Σκηνοθεσία: ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ ΛΕΥΤΕΡΗΣ
Σενάριο: ΣΚΡΟΥΜΠΕΛΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ, ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ ΛΕΥΤΕΡΗΣ , ΜΠΡΑΜΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Δ/ντής Φωτογραφίας: ΣΙΝΑΝΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
Μοντάζ: ΤΕΜΠΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ
Ηχολήπτης: ΚΙΤΤΟΥ ΝΤΙΝΟΣ
Ενδυματολόγος- Σκηνογράφος: ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Μουσική Σύνθεση: ΚΑΡΑΪΝΔΡΟΥ ΕΛΕΝΗ
Διάρκεια: 90΄
Σύνοψη της ταινίας[1]:
Δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ με θέμα το ελληνικό χωριό Μπελογιάννης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, κοντά στη Βουδαπέστη, που κτίστηκε το 1950 από έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, πρώην αγωνιστές του Δημοκρατικού Στρατού. Την εποχή που γυριζόταν η ταινία, οι περίπου χίλιοι οκτακόσιοι κάτοικοι και τα παιδιά τους επέστρεφαν κατά ομάδες στην Ελλάδα, μετά από τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια αναγκαστικής προσφυγιάς που ήταν συνέπεια του εμφυλίου πολέμου. Μαζί τους έρχεται και το φέρετρο ενός παλιού συντρόφου – καλή πατρίδα, σύντροφε.
Βραβεία- Διακρίσεις
Στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, το 1986, η ταινία παίρνει τα βραβεία πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και μουσικής και το 1987, διάκριση ποιότητας ταινίας από τα κρατικά βραβεία ΥΠΠΟ. Στο Διεθνές Φεστιβάλ του Λοκάρνο της απονέμεται ειδική μνεία της κριτικής επιτροπής, το 1986. [1]
http://www.tainiothiki.gr/v2/filmography/view/1/1060
Το 1986 ο Λευτέρης Ξανθόπουλος επανέρχεται[1] στο θέμα των πολιτικών προσφύγων με την ταινία του Καλή πατρίδα, σύντροφε. Θεματικό κέντρο της ταινίας είναι οι προετοιμασίες επιστροφής στην Ελλάδα των ελλήνων πολιτικών προσφύγων, κατοίκων του ουγγρικού χωριού Μπελογιάννης . Η ταινία παρακολουθεί τη ζωή των εγκατεστημένων εκεί ανταρτών του ΔΣΕ, που, κυνηγημένοι από τη χώρα τους, βρήκαν καταφύγιο στις φιλόξενες ιδεολογικά σοσιαλιστικές δημοκρατίες. Δομείται γύρω από τρεις θεματικούς άξονες: το γάμο της νεαρής κόρης πολιτικού πρόσφυγα με γιο άλλου έλληνα ως αρχή του ταξιδιού προς την πατρίδα των γονιών τους και αντίθετα με τις δικές τους προσωπικές επιλογές, που αφορούν πρόσωπα της νέας τους πατρίδας˙ τις προσπάθειες ενός βοσκού να του δοθεί άδεια να μεταφέρει το κοπάδι του μαζί του πίσω, προσπάθειες που καρποφορούν ερήμην του, καθώς πεθαίνει λίγο πριν την αναχώρηση˙ και τη ματιά ενός μικρού αγοριού που παρατηρεί τις προετοιμασίες και που στο τέλος ανεβάζει συμβολικά το νεκρό βοσκό στο τρένο της επιστροφής. Αν και η ταινία ασχολείται με τη ζωή των προσφύγων, ο εμφύλιος πόλεμος -που απασχολεί την παρούσα εργασία- ξεπηδάει μέσα στα πολλαπλά επίπεδα της αφήγησης, καθώς αποτελεί την αιτία ύπαρξης του χωριού αυτού, την εκκίνηση της ιστορίας των προσώπων που περνάνε μπροστά από το φακό. Τα βασανισμένα από το χρόνο και την ιστορία πρόσωπα διηγούνται τη διαδρομή τους ως εκεί: την Κατοχή, το Αντάρτικο, την Απελευθέρωση και ξανά το Αντάρτικο με το ΔΣΕ τώρα, τις μάχες και, μετά την ήττα, το πέρασμα από την Αλβανία, την Τσεχία, την Πολωνία ως την εγκατάσταση στο ουγγρικό χωριό, που θα μετονομαστεί Μπελογιάννης, από το όνομα του εκτελεσμένου κομμουνιστή ηγέτη. Παρά τα χρόνια που έχουν περάσει οι μνήμες του Εμφυλίου είναι συνεχώς παρούσες στην ταινία και καθοριστικές για την πλοκή όπως τέτοιες υπήρξαν και για τη ζωή των προσώπων. Σκηνές έντασης και με αναφορές στον Εμφύλιο, είναι οι αφηγήσεις των ηλικιωμένων για τον πόλεμο και το πώς έχασαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, οι παρακολούθηση φιλμ από το βουνό κι η είσοδος του μικρού αγοριού –έγχρωμου στο φόντο της ασπρόμαυρης οθόνης- ως συμβολικού κληρονόμου της μνήμης, ο γάμος κάτω από το πορτρέτο του αντάρτη αλλά κι η ίδια η ύπαρξη του χωριού και των ανθρώπων του, δεμένων με την Ελλάδα που άφησαν πίσω τους. Οι μνήμες των διώξεων που τους οδήγησαν στο βουνό για δεύτερη φορά, οι κακουχίες του πολέμου, το αίμα που χύθηκε αποτελούν τη διαχωριστική γραμμή του ανάμεσα στην πατρίδα και την εξορία, μια πατρίδα που την κρατούν μέσα από τα τραγούδια, τους χορούς και τη νοοτροπία, σταματημένα στην εποχή που έφυγαν, όπως όλοι οι εκπατρισμένοι. Η στάση των προσφύγων και των οικογενειών τους απέναντι στην Ελλάδα από την άλλη πλευρά της διαχωριστικής γραμμής διαφέρει. Για κάποιους, η απόσταση γίνεται αξεπέραστη: μια ηλικιωμένη, αρνείται να γυρίσει στο χωριό της γιατί εκεί, όπως λέει, της «σκότωσαν πέντε άτομα από την οικογένεια: άνδρα, πεθερό, δυο κουνιάδους…» Διαλέγει να φορά μαύρα για πάντα, κι η εμμονή της μετατρέπει σε πολιτική θέση την προσωπική επιλογή: δεν ξεχνά, δε συμφιλιώνεται με το παρελθόν αυτό, αλλά ούτε και με όσους το δημιούργησαν ή το ανέχτηκαν. Άλλοι αποφασίζουν να γυρίσουν και να βρουν ό,τι άφησαν πίσω τους τότε. Όχι μόνο δε βρίσκουν τις περιουσίες τους, που άλλοι πια χαίρονται, αλλά αδυνατούν να βρουν κι έναν τρόπο ενσωμάτωσης στην νέα ελληνική πραγματικότητα˙ οδηγούνται στην αυτοκτονία. Η πλειοψηφία των προσφύγων προσβλέπει αισιόδοξα στην επιστροφή. Καταρχήν αυτό υποδηλώνεται από το μεγάλο αριθμό τους που εγκαταλείπει μια οργανωμένη ζωή για να επιστρέψει εκεί από όπου διώχτηκε πριν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες[2]. Κάποιοι, όπως το νεαρό ζευγάρι που παντρεύεται χωρίς αγάπη, θυσιάζουν πιθανά την προσωπική τους ευτυχία για κάτι άγνωστο κι αβέβαιο. Μία από τις αιτίες αυτής της «θυσίας» θα πρέπει να αναζητηθεί στην ιδεολογική και συναισθηματική δικαίωση, καθώς η επιστροφή καταργεί τα εμπόδια που το εχθρικό ελληνικό καθεστώς έθετε ως τότε κι η αναίρεσή τους μοιάζει να αποσαθρώνει και τις κατηγορίες που τα στήριζαν. Αντίστοιχα, θα λειτουργεί ως όνειρο η πατρίδα και για τους γόνους των προσφύγων, που γαλουχήθηκαν από τις ιστορίες των γονιών τους για τον πόλεμο, το διωγμό, την ελπίδα για την επιστροφή. Φαίνεται, μάλιστα ότι η δικαίωση αυτή γίνεται τόσο σημαντική που κι ο νεκρός βοσκός θα οδηγηθεί για να ταφεί στην πατρίδα. Ο ίδιος δε, ο τίτλος της ταινίας, υπενθυμίζει –με τις λεκτικές του επιλογές- τα ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της ομάδας, «καλή πατρίδα» γιατί είναι πρόσφυγες και «σύντροφε» γιατί είναι κομμουνιστές. Η κινηματογραφική απεικόνιση της ιστορίας και της πολυδιάστατης πραγματικότητας που την αντικατοπτρίζει πραγματοποιείται μέσω ενός ιδιόμορφου είδους: μοιάζει με μυθοπλασία αλλά περιέχει τις αληθινές αφηγήσεις υπαρκτών προσώπων. Όπως περιγράφουν ο σκηνοθέτης, Λ. Ξανθόπουλος, και ο Γ. Μπράμος, που συνεργάστηκε μαζί του στο σενάριο, προσωπικές μαρτυρίες καταγράφηκαν και ενσωματώθηκαν στην πλοκή, ενώ πολλοί από τους «ηθοποιούς» ήταν κάτοικοι του χωριού, ερασιτέχνες, που μιλούσαν για λογαριασμό άλλων συγχωριανών τους[3]. Έτσι, διατηρείται καταρχήν η ρεαλιστική ντοκιμαντερίστικη ματιά, αμβλύνεται πάντως από η έντονη φόρτιση της αφήγησης προσωπικών βιωμάτων. Όπως σημειώνει η Χρ. Σωτηροπούλου[4], η χρονική στιγμή κατά την οποία γυρίζεται η ταινία επιβάλλεται και από το ιστορικό και πολιτικό υπόβαθρο της Ελλάδας: οι πολιτικοί πρόσφυγες μετρούν πάνω από 35 χρόνια εξορίας, ο σκηνοθέτης ασχολείται με το θέμα της διασποράς από τη δεκαετία του ’70. Η επάνοδος των προσφύγων στην πατρίδα αρχίζει -αυστηρά ελεγχόμενη- μια δεκαετία περίπου πριν, το ίδιο το θέμα πάντως, ως άμεσα συνδεδεμένο με τον Εμφύλιο και τον κομμουνισμό, δε σχολιάζεται ανοιχτά παρά μετά τις «διορθωτικές κινήσεις» νομιμοποίησης και αναγνώρισης της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ.
[1] Προηγούμενη κινηματογραφική αναφορά υπήρξε το Ταξίδι στα Κύθηρα του Θ. Αγγελόπουλου
[2] Το 1985 είχαν μείνει στο χωριό μόνο 508 άτομα, ενώ το 1954 κατοικούνταν από 1850 άτομα (στοιχεία από την ταινία)
[3] Από συζήτηση των συντελεστών στην Αυγή, 1.5.1987, όπως αναφέρεται στο Χρ. Σωτηροπούλου, Η διασπορά στον ελληνικό κινηματογράφο, Αθήνα 1995
[4] Χρ. Σωτηροπούλου, Η διασπορά στον ελληνικό κινηματογράφο, Αθήνα 1995, σελ. 190
Οι πληροφορίες αναδημοσιεύονται από το ιστολόγιο Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος στον κινηματογράφο
2 σχόλια :
Καλή ταινία, Σοφία, μόλις την είδα :)
Καλημέρα Δημήτρη!
Χαίρομαι που σου άρεσε.
Δημοσίευση σχολίου