Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Μέλπω Αξιώτη , Αντίο

Η Άννα κοίταξε δίπλα της το μικρό ρολόι.
Είναι έξι και δέκα. Αυτή την ώρα
άλλη φορά ήταν νύχτα πια απ' τις έξι.
Σκοτεινά. Τώρα η ώρα μετακόμισε.
Γύρω της, στην καρέκλα, στο πάτωμα,
στον τοίχο, είναι απλωμένα ρούχα·
σπάγγοι κόκκινοι και άσπροι·
μια ομπρέλα στη γωνιά, πεσμένη
ανάσκελα σαν κότα "κούκου"
                                            φωνάζει
" δεν πέρασαν ακόμα οι εποχές της βροχής".
Το Μάρτη πια δε συναχώνεσαι,
σκέφτηκε η Άννα,
 μπαίνει καλοκαίρι.
Δίπλα της το ρολόι πήδησε αιφνίδια στις εφτά.
Άφησέ το να παίξει, είναι μωρό
έλεγε η Άννα - και θα μεγαλώσει.
Άμα πέθανε η Σοφία μια μέρα
στον τελευταίο πόλεμο, 
που την σκότωσαν δηλαδή
οι Πέρσες - στο μπαούλο της 
βρέθηκε ένα γράμμα κι έλεγε:
"Κουρδίζω το ρολόι μου κάθε νύχτα
στις 11. Σας παρακαλώ να το θυμάστε".
Η Σοφία λοιπόν. Και τι γράμμα
καταπληχτικό.

Έπιασε την πληγή της. Το' χε πάρει συνήθεια.
"Θα φαίνεται γιατρέ;"
τον ρώτησε στην αλλαγή. Δηλαδή το σημάδι.
"Αν το θελήσετε, Άννα" της είπε με χαμόγελο.
Την είχε στην κοιλιά
λίγο κάτω απ' τη μέση.
Τον κοίταξε στα μάτια. Σαν να τον έβλεπε
πρώτη φορά. Τι να γίνεται τώρα;
Ποιος να βρίσκεται εκεί;
Ποιον να φωτίζουν άραγε τα πέντε
γυάλινα φώτα;

Τα ρούχα την περίμεναν όμως γύρω.
Να φύγουνε. Και κάποιοι της λέγαν:
" Φύγε. Φύγε, Άννα. Μάζεψε τα ρούχα σου".
Έπιασε την πληγή της που το' χε από συνήθεια.
Ρούφηξε ένα τσιγάρο. Ένας ντεκές είχε γίνει
το στόμα της. Απ' τον καπνό.
Κιτρίνισαν τ' άσπρα της δόντια.
Ήταν άλλοτε κάτασπρα.
Ένας ντεκές είχε γίνει κι η καρδιά της.
Απ' τη ζωή.
Βλάστησε πολυτρίχι εκεί - μέσα.
Και φούμο.
Ήτανε σαν τις μέρες τις παλιές
της παρέλασης, που δεν εδίσταζαν ακόμα
οι βασιλιάδες, και πέρναγαν αλόγατα
με ποδοβολητό, εξάτμιζαν από τα χτήνη
οι ιδρώτες, και της μικρής της φίλης
της Κάκιας η μητέρα, 
της έλεγε στο γυρισμό:
" Κάκια, τα ρουθουνούκια σου! Πλύνε τα
κοριτσάκι μου καλά - καλά. Απ' τις σκόνες".
Μα τέτοιο εργαλείο πού να το βρεις
τόσο πελώριο για να τα καθαρίσει.
Όχι - δεν εγινότανε.
Κι έμενες λοιπόν με τη σκόνη.

Και σήμερα το απόγεμα πέρασε μια κυρία
στο δρόμο μ' ένα μωβ φτερό.
" Το βέβαιο είναι" είπε η Άννα
" πως έχει αυτή η κυρία δίκιο".
" Τέλειωσε πια ο πόλεμος".
Ο καφές μύριζε μαστίχα.
Τα ρούχα γύρω περιμένουν.
Ήταν εφτά και λίγο.
Κι έχει τελειώσει ο πόλεμος.

Είχε το όλον η Άννα στη ζωή της
πόσους; Είχε κάποιους έρωτες.
Ο πρώτος ήταν δάσκαλος. Καθόταν
στην άκρη του θρανίου
και αυτός της έδειχνε στη χρηστομάθεια.
Τι τρομερές φουρτούνες εκείνο το χρόνο.
Κλείνανε τις μεσόπορτες κι ο αέρας φυσούσε.
" Μπουνεντογάρμπι έβαλε μπρος!"
τους έλεγε ο Λουρέτζος που είχε ένα πάππου ναύτη
που του' φαγε σκυλόψαρο το μισό του ποδάρι
από κάτω απ' το γόνατο.
Κι έτριζαν τα θεμέλια.
Και κουνιόνταν οι τάβλες της τάξης του βοριά.
Κι η Μαρούσα τούς έλεγε κρυφά - κρυφά των κοριτσιώ:
" Είναι κοντή η ποδιά και μ' ανεμίζει από μέσα
η φουρτούνα το βρακί μου".
Και τ' αγόρια κολλούσαν τη μούρη τους στα τζάμια.
Πέρα άφριζε ο χειμώνας.
Κατέβαιναν τα σύννεφα και κάθιζαν στο κύμα.
Εκεί τέλειωνε ο κόσμος και δεν είχε πια
τίποτα. Στα τζάμια έφερνε η θάλασσα
κι ακουμπούσε τα φύκια και κοχύλια
απ' το βυθό, που εμπόδιζαν τ' αγόρια
που είχαν κολλημένη τη μούρη τους και βλέπανε.
Κάποτε, μες στο κύμα
                                στην πιο χειρότερη
ώρα, όταν τα πιο φοβισμένα παιδιά
σταυροκοπιότανε, μες στο θολό
της πλάσης που εκάλυβε τη γη,
στην άκρια του μπουνέντε
                                         όπου τέλειωνε ο κόσμος
πέρναγε ένα σημάδι. Ένα ζωντανό πράμα.
Κι ήτανε μια βαρκούλα.
Τ' αγόρια λέγανε με μια φωνή:
" Ο Μαυρής! ΟΜαυρίκος! Ο Μαύρος
απ' τ' Αιβαλί! Πες πως είναι πια πνιμένος!"
Μα ο Μαύρος κάθε τόσο, 
στη χειρότερη ώρα, στήνονταν 
για σημάδι στις μπουκαπόρτες της ζωής,
όταν τ' αγόρια νόμιζαν πως είχε
εντελώς σταματήσει.

Πολλά χρόνια τώρα είναι
που η Άννα θυμάται
τον πρώτο της έρωτα.
Έβρεχε πολύ δυνατά.
Ήταν μελανός ο κόσμος.
" Σε λίγο θα περάσει"
                                 της είπε τότε αυτός.
Τα παιδιά όλα φύγαν. Έχουν μείνει μόνοι.
Το σκότος τούς εφώτιζε σα λαμπάδα
αναμμένη μπρος στον Άγιο Φανούριο.
Το χτίριο είναι άδειο. Η βροχή το χτυπά.
Θαρρείς πως κολυμπάς μέσα σε μια
χαβούζα και δε βλέπεις την άκρη.
Τότε ανεβήκανε μαζί τη σκάλα.
Σε κάθε βήμα η Άννα νόμιζε 
πως θα πέσει.
Τα παιδιά πάντα λέγανε:
" Μην ανεβείτε απάνω! βγαίνουν τα στοιχειά!"
Κάτω από τα πόδια της τρίζουν
τα σκαλοπάτια σα μαχαίρια στο αμόνι
κι η μαυρίλα ζωγράφιζε στον τοίχο
τρεις νεκρούς, που είχε δει να περνούν
μια φορά από το δρόμο.
Το χτίριο μούσκευε σαν παξιμάδι.
Δεν έπαυε η βροχή.
Στο αποκάτω πάτωμα τα στοιχειά χοροπηδούσαν.
Ποιος ξέρει πόση ώρα να πέρασε, όταν 
ρώτησε η Άννα: " Είμαστε πολύ μακριά;"
Ήθελε ίσως να πει για τον κόσμο.
Την κατέβασε τότε - ξεκλείδωσε την πόρτα,
η βροχή μπήκε μέσα - και την έβγαλε στη νύχτα.

Στο δρόμο δε συνάντησε παρά μόνο
ένα σκύλο, τον ψωριάρη του Καζάρμα
κι απ' το γιοφύρι πρόβαλε και η Τρελλομαρία
που γεννούσε κάθε χρόνο.
Είχε κάμει δεκάξι.
Την άλλη μέρα τύλιγε όλα τα
ματωμένα και τα ' τρεχε στον ποταμό.
" Κεραμαρία, γεννάς ακόμα;"
Τα παιδιά την πειράζανε.
" Κεραμαρία, είσαι γρια!"
Τα χρόνια της δεν τα' ξερε, μα την αγάπη
 την ήθελε. 
Χτυπούσε τις πατούσες της
και καταριόταν τα παιδιά.
" Εδώ που είμαι θα' ρθετε!"
" Εδώ που είμαι θα' ρθετε!"
Όλος ο κόσμος γέλαγε.
"Σε καταράστηκε η λωλή; Μη φοβάσαι
πάει γούρι!"

Εκείνο της τον πρώτο έρωτα δεν τον ξανάδε.
Μια φορά, ύστερα από χρόνια, 
νόμιζε μια στιγμή πως πέρασε
μέσα απ' τα φώτα, μα και δεν ήταν σίγουρη.
Άλλη φορά, άλλα χρόνια, για μόνο μια στιγμή, 
νόμιζε πως τον άκουσε.
Μεγάλωναν κι οι δυο τους,
μα χώρια πια ο καθένας. Μακριά.
Κι η φωνή της τρελλής πάνω στο γιοφύρι
που χτυπούσε τις πατούσες της:
" Εδώ που είμαι θα' ρθετε!"
Γούρι. Η Άννα ζούσε.

Αλλά τα ρούχα δεν την περίμεναν πια
τώρα απλωμένα γύρω
                                   να φύγουνε·
η Άννα έχει φύγει.
Και μόνο που είχε ένα φιλί στα κάγκελα
μείνει κρεμαστό. Ν' αργοπορεί.
Χρόνια δέκα πέντε.

                                Αλμπισόλα - Βερολίνο 1961

Μέλπω Αξιώτη , Θαλασσινά στο Ποιήματα και φιλολογική επιμέλεια Μαίρη Μικέ, Κέδρος, Αθήνα 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια :