική επιμέλεια Μαίρη Μικέ, Κέδρος, Αθήνα 2001

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Μέλπω Αξιώτη : Η ποίηση και οι περιπέτειές της

Αρχές Φεβρουαρίου του 1962 η Μέλπω Αξιώτη , εξόριστη στο Ανατολικό Βερολίνο,  ενημερώνει στο γράμμα της  προς τον Γιάννη Ρίτσο με τον οποίο διατηρούσε αλληλογραφία  ότι:
 " ...Ύστερα από παράπονα της "Επιθεώρησης Τέχνης" που έτυχε να μάθω, πως δεν της στέλνομε εκδόσεις μας του εξωτερικού για να την ενημερώνουμε, έστειλα στον παραπονεθέντα βιβλίο, συστημένο, με ξεχωριστό μου γράμμα, παρακαλώντας να μου γνωρίσει μόνο τη λήψη - Αν εσύ τόμαθες ποτέ, τόμαθα κι εγώ, μήνες και μήνες τώρα. - Θα σου στείλω όμως, να τους δόσεις για δημοσίευση, αν το θέλουνε, ένα μεγάλο άρθρο μου " περί ποιήσεως". Θα το δεις κατά πρώτο εσύ αν αξίζει από κάθε πλευρά το περιεχόμενό του και τότε το δίνεις...".
Ο Γιάννης Ρίτσος της απαντά στις 9 Μαρτίου 1962 : " ...Όταν έλαβα τη μελέτη σου - χωρίς δυο λόγια σου - δεν ήξερα για πού την προορίζεις, μα σκέφτηκα αμέσως την 
" Επιθεώρηση Τέχνης". Το γράμμα σου δικαίωσε την πρόβλεψή μου. Θα πάω σήμερα κιόλας. Εμένα μου άρεσε εξαιρετικά. Προσεγγίζει αυτό το δύσκολο θέμα καίρια και ουσιαστικά. Μιλάει όντως για την ποίηση, ενώ συνήθως οι πιότερες μελέτες για την ποίηση μιλούν για ό,τι δήποτε άλλο εκτός απ' την ποίηση..."
Η μελέτη τελικά δημοσιεύεται μετά από πολλές καθυστερήσεις και  το μεγάλο ενδιαφέρον του Ρίτσου στην " Επιθεώρηση Τέχνης " τον Σεπτέμβριο του 1962. Ο ίδιος μάλιστα φροντίζει να την ενημερώσει ( επιστολή 3/8/1963) για την θετική απήχηση  της: "...Και στην "Επιθεώρηση Τέχνης" πολύ θάθελαν τη συνεργασία σου - πότε με κανένα μελέτημα  σαν εκείνο για τις " Περιπέτειες της ποίησης", που άρεσε σ' όλους εξαιρετικά..."
( Γιάννης Ρίτσος - Μέλπω Αξιώτη, Καταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά. Σπαράγματα αλληλογραφίας(1960 - 1966), Επιμέλεια - Εισαγωγή - Σημειώσεις Μαίρη Μικέ, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2015)
Η μελέτη της Μέλπως Αξιώτη " Η ποίηση και οι περιπέτειές της " με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης


 
Μια φορά κ’ έναν καιρό παριστάνανε την ποίηση με φτερά, άγγελο απ’ τους ουρανούς, μυστηριώδες και ασύλληπτο πλάσμα, όπως συχνά παρουσιάζονταν εικονογραφικά οι αφηρημένες μεγάλες έννοιες, π.χ. η ελευθερία. Η αφέλεια είχε ακριβώς τη δικαιολογία της: το μυστήριο που περιβάλλει την ποίηση, ένα από τα δημιουργήματα της τέχνης. Κι αν λέω μερικά λόγια εδώ, ύστερα από τους τόννους το χαρτί που γράφονται μ’ αυτό το θέμα – χωρίς να με πειράζει πόσο θα ήταν γνωστά – δεν είναι επειδή απ’ όλα τα είδη του λόγου της έδοσαν πάντα την πρώτης ποιότητας θέση, είτε για ό,τι άλλο, αλλά από μόνη αφορμή τους νέους που πρωτογράφουν ποιήματα.
Η περιπέτεια της ποίησης – πώς να τη γράφω, πώς να τη διαβάζω, γιατί τούτο είναι καλό, γιατί το άλλο δεν είναι καλό, αφού εμένα μ’ αρέσει κλπ. – αρχίζει απ’ τη στιγμή που δεν υπακούει σε νομοτέλειες, περισσότερο από άλλες τέχνες βασίζεται κυρίως στην αναζήτηση την ατομική. Μυστήριο βέβαια υπάρχει σ’ αυτή καθαυτή τη λειτουργία του μυαλού, στη δουλειά που κάνουν τα νεύρα του εγκεφάλου, ώσπου να καταλήξουν σε όποιες ανθρώπινες πράξεις, μόνο πως το μυστήριο της ποίησης απέναντι στο αποτέλεσμα , είναι ας πούμε πιο βαθύ. Προσκυνώ τον Αϊνστάιν ως μέγα νου, ευεργέτη της ανθρωπότητας, και πολύ όμως αμφιβάλλω πως θάχε επιτυχία στο στίχο. Το δικό του μυαλό, μ’ όλη την τελειότητα του μηχανισμού και τα επί μέρους της προσωπικής του επιστημονικής έμπνευσης βασίστηκε τουλάχιστο στο αμετάβλητο νόμο: ένα και ένα κάνουν δύο.
Αντίστοιχο νόμο δεν έχει η ποίηση, το ένα και ένα, εδώ, δεν είναι διόλου βέβαιο πως θα κάνουνε δύο. Υπάρχουν χρόνια τώρα στον κόσμο και ινστιτούτα λογοτεχνικά, μπορεί να βγουν από κει οι περίφημοι φιλόλογοι, όμως η διεθνής στατιστική πείρα δεν έδοσε ως τώρα ενδείξεις πως από τέτοια ιδρύματα βγήκαν οι ποιητές. Αυτοί τυχαίνει να έχουν τις πιο απίθανες επαγγελματικά ειδικότητες, ή και καμιά ειδικότητα. Παράδειγμα απ’ τις χιλιάδες ο Rimbaud, ο κοντραμπαντιέρης, που γύριζε στεργιές και πελάη, για να πεθάνει τριαντεφτά χρονών, αφήνοντας στην παγκόσμια κληρονομιά, μόνο εκείνο ας πούμε, το φοβερό αριστούργημα « Το μεθυσμένο καράβι». Είτε ο Eluard, όταν του τύχαινε ν’ αναφέρει: « δεν έχω κάμει εγώ κλασικές σπουδές», το οποίο για Γάλλο διανοούμενο, δεν είναι παρά μια σκληρή ομολογία – ενώ ωστόσο έφτασε σαν ποιητής, εκεί που έφτασε. Μεγάλη για τον άνθρωπο υπόθεση οι σχολές, αλλά ως προς την ποίηση, το δυστύχημα είναι πως όταν τις τελειώσεις, στέκεις ακριβώς στο κατώφλι της. Να μπω ή να μην μπω. Αν τ’ αποφασίσεις να μπεις, τότε και αρχίζει το βάσανο, από κει και πέρα. Έξω απ’ τα τείχη των σχολών βρίσκεται της ποίησης το βασίλειο.
Όταν έχεις μιλήσει για μυστήριο, πάει να πει και μυστικό. Η ποίηση λοιπόν έχει τα μυστικά της που πρέπει να της κλέψομε – για να την καταλάβομε, αυτή είναι ολότελα μοναδική μας ελπίδα. Όσο για ορισμό, και ανώφελα, έναν θα τολμούσα να πω. Ποίηση είναι ο κόσμος + ο ποιητής.
Βου – α βα, το παιδί μαθαίνει να συλλαβίζει. Από δω ξεκινά η υπόθεση. Η συλλαβή κατόπι φτιάχνει τη λέξη. Το πρώτο μυστικό της ποίησης είναι ακριβώς η λέξη, ελόγου της κάνει τα υπόλοιπα. Χιλιάδες των χιλιάδων έχουν τα λεξικά. Τις ξέρομε, μαζί με τους συνδυασμούς που καταστήνουν τη γλώσσα. Αδίκως θα γελάσει όποιος γελάσει. Από τα δύσκολα του κόσμου ζητήματα είναι να γνωρίζεις τη γλώσσα σου, όταν προπάντων έχεις τριγλωσσία. Δε λέω μόνο για τους Έλλληνες της ξενιτιάς – ακόμα περισσότερο οι αποκομμένοι απ’ τον κορμό, απ’ τις ρίζες – μα για τον κάθε πολίτη. Αλφαβητάρι μόνιμο, καλό θα ήταν να είναι το λεξικό το ελληνοελληνικό, σ’ αυτόν τον αφανή ήρωα βρίσκεται της ποίησης η πρώτη ύλη: η γλώσσα, που βγαίνει από τη λέξη.
Ο πλούτος του λεξιλογίου, χαρακτηριστικό των μεγάλων έργων, καθαρά φαίνεται σ’ εμάς, στην πιο κοντινή ας πάρομε κληρονομιά μας, από τον «Ερωτόκριτο» π.χ μέχρι το δημοτικό τραγούδι. Η λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α  της λέξης είναι μάλιστα τέτοια, ώστε κι από μόνη της η υποβολή μιας λέξης μπορεί να βάλει σε κίνηση το νου και το συναίσθημα, να σου ξυπνήσει κάτι που κουφοβράζει μέσα σου. Γιατί η λέξη δεν είναι άλλο εδώ, παρά η κάθε συμπυκνωμένη συγκίνηση που υπάρχει εντός της. Παράδειγμα, οι ιδιότυπες μαζί με τις συνδέσεις τους τεράστιας αξίας καβαφικές λέξεις, αναπανάληπτες όμως, όσο που θα έχει χαθεί του βιώματος η βάση. Κατά την ώρα που θα μπει η λέξη στο κείμενο, ανάλογα με τις άλλες που θα την πλαισιώσουν, με τη συγκινησιακή προέκταση που θα πάρει ο ήχος της, αυτό και δημιουργεί το ξάφνιασμα , εκείνη τη μαγεία, δηλαδή την ποίηση, οπού δίχως τη μαγεία αυτή, το όραμα το μυθικό και στα πιο ταπεινά, ποίηση δεν υπάρχει. Απόδειξη του αντίθετου, ότι την ίδια κι όμοια όταν τη βρίσκεις αλλού, πέφτει και χάνεται, αγνώριστη είναι, δε σε βοηθά σε τίποτα.
Η τοποθέτηση της λέξης μέσα στο ποιητικό έργο ολοκληρώνει τη λειτουργία της, όταν σε φέρνει να νομίζεις πως την ακούς για πρώτη φορά. Το φαινόμενο τούτο, ιδίως στον ποιητικό λόγο φανερό, θυμίζει το απίστευτο – πριν ανακαλυφθεί – του υδρογόνου και οξυγόνου που άμα συνδυαστούν γίνουνται νερό. Γι’ αυτό μεγάλη χάρη χρωστιέται στη νέα λεγόμενη ποίηση που έμπασε την ταπεινή λέξη του πεζοδρομίου, της κουβέντας, στην τέχνη – ώστε να ξέρομε πια ότι « ποιητικές – αντιποιητικές « όπως κάποτε λεγόταν, δεν υπάρχουν. Πρέπει να τη σέβεσαι, να την αγαπήσεις τη λέξη, για να παρουσιαστεί στο πλάσιμο όλη η σημασία του ποιητικού βάρους.
Μανιακός δεν είναι ο τεχνίτης, αν δε δέχεται ν’ αντικατασταθεί μια λέξη του με άλλον τονισμό, ν’ αφαιρεθεί καν ένα στίγμα απ’ το κείμενο – το ίδιο μανιακός θα ήταν, όσο κι ο χτίστης μεσαιωνικών μητροπόλεων όταν, έχοντας συνείδηση πως το δικό του έργο δεν είναι παρά τμήμα μόνο συνόλου, δε θ’ άφηνε να του κοντήνουν δοκάρια.
Αν δεν υπάρχουν λέξεις ποιητικές κι αντιποιητικές, θάθελα ωστόσο ως παρένθεση, να πω ότι παραμένουν οι χυδαίες, μέσα σε αντίστοιχό τους πλαίσιο. Το πεζοδρόμιο και η κουβέντα, αν μπήκανε στην τέχνη είναι για άλλο ζήτημα, για τα ολοζώντανα, θετικά στοιχεία τους, όχι για το πρόστυχο, που εντελώς το αποκλείει η ποίηση. Χοντρές εκφράσεις και οι εικόνες τους, δε θα πει πως έχουν λαϊκότητα, ούτε χιούμορ, ούτε ρεαλισμό περιγράφουν. Ενώ στη σύγχρονη λογοτεχνία μας ξετρύπωσε τούτο το φαινόμενο του εύκολου εκχυδαϊσμού, η παραποίηση του ρεαλισμού σε σκέτο νατουραλισμό, όχι σαν τέχνη, μα σαν ατυχία.
Τυχαίνει να ξέρω ένα ποίημα όλο ελαττώματα, ένα μια στάλα πράμα, τέσσερις μικρές σειρές, μήτε τίτλο δεν έχει, μόνο την αδέξια επανάληψη του πρώτου στίχου για τίτλο, και επανάληψη της ίδιας ακριβώς λέξης στην ομοιοκαταληξία των δύο απ’ τους τέσσερεις στίχους, κ’ εκείνον τον τύπο – τόσο...όσο – τον αντιπαθητικό και σε άρθρο εφημερίδας, οι εικόνες του χιλιοειπωμένες, παμπάλαιο το περιεχόμενο. Όμως πόσο θάθελα να τόχα κάμει κ’ εγώ.

Παίζει απόψε το φεγγάρι στην κληματαριά
πούναι να το πιείς αλήθεια στο ποτήρι
κι’ όχι τόσο γιατί παίζει στην κληματαριά
όσο γιατί φέγγει δίπλα σ’ ένα παραθύρι...

Τι μεγάλη που είναι η ευκολία του, ε; Μόνο πως θα ήταν, αν το λέγαμε, και η πλάνη μας μεγάλη. Το ακρότατο – από τα αφελή λεγόμενα – τούτο παράδειγμα, και γι’ αυτό το διάλεξα, μπορεί να δείξει ολοφάνερα τη λειτουργία των πιο κοινών λέξεων, εκεί όπου γίνουνται ποίηση. Αν ήταν ν’ αναλύσομε τα ελαττώματά του, θα του καταλογίζαμε γνώση της έκφρασης της δημοτικής από έναν στυλίστα της γλώσσας, χρησιμοποίηση της βαθύτατα ελληνικής εικόνας από έναν γνώστη του έρωτα.
Υπολογίζω πως τούτη «η κληματαριά» - που θαρρείς πρώτη φορά την ακούς εδώ – θα του κόστισε του Μαλακάση, που την έγραψε, καμιά 70αριά χρόνια ζωής. Όσα του χρειάστηκαν για το σύνολο του έργου του, μέχρι τον «Μπαταριά» του και το «Μεσολογγίτικο». Απ’ όταν γεννηθεί ο άνθρωπος, η μνήμη του αρχίζει να δουλεύει. Στην καλλιτεχνική μνήμη που δεν κρατά επεισόδια μα την ουσία τους, χρωστά ο τεχνίτης πολλά απ’ όσα θα κάμει. Στην ποιοτική όμως εξέλιξη της ποίησης σήμερα, δεν μπορείς να παίζεις μαζί της – και με τον αναγνώστη. Οι στίχοι ως γνωστό δεν το κάνουν το ποίημα. Ούτε οι ομοιοκατάληκτοι ούτε οι ελεύθεροι. Κα αλλοίμονο στους «ελεύθερους» προπάντων. Το κάθε νέο φαινόμενο δεν είναι αυτόματα προοδευτικό, ούτε κι από μονάχο του καλύτερο πάντα απ’ το πιο παλιό. Η υποτιθέμενη ελευθερία τους είναι η πονηρή παγίδα για να τσακώνει τον απρόσεχτο, ενώ ταυτόχρονα στάθηκε από τους αποφασιστικούς σταθμούς στην αναγεννητική πορεία του στίχου. Το μόνο, ότι η ελευθερία αυτή δεν έχει το ελεύθερο να γίνει ταχυδαχτυλουργία. Η κλίμακα του μέτρου σήμερα πια αρχίζει από τον πεζό φαινομενικά λόγο, μ’ όσες θέλεις αράδες, και φτάνει ως την πιο τέλεια κλασική του στίχου μορφή. Αλλά τι βγαίνει μ’ αυτό; Τίποτα.
Τον κάθε στίχο, με τη δική του μετρική, τον κάνουν πολλά άλλα, και πρώτα απ’ όλα η ζ ω ή του δημιουργού – αυτή και μόνη που δημιουργεί πάσα δημιουργία – οι συγκινήσεις κι’ η δική του εμπειρία, μ’ αυτά υπάρχει ελπίδα να μεταδόσει στον άλλον εκείνο το πρόβλημα που τον απασχολεί μες στο στίχο. Στην περιοχή της τέχνης, όλα δεν εξηγούνται με την απόλυτη λογική – μια απ’ τις βασικές διαφορές της με την επιστήμη. Το μόνο σίγουρο πως τα παραπάνω πρέπει να υπάρχουν για να γίνει η τέχνη. Οι απαραίτητες αυτές προϋποθέσεις, ένα ακόμα μυστικό της ποίησης, είναι και η βάση για να εκδηλωθεί το λεγόμενο ταλέντο.
Το ταλέντο τούτο – που δε συνίσταται μόνο σ’ εκείνα που θα γράψεις, αλλά και σ’ ό,τι εξίσου αφαιρείς – μπορεί η έννοιά του να έχει παρεξηγηθεί, ίσως να είναι ταλαιπωρημένο καθώς συχνά το βάλανε κάπου όπου δεν υπάρχει, όμως η σημασία του είναι αποφασιστική. Μια μέρα, ένας άνθρωπος κάθισε μπρος σ’ ένα άσπρο χαρτί μ’ ένα μολύβι στο χέρι, και πάνω στο άδειο χαρτί παρουσιάστηκε  ένα έργο που θα ζει παραπάνω απ’ όσο αυτός που τόγραψε: το όμορφο υλικό του τεχνίτη εβγήκε απ’ το χαρτί και περπατεί τώρα μέσα στον κόσμο. Τόση ακριβώς σημασία έχει το ταλέντο. Στη δυσκολονόητη σημασιολογικά έννοιά του, υπάρχουν και στοιχεία πολύ καθορισμένα, από κείνα που λέγουνται πεζά. Να θέλεις να γίνεις ποιητής, και να σου πουν πως πρέπει να δουλέψεις σαν τον μαρμαρά την πέτρα, να σου παίρνει ο κάθε στίχος χρονώνε δουλειά. Μόχθος είναι η μόρφωση, η σοφία, το δε περίεργο, ότι μόχθος είναι και το να γίνει ένα ποίημα. Η σκληρή αυτή δουλειά δεν είναι άλλο, παρά το σίγουρο ξεδιάλεγμα που μαντεύει το περιττό, συνδυασμοί της ακατέργαστης ύλης, η συγκέντρωση πείρας εντελώς προσωπικής.
Σ’ αυτόν τον μόχθο μπαίνει και το διάβασμα, που δεν είναι μόνο πηγή γνώσεων βιβλιολογικών, αλλά άπειρα κομμάτια ζωής, πηγές άμεσες της τέχνης, κάποιος άλλος κ’ εκείνα  τάζησε όπως θα τάχες ζήσει εσύ, και διόλου δεν είναι βέβαιο πως κάτι που διαβάζεις δε θα σε συνταράξει για να σου δόσει « αφορμή», όσο και μια στιγμή ζωής σου την έδοσε. Η Ζωή λοιπόν, μα και η τέχνη, που γεννά την τέχνη, αφού πριν να γίνει τέχνη, ήταν κι’ αυτή ζωή. Γι’ αυτό, την αφορμή τυχαίνει να την παίρνουν από έναν πίνακα ζωγραφικό, από μουσικό κείμενο. Σε κάποιους μη δημιουργούς που δεν τα δέχονται αυτά, γιατί δεν ξέρουν ότι γίνονται, αν τους προσκομίζονταν απτές οι αποδείξεις, όπου η αφορμή ίσως πια να είναι αγνώριστη, ακόμα και αντίθετη από την αφορμή, δε θάχανε παρά να μείνουν μ’ ανοιχτό το στόμα.
Με τη λέξη «καλλιέργεια» χαρακτηρίζουν οι γλώσσες τον άνθρωπο το μορφωμένο. Καλλιεργημένο τον λένε. Καλλιεργώ, είναι πολύ συγκεκριμένο πράγμα, τη γη καλλιεργείς για να φυτρώσει ο σπόρος, τον νιάζεσαι και πέρα απ’ το φύτρο του. Ο Μαγιακόφσκι λέει κάτι που θέλω ν’ αναφέρω. « Ένα ποιητικό έργο ποιότητας, μπορεί να γίνει σ’ ένα δοσμένο χρονικό διάστημα μόνο αν διαθέτεις μεγάλο αριθμό από “ ποιητικά αποθέματα”. Τα αποθέματα αυτά τ’ αποθηκεύεις στο κεφάλι σου, τα πιο δύσκολα γράφονται σε σημειωματάριο. Πώς θα τα μεταχειριστείς, δεν ξέρω καθόλου, ξέρω όμως πως όλα θα χρησιμοποιηθούν. Η προετοιμασία αυτών των αποθεμάτων μού παίρνει όλον τον καιρό μου. Τους αφιερώνω 10 ως 18 ώρες την ημέρα και πάντα καταγίνομαι κάτι να μουρμουρίζω. Αυτή η συγκέντρωση είναι που εξηγεί την περιώνυμη αφηρημάδα των ποιητών».
Σε συνέδριο των Γερμανών συγγραφέων, στα 1956, θυμούμαι τον γνωστό συγγραφέα της Δυτικής Γερμανίας Χανς Φρανκ, όταν έλεγε στο λόγο του, και δίπλα καθόταν ο μεγάλος ποιητής της Λαοκρατικής Δημοκρατίας Γιοχάνες Μπέχερ: « Για τους νέους προπάντων θα ήθελα να τονίσω πόση προσπάθεια χρειάζεται για να γράψουν το έργο τους. Θα τους δώσω ένα παράδειγμα. Νέοι είμαστε τότε κ’ εμείς, όταν μια μέρα βρήκα το φίλο μου Μπέχερ να χτυπά στη μηχανή κάποιο στίχο του. Ύστερα από πολλές εβδομάδες τον ξαναβρήκα να χτυπά εκείνον τον ίδιο στίχο». Να μη φρίξει όποιος δίκαια εκτιμά την αυθόρμητη στον ποιητή έμπνευση, η κατεργασία αυτή δεν αφαιρεί τίποτα από της έμπνευσης την αξία.
Τα μυστικά όμως ακόμα δεν τέλειωσαν, ούτε τα βάσανα. Όσα κι αν λέμε μέχρι εδώ, μήτε ένα στίχο δεν έχουμε κάνει, αυτός θέλει κι άλλα στοιχεία. Θέλει ρυθμό, δηλαδή μουσικότητα, προσωπικά δική σου, όχι απαραίτητα την ίδια που σου δίδαξε η προσωδία. Περίεργο φαινόμενο είναι ότι η ανάγκη του ρυθμού μπορεί να υπάρχει π ρ ι ν  κι από τις λέξεις. Όποιος έχει λίγο καταγίνει, το ξέρει από μόνος του. Μέσα στο νόημα που θέλει να εκφραστεί, σε βασανίζει ένα κομμάτι ρυθμός που ακόμα οι λέξεις δεν του ταίριαξαν, και τελικά η ενορχήστρωση της αρμονίας σού τις βρήκε.
Εκαταπάτησε λοιπόν η ποίηση κι άλλα λημέρια: της μουσικής. Μα δεν της έφτασε αυτό, και τρυπώνει στις εικαστικές τέχνες, γιατί χρειάζεται απαραίτητα εικόνες: σαν τη ζωγραφική. Τις βλέπει ο δημιουργός να του παρουσιάζονται μπρος του, τον παίρνουν και τον περπατούν, μα δεν ξέρει αν εκείνες τον πάνε, είτε αυτός τάχει βγάλει απ’ το νου του.
Έτσι η ποίηση καλύτερα αποδείχνει πως οι τέχνες δεν είναι παρά μια μόνο τέχνη, με διαφορετικά τα εκφραστικά μέσα. Σωστό θα ήταν, αν η κριτική δεν απόδειχνε πρότυπα και επιδράσεις ποιητικών κειμένων μόνο από αντίστοιχα ποιητικά, αλλά να τ’ αναζητούσε και στις απόλυτα συγγενικές τέχνες: εικαστικές και μουσική. Οι αναγνώστες μουσικοί και ζωγράφοι, καλύτερα σαν τεχνίτες το καταλαβαίνουν όταν συχνά σ’ ένα ποίημα βρίσκουν τις ρίζες από δικές τους ειδικότητες.
Κ’ εδώ τώρα παρουσιάζεται άλλο στοιχείο στην ποίηση: η φαντασία. Ανοικονόμητη αυτή, όρια και φραγμό δεν γνωρίζει. « Δημιουργική ικανότης του πνεύματος» την ορίζει το λεξικό. Το δεύτερο απ’ τα τρία θεμελιακά συστατικά της ευφυΐας: αντίληψη – φαντασία – κριτική ικανότητα. Η φαντασία δημιούργησε ένα απ’ τα κορυφαία νεοελληνικά έργα, τη « Γυναίκα της Ζάκυθος» - από τα πιο ποιητικά πιθανόν του Σολωμού, αν και σε πεζό γραμμένο. Η φαντασία είναι εκείνη που μυθοποιεί το πραγματικό γεγονός, μ’ αυτήν ίσως ο ποιητής γίνει ξανά παιδί, είναι ο καταπληχτικώτερος παραμυθάς του κόσμου. Όσο πιο ανυπάκουη είναι, πιο σίγουρα φτάνει εκεί που θέλει να πάει. Η ανταρσία της δεν είναι παρά φαινομενική, γιατί έχει αυτή το σκοπό της, σταθερό και πεισματάρη: να μαγεύει τον άνθρωπο. Πολλαπλασιάζει τη ζωή του τεχνίτη, την κατακομματιάζει και βγαίνουν πολλαπλές ζωές. Είτε αντίστροφα , παίρνει ζωές, και μια μοναδική παρουσιάζει. Νομίζεις εσύ πως διαβάζεις αυτοβιογραφία, μα δεν είναι στοιχεία αυτοβιογραφικά, σε ξεγέλασε. Τις εμπειρίες και τις μνήμες η φαντασία τις κλώθει, αναμοχλεύει, μετατοπίζει, από το ένα στοιχείο σου βγάζει το αντίθετο, από το αρνητικό τώρα βγάζει το θετικό, το τραγικό στο χωνευτήρι  της γίνεται λυρισμός, στιγμές της ευτυχίας πλάθουνε τραγικότητες, που ακριβώς γι’ αυτό είναι πιο συγγενικές με την ευτυχία, δραματικά φαινόμενα τυχαίνει να ταιριάζουν στην έξαρση καλύτερα από τα λυρικά, και δεν υπάρχει τέλος.
Τι γίνεται εκεί μέσα, στο σκοτεινό εργαστήρι του ανθρώπινου μυαλού, κανείς ποτέ δεν το ξέρει, και οι φανατικοί των πηγών, εκεί θα πέσουν έξω. Είναι απόλυτα σίγουροι για κάτι τόσο βέβαιο, που με τους συνειρμούς, από τα συμφραζόμενα και τα συμπαρακείμενα, έτσι ακριβώς είναι, μόνο που εγελάστηκαν , γιατί τυχαίνει να είναι το αντίθετο. Και ανθρωπίνως αδύνατο να παν να σκαλίσουν μες στη βαθειά χοάνη όπου συντελείται της ποίησης το μυστήριο.
Ιστορικός έμεινε με την αποκαλυπτική αλήθεια του ο λόγος του Φλωμπέρ, όταν τον ρώτησαν ποια είναι η γυναίκα του φαρμακοποιού Μποβαρύ, που παρουσίασε τόσο ρεαλιστικά στο έργο του, ώστε να επέμβουν και οι δικαστικές αρχές: « Η κυρία Μποβαρύ είμαι εγώ». Τι είχε γίνει δηλαδή; Ο τύπος της γυναίκας δεν αντιπροσώπευε παρά κοινωνικό φαινόμενο της πόλης όπου ζούσε ο Φλωμπέρ, έπρεπε όμως να υπάρχξει εκείνος, με το ταλέντο του, τις εμπειρίες της δικής του ζωής, για να μας μείνει το κλασικό αυτό έργο.
Να με συμπαθά ο καθείς και προπαντός ο ίδιος. Στα δυο ποιήματα του Βάρναλη, που τάχω για τα πιο τέλεια του δικού του έργου, κι ανάμεσα στα καλύτερα της νεοελληνικής ποίησης – « Χορός των Ωκεανίδων», « Η Μαγδαληνή» - βλέποντας τη Μαγδαληνή και την Ωκεανίδα, το Βάρναλη εγώ θωρώ, με όλα τα προβλήματα της εποχής που τον ανάστησε, δώρο στην ποίησή μας, και διόλου δε μας ξεγελά πως μες στο σπαραγμό κοινωνικών συγκρούσεων και ερωτισμού εξαίσιου, μίγμα σάρκας και πνεύματος, δεν είναι αυτός, ο ίδιος Μαγδαληνή και Ωκεανός. Σ’ αυτά τα δύο έργα του περισσότερο παρά σ’ ορισμένα άλλα, και για το π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν ο ακόμα, με του αριστερού ακριβώς την ιδιότητα, η αριστερή κριτική θάπρεπε παραπάνω να στηρίζεται στην αξιολόγηση της βαρναλικής δημιουργίας.
Όλα τα παραπάνω μας μαρτυρούν ένα ακόμα μυστικό της ποίησης: την πρωτοτυπία. Άλλη παγίδα, προδοτική. Αλλοίμονο σ’ όποιον σκεφθεί: πρέπει να είμαι πρωτότυπος – κανένα τερατάκι μέλλει να δει το φως της μέρας. Σε μια περίπτωση η πρωτοτυπία υπάρχει, όταν είναι στοιχείο οργανικό του τεχνίτη, ούτε ξέρει πώς γίνεται, έρχεται από κει που δεν το περιμένει, είναι του ταλέντου του η παρουσία, δεν είπε κάτι πρωτότυπο επειδή τέτοιο το θέλει, μα γιατί δεν μπορούσε να το πει αλλιώς, δεν ήταν ικανός δηλαδή διαφορετικά να το κάμει.
Σήμερα πια που δεν έμεινε τίποτα να μην έχει ειπωθεί στον κόσμο, ύστερα από αιώνες γραφής και τα άπειρα τεχνικά μέσα διάδοσης του λόγου που τον γνωστοποιούν, η πρωτοτυπία μόνη είναι ικανή, το απολύτως γνωστό να το ξανακάμει πρωτότυπο. Ώστε ποια θα ήταν η δουλειά του μη – πρωτότυπου για να καλυτερέψει την παραγωγή του; Τολμώ να πω, κατά πρώτο, ν’ αποφύγει την «πρωτοτυπία». Κατόπι, όσο θα διαβάζει ό,τι μπορεί να διαβάσει, μια ματιά έστω να ρίξει στα όσα γράφουνται επί γης, με την εξάσκηση στην τέχνη του, το ανέβασμα του γούστου – γιατί και το γούστο το αποχτάς – βλέποντας πόσο μάταιο είναι να ξαναπείς όσα είναι κατά κόρο ειπωμένα, σίγουρα ένα είδος τρόμου θα τον καταλάβει και η σωτηρία θάρθει από κει: ν’ αποφύγει όχι μόνο τη θεληματική πρωτοτυπία, μα και το περιττό. Το ανώφελο λοιπόν.
« Δε γυρεύω, βρίσκω». Του Πικασσό είναι τούτη η φράση, κι όλο το νόημα της οργανικής πρωτοτυπίας, αυτός ο υπερπρωτότυπος κολοσσός με τρεις λέξεις μας το δίνει.

Μπορούσαμε να τελειώναμε εδώ. Μα κάποιος σε παραμονεύει τώρα για να πει: Και πού είναι το περιεχόμενο;
Η αλήθεια είναι πως τούτα όλα αφορούν τη λεγόμενη μορφή. Κ’ η άλλη αλήθεια, ότι η μορφή στην τέχνη δύσκολα ξεχωρίζει απ’ το περιεχόμενο.
Πολλά παραδείγματα θαρρώ είπα, θα το πω κι αυτό. Μάρτυς μου ο Θεός, τις θαλασσινές γερόντισσες τις ξέρω – μαζί τους πέρασα τη ζωή μου, εκείνες να μιλώ με μάθανε, μ’ αυτές και τώρα ακόμα ζω. Το θέμα δηλαδή δε μου είναι άγνωστο. Μα έρχεται ο Γιάννης Ρίτσος και σου γράφει ένα ποίημα.
Τεράστιο στην ελληνική ποίηση. « Οι γερόντισσες κ’ η θάλασσα». Κ’ εγώ σα να τις ξαναγνώρισα πάλι τις γερόντισσές μου, από την αρχή. Γιατί όμως ; Τι έγινε; Έγινε «μόνο» τούτο: πως το γνωστότατό μου θέμα – το περιεχόμενο – ο Ρίτσος του βρήκε τη μορφή του. Από μονάχο του το περιεχόμενο δε θα μου μάθαινε τίποτα. Εδώ η μορφή ε δ η μ ι ο ύ ρ γ η σ ε από ξαρχής το θέμα. Αυτό είναι το ψευτοπρόβλημα – τι να προηγείται, τι να έπεται – που βασανίζει κόσμο, ενώ μορφή και περιεχόμενο στο αληθινό έργο τέχνης, είναι αξεχώριστα.
Από τις μεγάλες πληγές της τέχνης, είναι η συνταγή. Κ’ ενώ άμα σου τήνε δόσει γιατρός για το φαρμακείο, μπορεί να σε γλυτώσει από θάνατο, η συνταγή στην τέχνη επιδημίες φέρνει θανατερές. Να βάλω μια τόση δόση από το θετικό και τον αρνητικό ήρωα. Μην τυχόν κι ο αρνητικός μου κουκουλώσει το θετικό μου. Τώρα εδώ το καινούριο να δίνει γροθιές ν’ αποσπρώχνει μέχρι θανάτου το παλιό. Σήμερα, μήνας Ιούλιος, την προτεραιότητα την κατέχει τούτο ακριβώς το θέμα – όθεν και το περιεχόμενό μου. Αυτό στη ζωή δεν έγινε έτσι, αδύνατο των αδυνάτω, δεν είναι ρεαλιστικό, σβήσε – γράψε, ξανασβήσε. Και πού είναι το ρωμαλέο στην τέχνη, το αισιόδοξο; Ίσα – ίσα εδώ μπαίνει. Πού είναι ο λαός; Στα ολοφάνερα να τόνε βγάλω να φαίνεται.
Ανύπαρχτα είναι αυτά; Πείρας μακράς εξαγόμενο. Αν τα δεις όμως συγκεντρωμένα, φυσικά είναι μπελάς. Όμως και πώς παρουσιάστηκαν. Καλά θα ήταν να παρουσιαστούν σαν σωστές βασικά ιδέες , βοηθητικά στοιχεία στις αναζητήσεις του καλλιτέχνη, και μάλιστα σοβαρά στοιχεία, μα η αρνητική τους σημασία – ο φόνος της τέχνης – συντελείται όταν θα γίνουν αφορισμός, κρεμασμένο φυλαχτό στο τραπέζι σου, και συχνά το μόνο που να οδηγά του δημιουργού το μυαλό και την πένα.
Εκτός από γενικώτερες παρεξηγήσεις – μεγάλες – στην περιοχή της τέχνης, μια απ’ τις αιτίες νομίζω που φούσκωσαν στα πρόσφατα χρόνια μας το ρόλο των συνταγών, είναι η ε υ κ ο λ ί α  που προσφέρουν στον τεχνίτη, και στον κριτικό του – για να μην πέσουν έξω. Έχεις δοσμένο μοντέλο, εφάρμοζέ το και γράφε. Το κρατάς δίπλα σου, παραλλήλιζε και κρίνε τα γραφτά. Οι γιαγιάδες μας λέγανε να δένεις κόμπο στο μαντήλι σου για να θυμάσαι. Το βασικά σωστό έγινε στην υπερβολή του η μαγική ράβδος που τα πάντα εξακριβώνει. Πότε να σταματούσε η γλύστρα, σε ποια στιγμή; Δεν έχει εδώ ειδοποιητικό μηχάνημα πως ο πολύς ατμός κρεπάρει και το καζάνι.
Σταθερές ανθρώπινες στη ζωή αξίες, υπάρχουν ασφαλώς. Μα δεν είναι και παντοτινοί οι τ ρ ό π ο ι της προβολής τους στην τέχνη. Σωτήριος κι αν είναι ένας κανόνας για ένα δοσμένο χρόνο, τυχαίνει να μην εφαρμόζει πια στη στενή σημασιολογία του, ώστε να χρειάζεται η σχετική μέσα στην πραγματικότητα προσαρμογή του. Απόδειξη έργα ξορκισμένα με τη διατύπωση της παρακμής, είτε άλλων, ήρθε η ώρα τώρα να παίρνουν τις σωστές της σημασίας τους αναλογίες. Απόδειξη , η πρώτη σουρεαλιστική εποχή του Αραγκόν – η τουλάχιστον αντιπαρερχόμενη – να τονίζεται ιδιαίτερα τώρα σαν αξεχώριστο τμήμα, θετικό και απαραίτητο για την κατανόηση της όλης λογοτεχνικής παραγωγής του, από τον μαρξιστή φιλόσοφο Ροζέ Γκαρωντύ, σε ειδικό βιβλίο κριτικής αξιολόγησης που αφιέρωσε στου Αραγκόν το έργο. Και πώς θ’ αποδειχνόταν με αληθογνωσία τριγωνομετρική, η επίδραση που είχε στην εξέλιξη της ρούσικης πραγματικότητας – απ’ την ανάστροφη σε σχέση με το επιφανειακό περιεχόμενο – δίπλα στις συνειδητές του κριτικού ρεαλισμού δημιουργίες, το έργο το σατανικό, της παρακμής, ενός Ντοστογιέφσκι;
Και τούτα όλα, επειδή ακριβώς δεν είναι σπάνιο κι ο προοδευτικός κανόνας να γίνεται αντιδραστικός, όταν πια γίνει τροχοπέδη. Αφηρημένς έννοιες τότε καταντούν, παλαιΐκές μορφές, ειδυλλιακές καταστάσεις, απλοϊκές αγιογραφίες βλαβερές, τα έργα και τα πρόσωπα που μέσα τους κινούνται. Διδακτικά, τα έργα αυτά συνηθίζεται διεθνώς να λέγουνται, μα το κακό είναι μήπως ούτε και διδάσκουν, παρά μόνο με την έννοια ότι κατασκευάζουν μια πρόληψη.
Πολύ θα μας έπαιρνε να λέγαμε πόσο αυτό είναι δύσκολο να γίνει έγκαιρα αντιληπτό – αφού δημιουργήσει πρόληψη – και πόσο ακόμα πιο δύσκολο να έχεις τη δυνατότητα, τα μέσα της αναπροσαρμογής, όταν η πρόληψη πια ερίζωσε σε δημιουργούς και αναγνώστες. Όταν, και απονεκρωμένες αν καταργήσεις τυπικά διατυπώσεις, διατηρείται για πολύ ακόμα στα μυαλά το περιεχόμενο της κυριαρχίας τους.
Πρωταρχική πάντως προϋπόθεση για όλα αυτά τα λεγόμενα εποικοδομήματα – όπου μπαίνουν και οι τέχνες – είναι η δημοκρατία. Ο πολυβασανισμένος τούτος λόγος, η δημοκρατία στην απόλυτα θετική της έννοια, που δεν είναι ζήτημα μόνο θεσμών – ευκολοπαραμεριζόμενων – μα προπαντός ηθών και εθίμων. Αυτή ακριβώς η δημοκρατία, όταν έχει αναπτυχθεί σαν συλλογική συνείδηση, ιστορική, εκδήλωση ωριμότητα κοινωνικοπολιτικής, η ίδια βρίσκεται στη βάση της δημιουργίας και των λογοτεχνικών έργων. Δικαιολογία που τυχόν θα την παραμέριζε, αντικαταστήνοντας την με θεσμούς – κανόνες – θα ήταν να πιστεύεις πως δεν υπάρχουν δημοκράτες στη λογοτεχνία. Μαύρα δάκρυα πρέπει μα χύσομε σε παρόμοια υποψία, μόνο ευτυχώς που ο θεός των τεχνών, τους δημοκράτες τους αποστέλνει. Φαντάζομαι μάλιστα πως αυτοπροσώπως η δημοκρατία αν ήθελε ρωτηθεί, δε θα δεχόταν να γίνει κανενός προνόμιο, αλλά μόνο κτήμα του καθενός που με τη δουλειά του την βοηθά στο δύσκολο δρόμο του βίου της.
Οι κριτικοί λοιπόν, όχι μόνο οι εξ επαγγέλματος , ανασταλτικό ρόλο έπαιξαν με τη δραστηριότητά τους στο θέμα. Τα έργα μπαίνουν σε πλαίσιο, το οποίο πλαίσιο ο κρίνοντας το καταστήνει από δικού του, απ’ τα αποστηθισμένα, γιατί παρόμοια κάντρα δεν πουλιούνται ακόμα στα καταστήματα. Η δουλειά της κριτικής βέβαια είναι άλλη, δύσκολη, περίπλοκη, πολύ ευεργετική όταν γίνεται σωστά – μα άλλο, τεράστιο ζήτημα τούτο.
Φαύλος ο κύκλος, λες κ’ οι δημιουργοί πρέπει να λιγοστεύουν για να φουντώνουν οι κριτικοί τους, οι λογοτέχνες να γίνονται κατόπι κριτικοί, να κάμουν κριτική στα λογοτεχνήματα, σ’ εκείνα ίσα – ίσα τα ζητήματα που θάπρεπε, για δικό τους καλό, να αντιστέκουνται στους κρίνοντες.
Ενώ ποτέ νομίζω τους κριτικούς δεν απασχόλησε ν’ αναζητήσουν κάποια, ολότελα άλλη, περίπτωση: την αγωνία του δημιουργού, όταν για κάτι τον χειροκροτούν, κ’ εκείνος δεν το εκτιμά αυτό ακριβώς το έργο του. Ιδού θέμα μεγάλο, και από τα σημαντικά για την πολύ γενικώτερη αξία του, κριτικών ερευνών.
Σωτήριος σ’ όλα τούτα, ο ρόλος του αναγνώστη, αυτού του μοναδικά πολύτιμου σύμμαχου του τεχνίτη, που ξεδιαλέγει τα έργα – άμα τυπωθούν – και ενάντια σε κριτικούς τα γλυτώνει. Το αναγνωστικό κοινό, σήμερα όπως ανά τους αιώνες, εξέθαψε πολλές φορές τα καταχωνιασμένα. Αλλά κατά πρώτο λόγο το κοινό πρέπει ν’ αποχτήσει τη δυνατότητα να διαβάζει, κ’ ύστερα να μην το ξεστρατίσουν κι αυτό οι κανόνες, να έχει σωστά διαπαιδαγωγηθεί, να μην του παραμορφωθεί το κριτήριο, δηλαδή και η αισθητική του αντίληψη. Μα άλλο και τούτο, τρανό θέμα.
Με την εφαρμογή αφορισμών λοιπόν πολλοί εκαταπιάστηκαν , ενώ από καταβολής κόσμου είναι γεγονός πως πρώτα τα έργα γίνουνται κ’ έπειτα θα καταταχθούν. Από τα έργα βγαίνουν οι κανόνες. Έπεται ο κανόνας, δεν προηγείται των έργων – σε όλες τις μορφές της τέχνης. Στη ζωγραφική, ο όρος «κυβισμός» π.χ. ξέρομε πώς βγήκε – Γάλλος δημοσιογράφος είδε έκθεση στο Παρίσι κ’ έγραψε στο σχετικό άρθρο του: « Αυτοί ζωγραφίζουν κύβους». Ο Monet, σε πίνακά του όπου κυριαρχεί στο τοπίο ένας πύρινος ήλιος, είχε βάλει την ονομασία: « Imression» - Εντύπωση. Και ορίστε ο 
« εμπρεσσιονισμός». Παντού και πάντοτε, την πρώτη και τελευταία λέξη, μας αρέσει είτε όχι, ο δημιουργός την έχει. Αυτός αποφασίζει. Ακόμα και για το λόγο ότι ο τεχνίτης αδιάκοπα αναζητά, δεν έχει ποτέ τελειώσει το όλο του έργο. Σ’ αυτά τα τεμαχισμένα κομμάτια του ενός συνόλου, σφυροκοπούν οι κρίνοντες τους ορισμούς. Αν όμως δεν είχαν προϋπάρξει τα έργα, πρέπει να είμαστε σίγουροι πως οι ορισμοί δεν θα είχαν πιάσει. Κι αν τώρα μας φαίνουνται τόσο φυσικοί, ωστόσο, για να γίνουν τα έργα, αυτό ήταν το δυσκολώτατο, το οποίο και εστήριζε τους κανόνες.
Η « ευκολία» των συνταγών που προσφέρθηκε, φέρνει αφελέστατα κι άλλο, φοβερό κακό: τη μεγάλη δυσκολία να ξεμάθεις την ευκολία, ως δημιουργός προπάντων, αλλά κι ως αναγνώστης. Αν σ’ αυτήν κυρίως βασίστηκες, φόβος είναι να μείνουν τα χέρια σου ξεκρέμαστα – η σκέψη σου, και το συναίσθημα, η συγκίνηση, να μην έχεις τώρα πού να τα στηρίξεις. Μετάσταση των αισθησιακών κέντρων, θα ονόμαζε η ιατρική κάποια ανάλογα στην περιοχή της φαινόμενα.
Νομίζω πως το μεγάλο πρόβλημα, αλλού βρίσκεται. Στην προοδευτική λογοτεχνία – γι’ αυτήν εδώ μιλούμε – παράγοντας κεντρικός είναι αυτή καθεαυτή η  ύ π α ρ ξ η  του προοδευτικού λογοτέχνη. Σ’ αυτόν τον λογοτέχνη, απόλυτη ανάγκη είναι, πρώτα απ’ όλα να του έχουμε ε μ π ι σ τ ο σ ύ ν η. Και δε θα λαθεύεται στην τέχνη του; Ασφαλώς. Μα κι αν του τραβήξεις τ’ αυτί, αν του κουνάς το φυλαχτό το προστατευτικό σα σπάθα εμπρός του, την τέχνη δεν τη σώζεις, ούτε το διαπαιδαγωγικό ρόλο βοηθάς, που είναι αναμφίβολα και δικός της.
Όταν ένας τεχνίτης βρίσκεται πεπεισμένος, ας πούμε, πως ο σοσιαλισμός είναι μια καλύτερη κοινωνική μορφή, θέλοντας και μη, από σκέψη και αίσθημα, στοιχεία του προοδευτικού σοσιαλισμού θα μπούνε στο έργο του. Αφόντας παρουσιάστηκαν αυτοί οι πεπεισμένοι, τα σοσιαλιστικά έργα αρχίζουν από κείνη τη στιγμή. Όπως για κάθε εποχή μετασχηματισμών αναγκαίων. Μα είναι βέβαιο πως θα μπαίνουν πάντα τέτοια στοιχεία στα έργα τους; Όχι. Θα τυχαίνει να μην είναι ολοφάνερα. Αλλά ακόμα και τον έρωτά του να γράψει ο προοδευτικός, κάτι το προοδευτικό θα υπάρχει, θα είναι άλλος αυτός ο έρωτας στη βαθύτερη έννοιά του, και δεν είναι τούτο διόλου περιττό – γιατί πώς να μένει η περιοχή του έρωτα έξω του σοσιαλισμού, επομένως του τεχνίτη; Με τον ίδιο τρόπο θα υπάρχουν οι θετικοί και αρνητικοί ήρωες, έστω αν δεν είναι τόσο φανεροί, αν η δόση του ενός και του άλλου δεν είναι «σωστά» γραδαρισμένη, όμως επειδή βρίσκουνται μέσα στην ίδια γενική διαμόρφωση του προοδευτικού δημιουργού – προϋπάρχουν δηλαδή του έργου του – τη δουλειά τους στην τέχνη θα βρουν τον τρόπο να την κάμουν. Και το παλιό και το καινούριο – καταπληχτικό θα ήταν να μην παρουσιάζεται στα δικά τους έργα, αφού για να φύγει ακριβώς εκείνο το παλιό, αφιερώνουν πολλά τινα, λόγου χάρη τη ζωή τους. Η πένα είναι το πολύ δευτερώτερο, οργανικά τουλάχιστον.
Από τους βασιλιάδες Λουδοβίκους, κάποιος τους ρώτησε το μυστικοσύμβουλό του για τα αντιμοναρχικά τραγούδια που τραγουδούσαν  τότε στη Γαλλία, ποιος τα κάνει, και έλαβε την απόκριση: « Μα την αλήθεια, Μεγαλειότατε...μονάχα τους γίνουνται».
Το άλλο ζήτημα, της επικαιρότητας, σχετικό με τα παραπάνω. Σήμερα, μήνας Ιούλιος, την προτεραιότητα την έχει...κ.λ.π. Ο αληθινά προοδευτικός άνθρωπος, από δικού του έχει απόλυτη συνείδηση πως υπάρχουν οι κοινωνικές προτεραιότητες. Επομένως κι ο καλλιτέχνης , ο ποιητής δεν μπορεί παρά να θέλει να τις παρακολουθεί. Καλή ώρα του έργου θα είνια, αν σταθεί ικανός να μεταπλάσει αμέσως τη θέλησή του και την έξαρση, να τα μετατοπίσει από μέσα του, για να παρουσιαστούν ως τέχνη στο έργο.
Λόγω του ότι είμαι υπερόριος, όλη την ελληνική παραγωγή δεν την έχω. Από τα γνώριμά μου λοιπόν θ’ αναφέρω εδώ, διδασκαλική σύσταση, « παράδειγμα προς μίμησιν»: το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου « Όταν μαθεύτηκε το φονικό». Αφορά το φόνο του Αφρικανού ηγέτη Λουμούμπα, ήταν δε απολύτως επίκαιρα γραμμένο, το λεγόμενο περιστασιακό, και τέχνης προϊόν. Πώς να έγινε τάχα; Φαντάζομαι πως ο Βρεττάκος είναι μανιάτης – αν και σίγουρα δεν το ξέρω. Το παίρνω σαν δεδομένο από τη γνώση του του τυπικού. Το παράδειγμα προς μίμηση, εκείνος πρώτος το «μιμήθηκε», δηλαδή το μανιάτικο μοιρολόι, στην ουσιαστική  λειτουργία του. Ο μαύρος άνθρωπος της Αφρικής, που την ύπαρξη του πιστεύω μέχρι την παραμονή δεν την γνώριζε, δε θ’ αποτελούσε «λογοτεχνικό θέμα» δε θάφερνε συγκίνηση αισθητική, αν ο σκοπός δεθεί με την ποίηση, αν δεν έμπαινε  μέσα στο θρηνητικό της δικής του πατρίδας, κι όχι μόνο τοπικιστικά της Μάνης. Το «Φονικό», μ’ αυτόν τον τρόπο κατασκευασμένο, πανελλήνιο παίρνει νόημα, και γι’ αυτό πανανθρώπινο.
Το περιστασιακό λεγόμενο, διαστρεβλωμένη το νομίζω διατύπωση. Άνθρωποι της αφιέρωσης δεν έλειψαν ποτέ απ’ τον κόσμο, για τον πολιτισμό του και τη συνέχιση. Αφιέρωμα είναι, το κάθε τέτοιο δημιούργημα, και μικρός δεν είναι ο λόγος, γίνεται μάλιστα τεράστιος, όταν τον παραλάβει η τέχνη. Κάθομαι δε κι αναρωτιέμαι, με ποια λογική, αλλά και με ποια δύναμη κυρίως θα μπορούσε απ’ την τέχνη ν’ αποκλειστεί το αφιέρωμα.
Το επίκαιρο θέμα το φαντάζομαι απ’ τα πιο δύσκολα στην εκτέλεση. Η τέχνη φυσικά δε γίνεται μόνο με την αυθόρμητη συγκίνηση, μα και με τη σκέψη , με το στοχασμό. Πολυτιμότατο υλικό – το σήμερα επίκαιρο – για ένα λίγο – πολύ μακρυνό μέλλον, οπόταν και το έχεις καθαρά στο σύνολό του, δηλαδή και το σκέφτεσαι, για το παρόν, μπερδεύει από πολλές αιτίες το δημιουργό. Η χρονική απόσταση, η απαραίτητη στην τέχνη, δεν είναι διαβολική ιδεαλισμού εφεύρεση, υπεκφυγής καταφύγιο – όπως πολύ συχνά νομίζεται – αλλά εμπόδιο οργανικό του τεχνίτη, όσο προπάντων πρόκειται για μεγάλα θέματα. Η δυσκολία της απόστασης , για να παραμεριστεί, θα πρέπει παρόμοια υλικά του επίκαιρου θέματος να τα κουβαλείς μέσα σου, δικές σου συγκινήσεις περασμένου χρόνου, προσωπικές καταστάσεις, για να μην κρέμουνται διακοσμητικά κουδούνια του έργου. Σ’ όποιον υπάρχουν τα υλικά, έχει ήδη δημιουργηθεί η απόσταση μέσα στο χρόνο. Μ’ αυτόν τον τρόπο η σοφία της τέχνης πηδά κ’ εδώ τη δυσκολία.
Αν πολύ στάθηκα σ’ αυτά, είναι γιατί φωνές περιπαιχτικές σηκώνουνται για την επικαιρότητα, και οι φωνές σωπαίνουν μόνο με τα ίδια τα έργα, τα αφιερωμένα όταν βρίσκουνται απόλυτα στο χώρο της δημιουργίας.
Τώρα – το ότι έβαλες στην τέχνη το πολύ επίκαιρο, ασφαλώς θα πει πως σε συγκίνησε. Αν όμως δεν κατάφερες να το βάλεις αμέσως, καθόλου δε σημαίνει ότι δε συγκινήθηκες. Το επιβεβλημένο κι από τον ίδιο τον εαυτό σου, που θάριχνε την ποιότητα, είναι εχθρός της τέχνης, δηλαδή και της προπαγανδιστικής σημασίας της, όπου η ποιότητα προπαντός είναι απαραίτητη. Γιατί το καθολικό νόημα του επίκαιρου, μπορεί  επίσης να έχει πλατιά περιθώρια. Μέσα στο χρόνο. Και μ’ αυτόν ακόμα τον τρόπο – χώρια από άλλους – εξηγείται το ότι, σ’ όλον τον κόσμο, περασμένα έργα βγαίνουν κατά καιρούς ξανά στην επιφάνεια ως δραστικά αναγκαία όργανα μιας σταθερής ανακύκλησης αντίστοιχων περιστάσεων.
Η ανάγκη αντιμετώπισης άμεσων κοινωνικών προβλημάτων είναι χρέος επιταχτικό της κοινωνίας. Η τέχνη, με κάποια άνεση μπορεί να τ’ αντιμετωπίζει και ως προς το χρόνο, όταν δεν το καταφέρει άμεσα. Αυτή η δυνατότητα αντικαθιστά την αυταρχική επιβολή στην περιοχή στην περιοχή της λογοτεχνίας. Μια μάχη χαμένη δε χάθηκε, κατοπινή φέρνει νίκη. Η εμπειρία της μιας στιγμής, ανάμνηση μελλοντική καταστήνεται. Εκείνη η συγκίνησή σου που δεν έγινε τέχνη τούτη τη φορά, θα σε κατατρέχει όπου κι αν βρίσκεσαι, και η χαμένη καθώς τη θαρρείς στιγμή θα ξεφυτρώσει αλλού η ίδια κι’ όμοια. Για να γίνει άλλο έργο. Ίσως ολότελα διαφορετικό – ακόμα και σε περιεχόμενο. Όλα μπορεί ο τεχνίτης να τα χάσει, αυτό που  στα σίγουρα του απομένει, από θεούς κι ανθρώπους αναφαίρετο, είναι ακριβώς οι συγκινήσεις του. Τούτα τα κατάπρωτα εργαλεία της δουλειάς του.
Ο ρεαλισμός του περιεχομένου – σχετικό επίσης θέμα – δεν είναι αναγκαστικά ταυτόσημος με την πιστότητα στην περιγραφή του εξωτερικού κόσμου. Αν δεν περάσει αυτός ο κόσμος μέσα απ’ το εσωτερικό εργαστήρι, μάταιο είναι να συναγωνίζεται το φωτογραφικό φακό, γιατί αυτός σήμερα πια περίφημες συνθέσεις παρουσιάζει. Μα στη λογοτεχνία, άλλα τα μέσα για να φτάσει στο δικό της συνθετικό αποτέλεσμα. Όταν η πιστότητα συχνά τυχαίνει να μην είναι παρά περιγραφική, οπτική μόνο, τότε και ξέφυγε η υπόθεση, σ’ έχει απομακρύνει απ’ την πραγματικότητα, απ’ το ρεαλιστικό ίσα – ίσα περιεχόμενο που αναζητάς. Ακόμα και η « παραποίηση», στην τέχνη, μπορεί να μοιάζει περισσότερο με το πραγματικό, η μαστοριά του τεχνίτη να βρίσκει παραπάνω το ρεαλισμό στην παραποίησή του, παρά στα όσα δίνει το ρεαλιστικό στοιχείο. Καθαρά φαίνεται αυτό στις εικαστικές τέχνες, σ’ εκείνες λόγου χάρη τις δαιμονικές παραμορφώσεις του Γκόγια και του Πικασσό – τα πασίγνωστα – όπου σ’ αυτές μαθαίνουμε πώς μπορεί κι’ από την ανάστροφη να πλησιαστεί η πραγματικότητα. Για όποιον θα ζωγράφιζε φρούτα τόσο φυσικά, ώστε να τρέχουν τα πουλιά να τα τσιμοπολγήσουν, έχει ειπωθεί τούτο το σοφό: « Σκοπός της τέχνης είναι τάχα να  π α ρ α π λ α ν ά τα σπουργίτια;»
Τι να πρωτοπείς για της τέχνης τα μυστήρια, όταν ξέρομε πια πως και « Τα άνθη του κακού», τίτλος τρεις φορές αλλαγμένος μέχρι να πάρει όλη την ένταση της έννοιας του περιεχομένου, μέσα σ’ ένα εφιαλτικό όνειρό του ο Μπωντλαίρ τελικά τον βρήκε. Και στα ελληνικά γράμματα, κάποια παράδοση θα πρέπει να δημιουργηθεί, να μιλούν κάποτε οι τεχνίτες από ζωντανοί για ατομικές στην τέχνη τους περιπτώσεις, σεμνότητα ή ό,τι άλλο, θα βρεθεί τρόπος να τα παραμερίσουν, οι νέοι να τους το ζητούσαν, το αναγνωστικό τους κοινό, για το χατήρι της τέχνης και τη σωτηρία της, να μην αφήνουν ολότελα ξέφραγο χωράφι όπου οι επιζώντες να πλέκουνται.
Το κάθετι που πονείς, εσύ πρώτος το νιάζεσαι, προτιμώτερο πάντα είναι να το βάζεις εσύ προς συζήτηση, πριν το κάμουν οι άλλοι.
Κι όλες αυτές οι περιπλοκές, επειδή οι σχέσεις του δημιουργού δεν είναι μόνο σχέσεις με τον έξω κόσμο, αλλά εξίσου και με το δικό του κόσμο , τον εσωτερικό. Υποκειμενικοί και αντικειμενικοί είναι οι παράγοντες που καθορίζουν τη δημιουργία. Με τον εαυτό σου πρώτα απ’ όλα ταχτοποιημένος θα είσαι, για να ταχτοποιηθείς και με τα εξωτερικά. Αλλιώς όλα στην τέχνη θα ήταν ευκολώτερα.
Τόσο πολυσύνθετα όμως είναι, που πολλά παράδοξα μπορεί να γίνουν. Και το γνωστό του Μπαλζάκ: ο αστός και βασιλόφρων, που εξαναγκάστηκε απ’ την πραγματικότητα να παρουσιάσει μ’ όλη τη δραματική ωμότητα την αστική δική του τάξη, ώστε να τον αναφέρει ο Μαρξ σε οικονομικοπολιτικό του έργο. Από κείνον το μυθιστοριογράφο έμαθε, λέει, περισσότερα για την τοτινή κατάσταση της Γαλλίας, απ’ όπου και έβγαλε γενικώτερά του συμπεράσματα, παρά από οικονομολόγους.
Στους προοδευτικούς δημιουργούς – τόσο περισσότερο – να τους έχομε λοιπόν εμπιστοσύνη, όσο ακόμα ζουν και το έργο τους συνεχίζεται, για να καταγίνουνται με το γράψιμο, να μη σωπάσει η φωνή τους, καθόλου δύσκολο πράγμα να γίνει. Το οποίο και έγινε.
Όταν ο άνθρωπος – ως δημιουργός – βοήθεια φωνάζει στην τέχνη, αλλά μες στη ζωή νομίζει πως βρίσκει ένα μπερδεμένο μίτο που όσο τον σκαλίζει και μπλέκεται, επειδή δεν είναι ετοιμασμένος από ιστορική τοποθέτησή  του να τον ξεδιαλύνει, μπορεί να πάρει δρόμο παραλογιασμένος να καταφύγει στη φυγή – μαζί και με το έργο του – πιστεύοντας πως δεν υπάρχει παρά το χάος τριγύρω. Αλεργικός σε κάθε παρόμοια παραγωγή δε θα πρέπει να είσαι. Γιατί για να έχεις δ ι κ α ί ω μ α να παραμερίζεις ολότελα ορισμένα έργα, άξια παραμερισμού, θα χρειαζόταν να κρατούν τους ενδιάμεσους σταθμούς, τις αποχρώσεις, να μην μπουν όλα σ’ ένα σάκο με παραπλήσιες – έστω – επιγραφές. Το χρέος της λογοτεχνίας, για να ξανεφέρει πίσω το δραπέτη, είναι να του αποδείχνει με της λογοτεχνίας τα μέσα, τα έργα, πως μπλέχτηκε μες στο λαβύρινθο της πολυσύνθετης με τις τραγικές αντιθέσεις της πραγματικότητας, όπου όμως υπάρχει η πόρτα για να βγεις σ’ ό,τι πολύτιμο ποτέ θα κατέχεις: τον κόσμο. Αυτό όμως αφορά κυρίως τη στενή αστική λογοτεχνία, που δεν είναι εδώ το θέμα.
Ν’ αφήσομε περιπτώσεις αστών κι ας πάμε στους αντίθετους. Δικό τους προπάντων στοιχείο είναι το ρωμαλέο στην τέχνη, το αισιόδοξο λεγόμενο.
Συλλογική αισιοδοξία – ή το αντίθετο – δύσκολα πείθομαι ότι υπάρχει στη ζωή. Συνθήκες του ενός ή του άλλου υπάρχουν, όπου ζουν ιδιοσυγκρασίες διαφορετικές: από κληρονομικότητα ακόμα, που έχει την επίδρασή της στο χαρακτήρα, και περιβάλλον, ανατροφή, σπουδές, και συναντήσεις ανθρώπων που η ύπαρξή τους σε διδάσκει, με την πλατύτερη έννοια, όλα τούτα θα δημιουργήσουν σκοπιές ενατένισης του κόσμου, και άλλος βλέπει παραπάνω το δραματικό στοιχείο, άλλος το αντίθετο, κι ο Ντάντε που εσύνθεσε την κόλαση και τον παράδεισο, η  « Κόλαση» είναι το μέγα αριστούργημά του, από τα τραγικά στοιχεία ξεχείλισε της μεγαλοφυΐας του η μυθοπλασία. Η περίπτωση είναι απ’ τις πολύ τυπικές. Το ρωμαλέο στην τέχνη – που δεν είναι πάντα συνώνυμο αισιοδοξίας – χωρίς ασφαλώς να το θέλει ο Ντάντε, μέσα στην κόλαση, κι όχι στον παράδεισο , το ολοκλήρωσε.
Εκτός αν πρόκειται για αισιοδοξίες που θα είχαν πηγή τους μακάρια αυτοϊκανοποίηση, αδυναμία μυαλού ακίνητου να ερευνά τα αίτια και τα αιτιατά, από κει και πέρα, δε θα πρέπει να μπερδεύεται η κοινωνική ας λέγαμε αισιοδοξία με την ατομικη. Άλλη έννοια έχει το αισιόδοξο απέναντι στη ζωή, η δυναμική ενατένισή της που πηγάζει από κοσμοθεωρίες, και διαφορετικά είναι στον ιδιωτικό τομέα. Τις απαισιόδοξες σχεδόν συνθήκες, πώς να τις αντιμετωπίζεις, εκεί είναι η υπόθεση, το πραγματικό πρόβλημα, τι κάνεις για ν’ αλλάξουν, αυτό είναι το κριτήριο της αισιοδοξίας ή του αντίθετου. Η παγκόσμια λογοτεχνία έχει εδώ να παρουσιάσει τη συνταραχτική του Μαγιακόφσκι περίπτωση.



" Επιθεώρηση Τέχνης" τεύχος 93, Σεπτέμβριος 1962, σελ.327 - 335