Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Η φιλοξενία


῏Ηταν Γενάρης μῆνας, καρδιὰ τοῦ χειμῶνα. Μέσα στὸ σπίτι ζέστα
καὶ λαμπρή, χοντροκάρβουνη καὶ κουτσουροθρεμμένη φωτιά κι ἔξω
φριχτὸ σκοτάδι κι ἄγριο ἀνεμόβροχο, ποὺ ξερίζωνε δέντρα. Χαρὰ σὲ
κεῖνον, ποὺ ἦταν μέσα, κι ἂς ἦταν καὶ γύφτος, κι ἀλλοίμονο σὲ κεῖνον,
ποὺ ἦταν ἔξω, κι ἂς ἦταν καὶ βασιλιᾶς!

Τὸ σπίτι, ποὺ φέρομε στὴ διήγησί μας, ἦταν τὸ πρωτόσπιτο τοῦ
χωριοῦ. Αὐτὸ δεχόταν τοὺς ξένους κι ἀγνώστους, ἐνῷ τ’ ἄλλα τὰ σπίτια
δεχόταν τοὺς γνώριμους μόνον. Ἕνας γέρος, ὁ γέρο - Δῆμος, ἦταν ὁ ἀρχηγὸς
τοῦ σπιτιοῦ, ὁ νοικοκύρης, κι ἡ Γιώργαινα ἡ νύφη του, ἡ νοικοκυρά.
Πέντε ἀγγόνια του, δύο ἀρσενικὰ καὶ τρία θηλυκά, ἀποτελοῦσαν τὴ
φυτειὰ τοῦ σπιτιοῦ. ῾Ο γυιὸς τοῦ γέρου, ἄντρας τῆς χήρας καὶ πατέρας
τῶν παιδιῶν, εἶχε σκοτωθῆ ἄδικα στὰ Γιάννενα ἀπὸ ἕνα τουρκαρβανίτη,
Χαμὶτ Γκόγκα λεγόμενο, ἀπὸ τὸ Προγονάτι τῆς Λιαπουργιᾶς. Ὕστερα
ἀπὸ τὸ φόνο, ὁ φονιᾶς βγῆκε στὰ 
βουνά.

Ζύγωνε ἡ ὥρα τοῦ δείπνου. Ὁ ὑπηρέτης ἔκλεισε μὲ πάταγο τὴν
αὐλόθυρα, ἀπόλυσε τὰ δυὸ σκυλιὰ ἀπὸ τὶς ἁλυσίδες, ἀνέβηκε τὴ σκάλα
καὶ μπαίνοντας ξεκουμπώθηκε κι εἶπε στὸ γέρο - Δῆμο:
- Κάθισα ὣς αὐτὴ τὴν ὥρα στὸ Μεσοχώρι καὶ δὲ φάνηκε κανένας
ξένος.
- Καλά, παιδί μου, εἶπεν ὁ γέρο - Δῆμος˙ ἀφοῦ δὲν ηὗρες κανένα, ἂς
στρωθῇ τὸ τραπέζι, νὰ δειπνήσουμε, κι ἂν ἔρθῃ κανένας ἀργότερα, ἡ
θύρα μᾶς εἶναι γνωστὴ κι ἀνοίγει εὔκολα.

Στὸ πρόσταγμα τοῦ γέρου μπῆκε ἡ ψυχοπαίδα, κρατῶντας ἕνα μακρὺ
τραπέζι, καὶ τὸ ἀπόθεσε καταγῆς, βάνοντας τὸ κεφαλοτράπεζο πρὸς τὸ
μέρος, ποὺ καθόταν ὁ γέρος. Σὲ λίγο ὅλη ἡ οἰκογένεια, παιδιά, μάννα καὶ
πάππος, δειπνοῦσε.

Δὲν εἶχαν φτάσει ἀκόμη στὴ μέση τοῦ φαγητοῦ, ὅταν τὰ σκυλιὰ
τῆς αὐλῆς, ὁ Κοράκης κι ὁ Τραχήλης, ἄρχισαν ν’ ἀλυχτοῦν καὶ σὲ
λίγο ἀκούστηκε καὶ ποδοβολητὸ ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα. Τὰ σκυλιά,
ἀκολουθῶντας ἀπὸ μέσα τὸ ποδοβολητὸ κι ἀλυχτῶντας, ἔφτασαν στὴν
αὐλόθυρα, ὅπου εἶχε σταθῆ ἄνθρωπος, κι ἐκεῖ πλέον εἶχαν γίνει θηρία καὶ
τὰ δυὸ κι ἂν δὲν ἦταν τὰ σανίδια τῆς θύρας, θὰ τὸν κατακομμάτιαζαν.
- Ἔβγα στὴν κρεβάτα, προστάζει ὁ γέρος τὸν ὑπηρέτη, καὶ ἰδέ, γιατὶ
ἀλυχτοῦν τὰ σκυλιά... Μοῦ φαίνεται, ὅτι κάποιος ξένος εἶναι ἔξω ἀπὸ
τὴν αὐλόθυρα καὶ δὲν τολμάει νὰ χτυπήσῃ...
Ὁ ὑπηρέτης βγῆκε ἔξω κι ἀμέσως φώναξε.
- Ποιός εἶναι;
Τὰ σκυλιὰ στὸ ἄκουσμα τῆς φωνῆς ἀνταριάστηκαν περισσότερο καὶ
πῶς νὰ μποροῦσαν νὰ τρυπήσουν τὴ θύρα, γιὰ νὰ δείξουν, ὅτι ἐκτελοῦν
τὸ καθῆκόν τους καὶ ὅτι τρῶν τὸ ψωμὶ μὲ τὸ δίκιο.
- Ἄνθρωπος εἶμαι, ἀπολογήθηκε μιὰ φωνὴ τρεμάμενη ἀπὸ τὸ κρύο,
διαβάτης, ἄγνωστος.
- Ποῦθε εἶσαι; ξαναρώτησε ὁ ὑπηρέτης.
- Μακριά, ἀπὸ πολὺ μακριά...
- Τοῦρκος εἶσαι ἢ Ρωμιός;
- Τοῦρκος, ἀπολογήθηκε δειλὰ - δειλὰ ὁ ξένος.
- Νὰ πάρ’ ἡ κατάρα, μουρμούρισε, ὁ ὐπηρέτης˙ τέτοιον καιρὸ καὶ
τέτοια ὥρα νὰ σοῦ τύχῃ καὶ ἀντίχριστος!
Μπαίνοντας μέσα εἶπε περίλυπα στὸ γέρο νοικοκύρη:
- Ἕνας ἀντίχριστος!
- Τί σημαίνει; ἀπολογήθηκε ὁ γέρο - Δῆμος, ἄνθρωπος δὲν εἶναι; Δὲ
ζητάει νὰ μπῇ στὸ σπίτι μας ὡς τοῦρκος ἢ χριστιανός, ἄλλ’ ὡς ἄνθρωπος.
Κατέβα ἀμέσως κάτω καὶ δέσε γιὰ μιὰ στιγμὴ τὰ σκυλιὰ κὶ ἄνοιξέ του
τὴ θύρα, νἀρθῇ ἐπάνω!
Ὁ ὑπηρέτης, θέλοντας καὶ μή, βγῆκε ἔξω καὶ σὲ λίγο ὁ ξένος ἔμπαινε
μέσα.
- Καληώρα σας, εἶπε, μπαίνοντας μέσα, ἐνῷ τὰ σκυλιὰ τῆς αὐλῆς
ἔπνιγαν τὴ φωνή του μὲ τ’ ἀλυχτήματά τους.
- Καλῶς ὥρισες, τοῦ ἀπολογήθηκε ὁ γέρο - Δῆμος καὶ τοῦ ἅπλωσε
τὸ χέρι, γιὰ νὰ τὸν χαιρετήσῃ˙ κάθισε νὰ φᾶμε!
Τὰ σκυλιὰ κόβονταν στὴν αὐλή, ἀλυχτῶντας πρὸς τὴ θύρα τοῦ
σπιτιοῦ κι ὄχι πρὸς τὴν αὐλόθηρα, ὅπως πρὶν νὰ μπῇ μέσα ὁ ξένος.

῾Ο ξένος κρέμασε τὴν κατάβρεκτη κάπα του, ἔβγαλε τὰ μουσκεμένα
τσαρούχια του, ξεζώστηκε τ’ ἀρματωμένο σελάχι του καὶ τὸ ἀπόθεσε,
τίναξε τὴ φουστανέλλα του καὶ κάθισε στὸ πλάγι τοῦ γέρου στὸ τραπέζι
κι ἄρχισε νὰ τρώγη, λέγοντας:
- Καλῶς σᾶς ηὗρα στὸ σπίτι σας, νὰ ζὴσετε, κι ἂν ἔχετε ξενιτεμμένο,
νὰ τὸν καλοδεχθῆτε...
- Καλῶς ὥρισες, τοῦ εἶπε ὁ γέρος˙ νὰ πᾷς καλὰ στὸ σπίτι σου καὶ νὰ
βρῇς καὶ τοὺς δικούς σου καλά.
῾Ο τουρκαρβανίτης ἄρχισε νὰ τρώῃ, σὰ λιμασμένο θεριό, ἀλλὰ καὶ τ’
αὐλόσκυλα περισσότερο ἀλυχτοῦσαν στὴν ἐσωτερικὴ θύρα.
- Μπᾶ, ποὺ νὰ σᾶς μασῇ λύσσα! ξεφώνισε ὁ γέρος.
Κι ὕστερα γυρίζοντας πρὸς τὸν ὑπηρέτη τοῦ εἶπε:
- Τί ἔχουν αὐτὰ τὰ σκυλιὰ ἀπὸψε καὶ κόβονται ἔτσι; αὐτὰ κάνουν σὰ
νὰ μπῆκε λύκος στὸ σπίτι.
Κι ἐπειδὴ ἡ παρομοίωσι μποροῦσε νὰ παρθῇ ἀπὸ τὸν ξένον γιὰ
προσβολὴ, τοῦ εἶπε:
- Μέ συγχωρεῖς, ἀγᾶ μου, δὲν ἐννοῶ τὴν ἀφεντιά σου... ὁ λόγος τὸ
ἔφερε.
Ὕστερα βγῆκε στὴν κρεβάτα κι ἀπὸ τὸν ἐξώστη μάλωσε τὰ σκυλιά,
γιὰ νὰ σωπάσουν.
Ἀλλὰ ποῦ ν’ ἀκούσουν τὰ σκυλιά!
Τότε ὁ γέρος κατέβηκε στὴν αὐλὴ μ’ ἕνα ραβδὶ καὶ τὰ κτύπησε καὶ τὰ
ἔδιωξε ἀπὸ τὴ θύρα, κι ἔτσι ἔπαψαν ν’ ἀλυχτοῦν στὴν ἐσωτερικὴ θύρα,
ἀλλὰ κι ἐκεῖ ποὺ πῆγαν, στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς αὐλῆς ὅλο γκρίνιαζαν.

Δὲ χρειάστηκε νὰ βάλουν ἢ νὰ ἑτοιμάσουν ἄλλο φαγητό· ὅ,τι ἦταν
στὸ τραπέζι, γιὰ νὰ φάῃ ἡ οἰκογένεια, ἔφταξε καὶ παράφταξε. Ὕστερα
ἀπὸ τὸ φαγητὸ ἡ ψυχοπαίδα σήκωσε τὸ τραπέζι, ὁ ὑπηρέτης σκούπισε
καὶ ἡ νοικοκυρὰ καληνύχτησε καὶ τραβήχτηκε μὲ τὰ παιδιά της στὸ
δωμάτιό της, κι ἔμειναν γιὰ μιὰ στιγμὴ ὁ γέρος μὲ τὸν ξένο μονάχοι.
Ὁ ξένος εἶπε στὸ γέρο:
- ῎Ηθελα νὰ μείνωμε μόνοι... Ἔχω νὰ σοῦ ξεμυστηρευτῶ...
Ἀκούοντας αὐτὰ ὁ γερονοικοκύρης φώναξε, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν ὁ
ὑπηρέτης καὶ ἡ ψυχοπαίδα, ποὺ ἦσαν στὴν κρεβάτα;
- Νὰ μὴ μπῇ κανένας μέσα, χωρὶς νὰ πάρῃ ἄδεια.
Ὕστερα γύρισε πρὸς τὸν ξένο καὶ τοῦ εἶπε:
- Τώρα πές μου τὸ μυστικό σου.
- Εἶμαι, ποὺ λές, κακὸς ἄνθρωπος...
- . . . . . . . . . . . . .
- Εἶμαι φονιᾶς!... εἶμαι λῃστής!
- Φονιᾶς καὶ λῃστής; Ἂς εἶσαι ὅ,τι κι ἂν εἶσαι! ῾Η σκέπη τοῦ σπιτιοῦ
μου εἶναι μικρὸς οὐρανός˙ σκεπάζει καὶ καλοὺς καὶ κακούς.
- Μὲ κυνηγοῦν οἱ παγάνες...
- Ἂς σὲ κυνηγοῦν...
- Πολέμησα τρεῖς ὧρες... Μὲ εἶχαν περικυκλωμένο ἀπὸ τρεῖς μεριὲς
ὁ στρατὸς κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τὸ ποτάμι, ὁ Καλαμᾶς. Τί νὰ κάμω;
ἐμπρὸς βαθὺ καὶ πίσω ρέμμα. Τὸ ἀδιάβατο καὶ θολὸ ποτάμι, ποὺ κυλοῦσε
τ’ ἄγρια νερά του μ’ ἕνα φοβερὸ βουητό, μοῦ φάνηκε σπλαχνικώτερο
καὶ ἡμερώτερο ἀπὸ τ’ ἄγρια πρόσωπα τῶν στρατιωτῶν, ποὺ ἤθελαν
νὰ μοῦ ἁρπάξουν τὴ ζωή. Πῶς νὰ γλυτώσω; Κλείω τὰ μάτια μου, καὶ
ρίχνομαι μέσα στὸ ποτάμι. Ἀλλὰ γιὰ τὴν καλή μου τύχη κρατὴθηκα
στὴ διχαλωσιὰ ἑνὸς πλατάνου. Ὁ πλάτανος αὐτὸς εἶχε τὸν κορμό του
κούφιο καὶ στὴ στιγμὴ χώνομαι μέσα στὴν κουφάλα. Οἱ στρατιῶτες,
ποὺ μὲ κυνηγοῦσαν, νόμισαν πὼς ἔπεσα ἀληθινὰ στὸ ποτάμι. Ἔμεινα
ὅλη τὴν ἡμέρα στὴν κουφάλα. Ἅμα νύχτωσε, βγῆκα ἔξω καὶ τράβηξα σ’
ἕνα μαντρί. Πρωῒ - πρωῒ ἔφυγα, λημέριασα σ’ ἕνα σύδενδρο καὶ κατὰ τὸ
δειλινὸ τράβηξα γιὰ δῶ, γιὰ νὰ φάω, νὰ πάρω λίγο ψωμὶ μαζί μου καὶ
νὰ φύγω. Δὲν μπορῶ να μείνω πολύ, γιὰ τὸ δικό σου τὸ καλὸ καὶ γιὰ τὸ
δικό μου. Τώρα διάταξε νὰ μοῦ δώσουν ψωμί, νὰ φύγω...

᾽Εκείνη τὴ στιγμὴ ἀνταριάστηκαν τὰ σκυλιὰ στὴν αὐλὴ κι’ ὅλα τὰ
σκυλιὰ τοῦ χωριοῦ, καὶ σὲ λίγο τὸ Μεσοχώρι ἀντήχησε ἀπὸ ποδοβολητὰ
καβαλαραίων στρατιωτῶν.
- Ἡ παγάνα! φώναξε ὁ ξένος. Ἂν εἶσαι χριστιανὸς καὶ πιστεύῃς Θεό,
μὴ μὲ προδώσῃς! Στὸ Θεὸ καὶ στὰ χέρια σου! Σὲ τοῦτον τὸν κόσμο σοῦ
παραδίδω τὸ κορμί μου καὶ στὸν ἄλλον 
θὰ σοῦ τὸ ζητήσω.
- Μὴ φοβᾶσαι, ἀγᾶ μου! εἶπε ὁ γέρος. Ὅσο ποὺ βρίσκεσαι κάτω ἀπὸ
τὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ μου, εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ σὲ ὑπερασπιστῶ καὶ
νὰ σὲ φυλάξω. Προτιμῶ νὰ κινδυνέψω μαζί σου, παρὰ νὰ σὲ παραδώσω.
Τὰ σκυλιὰ τοῦ χωριοῦ καὶ τοῦ σπιτιοῦ κόβονταν στ’ ἀλυχτήματα, κι οἱ
τοῦρκοι στρατιῶτες φώναζαν στὴν ἐξώθηρα. Τὸ σπίτι ἀναστατώθηκε.

Ὁ γέρος λέει στὸν ὑπηρέτη φωναχτά:
- Κατέβα κάτω, πιάσε τὰ σκυλιὰ, κι ἄνοιξε τὶς θύρες, νὰ δοῦμε τί
θέλουν οἱ βασιλικοὶ οἱ ἄνθρωποι!
Ἀλλὰ τοῦ λέει κρυφά:
- Νὰ μὴ φανερώσῃς μὲ κανένα τρόπο, ὅτι ὑπάρχει ξένος ἅνθρωπος
στὸ σπίτι.
Στὸ τέλος γιὰ νὰ ἐξασφαλιστῇ πλειότερο τοῦ λέει:
- Δὲν εἶναι τοῦρκος! Ψέμματα μᾶς τὸ εἶπε. Εἶναι χριστιανὸς σὰν κι
ἐμᾶς... βαφτισμένος... Ἀκοῦς; Χριστιανός!

᾽Ενῷ ὁ ὑπηρέτης κατέβαινε στὴν αὐλὴ νὰ πιάσῃ τὰ σκυλιὰ καὶ ν’
ἀνοίξῃ τὶς θύρες, ὁ γέρος μὲ τὴ νύφη του ἀνέβασαν τὸν λῃστὴ μέσα στὸν
καπνοδόχο μὲ ὅλα τὰ πράγματά του. Ὁ καπνοδόχος ἦταν πλατὺς κι εἶχε
καὶ σκαλοπάτια καὶ καθίστρα. Πρὶν ν’ ἀνεβοῦν οἱ στρατιῶτες ἐπάνω,
ὁ γέρος εἶχε λάβει ὅλα τὰ μέτρα, ὥστε νὰ μὴ προδοθῇ ἡ κρυψώνα τοῦ
ξένου του.

Μπαίνοντας ἔπειτα στὸ σπίτι ὁ ἀξιωματικὸς τῆς παγάνας εἶπε στὸ
νοικοκύρη:
- Γέρο! γρήγορα νὰ μοῦ παραδώσῃς τὸν Χαμὶτ Γκόγκα, τὸν λῃστή,
ποὺ ἦρθε στὸ σπίτι σου ἀπόψε, ἂν θέλῃς νὰ μὴν πάθῃς.
Ἀστραπὴ τοῦ ἦρθε τοῦ γέρου, ὅταν ἄκουσε τὸ μισητὸ ὄνομα τοῦ
Χαμὶτ Γκόγκα, τοῦ φονιᾶ τοῦ γυιοῦ του, ποὺ τὸν εἶχε κρυμμένο στὸν
καπνοδόχο. Μεγάλος πόλεμος πιάστηκε ἐκείνη τὴ στιγμὴ μέσα στὴν
καρδιά του μεταξὺ τῆς ἔχθρας καὶ τῆς φιλοξενίας.
- Γιατί δὲν ἀπολογιέσαι, ὠρὲ γέρο; ρώτησε ὁ ἀξιωματικὸς τὸν γέρο
- Δῆμο.
- Καὶ τί ἀπολογία θέλεις νὰ σοῦ δώσω σ’ αὐτό, ποὺ μὲ ρωτᾷς; τοῦ
ἀπάντησε ὁ γέρος μὲ ἀθυμία. Δὲν ξέρεις, ὅτι ὁ χαμὶτ Γκόγκας εἶναι ὁ
φονιᾶς τοῦ παιδιοῦ μου; Εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἔκανε τὴ νύφη μου χήρα, τ’
ἀγγόνια μου ὀρφανὰ καὶ ἐμένα χωρὶς παιδί;
Τόσο τὸν εἶχε πλημμυρίσει ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ αἴσθημα τῆς
ἔχρας, ὥστε λίγο ἔλειψε νὰ τοῦ εἰπῇ: «Ἔλα νὰ σοῦ τὸν παραδώσω τὸν
ἀντίχριστο!» Ἀλλὰ βαστάχτηκε.
- Καὶ ὅμως ἕνας καταδότης τὸν πῆρε στὸ κοντὸ καὶ τὸν ἔφερε ὢς τὸ
σπίτι σου! Δὲν εἶναι μιὰ ὥρα... εἶπε ὁ ἀξιωματικός.
- Ἀλήθεια, ἐδῶ καὶ μιὰν ὥρα ἕνας ἄνθρωπος χτύπησε τὴ θύρα μου
κὶ ἡ θύρα μου ἄνοιξε, ὅπως ἀνοίγει σὲ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ τὴ κτυπήσῃ
ζητῶντας φιλοξενία. Νὰ μὴ μοῦ τὸ χρωστάῃ ὁ Θεὸς νὰ κλείσω τὴ θύρα
μου σὲ κεῖνον, ποὺ μοῦ ζητήσῃ ψωμί, νερὸ ἢ στέγη! Τώρα μοῦ λέτε σεῖς,
ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ ἐχθρός μου, ὁ φονιᾶς τοῦ παιδιοῦ μου, ὁ
Χαμὶτ Γκόγκας! Ποῦ νὰ τὸ ἤξερα ἐγώ;
- Ποὖναί τος, λοιπόν, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος;
- Κάθισε στὸ τραπέζι μας, ἔφαγε, ἔπιε, μᾶς εὐχήθηκε καλὸ ξημέρωμα...
κι ἔφυγε!...

Ἵδρωσεν ὁ γέρος, ὡς ποὺ νὰ βγάλῃ τὴν τελευταία λέξι ἀπὸ τὸ στόμα
του.
Δάγκασε τὰ χείλη του ὁ ἀξιωματικὸς ἀκούοντας τὴν τελευταία
λέξι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ γέρου, ποὺ μάθαινε ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὅτι ἦταν
ὁ ἄσπονδος ἐχθρὸς τοῦ ληστοῦ, ποὺ κυνηγοῦσε, κι ἤλπιζε πιάνοντάς
τον ζωντανὸ ἢ φονεύοντάς τον νὰ προαχθῇ. Δὲν εἶχε κανένα λόγο νὰ
μὴ πιστέψῃ τὰ λόγια τοῦ γέρου, πρῶτα γιατὶ ὁ Χαμὶτ Γκόγκα ἦταν
τοῦρκος κι ὁ γέρος χριστιανὸς καὶ δεύτερο, τὸ καὶ μεγαλύτερο, ποὺ τόση
μεγάλη ἔχθρα βασίλευε ἀνάμεσά τους. Τέλος περιωρίστηκε νὰ ρωτήσῃ:
- Καταλάβατε κατὰ ποῦ ἔκανε τοὐλάχιστο;
- Αὐτὸ ὁ ὑπηρέτης μπορεῖ νὰ τὸ κατάλαβε κατὰ ποῦ ἔκαμε.
Ρωτοῦν τὸν ὑπηρέτη, κι αὐτὸς ρυθμίζοντας τὴν διαγωγή του πρὸς
τὴν διαγωγὴ τοῦ ἀφεντικοῦ του ἀποκρίθηκε μὲ φυσικὴ ἀπάθεια:
- ῎Εκαμε τὸν κατήφορο κατὰ τὸν ποταμό.
- ῎Εχει πολλὴ ὥρα;
- Ὅση εἶναι ἀπὸ τὴν στιγμή, ποὺ ἤρθατε σεῖς, πρόλαβε ν’ ἀπαντήτῃ
ὁ γέρος.
Ὁ ἀξιωματικὸς νομίζοντας ὅτι βρίσκεται ἀκόμα πολὺ κοντὰ ὁ
καταζητούμενος του, καβαλλίκεψε καὶ τράβηξε τὸν κατήφορο κατὰ τὸν
ποταμό, σέρνοντας μαζί του ὅλους τοὺς στρατιῶτές του.

Φεύγοντας οἱ τοῦρκοι, γυρίζει ὁ ὑπηρέτης καὶ λέγει τοῦ γέρου:
- Καὶ τώρα, ἀφεντικό, τί λογιῶν ξεμπέρδεμα θὰ κάμωμε τοῦ
ἀντίχριστου, ποὺ ἔχουμε μέσα στὸ σπίτι μας;
- Θὰ σοῦ εῖπῶ. Τὸ μόνο μου ὄνειρο, κι ἠ μόνη μου εὐχαρίστησι ἦταν
νὰ τὸν βρῶ σὲ καμμιὰ μεριὰ καὶ νὰ μοῦ εἰποῦν: Αὐτὸς εἶναι ὁ φονιᾶς τοῦ
παιδιοῦ σου, ὁ Χαμὶτ Γκόγκας! Καὶ νὰ χυθῶ ἀπάνω του, ἀλλὰ τώρα...
ἦρθαν ἀνάποδα τὰ πράγματα. Ὁ ἐχθρός μου ὁ ἄσπονδος ἔχει προστάτη
τὸ σπίτι μου! Κάθισε στὸ τραπέζι μου, ἔφαγε τὸ ψωμί μου, ἔπιε τὸ νερό
μου, ἄκουσε τὶς εὐχές μου, κι ἄκουσα τὶς δικές του... Τί νὰ τοῦ κάμω; Ἂς
τὸ βρῇ ἀπὸ τὸν Θεὸ κι ὄχι ἀπὸ μένα.
- Κι ὡς πότε θὰ τὸν φυλᾶμε μέσα ἐδῶ;
- Ἄκουσε. ᾽Εγὼ πηγαίνω μὲ τὴ νύφη μου στὸ δωμάτιο, ποὺ
κοιμοῦνται τὰ παιδιά, γιὰ νὰ μὴ συναντηθῶ μ’ αὐτὸν κι ἀνάψῃ ἡ ἔχθρα,
τὸ μῖσος στὴν καρδιά μου καὶ κάμω ὅ,τι δέν πρέπει νὰ κάμω, καὶ σὺ πή-
γαινε στὴν τραπεζαρία, κατέβασέ τον ἀπὸ τὸν καπνοδόχο, ποὺ τὸν ἔχω
κρυμμένο, καὶ βγάλε τον ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, δεῖξέ του τὸ δρόμο, ποὺ εἶχαν
πάρει οἱ στρατιῶτες, κι αὐτὸς ὅποιον δρόμο θελήσῃ ἂς πιάσῃ.
Ὁ ὑπηρέτης τράβηξε γιὰ τὴν τραπεζαρία, μὰ ὁ γέρος κάτι εἶχε
λησμονήσει ἀκόμα, κι ἔκραξε τὸν ὑπηρέτη:
- Γιὰ νὰ σοῦ εἶπῶ. Βάλε του κι ἕνα μεγάλο κομμάτι ψωμὶ στὸ
σακκούλι.
Καὶ λέγοντας αὐτὰ ἔπιασε τὴν νύφη του ἀπὸ τὸ χέρι καὶ πῆγαν κι
οἱ δυὸ μαζὶ στὸ δωμάτιο, ποὺ κοιμῶνταν τὰ ὀρφανά, γιὰ νὰ μὴν ἰδοῦν νὰ
περνάῃ ὁ φονιᾶς τοῦ πατέρα τους, τοῦ ἀνδρός της καὶ τοῦ μοναχογυιοῦ
του!

«Πινακοθήκη» Χρῖστος Χριστοβασίλης

Πηγή

5 σχόλια :

Θωμάς είπε...

Το διάβασα με μια ανάσα!
Μοναδικός ο Χριστοβασίλης!

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Η γραφή αλλοτινών καιρών.
Ασύγκριτη!

Τάσος Μπλάτσας είπε...

Αυτό το διήγημα έψαχνα να το βρω αναζητώντας το αναγνωστικό της

Β' γυμνασίου του 1967 διότι εκεί το είχα διαβάσει.

Τελικά χάριν σε σας το βρήκα πληκτρολογώντας στο google το (Χαμίτ

Γκόγκα) που θυμόμουνα.

Το διήγημα αυτό περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο την τελειότητα

ενός ανθρώπου όσον αφορά την ανθρωπιά του.

Συγχαρητήρια για την ανάρτησή του.

sofia είπε...

Τάσο Μπλάτσα τώρα βλέπω το σχόλιο σας.
Χαίρομαι που βοήθησα.
Ευχαριστώ για τα καλά λόγια.
Να είστε καλά.

Ανώνυμος είπε...

Σας ευχαριστώ για την ανάρτηση.Ένα κείμενο που ο πατέρας μου ,όταν ζούσε, συνήθιζε να λέει από μνήμης.Ως μικρό παιδί το είχε διαβάσει από το αναγνωστικό του μεγάλου του αδελφού.Του είχε κάνει εντύπωση και το είχε αποστηθίσει.
Τον θυμάμαι να το απαγγέλλει .Με συγκινεί να μπορώ να το διαβάζω .