Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Επιστροφή

Βάδιζαν κι' οι δυό με την ευτυχία του φυλακισμένου που κλείνοντας την πόρτα της φυλακής πίσω του, τεντώνεται νωχελικά, κυττώντας με ηδονή τον ήλιο και ρουφώντας δυνατά το γλυκό αεράκι.
Πόσα πράγματα είχαν στερηθεί!..
Κάτι βέβαια είχε αλλάξει στο γνωστό τους δρόμο. Κάτι που μετρίαζε τη χαρά τους - μια ανεπαίσθητη σκιά, κατ' από τον καλοκαιριάτικο ήλιο. Θα ήταν ίσως που δεν συναντούσαν  πρόσωπα γνωστά ( από μιαν άποψη ευχάριστο αυτό), η κίνηση της αγοράς που φαινόταν πειο πυρετώδης, πειο νευρική και πειο ξένη την ώρ' αυτή, θυμίζοντας τις μεγάλες, βουερές και πολυσύχναστες αγορές των μεγαλουπόλεων. Μα όταν, βιαστικά - βιαστικά, σαν να ντρεπόνταν τόση κίνηση και τόσους ανθρώπους, ακουμπώντας ο ένας στον άλλο, πέρασαν με γρήγορα βήματα το δρόμο, με σκυμμένο το κεφάλι, αποφεύγοντας μια κάποια συνάντησι, που καλλίτερα θάταν να μη γίνει, βρέθηκαν στη μικρή, απόμερη πλατεία, στάθηκαν, ανασαίνοντας γοργά κι' οι δυό...
Η Εσθήρ γύρισε και κύτταξε τον αδελφό της χαμογελώντας.
Ήταν εδώ τώρα όλα, τόσο γνώριμα κι' αγαπημένα, σα να φωτίστηκαν ξάφνου από μαγεμένο φως. Το δειλινό αναπαυόταν ήσυχο στην ερημική πλατεία, ένα σμάρι παιδιών κάτι σχεδίαζε πάνω σ' ένα σωρό ξύλων, μια γρηά καθόταν στην πόρτα, κυττώντας με τα βαθειά της μάτια, πέρα στη δύση του φθινοπώρου, τα φλογάτα σύγνεφα...
Ξάφνου τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, καθώς παρατηρούσε το σκαμμένο, τυραννισμένο πρόσωπο του Ελιέζερ, τα ορθάνοιχτα μάτια του, που αγωνιζόταν να συλλάβουν μάταια, ό,τι αυτή έβλεπε. Στη γκρίζα, νεκρή τους λίμνη, καθρεφτιζόταν μονάχα, ουδέτερο, το φως του ήλιου που βασίλευε. Ο Ελιέζερ ήταν τυφλός...
Μα - όπως συμβαίνει στους τυφλούς - η ύπαρξη του, εκλεπτυσμένη, ακονισμένη, με την ευαισθησία κεραίας, ένοιωσε το ανεπαίσθητο ρίγος που διέσχισε το λεπτό κορμί το σφιγμένο πλάι του. Μια σύσπαση πίκρας παραμόρφωσε το ανέκφραστο πρόσωπό του. Τον στενοχωρούσαν αυτές οι εκδηλώσεις οίκτου για την αναπηρία του, όχι γιατί του θύμιζαν τι ήταν ή τον πρόσβαλαν. Είχε από καιρό υποταγεί στη μεγάλη συμφορά του. Μα γιατί ξανάνοιωσε το αφόρητο αίσθημα που τον έκανε να υποφέρει και να ντρέπεται; Το αίσθημα ότι ήταν ένας άχρηστος στους δικούς του που αγωνιζόταν, ανίκανος να τους δώσει την παραμικρή βοήθεια.
Χωρίς να το θέλει, βυθίστηκε για μια στιγμή στις σκέψεις του.
Αισθανόταν τον εαυτό του χωρισμένο, τσακισμένο σαν ένα φύλλο χαρτί, σε δυό περιόδους.
Η δεύτερη άρχισε όταν τον πήραν, μ' όλους τους άλλους Εβραίους της Πολιτείας οι Γερμανοί. Όλα όσα γέμισαν την περίοδο αυτή ήταν τόσο τρομερά, τόσο αλλόκοτα τρομερά, που παρέλυσαν κάθε δύναμη μέσα του, σβύνοντας την παληά μετρημένη γαλήνη κι' ευτυχία. Σαν ένα ζώο τρομαγμένο, αναγκάστηκε να λησμονήσει το φως και βιαστικά προσαρμόστηκε, οργανικά σχεδόν, στο σκοτάδι της φυλακής του. Ύστερα που επακολούθησε η τύφλωσή του, η ύπαρξη του είχε γίνει τόσο ολιγαρκής που δεν πόνεσε όσο άξιζε για ό,τι για πάντα έχασε..
- Μη λυπάσαι, γύρισε και είπε μαλακά στην αδελφή του. Βλέπω κι' εγώ με τον τρόπο μου.
Κι' έβλεπε πράγματι στη μικρή πλατεία που γνώριζε από μικρός: Τη λεπτή σκόνη του δρόμου, που ήταν άσπρη, παρθενική στο ηλιοφώς του δειλινού, τις βαρειές πόρτες των παληών σπητιών, που το αρχαίο τους ξύλο ευωδούσε όταν έβρεχε...Κάπου εκεί είναι και το κυπαρίσσι και πιο πέρα κάπως, αρχίζει κι' ανηφορίζει το δρομάκι που βρίσκεται το σπήτι τους.
Η εικόνα του, τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Το μυαλό του πήγε αλλού.
- Πάμε τώρα Εσθήρ ξανάπε στην αδελφή του με βιασύνη. Θα νυχτώσει σε λίγο.
Σφίχτηκε κοντά και ξεκίνησαν.


***

Ανηφόρησαν το δρομάκο που την αρχή του σημάδευε το κυπαρίσσι. Πόσες φορές, αμέτρητες, άπειρες φορές, δεν ακούμπησαν στην απελπισία του στρατοπέδου, στη μνήμη αυτής της στιγμής; Και τώρα που βιαστικά, ασθμαίνοντας, ανέβαιναν τον αγαπημένο τους δρόμο, ούτε κι' αυτοί δεν μπορούσαν ν' αναλύσουν τι αισθανόνταν. Μια ταραχή μονάχα σκέπαζε τα πάντα στην ψυχή τους, σαν ταραγμένη θάλασσα ένα άγνωστο βυθό!
Ο δρόμος ήταν έρημος. Το ηλιοφώς κατακάθιζε εδώ σε μια μενεξένια, θερμή φεγγοβολή. Σπουργίτια ξετρελαμένα τιτίβιζαν στους κισσούς που πλεκόνταν ολοπράσινοι στους παληούς τοίχους των σπιτιών. Μια ευωδιά ερχόταν από κάπου, ίσως από τις γλάστρες των ερημικών παράθυρων. Μια γαλήνη απόκοσμη πράυνε την κουρασμένη ανθρώπινη ψυχή.
Ο Ελιέζερ ανατρίχιασε νοιώθοντας πόσο ήρεμα, πόσο ευτυχισμένα ήταν εδώ, όταν εκεί μακρυά, στο Βορρά, τόση αγωνία και πόνος σάλευαν σαν πανίσχυρη ριπή χειμωνιάτικου ανέμου, αμέτρητες υπάρξεις που απορούσαν για τη μοίρα τους...
- Φτάσαμε είπε η Εσθήρ λαχανιασμένα.
Η λαχτάρα που μαζί με την κούραση την είχαν ζαλίσει, κατακάθιζε σ' ένα δυνατό χτυποκάρδι.
Ήταν εκεί, στο σπήτι τους.
Και ξαφνικά, η Εσθήρ νόμισε πως τίποτα δεν είχε συμβεί. Σαν να μην έλειπε τόσα χρόνια ( και τι χρόνια πικρά) και πως, ξαναρχόνταν από την αγορά ή από κάποια φιλενάδα της. Θα καθάριζε τα παπούτσια της στο σίδερο, το μπηγμένο δεξιά στην εξώθυρα, ενώ κάποιον θα καλημέριζε πρόσχαρη. Θα κυττούσε χαμογελαστή τον ήλιο και θα σήμαινε να της ανοίξουν, παίζοντας με το χάλκινο ρόπτρο, που είχε ανάγλυφη μια κωμική μορφή σαρικοφόρου. Κι' ύστερα θα βούλιαζε στη χλιαρή, ευωδιασμένη ατμόσφαιρα του χαγιατιού, σα σ' ένα ζωογόνο λουτρό, βρίσκοντας τον εαυτό της...Πόσο αγαπούσε το σπήτι και τη δική του ζωή η Εσθήρ!
Μείναν κι' οι δυό τους σιωπηλοί, επίσημοι σαν κάτι να περίμεναν.
Ο Ελιέζερ πρώτος διέκοψε την σιωπή, σκουντώντας την.
- Γιατί σταθήκαμε; Είναι κλειστή η πόρτα; Χτύπησε να μας ανοίξουν. Μίλησε γοργά, με ελαφρή έξαψη. Μια ανησυχία, ανάλαφρη σαν την ομίχλη γλύστρησε στην ψυχή του.
Η Εσθήρ τρέμοντας από συγκίνησι πλησίασε την πόρτα και γρήγορα - γρήγορα, ανασήκωσε μια, δυό, τρεις φορές το βαρύ ρόπτρο.
Περιμένανε λίγο...

***

Η γυναίκα που τους άνοιξε τους κύτταξε με υποψία: Πρώτα τον άντρα που η γαλάζια, απλανής ματιά του, χανόταν πάνω της. Ύστερα τη γυναίκα που την έβλεπε χαμογελαστή. Της ήταν άγνωστοι και το ντύσιμό τους ήταν κάπως διαφορετικό απ' αυτό που ήξερε - ήταν σα ξένοι.
- Τι θέλετε; είπε σοβαρά, σχεδόν σκυθρωπά και τα μαύρα αγέλαστα μάτια της στυλώθηκαν στην Εσθήρ.
( Δεν είναι απ'εδώ, είπε μέσα της, ήσυχα η Εσθήρ. Το ντύσιμό της, η ομιλία της δείχνουν πως είναι από χωριό. Βλάχα. Πώς μένει στο σπίτι μας; Τι να της πω; Θάταν πιο καλά να μην ερχόμαστε έτσι, μ' αυτόν τον τρόπο, απροετοίμαστοι.)
Ο τυφλός ανυπόμονος την πρόλαβε.
- Κυρά μου ( η ομιλία της τον έκαμε να καταλάβει πως έτσι έπρεπε να την ονομάσει) θέλουμε να μάθουμε ποιος και πώς κάθεται εδώ. Γιατί εμείς είμαστε οι ιδιοκτήτες του σπήτιού .Εγώ κι' αδελφή μου η Εσθήρ. Λείπαμε χρόνια πολλά...
Κι' ύστερα χαμηλώνοντας τη φωνή του:
- Είμαστε Εβραίοι. Κλεισμένοι σε στρατόπεδο, μακρυά απ' εδώ πολύ, στην Πολωνία...
Η Εσθήρ χαμήλωσε συγκαταβατικά το κεφάλι.
- Τι; Ξέσπασε αμέσως η γυναίκα με τη βαρειά, ιδιότροπη προφορά της. Ένα κύμα αίματος έβαψε το χλωμό της πρόσωπο κάτω απ' τη μαύρη μαντήλα της. Στα σκοτεινά της μάτια, άστραψε μια λάμψη κι' ύστερα έμεινε εκεί να τα φλογίζει άγρια. Η ταραχή της την μπόδιζε να μιλήσει.
Μια βαρειά σιωπή έπεσε για λίγο ανάμεσά τους.
Η Εσθήρ σφίχτηκε στον αδελφό της. Ο τυφλός με το υπερτροφικό του ένστιχτο, μάντεψε την παρουσία ενός αόριστου κινδύνου. Κάτι σαν το ξέσπασμα μια καταγίδας.
- Ώστε - κάγχασε άγρια η γυναίκα - είστε αφεντάδες του σπητιού. Κι' ήρθατε να το ξαναπάρετε. Και μεις τείμαστε λοιπόν εδώ; Τι το φυλάμε τόσα χρόνια; Είμαστε τρεις φαμίλιες σ' αυτό το σπήτι κι' είμαστε σφαγμένοι, καμένοι, ρημαγμένοι...Και το σπήτι μάς τόδωκε δικό μας ο Στρατηγός..
Σήκωσε το κορμί της απειλητικά κι' έβαλε τα χέρια της στη μέση. Έμοιαζε περισσότερο για άντρας, με τη χοντρή της προφορά, τις βαρειές της γροθιές, το δυνατό μυώδες της λαιμό. Σαν ένα όρνεο, στημένη στο κατώφλι της πόρτας, δέσποζε στις δυό ανήσυχες υπάρξεις.
- Μα το σπήτι είναι δικό μας, είπε ευγενικά η Εσθήρ. Δε ζητάμε κάτι παράλογο...
- Το σπήτι είναι του Θεού τώρα, την έκοψε με πάθος η γυναίκα. Και κανένας δεν μπορεί να μας διώξει απ' εδώ. Ακούς; Κανένας! Είμαστε τρεις φαμίλιες σούειπα, εικοσιπέντε νομάτοι, αγρίμια του λόγγου κι' όχι άνθρωποι. Κανένας δε θα μπορέσει να περάσει το κατώφλι ετούτο. Κανένας! Ακούτε;
Μιλούσε δυνατά τώρα. Κι' άλλες γυναίκες, βλάχες, ολόιδιες σαν κι' αυτή, μελανοφορούσες ήραθν κοντά τους και τους κυττούσαν δυνατά στα μάτια, μουρμουρίζοντας ακατάληπτα λόγια. Ένα τσούρμο από παιδάκια, ξυπόλητα, μισόγυμνα, βρώμικα τούς περιεργάζονταν με τα απορημένα τους μάτια. Σαν ένα μυθικό σπήλαιο, το σκοτεινό χαγιάτι του σπητιού γεννούσε ανθρώπους.
Ο Ελιέζερ αισθάνθηκε γύρω του μια θάλασσα απειλητική. Κάτι έπεσε παραλυμένο μέσα του. Η φριχτή φωνή, που πρωτάκουσε στο στρατόπεδο, ακούστηκε πάλι μέσα του. Άφησέ τα όλα και φύγε. Μην αντιδράς καθόλου - δεν ωφελεί. Φύγε, φύγε, φύγε. Είναι μάταιο ό,τι κι' αν κάνεις. Είναι άνθρωποι αποφασισμένοι για όλα, κάθονται χρόνια στο σπήτι. Μην τους ικετέψεις, είναι αμείλικτοι. Πήγαινε αλλού να βρεις γαλήνη. Φύγε, φύγε, φύγε...
- Πάμε Εσθήρ έκανε απεγνωσμένα. Πάμε, πνίγουμαι εδώ.
Η Εσθήρ δε μιλούσε. Ύστερα από τον πρώτο αιφνιδιασμό, η ψυχή της τινάχτηκε, σφίχτηκε, ορθώθηκε. Το ψύχραιμο γαλάζιο μάτι της αγκάλιασε τον κόσμο των γυναικών που την κυττούσαν σκληρά, αποφασισμένα. Μια μπόχα ερχόνταν από την ανοιχτή πόρτα του σπητιού. Κύτταξε μέσα: Πέρ' από το σκοτεινό χαγιάτι, φαινόταν ένα κομμάτι αυλής. Παραμελημένο. Καζάνια, ξύλα, μια κατσίκα, δυό τρεις όρνιθες. Όλα ήταν μακρυνά, σαν ιδωμένα από την ανάποδη τηλεσκοπίου.
- Πάμε ξανάπε ο τυφλός ανυπόμονος και της έσφιξε το μπράτσο.
- Πάμε είπε και η Εσθήρ ήσυχα.
Άκουσαν την πόρτα που έκλεισε με ορμή πίσω τους.

***


Η μέρα τελείωνε...
Στο γυρισμό, ο δρόμος ήταν περισσότερο έρημος, αβέβαιος. Ο ουρανός έγινε σκούρος και κάπου - κάπου, ένα δυό αστέρια τρεμούλιασαν ψηλά. Πέρα, τα βουνά μάκρυναν, αόριστα, γεμάτα μυστήριο. Βιαστικά γυρνούσαν στις φωληές τους πουλιά αργοπορημένα στο κυνήγι της ημέρας. Ήταν η ώρα που τα πάντα σφίγγουνται, σαν από πανάρχαιο ένστιχτο, στον εαυτό τους.
- Συγχώρεσέ με, Εσθήρ, ψυθίρισε ο Ελιέζερ θλιμμένα, κόβοντας τη σιωπή που τους είχε αποροφήσει, καθώς κατηφόριζαν προς το κυπαρίσσι. Θέλω να στέκω πλάι σου, να πολεμώ όπως και συ...Μα είναι, αλλοίμονο, υπέρτερο των δυνάμεών μου αυτό. Εκεί πάνω ( κόμπιασε λιγάκι) φαίνεται ότι εκεί πάνω, χάθηκε ο μισός εαυτός μου. Σου είμαι ένα βάρος και τίποτ' άλλο.
- Κουτέ, γύρισε και του είπε απότομα, μα γεμάτη τρυφερότητα, η αδελφή του. Του χάιδεψε απαλά το μπράτσο το στηριγμένο το στηριγμένο στο δικό της. Είχε συνηθείσει από καιρό να του φέρεται, πάνω - κάτω, σα σ' ένα άρρωστο παιδάκι.
...Μη σκέπτεσαι τώρα τίποτα, πάνω σ' αυτά...Αργότερα έχουμε όλο τον καιρό.
- Εσθήρ, ξανάπε λυπημένα ο τυφλός, ακολουθώντας μόνο τη σκέψη του. Να φύγουμε από δω. Είναι λυπηρό αυτό φοβερά και για τους δυό μας, το ξέρω. Μα φαίνεται πως πολλά άλλαξαν στην πατρίδα μας, από τότε που φύγαμε και που εμείς νομίζαμε τα ίδια. Είμαστε λίγο κουτοί Εσθήρ, είπε με συγκίνησι και στάθηκε. Όλα έχουν αλλάξει...Δεν είναι, δεν είμαστε όπως και πρώτα...
Προχώρησαν πάλι.
...Εδώ λίγοι δικοί μας ξαναγύρισαν. Κι' αυτοί βρίσκουν άπειρες δυσκολίες και σκέφτουνται να γυρίοσυν πάλι στην Αθήνα. Εκεί να πάμε και εμείς. Είμαστε πολλοί, θάχουμε πλάτες γερές, δε θάμαστε στο έλεος του Θεού. Έχουν τακτοποιηθεί τα πράματα στην Αθήνα, η Κοινότητά μας θα μας προστατέψει. Έχει δύναμι. Ας φύγουμε μια ώρα γρηγορότερα.
Μιλούσε τώρα ζωηρά, με αποφασιστικότητα.
Η Εσθήρ τον άκουγε σιωπηλή. Όχι γιατί την επιρρέαζαν τα λόγια του αδελφού της. Δίχως συζήτησι τα είχε απορρίψει. Μα ένοιωθε μια λύπη, μια απέραντη λύπη γεμάτη τρυφερότητα για τον Ελιέζερ. Πώς είχε καταντήσει! Πού ο παληός, ο θαυμαστός Ελιέζερ, το καύχημα του σπητιού; Το παραμικρότερο εμπόδιο τον τρόμαζε τώρα. Αλήθεια, σκέφτηκε με πόνο η Εσθήρ. Κάτι πέθανε απ' αυτόν αφ' ότου τυφλώθηκε.
Είχαν φτάσει στο κυπαρίσσι. Κουρασμένοι καθίσαν στο πέτρινο πεζούλι που το τριγύριζε.
Σχεδόν ήταν νύχτα.
Η βουή από την αγορά ερχόταν τώρα και έσβυνε εδώ, συγκεχυμένη, ακατάληπτη. Περισσότερο ακουγόταν ο βραδυνός, ανάλαφρος, ζωογόνος άνεμος, που φλοίσβιζε στο πυκνό, μαυρειδερό δέντρο, σα σε σπηλιά, γεμάτος μυστήριο. Μια χλωμή αντιφεγγιά, από τη μακρινή δύσι, τόνιζε ακόμα το περίγραμμα των πραμάτων.
Αισθανόταν ώμορφα την ώρα αυτή η Εσθήρ! Όλα καθάριζαν, κρυστάλλινα, φεγγερά μέσα της. Η ψυχή της, το είναι της ολόκληρο, υψωνόταν γυμνό και δυνατό σαν ατσάλινο ξίφος.
Δίχως να κυττάζει τον αδελφό της που υπάκουος σιωπούσε πλάι της, είπε αργά και σταθερά, με κάποιαν απόχρωση συγκίνησης στη φωνή:
- Θα μείνουμε εδώ Ελιέζερ. Εδώ έζησαν κι' εδώ πέθαναν τόσες γενιές δικών μας, πριν από μας. Εδώ θα ζήσουμε και θα πεθάνουμε και μεις. Είμαστε γέροι πειά για να πάμε αλλού. Μπόρα είναι κι' αυτή και θα περάσει - κι' άλλως τε συνηθίσαμε στις μπόρες. Το σπήτι είναι δικό μας. Το μαγαζί επίσης. Τάχουν τώρα άλλοι; Είναι ο νόμος γι' αυτό. Αν προσωρινά πατιέται, μια μέρα, σύντομα, θα μας τα ξαναδώσει. Θα ξαναρχίσουμε τη δουλειά των προγόνων μας. Είμαστε τόσο ολιγαρκείς! Οι δυό μας γρήγορα θα νοικοκυρευτούμε. Χρειάζεται μόνο υπομονή και δουλειά.
Προχωρώντας στην ομιλία της, γινόταν κοφτή, αποφασιστική. Τα μάτια της αστράφταν στο τελευταίο φως του ουρανού.
Ο τυφλός την άκουγε - ήταν όλα της τα λόγια ένα γλυκό νανούρισμα.
...Όσοι μείνουμε εδώ, συνέχισε η Εσθήρ - και θα μείνουμε πολλοί, θα δεις Ελιέζερ, θα φκιάξουμε μια νέα Κοινότητα να προασπίσει τα δίκαια μας. Έτσι θα παλαίψουμε καλλίτερα. Θυμάσαι Ελιέζερ, τα χρόνια τα καλά, τη σοφή συμβουλή που μας έδινες συχνά τα βράδια στο σπήτι; Ήμουν γυναίκα και ξέρω πως δεν απευθυνόταν σε μένα - μα εγώ την άκουγα και την έθαφτα βαθειά μέσα μου. Και τώρα, που μόνο εμείς μείναμε από τόσους ανθρώπους του σπητιού μας, έσκυψα και την ξέθαψα - σαν θησαυρό. Τι κάνουν τα άγρια άλογα Ελιέζερ όταν κινδυνεύουν;
- Ένα κύκλο, είπε με μικρό χαμόγελο ο τυφλός και με τις οπλές τους κάνουν αδιαπέραστο το τείχος αυτό. Κανένα αγρίμι της ζούγκλας δεν τολμάει να το πλησιάσει.
- Το ίδιο θα κάνουμε και εμείς οι Εβραίοι, στον τόπο αυτό που είναι πατρίδα μας, συνέχισε η Εσθήρ. Δεν θα φύγουμε απ' εδώ ποτέ. Ποτέ!...
Ακουγόταν ο άνεμος που πλημμύριζε το κυπαρίσσι. Ακόμα ερχόταν μακρυνή η βουή της αγοράς. Είχαν ανάψει τα πρώτα φώτα της πολιτείας και μια αντιφεγγιά ερχόνταν απαλή στην έρημη πλαταιούλα. Τριγύρω παράθυρα ήταν φωτισμένα και κάπου ακουγόνταν μια φωνή, παιδική ή γυναικεία, που κάτι έλεγε ή ζητούσε. Η Εσθήρ κυττούσε άπληστα μπροστά της. Ανέπνεε βαθειά όλη αυτή την ταπεινή ευτυχία που την ένοιωθε πλάι της και που της ήταν τόσο γνώριμη.
Ο τυφλός δε μιλούσε. Κοντά της αισθανόνταν τώρα σα ν' ακουμπούσε σε κάτι στέρεο.
- Όπως θέλεις Εσθήρ είπε μαλακά.
Κι' ύστερ' από λίγο με πόνο:
- Αχ μόνο που εγώ δεν μπορώ τίποτα να σου προσφέρω. Φοβάμαι ακόμα πως σου είμαι ένα επιζήμιο βάρος. Ντρέπουμαι, ντρέπουμαι γι' αυτό...
Βίαια, με συγκίνησι και πάθος, η αδελφή του γύρισε και τον αγκάλιασε. Αισθανόνταν τα μαλλιά της στο πρόσωπό του, στο λαιμό του. Και τη φωνή της που του ψυθίρισε στο αυτί:
- Συ του είπε, συ; Αρκεί ότι είσαι κοντά μου, τίποτ' άλλο δε ζητώ από σένα. Είναι αυτή σου η προσφορά ανυπολόγιστη, όσο δε μπορείς να φαντασθείς. Γιατί ίσως, όταν μου λείψεις και δε νοιώθω κοντά μου και μείνω μόνη στη ζωή, τότε το θάρρος μου αυτό, που θαυμάζεις, θα πέσει στη γη και σαν ένα κομμάτι γυαλί θα γίνει χίλια κομμάτια...
                                                                                                         1949
                                                                                                   Κίμων Τζάλλας
Δημοσιευμένο στο λογοτεχνικό περιοδικό Ηπειρωτικές σελίδες, Σεπτέμβριος 1952, αρ. φύλλου 1

Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του κειμένου.


Δεν υπάρχουν σχόλια :