Πήρε, λοιπόν, τη μικρή του τη σύνταξη για τα είκοσι χρόνια του, είχε βέβαια και κάτι λεφτά μαζεμένα με την τόση τη στέρηση και ξεκίνησε αμέσως για την Ελλάδα –για το Ντομπρίνοβο– Ηλιοχώριον, επαρχία Δωδώνης. Μέσα για μέσα στην καρδιά του Πίνδου. Δημήτριος Σκουρογιάννης –ι Μήτρους που λέγαμε,– ο επιστήθιος φίλος μου και φίλος πολύ και του συγγραφέα μας. Στα σαράντα πέντε του πια, μα γερός ακόμα σαν βούβαλος, στρογγυλοπρόσωπος, αγριομάλλης, μεγαλόκορμος και στραβοπόδαρος, όπως είναι όλοι τους από κείνα τα μέρη, από κείνα τα βουνά τα μεγάλα.
Και γύρισε ο Σκουρογιάννης εκεί. Έτσι που το 'χε τάξει στον
εαυτό του. Αυτό το Ντομπρίνοβο ήταν το στήριγμα της καρδιάς του
στα χρόνια της ξενιτιάς, ήταν το τέρμα του μακρινού ταξιδιού
του – κι η ανταμοιβή του μαζί. Τα μεγάλα βουνά της πατρίδας ερχόνταν
και ξαναρχόνταν στην ερημιά του ξένου του τόπου, σκεπάζοντας με
την αχλύ τη γαλάζια τους την καταχνιά της βορεινής πολιτείας.
Και το βράδυ πάλι, καθώς έκλεινε αποσταμένος τα μάτια του, το
ξερό, μονότονο όλη μέρα κροτάλισμα των σιδερικών, που βούιζε
ακόμα στ' αυτιά του, σκεπαζότανε σιγά σιγά από κείνο το
γνώριμο, το βαθύ τους ανάσασμα των χιλιάδων και χιλιάδων πεύκων κι
ελάτων στον Πίνδο –εκεί, σε κείνον τον τόπο, που 'ταν ο τόπος
του, όσο δεν ήτανε κανενός– κι αποκοιμότανε μέσα σ' αυτό.
Κρυφά, να μη φανερώνεται στους άλλους και τον αποπαίρνουνε με
τις σαχλαμάρες και τα πειράγματα του ελληνικού καφενείου, αυτόν
το γυρισμό δούλευε μέσα του – και τον χαιρόταν που θα τον είχε.
Να τελειώσει καμιά φορά με τις νόρμες, τα ακόρντ, τα όρντουνγκ,
τα συρματόσκοινα, και να τελειώσει και με την άσφαλτο, το
τσιμέντο και τ' αλουμίνιο, να φτάσει κάποτε κει:
– Κόβι, Μήτρου μ', κόβε να γυρίσουμε καμιά φορά…
Και καμιά φορά ξεχνιόταν ωστόσο, ξεσπούσε μπροστά στους άλλους: «Ιμείς από του Ντουμπρίνουβουν», «Ιμείς εκεί στο Ντουμπρίνουβον…
Ιδέαν δεν έχετε ισείς…».
– Παράτα μας, ρε Σκουρογιάννη, μ' αυτό το Ντομπρίνοβο, του ριχνόνταν όλοι.
Τότες έσκυβε το κεφάλι, φούσκωνε τα μάγουλά του, μετάνιωνε που του ξέφυγε και το ξανάπε, σώπαινε κι ορκιζότανε μέσα του να
φυλάγεται, να το φυλάει για τον εαυτό του, θησαυρό του, καημό του.
Αύγουστος ήταν. Από τη Θεσσαλονίκη που κατέβηκε με το τρένο
–τίποτα δε στάθηκε να δει– γραμμή λεωφορείο και στην Κοζάνη, γραμμή
κι από κει για την Κόνιτσα. Εκεί το νοίκιασε το μικρό
ημιφορτηγό για τις έξι βαλίτσες του, κάτι δέματα, κάτι πακέτα, άλλα
μικρότερα – τα καζάντια του στη Γερμανία. Σε τρεις-τέσσερες
ώρες σταματήσανε στο μικρό μπακάλικο – ήταν από τότε, πριν φύγει.
Τώρα, με το δρόμο που φκιάξανε, το μεγαλώσανε και σταματούν
εκεί τα λεωφορεία. Κατέβασε τα πράματα, πλήρωσε τον άνθρωπο, έφυγε
το φορτηγάκι, αυτός στάθηκε μια στιγμή και κοίταξε γύρω του.
Αριστερά του το βουνό της Λάιστας, κάτω η βαθιά ποταμιά που πάει
με τ' άλλα νερά να βρει τον Αώο. Το χειμώνα βουίζει, η πλατιά
της χαλικαριά λαμποκοπάει τώρα μέσα στον ήλιο. Πέρα, μπροστά
του, ο Γυφτόκαμπος. Αντίκρυ του εκείνη η πλαγιά με τα πεύκα, τα
ελάτια να κατρακυλούν αραδιαστά, πυκνά, στητά, φουντωτά. Ξωπίσω
της, πέρα, τα βουνά τα μεγάλα – όπως τα 'ξερε. O τόπος του.
Είκοσι χρόνια τα 'στειλε ταχτικά κάθε μήνα στους γονιούς του τα
ογδόντα του μάρκα και να 'ρθει δεν θέλησε. Δεν ήτανε μόνο
για τα λεφτά, την οικονομία και δεν ήταν ύστερα μονάχα για τη
δικτατορία, τις φασαρίες. Χωρίς να το ξέρει, χωρίς να μπορεί
να σκεφτεί τέτοια πράματα, ήταν κι αυτός από τους ανθρώπους
εκείνους που δεν το λιανίζουνε τ' όνειρό τους, το θέλουν ακέριο,
σωστό, μια και καλή, το φκιάχνουνε μέσα τους, το στήνουνε, το
δουλεύουν και ξέρουν, μπορούνε να την καρτερούνε την ώρα του.
Το χωριό αρχίζει λίγο πιο κάτω απ' το δρόμο, κατηφορίζοντας από
τούτη τη μεριά της βαθιάς κοιλάδας. Τίποτα δε φαίνεται από
το δρόμο. Μεγάλες καρυδιές τα κρύβουν, τα σκεπάζουν ολότελα τα
πέτρινα σπίτια του ως κάτω στην εκκλησία με τον πελώριο πλάτανο
μπρος της. Το μεσημέρι κρατούσε ακομα, ψυχή δεν ήταν στο δρόμο.
Τράβηξε τα πράματά του στην άκρη, κάθισε στον ίσκιο πάνω σ'
ένα κασόνι κι άκουγε τα τζιτζίκια. Σήκωσε μια στιγμή το κεφάλι
κατά το δέντρο, χαμογέλασε – τον καλωσορίζανε.
Εκεί τον βρήκαν αργότερα, τον γνωρίσανε, τον βοήθησαν να
κατεβάσουν τα πράματα, μπήκε στο πατρικό του, ήρθαν όλοι, τον
καλωσορίσανε,
τον δεχτήκανε μετά χαράς, μείνανε ως το βράδυ μαζί του.
Είχε φτάσει.
Απο τότε που γίνηκε ο κόσμος, οι Ντομπρινοβίτες ξενιτεύονται.
Στο χωριό τους γυρίζουν άμα γεράσουν. Ποτές τους δεν ήτανε ξυλοκόποι
στα δάση που 'χουνε γύρω τους, αγωγιάτες στα βουνά τους,
τσομπαναραίοι, μαστόροι, χρυσικοί, καλαντζήδες. Ένα παρακλάδι της
Εγνατίας περνούσε από κει. Το παίρνανε και τραβούσαν – όπου
τους βγάλει. Ξενιτευόντανε για να καζαντίσουν. Στα Γιάννινα, τη
Θεσσαλονίκη –τον παλιό καιρό πηγαίνανε στα μέρη της Μαύρης
Θάλασσας, κάτω χαμηλά στη Μεσημβρία, τον Πύργο, την παλιά Ανατολική
Ρωμυλία– δικά τους ήτανε κάποτε κείνα τα μέρη. O συγγραφέας μας
λέει πως είναι ανθρώποι σε τούτο τον κόσμο που το 'χουν στο
αίμα τους να προκόβουν. Δεν πέφτουν έξω με τις δουλειές, τα
λεφτά. Oι Ντομπρινοβίτες είναι απ' αυτούς: γερή καρδιά, γερό κορμί,
σίγουρο μάτι.
Δίπατα πέτρινα σπίτια, εκκλησίες μεγάλες με πλατώματα
πλακόστρωτα μπροστά τους, σχολειό δικό τους, που φκιάξανε μόνοι τους,
τα στενορύμια του χωριού τους όλα καλντερίμι με δουλεμένη την
πέτρα – τη μαρτυρούνε την προκοπή που κάναν στα ξένα και που
τη φέραν και δω.
Ξενιτεμένοι και τώρα, πάνε και τώρα το καλοκαίρι, με τα γιωταχί
τους, τα τρανζίστορ, τις ηλεκτρικές τους κουζίνες, με τις
νικέλινες πολυθρόνες που κουβαλούνε μαζί τους για τις αυλές
τους. Εργάτης στη Γερμανία από το Ντομπρίνοβο δεν πήγε κανένας
– αυτός, ο Σκουρογιάννης μονάχα.
Κόσμος ήτανε και τώρα στο χωριό του, πολύς, Αύγουστο μήνα που
γύρισε. Και χάρηκε βέβαια που τους βρήκε τόσους εκεί. Άλλοι
τον 'ξέραν, τους ήξερε, μ' άλλους βρεθήκανε να 'χουν
συγγένειες, παλιές γνωριμίες. Το βράδυ ανεβαίνουνε και μαζεύονται στο
μπακαλικάκι του δρόμου, κατεβαίνουν στην εκκλησιά με το μεγάλο
της πλάτωμα, πότε πάλι στην πλατεία του σχολειού – μια ταράτσα
πάνω από τη ρεματιά.
Θα 'θελε να τους έλεγε κάτι κι αυτός για τα δικά του της
Γερμανίας, την ξενιτιά, τη νοσταλγία, τα βάσανα. Εδώ τώρα μπορούσε
να το λέει πια και να μην φοβάται, πως «Ιμείς ιδώ στο
Ντομπρίνοβον…». Δικοί του άνθρωποι είναι γύρω του, Ντομπρινοβίτες,
Ντομπρίνοβο
είναι όλα.
Και δεν το λέει. Από τις πρώτες μέρες ακόμα αρχίζει να νιώθει πως κάπως είναι και κάπως δεν είναι μαζί με τους άλλους. Κάτι
του λείπει για να 'ναι μαζί τους, για να 'ναι απ' αυτούς.
O συγγραφέας μας να 'ταν εδώ, θα μπορούσε να 'λεγε πως αυτός
απόμεινε όλα τα χρόνια της Γερμανίας Ντομπρινοβίτης, οι άλλοι
δεν είναι τίποτα πια, από πουθενά δεν είναι. Όπου βρεθούνε,
μόλις βρεθούνε, θ' αρχίσουν σε λίγο να λένε πάλι για τις δουλειές
τους, για τα λεφτά τους, τα μαγαζιά τους, τα πράματα,
μηχανήματα, χτήματα που αγόρασαν, που θ' αγοράσουν. Αν ήταν εδώ κανένας
Μπρουσάκης, Σαββίδης, Γιαννόπουλος, από κείνους τους φιλοσόφους
του ελληνικού καφενείου, θα 'χε πάλι τη σοφή την εξήγησή του
– κοινωνία της κατανάλωσης και το ξερίζωμα, την αλλοτρίωση των
ανθρώπων και τ' άλλα που λέγανε.
O Σκουρογιάννης δεν μπορούσε βέβαια να σκέφτεται τέτοια
πράματα, τόσο πολλά. Άρχισε μόνο και το 'νιωθε πως ήτανε μόνος μέσα
σ' αυτούς τους ανθρώπους, έτσι σαν λίγο ξένος ανάμεσά τους. Του
φαίνονται λίγο παράξενοι – άλλος κόσμος είναι. Άλλοι, λοιπόν,
ήταν εκείνοι οι φιλόσοφοι με τις πολλές θεωρίες τους, τις
παρλαπίπες και τους καυγάδες. Αυτός ήταν που τους απόπαιρνε τότε
– τους θυμιέται τώρα καμιά φορά το βράδυ, γυρίζοντας σπίτι. Και
κείνα τα βράδια της ξενιτιάς, το κουτό, βαρετό ξεροστάλιασμα
στο σταθμό –δεν ξέρει βέβαια κι αυτό να το πει– αν άλλο δεν
είχανε μέσα –ήτανε κάπως σαν να τους δέναν, να τους ενώναν –ίδιος
καημός, ίδια πίκρα– κάπως κοντά σου τον νιώθεις τον άλλον. Πολύ
σκορπισμένοι του φαίνονται τούτοι – μέσα στην Ελλάδα, μέσα
στο δικό τους τον τόπο. Και δεν το λέει «Ιμείς ιδώ εις το
Ντομπρίνοβον» – φοβάται ο Σκουρογιάννης μη του ριχτούνε, τον αποπάρουν
κι εδώ.
Έβαλε μαστόρους κι έφκιαξε το 'να δωμάτιο, έφκιαξε δίπλα το
μαγειριό του, ταχτοποίησε με μεράκι τα γερμανικά κουζινικά που
'χε φέρει, έφκιαξε μπροστά την αυλή την πλακόστρωτη, την
περγολιά της. Έφκιαξε και λίγο το φράχτη –πήγε κι έφκιαξε και τους
τάφους των γονιών του στο νεκροταφείο– τα τέλειωσε όλα σωστά,
νοικοκυρεμένα. Oι άλλοι θα φεύγαν ως το φθινόπωρο, αυτός δεν
έφευγε, ερχόταν. Κατέβηκε για λίγες μέρες στα Γιάννινα,
κανόνισε την επιταγή για τη σύνταξή του, να του τη στέλνουνε στο χωριό,
έβαλε τα λεφτά του στην τράπεζα, τέλειωσε μ' αυτά, γύρισε πίσω.
Καιρός ήτανε πια να περπατήσει και λίγο τον τόπο του. Πήρε το δισάκι του ένα πρωί – να κατέβαινε ως κάτω στη ρεματιά, να 'μπαινε
λίγο στο δάσος. Κατέβηκε. Μικρά «πριόνια» δουλεύουν και τώρα στην άκρη του δάσους. Έκατσε
λίγο – την είδε την τυράγνια των ανθρώπων, των μουλαριών,
να κουβαλούν ως τα φορτηγά τούς μεγάλους κομμένους κορμούς. Πιο
γνώριμος του φάνηκε ο κόσμος αυτός, πιο δικός του. Τράβηξε
ύστερα λίγο πιο πέρα, έκοψε αριστερά, μπήκε στο μεγάλο δάσος.
Πήρε το παλιό μονοπάτι των τσομπαναραίων, των ξυλοκόπων, των
παλιών ληστάρχων που τραβάει για την κορφή. Ανάσανε βαθιά το
βουνίσιον αγέρα, στάθηκε μια στιγμή και τ' άκουσε ζωντανό το
βούισμα εκείνο των δέντρων – που μακρινό τον ακολουθούσε τότε
στη Γερμανία. Έφτασε στο ξέφωτο που 'ξερε, κοντά στην κορφή
–ένα μικρό λιβάδι– σκηνίτες εκείνα τα χρόνια τα φέρναν εδώ και
βοσκούσανε τα μικρά κοπάδια τους.
Γύρισε αργά στο χωριό με το ηλιοβασίλεμα –γραμμή για το σπίτι– κανέναν δεν ήθελε. Ήτανε μια μέρα καλή, κάτω στη ρεματιά, στη
χαλικαριά, στα πριόνια, ψηλά στο βουνό. Τ' όνειρο του γυρισμού του δεν τον είχε γελάσει. Δημήτρης Χατζής , Το διπλό βιβλίο, Καστανιώτης, Αθήνα 1977, 2η έκδοση ξανακοιταγμένη
1 σχόλιο :
Πολύ ωραίο το κείμενο αλλά δυστυχώς δεν το διάβασα όλο το μισό γιατί βαρέθηκα.Προκοπησ Αποστολου
Δημοσίευση σχολίου