Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Γαλαζοαίματη



- Αν καταπέσω απ’ τα ποδάρια μου κι έχω ακόμα τα λογικά μου, ξέρω τι να κάνω. Μη στενοχωριέσαι. Τα έχω όλα σχεδιασμένα, μια χαρά. Αν όμως χάσω το νου μου, να μην το σκεφθείς. Καθόλου να μην το σκεφθείς. Μη δειλιάσεις. Το έχω βασανίσει πολύ, κορίτσι μου. Οταν δε με κολλάει ύπνος, αυτό κάνω. Αυτό σκέφτομαι. Έχω καταλήξει και στο λέω τώρα που είμαι ακόμα εις θέσιν να στο πω. Δε φοβάμαι, δεν το φοβάμαι καθόλου. Τι είναι, τι νομίζεις πως είναι; Ενα φου. Ενα φου είναι. Τίποτα άλλο. Ενα φου. Στη θάλασσα. Θα με πας στα βαθιά, μπλουμ θα μ’ αδειάσεις μέσα και θα μου δώσεις μια να πάω στον πάτο. Αυτό είναι. Τίποτα άλλο. Ενα φου.

- Μαμάαα… Μαμάαα… Σταμάτα τις βλακείες…
Ηταν η τελευταία κουβέντα μας όσο ακόμη λειτουργούσε το μυαλό της. Το εννοούσε, δεν το εννοούσε, δοκίμαζε τον εαυτό της, τον προετοίμαζε, το έλεγε για να δει τις αντιδράσεις μου, ήταν ένας τρόπος να δει το μετά, ήθελε να πέσω στα πόδια της και να την κλάψω ζωντανή, να τη θρηνήσω σαν να ήταν ήδη πεθαμένη, ήθελε απλώς παρηγοριά, ήθελε μόνο να της δείξω την αγάπη μου; O θεός κι η ψυχή της.
Μετά έγινε το βραχυκύκλωμα. Κάηκαν οι ασφάλειες. Έπεσε ο γενικός. Συσκότιση. Δούλευαν μόνο τα πόδια και μόνο με δική μου εντολή. Σήκω… σήκω, μαμά… σήκω. Έλα να περπατήσουμε. Κι όταν επιτέλους τη σήκωνα, περπάτα… μαμά… περπάτα… Αυτό το πόδι πρώτα… έλα, σήκωσε το πόδι… αυτό… αυτό… τη διέταζα αγγίζοντας μια το αριστερό, μια το δεξί κι εκείνη υπάκουε στις διαταγές, τρεκλίζοντας.
Στο κρεβάτι. Με τη ρόμπα της. Συρρικνωμένη, αφυδατωμένη, σαν να μην είχε αίμα μέσα της. Τα χέρια, φιλντισένιοι ράβδοι διάστικτοι με καφετιές κηλίδες σαν του ορτυκιού τα αυγά. Φιλντισένιοι ράβδοι, σταυρωμένοι στην κοιλιά της. Μόνο τα χέρια της ανάσαιναν ή σαν να ανάσαινε με τα χέρια. Νεκροστόλισε δώδεκα ανθρώπους, γυναίκες – άντρες, χαμένους από γερατειά, από αρρώστια, ώς και μωρά από πνιγμό, με αυτά τα χέρια. Τους έπλυνε το σώμα με το ξίδι και τους έντυσε το σάβανο κατάσαρκα.
Ξεγέννησε πολλές επίτοκες, έπιανε το κεφαλάκι του νεογνού στον αυχένα και του κολλούσε το στόμα στη θηλή.
Δεν έδειρε ποτέ σκυλί ή γατί. Σκούπιζε το δάκρυ από το μάτι του αλόγου και τράβηξε το πουλαράκι από την κοιλιά της μάνας του. Το σήκωσε αγκαλιά και το έστησε στα πόδια του. Δεν χρειάστηκε μαχαίρι ή τσεκούρι για να σφάξει κόκορα ούτε ραβδί ή πέτρα για να συντρίψει φίδι. Εστριβε το λαρύγγι του πετεινού με τα χέρια της και τον πετούσε πέρα, αλλού το σώμα αλλού το κεφάλι κι έλιωνε με τη φτέρνα την οχιά. Για τη δενδρογαλιά άφηνε, πάντα, έξω απ’ την πόρτα μας, ένα βαθύ πιατάκι γάλα.
Αλλά ό,τι πριν ήταν η μάνα μου, τώρα μια κούκλα, φτιαγμένη με ξυλάκια, ρεταλάκια, από τα παιδικά μου φορέματα, μια κουτσούνα με κολλημένα γυαλάκια στη θέση των ματιών, ένα μηχανικό ρομπότ που έπρεπε να του κουρδίζω τα πόδια, να γυρίζω με μεγάλη προσπάθεια το κλειδί, να κουρδίζω ένα αποσυντονισμένο ρολόι, να βάζω το ξυπνητήρι στη σωστή ώρα για να μη γυρίσει ο κόσμος ανάποδα.
Ζώδιο του νερού. Καρκίνος. 2 Ιουλίου, ανήμερα των γενεθλίων της, αποφάσισα να θέσω σε εφαρμογή το σχέδιό μου. Την έφερα στη θάλασσα. Με την ανατολή. Να μην υπάρχει ψυχή. Μόνο αυτή κι εγώ. Ολα οργανωμένα. Φτάσαμε στην παραλία με το αυτοκίνητο. Άνοιξα την πολυθρόνα και την έβαλα να καθίσει στο θρόνο της. Φώτισε το πρόσωπό της, χαμογέλασε όταν τα γυαλάκια στη θέση των ματιών αντίκρισαν τη θάλασσα. Άνοιγε το στόμα και την κατάπινε. Τη στοίβαζε εντός της. Μετά τη σήκωσα. Περπάτησε στην άμμο ώς την άκρη του νερού. Βημάτισε μέσα. Πρώτα οι πατούσες μέχρι τον αστράγαλο. Σιγά σιγά ίσαμε τη μέση της κνήμης. Την πήγα πιο βαθιά. Το νερό μας έφτανε ώς τη μέση. Όπως στεκόμασταν η μια απέναντι στην άλλη, κρατημένες με τα χέρια μας, εγώ έχοντας την πλάτη γυρισμένη στη θάλασσα κι εκείνη να βλέπει το πέλαγος, μπροστά, πρόσεξα τα πόδια της – κλαράκια που έπιναν νερό. Ρουφούσαν το νερό σαν το σφουγγάρι. Ουράνια ομορφιά είχε πλημμυρίσει το πρόσωπό της. Το αίμα, το γαλάζιο αίμα έμπαινε στο σώμα της και η μάνα μου –γαλαζοαίματη- έφυγε στα βαθιά, μέσα απ’ τα χέρια μου, τρεις απλωτές κι είδα τη βουτιά της. Είδα τα πόδια της που γύριζαν, ανέβαιναν, σηκώνονταν σαν την ουρά του φυσητήρα. Τα ύδατα ταράχτηκαν και πετάχτηκαν πάνω, αμέσως εκείνη αναδύθηκε στην επιφάνεια, τινάχτηκε ψηλά, όπως τινάζονται πολλές φορές τα ψάρια και χάθηκε, παίρνοντας μαζί της τη θάλασσα. Στα χέρια μου κρατούσα πλέον ένα πούπουλο. Δεν είχε βάρος. Πέθανε όρθια κι ίσως της πρέπει όρθια να ταφεί. Ας βρέξει τώρα να σβήσει το αναμμένο μου κεφάλι, ας βρέξει τώρα να επιστρέψει η θάλασσα στη θέση της.

                                                                                       Γεωργία Τάτση 
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Διάρκεια

 Η νύχτα μάς κοιτάζει μέσ' απ' τα φυλλώματα των άστρων
Όμορφη νύχτα σιωπηλή. Θα' ρθει μια νύχτα
κι εμείς θα λείπουμε. Και τότε πάλι
θα τραγουδάνε οι αραποσιτιές τ' αρχαία τραγούδια τους,
οι θερίστριες θα ερωτεύονται πλάι στα δεμάτια,
κι ανάμεσα απ' τους ξεχασμένους στίχους μας
όπως ανάμεσα απ' τα κίτρινα στάχυα
ένα πρόσωπο νεανικό, φωτισμένο απ' το φεγγάρι,
θα κοιτάζει, όπως εμείς απόψε,
εκείνο το μικρό σύννεφο
που γέρνει κι ακουμπάει το μέτωπό του στον ώμο του λόφου.

Γιάννης Ρίτσος, Θερινό φροντηστήριο στο Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, Κέδρος 2000, 7η έκδοση

Μάνα


1901

Πικάσο «Μητέρα και παιδί δίπλα σε συντριβάνι», 1901  

Στὸ σπί­τι κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε ὁ πα­τέ­ρας μὲ τὴ δυ­να­τὴ φω­νή του καὶ τὸν τρέ­μα­με ὅ­λοι. H μη­τέ­ρα πη­γαι­νο­έρ­χον­ταν σι­ω­πη­λὴ καὶ λί­γο καμ­που­ρι­α­σμέ­νη. Ἡ φω­νὴ της ἔ­βγαι­νε πάν­τα γιὰ συμ­βου­λὲς καὶ πο­τὲ γιὰ δι­α­τα­γές. Ὁ πα­τέ­ρας ἔ­φερ­νε φί­λους στὸ σπί­τι, ἀ­κού­γα­με τὶς βρον­τε­ρὲς φω­νές τους καὶ τὰ γέ­λια τους. Ἐ­κεί­νη πε­ρι­φέ­ρον­ταν σὰ σκιὰ ἢ κά­θον­ταν νυ­σταγ­μέ­νη σὲ μιὰ γω­νιά. Ὅ­σο ἤ­μα­σταν μι­κροί, ζε­σται­νό­μα­σταν στὴν ἀγ­κα­λιά της, μὰ σὰν με­γα­λώ­σα­με, ἄν­τρες κι ἐ­μεῖς, δὲν τῆς δί­να­με ση­μα­σί­α. Κα­μιὰ φο­ρὰ τὴ βλέ­πα­με νὰ σκου­πί­ζει βι­α­στι­κὰ τὰ δα­κρυ­σμέ­να της μά­τια κι αὐ­τό μᾶς νευ­ρί­α­ζε. Συ­ναι­σθη­μα­τι­σμοὶ λέ­γα­με, γυ­ναι­κεί­α κα­μώ­μα­τα. Χρει­ά­στη­κε νὰ κά­νει κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­π’ αὐ­τὸ ποὺ ἔ­κα­νε πάν­τα, γιὰ νὰ κα­τα­λά­βου­με πὼς χά­ρη στὴν ἀ­γά­πη της ἰ­σορ­ρο­ποῦ­σε ἡ ζω­ή μας. Ἦ­ταν ἕ­να βρά­δυ γύ­ρω στὶς δώ­δε­κα, εἴ­χα­με γυ­ρί­σει με­θυ­σμέ­νοι μὲ τὸν ἀ­δελ­φό μου, ἀ­γνο­ών­τας τὶς συ­νέ­πει­ες ποὺ θὰ εἶ­χε αὐ­τὴ ἡ ἀ­πε­ρι­σκε­ψί­α μας. Ὁ πα­τέ­ρας μας πε­ρί­με­νε ὀρ­γι­σμέ­νος. Μᾶς τὸ ‘χε καὶ πα­λαι­ό­τε­ρα δη­λώ­σει πὼς ἡ πόρ­τα θὰ ‘κλεινε στὶς ἕν­τε­κα, μὰ ἦ­ταν ὁ­λά­νοι­χτη κι ὅ­λα τὰ φῶ­τα ἀ­ναμ­μέ­να. Βλέ­πον­τας τὰ χά­λια μας, τὸ λε­ρω­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν ἐ­με­τὸ κου­στού­μι τοῦ μι­κροῦ μου ἀ­δερ­φοῦ, τὴ φαι­δρή μας ὄ­ψη, ἄρ­χι­σε νὰ βρί­ζει, νὰ φω­νά­ζει, ἐ­ρε­θί­στη­κε ἀ­π’ τὰ ἴ­δια του τὰ λό­για, μᾶς μπά­τσι­σε, ὥ­σπου σὲ μιὰ στιγ­μὴ ποὺ ὁ ἀ­δερ­φός μου ἀ­πε­ρί­σκε­πτα τοῦ ἀν­τι­μί­λη­σε, ἅρ­πα­ξε τὴ μα­σιὰ ποὺ ἦ­ταν πυ­ρω­μέ­νη ἀ­πὸ τὰ κάρ­βου­να τοῦ μαγ­κα­λιοῦ καὶ τὴ σή­κω­σε κα­τὰ πά­νω του. Τό­τε μπῆ­κε στὴ μέ­ση ἡ μη­τέ­ρα κι ἔ­φα­γε τὴ μα­σιὰ στὰ μοῦ­τρα. Τὸ κρέ­ας της τσι­τσί­ρι­σε μὰ ἐ­κεί­νη δὲν ἔ­βγα­λε μή­τε τὴν πιὸ μι­κρὴ φω­νί­τσα, πα­ρὰ στέ­κον­ταν ὄρ­θια μὲ τὰ χέ­ρια μπρο­στὰ στὸ σῶ­μα τοῦ ἀ­δερ­φοῦ μου. Ὅ­λοι μεί­να­με ἀ­κί­νη­τοι σὰν ἀ­γάλ­μα­τα καὶ ἡ ὀρ­γὴ τοῦ πα­τέ­ρα μου ἐ­ξα­νε­μί­στη­κε μὲ μιᾶς. Ἐ­μεῖς εἴ­χα­με ἤ­δη ξε­με­θύ­σει. Ἀ­μί­λη­τη ἐ­κεί­νη μας ἄ­φη­σε, πῆ­γε στὸ νε­ρο­χύ­τη, ἔ­πλυ­νε τὸ μαν­τί­λι της κι ἄρ­χι­σε νὰ δρο­σί­ζει τὴν πλη­γή. Κα­νέ­νας μας δὲν πλη­σί­α­σε νὰ τὴν βο­η­θή­σει, πο­τὲ δὲν τὴν βο­η­θού­σα­με σὲ τί­πο­τα, τὸ νι­ώ­σα­με ἄ­ξαφ­να αὐ­τὸ καὶ χα­μη­λώ­σα­με τὸ κε­φά­λι.

                                                                                             Μαρία Κουγιουμτζή 

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

O Pablo Neruda για τον Μπελογιάννη


ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΗΡΩΣ
Έτσι ανάμεσα
στους κίονες,
ο Μπελογιάννης.
Δωρική είναι η άλως
όλη φως γύρω
στους κροτάφους του
το έγκλημα
δεν το φωτίζουν αυτοκίνητα.
Είναι ολόκληρος
πλανήτης, είναι αστέρι
πορφυρό,
είναι η πύρινη λάμψη
της αρχαίας και της νέας 
φλόγας
της γης...
Πέφτει, τον πυροβόλησαν
από το Πεντάγωνο,
σφαίρες που 
διαπερνάνε
τη θάλασσα
για να καρφωθούνε στο 
υπέρλαμπρο στήθος του,
σφαίρες μαζεμένες
από υπάνθρωπα αγκάθια
για να τις μπάσουν στο
λευκοπράσινο
σπήλαιο 
της Ελλάδας, 
πιτσιλίζοντας με αίμα
τα φύλλα της ακάνθου.



Pablo Neruda, Το σπασμένο κιονόκρανο, Άπαντα(τ.3), μτφρ. Δανάη Στρατηγοπούλου, Εκδόσεις Άλμπατρος

12 Ιουλίου του 1904 γεννήθηκε ο Χιλιανός συγγραφέας και ποιητής Pablo Neruda, βραβευμένος με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και το Βραβείο Λένιν.

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Δροσοσταλίδες

Η καλοκαιρινή βροχούλα που έπεσε τα ξημερώματα σκόρπισε διαμαντάκια  στα πέταλα των λουλουδιών και στα φύλλα των δέντρων .Πρωί - πρωί τα μάζεψα πριν τα προλάβει ο ήλιος.


Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Μη ρίχνετε την καρδιά σας στα σκυλιά...

 ΠΕΜΠΤΗ

Την είδα να πεθαίνει πολλές φορές
κάποτε κλαίγοντας στην αγκαλιά μου
κάποτε στην αγκαλιά ενός ξένου
κάποτε μόνη της, γυμνή`
έτσι έζησε κοντά μου.
Τώρα πια ξέρω πως δεν είναι τίποτε παραπέρα
και περιμένω.
Αν λυπούμαι είναι μια υπόθεση ιδιωτική
όπως τα συναισθήματα για τόσο απλά πράγματα
που καθώς λένε τα' χουμε ξεπεράσει`
κι όμως λυπούμαι ακόμη γιατί
δεν έγινα κι εγώ (όπως θα το ήθελα)
σαν το χορτάρι που άκουσα να φυτρώνει
μια νύχτα κοντά σ' ένα πεύκο`
γιατί δεν ακολούθησα τη θάλασσα
μιαν άλλη νύχτα που τραβιούνταν τα νερά
πίνοντας απαλά την πίκρα τους,
κι ούτε κατάλαβα όταν ψηλάφησα τα υγρά φύκια
πόση τιμή απομένει στις παλάμες του ανθρώπου.
Πέρασαν όλα αυτά βαριά και τελειωτικά
σαν τις μαούνες με τα ξεθωριασμένα ονόματα
ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ, ΤΥΡΑΝΝΟΣ, GLORIA MUNDI
πέρασαν κάτω από τα γιοφύρια πέρα απ' τις καπνοδόχες
με δυο σκυφτούς ανθρώπους στην πλώρη και στην πρύμη
γυμνούς ως τη μέση`
πέρασαν, δεν ξεχωρίζω τίποτε, μέσα στην πρωινή καταχνιά
μόλις ξεχώριζαν τ' αρνιά κουλουριασμένα μηρυκάζοντας ούτε
τη νύχτα ξεχωρίζει το φεγγάρι πάνω απ' τον ποταμό
που περιμένει`
μόνο εφτά λόγχες βυθισμένες στο νερό
στεκάμενο και χωρίς αίμα
και κάποτε στις πλάκες φωτισμένες θλιβερά
κάτω απ' τον πύργο τον αλλήθωρο
ζωγραφιστός με κόκκινο και κίτρινο μολύβι
δείχνοντας την πληγή του ο Ναζωραίος.
" Μη ρίχνετε την καρδιά σας στα σκυλιά.
Μη ρίχνετε την καρδιά σας στα σκυλιά".
Βουλιάζει κι η φωνή της με το χτύπημα του ρολογιού`
το θέλημά σου, γύρεψα το θέλημα σου.

Γιώργος Σεφέρης,Τετράδιο Γυμνασμάτων- Σημειώσεις για μια βδομάδα στο Ποιήματα, Ίκαρος 1977, 11η έκδοση