Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

Καμιά από κείνες τις καλοκαιριάτικες νύχτες δεν ήρθε στο προσκεφάλι μας , δίχως τα θάματά της....

      " Το σπίτι μας ήταν μεγάλο, παλιό, χτισμένο με χοντρά ντουβάρια. Η κάθε πέτρα δεμένη ένα γύρω με άσπρο κουρασάνι. Οι αυλές του δροσερές, όλο γκρίζες πλάκες. Η μητέρα ασβέστωνε την άσπρην ούγια τους κάθε Σάββατο.Ήταν γεμάτο κελάρια σκοτεινά, στρογγυλούς φεγγίτες και φαρδιές σκάλες. Τη νύχτα έτριζαν , ακόμα και σα δεν τις ανέβαινε ανθρώπου πατημασιά. Οι τοίχοι, στ' απάνω πάτωμα, σκεπασμένοι με ντουλάπες και κουφώματα ως στο κυπαρισένιο ξυλοτάβανο. Όλα τ' άλλα, οι πόρτες , οι σκάλες, καθώς και τα πατώματα ήταν από άσπρο ξύλο μαλακό. Φαρδιά λεφκίτικα σανίδια, που είχαν γίνει κίτρινα και γυαλιστερά σαν κερένια από τα σφουγγαρίσματα και την πολυκαιρία.
  
       Απ' έξω , από τη μεριά του κήπου, δυνατά κλήματα μπέρδευαν, πλεξούδα, κάτι κοκκινωπές κληματίδες, χοντρές σαν παλαμάρια. Αυτές ανέβαιναν από παντού κουλουριαστές, δένονταν στις λεύκες και στις συκιές. Περίζωσαν γυροτρόγυρα τους τοίχους, πιάστηκαν από τις ρουνιές στη σκεπή και κρέμαζαν στον καιρό τους χοντρά μενεξελιά σταφύλια, ως μέσα στα παράθυρα. Η μητέρα τα έντυνε μέσα σε σακουλάκια από κόκκινο και γαλάζιο τσίτι, γιατί κατέβαιναν τα πουλιά και οι μπαμπούροι και τ' αφάνιζαν.

        Τ' αγαπούσε  ο μακαρίτης ο πατέρας τα δέντρα. Τα δέντρα και τις ρίμες. Ώσπου πέθανε μού' γραφε στίχους της ξενιτιάς κάτω από τα καλλιγραφημένα γράμματά του. Κι ώσπου πέθανε , φύτευε δέντρα, κλήματα και λουλούδια, παντού όπου λάχαινε. Όχι να πεις για συμφέρο, μόνο έτσι από μεράκι. Καρπερά θέλεις, στολιστικά θέλεις. Στα χωράφια μας, στους δρόμους του χωριού, στον αυλόγυρο της εκκλησιάς. Ακόμα έβαζε ρίζες μπροστά στις ξένες πόρτες, στις ξένες αυλές.

       Σαν έμαθα πως συχωρέθηκε, στοχαζόμουνα πως γι' αυτόν η πιο καλόδεχτη συνοδειά στο ξόδι θα τού ήταν, αν γινόταν βολετό, να περπατήσουν και να πάνε να τον ξεπροβοδίσουν ως την Αγιά Σωτήρα όλα αυτά τα δεντρικά, που φύτεψε κι ανέστησε στη ζωή με τ' άγια χέρια του.

       Σαν πήγα να προσκυνήσω στο μνήμά του, βρήκα μια παπαρουνιά να κοκκινολογά στο χώμα, γεμάτη κόμπους και λουλούδια. Έσκυψα να τη βγάλω, να την πάρω μαζί μου σε μια γλάστρα. Και την ίδια στιγμή το μετάδα, τράβηξα πίσω το χέρι. Μου φάνηκε πως το λουλούδι έφτανε ως στην καρδιά του. Φοβήθηκα πώς άμα το τραβήξω από το χώμα θα δω να στάζουν αίματα οι σπασμένες ρίζες. ( Ο Θεός που αγαπά τα δέντρα και τα λουλούδια σαν παιδιά του ας τον αναπάψει σε τόπο χλοερό).

       [...] Τις καλοκαιριάτικες νύχτες πλαγιάζαμε , όλα τα παιδιά , στη μεγάλη κρεβατοκάμαρη με το κονοστάσι, στο πάνω πάτωμα. Μαζί κ' η μητέρα, να μας φυλάει, που φοβόμασταν από τις φωνές της νύχτας και της εξοχής. Εκεί πάνω ήταν πιο ξαγερικά.

        Τα παράθυρα έβλεπαν στη θάλασσα, οι κορφές των δέντρων μάς έκαναν μυστικά νοήματα μες από τον ουρανό. Πάνω στις ψηλές τους φούντες, βλέπανε να κουναρίζουν τα καλοκαιρινά άστρα, μ'ένα ρυθμό που μας νανούριζε. Σαν δεν είχε φεγγάρι έβγαιναν τόσα πολλά, που τα κλώνια του φορτώνουνταν θαρρείς άσπρα λουλουδάκια, σα να σκεπάστηκε ο ουρανός από μια πολύκλαδη γιασεμιά. Από το κρεβάτι μου, τά' βλεπα, τά ' βλεπα, τά ' βλεπα, ώσπου γιόμισε ο νους μου από άστρα που σπίθιζαν κ' έφευγαν. Σαν κουράζονταν τα ματόφυλλα, τα μισόκλεινα και τότες έβλεπα, ανάμεσ' από τα ματόκλαδά μου, το γαλαξία να κατεβαίνει και να χύνεται από τ' ανοιχτό παράθυρο μέσα στη φαρδιά κάμαρη με το φλίβλισμα των φύλλων.

     Στα ντουβάρια του σπιτιού, από την έξω μεριά, που ήταν αφημένες οι τρύπες από τις σκαλωσιές, εκεί ψηλά - ψηλά κατά τα κεραμίδια , ήταν φωλιασμένα τα άγρια κιρκινέζια[...]

   [...] Μια φορά ένα περιστέρι, κυνηγημένο από κανένα όρνιο τ' ουρανού, τρύπωσε και χώθηκε  μέσα σε μια απ' αυτές τις σκαλότρυπες. Ήταν η πιο απόμερη, κοντά στη βορινή γωνιά του σπιτιού. Από κει ανέβαινε ως τα κεραμίδια ένας σκοτεινός κισσός και σκέπαζε τον τοίχο. Σκέπαζε και την έμπαση της τρύπας, και σαν παραμέρισε το πουλί με την ορμή του στα κλωνιά και κρύφτηκε μέσα, ύστερα δε μπορούσε πια να φύγει.

       Το'δε   η μητέρα και μας το'πε, κι από κείνη τη μέρα έγινε ο καημός της κι ο καημός μας. Πολέμησε ο πατέρας να ξυλώσει τον κισσό από κείνη τη μεριά, σπρώχνοντας με μακριές τέμπλες, απ' αυτές που ραβδίζουν τις ελιές. Όλα αδιαφόρετα.

       Τότες τ' αποφασίσαμε όλοι πως θα πεθάνει εκεί μέσα το περιστέρι από την πείνα και τη δίψα, χωρίς να μπορούμε να του κάνουμε τίποτα. Αυτό έβαλε μια πίκρα στην καρδιά μας. Τ' ακούγαμε κάθε βράδυ να χτυπά τις φτερούγες και να δέρνεται μέσα στη φυλακή του, τ' ακούγαμε να βογγά λυπητερά σαν άνθρωπος.

     - Αχ, είναι αμαρτία, έλεγε η μητέρα και βούρκωναν τα γλυκά μάτια της.

      Σωπαίναμε και ερχόταν μέσα στην ησυχία ο αγώνας και το κλάμα του περιστεριού.
      Ύστερα, μια νύχτα δε τ' ακούσαμε πια να χτυπιέται.
      Ούτε και καμιάν άλλη νύχτα δεν τ' ακούσαμε πια να χτυπιέται.

     Από τότες, τόσα χρόνια πάνε, και μέσα μου ένα κυνηγημένο περιστέρι δέρνεται να ξελευτερωθεί και δεν το μπορεί. Τ' ακούγω κάθε νύχτα να φτεροκοπά μέσα στη μοναξιά του αβοήθητο και λέω: δε γίνεται τίποτα.

     Σφαλώ τα μάτια και πάλι είμαι ένα μικρό αγόρι, που ζει τις πρώτες ανομολόγητες τρομάρες του στο πατρικό σπίτι, στη μεγάλη κρεβατοκάμαρη με τις φαρδιές ντουλάπες.

    Καμιά από κείνες τις καλοκαιριάτικες νύχτες δεν ήρθε στο προσκεφάλι μας , δίχως τα θάματά της.

   Οι λεύκες με τις μεταξωτές φυλλωσιές φουρφούριζαν έξω από τα παράθυρα, που είχαν σηκωμένες τις ανασυρτές τζαμαρίες. Ήταν ένας αδιάκοπος και δροσερός ήχος, κάτι σαν το σιγανό νερό που τρέχει ανάμεσα σε πλατανόφυλλα[...][ απόσπασμα ]


Στρατής Μυριβήλης , Ο Βασίλης ο Αρβανίτης, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα , εικοστή έκδοση, 2006
       

       

4 σχόλια :

Οικοδόμος είπε...

Αχ μωρέ Σοφία...
Πόσες θύμησες μου έξυσες απόψε.Και πόσες εικόνες, πόσα χρώματα...
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΟΑΣΗ αυτό το ιστολόγιο. Όαση γνώσης, πολιτισμού, πίστης και συναισθημάτων.
Τι άλλο να σου πω, από το να είσαι καλά και να συνεχίζεις να φωτίζεις τη θαμπή γραμμή των οριζόντων μου.

Κι εκείνο το λουλούδι...οι ρίζες του λες κι άγγιξαν και τη δική μου καρδιά.
Καλή δύναμη!

sofia είπε...

Πάντα έχεις έναν καλό λόγο Οικοδόμε, και σε ευχαριστώ γι' αυτό.
Αν κατορθώνω να φωτίζω έστω και λίγο
" τη θαμπή γραμμή των οριζόντων" σου, αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό και ελπιδοφόρο.
Ευχαριστώ και πάλι

Καλό βράδυ.

Θωμάς είπε...

Υπέροχο βιβλίο, από τα αγαπημένα μου. Το ξαναδιάβασα πρόσφατα και αποφάσισα να του αφιερώσω και εγώ μια ανάρτηση. Με πρόλαβες.

sofia είπε...

Υπέροχος είναι ο Μυριβήλης, Θωμά,και όχι μόνο στο συγκεκριμένο βιβλίο.

Περιμένω τη δική σου ανάρτηση.