Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Άσκηση γραφής


   Το μήνυμα στο κινητό έγραφε: «Άρχισε να μετράς από το 99 έως το 1 και γράψε ό,τι βλέπεις» δύσκολη άσκηση . Πώς να συγκεντρωθώ; Πώς να απελευθερωθώ; Η σκέψη  μου είναι εγκλωβισμένη στα καθημερινά , δεν μπορεί εύκολα να κάνει γυμναστικές ασκήσεις. 
    Σε λίγο έρχεται και άλλο μήνυμα : « Κλείσε τα μάτια σου για τρία λεπτά και μετά κάρφωσε το βλέμμα σου κάπου. Γράψε ό,τι βλέπεις και ό,τι σκέφτεσαι» . Ασκήσεις γραφής .  Φαίνεται εύκολο αλλά είναι πολύ δύσκολο. 
    Βλέπω έξω από το παράθυρο. Μπροστά μου ο λαχανόκηπος. Ακόμη να μπω να τον καθαρίσω από τα καλοκαιρινά απομεινάρια σκέφτομαι. Ο άσχημος καιρός είναι μια καλή δικαιολογία. Πάνω από την επιφάνεια του στέκεται ο σιδερένιος σκελετός του μελλοντικού θερμοκηπίου. Δεύτερη χρονιά που δεν το σκεπάσαμε. Αμέλεια, αναβλητικότητα. Θα μπορούσαμε να έχουμε ένα σωρό λαχανικά, αλλά αντί αυτών τσουκνίδες και αγριόχορτα. Τσουκνίδες . Πολύ της μόδας έγιναν τελευταία. Πανάκριβα τα ματσάκια στη λαϊκή . Φοράω τις γαλότσες μου και μπαίνω στον κήπο να τις μαζέψω με χέρια γυμνά. Δεν με πειράζει το τσίμπημά τους. Κάπου διάβασα ότι κάνει καλό στα αρθριτικά. Ο πόνος που αφήνει ο ερεθισμός τους είναι γλυκός. Ωραία πίτα θα φτιάξω σήμερα με τσουκνίδες και ό,τι άλλο βρω. Τις μαζεύω σε μια λεκανίτσα. Μέσα στο παγωμένο χώμα διακρίνω και μερικά μυρώνια και λίγα ασθενικά κρεμμυδάκια . Καλά είναι και αυτά.  Πλένω  τα φτωχικά χορταρικά , τα ψιλοκόβω και τα ανακατεύω με άσπρο καλαμποκίσιο αλεύρι , λίγο λάδι, τυράκι σπιτικό και γιαούρτι. Λίγο βούτυρο στο ταψάκι και η πιτούλα μπαίνει στο φούρνο. Το φαγάκι του φτωχού σκέφτομαι έγινε πολύ γκουρμέ στις μέρες μας. Μήπως  ήμουν προορισμένη  για μαγείρισσα.   Μια ζωή στην κουζίνα ανακατεύω  υλικά, μυρωδικά, γεύσεις και μνήμες. 
     Μνήμες . Αυτές κυκλοφορούν ελεύθερα χρόνια τώρα μέσα μου. Είναι δεμένες  όμως με μυρωδιές που έρχονται από άλλες εποχές και άλλους τόπους. Διαχέονται στην ατμόσφαιρα και μετατρέπονται σε μηχανές που  με παίρνουν και με ταξιδεύουν  στο χρόνο. 
    Αρώματα και χρώματα πολιορκούν το μυαλό μου.  Ένα κουβάρι μπλεγμένο που ζητά μιαν άκρη για να αρχίσει να διηγείται ιστορίες. « Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη γυρισμένη  δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχινίσει»  Πού βρίσκομαι;  Είναι άνοιξη . Πολλές γλάστρες στην αυλή με φρέζιες και βιολέτες. Λιγώνομαι από το άρωμα. Λεπτό και γλυκό από τις φρέζιες, βαρύ και μελαγχολικό από τις βιολέτες.  Μπουκέτα από χρώματα , κυριαρχεί το μωβ λιλά  , γυναίκες και κορίτσια στολίζουν τον Επιτάφιο. Απ’ έξω , λίγα μέτρα πιο πέρα  από τις αναρριχώμενες γλυτσίνες κρέμονται σαν τσαμπιά σταφυλιών τα λουλούδια τους  και το άρωμα σαν φιλντισένιο σύννεφο  σκορπίζει σιγά σιγά στον απογευματινό ανοιξιάτικο ουρανό πάνω από τα χαμηλά σπίτια.
    Και κείνο το γιασεμί στην πόρτα μετράει μισόν αιώνα και στέκει εκεί εντυπωσιακό και αραχνώδες . Θυμάσαι που μάζευες τα μπουμπουκάκια; Πότε τα έτρωγες βουτώντας τα στη ζάχαρη και πότε προσπαθούσες να φτιάξεις κολόνια ρίχνοντας τα μέσα σε ψιλόλιγνα μπουκάλια με καθαρό οινόπνευμα Άσπρο μου  γιασεμί. Λες γι΄αυτό να αγαπάς ιδιαίτερα το πράσινο τσάι με γιασεμί μέσα σε όμορφο πορσελάνινο φλυτζάνι ;  Απεικόνιση του λευκού λουλουδιού και του πράσινου κλαδιού. Παιγνίδια του υποσυνείδητου; Ίσως. 
    Ένα αγιόκλημα μοσκοβολά. Από πού έρχεται αυτή η ντελικάτη μυρωδιά; Στο σπίτι μας δεν είχαμε ποτέ. Α, δεν θυμάσαι καλά! Δίπλα από το σπίτι ήταν το καλοκαιρινό σινεμά. Όλοι οι τοίχοι ήταν ντυμένοι  με αγιόκλημα. Πόσες μέρες και νύχτες έχεις περάσει εκεί. Ήταν ένα κομμάτι της παιδικής σου ηλικίας.  Τα καλοκαίρια περίμενες με ανυπομονησία να βραδιάσει για να παρακολουθήσεις την πρώτη προβολή.
    Αλήθεια τι σου έρχεται στο νου από τα καλοκαίρια;  Το σπίτι και η αυλή. Ζέστη , λίβας . Τα παράθυρα κουφωμένα για δροσιά. τα τζιτζίκια έξω να χαλούν τον κόσμο. Ησυχία. Προσπαθείς να κοιμηθείς αλλά το μυαλό δεν ησυχάζει. Μια τρέχει στην ακροθαλασσιά και μια στο απογευματινό παιγνίδι.  Γυρίζοντας με τα πόδια από τη θάλασσα η μάνα σου σού είχε αναθέσει να πάρεις το φαγητό από το φούρνο. Γεμιστά. Πόσο σου άρεσε να μπαίνεις στο φούρνο και να σπάει η μύτη σου από τη γλυκόξινη και πιπεράτη ευωδιά  της ντομάτας και της πιπεριάς. Στο δρόμο κρατούσες με το ένα χέρι το ταψί και με το άλλο έτρωγες τα καπάκια από τις ντομάτες. Θεϊκή γεύση! Ήξερες ότι θα ακούσεις μια γερή κατσάδα αλλά  πώς να μην κάνεις και τη ζαβολιά σου;
  Σάββατο απόγευμα. Μοσκοβολούν οι γειτονιές πράσινο σαπούνι. Καζάνια με νερό που βράζει στο πλυσταριό , μια σκάφη και το λούσιμο. Δυο –δυο στη σκάφη ,φωνές , κλάματα, παιχνίδια. Τα μαλλιά μου , τα βάσανα μου. Με πονάς μαμά. Τι να σου κάνω δεν ξεμπλέκονται εύκολα. 
   Ασπρόρουχα και σεντόνια ανεμίζουν στην αυλή. Παίζεις ανάμεσά τους, κρύβεσαι, ρουφάς τη μυρωδιά της καθαριότητας. Ρούχα απλωμένα , εικόνα που συνοδεύει  τη ζωή σου, μυρωδιά που αρωματίζει τα όνειρά σου.  Φρεσκάδα και αθωότητα . Πράσινο σαπούνι  , μπουγάδα στην αυλή και το ραδιόφωνο να παίζει . Το σπίτι των ανέμων και ο δικηγόρος Λαμπίρης, Λάουρα, οι εκπομπές της Λύρας και αργότερα η γιαγιά καθισμένη στο καρεκλάκι της να φτιάχνει το φιδέ για το χειμώνα. Φωνές , φωνές , Παιδικές , γυναικείες. Τσακωμοί, δάκρυα, γέλια . 
    Μπαχαρικά και μυρωδικά. Εδώδιμα , αποικιακά. Αυτά τα επίθετα σε ταξίδευαν σε χώρες εξωτικές και μαγικές. Φανταζόσουν δρόμους στρωμένους με κανέλα και πόλεις αρωματισμένες με ροδόνερο. Γυναίκες με αραχνοΰφαντα μεταξωτά φορέματα και στόματα αρωματισμένα με μέντα . Λόφοι φτιαγμένοι με   μαχλέπι και μαστίχα, γλυκάνισο και μάραθο.  Καφές αρωματισμένος με κάρδαμο , ο αγαπημένος σου . 
    Ακόμα και τώρα που μεγάλωσες  σ’ αρέσει  να βλέπεις το σιμιγδάλι να τσιτσιρίζει μέσα στο καυτό λάδι και να αναδύει εκείνο το ιδιαίτερο άρωμα του καβουρντισμένου που μετά δένει γλυκά με το διάφανο σιρόπι και μια ελαφρά μυρωδιά φλούδας λεμονιού και ξύλου κανέλας. Η απόλαυση  έρχεται με την αίσθηση των σιμιγδαλένιων κόκκων στη γλώσσα. 
    Πόσα λεπτά έλεγε η άσκηση; Τρία. Μάλλον πέρασαν περισσότερα. Αποτυχία. Παραβίαση του χρονικού ορίου. Να τιθασεύσεις τη μνήμη σου και το βλέμμα σου γιατί το γράψιμο χρειάζεται πειθαρχία. Σωστά. Την επόμενη φορά. Κάτι τελευταίο μπορώ να γράψω;
    Τα κοτσύφια. Από εκεί ήθελα να ξεκινήσω. Αυτά χάζευα πέρυσι στο κήπο να βόσκουν κοπαδιαστά σκαλίζοντας τα ξερά φύλλα. Πού πήγαν φέτος;



5 σχόλια :

dimosf είπε...

Α! ρε Σοφία!!

maria είπε...

πολυ καλο

sofia είπε...

Καλημέρα Δήμο και Μαρία

Ευχαριστώ.

Θωμάς είπε...

Όχι, δε χρειάζεται πειθαρχία το γράψιμο. Ακαταστασία χρειάζεται. Αυτή την όμορφη τακτοποιημένη ακαταστασία που διάβασα και απόλαυσα δυο και τρεις φορές.
Να κάνεις συχνά τέτοιες ασκήσεις, Σοφία! Μου άρεσε πάρα πολύ το γράψιμό σου!

sofia είπε...

Πολύ ζεστό το σχόλιο σου Θωμά.

Ευχαριστώ.