Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Imagine



Το δεύτερο προσωπικό άλμπουμ του Τζον Λένον μετά τη διάλυση των Beatles. Κυκλοφόρησε στις 9 Σεπτεμβρίου 1971 στη Μ. Βρετανία από την Apple (EMI) και περιέχει 10 τραγούδια, με κορωνίδα το διαχρονικό Imagine. Είναι το πιο δημοφιλές άλμπουμ του Λένον, με πωλήσεις έως και τις μέρες μας.
To Imagine ηχογραφήθηκε μέσα σε 12 ημέρες, από τις 23 Ιουνίου έως τις 5 Ιουλίου 1971, στο προσωπικό στούντιο του Λένον στο Άσκοτ, με παραγωγούς τον ίδιο, τη Γιόκο Όνο και τον σπουδαίο Φιλ Σπέκτορ. Ως προς τη θεματολογία του, δεν διαφέρει και πολύ από το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, το προκλητικό και αγχωτικό John Lennon Plastic Ono Band, που είχε κυκλοφορήσει λίγους μήνες νωρίτερα (11 Δεκεμβρίου 1970). Είναι, όμως, μια συλλογή τραγουδιών με πιο γλυκερές μελωδίες, «με κουβερτούρα σοκολάτας για λαϊκή κατανάλωση», όπως έχει πει χαρακτηριστικά ο Λένον. Αυτό σε τίποτα δεν αναιρεί την ποιότητα των τραγουδιών, που όμοιά τους δεν θα ξαναγράψει ο δημιουργός τους στα δέκα χρόνια ζωής που του απέμεναν.
Το τραγούδι που κυριαρχεί στο άλμπουμ είναι φυσικά το Imagine, μία διαχρονική έκκληση για την παγκόσμια ειρήνη, για έναν κόσμο χωρίς θεούς, κράτη, ιδιοκτησία και κοινωνικές τάξεις. «Είναι το δικό μου Κομμουνιστικό Μανιφέστο» είχε δηλώσει κάποτε ο Λένον. Στο ίδιο μήκος κύματος το Ι Don't Want to Be a Soldier, ένα αντιπολεμικό κομμάτι, σε μια εποχή που μαινόταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ.
Το Jealous Guy είναι ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια του Λένον, με κοντά στις 100 διασκευές. Γράφτηκε κατά την παραμονή των Μπιτλς στην Ινδία το 1968 και στις συναντήσεις τους με τον γκουρού Μαχαρίσι Μαχές. Τα Oh My Love και How? αναφέρονται στις εμπειρίες του ζευγαριού από την ψυχανάλυση, ενώ το Oh Yoko! είναι ένας ύμνος του Λένον στη γυναίκα του.
Η αγάπη του Λένον για το ροκ εν ρολ εκδηλώνεται στα τραγούδια Cripple Inside, It's So Ηard και στο προκλητικό Gimme Some Truth. Το How Do You Sleep? είναι μια ενδομπητλική κόντρα, με τη συμμετοχή του Τζορτζ Χάρισον, μία ευθεία απάντηση του Λένον στον Πολ ΜακΚάρτνεϊ, ο οποίος του είχε επιτεθεί συγκεκαλυμμένα μέσα από το άλμπουμ του Ram (28 Μαΐου 1971).
To Imagine έγινε θερμά δεκτό από το κοινό, ανεβαίνοντας στο Νο1 του αμερικανικού και βρετανικού πίνακα επιτυχιών. Το ομώνυμο τραγούδι ανέβηκε και πάλι στην κορυφή μετά τη δολοφονία του Λένον τον Δεκέμβριο του 1981. Το 2003 το μουσικό περιοδικό Rolling Stone τοποθέτησε το Imagine στην 76η θέση του καταλόγου με τα 500 καλύτερα άλμπουμ της ποπ μουσικής.


Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Η ρίζα της ζωής...

Γ. Κεφαλληνός, Pieta
...Λίγο πριχού χαράξει η μέρα, το σκοτάδι είναι πυκνότερο. Σαν πρόκειται να κοπάσει η τρικυμία, τα στερνά της κύματα είν' αγριώτερα και τρων τους ναυαγούς. Αλλοίμονο σ' εκείνον που θα περιφρονήσει τις στερνές αναλαμπές της φωτιάς, που τρώει και σίδερα και χτίσματα κι' ανθρώπους.
Η Παπαλεβένταινα στάθηκε η ρίζα της ζωής εκείνο το μαύρο κι' άραχλο ξημέρωμα. Σαν τα μάτια της αντικρύσανε το μανιασμένο εκείνο ασκέρι νάρχεται σαν μια αγέλη από αγρίμια ολόισια στο σπιτικό της, στάθηκε ολόρθη σαν κολώνα δωρική.

- Ξυπνήστε! είπε βαθειά στους σπιτικούς της. 

Έβγαλε από τις κούνιες τα μωρά αγουροξυπνημένα. Τάντυσε. Έσπρωξε τους κουρασμένους της γυιούς και τους γαμπρούς. Πρόσταξε τον καθένα πώς και από πού θα φύγει και καρτέραγε.
Έξω λυσσομανούσε η φωτιά. Το λιοτριβειό λαμπάδιαζε. Χώρια απ' την πυρήνα, φορτώματα σκορπίσανε οι γερμανοί κι' οι άνθρωποί τους τα εκρηκτικά. Ένα πλήθος άνθρωποι που μίλαγαν όλες τις γλώσσες ρίχνανε τα λιόδεντρα με μπαλταδιές. Χύνανε μπενζίνες στις αποθήκες. Αναποδογύριζαν κυψέλες. Σημαδεύανε τα κατσίκια και τα πουλερικά που τρέχανε σαν παλαβά. Ολούθε γλείφανε οι γλώσσες της φωτιάς. Σαν πήρε να τριζοβολάει και το σπίτι, ξέκοψε απ' το παραθύρι. Κάτω ρίχνανε την πόρτα με κασμάδες και λοστούς. Οι φωνές τους με τους πνιχτούς καπνούς και τις φλόγες ανέβαιναν ολοένα κι' αγριώτερες.
Γύρισε όλες τις κάμαρες. Έδιωξε απ' το υπόγειο και από τα πορτάκια τις γυναίκες που απομείναν σαστισμένες κι' ύστερα κατέβηκε μ' αργές κι' επίσημες κινήσεις τη σκάλα. Πέρασε την κεντρική πόρτα του σπιτιού. Έρριξε ολόγυρα μια ματιά. Εκείνοι ούρλιαζαν. Ξαφνικά κάτι σαν φίδι δάγκωσε τα σπλάχνα της. Το μάτι της έπεσε σε μια σύναξη ανθρώπων κάτω απ' τον Πλάτανο. Ανάμεσα στα πρόσωπα, στις στολές, στις φωνές, στις φλόγες, στο σάλαγο έφτασε στ' αυτιά της μια απλή νότα μιας αντρικής τραγουδιστής φωνής. Κάπως τρικλίσανε τα πόδια της. Μια θολούρα σκέπασε τα μάτια της. Εκείνη τη φωνή! Α, εκείνη τη φωνή! Κάποτε της φαίνεται πως την άκουσε να τραγουδάει μέσα στα σπλάχνα της. Στεγνώσανε τα χείλη της. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και κοιτούσε. Ένας στρατιώτης ανέβηκε στο δέντρο. Μια σκάλα φέρανε από το λιοτριβειό. Ο νους της και η καρδιά της κι' η ψυχή της κολλήσανε πάνω σ' αυτή τη σκάλα, σ' αυτό το δέντρο , σ' αυτόν τον στρατιώτη, που είναι ανεβασμένος εκεί ψηλά. Απ' τον χοντρό του κλώνο κρέμεται τώρα ένα σκοινί...Τώρα στεγνώσαν τα χείλη της πια! Έχει μια δίψα! Μια δίψα! Έβαλε το χέρι μπρος στα μάτια της και βόγγηξε.

- Γυιέ μου, πουλί μου!

Σ' αυτόν εδώ τον τόπο οι αυγούλες είναι τόσο ευγενικά ωραίες. Κάτι τέτοιες αυγές ο ήλιος παίζει το κρυφτούλι του με κάτι συγνεφάκια, πούχουν το χρώμα του κροκού. Τότε βρίσκει την ευκαιρία ο κορυδαλλός να μπει στη μέση. Δίνει ένα σάλτο από τη φωλιά του, απ' το κλαράκι, απ' τη χλόη και πετάει. Το πέταμά του είναι όλο μικρά μικρά κυκλάκια προς τον ουρανό. Κ' όταν πια χορτάσει πέταμα , τραγούδι και παιχνίδι αφήνεται να πέφτει σα βολίδα απ' τα ψηλά. Κάποτε όμως σταματάει πάνω απ' ένα πλάτανο το γκρέμισμα του στο κενό. Απλώνει τα φτεράκια του φτεροκοπώντας τρομαγμένα. Κι' ύστερα χώνεται μεσ' στη φωλιά του, στο κλαράκι, μεσ' στη χλόη.
Ένα ανθρώπινο κορμί ανέμιζε εκεί. Δεν ήταν βαρύ. Κάτι σαν πούπουλο. Κάτι σαν πουλί. Ο ήλιος έπαψε πια να παιχνιδίζει με τα συγνεφάκια πούχαν το χρώμα του κροκού. Έλαμψε το φως άσπρο γαλατένιο.

- Γυιέ μου, πουλί μου !

Σαν την κουκουβάγια. Όλη τη μέρα ως το δειλινό έφερνε βόλτες μέσα στα χαλάσματα. Περνούσε ανάμεσα από τους μεθυσμένους στρατιώτες που βλαστήμαγαν αδειάζοντας τα βαρέλια από την κάβα της. Έκαψε τα πόδια και τα ρούχα της ανάμεσα στις φλόγες. Δάκρυ δεν έχυσε . Ψηλή, στητή, αλύγιστη με τα μάτια της στυλωμένα εκεί. Στο δέντρο, στο σκοινί.
Το δειλινό πήγε και στάθηκε μπροστά στον αξιωματικό. Η ίδια πάντα. Σαν Νέμεση, σαν οργή.

- Δώστε μου το παιδί μου!

 Σήκωσε το χέρι της, κι' έδειξε τον κρεμασμένο. Ούτε το χέρι της έτρεμε, ούτε η φωνή. Κάποιος στρατιώτης έκανε να κινηθεί κατ' απάνω της. Σαν αντίκρυσε εκείνη την περήφανη ματιά της, σταμάτησε. Κάτι μίλησε ο αξιωματικός. Κινήθηκαν οι άλλοι. Κάποιος ανέβηκε στη σκάλα. Κάποιος στο δέντρο.
Τον πήρε στην αγκαλιά τηε όπως τότε...Σα νάτανε το βρέφος της τ' αληθινό. Ήτανε σαν πούπουλο εκείνο το κορμί. Πίσω σερνόταν στο χώμα το σκοινί σα φίδι. Τα μάτια της, όπως περπάταγε , κοιτούσαν μπρος ολόισια, αδάκρυτα. Κάποτε έσκυψε και φίλησε τα κατσαρά μαύρα δακτυλιδάκια των μαλλιών του. Της φάνηκε πως ήταν ένα κοιμισμένο βρέφος. Θυμήθηκε ένα τέτοιο βρέφος. Τα χείλη της σαλέψανε ελαφρά.

" Φύσα αγεράκι δροσερό
μεσ' των δεντρών τα φύλλα
πάρε τα ρόιδα απ' τη ροδιά
κι' απ' τη μηλιά τα μήλα
και φέρτα στο παιδάκι μου"


Σα βρέθηκε ολομόναχη με τον κρεμασμένο μέσα στην κάμαρη του σπιτιού που ακόμα κάπνιζε μισοσβησμένο, τότε ξέσπασε σε λυγμούς. Ξέδωκε εκείνη η πνιγμένη καρδιά βρέχοντας με δάκρυα και με φιλιά τα χέρια, το πρόσωπο, τα μαλλιά του παλληκαριού...
Οι λεύκες γύρω απ' το χτήμα και στις όχθες του ποταμιού τραγουδάνε στο φύσημα του βοριά και λένε και λένε τα βάσανα τ' ανθρώπου. Κι' ύστερα απαντάνε οι ελιές με τ' ασημένια τους φύλλα. Και κατόπι βογγάει ο πλάτανος και μιλάνε οι κλώνοι του και τα κλαριά του και λένε ιστορίες και τραγούδια παλιά και λυπητερά, μακρόσυρτο βούισμα της θάλασσας και της στεριάς, παθητικό για τα βάσανα τ' ανθρώπου. Πώς στερεύουν τα δάκρυα. Πώς σκληραίνουν οι καρδιές. Πώς απλώνεται η ερήμωση. Πώς πονάνε τα παιδάκια.
Ωστόσο τα παιδιά ξεχνούν. Παίζουν, μεγαλώνουν, τρέχουν, ξαφαντώνουν. Κι' όταν πέσει όρνιο στη φωλιά κι' όταν κρώξει κόρακας στο σπιτικό κι' όταν απλωθούν μαύρα φτερά πάνω απ' τα κεφάλια τους, τότε κουρνιάζουν στις πλατιές φούστες εκείνης της γυναίκας. Μαζώνουνται και σιγουρεύουν στην πλατειά της αγκαλιά, στις μεγάλες της λαγώνες που γεννήσαν ένα κόσμο από παλληκάρια και γυναίκες. Κοντά της δεν υπάρχει φόβος. Στον ίσκιο της μεγαλώνουνε παίζοντας, κλαίγοντας και γελώντας τα παιδιά.....


Απόσπασμα από το διήγημα " Παπαλεβένταινα" που βρίσκεται στη συλλογή διηγημάτων του Νίκου Παπαπερικλή ( Γλαύκου), Γλυκοχαράζει. Εκδόθηκε στην Αθήνα το 1953 
( Οι μικροί θησαυροί που κρύβουν τα παλαιοβιβλιοπωλεία)

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει...


Οι φωταγωγημένοι δρόμοι των μεγαλουπόλεων τρομάζουν τους διαβάτες, αλλά προετοιμάζουν τους ποιητές και τα σκυλιά στέκονται στις γωνιές ανατριχιασμένα σα να είδαν άξαφνα κάτι πιο πέρα - το ωραίο μυστικό μου όμως είναι ότι δε γνώρισα ποτέ την Ιουδήθ, κι ω ύπνε, ξεφύλλισε το βιβλίο σου με τις μαγικές εικόνες, γιατί ποτέ δε ζήσαμε κι η παιδικότητα ήταν ένα άλυτο αίνιγμα που φόβιζε τους μεγάλους, κι αν αγαπήσαμε, αγαπήσαμε πράγματα που τρεμόσβηναν στο βάθος και χάνονταν γρήγορα, όπως οι έρωτες των αρρώστων που θα είναι σύντομοι μα ο Θεός τους ευλόγησε να φαίνονται αιώνιοι κι οι κήποι μάς βάζουν ερωτήματα αναπάντητα με ρόδα ή γιασεμιά κι ω χίλιοι σπασμένοι καθρέφτες της σελήνης κι η θάλασσα τρελή τρελή, που προσπάθει να τους συναρμολογήσει.

Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει...

Τάσος Λειβαδίτης , Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου στο Ποιήματα[τ.3], Κέδρος 2003, 6η έκδοση

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Κεραυνός

Τους έπιασε η βροχή όταν σουρούπωνε, μόλις είχαν τελειώσει τις ελιές τους. Μάζεψαν μαύρες για αλάτισμα, φόρτωσαν τα κοφίνια στο άλογο τους. Ο πατέρας πήρε το ζώο και προχώρησε μπροστά. Πιο πίσω η μάνα έπαιζε με τις μανταρινόφλουδες στην τσέπη της ζακέτας.
Και τότε σχίστηκε ο ουρανός στα δυο, από τις βροντές σείστηκε ο τόπος, λάμψεις απλώθηκαν - τους τύφλωσαν - για μια στιγμή έγινε μέρα. Το άλογο αγρίεψε, κάλπαζε αφηνιασμένο. Λύθηκαν τα κοφίνια, χύθηκαν οι ελιές, έτρεχαν στον κατήφορο κατρακυλώντας.
Γυρίζει ο πατέρας ψάχνει τη γυναίκα του, μες στη βροχή φωνάζει " Όλγα, Όλγα" ώσπου στη ρίζα του κυπαρισσιού, βλέπει ένα σκούρο πράμα. Η Όλγα. Πήρε ένα κοφίνι και την έβαλε, το φόρτωσε στην πλάτη και τη μετέφερε στο σπίτι.
Με τόση λάσπη και το φορτίο που βάρυνε από το θάνατο, μια ώρα δρόμο - δυο τον έκανε. Εδώ γλιστράει , εκεί βουλιάζει, πέφτει, σηκώνεται, δέρνει η βροχή το πρόσωπό του.  Μούλιασαν πάνω του τα ρούχα, έσταζαν. Ένιωθε το νερό να καίει το σώμα του και πιο πολύ να καίει τα σωθικά του.
Στεκόταν η Ευδοκία στο παράθυρο. Στο πλάι της, ο Αλέξανδρος, μικρός. Το κεφαλάκι του έφτανε σχεδόν στη μέση της. Το κορίτσι είχε την παλάμη του ακουμπισμένη προστατευτικά στον ώμο του παιδιού. Σαν σε φωτογραφία. Το πλαίσιο του παραθύρου γύρω - γύρω και θαμπωμένο το γυαλί μπροστά. Ίδια κοψιά, ίδιο βλέμμα.
Ανάμεσα τους δώδεκα χρόνια διαφορά, δεν έμοιαζαν για αδέλφια. Μάνα με γιο τους έκανες. Είναι φορές που τα πράγματα έρχονται έτσι, παίρνουν τέτοια θέση, τέτοια στάση που σου δείχνουν, σε προειδοποιούν.
Η Ευδοκία δεν το ήξερε αλλά είχε ήδη γίνει η μάνα του αδελφού της.

Εκεί λοιπόν βρισκόταν η Ευδοκία με το παιδί, ρέμβαζε κοιτώντα ςτη βροχή, που σχημάτιζε ρυάκια θολώνοντας ελαφρά το τζάμι, αλλά η ρέμβη αυτή χανόταν λίγο - λίγο. Όσο η βροχή δυνάμωνε και άστραφτε και βροντούσε, μια ανησυχία την καταλάμβανε, μια αναστάτωση, ένα κακό προαίσθημα για την αργοπορία των γονιών τους. Και όπως είδε το πατέρα με το κοφίνι στην πλάτη, χωρίς  το άλογο , χωρίς τη μάνα - πάγωσε. Πετάχτηκε έξω " πατέρα , τι έγινε;" Το αγόρι ήρθε και στάθηκε στην πόρτα, εκείνος " σουτ, παρ' το παιδί απ' το σπίτι. Διώξ' το. Κεραυνός. Πάει η μάνα σου."
Όρμηξε η Ευδοκία στο κοφίνι. Μόλις αντίκρισε τη μάνα της νεκρή, το ουρλιαχτό του πληγωμένου ζώου αντήχησε: " Μανούλα μουουου". Σωριάστηκε στη λάσπη ο πατέρας.

Πέντε χρονών ο Αλέξανδρος δεν ξαναείδε τη μητέρα του. Μετά από κείνο το μπουμπουνητό και το άστραμμα και το κοφίνι στην αυλή, εκεί στη λάσπη - στη μέση της κάμαρης μια σκεπασμένη κάσα αντί για μάνα.
Στο κεφαλάρι ο πατέρας αδάκρυτος και ο κόμπος στο καρύδι ούτε πάνω ούτε κάτω. Πλάι του η Ευδοκία, γυναίκα από τη μια στιγμή στην άλλη. Στην πόρτα, η νονά του Αλέξανδρου, η Μαρία. Κρατούσε το χέρι του παιδιού και πίσω της το πλήθος. Άνδρες αξύριστοι, με μαύρο περιβραχιόνιο στο μανίκι. Γυναίκες στα μαύρα. Πενθούσαν το δικό τους γιο, τον αδελφό, τον άντρα.
Τρία μόλις χρόνια από την εποχή που ορφάνευαν παιδιά και - πιο συχνά - γονείς από τα παιδιά τους. Κόρες γίνονταςν μανάδες των μανάδων τους και γιοι - όσοι είχαν επιζήσει - των πατεράδων τους πατέρες. Τόσος πόνος.
Η νονά - Μαρία πλησίασε στο αυτί του Αλέξανδρου " εδώ είναι η μάνα σου, ασπάσου την " και σκύβει το παιδάκι` δεν βλέπει μάνα, ασπάζεται μυρτια και δενδρολίβανο και τόπους - τόπους κόκκινα γεράνια.
Οι μαυροφόρες έμπαιναν μία - μία, αφήνοντας στην κάσα μήλο, ρόδι, κυδώνι, χαιρετίσματα λέει στον δικό της νεκρό. Πρώτη η Αποστόλαινα στέλνει στον άνδρα της κυδώνι.
" Να το δώσεις Όλγα μ' χαιρετίσματα στουν Αποστόλη μ'. Να τ' πεις καμάρι μ' να μη στενοχωριέτι για τς κοπέλες τ'. Είνι καλά να τ' πεις. Έζησαν κι οι δο κι έφτασαν στ' Ρουμανία. Εκεί βρίσκουντι πες του μαζί μι άλλους απού δω. Καλά, μια χαρά να τ' πεις. Να μη στενοχωριέτι".
Και η μάνα της νονάς - Μαρίας. Ο ένας γιος σκοτώθηκε στη Μάχη της Αμφιλοχίας, ο άλλος βρέθηκε στα λιβάδια της Πολωνίας να βοσκάει γελάδια. Χίλια κεφάλια, έμαθαν.
Αφήνει το ρόδι για το σκοτωμένο.
" Αυτό το ρόιδο είνι απ' τη ροϊδιά που φύτεψι με τα χεράκια τ' , πες στουν Κώστα μ' Όλγα μουουου. Έχω τ' ροϊδιά σ' για να σι θμάμι. Να θμάμι τς καλές σ', τς κουβέντες λιβέντη μου...Ας ζούσις λιβέντη μου. Να μι περιμένς Κώστα μ'. Να μι περιμέντς παλικάρι μ', έρχομι κι γω. Έρχομι λιβέντη μουουου..."
Μπαίνει και η αδελφή της νεκρής , η Αντριάνα. Ακούμπησε δυο μανταρίνια στην κάσα και την αγκάλιασε χαμηλά, στο μέρος που βρίσκονταν τα πόδια της.
" Άιντε σήκω μαργιο-
μαργιόλα μ' απ' τη γη
κι από το μαύρο χώμα
ψυχή, καρδούλα μου".
Το παίρνουν τότε όλες μαζί οι γυναίκες και απαντούν με τη φωνή της αστραποκαμένης, αν και στην πραγματικότητα στη θέση της Όλγας βάζει η κάθε μια το δικό της νεκρό και μοιρολογεί εξ ονόματος του.
" Άιντε με τι πο-
ποδάρια η μαύρη να σκωθώ
και χέρια ν' ακουμπήσω
ψυχή, καρδούλα μου..."
Χαμηλή η φωνή τους στην αρχή, ύστερα την υψώνουν σπαραχτικά και την απλώνουν και άλλες κρατούν το ίσο, ένα βαθύ βασανιστικό ώχουουου που κενταέι τις ανάσες ανάμεσα στα λόγια και τα ίδια τα λόγια.
Απότομη μικρή σιωπή και ξαναρχίζουν όλες μαζί, με όλο τον πόνο που ειχε συσσωρεύσει στην ψυχή τους τόσος θάνατος, με όλη την τρυφεράδα που στοιβάχτηκε εκεί γιατί δεν πρόλαβε να ξοδευτεί στα αγαπημένα πρόσωπα πριν φύγουν.
" Ορέ κάμε τα νύ-
τα νύχια σου τσαπία
τις απαλάμες φτυάρια μαργιό -
μαργιόλα μου..."
Αυτό γινόταν για πολλά χρόνια στις κηδείες. Μέχρι που στέγνωσαν οι γυναίκες και πέτρωσαν. Δεν μοιρολογούσαν πια. (απόσπασμα)



Γεωργία Τάτση, Χορός στα ποτήρια, Γαβριηλίδης 2013

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Ο τρύγος


 Τάσος, Τρύγος
Ἄσπρα σπίτια, κάτασπρα,
τὰ βερικοκιὰ τὰ κεραμίδια,
γαλανὰ παραθυρόφυλλα,
τ᾿ ἄλογα τὰ κανελιὰ μὲς στὸν αὐλόγυρο,
τ᾿ ἄσπρα μὲς στὸ πράσινο,
τὰ μπαλκόνια μάλαμα καὶ θάλασσα.

Τὰ μουλάρια στὸν ἀνήφορο τῆς πέτρας,
καὶ τὰ γαϊδουράκια μὲς στ᾿ ἀγκάθια,
ψάθες καὶ μαχαίρια καὶ καλάθια μὲς στ᾿ ἀμπέλια
γέλια.

Δάχτυλα καὶ γόνατα,
στήθια καὶ σαγόνια
μὲς στὸ μοῦστο ματωμένα,
κόκκινες φωτιὲς κι ἱδρώτας,
στὶς κατηφοριὲς
τὸ χρυσὸ κακάρισμα τῆς κότας.

Κι ὅπως γαλανίζει τὸ βραδάκι,
τὸ μαβί, τὸ βιολετί,
νὰ κι ἡ Παναγιὰ στὴ δημοσιά,
πλάι στὰ κάρα, στὰ κουδούνια, στὰ σταμνιὰ
καὶ στὰ κλαδωτὰ μαντίλια,
νά τη ἡ Παναγιὰ
νὰ κρατάει στὴν ἀσημένια της ποδιὰ
πέντε ὀκάδες κόκκινα σταφύλια.

                                                                  Γιάννης Ρίτσος

                                                  
11 Λαϊκά τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου
Μουσική : Νίκος Μαμαγκάκης
Τραγούδι : Γιάννης Πουλόπουλος

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Το σεντούκι



Δεν υπάρχει υπόγειο χωρίς σεντούκι και σεντούκι χωρίς γράμματα, χωρίς φωτογραφίες κι άλλα μικροπράγματα που έπιαναν τάχα πολύ χώρο μες στο σπίτι και αποθηκεύτηκαν εκεί. Αυτό δεν είν' αλήθεια` η αλήθεια είναι πως στην ψυχή μας έπιαναν χώρο πολύ και η ψυχή μας δεν το άντεχε. Όσο περνά, ωστόσο, ο καιρός κι αδυνατίζει η μνήμη, κι η λησμονιά σαν λάδι απλώνεται και μαλακώνει τις πληγές του παρελθόντος , τόσο και πιο συχνά η νοσταλγία με ωθεί ν' ανοίγω το σεντούκι και ν' ανασύρω από κει κάποια απ' αυτά τα λείψανα που, όμως , δεν είναι λείψανα ακριβώς , γιατί, μόλις βρεθούν στο φως, σαν ν' ανασαίνουν πάλι, σαν να ζωντανεύουν, σαν ν' ανοίγουνς παλιές πληγές, και πανικόβλητος τα ξανακλείνω στο σεντούκι. Αυτό, ωστόσο, το παιχνίδι, παιχνίδι ηδονής κι οδύνης, ποτέ δεν σταματά , κι αδιάκοπα ανοιγοκλείνω το σεντούκι, αδιάκοπα ανοιγοκλείνω τις πληγές μου.



Αργύρης Χιόνης, Στο υπόγειο, Νεφέλη 2004

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Βροχή Επιστροφής


Εγώ, όταν θα μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέμβρης, έλεγε ο Αύγουστος.

Έβρεξε δω λιγάκι.
Δοκιμαστικά, σαν έλεγχος
αν λειτουργούν καλά οι πτώσεις.
Όπως χτυπάνε κάθε τόσο
ξαφνικά οι σειρήνες, δοκιμαστικά, 
αν λειτουργεί καλά
ο τρόμος του πολέμου.
Ελάχιστη βροχή,
ίσα που την πλατάγισε το στόμα του
το χώμα τη σταγόνα
- καθώς δοκιμαστής κρασιών -,
μόλις που πρόλαβε η υγρόεσσα ευωδιά
παραπονιάρα να τριφτεί
πάνω στα περιβόλια.

Δέναν οι παραθεριστές
στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα,
μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.
Πεθαίναν απ' τις ζήλιες τους τα σπίτια
κοιτώντας τα τροχόσπιτα
στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου.
Απ' τ' ανοιχτά παραθυράκια τους,
μικρά όσο ένα σάντουιτς ματιάς,
κουρτινάκια φτερακίζαν κατά έξω
νάιλον γλάροι εμπριμέ, δεμένοι.
Λοξά στημένη
νανούριζε τα τέλια της
μια κιθάρα ηλιοκαμένη.
Άντε να δούμε τώρα πώς θα ζήσει
σε γκαρσονιέρα - θήκη.
Ευτυχώς βελτιώθηκε 
το βιοτικό επίπεδο της βάρκας.
Γίνανε βάρκες κατοικίδιες
- αστυφιλία των σκαριών.
Αστραφτερές, εξωλέμβιες,
πάνω στα τρέιλερ κουρνιασμένες,
ακολουθούν τ' αφεντικά τους, σκυλάκια ράτσας 
χωρίς καθόλου τρίχωμα θαλάσσης.

Γαύροι πηδάνε κατά πάνω, 
μια τελευταία ασημένια περιέργεια.

Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι' αυτό το προς το τέλος.
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέρι.

Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο,
εσωλέμβιε
Είσαι μες στην αρμύρα και τ' αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα.

Κική Δημουλά, Το τελευταίο σώμα μου, Κείμενα, 1981

 
ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ !