Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Ηπειρώτες Λογοτέχνες-Χριστόφορος Μηλιώνης

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ

Ο Χριστόφορος Μηλιώνης γεννήθηκε στο Περιστέρι Πωγωνίου (του νομού Ιωαννίνων) το 1932.

Τελείωσε το Γυμνάσιο στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Εργάστηκε ως καθηγητής σε Γυμνάσια της Κύπρου (Αμμόχωστος, 1960-1964) και της άλλης Ελλάδας.

Διετέλεσε Σχολικός Σύμβουλος Δυτικής Αττικής (1984-1990, οπότε και αποσύρθηκε από την εκπαίδευση).

Διετέλεσε μέλος των εκδοτικών ομάδων των περιοδικών Ενδοχώρα (Γιάννινα 1959-1967) και Δοκιμασία (Γιάννινα 1973-1974), και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, στο Δ.Σ. της οποίας εξελέγη μέλος δύο φορές.

Συνεργάστηκε με τα εγκυρότερα περιοδικά και εφημερίδες, καθώς και (επί δεκαετίαν) ως επιφυλλιδογράφος στην εφημερίδα Τα Νέα.

Τιμήθηκε:

  • με το Α΄ Κρατικό Βραβείο διηγήματος για το βιβλίο του Καλαμάς κι Αχέροντας (1986),

  • με το Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ (2000) για το βιβλίο του Τα φαντάσματα του Γιορκ και

  • με το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2005) για το βιβλίο του Το Μοτέλ-Κομμωτής κομητών.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Βιβλία

Πεζογραφία

  • ΠΑΡΑΦΩΝΙΑ, διηγήματα, εκδ. Ενδοχώρας, Γιάννινα 1961

  • ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ, διηγήματα, Αθήνα 1971.

  • ΑΚΡΟΚΕΡΑΥΝΙΑ, νουβέλες, Κέδρος 1976.

  • ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣ, Κέδρος 1978

  • ΔΥΤΙΚΗ ΣΥΝΟΙΚΙΑ, μυθιστόρημα. Κέδρος 1980

  • ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ ΚΑΙ Τ΄ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ (Επανέκδοση), Θεμέλιο 1982.

  • ΚΑΛΑΜΑΣ ΚΙ ΑΧΕΡΟΝΤΑΣ, διηγήματα, εκδ. Στιγμή 1985 και Κέδρος 1990

  • Ο ΣΙΛΒΕΣΤΡΟΣ, μυθιστόρημα, Κέδρος 1987

  • ΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΟΣ, διηγήματα, Κέδρος 1993

  • ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΟ, πεζογραφήματα, Κέδρος 1997

  • ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΟΡΚ, διηγήματα, Κέδρος 1999

  • ΜΙΑ ΧΑΜΕΝΗ ΓΕΥΣΗ, διηγήματα, Ελληνικά Γράμματα 1999 στη σειρά «Γραφές της αθωότητας».

  • Η ΦΩΤΟΓΕΝΕΙΑ, διήγημα, Μεταίχμιο 2001

  • ΜΕΤΡΗΜΕΝΑ ΛΟΓΙΑ, [Πεζογραφήματα- Χρονογραφήματα], εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004.

  • ΤΟ ΜΟΤΕΛ-ΚΟΜΜΩΤΗΣ ΚΟΜΗΤΩΝ (Νουβέλα), εκδ. Κέδρος 2005.

  • ΤΑ ΠΙΚΡΑ ΓΛΥΚΑ ιστορίες εκδόσεις Μεταίχμιο 2009

Μελέτες-Δοκίμια

  • ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ, δοκίμια, Καστανιώτης 1983.

  • ΜΕ ΤΟ ΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ, ερμηνευτικά δοκίμια,Σοκόλης 1991.

  • ΣΗΜΑΔΙΑΚΟΣ ΚΙ ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΟΣ, κείμενα για τον Παπαδιαμάντη, Νεφέλη 1994.

  • ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ. (Σειρά: Στα σταυροδρόμια του νεοελληνικού λόγου).εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2002, (Μελέτη)

  • ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ ΜΕΔΟΥΣΑΣ (Ερμηνευτικά δοκίμια) εκδ. ΣΟΚΟΛΗ 2007

Ανθολογίες

  • ΓΙΑΝΝΕΝΑ-ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. (Ανθολογία), Μεταίχμιο 2001.

  • ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΜΗΝΟΛΟΓΙΟ. Κείμενα: Χριστόφορος Μηλιώνης. Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Ίσαρης. 2001). εκδ. Μεταίχμιο 2002

Επιμέλεια βιβλίων

  • ΗΠΕΙΡΟΣ, Αισθητική περιήγηση στο χώρο (Εισαγωγή,Κείμενα, λεζάντες Χ.Μ.). Φωτογραφικό Λεύκωμα: Ν.Δεσύλλα. Εκδ. Σύνολο, 1994

  • ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥ: Το αγκαθερό φορτίο. Εκδ. Νεφέλη, 1994

Βιβλία με μεταφράσεις

  • ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΜΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΥΛΗΣ Μεταφράσεις αρχαίων κειμένων(από τον 8ο αι π.Χ. έως τον 2ον αι. μ.Χ.), εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2002.

Βιβλία μεταφρασμένα σε άλλες γλώσσες

Ρωσικά

  • GODI ISPITANI, ed. RADUGA,tr.M.Tomasefskaja-N. Podjemskaja,p. 268.Moscwa,1986. (Περιέχει τα βιβλία: Ακροκεραύνια, Δυτική Συνοικία και τρία από τα Διηγήματα της Δοκιμασίας.

Γερμανικά

  • KALAMAS UND ACHERON, ROMIOSSINI Verlang.tr. Hans Eidenaier, Koln 1990. P.152, ISBN 3-923728-48-4

Ιταλικά

  • SOTTO L΄ AZZURRA SUPERFICIE, racconti (επιλογή), tr. e Presentazione Lucia Marcheselli–Louka,ed.Richerche, Trieste 1992. p.162

  • CAMBIO DI RESIDENZA e altri racconti(επιλογή), tr.Vera Cerencia, Ed. L΄ EPOS, Palermo 1993. P.100

Αγγλικά

  • ΚALAMAS AND ACHERON, tr. Marjorie Chambers,ed. KEDROS, 1996.p.162, ISBN 960-04-1201-4

Γαλλικά

  • Christoforos Milionis, La nouvelle Grecque [Genése et évolution] - Traduction- Bibliographie- Index Henri Tonnet. Publications Langues’ ο Nefeli, Athénes 2004, ISBN: 960-211-726-5

Διηγήματα του Χ. Μ. έχουν μεταφραστεί επίσης σε Ανθολογίες και ξένα περιοδικά στα Αγγλικά, Αλβανικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Γεωργιανά, Ιταλικά, Ισπανικά, Ολλανδικά, Ουγγρικά, Ρωσικά, και Σουηδικά . www.giannena-e.gr

Από την Καθημερινή (www.kathimerini.gr)

Εσωτερική μετανάστευση

Tης Eλισαβετ Kοτζιά (13-7-2008)


Δεν ξέρω αν η φιλολογία και η κριτική έχουν πλήρως συνειδητοποιήσει την ιδιάζουσα θέση που κατέχει ο Χριστόφορος Μηλιώνης μέσα στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας, όντας ο πεζογράφος που κατ' εξοχήν σχολίασε ένα από τα μαζικότερα και κρισιμότερα συμβάντα της ελληνικής ζωής - τη μεταπολεμική μετακίνηση μεγάλων τμημάτων του ελληνικού πληθυσμού από την ύπαιθρο στις πόλεις. Οχι πως περιέγραψε το ίδιο το συμβάν - στα πενήντα πέντε όμως χρόνια της λογοτεχνικής του παρουσίας το έργο του στάθηκε επίμονα πάνω στις τεράστιες συναισθηματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις, στις σημαντικές συνέπειες και στις ολέθριες απώλειες που συνόδεψαν τις μετακινήσεις αυτές. Προσωπικός έτσι και εξομολογητικός ο τόνος του, όχι όμως εσωστρεφής και ιδιωτικός, διότι εκείνο που κατόρθωσε να καταγράψει υπήρξε μια κοινή αίσθηση καθόλου ευκαταφρόνητη, μια συλλογική εμπειρία που αφορά τους περισσότερους. Oπως στις παλαιότερες διηγηματογραφικές συλλογές «Καλαμάς και Αχέροντας» (1985) και «Χειριστής ανελκυστήρος», (1995), στο μυθιστόρημα «Δυτική συνοικία» (1980) και στις νουβέλες «Ακροκεραύνια» (1976) και «Μοτέλ» (2005), έτσι και στα περισσότερα από τα έντεκα διηγήματα της νέας διηγηματογραφικής του συλλογής «Τα πικρά γλυκά» (Μεταίχμιο, σελ. 160), ο Μηλιώνης αποκαλύπτει τη βαθιά νοσταλγία του για τον γενέθλιο τόπο στον οποίο επιστρέφει με κάθε αφορμή. Μέσα από τη μνήμη και τον συνειρμό, ο αφηγητής του οδηγείται στα παιδικά του χρόνια σε χωριό της Ηπείρου («Το λιθάρι», «Ο χαρταετός»), καθώς και στα πρώτα νεανικά χρόνια της στρατιωτικής θητείας («Προσκλητήριο», «Εκείνη η Aνοιξη») και της επαγγελματικής σταδιοδρομίας («Eνας είναι ο Θεός»). Επιστροφή στον απολεσθέντα παράδεισο; Κάθε άλλο. Ο αφηγητής ούτε εξιδανικεύει ούτε ωραιοποιεί. Τα μακρινά εκείνα χρόνια των διώξεων και των ερημώσεων δεν ήταν καθόλου εύκολα. Τα πρόσωπα δεν υπήρξαν άλλωστε ήρωες, αλλά θύματα των στερήσεων και των καταστροφών. Ωστόσο, στο αίσθημα και στην ψυχολογία του αφηγητή αποκτούν τεράστια σημασία. Διότι μέσα από το πρίσμα της μεταγενέστερης πεζής, ισοπεδωμένης και εντελώς ανούσιας, άχρωμης, κενής αστικής ζωής, εκείνο το δύσκολο, βασανισμένο παρελθόν αποδεικνύεται ουσιαστικότερο και πολύ πιο αληθινό. Γι' αυτό και στον Χριστόφορο Μηλιώνη συναντάμε έναν μεγάλο καημό για την οριστικά χαμένη αυθεντικότητα και το ανυπολόγιστο κόστος το οποίο προήλθε από τον απάνθρωπο αλλά ταυτόχρονα αναπόφευκτο εξαστισμό. Χωρίς ωστόσο να υφίσταται καμιά διάθεση καταγγελίας - διότι δίπλα στη βαθύτατη αυτή νοσταλγία υπάρχουν ταυτόχρονα το χιούμορ και η παραδοχή της πραγματικότητας, μια θυμοσοφική απόφαση ότι τίποτα δεν μπορεί πια να αλλάξει, μια ήρεμη αποδοχή της απώλειας.

Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι ολόκληρη η ουσία της πεζογραφίας του Μηλιώνη βρίσκεται στον τρόπο που ο συγγραφέας χειρίζεται λογοτεχνικά τη φυσιογνωμία του αφηγητή. Oπως και στα προηγούμενα έργα, έτσι και στα «Πικρά γλυκά» δεν συναντάμε έναν Eλληνα επαρχιώτη με τις αρνητικές συνδηλώσεις που κατά κανόνα συνοδεύουν τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό. Συναντάμε αντιθέτως ένα ορεσίβιο που εγκαταστάθηκε τελικά στην πόλη, έναν συγκεκαλυμμένα τρυφερό, στοχαστικό, συναισθηματικό και συγκινημένο άνθρωπο, που δεν θαμπώνεται καθόλου από τις αστικές σειρήνες και τους καταναλωτικούς συρμούς, που πατάει γερά στα πόδια του και νιώθει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του γιατί ξέρει ποιος είναι. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε καταστράφηκε, οι συντεταγμένες άλλαξαν, το στίγμα χάθηκε. Εκείνος όμως ούτε θρηνεί ούτε καταστροφολογεί, αλλά ξέρει να μιλήσει συζητώντας με ευθύτητα για τους δεσμούς του με τη Φύση και τους ανθρώπους του χωριού, αναζητώντας με ακατασίγαστο πάθος τον ρυθμό της παλιάς ζωής, ξέροντας τι έχασε και πώς να το αποτιμήσει. Ρίζες έτσι αποκαλύπτεται πως δεν είναι ο τόπος, οι άνθρωποι ή τα αντικείμενα, αλλά το συναίσθημα που καταφέρνει να κρατάει άσβεστο μέσα του για όλα αυτά. Με αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να κάνει νύξη σε τόσο ουσιαστικά στοιχεία της ατομικής ταυτότητας όπως είναι το πρόσωπό του ( «Η φωτογένεια») και το οικογενειακό του όνομα («Η μηλιά» ).

Eχω υποστηρίξει ότι ορισμένα από τα παλαιότερα έργα του Μηλιώνη, όπως το μυθιστόρημα «Σιλβέστρος» (1987), η διηγηματογραφική συλλογή «Τα φαντάσματα του Γιορκ» (1999) και η νουβέλα «Μοτέλ» (2005), αντλούν έντονα από την παράδοση του φασματικού, του χιμαιρικού και του ονειρικού σε αντιδιαστολή προς την παράδοση του ρεαλισμού. Με αφορμή το «Πικρά γλυκά» που αναπτύσσεται πάνω στον ίδιο τόνο με το «Καλαμάς και Αχέροντας» και τον «Χειριστή ανελκυστήρος», θα πρέπει να παραδεχθώ ότι στον Μηλιώνη οι δυο παραδόσεις κατά κάποιο τρόπο συγχωνεύονται, καθώς το θέμα σε όλα τα βιβλία του μοιάζει εντέλει να είναι μόνον ένα: το παρελθόν και τα ακατανίκητα φαντάσματά του.


Θρησκευτικότητα, γλώσσα, ηθογραφία...

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΜΗΛΙΩΝΗ

Οπως και στα άλλα «έργα φαντασίας», έτσι και στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη το πρώτο και κύριο ζητούμενο είναι η καλλιτεχνική του βούληση και η πραγμάτωσή της. Ιδιαίτερα μάλιστα σ' αυτόν. Επειδή αυτή η πλευρά του έργου του -όπου τελικά τα πράγματα κρίνονται- έχει επικαλυφθεί στο μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας από άλλα στοιχεία, που, βέβαια, συνυπάρχουν, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, και ακόμη είναι αναγκαίο να επισημαίνονται, επειδή αποδίδουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Αλλά χωρίς την καλλιτεχνική μέριμνα και την καλλιτεχνική επίδοση του συγγραφέα, αυτά τα άλλα, σε οποιονδήποτε βαθμό κι αν διαπιστώναμε την παρουσία τους, όχι μόνο θα μας ήταν αδιάφορα, αλλά κάτι χειρότερο: θα ήταν από σκληρά έως και ανυπόφορα. Εννοώ, φυσικά, την ορθοδοξία του - είτε παρουσιάζεται ως πίστη, είτε ως χριστιανική θεολογία είτε ως χριστιανική ηθική. Σκεφθείτε ένα κείμενο ενός ατάλαντου πεζογράφου που θεολογίζει ή ηθικολογεί και συγχρόνως φιλοδοξεί να παρουσιαστεί ως διήγημα, δηλαδή ως Λογοτεχνία...

Το θέμα της θρησκευτικότητας του Παπαδιαμάντη δεν αντιμετωπίστηκε από τους μελετητές του μόνο θετικά, υμνητικά, θα έλεγα καλύτερα, αλλά και αρνητικά -με προεξάρχοντα τον κύριο άρνητή του, τον ιστορικό δηλαδή της λογοτεχνίας μας Κ. Θ. Δημαρά, ο οποίος στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας γράφει το πασίγνωστο:

«Η θρησκευτικότητά του πάντως δεν ξεπερνάει την απλή ευλάβεια -απλή και κάποτε χαριτωμένα απλοϊκή- την προσήλωση στο εκκλησιαστικό τυπικό και την πιο στενή αντίληψη της παράδοσης. Είναι συντηρητικός· το θρησκευόμενο Βυζάντιο σε στιγμές παρακμής. Τη στάση αυτή ξαναβρήκαμε σε αξιόλογη μερίδα των λογίων που έδρασαν στον ύστερο ρωμαντισμό. Βυζαντινή θα έπρεπε να θεωρήσουμε και την αγάπη του για τις παρωδίες των θρησκευτικών κειμένων, τις οποίες απομνημόνευε με ευχαρίστηση ή και αυτοσχεδίαζε ο ίδιος. Ζει έξω από τα προβλήματα και τις αγωνίες που συνείχαν τότε την νέα ελληνική γενεά· συνηθισμένη προσωνυμία του "ο Αγιος των νεοελληνικών γραμμάτων"· μα από την αγιοσύνη κρατούσε μόνο την αναχώρηση κι όχι το πάθος για τον άνθρωπο...» (Ι.Ν.Λ.3, σελ. 382). Ολα αυτά είναι πολύ συζητήσιμα, μερικά μάλιστα ανάξια της φιλολογικής φήμης του. Πάντως, μερικές παρατηρήσεις του θα μας απασχολήσουν πιο κάτω για ειδικούς λόγους.

Αλλά μια συζήτηση πάνω στο θέμα της πίστης και της θρησκευτικότητάς του θα εκτρεπόταν σίγουρα σε συζήτηση ανάμεσα σε «πιστούς» και «άπιστους», σε «ορθόδοξους» και «αιρετικούς», συζήτηση θεολογική, όπου τελικά θα επιστρατευόταν και η Δογματική και όπου φυσικά τον πρώτο λόγο θα είχαν οι θεολόγοι. Και ναι μεν μπορεί ο Παπαδιαμάντης να κατείχε στην εντέλεια τη «Δογματική», τη «Χριστιανική Ηθική» και το «Πηδάλιον», και ναι μεν διεκήρυττε το «κολληθεί η γλώσσα τω λάρυγγί μου, εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ», αλλά ούτε μόνον αυτά διεκήρυττε ούτε μόνον αυτά κατείχε. Αυτά τα άλλα, όμως, είναι που τον εντάσσουν στους λίγους της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

(Θέλω εδώ να κάνω μια παρέκβαση, για να πω πως ο Παπαδιαμάντης δεν είναι ο μόνος που εξυμνήθηκε ή λοιδορήθηκε για την «ιδεολογία» του. Νομίζω πως λίγο-πολύ είναι γνωστοί αυτοί οι συγγραφείς και η αναφορά των ονομάτων παρέλκει. Ο χρόνος και -συν τω χρόνω- η αντίσταση των πραγμάτων -και των γεγονότων- αρχίζουν να βάζουν τα πράγματα στη θέση τους. Καιρός τού σπείρειν καιρός τού θερίζειν...).

Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης έχει επίγνωση ότι λειτουργεί στο πλαίσιο μιας συντεχνίας, της λογοτεχνικής, που έχει πίσω της μια μακρότατη παράδοση -και φροντίζει να μας το υπενθυμίζει, είτε με υποσημειώσεις, υποσελίδιες είτε με παρεκβάσεις εντός του κειμένου. Ηδη σε μια επιφυλλίδα μου είχα σχολιάσει τη σημασία μιας υποσημείωσής του για το θέμα της γλωσσικής ευαισθησίας που πρέπει να διαθέτει ο αναγνώστης, προκειμένου να συλλάβει την αξία ενός κειμένου19. Αφού δίνει ένα ξένο χωρίο μεταφρασμένο στο γνωστό προσωπικό του γλωσσικό «ιδίωμα» το επαναλαμβάνει σε υποσημείωση μεταφρασμένο στη γλώσσα των ναυτικών, που ο ίδιος βέβαια τη γνώριζε άριστα είναι όμως αμφίβολο αν συμβαίνει το ίδιο με όλους τους αναγνώστες. «Ωστε βλέπετε, πάντοτε νεκρά είναι η γλώσσα», υποσημειώνει προκλητικά ο Παπαδιαμάντης, «δι' όσους δεν είναι του είδους των να την εννοήσουν». Αλλιώς, οποιαδήποτε γλωσσική μορφή τούς είναι ξένη. Αυτά, σχολιάζοντας ο ίδιος τη μετάφρασή του, του «Μαξιώτη», του Hall Cain, και απαντώντας προφανώς σε επικριτές της γλώσσας του, που προηγήθηκαν, βέβαια, του Δημαρά, «προδρόμους στον κριτικό έλεγχο του έργου του» τους ονομάζει ο ιστορικός20 . Επίσης, έχω επισημάνει21 ότι συχνά οι υποσημειώσεις του Παπαδιαμάντη σε μερικά διηγήματά του υπεισέρχονται στη διαδικασία της πειθούς τού κειμένου.

Και μια και μιλήσαμε για τη γλώσσα του (και γι' αυτήν τον έψεξε ο Δημαράς) πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η λεγόμενη «γενιά του ογδόντα», που ανέλαβε να βγάλει τη λογοτεχνία από το ρομαντισμό και φυσικά από το γλωσσικό αρχαϊσμό που επιδεινώνονταν όλο και περισσότερο, ενώ στην ποίηση είχε έτοιμα πρότυπα που είχαν φτάσει σε εξαίρετα αποτελέσματα -και εννοώ τον Σολωμό και τους άλλους Επτανήσιους- στην πεζογραφία τέτοια πρότυπα δημοτικού λόγου δεν υπήρχαν. Αυτή είναι και η βασική αιτία που η δημοτική θα μπει στην πεζογραφία αργότερα, σταδιακά και με αμφίβολα στην αρχή αποτελέσματα -γιατί βέβαια ούτε το «Ταξίδι» (1888) ούτε «Το όνειρο του Γιαννίρη» του Ψυχάρη μπορούν να θεωρηθούν πρότυπα από την πλευρά αυτή. Οι πιο αξιόλογοι λοιπόν νέοι πεζογράφοι, ενώ στρέφουν το ενδιαφέρον τους στο ρεαλισμό και στα «καθ' ημάς» εξακολουθούν στην αρχή να χρησιμοποιούν την καθαρεύουσα. Παράδειγμα, ο Βιζυηνός, ακόμη και ο Καρκαβίτσας στην αρχή. Ο Παπαδιαμάντης κατάφερε ωστόσο, χρησιμοποιώντας, όπως είναι γνωστό, γλωσσικά στοιχεία της καθαρεύουσας, της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, της δημοτικής και ιδιωματικά στοιχεία της Σκιάθου, να διαμορφώσει ένα τόσο προσωπικό γλωσσικό ιδίωμα, που ταυτίστηκε με την προσωπική του δημιουργία και ποτέ δεν το εγκατέλειψε (εκτός από μια-δυο δοκιμές στη δημοτική). Οπως δείχνουν και οι πρόσφατες παπαδιαμαντικές μελέτες, το προσωπικό γλωσσικό του ιδίωμα το εφαρμόζει απολύτως και στις πολυάριθμες μεταφράσεις του. Αυτός είναι και ο λόγος που -πέρα από κάθε άλλη δεοντολογία- κάθε απόπειρα μεταγλώτισσής του στη δημοτική (και τέτοιες έγιναν και παλαιότερα και πρόσφατα) είναι καταδικασμένη σε παταγώδη αποτυχία. Και αυτό βέβαια πολύ λίγοι το έχουν κατορθώσει. Αντίστοιχο παράδειγμα στην ποίηση είναι ο Κάλβος και εν μέρει ο Καβάφης. Στην πεζογραφία δεν ξέρω άλλο.

Με τη γενιά του 1880 η «πραγματικότητα», όπως προανέφερα, η «καθ' ημάς πραγματικότητα» -για να το πω πιο άχρωμα, αφού ο όρος «ελληνική πραγματικότητα» παρεισάγει ιδεολογήματα, όπως πολλές φορές συνέβη- με οτιδήποτε αυτή συνδέεται (ήθη, νοοτροπίες, προβλήματα κ.λπ.) μπαίνει στο κέντρο του ενδιαφέροντος των πεζογράφων (αυτών δηλαδή που καλλιέργησαν την ηθογραφία), σε αντίθεση με τους προηγούμενους, που τους καθόριζαν σε μεγάλο βαθμό οι ρομαντικές αντιλήψεις που κυριαρχούσαν.

Ας ξαναγυρίσουμε στις παρατηρήσεις του Δημαρά, όχι αυτές που αναφέρονται στη θρησκευτικότητά του, αλλά στη λογοτεχνική αποτίμηση των έργων του. Θ' αφήσουμε κι εμείς έξω από την οπτική μας τα μυθιστορήματά του, όχι επειδή είναι «νεανικά»-οι συγγραφείς αφήνουν και τέτοια έργα-, αλλά επειδή ο ίδιος δεν συνέχισε αυτό το είδος. Και βέβαια, δεν πρόκειται να μας απασχολήσει η παρατήρηση, και μάλιστα με τον ψογερό του τρόπο, πως «όλη η ζωή του περιορίζεται ανάμεσα στην Αθήνα και το νησί του» -μολονότι και αυτή, καθώς θυμίζει την απορία της Μαρίας Αντουανέτας για το παντεσπάνι, είναι μια πρόκληση.

Είναι όμως περίεργο, και το έχω ξαναγράψει22. Οταν θέλει κάποιος να μιλήσει θετικά για το έργο του Παπαδιαμάντη δεν έχει παρά να ξεκινήσει από τον πιο επιφανή επικριτή του, δηλ. τον Κ.Θ. Δημαρά. Οσα γράφει ο επιφανής αυτός ιστορικός στην Ιστορία της Ν.Ε. Λογοτεχνίας του (σελ. 382-384) κατά περίεργο τρόπο αναιρούν συγχρόνως τις ίδιες τις αρνήσεις του. Λες και κάτω από τα γραφόμενά του σαλεύουν οι αντίθετες σκέψεις. Λες και δείχνουν την ανάποδη του έργου του, όπου διαγράφεται σαφέστερα η υφή του.

Γράφει λ.χ. ο Κ. Θ. Δημαράς:

«Αργότερα [=μετά τα μυθιστορήματά του] αυτά που ονομάζουμε διηγήματα, είναι σύντομες συνήθως αφηγήσεις, όπου περιγράφεται μια στιγμή της ζωής ενός ανθρώπου, ή δίνονται χαρακτηριστικά επεισόδια ψυχογραφίας και ηθογραφίας. Κάποτε το σύνολο απαρτίζεται από μια περιγραφή. Ο Παπαδιαμάντης αγαπάει τις λεπτόλογες περιγραφές, τις οποίες παρεμβάλλει σε υπερβολική αναλογία, σπάζοντας έτσι τ' αφηγήματά του...» (σελ. 382).

Θα μπορούσε να θεωρήσει κάποιος ότι στην παράγραφο αυτή καταγράφονται βασικά χαρακτηριστικά των αφηγηματικών κειμένων του Παπαδιαμάντη με τρόπο ουδέτερο, αν τα συμφραζόμενα, και κυρίως τα αμέσως επόμενα, δεν τους έδιναν χαρακτήρα αρνητικό. Αλλά και αν εστιάσουμε την προσοχή μας σε ορισμένες εκφράσεις -ξέροντας μάλιστα τη σημασία που έχουν στην αντίληψη του ιστορικού- στα ίδια συμπεράσματα καταλήγουμε. Οι εκφράσεις: «αυτά που ονομάζουμε διηγήματα», «σύντομες αφηγήσεις», «περιγράφεται μια στιγμή», «ψυχογραφίας και ηθογραφίας», «απαρτίζεται από μια περιγραφή», «σε υπερβολική αναλογία», «σπάζοντας έτσι τα αφηγήματά του» έχουν περιεχόμενο αρνητικό και στοχεύουν στο κέντρο του έργου τού Παπαδιαμάντη, δηλαδή στην αισθητική του αποτίμηση πια.

Σχετικά με την αρνητική χρήση του όρου ηθογραφία έχω ασχοληθεί διεξοδικά με άλλη ευκαιρία, σε ανακοίνωσή μου στο Διεθνές Συνέδριο της Σκιάθου για τον Παπαδιαμάντη (20-24 Σεπτεμβρίου 1991), με τίτλο «Ο Παπαδιαμάντης και η Ηθογραφία ή Ηθογραφίας αναίρεση» (θυμίζω ότι αναίρεση σημαίνει και... εκτέλεση)23.

Πάνω σ' αυτό θέλω να διευκρινίσω κάτι που το θεωρούσα και το θεωρώ αυτονόητο: Δεν εννοώ καθόλου, βέβαια, να διαγραφεί... αναδρομικά ο όρος από τη φιλολογία μας, όπως μου παρατηρήθηκε από μερικούς σχολιαστές, αλλά να πάψει στο εξής να χρησιμοποιείται, επειδή δημιουργεί συγχύσεις, και εν πάση περιπτώσει να γνωρίζουμε την εξέλιξη της σημασίας του και από κει και πέρα πράττει καθείς κατά το μέτρο της προσωπικής του υπευθυνότητας.

Αναίρεση γραπτή των θέσεών μου, όσο μπόρεσα να παρακολουθήσω, δεν έγινε. Αντιθέτως, φαίνεται να τις συμμερίζεται ο κριτικός Αλέξης Ζήρας σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία24. Προστέθηκε η άποψη ότι δεν ήταν ο Θεοτοκάς ο πρώτος που στράφηκε κατά της Ηθογραφίας, αλλά ο Δημήτριος Χατζόπουλος (Μποέμ) στο περιοδικό Ο Διόνυσος. Παρ' όλο που δεν νομίζω ότι αυτό έχει σημασία για τις θέσεις μου, θέλω να παρατηρήσω ότι πρόκειται για παρανάγνωση του σχετικού χωρίου, διότι ο Μποέμ στρέφεται κατά της «δημοσιογραφικής ηθογραφίας» -άλλη μια παραλλαγή του όρου- την οποία χαρακτηρίζει «το ταπεινότερο φιλολογικό είδος» και την οποία, κατά τη γνώμη του, ασκεί ο Καρκαβίτσας στα «Τυφλοπόντικα» και αλλού. Εγραφε συγκεκριμένα: «...ας παραλείψωμεν τα δημοσιογραφικής ηθογραφίας διηγήματα, την "Γυναίκα", τα "Τυφλοπόντικα", τα "Ηρώων τέκνα" κτλ...». Και πιο κάτω: «Ο κ. Καρκαβίτσας υπήρξεν εκ των συγγραφέων εκείνων οι οποίοι ενωρίς έσπευσαν να πνίξουν την σκέψιν των εις το ευκολώτερον και ταπεινότερον φιλολογικόν είδος της ηθογραφίας. Διά να ανεύρη και να παρουσιάση ολίγους τύπους λυγερών χωρικών, Καραγκούνηδων... περιήλθεν όλην την Ελλάδα, από το Ταίναρον έως τον Ολυμπον...»25.

Και κάτι ακόμη που σχετίζεται με τη χρήση του όρου ηθογραφία: Συχνά ταυτίζεται με τον όρο εθιμογραφία και συσχετίζεται με τη γνωστή παρότρυνση του καθηγητή της Λαογραφίας Νικολάου Πολίτη στην προκήρυξη του Διαγωνισμού της Εστίας -παρότρυνση που έγινε για δικούς του, του Πολίτη, κατανοητούς λόγους. Να μη λησμονούμε όμως ότι πολλά από τα έθιμα που συναντούμε στην πεζογραφία της Νέας Αθηναϊκής Σχολής δεν ήταν τότε παρά καθημερινή πραγματικότητα, κοινωνικά φαινόμενα τρέχοντα, και η παρουσία τους στα κείμενα έχει σχέση με το ρεαλισμό. Οταν, με τον καιρό, παραμερίστηκαν, τότε έγιναν βέβαια γραφικότητες -σε οποιαδήποτε χρήση τους. Οπως λ.χ. συνέβη με τη φουστανέλα. Στα ορεινά χωριά μας ήταν το καθημερινό ένδυμα πολλών γερόντων ώς τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν στην Αθήνα ήδη είχε εκπέσει στη γνωστή γραφικότητα των παρελάσεων της 25ης Μαρτίου. Αλλά και στη δεκαετία του '50 θυμούμαι έναν Μενιδιάτη με γκρίζα φουστανέλα που κυκλοφορούσε στην πλατεία Κοτζιά, εν μέση Αθήνα. Πολύ περισσότερο, στα χρόνια του ο Καρκαβίτσας δε χρειαζόταν να κάνει τις περιηγήσεις του εκτός Αθηνών, για να συναντήσει αυτά που ο Μποέμ τού καταλογίζει -κι ούτε τις έκανε γι' αυτό. Ασε που είδε και πολλά άλλα πράγματα εκτός από φουστανέλες και μάλιστα ακριβώς στα κείμενά του, όπου μιλάει και για τις πληγές του θεσσαλικού κάμπου, δηλ. τα τυφλοπόντικα και τους τσιφλικάδες. Οσο για τον Παπαδιαμάντη, όσο τουλάχιστον θυμάμαι, μετά το ιστορικό αφήγημα Χρήστος Μηλιόνης, οπότε αρχίζει η διηγηματογραφία του, ούτε για «φουστανέλας» έγραψε ούτε για «κερατισμούς τράγων».

Αυτά τα συμπληρωματικά για τη χρήση του όρου ηθογραφία. Με τον αρνητικό (για τον Δημαρά) όρο ηθογραφία συνάπτεται και ο όρος ψυχογραφία (αρνητικός επομένως και αυτός), που υποθέτω ότι ο ιστορικός τον αντιπαραθέτει στον όρο ψυχολογία ή κάτι τέτοιο. Και εννοεί ότι τα επεισόδια στα έργα του Παπαδιαμάντη περιγράφουν απλώς την ψυχική κατάσταση των προσώπων, άρα δεν την αναλύουν και δεν την ερμηνεύουν. Και γι' αυτό θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς πολλές τεκμηριωμένες αντιρρήσεις. Αν ωστόσο τα επεισόδια στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι χαρακτηριστικά, όπως λέει, δηλαδή αποδίδουν καίρια τα αισθήματα, τη νοοτροπία, τη συμπεριφορά και το ήθος (και ό,τι άλλο δηλώνεται με τους δύο αυτούς όρους), σήμερα (ή εγώ τουλάχιστον) δεν καταλαβαίνουμε γιατί τα γνωρίσματα αυτά της τέχνης του Παπαδιαμάντη είναι αρνητικά. Υπερτερούν τουλάχιστον σε τούτο: είναι πιο έγκυρα από τις ψυχολογικές ερμηνείες.

Παραδόξως όμως ο ιστορικός, στο παράθεμα που αντέγραψε πιο πάνω, προσθέτει ότι οι αφηγήσεις είναι σύντομες συνήθως! Και ερωτώ: πόσο σύντομες και πόσο συνήθως; Και πώς μετράται η συντομία και η συχνότητά τους; Ποια η θεμιτή αναλογία; Και με πόσες σύντομες αφηγήσεις εξισώνονται λ.χ. η Φόνισσα ή τα Ρόδινα ακρογιάλια; Και ποια άλλα θα υπολογιστούν στις εξαιρέσεις; Και τι γίνεται μ' αυτές τις εξαιρέσεις, έστω; Πώς αποτιμώνται; Αφήνοντας τα ερωτήματα μετέωρα, θα δώσω με την αλήθεια των αριθμών την έκταση των διηγημάτων του -σε σελίδες βέβαια, πως αλλιώς; Εκανα λοιπόν έναν στατιστικό έλεγχο στους δύο πρώτους τόμους των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, στο Β' και στο Γ' τόμο από τους πέντε των Απάντων του (στις εκδόσεις «Δόμος») -ο πρώτος περιέχει τα νεανικά μυθιστορήματά του. Τα αριθμητικά λοιπόν πορίσματα παρουσιάζουν ενδιαφέρον:

α) Επί συνόλου διηγημάτων των δύο τόμων Β' + Γ' = 90 περίπου διηγήματα (87)

υπάρχουν: μόνον 1 διήγημα με 4 σελίδες

19 διηγήματα με 6 σελίδες.

56 (πάνω δηλαδή από τα μισά του συνόλου) με 10-20 σελίδες

8 με άνω από 20 σελίδες

4 με άνω από 60 σελίδες

β) Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα διηγήματα «Ερωτας στα χιόνια» και «Υπό την βασιλικήν δρυν», δύο από τα αριστουργήματα του Παπαδιαμάντη, έχουν από έξι σελίδες το καθένα, το εξαίρετο «Μοιρολόγι της φώκιας» έχει μόνο τρεις σελίδες, ενώ άλλα δύο αριστουργήματά του, το «Βαρδιάνος στα σπόρκα» έχει 100 σελίδες και η «Φόνισσα», 104. Αυτά δείχνουν, αν δεν απατώμαι, ότι η έκταση ενός διηγήματος δεν μπορεί να αποτελεί ποιοτικό κριτήριο.

Δεν νομίζω ότι είχε νόημα να συνεχίσω το στατιστικό έλεγχο και στον τέταρτο τόμο - ο πέμπτος περιέχει άλλου είδους κείμενα του Παπαδιαμάντη. Ωστόσο ο έλεγχος του Δ' τόμου έχει ενδιαφέρον από την εξής άποψη: πλεονάζουν κατά πολύ (σε σχέση με τους προηγούμενους τόμους) τα μικρά διηγήματα (20 των 4-5 σελίδων) επί συνόλου 81. Αν λάβουμε υπόψη ότι όλα αυτά είναι γραμμένα ή δημοσιευμένα μετά το 1906, ο λόγος είναι προφανής: Ο Παπαδιαμάντης πιεζόταν πια να δώσει συνεργασίες. Και, τέλος, να σημειώσουμε ότι ο ίδιος δεν έκανε επιλογές μεταξύ των δημοσιευμάτων του, αφού ποτέ δεν εξέδωσε βιβλίο. Επομένως, η στατιστική γίνεται επί του συνόλου των γραπτών του, χωρίς να συνυπολογίζεται η προσωπική του επιλογή.

Αυτά τα συμπληρωματικά σχόλια στις αρνητικές παρατηρήσεις του Κ. Θ. Δημαρά. Τώρα, το αν θα διέγραφε παντελώς τον Παπαδιαμάντη από τας δέλτους της Ιστορίας του σε μελλοντική επανέκδοση, όπως -καθώς λέγεται- απειλούσε ότι θα έκανε, αυτό είναι δικός του λογαριασμός. Αλλά να μη λησμονούν οι κριτές, και οι πιο μεγάλοι -πολλώ δε μάλλον οι μικροί, δικοί και ξένοι- ότι και αυτοί κρίνονται. Και μάλιστα από τις ίδιες τους τις κρίσεις. «Καιρός τού σπείρειν, καιρός του θερίζειν» -που λέγαμε.

19 Βλ. Χρ. Μηλιώνη: «Πάντοτε νεκρά είναι η γλώσσα», Το μικρό είναι όμορφο, σελ. 172, Κέδρος, 1997.

20 Αναφέρει ιδιαίτερα τον Ξενόπουλο και τον Κ. Χατζόπουλο.

21 Στο περ. «Διαβάζω», τ. 422, 2001. Οι σκέψεις που διατυπώνονται εδώ είναι συμπληρωματικές εκείνου του άρθρου. Και τα δύο κείμενα είχαν συναποτελέσει την ομιλία μου στο 3ήμερο συνέδριο της ΕΡΑ3, στις 19-10-01.

22 Περ. «Διαβάζω», ο.π.

23 Ολόκληρη η εισήγησή μου έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» (τ. Ιανουαρίου 1992) και κυκλοφόρησε και σε ανάτυπο από τις εκδόσεις «Σοκόλη». Επίσης, στα «Πρακτικά του Συνεδρίου» (1996, σελ. 15, εκδ. «Δόμος») και τη συμπεριέλαβα στο βιβλίο μου Σημαδιακός κι Αταίριαστος - Κείμενα για τον Παπαδιαμάντη (Νεφέλη, 1994)

24 Βλ. Αλέξη Ζήρα: «Ηθογραφίας εγκώμιο ή ηθογραφίας καταδίκη; Ιστορικά ενός αμφιλεγόμενου είδους και ενός πολυπαθούς όρου». Περ. «Νέα Εστία», τ. 1.730, Ιανουάριος 2001.

25 περ. «Ο Διόνυσος», τόμος Α' (1901), σελ. 72 (επανέκδοση ΕΛΙΑ, 1981).



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/12/2001











1 σχόλιο :

Γιώργος Κ. Μύαρης είπε...

Σε όλο το έργο του, μια ευγένεια πηγαία, απόηχος του καημού του ρωμέικου, συνομιλία με τον Τάκη Χατζή, με τον Μήτσο ΑΛεξανδρόπουλο, με τους αφανισμένους αυτής της χοντροκόκκαλης γενιάς!

Θυμίζω κι άλλες προσεγγίσεις:

Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ: "Είμαι σίγουρος ότι οι φίλοι από την Αμμόχωστο, θα συγκινηθούν ιδαίτερα, όταν διαβάσουν ένα από τα κείμενα του βιβλίου στο ιστολόγιό μου ΝΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ: http://naenavivlio.blogspot.com.cy/2017/05/blog-post.html

Επίσης, μια ανάμνηση δική μου για εκείνα τα χρόνια και από την επίσκεψή του στην Κύπρο το 2003 έχω σε άλλο ιστολόγιό μου ΚΑΡΒΑΣ, στον σύνδεσμο αυτό :
https://bloglogios.blogspot.com.cy/2017/03/blog-post_27.html