Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Πάμπλο Νερούδα, Στα χθόνια δώματα


Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Το 2007 κυκλοφόρησε ένας τόμος με ποιήματα του Πάμπλο Νερούδα  σε μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή. Στο προλογικό του σημείωμα ο μεταφραστής γράφει:

«Ποιήματα τριών διαδοχικών συλλογών και μια ολόκληρης εικοσαετίας περιλαμβάνονται στον ανά χείρας τόμο. Πρόκειται, μάλιστα, για ποιήματα δημοφιλέστατα στον ισπανόφωνο και στον αγγλόφωνο κόσμο (όπου πολλοί επιφανείς μελετητές και κριτικοί της λογοτεχνίας τα θεωρούν εφάμιλλα του Canto General), και σχεδόν άγνωστα (μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι τα σχετικά μεταφράσματα) στην Ελλάδα – κι ας έχει γνωρίσει ο Νερούδα στον τόπο μας δόξα μεγάλη (και όχι μόνο μέσω μεταφράσεων). Στις επόμενες σελίδες παρουσιάζονται οι τρεις περίφημες Residencias του.

Η πρώτη συλλογή (Residencia en la tierra) γράφτηκε μεταξύ 1925 και 1931 και εκδόθηκε το 1933, η δεύτερη (Residencia en la tierra II) μεταξύ 1931 και 1935 και εκδόθηκε το 1935, και η τρίτη (La Tercera residencia) τη δεκαετία 1935 – 1945 και είδε το φως της δημοσιότητας το 1947.

Τόσο ο τίτλος Residencia en la tierra όσο και καθαυτή η λέξη residencia παραπέμπουν στο κείμενο της Αποκάλυψης του Ιωάννου, όπου αρκετές φορές αναφέρονται οι κατοικούντες επί της γης (Γ’ 10, Η’ 13, ΙΑ’ 10, ΙΓ’ 8 κ.α.) Επειδή, όμως, η ισπανική μετάφραση της Βίβλου αντί της ενεστωτικής μετοχής κατοικούντες προκρίνει “ισοδυνάμως πως” το ουσιαστικό residencia, που σημαίνει “κατοικία, ενδιαίτημα, δώμα”, προτίμησα να επιλέξω την τρίτη σημασία και να δώσω στις τρεις συλλογές τον κοινό τίτλο Σ τ α  χ θ ό ν ι α  δ ώ μ α τ α, για να μπορεί να μεταφραστεί κατά το πνεύμα του πρωτοτύπου και ο τίτλος της τρίτης συλλογής (Το Τρίτο δώμα)` περιττεύει δε να εξηγήσω ότι στο βιβλικό επί της γης αντιστοιχεί το στα χθόνια.

Τα δύο πρώτα Δώματα γράφτηκαν κατά τα έτη οπού ο Νερούδα υπηρετούσε ως διπλωμάτης στην Κεϋλάνη, στη Βιρμανία και τη Σιγκαπούρη. Πρόκειται για ποιήματα σχεδόν μεταφυσικά, και αποπνέουν έναν ερμητισμό δηλούμενον τόσο με υπερρεαλιστικό τρόπο όσο και σπαράγματα λόγου από την καθημερινή κουβέντα

Μαγιάτικος μουσώνας

Ο άνεμος της εποχής ο πράσινος, ο πρασινάνεμος,

ζαλωμένος χώρο και ύδατα, επαΐων δε σ’ όλες τις ατυχίες,

το πένθιμο ξεδιπλώνει φουριόζος δέρμα της σημαίας του,

την αχνή της υπόσταση σα δεκαρούλα εκπτύσσει ελεημοσύνης:

πλατινένιος, το λοιπόν, και κρύος εφιλοξενήθη μια μέρα,

εύθραυστος σαν την κρυστάλλινη του γίγαντα σπάθη ανάμεσα

σε τόσες αρχές που προστατεύουν το δειλό στεναγμό του,

το δάκρυ του που πέφτει και την άχρηστη άμμο του,

από δύναμες κυκλωμένος που σταυρώνονται

και στραβώνονται, σαν άντρας γυμνός σε πόλεμο, αίροντας

το άσπρο του κλαδί, την αβέβαιη βεβαιότητά του,

την τρέμουσα αλάτινη στάλα του

και δη εν μέσω δριμείας τινός επιδρομής.



Τι ανάπαυση ν’ αναλάβεις; Ποια φτωχιάν ελπίδα ν’ αγαπήσεις;

Με τι άτονη φλόγα;…με τι φευγαλέα φωτιά;

Ενάντια σε ποιον να σηκώσεις το λιμασμένο πελέκι;

Τι υλικό να σου δημεύσουν; Από ποιο αστροπέλεκι να βγεις,

ν’ αποδράσεις άκρος; Το φως του έχει και δεν έχει μάκρος

και ρίγος, και σέρνεται σα θλιμμένος γαμήλιος συρμός,

με όνειρα ντυμένο θνητά, με χλωμάδα. Γιατί

ό,τι ακούμπησε η σκιά και η αταξία εθώπευσε βαραίνει:

βαραίνει, υγρό, αιωρούμενο, εκτός καταστάσεως ηρεμίας,

βαραίνει απροστάτευτο στα χάη ανάμεσα του διαστήματος,

νικημένο ξίφει και πατημένο θανάτω.


Αχ, η μοίρα μιας μέρας αναμενόμενης,

που τρέχανε να την υποδεχθούν κάρτες, μπάρκα, μπίζνες,

η μοίρα της είν’ να πεθαίνει καθιστική και νοτισμένη

δίχως δικό της ουρανό. Πού είναι τ’ αρωματισμένο της

αντίσκηνο και το βαθύ φύλλωμά της; Πού ο ταχύς

οιωνός της από ξυλοκάρβουνα και η ζωηρή της ανάσα;

Ακίνητη, ντυμένη με λάμψη μελλοθάνατη και με λέπια

αδιάφανα, θα δει τη βροχή που ‘ χει χωρίσει τα δυό της ημίση

και τον άνεμο που τρέφεται με νερά να τους ορμάει το Μάη.

Monzon de mayo ( από τη συλλογή ΔΩΜΑ Α΄ Residencia Ι. 1925 -1931)


Το φάντασμα του φορτηγού πλοίου

Σαν πρόσφυγας η απόσταση να ζητάει άσυλο

στων αφρών μέσα τις σήραγγες,

αλάτι σε κύματα τελετουργικά

και σε τάγματα αναγνωρισμένα,

και μια οσμή με θόρυβους γερούς

από γέρικο πλοίο φορτηγό,

σάπια σαρακοσάνιδα και τσακισμένα εργαλεία,

και κουρασμένες μηχανές που ουρλιάζουνε και κλαίνε

να σπρώχνουν την πλώρη ,

να κλωτσάν τα πλαϊνά του κήτους

μασώντας θρήνους, καταπίνοντας θρόμβους,

καταπίνοντας κόμβους, να βγάζουνε βόμβους

πικρών νερών πάνω από τα πικρά νερά,

να πηγαίνουν το γέρικο σκαρί, να το πηγαίνουν,

όλο να το πηγαίνουνε πάνω στα νερά τα γέρικα.


Εσώτερα ντεπό, τουνέλια ακριβώς ειπείν του λυκόφωτος,

που τα μουσαφιρλίζει η διαλείπουσα των λιμανιών ημέρα:

σακκιά απά’ σ’ άλλα σακκιά

στοιβαγμένα από’ ναν θεοσκότεινο θεό

σα ζώα κατάγκριζα, ολόστρόγγυλα και κυρίως αόμματα,

με συμπαθιτικούλια γκριζωπά αφτάκια,

και κοιλίτσες αξιότιμες

κάργα στο στάρι και στην καρυδόψυχα,

ευαίσθητες κοιλιές γυναικών γκαστρωμένων,

φτωχικά ντυμένες στα γκρι περιμένουν

και περιμένοντας ελπίζουν στη σκιά ενός βαρετού σινεμά

όπου παίζονται οι πόνοι και οι πόνοι των πόνων.


Τα εξώτερα τ’ ακούς που περνάν ξαφνικά,

να περνάνε τ’ ακούς σαν άλογο τρέχοντας θαμπό,

με  τις οπλές του να ξεσηκώνει στον αέρα τα ύδατα,

γρήγορο, να μπαίνει και να ξαναβγαίνει απ’ τα νερά .

Είναι φορές που τίποτ’ άλλο δεν υπάρχει

παρά μόνο ο χρόνος μέσα στις καμπίνες –

ο χρόνος στη μοιραία μοναχική τραπεζαρία,

ακίνητος και ορατός σαν την πελώρια δυστυχία.

Μπόχα τομαριών και ρούχα λουρίδες γινωμένα,

και κρεμμύδια, και λάδι, κι από πάνω

η οσμή κάποιανου εκεί

που κολυμπάει στις γωνίες του πλοίου,

η οσμή κάποιου ανώνυμου βεβαίως ανθρώπου

που κατεβαίνει τα σκαλιά σάμπως κύματα αέρος,

και στους διαδρόμους σκοντάφτει

πάνω στο – μολονότι απόν – σώμα του

και βλέπει με τα μάτια του

που του τα’ χει φυλαγμένα ο θάνατος.

Βλέπει με τ’ άχρωμα μάτια του


που όμως δεν βλέπουνε,

βλέπει αργά, και περνάει τρέμοντας,

χωρίς παρόν και δίχως ίσκιο`

οι ήχοι τον στριμώχνουν, τα πράγματα τον διαπερνούν,

η διαφάνειά του κάνει τις βρώμικες καρέκλες να λάμπουνε.

Ποιος είναι ΄κείνο το φάντασμα το δίχως σώμα φαντάσματος,

και με τ’ αλαφριά του βήματα σα νύχτιο ακανθολούλουδο

και με τη φωνή του που μόνο πράγματα επιτροπεύει;

Τα έπιπλα ταξιδεύουν γιομάτα από τη σιωπηλή του ουσία

σαν καραβάκια μικρά μέσα στο μέγα γέρικο καράβι

φορτωμένα την ουσία του την ασαφή, την εκλειπούσα.

Τα ερμάρια, τα πράσινα τραπεζομάντηλα,

το χρώμα των κουρτινών και του πατώματος,

όλα τους υποφέρουν το αργό κενό των χεριών τους,

η δε ανάσα του εκ βάθρων έχει τα πάντα δηώσει

γύρω – τριγύρω.


Όλο γλιστράει, όλο τσουλάει, και διάφανο κατεβαίνει,

αγέρας μαζί με αέρα παγερό το ζώνουν ολούθε το καράβι,

με τα μυστικά του χέρια στηρίζεται στα κιγκλιδώματα

και κοιτάει την πικροθάλασσα που δραπετεύει ξοπίσω του.

Μονάχα τα νερά απορρίπτουν την επιρροή του,

τα χρώματα και τ’ αρώματα του λησμονημένου φαντάσματος,

που φρέσκα και βαθιά ξεδιπλώνουν το χορό τους

σαν – πες – πύρινες ζωές, σαν αίμα ή σαν πνεύμα,

ζωές δηλονότι που νέες και στιβαρές πετάγονται,

που ενωμένες και επανενούμενες πετάνε.


Ανεξάντλητα τα νερά, χωρίς συνήθειες και χωρίς χρόνο,

πράσινα απ’ την ποσότητα, ικανά και διάκρυα σα δάκρυα,

ψαύουν το μαύρο στομάχι του φορτηγού και πλένουν

την ύλη του, τις σπασμένες του κρούστες,

τις σιδερένιες του ρυτίδες. Τα ζωντανά νερά

ροκανίζουν του πλοίου το κέλυφος,

κουνάνε τις μακρουλές σημαίες των πανάλαφρων αφρών

και τα δόντια τους πετάνε παντού υπερπόντια με σταγόνες.


Κοιτάει τη θάλασσα το φάντασμα με την αόμματην όψη του:

ο κύκλος της ημέρας, ο βήχας του πλοίου,

ένα πουλί πετούμενο στη στρογγυλή και μοναχικιάν

εξίσωση του χώρου, και ξανακατεβαίνει ύστερα

στη ζωή του καραβιού,

πέφτοντας απάνω στον πεθαμένο χρόνο και στα σύξυλα ξύλα,

γλιστρώντας στα μαύρα μαγειρεία και στις μαύρες καμπίνες,

αργά – αργά, μαζί με τον αέρα και μαζί με την ατμόσφαιρα

και μαζί βεβαίως με το παντέρημο σύμπαν.

El Fantasma de buque de carga(από τη συλλογή ΔΩΜΑ Α΄ Residencia Ι. 1925 -1931)


Βαρκαρόλα

Να μ’ άγγιζες μονάχα στην καρδιά, αχ μονάχα,

μονάχα, αχ, το στόμα σου

να μ’ ακούμπαες στην καρδιά μου,

το στόμα, το φίνο σου, τα δόντια, τα φίνα σου,

να μ’ ακούμπαε, αχ, μονάχα η γλώσσα σου

σάμπως αλικόκκινο βέλος

εκεί ακριβώς απάνω

οπού με τα σκονισμένα της χτυπάει,

χορεύει η καρδιά μου,

να σάρωνες τα πάντα μ’ ένα σου φύσημα

μες στην καρδιά μου,

στ’ ακρογιάλι από δίπλα, με κλάματα όλο,

τα πάντα να εσάρωνες,

και τότε , αχ, τότε θα σηκωνότανε, αχ, ήχος ζοφερός,

ηχώ τροχών από συρμούς ονείρων

σαν τα νερά τα αείρροα,

σαν το φθινόπωρο το γραμμένο στα φύλλα των δέντρων,

σαν το αίμα,

μ’ ένα θρόισμα από φλόγες, αχ, υγρές

που κατακαίν τα ουράνια

και ηχάνε σαν όνειρα ή σαν κλαδιά ή σα βροχούλες

ή και σαν βούκινα λιμανιού λυπημένου, αν εσάρωνες εσύ

τα πάντα μ’ ένα σου φύσημα μες στην καρδιά μου,

στ’ ακρογιάλι από δίπλα, εκεί,

σαν το φάντασμα με το σεντόνι του τ’ άσπρο

στην κορφούλα απάνω των ελαφρών αφρών

στη μέση – μέση του άναιμου ανέμου,

σαν το φάντασμα

που ξαμολύθηκε με θρήνους, με κλάματα,

στην άκρην – άκρη του γιαλού, της πικροθαλάσσης απάσης.


Σαν απουσία τανυσμένη,

σαν καμπάνα ξαφνικιά και απότομη –

έτσι κόβει στα δύο

και η μεγάλη θάλασσα της καρδιάς μας τον ήχο,

με τη βροχή, τ’ απόβραδο, στην παντέρμη ακτή:

η νύχτα πέφτει – ποιος αμφιβάλλει; –

πέφτει – πέφτει η νύχτα,

το αμαυρό γαλάζιο των σημαιών της που ναυαγούν αντάτζιο

πλημμυρίζει μετά με πλανήτες από αχνοθαμπωμένη πλατίνα.


Κι αντηχάει η καρδιά ωσάν αχιβάδα αγριερή,

ήχους θαλάσσης και σάλου

φωνάζει, φωνάζει, αντηχά: θάλασσααα! θρήνεεε!

φόβεεε που’ λυωσες!…τρόμεεε λυωμένε!

που εχάααθης σε κακοτυχιές, που εχύυυθης στα κύματα…

Στο χόχλο μέσα αυτόνε ξεδιπλώνει η μεγάλη θάλασσα

τις ξαπλωμένες της σκιές, τις πράσινες της παπαρούνες.


Αν είταν έτσι ξαφνικά να’ ρθεις

– με σάρκα να’ ρθεις λέω και με οστά –

σε πένθιμο ακρογιάλι φερέλυπο

και να’ χεις γύρω – γύρω σου ζωσμένη την πεθαμένη μέρα,

φάτσα – φάτσα με μια νέα νύχτα, μ’ ένα καινούργιο έρεβος,

γιομάτη κύματα, κυματερή και πολυκυματούσα,

και την καρδιά μου να εσάρωνες μ’ ένα σου φύσημα

την παγωμένη απ’ του φόβου τα χάδια, τ’ αγγίγματα…

αν εφύσαγες μες στη μονάχη της καρδιάς μου τη λίμνη,

αν εφύσαγες τις φλόγες της εσύ που πετούν σαν περιστέρες,

θ’ αντήχααν οι μαύρες συλλαβές των αιμάτων τους,

θα εφούσκωναν τ’ αείρρυτα ερυθρά νερά της

και θ’ αντιλάλα, θ’ αντιλάλαε λέω από ίσκιους και σκιές,

θ’ αντιλάλειε η καρδιά μου ωσάν τη χαρά του Χάρου,

θα εθρήναε

σαν υδρορρόη μπουκωμένη αγέρα ή κλάιματα

ή σα μποτίλια που ξεβράζει χειμάρρους – χειμάρρους

τον τρόμο αμή και τον περίτρομο

στο δρόμο αν μη και στον περίδρομο.


Έτσι θα είτανε τα πράγματα τότε –

οι αστραπές θα σκεπάζαν

των μαλλιώνε σου τ’ ωραίο πλήθος,

η βροχή θα όρμαε μες στα ορθάνοιχτα μάτια σου

να ετοιμάσει τους λυγμούς που μυστικά μέσα σου πνίγεις.

Τα μαύρα τότε φτερά

της υαλίνης θαλάσσης ολοένα θ’ ανοίγονταν,

θ’ απλώνονταν γύρω σου και θα σε σκέπαζαν

με μεγάλα νύχια γαμψά, με κρωγμούς, με τραβέρσα.


Θες – σε ρωτώ – θες να’ σαι’ συ το φάντασμα’ κείνο

που μόνο του, ολομόναχο σαρώνει τα ωραία περιγιάλια

φυσώντας, όλο φυσώντας το πένθιμο,

το άχρηστο μουσικό όργανό του;

Ας εφώναζες κοντά σου

τον μακρόσυρτο ήχο του, το μοχθηρό του τσαφάρισμα,

τη μελωδία του τη στρωμένη από κύματα δαρμένα…

αρκεί αυτό, αρκεί, αρκεί

κι όλο και κάποιος θα’ ρχόταν τότε

όλο – ναι – και κάποιος θα’ ρχότανε τότε

απ’ των νησιών τις ακρώρειες,

απ’ τον κόκκινο κάτω πάτο της θάλασσας,

κάποιος όλο μπορεί και να’ρχότανε,

κάποιος θα’ ρχότανε όλο – ναι! – εκεί τότε.

Θα’ ρχόταν φουριόζος,

να φυσήξει θα’ ρχότανε με μανία, με μένος,

να φυσήξει, ν’ αντηχήσει το παν

σα σειρήνα καραβιού τσακισμένου, σα λυγμός,

σα χλιμίντρισμα μεταξύ αφρών και κυμάτων,

σαν αγριεμένο νερό που δίνει δαγκωνιές στην ουρά του

κι αλυχτάει απ’ τον φριχτό, τον φριχτότατο πόνο.

Στα πόρτα όλα και στους ταρσανάδες


η αχιβάδα η ολόγιομη ίσκιους σαν το ουρλιαχτό αλητεύει,

τα θαλασσοπούλια την περιφρονούν,

πετάνε αλλού, πετάν γι’ αλλού,

οι ηχοστήλες της και οι πένθιμες κιγκλίδες της

αναλαμβάνονται στους αιγιαλούς,

στους αιγιαλούς αναλαμβάνονται και στους κλύδωνες

των παντέρημων μα ζωηρών του ωκεανού ζωστήρων

που όλο κλείδωνες με κλαδιά και ξεκλείδωνες.

Barcarola (από τη συλλογή ΔΩΜΑ Β΄ Residencia II  1931 – 1935)

Το Τρίτο δώμα γράφτηκε στα χρόνια που ο ποιητής βρέθηκε στην Ισπανία, στη Γαλλία, στο Μεξικό και στη πατρίδα του, τη Χιλή, όπου εξελέγη γερουσιαστής με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Εδώ, ως επί το πλείστον, έχουμε να κάνουμε με ποίηση πολιτική, κατά το ήθος του ύστερου γαλλικού υπερρεαλισμού, όπου η τέχνη τίθεται προγραμματικώς στην υπηρεσία της επανάστασης

Οι Μανίες και οι Πόνοι
Las furias y las penas

Το ποίημα αυτό το έγραψα το 1934. Πόσα πράγματα εγίναν από τότε και πέρασαν! Η Ισπανία, ο τόπος συγγραφής του, είναι πλέον ζώνη ερειπίων. Αχ, μακάρι να μπορούσαμε με μια σταγόνα ποίησης ή αγάπης να καταλαγιάσουμε του κόσμου τις παιδωμές, τον πόνο!.Αλλά κι αυτό θαν το κατάφερνε μόνο μια καρδιά αποφασισμένη που αγωνίζεται.

Ο κόσμος έχει αλλάξει` όπως και η ποίησή μου έχει αλλάξει άλλωστε. Μια σταγόνα αίμα, που’ πεσε πάνω σε τούτες τις γραμμές, πέπρωται να επιζήσει…πέπρωται να επιζήσει των γραμμών αυτών, καθότι ανεξίτηλη σαν την αγάπη.

                                                                                        Μάρτιος 1939



Μες στην καρδιά μου πόνους έχει και μανίες…

                             ΚΕΒΈΔΟ

Στου στήθους μας τα βάθη είμαστε πάντα μαζί,

στον καλαμιώνα ανταμώνουμε του στήθους μας

μ’ ένα καλοκαίρι φίσκα από κάθυγρες τίγρεις

και στήνουμε ενέδρα σ’ ένα μόλις μέτρο κρύας σάρκας,

ενέδρα σε μι’ ανθοδέσμη μόνο απρόσιτου δέρματος

– το στόμα μας μυρίζει ιδρώτα και ατλάζινες φλέβες

όπως στη νοτερή συναπαντιόμαστε ισκιάδα

που αδιακόπως περισυνά φιλήματα στάζει όλο στάζει.



Μ’ εσένα, σκληρή μου εχθρέ, μ’ έσένα

εχθρέ ονείρων και ονείρων που σπάσαν σαν τίποτα

εύθραυστα άνθη γυάλινα και σαν καμπάνες

που χαλάσαν σαν απειλή και σα φοβέρα, σάμπως

λάμψεις μαύρου κισσού εν μέσω αρωμάτων,

μ’ εσένα, σκληρή μου εχθρέ, εχθρέ

με τους μεγάλους γοφούς που αγγίξαν τα μαλλιά μου

με δροσιά δριμύτατη και με ωσάν χτένια γλώσσα νερένια,

παρ’ όλη των δοντιών τη διάβουη ψύχρα

και παρ’ όλο του ματιού το άσβεστο μίσος,

μα ίσως και παρ’ όλη τη μάχη των θεριών

που ξεψυχάγανε τη λήθη σταθερά βιγλίζοντας,

μ’ εσένανε είμαστε σε κάποιο μέρος θερινό οι δυο μαζί

και μαζί έχουμε στήσει ενέδρα, μαζί εβάλαμ’ ιξούς

με χείλη που υπέστησαν στο τέλος την εισβολή της δίψας.

Αν υπάρχει κάποιος που τρυπάει τον τοίχο

και με κύκλους φωσφόρου περνάει από μέσα του

να πληγώσει το κέντρο των μελένιων μελών,

να δαγκώσει ένα – ένα τα φύλλα του δάσους

που σα σκύλα ουρλιάζει,

εγώ είμαι, ιδού’ με, αυτός, και έχω αρωγούς ΄

τα πύρινα μάτια σου που όλο πετούν ματωμένα

και ποτίζουν και σταυρώνουν γόνατα με λαρύγγια

που τα’ χει με τάξη περιβάλει εξ αρχής το γενικό μετάξι( απόσπασμα)

( Από τη συλλογή  ΤΡΙΤΟ ΔΩΜΑ Tercera Residencia 1935 – 1945)





ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ESPAN EN EL CORAZON


Άσμα για τις μαννάδες των νεκρών εθνοφυλάκων

Δεν είναι νεκροί, δεν επέθαναν! Είναι

στη μέση της μπαρούτης,

επί ποδός, σαν αναμμένα φιτίλια.


Οι αμίαντοι ίσκιοι τους έχουν μαζωχτεί

στο χαλκοπράσινο λιβάδι

σαν παραπέτασμα θωρακισμένου ανέμου,

σαν οδόφραγμα στο χρώμα της οργής,

σαν το καθαυτό αόρατο στήθος του ουρανού.

Μαννάδες! Στέκονταν μέσα στα στάχυα,

ψηλοί σαν το βάθος της μεσημβρίας,

κυρίαρχοι των μεγάλων κάμπων!

Είναι σαν καμπαναριό με μαύρη φωνή

που ανάμεσα από σώματα ατσάλινα

προαγγέλλει τη νίκη.

Αδελφές σαν την πεσμένη

σκόνη, καρδιές

κομματιασμένες,

έχετε εμπιστοσύνη στους νεκρούς σας,

στους δικούς σας νεκρούς!

Δεν είναι μόνο ρίζες

κάτω από πέτρες βαμμένες στο αίμα,

δεν είναι μόνο τα φτωχά γκρεμισμένα οστά

που δουλεύουν και θα δουλεύουν τη γη,

αλλά και τα στόματά τους δαγκώνουν ακόμη μπαρούτι ξερό

και ορμάνε σαν ωκεανοί από σίδερο, αλλά και

οι υψωμένες τους γροθιές αρνούνται το θάνατο.

Γιατί μέσα από τα τόσα σώματα ανατέλλει

ζωή νέα αόρατη. Μαννάδες, σημαίες, παλληκάρια!

Ένα μόνο σώμα ζωντανό σαν τη ζωή:

μια όψη με μάτια κομμάτια βιγλίζει στο σκότος

μ’ ένα σπαθί γιομάτο χθόνιες ελπίδες!


Πετάχτε

τα πένθιμα ρούχα σας, ενώστε όλα

τα δάκρυα σας μέχρι να τα κάμετε μέταλλο:

γιατί εδώ χτυπάμε μέρα και νύχτα,

εδώ κλωτσάμε μέρα και νύχτα,

εδώ φτύνουμε μέρα και νύχτα

μέχρι να πέσουν οι πύλες του μίσους!

Δεν λησμονώ τη δυστυχία σας, γνωρίζω

τους γιους σας,

και είμαι για το θάνατό τους περήφανος,

όπως και για τη ζωή τους περήφανος είμαι,


Τα γέλια τους

αστροπελέκαγαν στα βουβά εργαστήρια,

τα βήματά τους στον Υπόγειο

αντήχαγαν πλάι μου κάθε μέρα, και μαζί

με τις πορτοκαλιές του Λεβάντε,

με τα δίχτυα του Νότου, μαζί

με τα μελάνια των τυπογραφείων,

πάνω στο τσιμέντο των αρχιτεκτονημάτων

είδα ν’ αρπάζουνε οι καρδιές τους φωτιά,

κι απ’ τη φωτιά να δυναμώνουν.


Όμως

πιο πολύ κι απ’ τις κατάρες για τις διψασμένες ύαινες,

για τον κτηνώδη αρουραίο, που ουρλιάζει

από την Αφρική τα βρωμερά του προνόμια,

πιο πολύ κι απ’ τον θυμό,

πιο πολύ κι από τη χλεύη,

πιο πολύ κι από το θρήνο,

μαννάδες, που σας διαπέρασε η αγωνία και ο θάνατος,

κοιτάξτε την καρδιά της ευγενικιάς ημέρας που γεννιέται,

και μάθετε πως οι νεκροί σας χαμογελούν από το χώμα

υψώνοντας όλοι τις γροθιές τους

πολύ πιο πάνω απ’ τα κεφάλια των σταχυών.

Canto a las madres de los milicianos muertos( από τη συλλογή  ΤΡΙΤΟ ΔΩΜΑ Tercera Residencia 1935 – 1945)

Και στις τρεις συλλογές κοινό στοιχείο είναι ο θάνατος: στις δύο πρώτες ως παράλογη αναίρεση της ζωής, στη δε τρίτη κυρίως ως ηρωική κατάληξη του βίου των μεγάλων κοινωνικών επαναστατών και των αμέτρητων μαχητών του φωτός ενάντια στο φασιστικό ζόφο και στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Γι’ αυτό και τα Χθόνια δώματα είναι όντως ενδιαίτημα του θανάτου: δώμ’ Άΐδαο, όπως το΄θελαν, άλλωστε όλοι οι μεγάλοι ποιητές από την εποχή του Ομήρου ( Οδύσσεια μ 21) και εντεύθεν…( Προλογικό σημείωμα του μεταφραστή)


Πάμπλο Νερούδα, Στα χθόνια δώματα. Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής, Ύψιλον 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια :