Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ηλίας Βενέζης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ηλίας Βενέζης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

Το κορίτσι με το άσπρο πουλί

 
Ο Ηλίας Βενέζης έφθασε στην Ιταλία ένα φθινόπωρο μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το Οδοιπορικό του στην μεταπολεμική Ιταλία αρχίζει από τη Βενετία , περνάει από τη Φλωρεντία, το Λιβόρνο, μέσω της Αππίας οδού φθάνει στη Ρώμη, στο Βατικανό,  και μετά με το τραίνο στη Magna Graecia. 
 Το " Φθινόπωρο στην Ιταλία " όμως " δεν θα το συνοδεύσει κανένας λόγος για τους ανθρώπους που χτες, προχτές, μας τυραγνήσανε. Ας πει μόνο του το ταξιδιωτικό χρονικό ό,τι έχει να πει. Για τη Γη. Για την Τέχνη. Για την Ομορφιά. Για τη μνήμη του Ελληνικού Μεγαλείου, που κάποτε έφθασε ίσαμε τη γη αυτής της Ιταλίας στην ώρα της Magna Graecia".( Ηλίας Βενέζης)
Από το οδοιπορικό αυτό ακολουθεί " Το κορίτσι με το άσπρο πουλί"

σχέδιο: Κ. Γραμματικόπουλος

Στο μεγάλο πόρτο του Λιβόρνου, στο κανάλι που είναι πέρα απ' το γεφύρι της Βία ντελα Βενέτσια, τα νερά είναι σκοτεινά, θολά. Γύρω του είναι άλλα κανάλια. Κλαδώνονται, χώνονται βαθιά μες στη στεριά. Θυμίζουν τα κανάλια της Βενετιάς. Όμως εδώ δεν έχει γόνδολες. Μαύρες μαούνες καρβουνιάρικες σέρνονται αργά - τέρατα σκοτεινά του νερού στα σκοτεινά νερά.
Τα μεγάλα φορτηγά βαπόρια ξεφορτώνουν εδώ κάρβουνο. Τα βαγόνια, αραδιασμένα σ' όλο το μάκρος του καναλιού , πλάι στις μάσκες των φορτηγών, παίρνουν το κάρβουνο. Κάρβουνο μυρίζει ο αγέρας. Ο καθαρός ήλιος της Μεσογείου έχει μαυρίσει από τη σκόνη. Οι εργάτες στ' αμπάρια των βαποριών, μισόγυμνοι , με χρωματιστές μαντίλες στο κεφάλι, μαύροι πίσσα, φορτώνουν τις κόφες, φτυαρίζοντας με δαιμονισμένο ρυθμό. Ο ίδρος κάνει την καρβουνόσκονη λάσπη. Τα κόκαλα στις πλάτες, καθώς φτυαρίζουν, ανοιγοκλείνουν στις κλειδώσεις, πάνε κ' έρχονται παλαβά, λιπαρά, σα να γυρεύουν τρόπο να ξεπεταχτούνε απ' το κορμί, να λυτρωθούνε.
Γύρω απ' τα φορτηγά καράβια, λίγο πέρα απ' το γεφύρι της Βία ντελα Βενέτσια, είναι τα χαλάσματα. Οι παμπάλαιες λαϊκές πολυκατοικίες του πόρτου, οι παμπάλαιες αποθήκες με τις μεγάλες ξύλινες πόρτες - όγκοι , έξι, εφτά, οχτώ πατώματα, αναταραγμένοι συθέμελα απ' τους άγριους βομβαρδισμούς. Άλλοι όγκοι έχουν πέσει σύριζα, άλλοι είναι κομμένοι κατακόρυφα, φέτες, στα πιο απίθανα σχήματα. Λες να μην κάμεις πως τους κοντοζυγώνεις, λες πως όπου να' ναι θα πέσει να βρει τη γη ό,τι έμεινε ξεκρέμαστο ανάμεσα κανάλια και ουρανό.
Ωστόσο τραβάς κατακεί. Και τότε βλέπεις πως ο άνθρωπος γύρισε στην τρύπα του, αλλιώς δε γινόταν. Σ' όλες τις τρύπες που χάσκουνε ψηλά, στα παράθυρα που μείνανε, στα ανοίγματα που έκαμε η μπόμπα, παντού παντιέρες πολύχρωμες ανεμίζουνε - κουρέλια, ρούχα απλωμένα, μαντίλια. Η ζωή.
Φωνή χαρούμενη έρχεται ξάφνου από ψηλά, ζεστή φωνή - σκοπός θαλασσινός. Λέει για το πόρτο του Λιβόρνου, λέει για ένα πουλί άσπρο, λέει για τον αγαπητικό που τον πήρε το πέλαγο και δε θα γυρίσει. Ποτέ.
Λέει ο σκοπός. Μα κόβεται απότομα. Γιατί ακόμα είναι μέρα. Γιατί οι μέρες είναι δύσκολες. Και πρέπει να δουλέψουμε, και πρέπει να υποφέρουμε - γι' αυτό γίνανε οι μέρες. Όμως σαν έρθει η νύχτα του Θεού...Τότε σ' όλες τις τρύπες που χάσκουνε, εκεί που ανεμίζουνται τα κουρέλια, θ' ανάψουνε τα φώτα. Αδύνατα φώτα - λυχνάρια, λάμπες με πετρέλαιο. Οι ναύτες απ' τα μεγάλα φορτηγά θα τριγυρίζουνε, σκιές μες στα χαλάσματα, γυρεύοντας τη γυναίκα. Η γυναίκα θα περιμένει τον ξένο άντρα με την άγνωστη γλώσσα. Τον περιμένει να του κάμει νοήματα, τα ίδια που έκαμε χτες στον άλλο με την άγνωστη γλώσσα, προχτές. Τα ίδια που θα κάμει αύριο. Λίγα ελάχιστα νοήματα για αριθμούς: για την ώρα, για πόσα.
Μόνο σε μια απ' τις ρημαγμένες αυλές του Λιβόρνου δεν έχει φτάσει ο άντρας. Και η γυναίκα, περιμένοντάς τον μες στο σκοτάδι τραγουδεί. Μια συντρόφισσά της παίζει φυσαρμόνικα. Δεν είναι χαρούμενος σκοπός της Μεσογείου. Είναι Αφρική. Πώς έφτασε κ' έμεινε εδώ, στο στόμα της γυναίκας του Λιβόρνου, ο σκοπός της Αφρικής; Κάποιος άντρας θα τον άφησε, ύστερα απ' τα νοήματα, ύστερα απ' τους αριθμούς. Αυτός χάθηκε οριστικά για το Λιβόρνο, για τη γυναίκα. Όμως για δες που ο σκοπός μένει...
Και πίσω απ' τις λαϊκές μισογκρεμισμένες πολυκατοικίες του πόρτου, πίσω απ' το παλιό κάστρο του λιμανιού με το κεραμιδί χρώμα, που τα τείχη του πέφτουν μες στα νερά του καναλιού - το κάστρο με τον πύργο που μοιάζει τον πύργο του Καστελιού του Σαν Άντζελο της Ρώμης - εκεί στέκει το μαύρο άλογο με την ανοιγμένη κοιλιά. Είναι στημένο στη μέση της πλατείας, άγαλμα μεγάλο. Ένας καβαλάρης. Ένας στρατηγός του παλιού καιρού, του καιρού του Ναπολέοντα, μαύρος, θεόχοντρος με τις φαβορίτες του, με τα τρικαντά του, με τα διάσημά του. Το άλογο φούσκωσε να σηκώνει τόση πομπή - άνοιξε η κοιλιά του. Το θραύσμα της μπόμπας το βρήκε  εκεί που έπρεπε. Στην κοιλιά. Του πήρε λίγο και το ένα πόδι, το πισινό. Παρ' όλα ταύτα ο στρατηγός στέκεται εκεί, πάντα ευτυχής και μακάριος, σαν τίποτα να μην έγινε - στέκεται χωρίς φόβο, όπως τον καιρό που λογαριαζόταν η παλικαριά , έτοιμος πάντα να χιμήσει με τα τρικαντά του.

Τέλος το κορίτσι του λιμανιού με το άσπρο πουλί. Είναι ίσαμε δεκαπέντε χρονώ, μελαμψό, γλυκό, κατακουρελιασμένο, μ' ένα πολύχρωμο μάλλινο, μπαλωμένο σε χίλιες μεριές. Με μια πίκρα, τόση πίκρα στα μάτια. Άλλο τόσο μίζερο είναι το κλουβί της. Όμως το πουλί που έχει μέσα είναι άσπρο. Το σόι πουλί είναι; Σαν καστροπούλι. Κάτασπρο, με φτερά φουντωτά. Δεν κελαηδεί. Μονάχα τριγυρίζει στο κλουβί του.
Τριγυρίζει και το κοριτσάκι ανάμεσα στα βαγόνια που φορτώνουν το κάρβουνο, ανάμεσα στους μουντζουρωμένους εργάτες του λιμανιού, ανάμεσα στους ναύτες των καραβιών. Απλώνει το χέρι της με το κλουβί, κάτι λέει σιγανά, παρακαλεί.
Τι λέει;
Άλλοι στέκονται μπροστά της λίγο, οι πιο πολλοί προσπερνούν. Στάθηκα, της έβαλα στο χέρι μικρό νόμισμα. Χαμογέλασε. Απ' τη βάση του κλουβιού τράβηξε ένα μικρό συρτάρι. Μες στο συρτάρι ήταν διπλωμένα ψιλά χαρτιά. Χτύπησε με το δάχτυλό της την πόρτα του κλουβιού δυό φορές, το πουλί άκουσε, κατέβηκε στην πόρτα. Το κορίτσι άνοιξε την πόρτα, το πουλί δεν έφυγε. Το' πιασε με το χέρι της, το έφερε στο συρτάρι με τα χαρτιά. Το πουλί, μαθημένο, έσκυψε - το ράμφος του ήταν κίτρινο. Έσκυψε το πουλί, πήρε με το ράμφος του ένα απ' τ' αραδιασμένα στη σειρά χαρτιά. Το σήκωσε ψηλά. Το κορίτσι το πήρε απ' το πουλί, μου το' δωσε.
Λέει το χαρτί για την ευτυχία μου. Απάνω είναι ζωγραφισμένη μια κοπέλα που έχει μαντιλοδεμένα τα μάτια της. Θα' ναι η Τύχη. Κι από κάτω λέει το τι πρέπει να κάνω για την ευτυχία.
Αυτό κάνει το κορίτσι με το πουλί. Λέει το τι πρέπει να κάνουν για την ευτυχία, στους άντρες του πόρτου, στους ναύτες των φορτηγών που είναι να σαλπάρουν. Το βλέπω να ξεμακραίνει, να πλησιάζει στα ντόκια του λιμανιού, στο μεγάλο " Exporter" που όπου να' ναι φεύγει. Αυτή πάντα ξέρει, καταλαβαίνει πάντα πότε είναι τα φορτηγά να σαλπάρουν, πότε είναι η ώρα τους. Τα φορτηγά νετάρισαν. Δεν έχει πια τώρα τίποτα να περιμένει απ' τα φορτηγά, τίποτα δεν έχει να περιμένει να της δώσουν, φαγί ή άλλο. Οι ναύτες έχουν ανεβεί όλοι στο καράβι, δε γίνεται μήτ' αυτή να τους δώσει τίποτα πια με το πουλί της - οδηγίες για την ευτυχία. Τίποτα δεν έχει να γίνει πια με το καράβι που φεύγει. Ωστόσο το κοριτσάκι στέκει πάντα εκεί με το κλουβί του και κοιτάζει. Και περιμένει.
Τι θέλει και κάθεται τώρα; Τι θέλει και περιμένει; 
Ω, πού να βρεις - και τι λόγο έχει να το βρεις - το γιατί κάθεται και περιμένει ένα κοριτσάκι στο πόρτο του Λιβόρνου!
Ό,τι είναι σίγουρο είναι πως έτσι γίνεται στα ντόκια του Λιβόρνου εκεί που ξεφορτώνουν τα φορτηγά. Έτσι γίνεται όταν τα φορτηγά έχουν νετάρει, όταν οι ναύτες έχουν ανεβεί απάνω, όταν από στιγμή σε στιγμή ο πιλότος είναι να δώσει όρντινο να λύσουν τους κάβους. Ένα κοριτσάκι μ' ένα χιλιομπαλωμένο πολύχρωμο μπλουζί, μ' ένα κλουβί στο χέρι, μ' ένα άσπρο πουλί που λέει για την ευτυχία, κάθεται και κοιτάζει, και περιμένει. Ίσαμε που τα φορτηγά να χαθούν αργά, τυλιγμένα στον μαύρο καπνό, πέρα στο διάστημα - εκεί που αρχίζουν τα αληθινά κύματα, εκεί που τελειώνουν τα κύματα, εκεί που όλα είναι κύματα.
Έτσι, λέει, γίνεται στο πόρτο του Λιβόρνου μ' ένα κοριτσάκι με άσπρο πουλί.

Ηλία Βενέζη, Φθινόπωρο στην Ιταλία, εικονογράφηση Κ. Γραμματικόπουλου, Εκδόσεις "ΑΛΦΑ" Ι.Μ.ΣΚΑΖΙΚΗ, Αθήνα 1950


Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Όρος των Ελαιών


Όταν ο ήλιος άρχισε να γέρνει, ο λίγος αγέρας που φυσούσε τη μέρα είχε πέσει. Σύννεφα δεν ταξίδευαν στον ουρανό, και τα φύλλα των δέντρων δε σάλευαν στον ελιώνα που έπιανε ολάκερο το βουνό, στ' ανατολικά της Λέσβου.
Η νύχτα της Ανάστασης ερχόταν ήσυχη και καθαρή.
Ο Βασίλης Βάρκας είναι η μόνη ψυχή απόψε πάνω στο βουνό. Όλη τη μέρα δούλεψε κλαδεύοντας τα δέντρα. Άμα τέλειωσε αποτραβήχτηκε στο καλύβι του. Καθάρισε τη μικρή αυλή, ύστερα έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπό του. Όταν κι αυτό έγινε, πήγε και κάθισε κάτω από ένα γερασμένο δέντρο. Σήκωσε τα μάτια του αργά, τα' φερε ένα γύρο σ' ανατολή και δύση, ύστερα τ' ακούμπησε στο βάθος, κατά τη θάλασσα που δε σάλευε.
Είναι πια πολύ γέρος. Δε θυμάται, μα πρέπει να' χει περάσει τα εβδομήντα. Ήρθε στο νησί απ' την πατρίδα του, την Ανατολή, όταν γίνηκαν οι διωγμοί των χριστιανών, στα 1922. Ένας άρχοντας τον πήρε για φύλακα στα κτήματα του, κι από τότε άραξε στο βουνό. Απ' τους δικούς του, τη φαμίλια του, δε σώζεται πια κανένας. Ένα παιδί, που είχε, το πήρε ο πόλεμος. Χάθηκε στην Ανατολή.
Οι μέρες του τώρα στο βουνό με τις ελιές είναι ήσυχες, απαράλλαχτες, η μια, η άλλη. Το χειμώνα, σα βρέχει, δεν ξεμυτίζει απ' το καλύβι. Ανάβει ξερούς κορμούς στο τζάκι και κοιτάζει πολλές ώρες τη φωτιά που γίνεται σιγά στάχτη. Σαν ξανοίγει ο καιρός συνηθίζει να κατεβαίνει στο ποτάμι που χύνεται στη θάλασσα. Ακούει τη βοή που κάνουν τα νερά και θυμάται τη ζωή που πέρασε, τα μεγάλα δάση και τα ποτάμια της Ανατολής.
Έτσι κάποτε θα' ρθει το τέλος. Λέει πια πως θα' ναι σύντομα. Θα τον θάψουν στη μικρή αυλή. Εκεί έχει σκάψει το χώμα και φύτεψε ένα κυπαρίσσι που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Εκεί λέει πως θα συχάσει, όταν θα' ρθει το τέλος.


***
Η νύχτα της Ανάστασης είναι καθαρή. Τα άστρα τρέμουν. Έχουν περάσει πολλές ώρες. Ο μπαρμπα-Βασίλης λογαριάζει πως κάτω, στο χωριό, οι άνθρωποι θα ’χουν πάει στην εκκλησιά. Είναι πολλή ησυχία.
  Άξαφνα ο γέροντας σα ν’ ακούει αλαφρό θόρυβο, βήματα ανθρώπου που πλησιάζει. Αποτραβήχτηκε απ’ τους λογισμούς του και στύλωσε τα μάτια του στη νύχτα. Σε λίγο ένας όγκος άρχισε να ξεχωρίζει. Ολοένα ερχόταν, φαινόταν πια καθαρά.
 – Ακήφ, εσύ είσαι; Λέει ο γέροντας.
 – Εγώ, αποκρίνεται η άλλη φωνή.
 – Γιατί ανέβηκες ίσαμε δω; Ο δρόμος είναι μακρύς.
 – Ήρθα απ’ το μονοπάτι. Σκέφτηκα πως κι απόψε θα ’σαι καταμόναχος.
Ένα φύσημα ασήμαντο πέρασε και άγγισε τα φύλλα. Πάλι έγινε ησυχία.
 – Κάθισε, λέει ο μπαρμπα-Βασίλης στον Ακήφ.
  Κάθισε σιωπηλά.
  Ο Ακήφ θα ’χει τα ίδια χρόνια με τον μπαρμπα-Βασίλη. Είναι Τούρκος, από τούτα τα μέρη του νησιού. Τις πιο πολλές μέρες της ζωής του τις πέρασε δραγάτης, φυλάγοντας τα κτήματα σ’ αυτά τα βουνά. Ξέρει τον τόπο βήμα με βήμα. Όταν έγινε η ανταλλαγή των τουρκικών πληθυσμών της Ελλάδας με τους χριστιανούς της Ανατολής, οι Έλληνες τον κράτησαν τον Ακήφ για να τους δείξει τα κτήματα που άφησαν οι Τούρκοι του τόπου. Έτσι έμεινε στο νησί, αυτός μονάχος απ’ όλη τη φυλή του που ξεπατρίστηκε. Στην αρχή ήταν φοβερό, η ζωή του ήταν αβάσταχτη. Ο τόπος είχε γεμίσει από Ανατολίτες πρόσφυγες που ήρθαν με την καταστροφή του 1922. Όλοι τον βλαστημούσαν σαν περνούσε, και φτύνανε τον τόπο που πάτησε, για να δείξουν πόσο ήταν το μίσος τους για τη φυλή του. Τα παιδιά τον παίρναν από πίσω και τον πείραζαν φωνάζοντας:
– Το φίδι, Ακήφ! Το φίδι! Το φίδι!
Ο Ακήφ, αυτά ακούγοντας, έτρεχε σαν κυνηγημένο αγρίμι που πάει να κρυφτεί στη σπηλιά του.
Τούτη η ιστορία του φιδιού του Ακήφ ήταν σαν παραμύθι που είχαν να το λένε οι χριστιανοί του τόπου. Η ιστορία έλεγε πως στα νιάτα του ο Ακήφ, θέλοντας μια μέρα να ξεφράξει ένα τούμπο που κατέβαζε νερό, είδε να πετάγεται μες απ’ το τούμπο ένα τεράστιο θεριό με μαύρα λέπια και μάτια μεγάλα σαν του βοδιού. Ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο, το φίδι κι ο Ακήφ, μα ο Τούρκος πρόφταξε να το χτυπήσει μ’ ένα φτυάρι πριν ακόμα βγει ολάκερο απ’ το τούμπο. Το φίδι χίμηξε καταπάνω του και, με τη δύναμη που του απόμενε, αφρισμένο, πολέμησε να τον ρίξει κάτω. Παλέψανε. Μα το φίδι, χτυπημένο καταπώς ήταν, δε μπόρεσε να βαστάξει πολύ. Ο Ακήφ το ίδιο βράδυ έπεσε με πυρετό. Έμεινε στο στρώμα έναν ολάκερο χρόνο. Παραμιλούσε, και μες στα όνειρά του έβλεπε όλες τις νύχτες τα μαύρα λέπια και τα μάτια του φιδιού που τον παραμονεύαν. Μούγκριζε, ο ίδρος έτρεχε απ’ το κορμί του και το πότιζε. Κανένας δεν έλεγε πως θα βαστάξει ίσαμε το τέλος. Ωστόσο η γερή βουνίσια κράση του νίκησε. Μα απ’ τον παλιό Ακήφ δεν έμεινε παρά ένα φτωχό φοβισμένο ζώο που έτρεμε τον ίσκιο του.
Από τότε κανένας δεν κοτούσε να μιλήσει μπροστά του για το φίδι. Μονάχα οι μητέρες λέγαν στα μωρά τους την ιστορία, σαν παραμύθι.
Όμως, σα φύγαν οι Τούρκοι απ’ το νησί κι αυτός έμεινε μονάχος, τα παιδιά ξεθαρρευτήκανε. Βλέποντας και τους μεγάλους να τον βλαστημούν, τρέχαν ξοπίσω του φωνάζοντας:
– Το φίδι, Ακήφ! Το φίδι! Το φίδι!
Κι ύστερα γελούσαν σαν τον βλέπαν αλλοσούσουμο να τρέχει για να χαθεί από μπροστά τους.
Ποιος να βοηθήσει τώρα τον Ακήφ; Ποιος να τον φοβηθεί; Πού νά ’βρει προστασία; Είναι μονάχος κ' έρημος. Τι καλά που θα ’ταν να τον άφηναν να φύγει κι αυτόν στην ξένη χώρα, αντίκρυ, στην Ανατολή, όπου φύγανε οι άλλοι απ' το έθνος του. Ήταν η μόνη ευτυχία, η τελευταία, που μπορούσε να περιμένει απ’ τη ζωή. Δεν του την άφησαν οι άνθρωποι, μήτε αυτή. Σαν έβλεπε κανένα χριστιανό που απ’ τα σουσούμια του τον μάντευε καλόγνωμον άνθρωπο, έπεφτε στα γόνατά του, πάνω στο χώμα, και τον παρακαλούσε:
   – Βοήθησέ με, κι ο Αλλάχ είναι μεγάλος και θα σου το πληρώσει. Βοήθησέ με να πάγω  κει που πήγαν οι δικοί μου.
 Του έλεγε πως στην Ανατολή είναι θαμμένος ο αδερφός του, που τον πήρε ο μεγάλος πόλεμος. Θα ρωτήσει πού είναι το μπογάζι του Τσανάκαλε. Και βέβαια θα του πούνε. Θα πάει στο μπογάζι του Τσανάκαλε και βέβαια θα βρει τον τάφο του αδερφού του. Εκεί να ησυχάσει, στο ίδιο χώμα, μαζί του.
 Αυτά έλεγε, και τα δάκρυα τρέχαν απ’ τ’ αγαθά μάτια του, μπερδεύονταν πάνω στ’ άσπρα του τα γένια. Μα, όσο κι αν παρακαλούσε, στάθηκε αδύνατο να τον αφήσουν να φύγει.
Έτσι σιγά-σιγά το πήρε απόφαση πως «κισμέτ» ήταν να πεθάνει μονάχος κ' έρημος στη γενέθλια γη. Και, όπως τα συνηθίζει όλα κανείς στον κόσμο τούτον, έτσι το συνήθισε κι αυτό. Απ’ την άλλη μεριά κ' οι χριστιανοί σιγά-σιγά το συνηθίσανε, πάψαν να πειράζουν τον Ακήφ και να φτύνουν στο χώμα που είχε πατήσει. Με τον καιρό μάλιστα πήγαν και πιο πέρα ακόμα: άρχισαν να τον καταλαβαίνουν και να τον πονούν. Η χαρά είναι ένας οξύς τόνος που τεντώνεται σα νεύρο μες στον αγέρα, ένας σπάνιος τόνος μες στη γενική συμφωνία ― πειράζει τους ανθρώπους σαν ξιπασμένη φωνή. Με τη λύπη είναι άλλο ― έχουν τόσο πολύ συνηθίσει οι άνθρωποι ν’ ακούνε τη συμφωνία της λύπης και να την αισθάνουνται. Μέσα με τη μέρα οι χριστιανοί του τόπου, φουκαράδες της γης και της θάλασσας, κι οι χριστιανοί πρόσφυγες που ήρθαν απ’ την Ανατολή άρχισαν να πλησιάζουν τη δυστυχία του Ακήφ, να την καταλαβαίνουν. Σμίγανε, λέγαν τα βάσανά τους ο ένας στον άλλο, και κλαίγαν τη μοίρα τους.
 Μια φορά ο Ακήφ έκαμε λάθος στο φεγγάρι και νήστεψε δυο φορές το ραμαζάνι. Όταν αυτό μαθεύτηκε, κανένας χριστιανός δε σκέφτηκε να γελάσει.
 Ένας χριστιανός είπε:
 – Ο προφήτης του τον ξέχασε τον Ακήφ. Τι πειράζει που κι ο Ακήφ ξέχασε σε ποιο φεγγάρι να τον προσκυνήσει; Οι προφήτες ξεχάσαν τους ανθρώπους.


***
Πάνω στο βουνό της Λέσβου, το κατάφυτο από ελιές, απόψε, στην καθαρή νύχτα της Ανάστασης, οι δυο άνθρωποι - ο χριστιανός ο Βασίλης ο Βάρκας κι ο Τούρκος ο Ακήφ - έρημοι έχουν σιμώσει, κάθουνται ο ένας κοντά στον άλλο και δε μιλούν. Από πάνω τους είναι τ' άστρα. Και τα φύλλα που δε σαλεύουν.
  Ένα-ένα αρχίζουν να έρχουνται τα όσα έζησαν, να περνούν και να χάνουνται. Σ’ ένα φαράγγι της Ανατολής είναι ένα καλύβι. Τέτοια ώρα, σαν απόψε, χτυπούσε η πόρτα. Ο ένας ειδοποιούσε τον άλλο, οι βοσκοί, σ’ όλα τα καλύβια, πως είναι ώρα να κατεβούν για την Ανάσταση. Κατεβαίναν όλοι μαζί στο κοντινό χωριό, κι αν ήταν πολύ σκοτεινή η νύχτα φώτιζαν το μονοπάτι με αναμμένα δαδιά που βαστούσαν στα χέρια. Τότε ακόμα δεν ήταν πόλεμος, και μες στο καλύβι του Βασίλη του Βάρκα ήταν ένα παιδί που είχε μαύρα σκληρά μαλλιά και πρόσωπο με το χρώμα του σταριού.
 Ο γερο-Βάρκας βλέπει απόψε πολλή ώρα αυτό το ζευγάρι τα μάτια να γεμίζουν τη νύχτα. Τα βλέπει στο μονοπάτι του φαραγγιού, στη λάμψη των αναμμένων δαδιών. Μια στιγμή. Μια στιγμή ακόμα. Ύστερα, σιγά, η λάμψη αρχίζει να σβήνει. Δεν υπάρχει πια φαράγγι, δεν υπάρχει ένα καλύβι ― μήτε απ’ το παιδικό πρόσωπο μένει τίποτα που να υπάρχει. Όλα είναι έρημα.
 – Σε τι φταίξαμε; Σε τι φταίξαμε;… μουρμουρίζει σιγανά ο γέροντας της Ανατολής, και τα δάκρυα βρέχουν το πρόσωπό του.
Σε τι φταίξαν;
Κει πλάι, σε μιαν άλλη γέρικη καρδιά, ένα άλλο παιδικό πρόσωπο προσπαθεί να μείνει μια στιγμή, έτσι όπως περνά η αστραπή και χάνεται. Δεν ήταν παραπάνω από είκοσι χρονώ σαν έφυγε και χάθηκε για πάντα απ’ τη ζωή του. Ό,τι έβγαινε χνούδι στο πρόσωπό του.
 – Σε τι φταίξαμε;… μουρμουρίζει τώρα κι ο Ακήφ. Σε τι φταίξαμε;
 Και τα δάκρυα ολοένα τρέχουν απ’ τα μάτια τους, ένα παράπονο βαθύ και ιερό σαν των παιδιών που δεν καταλαβαίνουν γιατί τα πίκραναν.


***

 Κάμποση ώρα πέρασε.
Οι δυο γέροντες πάνω στο όρος των ελαιών σιγά-σιγά αρχίζουν να ησυχάζουν.
 – Κοίταξε κάτω, είπε ο Ακήφ.
 Χαμηλά, στην πεδιάδα όπου είναι το χωριό, φαίνουνται τώρα πολλά μικρά φώτα. Θα είναι οι χριστιανοί που βγήκαν για την Ανάσταση.
Ο μπαρμπα-Βασίλης γονατίζει στο χώμα, κάνει μια μετάνοια, το φιλά, κ' ύστερα μένει έτσι και προσεύχεται. Ο Ακήφ κοιτάζει μες στη νύχτα το σκοτεινό όγκο του φίλου του που προσπαθεί να' βρει τη γαλήνη μιλώντας με το Θεό του.  Μια στιγμή. Μια στιγμή ακόμα. Και ο Ακήφ, για να μην είναι μόνος, σιγά-σιγά, ασυναίσθητα γονατίζει κι αυτός κι αρχίζει να προσεύχεται, τη νύχτα της Ανάστασης, στο δικό του το Θεό.
Για κάμποση ώρα πάνω σ’ αυτό το βουνό με τις ελιές δεν υπάρχει παρά μονάχα τούτη η σιωπηλή συνομιλία με τους δυο μακρινούς Θεούς που απόστρεψαν το πρόσωπό τους απ’ τους ανθρώπους.
Η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ. Η πρωινή δροσιά άρχισε να πέφτει.
 – Κρυώνω, είπε ο Ακήφ.
  – Σε λίγο θα χαράξει, είπε ο χριστιανός γέροντας. Πρέπει να κοιμηθούμε.
 Σηκώνεται απάνω. Σηκώνεται κι ο Ακήφ. Κάνει ένα βήμα προς το καλύβι. Αβέβαιο. Τα γόνατά του τρέμουν.
 – Ακούμπησε απάνω μου, είπε ο Χριστιανός στον Τούρκο.


                                              Ηλίας Βενέζης, Άνεμοι, Εστία, Αθήνα 1996

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Ένα κοπάδι κυνηγημένοι πρόσφυγες της Ανατολής γυρεύουν τη νέα τους πατρίδα στην ερημιά της Αναβύσσου...


Η ιστορία αυτή αρχίζει τον Ιούλιο του 1923. Ανάβυσσος είναι ένα έρημο μέρος παραθαλάσσιο, στον κόρφο του Σαρωνικού, πάνω - κάτω δέκα μίλια πριν απ' το Σούνιο. Κανένας δημόσιος δρόμος δε βγάζει σ' εκείνο το μέρος. Όλοι οι δρόμοι τραβούν πίσω απ' τους μικρούς λόφους που κλείνουν την άγονη γη του τόπου, όπου ο οδοιπόρος δε θα βρει δέντρο μήτε ένα. Σκίνα μονάχα βρίσκουνται, αγκάθια, βούρλα και άμμος. Χέρια ανθρώπου από πολλούς αιώνες δεν οργώσαν το χώμα, κι ο άμμος κ' η βροχή και ο ήλιος έκαμαν το έργο τους χωρίς τον ίδρο του ανθρώπου. Οι λόφοι προχωρούν ως χαμηλά στη θάλασσα, τη ζώνουν και κάνουν ένα φυσικό κόρφο που αφήνει ένα στενό πέρασμα κατά το πέλαγο. Μέσα από τούτο το πέρασμα τα τσακάλια, οι λαγοί κ' οι αγριομέλισσες βλέπουν στο βάθος τη γαλανή γραμμή της Πελοποννήσου, της Αίγινας και της Ύδρας, και ποιος ξέρει τι λένε συναμεταξύ τους γι' αυτούς τους μακρινούς τόπους.
Ένα μονοπάτι μονάχα μπορεί να φέρει στην ακρογιαλιά της Αναβύσσου τον οδοιπόρο που έρχεται πίσω απ' τους λόφους. Το μονοπάτι τελειώνει στις αλυκές, μοναδικό σημάδι πως υπάρχει ζωή ανθρώπινη σ' εκείνη την ερημιά. Το χώμα έχει πολλή άργιλο, οι απανωτοί λόφοι κάνουν ρέματα και τραβούν τα σύννεφα, το αλάτι ξεραίνεται εύκολα στις "αυλές" κ' ύστερα γίνεται πυραμίδες, άσπρα και τραγικά μνημεία της σιωπής.
Οι χωριάτες, που ζουν πίσω απ' τους λόφους, όταν η χρονιά είναι δύσκολη κ' οι βροχές δε βλογήσουν τα κλήματα στα Μεσόγεια, παίρνουν με τις φαμίλιες τους το μονοπάτι, γυρεύοντας να δουλέψουν στο αλάτι για να ζήσουν. Άλλοι βολεύονται, άλλοι δε βρίσκουν σειρά γιατί τους προλάβανε από μέρη πιο πεινασμένα, άλλοι δεν αντέχουν στους πυρετούς που φέρνουν τα βαλτονέρια του μικρού κάμπου. Έτσι θα περάσει η γενιά τους, ύστερα θα' ρθει άλλη γενιά, και όταν κ' εκείνη φύγει θα' ρθει η νεώτερη, που θα πάρει σαν πεινάσει το ίδιο μονοπάτι για τη θάλασσα, ακολουθώντας τα βήματα των προγόνων. Έτσι έγινε αυτό το μονοπάτι, στέρεο έργο πεινασμένων ανθρώπων.

Τον Ιούλιο του 1923, ένα πρωί δε φυσούσε το μελτέμι, καθώς γίνεται τέτοιον καιρό στο Σαρωνικό. Σ' έναν απ' τους γυμνούς λόφους της Αναβύσσου δυο άνθρωποι σκάβαν μισόγυμνοι. Ο ίδρος έσταζε από πάνω τους. Κάτω, στο βάθος , η θάλασσα λαμποκοπούσε απ' τον ήλιο, η ατμόσφαιρα ήταν πυκνή και θολή. Και το φυλακισμένο νερό στις αλυκές, στις " αυλές" τόσο ακίνητο ήταν, που έδινε μονάχο του τη μορφή της ώρας και του τόπου.
- Κουράστηκα, λέει ο ένας απ' τους δυό ανθρώπους. Μ' αυτή τη ζέστη!...
Ο άλλος σταματά να χτυπά τη γη.
- Κ' εγώ, Βασίλη, βαρέθηκα πια. Πού θα πάει αυτό;
- Θα κάμουμε υπομονή, λέει ο πρώτος. Αν έχουμε τύχη, σωθήκαμε!
- Α, αν έχουμε τύχη! Όμως στο μεταξύ πεινάμε, τη στιγμή που οι άλλοι κει κάτω βγάζουν το ψωμί τους.
Κ' έδειξε χαμηλά, την ακίνητη αλυκή.
- Εγώ λέω, είπε πάλι ο ίδιος , να κατεβούμε κ' εμείς κατά κει. Βαρέθηκα!
Μα ο άλλος δεν ήθελε να γονατίσει.
- Ένα μήνα τώρα σκάβουμε, και να τα παρατήσουμε έτσι σύξυλα; Κι όμως δε μπορεί: " Εδώ γύρω, μας είπε ο Π ρ ά σ ι ν ο ς, πρέπει να βρεθεί το άγαλμα. " Κ' ύστερα, σα βρεθεί, ε...τότες...
Δεν αποτέλειωσε τη σκέψη του, επειδή τόσες φορές είχαν μιλήσει για το ίδιο θέμα.
- Κ' είσαι σίγουρος, είπε ο άλλος, πώς θα σου το πληρώσει στην τιμή του, ε; Θυμήσου τι έγινε με τη γυναίκα που είχαν βρει πριν από τρία χρόνια...
Ναι, το θυμόταν τι είχε γίνει πριν από τρία χρόνια. Άλλοι χωριανοί την είχαν βρει, τότε, τη θαυμάσια κόρη με τα κλειστά βλέφαρα, διατηρημένη στοργικά απ΄τη γη τρεις χιλιάδες χρόνια. Τους την πήρε, τότε, ο Π ρ ά σ ι ν ο ς  μ' ένα τίποτα. Μα, αν δεν ήταν πάλι αυτός, θα' πρεπε να την παραδώσουν στην αρχή του τόπου, πάλι χωρίς τίποτα. Αργότερα μάθαν, απ' τις εφημερίδες, τι τεράστιο ποσό πήρε ο αρχαιοκάπηλος για να πουλήσει την κόρη που ταξίδεψε στην Αμερική.
Αυτά λέγαν, όταν ο ένας , κοιτάζοντας κατά το βάθος, πρόσεξε ένα σύννεφο σκόνη που σηκωνόταν στο πιο μακρινό σημείο του μονοπατιού, εκεί που άγγιζε τους λόφους.
- Για κοίταξε! είπε ξαφνιασμένος. Τι να' ναι;
- Κοπάδι γίδια θα' ναι! Τι άλλο;
Μα ο πρώτος δε συμφωνούσε.
- Δε γίνεται να' ναι κοπάδι στο μονοπάτι πάνω τέτοια ώρα. Άνθρωποι θα' ναι.
- Άνθρωποι εδώ; Και τόσοι πολλοί! Οι αλυκές είναι γεμάτες χέρια. Τι να κάμουν;
- Κι όμως, κοίταξε! Κοίταξε!
Βάλαν τα χέρια τους αντήλιο και κοίταξαν. Το μεγάλο σύννεφο ολοένα ανέβαινε ψηλά, πλησίαζε. Ήταν σαν ύλη ζωντανή που τρύπωσε, με φόβο και προφύλαξη, απ' το άνοιγμα των λόφων στο ακίνητο τοπίο και πορευόταν σιωπηλά στη μόνη φιλική διέξοδο του χώρου, κατά τη θάλασσα, με το σίγουρο ένστιχτο του ζώου.
- Θαρείς πως είναι στρατός! είπε πάλι ο ένας χωριάτης, ακόμα πιο πολύ ξαφνιασμένος. Μα όχι! διόρθωσε σε λίγο. Βλέπω γυναίκες και παιδιά.
Κοιταχτήκαν μες στα μάτια φοβισμένοι. Τι γύρευε τόσος κόσμος, γυναίκες και παιδιά στην ερημιά της Αναβύσσου; Μπας και χτύπησε πουθενά σεισμός τη γη και γκρεμιστήκαν τα χωριά, κ' οι άνθρωποι πήραν στην απελπισία τους το μονοπάτι για τη θάλασσα;
- Κατεβαίνουμε γλήγορα να δούμε! 
- Κατεβαίνουμε!

Η μακρινή λιτανεία ολοένα πλησιάζει. Το σύννεφο η σκόνη μακραίνει πιο πολύ μες στην πυκνή ατμόσφαιρα. Σιγά - σιγά εξοικειώνεται , δένεται μαζί της και χάνεται μέσα της, με την ικανότητα της προσαρμογής που έχουν τα πράγματα του κόσμου τούτου. Όμως, κάτω απ' το σύννεφο η εξοικείωση δεν είναι εύκολη. Ένα κοπάδι γυναίκες , παιδιά και γέροντες βογκούν  δυνατά, κυνηγημένοι απ' τον ήλιο, απ' τη στέρηση και απ' την εξάντληση του δρόμου. Στα πρόσωπα ο ίδρος, ζυμωμένος με τη σκόνη, στάζει σα λάσπη. Νέοι άντρες είναι λίγοι. Οι πιο πολλοί του κοπαδιού περπατούν ξυπόλητοι, κι όλοι σηκώνουν στον ώμο ένα φορτίο, ένα τσουβάλι γεμάτο ή έναν μπόγο.
- Αχ! Πού μας στέλνουν να ζήσουμε! Πού μας στέλνουν! τσίριζε δυνατά μια γυναίκα. Εδώ είναι έρημος! Έρημος!
Τότε οι άλλες γυναίκες, με το σύνθημα το δοσμένο απ' τη μια, άρχισαν ολολύζουν, όλες μαζί, και να καταριούνται τη μοίρα τους.
- Θα πεθάνουμε σ' αυτό τον άγριο τόπο! Θα πεθάνουμε, εμείς και τα παιδιά μας! Θα πεθάνουμε!
Οι άντρες κ΄οι γέροι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να πολεμήσουν τον πανικό. Καθένας πολεμούσε να ησυχάσει την πλαϊνή του γυναίκα, τη γυναίκα του, τη μητέρα του. Μα η απελπισία έτρεχε μες στον πηχτόν αγέρα, δύναμη γόνιμη σαν τη γύρη.
- Τίποτα!...ολόλυζαν. Τίποτα δε θα μας γλυτώσει! Εδώ θα μείνουμε!...
Φώναζαν για ένα δέντρο. Να ήταν ένα δέντρο να ξαποστάσουν κάτω απ' τον ίσκιο του. Μα σ' όλη την άπλα του μικρού κάμπου μια γραμμή καν δε φαινόταν στυλωμένη κατά τον ουρανό. Μαύριζε μονάχα ο τόπος απ' τα σκίνα, που πάνω τους έτρεμε ο ήλιος.
Το μαρτύριο του νερού ήρθε, τότε, στη δύσκολη ώρα. Όταν ξεκινήσαν  απ' τα Καλύβια, το τελευταίο κατοικημένο μέρος της περιοχής, τους είχαν πει πως στο μονοπάτι απάνω θα βρουν δυο πηγάδια. Κ' ύστερα, κοντά στη θάλασσα, θα βρουν άλλο ένα . Είχαν βρει το πρώτο, ξεδιψάσαν , και πηγαίναν για το άλλο. Η προσδοκία του μέρευε τη φοβερή δίψα, κ' επειδή ήταν μια προσδοκία, μέρευε λίγο την καρδιά τους με φως.
Όταν, απ' την εμπροσθοφυλακή τους, τους πρώτους που βαδίζαν , ήρθε το άγγελμα:
- Είναι ξερό! Το πηγάδι είναι ξερό!
Τότε, αδύναμοι πια να χτυπηθούν με τη μοίρα τους, καθήσαν όλοι μονομιάς καταγής, και το σύννεφο που σηκώναν τα ματωμένα ποδάρια σταμάτησε απάνω τους. Ένα βαρύ μουκανητό πέρασε μέσα απ' το κίτρινο τούτο πέπλο και προσπάθησε ν' ανέβει στο Θεό.
- Τι φταίξαμε! φωνάζανε. Τι φταίξαμε!
Φωνάζαν. Ύστερα, σιγά, η φωνή τους αδυνάτισε, ίσαμε που έσβησε σε χαμηλά βογκητά.
Τότε ακουστήκαν τα βήματα ενός συντρόφου τους, που είχε πάει μπροστά μονάχος και τώρα γύριζε πίσω φωνάζοντας:
- Σηκωθείτε! Σηκωθείτε! Η θάλασσα!
Η θάλασσα! Πού ήταν, λοιπόν, η θάλασσα! Ο πεσμένος όγκος σάλεψε μονομιάς σαν κύμα. Η ζεστή εικόνα το ανατάραξε, κ' ύστερα το κίνησε ορμητικά, με τη φοβερή δύναμη που έχουν οι λέξεις.
- Σηκωθείτε! Σηκωθείτε! φωνάζαν οι άντρες. Λίγο κουράγιο ακόμα! Φτάνουμε στη θάλασσα!
Το σύννεφο, που είχε χαμηλώσει απάνω τους, έκαμε πάλι πανιά και κίνησε πάλι μαζί τους, ουράνιο πλοίο. Τρέχαν χαμηλά, στρίψαν ένα μικρό ύψωμα, όταν νέα φωνή, πιο ζεστή και πιο άγρια, σηκώθηκε να διαλυθεί μες στη σκόνη:
- Το αλάτι! Το αλάτι! Κοιτάξτε λοιπόν κει κάτω!
Οι άσπρες κολόνες των αλυκών, ακίνητο και ανέκφραστο μνημείο, παίζαν με τη σιωπή του βάθους και με το φως. Τίποτα δε μπορούσε να είναι πιο ακίνητο  και πιο ανέκφραστο  από αυτό στο ξερό τοπίο. Όμως για τους ανθρώπους τούτους οι κολόνες γίνονταν μονομιάς μαγεία, πλέαν πάνω στο κύμα και στα βουνά, πέρα, κατά τη μακρινή πατρίδα, εκεί όπου ίδιες κολόνες άσπριζαν, ίδιες σαν αυτές εδώ.
Ήταν ένα ξαφνικό ανασάλεμα της μνήμης και της καρδιάς, ένα μακρινό μήνυμα απ' την εφέστια γη.
- Ας είσαι βλογημένος! φωνάζαν στο Θεό. Τουλάχιστον είναι αυτό εκεί, - και δείχναν το αλάτι.
Πάνω στην ώρα φάνηκαν να σιμώνουν κ' οι δυο χωριάτες που έρχονταν απ' το λόφο.
- Ε, σεις! Σταθείτε μια στιγμή! φώναξαν στο κοπάδι.
Στάθηκαν, βλέποντας άξαφνα ανθρώπους.
-Πού πάτε; 
- Ανάβυσσο δεν είναι δω; αποκρίθηκε μια φωνή. Εδώ ερχόμαστε!
- Τι είσαστε;
- Πρόσφυγες είμαστε.
- Και τι γυρεύετε σ' αυτά τα μέρη;
- Μας δώσαν τη γη! αποκρίθηκε η φωνή του κοπαδιού. Θα μείνουμε εδώ!
- Τη γη! Ποια γη ; είπε ξαφνιασμένος ο ένας απ' τους χωριάτες. Εδώ φυτρώνουν μονάχα βούρλα, στον τόπο ετούτο.
Κ' ύστερα:
- Θα πεθάνετε, τους λέει, εσείς και τα παιδιά σας! Θα πεθάνετε αν, στα σωστά, ερχόσαστε να μείνετε σ' αυτά τα μέρη!
Μα το κοπάδι , κινημένο τώρα απ' το όραμα του αλατιού, κατέβαινε κιόλας χαμηλά, με τις δυνάμεις που του απόμεναν...(απόσπασμα)



 Ηλίας Βενέζης, Γαλήνη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2010, 41η έκδοση

Ο Ηλίας Βενέζης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1904 στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας.
Στη Γαλήνη ο Βενέζης αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας προσφύγων από τη Μικρά Ασία που εγκαταστάθηκε το 1923 στην Ανάβυσσο. Το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1939 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία και αλλεπάλληλες εκδόσεις.
Τα γεγονότα είναι όλα αληθινά. Ο Θεόδωρος Δαλάκογλου ανακοίνωσε τα αποτέλεσματα της σχετικής έρευνας του στην Θ' Επιστημονική Συνάντηση Νοτιοανατολικής Αττικής, που έγινε στο Λαύριο από τις 13 έως τις 16 Απριλίου του 2000. Η ανακοίνωση αναφέρεται στο Μύθο και στην πραγματικότητα στη Γαλήνη του Ηλία Βενέζη