Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

Ξεριζωμός!



...Ξαφνικά άρχισαν να χτυπάνε απανωτά οι καμπάνες. Φωνές απ' το δρόμο, φασαρία, τρεχαλητά.
- Φωτιά, φωτιά...
- Φωτιά...Βοήθεια...
- Φωτιά, Χριστιανοί καιγόμαστε...
Άνοιξαν την πόρτα. Η γειτονιά ξεχυμένη έξω. Όλοι ρωτάνε μ' απόγνωση. Σε λίγο, λες κι έγιναν οι δρόμοι ποτάμια από ανθρώπους που τρέχουν στη θάλασσα...Τίποτα δεν μπορεί να τους σταματήσει. Ετοιμάστηκαν κι αυτοί να φύγουν. Φέρνει ο ξάδελφος Λεωνίδας με τον Κλήτο έναν αραμπά που βρήκαν παρατημένο στο δρόμο. Ανεβάζουν εκεί τη νενέ, φορτώνουν τα ντέγκια και τους μπόγους, και ξεκινάνε για την παραλία. Ο Κλήτος κι ο Λεωνίδας σέρναν τον αραμπά. Η μαμά βαστούσε το μωρό το Βασιλάκη. Ο μπαμπάς το Λευτεράκη, και τ' άλλα παιδιά κρατιόταν απ' τα χέρια.
Κοντεύοντας στην παραλία, μπούκωσαν οι δρόμοι. Χιλιάδες κόσμος φορτωμένος με μωρά, με μπόγους, με ντέγκια. Άρρωστοι, γέροι και παιδιά στους αραμπάδες. Κι η φωτιά όλο και δυνάμωνε...

Κάποτε το μπουλούκι των χριστιανών σταμάτησε. Ούτε μπρος , ούτε πίσω. Μπρος η θάλασσα. Πίσω η φωτιά. Κι απ' τα πλάγια άλλα μπουλούκια. Και πίσω, παντού οι Τούρκοι που χτυπούσαν, σκουντούσαν με όπλα, με σπαθιά. Κανείς δεν μπορούσε πια να προχωρήσει. Σφηνώθηκαν εκεί, πλάι στη θάλασσα, ώσαμε το πρωί. Τα παιδιά ξάπλωσαν κάτω απ' τον αραμπά.
Η φωτιά χυμούσε στον ουρανό. Φώτιζε παράξενα τη νύχτα. Μαυροκόκκινες φλόγες γλείφαν το στερέωμα, λες κι ήταν φαντάσματα που χόρευαν αλλόκοτα, με μουσική τα ουρλιάσματα των Τούρκων, το θρήνο των χριστιανών, το βόγκο των πληγωμένων, το τρίξιμο και το γδούπο των σπιτιών που γκρεμίζονταν.
Το πρωί τους βρήκε άλλο κακό. Οι Τούρκοι μάζευαν τους άντρες. Πού να κρυφτεί τόσο αντρομάνι; Ζάρωναν τα παλικαράκια να φαίνονται παιδιά. Καμπούριαζαν και γίνονταν κουβάρι οι μεγάλοι να δείχνουν γέροι. Άρπαζαν τα όμορφα κορίτσια. Μονομιάς όλα φόρεσαν της νενές το φακιόλι να κρυφτεί τ' όμορφο νεανικό μούτρο.
Μες στο ξεδιάλεγμα και στην ανεμομπουμπούλα, βρέθηκε ο Χατζηνάσος με την οικογένειά του μαζί με άλλους σ' ένα δρόμο της Πούντας. Σε λίγο είδαν έναν σκοτωμένο. Ήταν μισοσκεπασμένος μ' ένα παλτό. Η Ιφιάνασσα πρώτη φορά βλέπει σκοτωμένο. Κοιτάει τα γυμνά ξυλιασμένα πόδια με τα κιτρινιασμένα νύχια, που εξείχαν απ' το παλτό. Δεν ήξερε, καθώς τον κοίταζε, πως απ' εκείνη τη μέρα, μόλις θα' βγαζε τη νύχτα τα πόδια της όξω απ' το σκέπασμα, αμέσως θα' ρχόταν στο νου ο σκοτωμένος της Σμύρνης, και τρομαγμένη θα τα ξανατραβούσε μέσα.
Πιο πέρα σμίξαν μ' άλλους, κι όλοι μαζί φτάσανε στο Πανιώνιο...Εκεί μπήκαν μέσα στο νεκροταφείο. Η πρώτη δουλειά όλων ήταν ν' ανοίξουν τα μνήματα. Να κρύψουν μέσα τους άντρες. Να μουντζουρώσουν τα κορίτσια. Να τα ντύσουν γριές.
Πάει η Ελένη να ξεσκεπάσει τη μητέρα της, βλέπει ότι ήταν πεθαμένη. Μάνι μάνι, άνοιξαν ένα μνήμα να τη θάψουν. Βρέθηκε κι ένας παπάς.
- Τύχη που είχε η γριά! Τη διάβασαν κιόλας! Κάνει ένας Αρμένης, που είχε κρυφτεί στον πλαϊνό τάφο. Αλί σε μας, που θα πάμε αδιάβαστοι...
Δυό μέρες έμειναν στο νεκροταφείο.
Τα μαντάτα έρχονταν απανωτά.
- Οι Τούρκοι σφάζουν, κρεμούν, σκοτώνουν.
- Το Χρυσόστομο τον σέρνανε στα σοκάκια και σιγά σιγά τον κόβανε κομμάτια κομμάτια. Μαρτύρησε ο Μητροπολίτης μας. Άγιασε...
- Οι σύμμαχοι δεν βοηθούν...
- Βαπόρια φορτώνουν κόσμο για την Ελλάδα. Όποιος προφτάσει και μπει...
- Η φωτιά τίποτα δεν άφησε όρθιο. Από τέσσερα μέρη η φωτιά...
- Η φωτιά κι οι λεηλασίες φάγανε τη Σμύρνη.
- Πάει πια, πέθανε η Σμύρνη.
- Μου' ρχεται στο νου το γνωμικό που λέει:
" Η Πόλη αν καεί, η Σμύρνη κάνει Πόλη.
Η Σμύρνη αν καεί, Σμύρνη δεν κάνει η Πόλη".
- Τώρα που κάηκε, κανείς πια δεν μπορεί να την αναστήσει.
-Ας γλιτώσει ο κοσμάκης, και πάλι θα ξαναγίνει. Η Σμύρνη θα ξανακάνει τη Σμύρνη.
Τρεις μέρες στο νεκροταφείο. Η πείνα άρχισε να τους παιδεύει. Κανείς δεν παίρνει απόφαση. Κι όλο έρχονται και καινούριοι. Να κουνηθούν δεν μπορούν.
Ένας παραγιός, πώς και βρήκε το Χατζηνάσο.
- Αφεντικό, έφερα ψωμί και κασκαβάλι. Ήταν ο Πανάνης.
- Ποιος σου είπε; πού ήξερες ότι είμαστε εδώ;
- Σας είδε από μακριά ο αδερφός μου. Μ' έστειλε να σας πάρω. Έχουμε δικό μας φούρνο στο Νταραγάτσι. Εκεί πλύθηκαν, άλλαξαν, έφαγαν ψωμί και φαΐ μαγειρεμένο.
- Δεν ξεχνάμε, αφεντικό, που μας βοήθησες ν' ανοίξουμε το φούρνο. Τι γίνεται ο κύριος Μήτσος;
- Πριν απ' τη φωτιά έχω να τον δω. Εσείς δεν ακούσατε τίποτα;
- Όχι, μονάχα για τους Μαινεμενλήδες μάθαμε. Πιάσανε καμιά δεκαπενταριά, όσους βρήκαν, και τους σκοτώσαν, επειδή σκοτώσανε τότε τον καϊμακάμη.
- Έμαθες ποιους σκότωσαν;
- Τον Ανανία τον πιάσαν αμέσως στο Κορδελιό. Εκεί τον κρέμασαν. Το Νικολάκη το Σαραφείδη , τον Αλέκο τον Αλεξίου, το Σπύρο και το Στέλιο Παλά, τον Νίκο τον Ατζεμιδάκη, τον Αυγεράκογλου και δεν ξέρω ποιους άλλους. Δάκρυσες αφεντικό. Ποιος να το περίμενε...
- Εσύ τι θα κάνεις; Βλέπω δουλεύεις. Τι σκοπό έχεις;
- Λέω να μείνω αφεντικό. Μπόρα είναι και θα περάσει. Τώρα που έχω δουλειά δικιά μου, να την αφήσω; Εσύ τι σκέφτεσαι;
- Εγώ;...Μόλις μπορέσουμε θα φύγουμε.

Σε μια βδομάδα ξεσηκώθηκε πάλι ολόκληρη η οικογένεια, μ' απόφαση να φτάσουν στα βαπόρια. Ο μπαμπάς ντύθηκε γυναίκα. Ο Κλήτος έβαλε πολύ κοντά πανταλόνια κι όλο καμπούριαζε να φαίνεται πιο μικρός. Πήραν μαζί τους μονάχα όσους μπόγους μπορούσαν. Όλα τ' άλλα έμειναν.
Μόλις κάνουν να προχωρήσουν λίγο, τους σταματούν οι Τούρκοι. Η μαμά είχε μαζί της παράδες και κάθε φορά τούς έβαζε στο χέρι.
Δώσε εδώ, δώσε εκεί, κόντευαν να τελειώσουν οι παράδες. Σε λίγο τους κόβουν το δρόμο άλλοι Τούρκοι. Αυτοί είναι ζόρικοι. Ζητάνε κι άλλα. Τους χώνει δυό χρυσές στο χέρι η μαμά. Δε φτάνουν. Αγριεύουν. Ο Κλήτος ζαρώνει πιο πολύ. Ο μπαμπάς, μες στα γυναικεία ρούχα, τυλίγει πιο πολύ το φακιόλι στο κεφάλι. Σφίγγει πιο πολύ το Λευτεράκη στην αγκαλιά του. Αρπαέι ένας Τούρκος τον μπόγο με το ασημένιο σερβίτσιο απ' το χέρι του Κλήτου. Χύθηκαν τα κουταλάκια και τα πηρουνάκια του γλυκού κάτω. Κατρακυλούσαν οι κούπες τουγλυκού στο ντουσεμέ. Ντιντίνισαν ο δίσκος και τα ζάρφια. Αφού τους πήραν ό,τι είχαν, τους ανάγκασαν με κοντακιές και χτυπήματα, ν' αλλάξουν δρόμο κατά τον Άι Κωνσταντίνο. Σαν προχώρησαν λίγο, σκόνταψαν σ' ένα μπουλούκι τούρκικο που έσερνε κοπέλες κι άντρες. Ύστερα ήρθαν κι άλλοι Τούρκοι κι άλλοι, που σπρώχνουν προς το μέρος τους γυναικόπαιδα...Σπρώξε απ' εδώ, σπρώξε απ' εκεί, καρφώθηκαν στη μέση οι χριστιανοί. Τώρα χτυπάνε από παντού. Σαν είδε μια γυναίκα να σκοτώνουν μπροστά της την γκαστρωμένη κόρη της, άρπαξε το χέρι του Τούρκου. Θεριό έγινε εκείνος. Δίνει μια στη γυναίκα και την ξαπλώνει κάτω. Αυτό λες κι ήταν το σύνθημα. Αμέσως αρχίζει σφαγή. Η Ιφιάνασσα κι οι δικοί της βρίσκονται πιο άκρη, κοντά στο δρόμο. Μες στο μακελειό, τα κλάματα, τα ξεφωνητά, ξέφυγαν απ' τους Τούρκους. Τρέχοντας σαν παλαβοί φτάσανε στο "Και". Εκεί έσμιξαν με τον κόσμο. Όλοι σπρώχνουν και σπρώχνονται για την αποβάθρα, όπου είναι αραγμένα τα πλοία. Απ' την εξάντληση και το συνωστισμό, κάθε τόσο κι αφήνουν όλοι από κανένα μπόγο. Όλα τα πολύτιμα και τ' ακριβά της Μικρασίας ήταν σκορπισμένα στην προκυμαία της Σμύρνης. Κανείς για τίποτα δε νοιάζεται. Μονάχα, πώς να φτάσουν στο καράβι. "Παναγιά μου, βοήθησε να σωθούμε, και ζητιάνοι ας γυρίζουμε σ' όλη μας τη ζωή". "Χριστέ μου, δώσε να φτάσουμε στην Ελλάδα, κι όρκο δίνω σε μοναστήρι να κλειστώ". " Άι Λεφτέρη μου, λευτέρωσέ μας, και τάμα κάνω ξυπόλητη να' ρχομαι στην εκκλησιά σου, να σου ανάβω το καντήλι".
Ακόμα λίγο και κοντεύουν.
Στα πλάγια η θάλασσα λερωμένη, και τα πτώματα τουμπανιασμένα χτυπολογιούνται αναμεταξύ τους. Αλίμονο, αν παραπατήσει κανείς. Δε θα σηκωθεί. Αλίμονο, αν πέσει κανείς στη θάλασσα. Εκεί θα μείνει.
Κάποια στιγμή σταμάτησαν. Φόρτωσε το βαπόρι κι έφυγε. Τώρα περιμένουν τ' άλλο. Ώρες περνούν...Η Ελένη μετράει και ξαναμετράει τα παιδιά. Μη χαθεί κανένα...Όλα κρατιούνται σφιχτά απ' το φουστάνι της κι απ' τα χέρια τους. Κοιτάει τον άγνωστο κακοπαθιασμένο κόσμο. " Τι να' γινε η Ευαγγελία;" σκέφτεται. " Ο Λεωνίδας, που πήγε να την βρει, τη βρήκε άραγε; Πού να βρίσκονται η Χρύσα, ο Καρατζόπουλος, η Δέσποινα, τα ανίψια της; Τι έγινε με το Μήτσο;" Η Βάσω είπε θα πήγαινε σε μιαν φιλενάδα της Εβραίισσα. Πού να' ναι τώρα;
Με το τελευταίο σπρώξιμο, βρέθηκαν πια στο καράβι, ξεσκισμένοι, καταματωμένοι, ξεμαλλιασμένοι. Ούτ' ένα μπογαλάκι μαζί τους...Κι οι πιο πολλοί άντρες να λείπουν...
Και σαν ξεκίνησε το καράβι, και σιγουρεύτηκε η ψυχή, και ξελαγάρισε το μυαλό, τότε, απ' τ' ανθρώπινα ρημάδια, που ξεριζώνονταν απ' τον τόπο τους, ένα ουρλιαχτό άρχισε να βγαίνει και να σκίζει τον αγέρα. Ένα ουρλιαχτό που' γινε θρήνος και μοιρολόι για τους άντρες, που έμειναν στα χώματά τους, και που ίσως ποτέ δε θα ξανάβλεπαν. ( απόσπασμα)

Ιφιγένεια Χρυσοχόου, Πυρπολημένη Γη, Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1981.
Η " Πυρπολημένη Γη " είναι το πρώτο βιβλίο της  τριλογίας της Ιφιγένειας Χρυσοχόου. Αρχίζει το 1877 και τελειώνει το 1922 με τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία. Το δεύτερο " Μαρτυρική Πορεία" αναφέρεται στην ομηρία 1922 - 1924. Το τρίτο " Ξεριζωμένη Γενιά" αρχίζει με το καράβι που κουβαλάει τους ξεριζωμένους του 1922, την εγκατάστασή τους στη Θεσσαλονίκη, την πάλη τους για την επιβίωση και τελειώνει το 1977 με το ρίζωμα και τις επιτεύξεις τους.



Ο Ξεριζωμός! Από το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη "Το μεγάλο μας τσίρκο" (1973) με τον Νίκο Ξυλούρη και την Τζένη Καρέζη σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου.Εμβόλιμα μέσα στο τραγούδι ακούγονται αυθεντικές αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.



Δεν υπάρχουν σχόλια :