Έτυχε κάποτε να βρεθώ στην Αίγυπτο για λίγες μέρες , στην Αλεξάνδρεια. Η Αλεξάνδρεια είνε μια πόλη που ή τη βαρυέσαι απ' τη δεύτερη μέρα, ή τη συνηθίζεις αμέσως και δε θέλεις να φύγεις πια. Εγώ δε μπόρεσα να τη συνηθίσω. Έτσι πολυθόρυβη που είνε, και τόσο πεζή, μούκανε την εντύπωση γυναίκας που μιλεί δυνατά και φορεί πλούσια και φανταχτερά φορέματα.
Η ανία με είχε κι' όλας κυριέψει , όταν θυμήθηκα τα λόγια του φίλου μου Πορφύρα: " Σαν πας εκεί κάτω πήγαινε να δης τον ποιητή Καβάφη. Είμαι βέβαιος πως αξίζει τον κόπο να κάνει κανείς το ταξείδι αυτό μόνο και μόνο για να τον γνωρίσει". Εζήτησα λοιπόν να με πάνε και να με συστήσουνε.
Ο Καβάφης δε δέχεται με πολλή ευχαρίστηση τους ξένους, μου είχαν πη, και γι' αυτό επήγαινα με κάποιο φόβο. Ως τόσο μ' εδέχτηκε μ' αρκετή εγκαρδιότητα.Με την ευγενικώτατη φωνή του, στην οποία διακρίνεται καθαρά ένας ξενικός τόνος - Θεός φυλάξοι να του το πης! - με παρακάλεσε να καθήσω σ' ένα χαμηλό κάθισμα που βρισκόταν μπροστά μου, μέσα στο μισοσκότεινο σαλονάκι.
Ως είμαι απ' το φυσικό μου δειλή μπροστά στους ανθρώπους που πρωτογνωρίζω , εκάθησα και πολύ λίγο του μιλούσα. Αυτό φαίνεται να τον ευχαρίστησε γιατί άρχισε να μου μιλή περσότερο εκείνος και διέταξε σε λίγο τον αράπη του τον Αχμέτ να φέρει wisky και μεζέδες. Σε λίγο συνήθισαν και τα μάτια μου το λίγο φως της κάμαρας και μπόρεσα να τον κυτάξω προσεχτικά καθώς μιλούσε πίνοντας.
Είνε αδύνατος, χλωμός, με μαλλιά γκρίζα και πυκνά , πολύ πυκνά. Μα εκείνο που σου κρατά την προσοχή σου όλη είνε τα μάτια του, τα δυο παμμέγιστα, παράξενα , αινιγματικά του μάτια. Δυο τέτοια μάτια κανείς μας ποτέ δε θα τα ιδή σ' άλλον άνθρωπο, απλούστατα γιατί δεν είνε μάτια σημερινού ανθρώπου. Είνε μάτια που έρχονται από πολύ μακρυά, από τα βάθη των αιώνων, και κρατούνε μέσα τους το μυστήριο μιας άλλης ζωής άγνωστης σ' εμάς. Η φωνή του, όσο την άκουγα, μου φαινόταν κι' αυτή σα να ερχότανε από μακρυά, και ο ίδιος, καθώς είχε τώρα αποτραβηχτεί σε μια σκοτεινή γωνία και μιλούσε για τέχνη - σε μας ή στον εαυτό του; - έμοιαζε πλάσμα εξωτικό, που ζούσε σ' άλλη από μας ατμόσφαιρα, που έπρεπε να τ' ακούς και να το βλέπεις από μακρυά, και να μη παραξενευτείς καθόλου αν άξαφνα το δης να χαθεί ολότελα από μπροστά σου και να σωπάσει.
Η ομιλία του είνε γοητευτική. Τα πιο γνωστά πράγματα ξέρει να στα παρουσιάζει σαν καινούργια, έτσι καθώς τα ντύνει με της τέχνης του την ωραιότητα. Στα πάντα βάζει τη σφραγίδα του, τα δωμάτια, τα έπιπλα, τα παληά αγάλματα, τα σπάνια βάζα, το καθετί που τον τριγυρίζει είνε αρμονισμένο με τη φυσιογνωμία της Τέχνης του. Έτσι κ' η ποιητική του τέχνη είνε τόσο δική του, τόσο Καβαφική, που καταντά αδύνατο να τη μιμηθεί κανείς έστω κι' από μακρυά χωρίς να πέσει στο γελοίο. Γιατί για να γράψεις σαν τον Καβάφη πρέπει να είσαι ο Καβάφης. Αλλοιώς δε γείνεται. Ειν' εύκολο αυτό; Όχι βέβαια. Είνε μάλιστα αδύνατο κατά τη γνώμη μου, και κάθε προσπάθεια θα ήτανε μάταιη και προσποιητή.
Ξέροντας πως ζω στην Αθήνα, ο ποιητής μού μίλησε για όλους σχεδόν τους ποιητάς μας. Δείχνει σεβασμό για το έργο του Παλαμά, εκτίμηση για τον Ξενόπουλο που τον γνώρισε κάποτε, ενδιαφέρον για τον Πορφύρα. Προσέχει και ζυγιάζει πολύ τα λόγια του, μη ξέροντας τί φρονεί ο ξένος του, ποιους συμπαθεί και ποιους όχι. Φοβάται μη σε θίξει στο παραμικρό. Είνε ο πιο πολιτισμένος Έλληνας που γνώρισα. Η ειρωνεία - η ρωμέικη ειρωνεία - ή πότε λεπτή, πότε σκληρή, και συχνά χυδαία και βάναυση , είνε για τον Καβάφη τέλεια άγνωστη. Ο Καβάφης δε θα μπορούσε να σταθεί στη σημερινή Ελλάδα, και γι' αυτό κάνει σοφά που μένει μακρυά της. " Το ξέρω πως δεν είνε ωραία εδώ που μένω", μου είπε, " γι΄αυτό ζω, κλεισμένος σ' αυτό το σπήτι, μόνος με τα βιβλία μου. Δεν είμαι όμως ακόμα τέλειος ερημίτης. Σα βραδιάζει μ' αρέσει ν' ακούω την πόρτα μου να χτυπά. Είνε μια αδυναμία που πρέπει να την υπερνικήσω"
Όταν έφυγα, κατεβαίνοντας τη μαρμαρένια σκάλα του σπιτιού, είπα στον Πάργα που με συνόδευε , και που γύρευε να μάθει τις εντυπώσεις μου. " Δεν ξέρω γιατί, δεν είμαι βέβαιη , αν αυτόν τον άνθρωπο τον άκουσα και τον είδα πραγματικά. Είστε βέβαιος πως μπορούμε να τον ξαναδούμε;" Αυτός γελούσε και μ' εβεβαίωνε πως θα τον ξαναϊδώ. Βγήκαμε έξω. Ο θόρυβος της πολιτείας μού φάνηκε ακόμα πιο ανυπόφορος, και τα ξεφωνητά των αραπάδων αποτρόπαια. Τράβηξα προς το ξενοδοχείο. Και η μορφή του Ποιητή μ' ακολουθούσε.
Σα βρέθηκα μόνη σκέφθηκα: Βέβαια , όλοι σχεδόν το βλέπουμε, το ξέρουμε, πως η ζωή είνε άσχημη, και όμως τη ζούμε και τρεφόμαστε απ' την ασκήμια της καθημερινά. Αυτός κατάφερε να ξεφύγει απ' τη ρουτίνα της. Εγκαίρως κάρφωσε τα ερευνητικά του μάτια γύρω της και γύρω στον Έρωτα, και σαν τα βρήκε όλα τόσο άσχημα, πολύ φοβήθηκε. Υπερήφανος, δε δέχτηκε ν' αυτοκτονήσει. Οπλίστηκε με τεράστια θέληση , κλείστηκε μέσα στο σπήτι του, και φρουρός άγρυπνος του εαυτού του , έκανε την Τέχνη του ζωή...
Το κείμενο της Μυρτιώτισσας δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό "Νέα Τέχνη" το 1924,φύλλα Ιουλίου - Οκτωβρίου, του οποίου η έκδοση ήταν αφιερωμένη στον Κ.Π.Καβάφη. Αυτό το αφιέρωμα ανατύπωσε " φωτοστατικά η Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου για την επέτειο των 50 χρόνων από το θάνατο του ποιητή" το 1983
Το αφιέρωμα αυτό της " Νέας Τέχνης" ήταν το πρώτο που είχε τολμήσει να κάνει περιοδικό την εποχή εκείνη, καθώς το έργο του Καβάφη δεν αντιμετωπιζόταν ευνοϊκά και οφείλεται στην προσπάθεια του Διευθυντή του Μάριου Βαϊανού
Στο κείμενο διατηρήθηκε η ορθογραφία της συγγραφέως
Η ανία με είχε κι' όλας κυριέψει , όταν θυμήθηκα τα λόγια του φίλου μου Πορφύρα: " Σαν πας εκεί κάτω πήγαινε να δης τον ποιητή Καβάφη. Είμαι βέβαιος πως αξίζει τον κόπο να κάνει κανείς το ταξείδι αυτό μόνο και μόνο για να τον γνωρίσει". Εζήτησα λοιπόν να με πάνε και να με συστήσουνε.
Ο Καβάφης δε δέχεται με πολλή ευχαρίστηση τους ξένους, μου είχαν πη, και γι' αυτό επήγαινα με κάποιο φόβο. Ως τόσο μ' εδέχτηκε μ' αρκετή εγκαρδιότητα.Με την ευγενικώτατη φωνή του, στην οποία διακρίνεται καθαρά ένας ξενικός τόνος - Θεός φυλάξοι να του το πης! - με παρακάλεσε να καθήσω σ' ένα χαμηλό κάθισμα που βρισκόταν μπροστά μου, μέσα στο μισοσκότεινο σαλονάκι.
Ως είμαι απ' το φυσικό μου δειλή μπροστά στους ανθρώπους που πρωτογνωρίζω , εκάθησα και πολύ λίγο του μιλούσα. Αυτό φαίνεται να τον ευχαρίστησε γιατί άρχισε να μου μιλή περσότερο εκείνος και διέταξε σε λίγο τον αράπη του τον Αχμέτ να φέρει wisky και μεζέδες. Σε λίγο συνήθισαν και τα μάτια μου το λίγο φως της κάμαρας και μπόρεσα να τον κυτάξω προσεχτικά καθώς μιλούσε πίνοντας.
Είνε αδύνατος, χλωμός, με μαλλιά γκρίζα και πυκνά , πολύ πυκνά. Μα εκείνο που σου κρατά την προσοχή σου όλη είνε τα μάτια του, τα δυο παμμέγιστα, παράξενα , αινιγματικά του μάτια. Δυο τέτοια μάτια κανείς μας ποτέ δε θα τα ιδή σ' άλλον άνθρωπο, απλούστατα γιατί δεν είνε μάτια σημερινού ανθρώπου. Είνε μάτια που έρχονται από πολύ μακρυά, από τα βάθη των αιώνων, και κρατούνε μέσα τους το μυστήριο μιας άλλης ζωής άγνωστης σ' εμάς. Η φωνή του, όσο την άκουγα, μου φαινόταν κι' αυτή σα να ερχότανε από μακρυά, και ο ίδιος, καθώς είχε τώρα αποτραβηχτεί σε μια σκοτεινή γωνία και μιλούσε για τέχνη - σε μας ή στον εαυτό του; - έμοιαζε πλάσμα εξωτικό, που ζούσε σ' άλλη από μας ατμόσφαιρα, που έπρεπε να τ' ακούς και να το βλέπεις από μακρυά, και να μη παραξενευτείς καθόλου αν άξαφνα το δης να χαθεί ολότελα από μπροστά σου και να σωπάσει.
Η ομιλία του είνε γοητευτική. Τα πιο γνωστά πράγματα ξέρει να στα παρουσιάζει σαν καινούργια, έτσι καθώς τα ντύνει με της τέχνης του την ωραιότητα. Στα πάντα βάζει τη σφραγίδα του, τα δωμάτια, τα έπιπλα, τα παληά αγάλματα, τα σπάνια βάζα, το καθετί που τον τριγυρίζει είνε αρμονισμένο με τη φυσιογνωμία της Τέχνης του. Έτσι κ' η ποιητική του τέχνη είνε τόσο δική του, τόσο Καβαφική, που καταντά αδύνατο να τη μιμηθεί κανείς έστω κι' από μακρυά χωρίς να πέσει στο γελοίο. Γιατί για να γράψεις σαν τον Καβάφη πρέπει να είσαι ο Καβάφης. Αλλοιώς δε γείνεται. Ειν' εύκολο αυτό; Όχι βέβαια. Είνε μάλιστα αδύνατο κατά τη γνώμη μου, και κάθε προσπάθεια θα ήτανε μάταιη και προσποιητή.
Ξέροντας πως ζω στην Αθήνα, ο ποιητής μού μίλησε για όλους σχεδόν τους ποιητάς μας. Δείχνει σεβασμό για το έργο του Παλαμά, εκτίμηση για τον Ξενόπουλο που τον γνώρισε κάποτε, ενδιαφέρον για τον Πορφύρα. Προσέχει και ζυγιάζει πολύ τα λόγια του, μη ξέροντας τί φρονεί ο ξένος του, ποιους συμπαθεί και ποιους όχι. Φοβάται μη σε θίξει στο παραμικρό. Είνε ο πιο πολιτισμένος Έλληνας που γνώρισα. Η ειρωνεία - η ρωμέικη ειρωνεία - ή πότε λεπτή, πότε σκληρή, και συχνά χυδαία και βάναυση , είνε για τον Καβάφη τέλεια άγνωστη. Ο Καβάφης δε θα μπορούσε να σταθεί στη σημερινή Ελλάδα, και γι' αυτό κάνει σοφά που μένει μακρυά της. " Το ξέρω πως δεν είνε ωραία εδώ που μένω", μου είπε, " γι΄αυτό ζω, κλεισμένος σ' αυτό το σπήτι, μόνος με τα βιβλία μου. Δεν είμαι όμως ακόμα τέλειος ερημίτης. Σα βραδιάζει μ' αρέσει ν' ακούω την πόρτα μου να χτυπά. Είνε μια αδυναμία που πρέπει να την υπερνικήσω"
Όταν έφυγα, κατεβαίνοντας τη μαρμαρένια σκάλα του σπιτιού, είπα στον Πάργα που με συνόδευε , και που γύρευε να μάθει τις εντυπώσεις μου. " Δεν ξέρω γιατί, δεν είμαι βέβαιη , αν αυτόν τον άνθρωπο τον άκουσα και τον είδα πραγματικά. Είστε βέβαιος πως μπορούμε να τον ξαναδούμε;" Αυτός γελούσε και μ' εβεβαίωνε πως θα τον ξαναϊδώ. Βγήκαμε έξω. Ο θόρυβος της πολιτείας μού φάνηκε ακόμα πιο ανυπόφορος, και τα ξεφωνητά των αραπάδων αποτρόπαια. Τράβηξα προς το ξενοδοχείο. Και η μορφή του Ποιητή μ' ακολουθούσε.
Σα βρέθηκα μόνη σκέφθηκα: Βέβαια , όλοι σχεδόν το βλέπουμε, το ξέρουμε, πως η ζωή είνε άσχημη, και όμως τη ζούμε και τρεφόμαστε απ' την ασκήμια της καθημερινά. Αυτός κατάφερε να ξεφύγει απ' τη ρουτίνα της. Εγκαίρως κάρφωσε τα ερευνητικά του μάτια γύρω της και γύρω στον Έρωτα, και σαν τα βρήκε όλα τόσο άσχημα, πολύ φοβήθηκε. Υπερήφανος, δε δέχτηκε ν' αυτοκτονήσει. Οπλίστηκε με τεράστια θέληση , κλείστηκε μέσα στο σπήτι του, και φρουρός άγρυπνος του εαυτού του , έκανε την Τέχνη του ζωή...
Μυρτιώτισσα
Το κείμενο της Μυρτιώτισσας δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό "Νέα Τέχνη" το 1924,φύλλα Ιουλίου - Οκτωβρίου, του οποίου η έκδοση ήταν αφιερωμένη στον Κ.Π.Καβάφη. Αυτό το αφιέρωμα ανατύπωσε " φωτοστατικά η Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου για την επέτειο των 50 χρόνων από το θάνατο του ποιητή" το 1983
Το αφιέρωμα αυτό της " Νέας Τέχνης" ήταν το πρώτο που είχε τολμήσει να κάνει περιοδικό την εποχή εκείνη, καθώς το έργο του Καβάφη δεν αντιμετωπιζόταν ευνοϊκά και οφείλεται στην προσπάθεια του Διευθυντή του Μάριου Βαϊανού
Στο κείμενο διατηρήθηκε η ορθογραφία της συγγραφέως
4 σχόλια :
Καλημέρα απ΄το βροχερό Λαύριο και εν συνεχεία απ΄τα Καλύβια.Πάλι ωραίο και ξαφνικό το θέμα σου, "σμίγει" δύο μεγάλους ποιητές: Τη Μυρτιώτισσα και τον Καβάφη.Για την Μυρτιώτισσα μου μιλάει συχνά ο Γ. Μητρογιάννης, που εικονογράφησε το βιβλιάκι μου.Επίσης μού μιλάει πολύ για τον Καβάφη, άρα, για όσους διαβάζουν την ποίησή τους, κάτι κοινό συνδέειτους δύο ποιητές.
Διάβασα με ενδιαφέρον το κείμενο της Μυρτιώτισσας.Τα μάτια του μεγάλου ποιητή, που περικλείουν οσα ήθελαν να εκφράσουν οι άνθρωποι για αιώνες, και σε αυτόν έπεσε ο κλήρος και τα εξέφρασε.
Μ΄αρέσει να διαβάζω για τους λογοτέχνες, όσα οι ομότεχνοί τους λένε γι αυτούς.Σοφία, σε ευχαριστώ.Αθηνά
Γεια σας κυρία μου!!!!
Ελενίτσα!!!!!
Υπέροχη ανάρτηση!!!!
Την καλησπέρα μου, Σοφία!!!!
Την καλησπέρα μου κορίτσια!
Ευχαριστώ
Να είστε καλά.
Δημοσίευση σχολίου