Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Στις γενιές που θα΄ρθουν


I      
Πράγματι, ζω σε καιρούς σκοτεινούς!
Ανυποψίαστη λέξη, παράλογη. Ένα μέτωπο αρυτίδωτο
παραπέμπει σε απάθεια. Γι’ αυτόν που γελά
προορίζεται η είδηση η τρομερή
μόνο που δεν υπήρξε ακόμη αποδέκτης της.

Σαν τι τάχα καιροί να ’ναι τούτοι,
που μια συνομιλία για δέντρα μ’ έγκλημα μοιάζει∙
μόνο και μόνο γιατί ενέχει σιωπές για τόσα και τόσα ανομήματα!
Εκείνος εκεί που ήρεμα διασχίζει το δρόμο
δεν είναι πια διαθέσιμος στους φίλους του
που βρίσκονται σ’ ανάγκη;

Αληθεύει: Το ψωμί μου το κερδίζω.
Όμως πιστέψτε με: Πρόκειται για καθαρή σύμπτωση.
Τίποτα απ’ όσα κάνω δεν μου δίνει το δικαίωμα να τρώω και να χορταίνω.
Κατά τύχη τη γλίτωσα. (Κι αν η τύχη μου μ’ αφήσει, είμαι χαμένος από χέρι.)

Μου λένε: Τρώγε και πίνε! Να ’σαι ευτυχής που έχεις!
Μα πώς μπορώ να τρώω και να πίνω, αφού
απ’ τον πεινασμένο κλέβω το φαί,
απ’ τον διψασμένο το ποτήρι το νερό μου;
Κι όμως, τρώω και πίνω.

Ευχαρίστως θα ήμουν σοφός.
Και τα βιβλία τα παλιά το λένε, σοφία τι θα πει:
Έξω να μένεις απ’ τις έριδες του κόσμου, και τον σύντομο χρόνο
δίχως φόβο να τον ζεις,
ακόμη, δίχως βία να τα βγάζεις πέρα,
το κακό με καλό ν’ ανταποδίδεις,
τις επιθυμίες σου να μην τις πραγματοποιείς, μα να τις ξεχνάς.
Αυτό θα πει σοφία.
Όλ’ αυτά μου είναι αδύνατα:
Πράγματι, ζω σε καιρούς σκοτεινούς!
 
II 
Στις πόλεις έφτασα σε καιρό αναρχίας
όταν  πείνα επικρατούσε.
Στους ανθρώπους έφτασα σε καιρό ταραχής
κι αγωνίστηκα μαζί τους.
Έτσι πέρασε ο καιρός
που μου δόθηκε επί γης.

Το φαί μου το ’τρωγα ανάμεσα στις μάχες
να κοιμηθώ ξάπλωνα ανάμεσα σε φονιάδες
την αγάπη απρόσεχτα την υπηρέτησα
και τη φύση την αντίκρισα δίχως υπομονή.
Έτσι πέρασε ο καιρός
που μου δόθηκε επί γης.
Οι δρόμοι στον καιρό μου οδηγούσαν στο βούρκο.
Η γλώσσα με πρόδωσε στους σφαγείς.
Λίγα μόνο κατάφερα. Μα οι εξουσιαστές
ασφαλέστεροι ένιωθαν δίχως εμένα∙ αυτό ήλπιζα.
Έτσι πέρασε ο καιρός
που μου δόθηκε επί γης.

Οι δυνάμεις ελάχιστες. Ο στόχος
ακόμη μακριά,
φαινόταν καθαρά, μα αδύνατο για μένα
να τον φτάσω.
Έτσι πέρασε ο καιρός
που μου δόθηκε επί γης.
 
III 
Εσείς, που απ’ τον κατακλυσμό θ’ ανατείλετε,
τον ίδιο, όπου εμείς αφανιστήκαμε,
μνημονεύετε
καθώς για τις αδυναμίες μας θα μιλάτε
τους σκοτεινούς καιρούς
απ’ όπου ξεγλιστρήσατε.

Διότι προχωρούσαμε, αλλάζοντας χώρες συχνότερα κι από παπούτσια,
περνώντας ανάμεσα από πολέμους ταξικούς, απελπισμένοι,
όταν μονάχα άδικο υπήρχε και πουθενά ξεσηκωμός.

Κι όμως το ξέρουμε:
Ακόμη και το μίσος απέναντι στη μικροπρέπεια
συσπά το πρόσωπο.
Ακόμη κι η οργή για το άδικο
κάνει τη φωνή βραχνή. Αχ, εμείς,
που το έδαφος να ετοιμάσουμε θέλαμε για την καλοσύνη
και δεν καταφέραμε να γίνουμε οι ίδιοι καλοί.

Όμως εσείς, με το πλήρωμα του χρόνου,
καθώς ο άνθρωπος στον άνθρωπο θα ’ναι αρωγός και παραστάτης,
να μας μνημονεύετε
με επιείκεια.


Bertolt Brecht
Μετάφραση Έλενα Σταγκουράκη

Πηγή: Poeticanet

Δεν υπάρχουν σχόλια :