ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣ (1913-1981)
| |||
Ενδεικτική Βιβλιογραφία | |||
Εργογραφία
| |||
Επιπλέον Πληροφορίες Αρχείο του λογοτέχνη υπάρχει στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.) Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (www.ekebi.gr) Ο Δημήτρης Χατζής αυτοσκιαγραφείται «Είμαι ένας άνθρωπος που έρχομαι από το παρελθόν. Ενας άνθρωπος που δεν δέχεται όμως το παρελθόν. Ερχομαι από μια γενιά που έζησε καλύτερα και εντονότερα από τη σημερινή, τουλάχιστον, ελληνική γενιά. Ερχομαι από έναν κόσμο ιδανισμού, στον οποίο η γενιά μου πίστεψε απόλυτα. Αυτού μέσα ορίστηκε το μεγαλείο και η ομορφιά και η δύναμη της δικής μου γενιάς, αλλά κι εκεί μέσα επίσης βρίσκεται η πτώση της, αυτού μέσα βρίσκεται και το αδύνατο σημείο της. Οτι δηλαδή, χωρίς έναν κριτικό έλεγχο, χωρίς μια προετοιμασία, όχι μόνον της ψυχής -που σε μας υπήρξε- αλλά και της λογικής, εδόθηκε η γενιά μας σ' αυτήν την θέληση να πραγματώσει αυτόν τον ιδανικό της κόσμο». Είναι η εικόνα του Δημήτρη Χατζή για τον εαυτό του και την πορεία του, όπως την έλεγε στον Γιώργο Πηλιχό στις 30/11/1974 στο περιοδικό "Αντί" « Ο Δημήτρης Χατζής μακριά από την πληγή του κακού, μακριά από την πατρίδα, γράφει και λέει την αλήθεια. Μια αλήθεια ποιητική, ανθρώπινη, πέρα από σκοπιμότητες, μακριά από δογματισμούς, αυτοκριτικές για τη μεθόδευση του κινήματος απ’ τους ηγέτες, λαθεμένες πολιτικές κινήσεις και διεκδικήσεις, ο Χατζής μιλάει και ιστορεί την αλήθεια ενός λαού που σταυρώθηκε: μπροστά σε τέτοια φοβερά και κοινά παθήματα, μονάχα η γλώσσα της αλήθειας και της ταπεινοσύνης μπορεί ν’ αντέξει κι αυτή η ταπεινοσύνη, αυτή η σχεδόν παιδικότητα της γραφής, βρίσκεται στο Μακρυγιάννη και την προφορική παράδοση». Παναγιώτης Νούτσος:Δημήτρης Χατζής, Ο συγγραφέας της υπέρβασηςΟ Δημήτρης Χατζής ως πολιτικός διανοούμενος, αν και πρώτιστα εκφράζεται ως λογοτέχνης και φιλόλογος, διέθετε μια οξεία αίσθηση των πολιτικών πραγμάτων, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στις μετατοπίσεις και στους αναπροσανατολισμούς που συντελούνταν στη σκέψη και στην πρακτική της Αριστεράς. Σπεύδω να διευκρινίσω ότι από τη σκοπιά των κοινωνικών και πολιτικών ιδεών θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η εξής υπόθεση εργασίας: α) στο λογοτεχνικό του έργο είναι περισσότερο από προφανής η πολιτική διάσταση, αρκεί να ληφθούν υπόψη και να καταγραφούν με πληρότητα οι αναγκαίες διακυμάνσεις και μεταθέσεις των ιδεολογικών του αναζητήσεων που ανιχνεύονται από τη δημοσίευση της Φωτιάς (1946) ως το Διπλό βιβλίο (1976)· β) ο Χατζής, με κάποιες αυξομειώσεις, είχε κατακτήσει μια αυθύπαρκτη παρουσία ως πολιτικός διανοούμενος που εγγράφεται βέβαια στη συνολικότερη πορεία της Αριστεράς· γ) οι δύο αυτές πτυχές, μολονότι εμφανίζονται ενιαίες και ομοιογενείς, απαιτούν διαφορετική αντιμετώπιση για την ανάδειξη της ιδιοσυστασίας τους. Εδώ θα επιμείνω στην ανασυγκρότηση των αναβαθμών διαμόρφωσης του Χατζή ως πολιτικού διανοουμένου, χωρίς βέβαια να ελαχιστοποιώ το γεγονός ότι ο ίδιος δημιουργεί πρώτιστα ως λογοτέχνης και ως φιλόλογος. Οι πρώτες ρήξεις Τα κείμενα των ετών 1932-1936, δημοσιευμένα στην εφημερίδα Ηπειρος, αποτελούν μαρτυρίες πολύτιμες για τον προσδιορισμό των απαρχών του κοινωνικού λόγου που αρθρώνει ο υπό εκκόλαψη συγγραφέας. Η συνήθης ωστόσο πορεία, κατά την ίδια περίοδο του Μεσοπολέμου με κορύφωση την Κατοχή και την Αντίσταση, ήταν η βαθμιαία και κάποτε με τη μορφή ρήξης αποδέσμευση από το δίδυμο Βενιζελισμός - Δημοτικισμός, μέσα από την οδυνηρή επίγνωση των ενδοαστικών αδιεξόδων και στα πλαίσια υπέρβασης των δύο πόλων του «εθνικού διχασμού» από την αντίθεση «Δεξιάς» και «Αριστεράς» που αναδύεται ως κυρίαρχη κατά τη δεκαετία του '40. Ως προς τον Χατζή, που γαλουχείται σε διαφορετική μήτρα ιδεών και πολιτικής πρακτικής, είναι δυνατόν να διαφανεί η δυνατότητα που έχει ως έφηβος, στους κόλπους όμως του Λαϊκού Κόμματος και σε λίγο διευθυντής του γιαννιώτικου δημοσιογραφικού του οργάνου, να στοιχειοθετήσει μια πρωτογενή κοινωνική κριτική που βρίσκεται σε μια διεργασία «ντροπαλής» όσμωσης με τον ιδεολογικό λόγο της Αριστεράς. Ως προς το Λαϊκόν Κόμμα ίσως είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί ότι τόσο στην πρώτη περίοδο (με την ηγετική παρουσία του Δημ. Γούναρη, βουλευτή αρχικά της ομάδας των «Ιαπώνων») είχε εξαρθεί η σημασία της νομοθετικής προστασίας των εργαζομένων, γεγονός που δεν μπορούσε να εξασφαλίσει η «προνομιούχος ολιγαρχία», όσο και στη δεύτερη, κατά την εποχή του Μεσοπολέμου, συνεχίζεται ό,τι περιγράφει συναφώς ο Σ. Μάξιμος (1930): τα «κοινωνικώς καταπιεζόμενα στρώματα» ανέμιζαν την αντιβενιζελική σημαία ως «σύμβολο αγώνος κατά του κεφαλαίου» με αποτέλεσμα ο «αντιβενιζελισμός» να διαχέεται συχνά με «αντικαπιταλιστικά αισθήματα». Στα πρωτόλεια του Χατζή διαπιστώνεται με ευκρίνεια η κοινωνική σκόπευση της αντιβενιζελικής του αρθρογραφίας που συμμερίζεται επίσης τις εκτιμήσεις του φιλαγροτισμού, όταν σημειώνεται για παράδειγμα το 1932 στην Ηπειρο: «Τους χωρικούς που υπήρξαν επί είκοσιν ολόκληρα έτη οι δούλοι, οι ραγιάδες, οι είλωτες των δημοκόπων και των Ζακχαίων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, των ανεβασμένων εις την Βενιζελικήν συκομωρέαν. Τους χωρικούς που έδειρεν ο Μακρυγιάννης, που εξηπάτησαν όλοι [...] έχομεν την φοράν αυτήν θαρραλέους μαζί μας, όπως θα ηθέλαμεν εις κάθε αγώνα διά τα ιδικά των δίκαια και τα ιδικά των συμφέροντα». Η συνάντηση με την Αριστερά Στην επόμενη φάση, κατά την εποχή της Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου, ο Χατζής ήδη είχε διανύσει τα αποφασιστικά βήματα και είχε κιόλας συνταχθεί με την Αριστερά, γεγονός όμως που πιστοποίησε η αιφνιδιαστική εξορία του από τη μεταξική δικτατορία. Τα σχετικά κείμενα λανθάνουν και δεν ταυτίστηκε η συνεργασία με την Ελεύθερη Ελλάδα κατά τα δύο πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας της (1943, 1944), σε αντίθεση με ό,τι συνέβη με τα δημοσιεύματα (ελληνικά ή γαλλικά) της περιόδου του εμφυλίου. Ως προς το λογοτεχνικό έργο του Χατζή η Φωτιά συμπυκνώνει τις αισθητικές του προτιμήσεις και, όπως υποδείκνυε ο Αυγέρης, με το «ορθόδοξο ρεαλιστικό ύφος» της και την «αλήθεια της ζωής που κλείνει μέσα» της χαρακτηρίζεται «άρτιο μυθιστόρημα με θέμα την Αντίσταση». Ακολουθεί η μακρόχρονη εξορία, από το 1949 ως το 1975, στη Βουδαπέστη και στο Ανατολικό Βερολίνο. Ενδιαφέρουσα είναι η παρέμβαση του Χατζή στη συζήτηση για το σχέδιο προγράμματος του ΚΚΕ, ενδεικτική άλλωστε των αντιλήψεων του φιλολόγου - ιστορικού πια Χατζή που επομένως θα πρέπει να διαβαστεί μαζί με τα σχεδιάσματά του για τη «νεοελληνική φιλολογική σπουδή» που ήδη εμφανίστηκαν το 1953. Η απόπειρα πάντως επιβολής αυτού του προγράμματος αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της ζαχαριαδικής ηγεσίας που επέμενε στην επερχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα με χαρακτήρα «λαϊκό - δημοκρατικό» και προοπτική «σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης». Οι καίριες διαφοροποιήσεις, όσες και όποιες υπήρξαν, στα επί μέρους τμήματα της Μικρής μας πόλης (όπως δηλαδή πρωτοδημοσιεύθηκαν το 1953 στο Βουκουρέστι, στη συνέχεια 1958, 1959, 1962 στην Επιθεώρηση Τέχνης και αυτοτελώς, σε δεύτερη έκδοση, από το ίδιο περιοδικό το 1963) αξιώνουν ιδιαίτερη προσοχή. Ειδικότερα η συνεργασία του Χατζή με την Επιθεώρηση Τέχνης προδίδει τους αισθητικούς - πολιτικούς αναπροσανατολισμούς του, γεγονός άλλωστε που καταφαίνεται και από τους συντάκτες των ευνοϊκών κριτικών που δέχθηκε τότε η Μικρή μας πόλη (Πορφύρης, Καλιόρης, Ροζάνης, Ραυτόπουλος κ.ά.), δηλαδή από όσους άμεσα ή έμμεσα έχουν απομακρυνθεί από τις συνταγές της «μαρξιστικής - λενινιστικής» λογοτεχνικής κριτικής. Οπως παρατηρούσε ο Ραυτόπουλος (1964), διαθέτει «ιδέες και μέθοδο» χωρίς να ξεκινά από τα «a priori συμπεράσματα»: οι «κρύες μήτρες της προκατασκευασμένης αλήθειας και της ανυποψίαστης βεβαιότητας» δεν ευδοκιμούν στον κόσμο της Μικρής μας πόλης. Αστεγος και ηττημένος Η ύστερη περίοδος του Χατζή, από την επάνοδο στην Ελλάδα ως τον θάνατό του, σημαδεύεται από το εγχείρημα υπέρβασης των σχημάτων της εγχώριας Αριστεράς και την εναγώνια αναζήτηση της «Νέας Αριστεράς». Ηδη μετά τη διάσπαση του 1968, την οποία θεωρούσε την «πιο σημαντική ενέργεια του υγιέστερου τμήματος της ελληνικής Αριστεράς», είχε στραφεί προς την απαίτηση ίδρυσης ενός κόμματος του «δημοκρατικού σοσιαλισμού», χωρίς ωστόσο να τη συνοδεύει με έναν υψηλό τόνο βεβαιότητας για την επίτευξή του: «Αστεγος, ανέστιος, ηττημένος και μόνος έχω τουλάχιστον την αίσθηση πως βρίσκομαι κοντύτερα στο αίσθημα και την πίκρα του λαού μας ένας από τους πολλούς». Το κριτήριο αυτό των πολιτικών πραγμάτων αποτυπώνεται ρητά στο Διπλό βιβλίο, τόσο στο κύριο σώμα του έργου όσο και στους «Επιλόγους» που επισυνάπτονται. Κατ' αρχήν τούτο αφορά τον τρόπο γραφής: «Δεν μπορώ να προχωρήσω, να τα δέσω πρόσωπα και καταστάσεις σε μιαν ενότητα. Τα πρόσωπα σπάζουν, το σκηνικό που 'ναι πίσω δε φαίνεται καθαρό οι δυνάμεις, οι διαρθρώσεις, οι ροπές, οι αντιστάσεις. Το σκηνικό... Δεν είναι ακριβώς ερείπια είναι κομμάτια, ψηφιά σκορπισμένα. Και δεν ενώνονται το 'να με τ' άλλο». Επίσης γίνεται ένα με την πολιτική συμπεριφορά του Βασιλειάδη: «Αριστερός και δεν τα πήγε καλά μ' αυτούς τους δημαγωγούς, τις επιτροπές τους, τις εκδηλώσεις που λέγανε, τα μέτωπά τους. Είπε πάντα ήσυχα και στρογγυλά πως ένα καινούργιο αριστερό κόμμα χρειάζεται στην Ελλάδα αριστερό μα μακριά απ' αυτούς. Και πως θα 'ναι δύσκολο να γίνει. Εμένα μ' άρεσε πάντα να τον ακούω και για το καινούργιο κόμμα μπορεί, λέω, στο τέλος σ' αυτό να πάω και γω και για τη δυσκολία την καταλαβαίνω και γω με το μικρό το μυαλό μου, όσο τους βλέπω και τους ακούω τούτους εδώ στο ελληνικό καφενείο μας». Αναμφίβολα πρόκειται για μια ιδιάζουσα πολιτική αίσθηση που διαποτίζει τον «Μικρό πρόλογο» που προαναγγέλλει το «δεύτερο βιβλίο»: «Βιβλίο της μοναξιάς είναι κι αυτό της δικής σου της μοναξιάς το βιβλίο, στον κανένα τόπο, στον κανένα καιρό που βρίσκεσαι εσύ πεταγμένος και που 'χω φτάσει και γω. Η παλιά μας κληρονομιά δεν σε βοηθάει σε τίποτα, η φαντασία για τ' αύριο λείπει. Το δικό μας πνεύμα κουρνιάζει πια σωπασμένο μες στο λυκόφως των καιρών. Και το βιβλίο δεν έχει μέσα τις συμβουλές και τις οδηγίες που σου δίνουν από παντού, τις παρηγοριές που ξεγελάνε για λίγο, δεν έχει την πυξίδα που σου λείπει, την πανοπλία που σου χρειάζεται να ντυθείς να φυλαχτείς, να χτυπηθείς, να νικήσεις». Οι τέσσερις λοιπόν φάσεις της σταδιοδρομίας του Χατζή συγκροτούν τους αναβαθμούς στη διαμόρφωσή του ως πολιτικού διανοουμένου που εκφράζεται πρώτιστα και ομοιογενώς ως λογοτέχνης και φιλόλογος. Ταυτόχρονα συνιστούν την προσωπική εσωτερίκευση της πορείας που διήνυσε κατά τις ίδιες δεκαετίες η Αριστερά, όχι μόνο στην εγχώρια έκφανσή της. Η πικρή όμως γεύση της αποτυχίας στον σχεδιασμό του «αντίκοσμου» της υπάρχουσας κοινωνίας με τους «μηχανισμούς που σε δένουν» και τα «γρανάζια που σε κρατούνε στην εντέλεια ταιριασμένα» δεν σημαίνει και γι' αυτόν παραίτηση και νοσηρή εσωστρέφεια. Το «δεύτερο βιβλίο» θα μπορούσε να γραφεί «για το σημερινό, το δικό μας τον κόσμο, που δεν τον βλέπεις ακόμα, δεν ξέρεις πώς είναι και δεν τον φοβάσαι. Για τη ζωή των ανθρώπων που πάει πιο πέρα. Με τη δική σου την εφηβεία: Αμόλευτη από την πρόληψη και την τύψη που βασανίσαν εμάς, τις αυταπάτες που αφήσαμε εμείς να μας βαυκαλίζουν, γυμνή κι από τα στολίσματα τα δικά μας...».(Βήμα, 13 Αυγούστου 2000) Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Δέκα δελτία (1953-1968) για τον Δημήτρη Χατζή από το ιστορικό αρχείο του ΚΚΕ(Ριζοσπάστης 4 Αυγούστου 2001) Το λογοτεχνικό έργο του Δημήτρη Χατζή (1913-1981) είναι γνωστό στους αναγνώστες του «Ριζοσπάστη». Το μυθιστόρημα «Φωτιά» (1946), οι συλλογές διηγημάτων «Το τέλος της μικρής πόλης» (1953, 1963), «Ανυπεράσπιστοι» (1966), η συλλογή «Θητεία - αγωνιστικά κείμενα 1940-1950» (1979) και τέλος το μυθιστόρημα «Το διπλό βιβλίο» (1977) και η συλλογή «Σπουδές, διηγήματα ξανατυπωμένα και άλλα» (1977) ανήκουν στον κορμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως ανήκουν και στις πλουσιότερες πνευματικές συμβολές της Αριστεράς, στην πνευματική παραγωγή του τόπου. Το ιστορικό αρχείο του ΚΚΕ, το οποίο μοιράστηκε και αυτό τη μοίρα του αριστερού κινήματος, βρίσκεται σε επεξεργασία και ανασυγκρότηση, αποτελεί μια σημαντική πηγή στοιχείων για το έργο και τη ζωή του Δημήτρη Χατζή, ιδιαίτερα για την περίοδο μετά την απελευθέρωση και για τα χρόνια της πολιτικής προσφυγιάς. Τα δελτία που παρουσιάζονται εδώ, προερχόμενα από αυτό το αρχείο πρέπει βέβαια να τοποθετηθούν μέσα στη συνέχεια του σχετικού υλικού που έχει συγκεντρωθεί τα τελευταία χρόνια. Ετσι, το δελτίο 1 φαίνεται να προέρχεται από ένα σύνολο εγγράφων με την προετοιμασία της πρώτης έκδοσης (1953) της συλλογής διηγημάτων «Το τέλος της μικρής μας πόλης» από το τότε εκδοτικό του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας «Νέα Ελλάδα». Αυτό φαίνεται να δείχνει η μνεία του διηγήματος «Μαργαρίτα Μολυβάδα» (από παραδρομή σημειώνεται «Μαργαρίτα Μολυβδά»), του μετέπειτα γνωστού στην οριστική γραφή του με τον τίτλο «Μαργαρίτα Περδικάρη». Οι αναφερόμενες «παρατηρήσεις του Πέτρου (Ρούσου)» δεν έχουν, όσο μπορώ να ξέρω, εντοπιστεί. (Ας μου επιτραπεί να αναφέρω πως μια μικρή σειρά στοιχείων σχετικά με το ίδιο αυτό θέμα δημοσιεύονται και στη μικρή εργασία 491 δελτία για τον Δημήτρη Χατζή. Από τα Αρχεία σύγχρονης, κοινωνικής ιστορίας, την Εθνική Βιβλιοθήκη Szchnvi της Ουγγαρίας, δημόσιες και ιδιωτικές πηγές, εκδόσεις «Μαύρη Λίστα», Αθήνα 2001, (αρ. 143, 144, 149, 151). Μια λεπτομέρεια από τα στοιχεία αυτά (αρ. 145) αξίζει, νομίζω, να σημειωθεί. Σε σημείωμα του Μιλτιάδη Πορφυρογένη, ίσως το 1953, τιτλοφορούμενο: «Ζητήματα για το Πολιτικό Γραφείο», αφού αναφερθούν οι διάφορες συγγραφικές, ερευνητικές, επαγγελματικές δραστηριότητες του Τάκη (Δημήτρη) Χατζή, την εποχή εκείνη, σημειώνεται: «(...) Ο ίδιος όμως βρίσκεται σε δύσκολη οικονομική (...) γιατί μόλις κερδίζει 500 φράγκα από το ραδιοσταθμό όπου γράφει ένα σκετς τη βδομάδα. Εντούτοις έχει αξία σαν λογοτέχνης και δεν πρέπει να αφεθεί. Για τους λόγους αυτούς και επειδή οπωσδήποτε έπρεπε να του δώσουμε μια αμοιβή για το βιβλίο του που θα εκδοθεί, προτείνω να του δοθεί από το εκδοτικό ένα μηνιάτικο 500 φιορίνια ως τον Ιούλη του 1953. (...)». Το δελτίο 7 είναι μια ακόμα μαρτυρία για τη δυσκολία εγκατάστασης, για τις δυσκολίες να βρεθεί μια σχετική σταθερότητα ζωής, πάνω από δέκα χρόνια μετά την αρχή της προσφυγιάς. Το δελτίο 8, φέρνει την κοινή υπογραφή δύο σημαντικών πνευματικών προσωπικοτήτων, του γλύπτη Μέμου Μακρή και του Δημήτρη Χατζή. Τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται, η «ανασύσταση της ελληνικής κοινότητας στη Βουδαπέστη και [η] υπαγωγή της εκκλησίας της στον ορθόδοξο Μητροπολίτη Βιέννης και κεντρικής Ευρώπης» ανάγονται ίσως στα χρόνια 1964, 1965. (Η πληροφορία που αναφέρεται «Ο Χατζής θα πάει αυτή τη βδομάδα για να κάνει πληρεξούσιο» ίσως χρονολογεί τη σύνταξη του σημειώματος πιο κοντά στα μέσα Μάη 1965, αφού σε επιστολή του της 1ης Ιούμη 1965, στην οικογένειά του στην Ελλάδα, ο Δ.Χ. σημειώνει πως έκανε το πληρεξούσιο, το έστειλε και του έφτασε «χτες» απάντηση πως παρελήφθη). Το δελτίο 10, (αντίγραφο όπως σημειώνεται στο ίδιο το έγγραφο και, συμπληρώνω, όχι με το χέρι του συντάκτη του), επιστολή απευθυνόμενη Προς τον πρόεδρο του Συλλόγου των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην Ουγγαρία, σημειώνει ένα σημαντικό όριο στην πολιτική εξέλιξη του συγγραφέα. Η ύπαρξη αυτού του αντιγράφου της επιστολής, η οποία όσο μπορώ να ξέρω δεν υπάρχει ή τουλάχιστον δεν εντοπίστηκε ακόμα ούτε στο αρχείο του συλλόγου, που παραμένει στη φύλαξη του σχήματος που τον διαδέχθηκε, ούτε στο μέρος του αρχείου αυτού που έχει πλέον κατατεθεί στα Εθνικά αρχεία Ουγγαρίας δείχνει -και είναι βέβαια κοινοτοπία να το γράψει κανείς- πόσο μεγάλη σημασία έχει η δυνατότητα πρόσβασης σε πολλαπλές πηγές για να είναι κάπως δυνατή και η ελαχιστότερη προσπάθεια ανασύστασης αυτού του άπειρα σύνθετου αντικειμένου που είναι και μία μόνο στιγμή της ζωής ενός ανθρώπου. (Στα δέκα αυτά δελτία δεν μπόρεσα, δυστυχώς για μένα, να προσθέσω ένα ενδέκατο, αφού δεν κατάφερα (αν το κατάφερα) να διαβάσω παρά την πρώτη φράση: «θέλει δούλεμα (στη) σύνταξη». Μόνο αυτό) Νίκος ΓΟΥΛΑΝΔΡΗΣ | |||
Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...
Δημήτρης Γληνός
Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010
Ηπειρώτες Λογοτέχνες - Δημήτρης Χατζής
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου