Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέξανδρος Πούσκιν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέξανδρος Πούσκιν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Αλέξανδρος Πούσκιν, Το παραμύθι του τσάρου Σαλτάν

...του γιου του ένδοξου και δυνατού ήρωα Πρίγκηπα Γκβιντόν Σαλτάνοβιτς και της πεντάμορφης Τσάρεβνας - Κύκνου



Τρεις κόρες στο παράθυρο σιμά

έκλωθαν το βράδυ αργά.
" Αν τσαρίνα ήμουνα γω,-
λέει η πρώτη με καημό,-
σ' όλο το χριστιανικό λαό
θα' κανα τραπέζι αρχοντικό."-
" Αν τσαρίνα ήμουν γω,-
η αδελφή της, λέει, με στεναγμό, -
για όλο τον κόσμο με χαρά 
θα' φαινα εγώ τα πανικά."
" Αν τσαρίνα ήμουνα γω,
λέει η τρίτη με παλμό,-
τότε στον πατέρα τσάρο
θα γεννούσα ήρωα μεγάλο."

Δεν πρόλαβε ακόμα ν' αποπεί,

τρίζει η πόρτα στη στιγμή,
και μπαίνει  μες στη σάλα ο τσάρος,
της χώρας κείνης ο αφέντης ο μεγάλος.
Την ώρα όλη της κουβέντας εστεκόταν
πίσω από το φράχτη κι αφουγκραζόταν·
της τελευταίας πρώτ' απ' όλα
του αρέσανε τα λόγια.
" Πανώρια κόρη μου, της λέει, γεια σου, 
τσαρίνα γίνου, ως είν' το θέλημά σου, 
και γέννησέ μου λεβέντη με ψυχή
ο Σεπτέμβρης πριν να βγη.
Και σεις, περιστεράκια μου αδελφούλες,
βγήτ' έξω από τη σάλα ούλες,
κατοπίσω μου κι οι δυό ελάτε,
μένα και την αδερφή σας ακλουθάτε!
Υφάντρα η μια από σας ας γένει,
κι η άλλη στην κουζίνα μεγείρισσα ας μένει.

Φεύγει ο πατερούλης - τσάρος κι από πίσω όλοι

κίνησαν για το παλάτι καταπόδι.
Ο τσάρος πρώτα λίγο σκέφθη·
κι ευθύς το ίδιο κιόλας βράδυ επαντρεύθη.
Ο τσάρος ο Σαλτάν σε τραπέζι γιορτινό, σιμά
με την τσαρίνα κάθεται τη μορφονιά·
κι οι τιμημένοι οι ξένοι, σε αρχοντικό
από ελεφαντόδοντο κρεβάτι νυφικό
βάλανε ύστερα τους νιους,
και τους αφήσαν μοναχούς.
Η μαγείρισσα βράζει στην κουζίν' από θυμό,
η υφάντρα κλαίει με λυγμούς στον αργαλειό,
και φθονούνε κι οι δυό πολύ
την αρχόντισσα αδερφή.
Μα η τσαρίνα η μορφονιά
δίχως άργητα καμιά, 
απ' την πρώτη κιόλας τη βραδιά
κράτησε το λόγο της πιστά.

Πόλεμο είχε τοτεδά.

Ο τσάρος ο Σαλτάν τη γυναίκα χαιρετά,
σε άτι όμορφο καβάλα, που με βία χρεμετά,
προσταγή της δίνει όσο είν' αυτός μακριά
να φυλάγετ' αγαπώντας τον πιστά.
Καθώς όμως εκείνος μακριά
πολύ χρόνο κι άγρια πολεμά,
της γέννας ήρθε η στιγμή·
του χαρίζει γιο ο θεός σπαθί,
κι η τσαρίνα για το μωρό της λαχταρά
σαν αετίνα πάνω απ' το αετοπούλι ξαγρυπνά·
κήρυκα στέλνει με γραφτό,
χαρά να δώσει στο γονιό.
Κι η μαγείρισσα με την υφάντρα,
και τη νυφοπεθερά κυρά Κασσάντρα
να την αφανίσουν θέλουν,
τον κήρυκα ν' αλλάξουν, παραγγέλλουν·
και στέλνουν κήρυκα άλλον με γραφτό
που' λεγε λέξη λέξη τούτα εδώ:
" Γέννησ' η τσαρίνα απόψε κατιτίς,
ούτ' αγόρι, ούτε κόρη να το πεις·
ποντικός δεν είναι, μήτε βάτραχος αυτό,
κάποιο άγνωστο, παράξενο θεριό."

Σαν εδιάβασ' ο πατέρας - τσάρος τ' άγγελμα το φοβερό,

πολύ συγχύστη κι άναψε απ' άγριο θυμό,
και να κρεμάσει θέλησε τον κήρυκα εκεί,
αλλά χαρίζοντάς του το, με όψη σοβαρή
δίνει του κήρυκα μια προσταγή γραφτή:
" Να προσμένουνε τον τσάρο να γυρίσει,
για τη νόμιμη την κρίση."

Φεύγει ο κήρυκας με τη γραφή

και φτάνει τέλος στην αυλή.
Κι η μαγείρισσα με την υφάντρα,
και τη νυφοπεθερά κυρά Κασσάντρα
να τον ληστέψουν δίνουν προσταγή.
Τον κήρυκα, ως να μεθύσει, ποτίζουν με κρασί
και στο δισάκι τ' αδειανό
άλλο γράμμα βάζουνε πλαστό-
κι ο μεθυσμένος κήρυκας φέρνει στην αυλή
 την ίδια κιόλας μέρα την προσταγή αυτή:
" Ο τσάρος τους μπογιάρους διατάσσει,
χρόνο να μη χάνουν, μα με βιάση
την τσαρίνα ευθύς με τον καρπό
κρυφά να ρίξουν σ' άβυθο νερό."
Τι να κάνουν οι μπογιάροι, θέλοντας και μη,
κλαίγοντας τ' αρχοντοπαίδι από ψυχή
και τη νια βασιλομάνα τη φτωχή,
στο υπνοδωμάτιό της όλοι μπαίνουν με σπουδή·
δήλωσαν την τσαρική βουλή:-
γιου και μάνας τη μοίρα την πικρή·
της διαβάσαν το ουκάζιο με παλλόμενη φωνή,
και την τσαρίνα, κείνη κιόλας τη στιγμή,
σε βαρέλι με το γιο της κλείσαν,
το πισσώσαν, το κυλήσαν
και στον ωκεανό το ρίξαν το βαθύ-
όπως όριζε του Σαλτάν η προσταγή.

Στο γαλανό τον ουρανό τ' αστέρια λαμπυρίζουν,

στη θάλασσα τα κύματα μαστιγωμέν' αφρίζουν·
ένα σύγνεφο κυλάει στον ουρανό,
ένα βαρέλι πλέει μοναχό.
Μέσα του οδύρεται και κλαίει πικρά,
σαν την πονεμένη χήρα, η τσαρίνα η νια·
και μεγαλώνει το παιδί εκεί,
όχι με τις μέρες, μα με τη στιγμή.
Πέρασε μια μέρα, αναφωνεί η τσαρίνα...
Και το παιδί βιάζει το κύμα!
" Κύμα μου, ω κύμα συ, γοργό!
Λεύτερο και βουερό·
όπου κι αν θελήσεις σπάζεις,
θαλασσόβραχους σωριάζεις,
όχθες στ' άβυθα βυθίζεις
και τη γη καταποντίζεις,
τα καράβια ανεβάζεις
κι απ' τα ύψη τα γκρεμίζεις-
μη μας αφανίζεις την ψυχή.
Ρίξε μας σε μιαν ακτή!"
Και την άκουσε το κύμα στη στιγμή!
Κι άξαφνα, ω θάμα, πάνω στην ακτή
εναπόθεσε το κύμα το βαρέλι ελαφρά
και πίσω ξανακύλησε και πάλι απαλά.
Η μάνα με το γιο της πια σωσμένη,
τη γη νιώθει κι ανασαίνει.
Απ' το βαρέλι τώρα πώς θα βγουν;
Έτσι ο θεός θα τους αφήσει να χαθούν;
Ορθώνεται στα πόδια το παιδί, 
στηρίζεται στον πάτο με την κεφαλή,
μια προσπάθεια κάνει δυνατή!
" Παραθυράκι να βλέπει στην αυλή
τι λες ανοίγουμε;", λέει αυτός, και να,
υποχωρεί ο πάτος, πετάγεται μακριά.
Λεύτεροι τώρα μάνα και παιδί, 
λόφο ξανοίγουν στον κάμπο τον πλατύ,
θάλασσα γαλάζια ολόγυρα πλατιά,
μοναχή πάνω στο λόφο μια βαλανιδιά.
Ο γιος σκέφτηκε: ένα καλό δείπνο μοναχά
αυτό είναι που μας λείπει τωραδά.
Απ' τη βαλανιδιά κλαδί αμέσως σπάει
και σε γεροτανυσμένο τόξο το λυγάει, 
κόβει απ' το σταυρό του το κορδόνι το μεταξωτό
και στο δρύινο το τόξο τριπλοδένει τεντωτό·
ένα καλαμάκι λεπτό σπάζει
και σε βέλος ελαφρό το σιάζει,
και για του κάμπου ξεκινά ευθύς την άκρη,
για θήραμα να ψάξει στης θάλασσας τα μάκρη.
Μόλις στη θάλασσα σιμά φτάνει,
σάμπως βόγγο να'κουσε του φάνη...
Η θάλασσα ήρεμη δεν είναι, φανερό·
κοιτάει - και βλέπει κατιτίς κακό:
Κύκνος αγωνίζεται μες στη φουσκοθαλασσιά
και καταπάνω του ένας γύπας άγριος χυμά·
ο φτωχός ο κύκνος χτυπάει γύρω τα φτερά,
το νερό θολώνει και τινάζεται ψηλά...
Ο γύπας με νύχια ορθάνοιχτα, γαμψά,
το αιματηρό του ράμφος προβάλλει φοβερά...
Μα ένα βέλος τότε σφύριξε, και να...
Στο λαιμό του γύπα χώθηκε βαθιά·
πάνω στη θάλασσα αίμα στάζει,
ο τσάρεβιτς το τόξο κατεβάζει·
κοιτάει: ο γύπας μες στη θάλασσα βουλιάζει
κι αφήνει βογγητό που σαν πουλιού δεν μοιάζει·
ο κύκνος πλέει εκεί σιμά,
το μοχθηρό το γύπα ραμφίζει δυνατά
να ταχύνει το χαμό που αγγίζει,
τον χτυπά με το φτερό και τον βυθίζει· -
και στον τσάρεβιτς μετά
τούτα λέει στα ρωσικά:
" Τσάρεβιτς, σωτήρα μου εσύ, 
δυνατέ μου λυτρωτή,
μη λυπάσαι πως για χάρη μου χωρίς
φαγητό θα μείνεις μέρες τρεις,
μη χολοσκάς που' χασες το βέλος.
Αυτή η λύπη, θα γενεί χαρά στο τέλος.
Θα σου πληρώσω το καλό ακριβά,
περετώντας σε πιστά.
Δεν έσωσες έναν κύκνο μοναχά, 
σε μια κόρη χάρισες ζωή ξανά·
δεν εσκότωσες μονάχα έναν γύπα μοχθηρό, 
έναν μάγο τόξεψες μαζί μ' αυτόν κακό.
Αιώνια γι' αυτό θα σε θυμάμαι.
Όπου με γυρέψεις παντού θα' μαι,
αλλά γύρνα πίσω τώρα πάλι, 
και κοιμήσου δίχως έγνοια στο κεφάλι."

Πέταξε το κυκνοπούλι πέρα,
και ολάκερη τη μέρα,
την πέρασαν έτσι εκεί, 
και να κοιμηθούνε γείραν νηστικοί.-
Μα ο τσάρεβιτς τα μάτια ανοίγει, να!
Και της νύχτας διώχνοντας τα όνειρα τ' αχνά
βλέπει θαμπωμένος μπρός του ξαφνικά...
Μια μεγάλη πόλη να φαντάζει ξωτικά,
γύρω γύρω τείχη με επάλξεις στη σειρά,
κι από πίσω από τα τείχη με επάλξεις στη σειρά,
κι από πίσω από τα τείχη τα λευκά
λάμπουν τρούλοι εκκλησιών
κι ιερών μοναστηριών.
Την τσαρίνα ο τσάρεβιτς ξυπνάει στη στιγμή.
" Τι' ναι αυτό;" - αναφωνεί αυτή·
λέει αυτός: " Μου φαίνεται:
ο κύκνος μου αστειεύεται."
Γιος και μάνα πάνε προς την πόλη.
Μόλις σίμωσαν αντίκρυ στο περβόλι,
τις καμπάνες ξεκουφαντικά ακούν
'πο παντού να αντηχούν!
Πλήθη ο λαός να τους προϋπαντήσει πάει,
του ναού η χορωδία το θεό δοξολογάει·
φανταχτερά αμάξια, σωστή πομπή,
τους υποδέχεται η αυλή·
κι όλοι τους ζητωκραυγάζουν
και πριγκιπικό καπέλλο βάζουν
στου τσάρεβιτς την κεφαλή, και με μια φωνή
αρχηγό τους τον ανακηρύσσουν στη στιγμή.-
Κι απ' την πρωτεύουσα του μέσα την τρανή, 
και με της τσαρίνας της καλής του την ευκή,
απ' την ίδια κιόλας μέρα αρχινά
ως πρίγκιπας Γκβιντόν να κυβερνά.( απόσπασμα)




Αλ. Πούσκιν, Το παραμύθι του Τσάρου Σαλτάν,μετφρ. Νίκος Σταματίου,  "Ο Κέδρος", Αθήνα 1957

"Είναι δύσκολο να βρεθεί στη χώρα μας άνθρωπος που να μην ξέρει ή να μην αγαπά τα θαυμάσια έργα του μεγάλου ρώσου ποιητή Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ   Σ ε ρ γ κ έ ι ε β ι τ ς
 Π ο ύ σ κ ι ν. Ακόμα και όταν ζούσε, τον λέγανε "ήλιο της ρωσικής ποίησης". Έχουν περάσει περισσότερα από εκατό χρόνια από τότε που χάθηκε ο ποιητής, κι η αγάπη μας γι' αυτόν μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ και οι στίχοι του μέρα τη μέρα γίνονται όλο και πιο δικοί μας, όλο και πιο ακριβοί και πιο αναγκαίοι. Και στα λόγια των σύγχρονων του Πούσκιν μπορούμε να προσθέσουμε κάτι κι εμείς και να πούμε: " Ο Πούσκιν είναι α β α σ ί λ ε υ τ ο ς ήλιος της ρωσικής ποίησης.
Ο Πούσκιν είναι ο πρώτος από τους ρώσους ποιητές που μίλησε στην απλή γλώσσα του λαού. Η γλώσσα αυτή κυλάει μες στους στίχους του και στα παραμύθια του ελεύθερα και καλόηχα όπως μια λαγαρή πηγή. Ο ποιητής θαύμαζε πάντα τη ρωσική γλώσσα  για τον πλούτο της, για την εκφραστικότητα και για την ακρίβεια, την κατείχε λαμπρά, και σε όλη του τη ζωή δεν έπαψε να τη μελετά.
Ο Πούσκιν είχε πολλούς φίλους. Απ' τα παιδικά του όμως χρόνια ο πιο κοντινός του, ο πιο πιστός του άνθρωπος ήταν μια απλή χωριάτισσα, η νταντά του Αρίνα Ροντιόνοβνα Ματβέιεβα, " φιλενάδα των σκληρών μου ημερών" - την έλεγε ο ποιητής. Απ' αυτήν έμαθε, από τα μικρά του χρόνια, την καθαρή γλώσσα του λαού. Από το στόμα της άκουσε για πρώτη φορά τα θαυμάσια ρωσικά παραμύθια.
Στο χωριό Μιχαηλόβσκοϊε, όπου ο Πούσκιν είχε σταλεί με διαταγή του τσάρου, γνωρίστηκε από πολύ κοντά με τη ζωή του χωριού,την έμαθε, αγάπησε τα τραγούδια της, τους θρύλους και τα παραμύθια της. Πήγαινε συχνά στα πανηγύρια, ανακατεύονταν με το πλήθος των χωρικών, άνοιγε συζητήσεις με αμαξάδες, με ταξιδιώτες, και σημείωνε όλες τις πετυχεμένες λέξεις κι εκφράσεις, μάθαινε τα τραγούδια των τυφλών - τα παλιά εκείνα και φοβερά τραγούδια για την πικρή μοίρα του λαού.
Τ' ατέλειωτα χειιμωνιάτικα βράδια, μέσα στο χαμόσπιτο του Μιχαηλόβσκοϊε, η Αρίνα Ροντιόνοβνα, όπως κι όταν ήταν παιδί, διηγόταν του ποιητή παραμύθια. Έπεφτε το χιόνι, φυσούσε ο αέρας στα χωνιά της σόμπας, σιγοβούιζε τ' αδράχτι - κι ο παραμυθένιος λαϊκός κόσμος άνθιζε  γύρω από τον Πούσκιν.
Ο ποιητής γρατσουνώντας με το φτερό της χήνας, υπομονετικά σημείωνε τα παραμύθια της νταντάς. " Τι θαυμάσια είναι αυτά τα παραμύθια!" έλεγε. " Το καθένα είναι ένα ποίημα". Κάτω από την αλαφρή του και γρήγορη πέννα, μερικά από τα παραμύθια αυτά έγιναν ελεύθεροι και τραγουδιστοί στίχοι, για να σκορπιστούν σε όλη τη χώρα, σε όλο τον κόσμο, να δώσουν χαρά στους ανθρώπους, και να τους αποκαλύψουν τον ανεξάντλητο κι εκπληκτικό πλούτο της ρωσικής ποίησης.
Ο Πούσκιν απαθανάτισε στα παραμύθια του τις θαυμάσιες και ζωντανές εικόνες της λαϊκής φαντασίας: το χρυσόψαρο, την τσαρέβνα - κύκνο, τον Τσερνομόρ και τους θαλασσινούς ήρωες, το χρυσό πετεινό και το γελωτοποιό - σκίουρο. Και μαζί με το λαό, ο Πούσκιν στα παραμύθια του αλύπητα περιγέλασε κι αποδοκίμασε τους ανόητους και κακούς τσάρους, τους αχόρταγους παπάδες, τους πονηρούς κι αγράμματους μπογιάρους.
Τα παραμύθια αυτά έχουν συγκεντρωθεί στο βιβλίο αυτό*. Όποιος θα τα διαβάσει για πρώτη φορά, θα γίνει ευτυχής, και όποιος θα τα ξαναδιαβάσει, θα είναι δυό φορές ευτυχής.
Ο Πούσκιν δε μας άφησε τα υπέροχα αυτά παραμύθια μόνο, αλλά και πολλούς άλλους αρμονικούς και δυνατούς στίχους, ποιήματα, διηγήματα, νουβέλλες.
Το όνομα του Πούσκιν ποτέ δε θα ξεχαστεί! Ο ζωντανός, ο αγαπημένος, ο μεγάλος μας ο Πούσκιν θα ζει πάντα στην καρδιά μας".
                                                                  ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝ ΠΑΟΥΣΤΟΒΣΚΙ
* Το προλογικό αυτό σημείωμα αναφέρεται στο βιβλίο - συλλογή παραμυθιών του Πούσκιν, από το οποίο μεταφράσαμε τούτο δω το παραμύθι του τσάρου Σαλτάν 
( Σημείωση του εκδότη)




Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Αλέξανδρος Πούσκιν, Χάλκινος Καβαλάρης

Η απεικόνιση του ποιήματος του Αλεξάντρ Πούσκιν «Χάλκινος Καβαλάρης» από τον Αλεξάντρ Μπενουά (1904)

Στη σκοτεινή Πετρούπολη αποπάνω
τη φθινοπωρινή του ψύχρα εφύσαγε ο Νοέμβρης.
Με βία σπάζοντας το κύμα
στ' ακρόχειλα του εξαίσιου στεφανιού του,
παρακυλούσε ο Νιέβας, σαν άρρωστος
στο ανάστατο κρεβάτι.
Ήταν αργά και σκοτεινά. Η βροχή
έδερνε θυμωμένη το παράθυρο
και στέναζε ο άνεμος γιομάτος θλίψη.
Την ώρα εκείνη από φιλική του συντροφιά
εγύρισε στο σπίτι του ο νεαρός Ευγένιος...
Τον ήρωά μας έτσι θα τον λέμε,
αυτό θα είναι τ' όνομα. Γιατί
ηχεί ευχάριστα και είναι 
με τη δική μου πένα φίλοι παλαιοί.
Επίθετο δε χρειαζόμαστε
κι ενώ σε άλλες εποχές
μπορεί να έλαμπε το όνομα αυτό
κι ο Καραμζίν με τη δική του πένα
θα το' βαζε να ηχεί στις παραδόσεις των πατέρων μας,
τώρα κι από τον κόσμο κι απ' τη φήμη
είναι ξεχασμένο. Ο ήρωάς μας μένει
στην Κολόμνα και κάπου υπηρετεί,
καταφρονεί το αρχοντολόι και δε σκοτίζεται
για πεθαμένους συγγενείς
και αλησμονημένες παραδόσεις.

Στο σπίτι του λοιπόν σαν έφτασε ο Ευγένιος
τίναξε το παλτό του απ' τη βροχή, γδύθηκε
κι έπεσε, χωρίς ο ύπνος να τον πιάνει
καθώς ο νους του εταξίδευε εδώ κι εκεί.
Τι άραγε σκεφτότανε; Πως ήτανε φτωχός 
και όφειλε με τον ιδρώτα του προσώπου του
την ανεξαρτησία του ν' αποχτά και την τιμή του·
σκεφτότανε ακόμα πως θα μπόρηγε ο θεός
λιγάκι να του πρόσθετε μυαλό και χρήμα
γιατί υπάρχουνε και κάτι τυχεροί
τεμπέληδες με μια σταλίτσα μόνο
μυαλό· και όμως στη ζωή τους έρχονται δεξιά!
Ενώ αυτός δεν έχει παρά δύο μόνο χρόνια
που υπηρετεί...Αυτά σκεφτόταν και η σκέψη του
επήγαινε και στον καιρό
που δεν ησύχαζε· ο ποταμός
κατέβαζε νερό πολύ και μάλλον
τα γιοφύρια τα σηκώσαν, θα τους χωρίσουν τώρα
με την Παράσια δυο και τρεις μέρες - εδώ ακριβώς
τραβώντας ένα στεναγμό
από το βάθος της καρδιάς του,
αρχίνησε ο Ευγένιος
να ονειροπολεί
λες κι ήταν ποιητής:

" Μήπως να παντρευτώ; Εγώ; Και γιατί όχι;
Μεγάλη απόφαση, αλήθεια·
μα τι να κάμουμε; Φτάνει που είμαι νέος, υγιής,
πρόθυμος να δουλέψω μέρα - νύχτα,
και θα τα καταφέρω· θα χτίσω μια φωλιά
απλή και ταπεινή, ώστε η Παράσια 
να νιώθει ασφαλισμένη.
Ε, θα φύγει ο ένας χρόνος, θα' ρθει ο άλλος, 
μπορεί και καμιά θέση να μου δώσουν,
το σπίτι μας και των παιδιών  μας την ανατροφή
στα χέρια της Παράσιας
θα εμπιστευτώ...
Και θα κυλά η ζωή· έως το θάνατο μαζί
θα πάμε βαστημένοι
ο ένας από τ' αλλουνού το χέρι
ώσπου τα εγγόνια μας μια μέρα να μας θάψουν..."

Έτσι ονειρευόταν. Μια λύπη 
ένιωθε τη νύχτα εκείνη - ήθελε
να μη στενάζει ο άνεμος τόσο λυπητερά
και η βροχή να μη χτυπά με τόση οργή
το παραθύρι...
                        Ώσπου τα μάτια νυσταγμένα
εκλείσαν επιτέλους. Και να, της άγριας νύχτας
η σκοτεινιά επήρε να ξασπρίζει
κι η ωχρή μέρα να' ρχεται...
Τι φριχτή μέρα!
                       Ο Νιέβας όλη νύχτα
στη θάλασσα χτυπιόταν να περάσει, κόντρα
στη θύελλα, χωρίς
την ξέφρενη ορμή της να μπόρηε να τσακίσει...
Κι άλλο ν' αντιπαλέψει δεν μπορούσε...
Με το ξημέρωμα ο κόσμος μαζευόταν
εδώ κι εκεί στις όχθες,
στεκόταν και θαυμάζαν τους αφρούς,
τα κυματόβουνα και τους κρουνούς
που σήκωναν αγριεμένα τα νερά.
Ο Νιέβας, βρισκόντας μπροστά το φράγμα
απ' των ανέμων την ορμή μες στα στενά,
γύρισε θυμωμένος πίσω· μουγκρίζοντας
εβούλιαξε μες στα νερά του τα νησιά,
εμάνιαζε από πάνω κι ο καιρός,
φούσκωνε και βογγούσε το ποτάμι
σαν μέσα σε κακάβι βράζοντας και με τους χόχλους
ανέβαινε ψηλότερα,
ώσπου με μιας, θηρίο μουρλαμένο,
εχύμηξε στην πόλη. Αμέσως όλοι
το βάλανε στα πόδια, μια ερημιά
απλώθηκε παντού, ορμήσαν
στα υπόγεια τα νερά και τα κανάλια
καβάλησαν τα κάγκελα - σαν Τρίτωνας
επήρε κι η Πετρούπολη να πλέει
με το κορμί της βουλιαγμένο ίσαμε τη μέση.

Αποκλεισμός! Ρεσάλτο! Λάβρα
τα κύματα, σαν κλέφτες
σκαρφαλώνουν στα παράθυρα,
οι βάρκες με ορμή χτυπάν πάνω στα σπίτια,
παντού σπασμένα τζάμια, 
στις αγορές οι πάγκοι
βουλιάξαν στις υγρές φασκιές, συντρίμμια
από χαμόσπιτα, σκεπές, καδρόνια,
πραμάτειες απ' τις αποθήκες των εμπόρων,
τα ρούχα της χλωμής φτωχολογιάς,
γιοφύρια, γκρεμισμέν' από το ρέμα,
κιβούρια από το ξεπλυμένο κοιμητήρι
πλένε στους δρόμους!
                                 Οργή θεού
βλέπει ο λαός και περιμένει την ποινή του.
Αλίμονο! Όλα χάνονται, θροφή και στέγη!
Τώρα πού να τα βρούν;
                                    Τον φοβερό εκείνο χρόνο
ακόμα ο μακαρίτης τσάρος
εκυβερνούσε με τιμή και δόξα τη Ρωσία.
Θλιμμένος, σε μεγάλη ταραχή, 
εβγήκε στον εξώστη
κι είπε: " Ανίσχυροι είναι οι τσάροι
μπροστά στο θεϊκό στοιχείο". Σκεφτικός, 
περίλυπος καθότανε κι εκοίταγε
τη στρίγκλα συμφορά. Έγιναν
οι πλατείες λίμνες, μέσα χύνονταν
πλατιά ποτάμια οι δρόμοι και το παλάτι
εφάνταζε νησί της θλίψης.
Είπε ο τσάρος κι από άκρο σ' άκρο
σ' όλους τους δρόμους, κοντινούς κι απόμερους,
εβγήκανε οι στρατηγοί σε δύσκολη πορεία
μες στη μανία των κυμάτων να σώσουνε τον κόσμο
που ο τρόμος τον είχε κυριέψει
και μες στο ίδιο του το σπίτι επνιγόταν.

Εκείνες τις στιγμές στου τσάρου Πέτρου την πλατεία
που το καινούργιο μέγαρο εχτίσανε στη μια γωνιά
και στο ανυψώμενο πρόστωο μπροστά
με την πατούσα τους ψηλά, σαν ολοζώντανοι,
είναι δυο λέοντες φρουροί,
καβάλα στο μαρμάρινο θηρίο,
ξεσκούφωτος, τα χέρια σταυρωμένα,
καθότανε ακούνητος, με μια παράξενη
στο πρόσωπο χλωμάδα
ο Ευγένιος. Δεν ήταν για τον εαυτό του
που έτρεμε ο φτωχός.
Όμως από το φόβο του δεν είδε
πώς ανεχόρταγο ανέβαινε το κύμα
σηκώνοντας ψηλότερα
και τα δικά του πέλματα,
πώς η βροχή μαστίγωνε το πρόσωπό του
και ο αέρας με το φοβερό του μουγκρητό
σε μια στιγμή επήρε πέρα το σκουφί του
- δεν τα' νιωθε αυτά. Το βλέμμα του
απελπισμένο είχε στραφεί
κι εκοίταγε σαν να' ταν καρφιτσωμένο
σ' ένα σημείο. Σαν βουνά 
από τα ταραγμένα βάθη
τα κύματα εκεί πέρα
σηκώνονταν κι αλλοφρονιάζαν,
μουγκρίζανε οι άνεμοι και τα συντρίμμια
περιδίναν...Θεέ! Θεέ! Εκεί
- αλίμονο! - εκεί ακριβώς στο κύμα δίπλα,
στο γύρισμα του κόλπου μέσα,
είναι η ιτιά, ο φράχτης ο αμπογιάτιστος
και το παλιό σπιτάκι - εκεί κι οι δυο ψυχές,
η χήρα με την κόρη, ναι η Παράσια είν' εκεί
- το όνειρο του...Και, μα την ίδια την αλήθεια,
μη βλέπει όνειρο; μήπως η ζωή μας όλη
δεν είναι παρά κούφιο όνειρο
και αναγέλασμα κακό της γης από τους ουρανούς;
Σαν να τον είχανε μαγέψει
στο μάρμαρο απάνω είχε καρφωθεί
και να κατέβει αδύνατο! Γύρω
νερό και τίποτ' άλλο!
Και με τις πλάτες γυρισμένες πάνω του,
ψηλά στ' ατάραχα ύψη του,
καβάλα στον τρικυμισμένο Νιέβα,
στέκεται με το χέρι απλωμένο
το Είδωλο στο χάλκινο άλογό του. 

Το πρώτο μέρος από το ποίημα του Αλέξανδρου Πούσκιν Χάλκινος Καβαλάρης. Ολόκληρο το ποίημα βρίσκεται στο βιβλίο  Αλέξανδρος Πούσκιν. Άλλη, καλύτερη, ζητώ ελευθερία, το οποίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις Ποταμός το 2004. Μεταφράζει και ιστορεί ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος.
 " Το ποίημα αυτό, τον Χαλκινο Καβαλάρη, το έχουν πει και Ποίημα της Πετρούπολης. Ο ίδιος ο Πούσκιν έχει σημειώσει κάτω από τον τίτλο: " Μια ιστορία της Πετρούπολης", και ακολουθεί ένα μικρό προλογικό σημείωμα που λέει ότι το ποίημα είναι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα και οι λεπτομέρειες δανεισμένες από τα περιοδικά της εποχής.
Εξιστορείται η μεγάλη πλημμύρα του 1824. Είναι ο χρόνος, ο τόπος και το υλικό με το οποίο έντυσε μια από τις πιο σοβαρές ιδέες του κι έφτιαξε έναν αληθινά βαρυσήμαντο τύπο από εκείνους που κληροδότησε στη λογοτεχνία της πατρίδας του, τη μορφή του ανυπεράσπιστου ανθρώπου της πόλης, ενός από το μεγάλο ανώνυμο πλήθος, σε μια στιγμή ψυχικής αναστάτωσης κι εναντίωσης στην παντοδύναμη εξουσία..
Το έργο δεν επρόλαβε να το δει δημοσιευμένο. Στον τσάρο Νικόλαο, που διάβασε το χειρόγραφο, αρκετά πράγματα δεν άρεσαν κι έκαμε στο περιθώριο μερικές σημειώσεις. Κάποια από αυτά τα σημεία ο Πούσκιν δεν θέλησε να τ' αποχωριστεί. Έτσι έμεινε το χειρόγραφο στα κατάλοιπά του για να το δημοσιεύσουν οι φίλοι του μετά το θάνατό του, αφού έλαβαν υπόψη τους τις υποδείξεις του τσάρου. Αργότερα οι παρεμβάσεις αυτές εξοστρακίστηκαν και το κείμενο που έχουμε τώρα πρέπει να είναι ακριβώς αυτό που έγραψε ο Πούσκιν, όπως το έδωσε στον τσάρο.
Κατά γενική αναγνώριση, πρόκειται για ένα από τα καλύτερα μεγάλα ποιήματα του Πούσκιν.
Θα δει και ο δικός μας αναγνώστης πόσο περιεκτικά στις λίγες σελίδες ενός ποιήματος έχει τεθεί το πρόβλημα της εξουσίας και των ανθρώπων, εκείνων κυρίως των ανθρώπων που μέσα στο οργανωμένο κράτος είναι οι πολλοί και οι ανώνυμοι, μικροί, ανίσχυροι κι ανυπεράσπιστοι. Βλέπουμε πάνω στο άλογό του τον Μέγα Πέτρο, τον Χάλκινο ( μπρούντζινος για την ακρίβεια) Καβαλάρη να ορίζει με το στιβαρό του χέρι τις τύχες της Ρωσίας, κι άλλη μια φορά να δαμάζει τους κινδύνους που απειλούν το έργο του, είτε είναι τα στοιχεία της φύσης, είτε ο φτωχός κι ασήμαντος υπήκοος που σε μια στιγμή απελπισίας και τρέλας προσπαθεί ή έστω σκέφτεται να σηκώσει το χέρι του απέναντι στον βασιλιά του..."

Ο Πούσκιν έφυγε από τη ζωή πολύ νέος μετά το θανάσιμο τραυματισμό του σε μονομαχία στις 29 Ιανουαρίου ή 10 Φεβρουαρίου 1837


Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Σε κάποιους φίλους

Προς το παρόν για σας ούτε μια λέξη, εχθροί μου,
και μάλλον έχει καταπέσει η φτερουγίστρα οργή μου.
Όμως ακοίμητος ο νους· μια μέρα θα πετάξω
μες στο σωρό και κάποιονε θ' αδράξω.
Δε θα ξεφύγει από τα νύχια  μου τα σουβλερά.

Και το γεράκι, νηστικό, εκεί ψηλά πετάει
και χήνες και γαλιά παραφυλάει.

Αλέξανδρος Πούσκιν, Επιγράμματα. Μετάφραση Μήτσος Αλεξανδρόπουλος