Περπατώ ξυπόλυτη
δίπλα στη θάλασσα. Απαλά κύματα βρέχουν τα πόδια μου. Φορώ ένα
λευκό λινό φόρεμα μακρύ ως τους
αστραγάλους. Ξημερώνει. Μόνο ο ελαφρύς φλοίσβος των κυμάτων ακούγεται. Μια
φωτεινή χαρακιά στο βάθος του ορίζοντα
φέρνει το τέλος της νύχτας.
Στην πλαγιά του απέναντι λόφου διακρίνονται μικρά άσπρα
σπίτια. Βρίσκομαι να περπατώ σε στενά πλακόστρωτα δρομάκια. Αυλές μικρές,
ασπρισμένες, γεμάτες λουλούδια. Μόνο λουλούδια.
Το χωριό μοιάζει ακατοίκητο. Δεν ακούγεται τίποτα. Κυριαρχεί η σιωπή και
η γαλήνη.
Κάπου , από μακριά ακούγονται φωνές, γυναικείες φωνές.
Σαν το μελίσσι που βουΐζει κατεβαίνουν το λόφο. Τις βλέπω να τρέχουν . Κανείς δεν τις
κυνηγάει , αλλά αυτές τρέχουν , φωνάζουν , κουνούν τα χέρια τους. Μοιάζουν
αλλόφρονες. Τα μαλλιά τους ξέμπλεκα ανεμίζουν , τα λεπτοϋφασμένα φορέματα
τους φουσκώνουν στο ελαφρύ αεράκι και
μέσα στη διαφάνεια τους διαγράφονται τα
όμορφα, αγαλματένια σκέλη τους σε ανοιχτούς διασκελισμούς. Ξυπόλυτες σκοντάφτουν πάνω στις πέτρες , αλλά
τα φιλντισένια πέλματά τους δεν ματώνουν.
Δεν περπατούν , πετούν . Μοιάζουν να χορεύουν. Οι
δυνατές φωνές μαλακώνουν, γίνονται απαλοί
ήχοι, ονειρική μουσική , γλυκό τραγούδι.
Οι μορφές τους ημερώνουν. Μεγάλα, όμορφα, εκφραστικά
γαλάζια μάτια γράφουν πάνω σε λευκές, σταρένιες και μελαμψές επιδερμίδες.
Πλησιάζουν στην μεγάλη πλατεία και σαν να
υπακούουν σε μια αόρατη εντολή αναμερίζουν στα πλάγια. Μια γυναίκα προβάλλει. Ψηλή και όμορφη με
μακριές μαύρες μπούκλες να καλύπτουν το μισό της σώμα προχωρά με
μικρούς βηματισμούς σαν του πουλιού προς το μέρος μου. Οι βραχίονες της λευκοί
και λεπτοί είναι γυμνοί και καταλήγουν σε αγκαθωτές άκρες. Στη μέση της
αγκάθινης παλάμης μια μικρή κόκκινη καρδιά φλέγεται , χωρίς να πονάει.
Στο μαύρο πλακόστρωτο της πλατείας είναι απλωμένα μπουκάλια σπασμένα στη μέση.
Με τα αγκαθωτά της δάκτυλα πιάνει ένα ένα τα μπουκάλια. Σε κάθε μπουκάλι ανθίζει
ένα λουλούδι, ένας κατηφές. Γεμίζει ο τόπος κατακίτρινα λουλούδια.
Μέσα από μια αυλή γεμάτη ροζ τριανταφυλλιές βγαίνει ένα κορίτσι . Το πρόσωπό της
κουκλίστικο , πορσελάνινο στηρίζεται σε
ένα σεντεφένιο κορμί σχεδόν διάφανο.
Ντυμένο με μια αραχνοΰφαντη μεταξωτή
εσάρπα κινείται αέρινα. Δεν έχει πόδια.
Με βλέπει . Είναι η μοναδική. Το βλέμμα της καρφώνεται
πάνω μου ικετευτικό.
- - Κρυώνω !
Η φωνή της μοιάζει με κελάηδημα αηδονιού .
- - Πάρε με στην αγκαλιά σου .
Δεν νιώθω φόβο, αλλά μια περίεργη έλξη . Απλώνω τα
χέρια μου , ανοίγω την αγκαλιά μου και την κλείνω απαλά μέσα. Είναι τόσο
εύθραυστη και ελαφριά σαν πούπουλο. Μυρίζει όμορφα
- - Σήκωσε με ψηλά. Θέλω να δω την ομορφιά του
τόπου.
Τα χέρια μου τη σηκώνουν αλλά αισθάνομαι να
αντιστρεφόμαστε. Δεν την κρατώ πια εγώ. Εκείνη με κρατά και στροβιλιζόμαστε
στον άνεμο και αυτός μάς παίρνει μακριά.
- - Άφησε με , άφησε με !
Με αφήνει γελώντας !
Πέφτω αργά και ανάλαφρα. Μετασχηματίζομαι , γίνομαι
κρυστάλλινη χιονονιφάδα και κατεβαίνω απαλά στη γη.
Γέλια και παιδιάστικες φωνές ψαλιδίζουν τη σιωπή της
μέρας.
Χιονίζει...
Οι στίχοι είναι από την" Τρικυμία "του Ουίλιαμ Σαίξπηρ σε μετάφραση του Βασίλη
Ρώτα
Η εικόνα από εδώ
Η εικόνα από εδώ
2 σχόλια :
Σοφία εύχομαι η νέα χρονιά
να φέρει υγεία ,δύναμη , αγάπη,
σε σένα και στην
οικογένεια σου .
Ευχαριστώ Ανεμόεσσα,
ανταποδίδω τις ευχές .
Να είσαι καλά
Δημοσίευση σχολίου