Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Μνήμη Δημήτρη Γληνού

" Το πολύπλευρο έργο του Δημήτρη Γληνού είναι εξαιρετικής σπουδαιότητας όχι μόνο αν κριθεί με τα μέτρα της Ελληνικής κοινωνίας: το International Bureau of Education της UNESCO συμπεριέλαβε τον Γληνό μεταξύ των 100 πιο σημαντικών διανoουμένων, πολιτικών, δημοσιολόγων κ.λπ. όλου του κόσμου, που με το στοχασμό και τη δράση τους είχαν σημαντική συμβολή στην υπόθεση της εκπαίδευσης από την εποχή της αυγής του ανθρώπινου πολιτισμού έως τις μέρες μας." [1]

Ο Δημήτρης Γληνός θα μπορούσε να έχει όποια θέση ήθελε ,θα μπορούσε να γίνει κορυφαίος εκπρόσωπος της αστικής τάξης της εποχής του, θα μπορούσε να είναι πλούσιος, να ζει μια άνετη ζωή και να κάνει χρήση όλων των σχετικών προνομίων. Όμως αυτός επέλεξε να τάξει τη ζωή του και το έργο του στο πλευρό των φτωχών και αδύναμων και να τους υπερασπίσει μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, το οποίο προσέγγισε σταδιακά από τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Αυτή η επιλογή του τού κόστισε πολλές τιμωρίες, φυλακίσεις και εξορίες.
 
" Ήταν ένας ταλαντούχος αγωνιστής. Δεν ήταν ο τύπος του ιδεολόγου που έγραψε το έργο του, εξέθεσε τις απόψεις του, το τύπωσε και επαναπαύεται. Η συνείδησή του βρισκόταν διαρκώς σε συναγερμό. Είχε το πάθος των ιδεών του και το πάθος της ακτινοβολίας των ιδεών του. Το πάθος της όσο το δυνατό πλατύτερης διάδοσης των προοδευτικών αντιλήψεων της μαρξιστικής θεωρίας..." [2]

" Το 1940 δημοσιεύθηκε η μετάφραση του πλατωνικού Σοφιστή από τον Γληνό. Η εισαγωγή του σε αυτήν την έκδοση θεωρείται από τα σπουδαιότερα μνημεία της νεοελληνικής γραμματείας." [3]
Από αυτή την εισαγωγή παραθέτουμε ένα απόσπασμα ως δείγμα της γραφής και της σκέψης του αλλά και επειδή εξακολουθεί να διατηρεί την επικαιρότητά της:

Σχετικά με το πρόβλημα των ανθρωπιστικών σπουδών στην Ελλάδα...

[...] Μέσα σε τούτο τον κοσμογονικό χαλασμό τι πρόκειται και τι μπορεί να γίνει για μας, για τη σημερινή και την αυριανή ζωή του λαού μας, η μελέτη του αρχαίου κόσμου. Νομίζω , πως για να οδηγηθούμε μέσα στο χάος χρειάζεται μια ψύχραιμη , όσο μπορεί αντικειμενική, όσο γίνεται επιστημονική, με την πιο ακριβολογημένη σημασία της λέξης έρευνα, ένας «ετασμός», αξιοσκόπηση φωτισμένη από τα δεδομένα της εμπειρίας μας.

  Αν ρίξουμε μια τέτια ματιά στην ιστορία μας στους δυο τελευταίους αιώνες, ποια εικόνα μάς παρουσιάζεται; Μόλις όμως θέσουμε το ερώτημα γεννιέται άλλο. Με πιο κριτήριο θα ρίξουμε τη ματιάν αυτή; Γιατί βέβαια η εικόνα, που θα ιδούμε, θα είναι σύστοιχη με το μάτι ή με το φακό που θα κοιτάξουμε τα φαινόμενα. Και όλα τα μάτια δεν είναι τα ίδια, ούτ’ όλοι οι φακοί. Ο τρόπος, που κοιτάζουμε τα πράματα του φυσικού ή του κοινωνικού κόσμου, είναι κι αυτός συνάρτηση του εαυτού μας. Του εαυτού μας όχι μόνο του ατομικού , παρά πολύ περισσότερο του ομαδικού. Και ο τέτιος εαυτός μας ούτε σ’ όλους τους καιρούς, ούτε στον ίδιο τον καιρό είν’ ένας και ο ίδιος. Ο τρόπος που κοιτάζουμε κι εξηγούμε τα δεδομένα της φύσης και της ιστορίας, είναι συνάρτηση από την κοσμοθεωρητική μας τοποθέτηση. Και η τοποθέτηση αυτή, αποτέλεσμα από άλλην απώτερην ανταγωνιστική ταξιθεσία, δεν είναι μια κι ενιαία, σήμερα μάλιστα, που ζούμε μέσα σε τέτιους φοβερούς και θανάσιμους ανταγωνισμούς.

    Πού θα βρούμε λοιπόν το κριτήριο; Όλοι διεκδικούμε για τον εαυτό μας τον τίτλο του επιστημονικού, του αντικειμενικού, του αληθινού κριτή. Και όλοι δογματίζουμε. Πού θα βρει του καθενός μας η αλήθεια κριτήρια και στηρίγματα για να πάψει να είναι δόγμα;
   Το κριτήριο θα βρεθεί σε κείνο το στοιχείο, που όλοι έχουμε κοινό. Και το κοινό αυτό γνώρισμα είναι , που όλοι θέλουμε και όλοι ισχυριζόμαστε,  πως η δική μας αλήθεια είναι σπέρμα  ζωής και όχι θανάτου. Αυτό είναι το μόνο στοιχείο, όπου βρίσκει ή δε βρίσκει η αλήθεια μας την κύρωσή της από τα πράματα. Η αλήθεια, που γίνεται αληθινά σπέρμα ζωής και όχι θανάτου για τους περισσότερους είναι εκείνη που έχει τέτοια ανταπόκριση με τις ανάγκες και τις συνθήκες της ζωής, με τους όρους, την αντικειμενική υπόσταση και τη ροή της πραγματικότητας , ώστε αληθινά, δίνει εκείνο που υπόσχεται.  Ζωντανό, άρα αληθινό, είναι το σπέρμα που βλασταίνει. Το μόνο κριτήριο της αλήθειας είναι η πράξη. Μπορούμε όμως αυτό να το ξέρουμε από πριν; Όπως στη γνώση του φυσικού κόσμου το μόνο κριτήριο είναι η κύρωση από την πράξη, έτσι και στη γνώση του ιστορικού κόσμου.Η κύρωση της ιστορικής γνώσης δεν είναι άλλη καμιά παρά η ίδια η ζωή, η ιστορική δικαίωση.
   Οι κοσμοθεωρίες και οι βιοθεωρίες δεν είναι συστήματα εξήγησης , είναι κίνητρα ζωής, όργανα για τη διαμόρφωση της και για το ανέβασμα της , για τη διατήρηση ή για την αλλαγή. Όποια θεωρία ανταποκρίνεται πληρέστερα στις αντικειμενικές κινητήριες δυνάμεις της πραγματικότητας, αυτή είναι η κάθε φορά σωστή θεωρία. Και οι άνθρωποι, που δημιουργούν και αποδέχουνται και υποστηρίζουνε μια θεωρία, τούτο πρέπει προ πάντων να νοιάζουνται, την πληρέστερην ανταπόκρισή της στις αντικειμένικές ζωντανές δυναμικότητες, το όσο μπορεί πιο πολύπλευρο και πιο κοντινό πλησίασμα στη φυσικήν ή την κοινωνική πραγματικότητα, την κατανόηση και τη συμμόρφωση προς τη νομοτέλεια, που την κυβερνά. Τότες το περιεχόμενο της γίνεται αληθινό σπέρμα ζωής.
    Αν με μια τέτια διάθεση και μ’ έναν τέτιο πνευματικό προσανατολισμό, - που ας τον ονομάσουμε κι εμείς επιστημονικό – προσπαθήσουμε να διαμορφώσουμε το κριτήριο, που θα μας χρησιμέψει στην ιστορικήν ανασκόπηση των ανθρωπιστικών σπουδών στη χώρα μας μέσα στους δυο τελευταίους αιώνες, είμαστε υποχρεωμένοι πρώτα πρώτα να καθορίσουμε, όσο μπορούμε ακριβέστερα, την έννοια και το περιεχόμενο αυτού που ονομάζουμε « ανθρωπιστικές σπουδές», να ξεχωρίσουμε καθαρά το σκοπό και τη δυναμική τους.
     Οι ανθρωπιστικές σπουδές μάς παρουσιάζονται σα μια γνωστική και μορφωτική ανάγκη του πολιτισμένου ανθρώπου, που έχει για θέμα της τη μελέτη, την εξακρίβωση, την ανασκόπηση, την αξιοποίηση και τη μεταξίωση στο ιστορικό γίγνεσθαι που εζήθηκε μέσα σε μιαν ορισμένη τοπική και χρονική περιοχή της ανθρώπινης ιστορίας, δηλαδή στην Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη.
   Η ανάγκη αυτή δημιουργήθηκε πρώτα – πρώτα μέσα στην ίδια την αρχαιότητα και μέσα στην ίδια ετούτη περιοχή σα μια ορισμένη και ιδιότυπη μορφή της ιστορικής μνήμης. Για χρονικό όριο της δημιουργίας της μπορούμε να καθορίσουμε με κάποια γενικότητα την Αλεξανδρινή εποχή.
    Από τότες ως σήμερα η ανάγκη αυτή με διαφορετικούς βαθμούς σε πλάτος και σε βάθος, σε ανάταση ή σε χαμήλωμα, απλώνεται σιγά σιγά και γίνεται, σα να πούμε, οργανικό στοιχείο στη ζωή των λαών, που έζησαν και ζουν από τ’ ανατολικά σύνορα της Ευρώπης και τα βορεινά ακρογιάλια της Μεσόγειος ως την Αμερική και , στους σημερινούς καιρούς, και στην Αυστραλία και τη Νότια Αφρική, των λαών, που χαρακτηρίζουνται σα « φορείς του ευρωπαϊκού πολιτισμού».
    Το φαινόμενο τούτο τ’ ονομάσαμε « ιδιότυπη μορφή της ιστορικής μνήμης», γιατί η ιστορική μνήμη είναι καθολικό φαινόμενο στην ανθρώπινη κοινωνία από τις πιο πρωτόγονες μορφές της , που γνωρίζουμε, ως σήμερα. Σ’ όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες με τρόπους πολλούς και διάφορους τα περασμένα ζούνε μέσα στα τωρινά και το σήμερα παίρνει τη ζωή από το χτες.
    Η βίωση αυτή η ιστορική μπορεί να ξεχωριστεί σε δύο μορφές, σ’ επιβίωση και σε αναβίωση.
    Η επιβίωση, που μπορούμε να την ονομάσουμε και άμεση ιστορική μνήμη, είναι η καθολικότερη μορφή, όπου ζει το χθες μέσα στο σήμερα. Αυτή έχει καθαρόν οργανικό χαρακτήρα μέσα σ’ όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες και μπορεί να πει κανείς, πως είναι από την ψυχική και πνευματικήν άποψη η  «κατ’ εξοχήν» κοινωνιοπλαστική δύναμη. Χωρίς αυτή κοινωνίες ανθρώπινες δεν θα είχανε δημιουργηθεί .
   Η γλώσσα, ο θρύλος, η παράδοση, το έθιμο, το δίκιο, η λαϊκή σοφία, η τέχνη, η λατρεία των προγόνων και γενικότερα η θρησκεία, έχουνε γι’ απαραίτητη δημιουργική προύπόθεση την επιβίωση του χτεσινού μέσα στο σημερινό και την εξιδανίκεψή του, την ύψωση του σ’ επιταγή και κανόνα.
    Η αναβίωση  από την άλλη μεριά είναι η άμεση μορφή της ιστορικής μνήμης, η συνειδητή στροφή στα περασμένα, το συνειδητό ξαναζωντάνεμα, που γίνεται πάλι με αφετηρία να εξιδανικέψουμε το παλιό με σκοπό να το υψώσουμε σε κανόνα ζωής. « Παρά των προγεγενημένων μανθάνετε, αύτη γαρ αρίστη διδασκαλία». « Πάλαι γαρ τα καλά τοις ανθρώποις εξεύρηται , εξ ων μανθάνειν δει».
   Η επιβίωση, δεν είναι συνειδητή. Είναι άμεση μετάγγιση των μορφών της ζωής  από ψυχή σε ψυχή, από στόμα σε στόμα, από πατέρα σε παιδί, από γενιά σε γενιά.
   Η αναβίωση είναι συνειδητή. Στρέφεται σε στοιχεία που ο καιρός τα ξεμάκρυνε από την άμεση ιστορική μνήμη.
   Με την επιβίωση το χτες ζει οργανικά μετουσιωμένο μέσα στο σήμερα. Με την αναβίωση το παλιό υψώνεται σαν πρότυπο, σαν παράδειγμα και με την μιμητικήν υποβολή προσπαθεί να ξαναμπεί σαν οργανικό στοιχείο μέσα στη νέα ζωή για να την επηρεάσει καθοδηγητικά κι εξυψωτικά.
   Για τούτο η επιβίωση είναι μορφή καθολικότατη και αναπόσπαστη από την ύπαρξη κάθε κοινωνίας, ενώ η αναβίωση είναι φαινόμενο υστερογέννητο και προϋποθέτει πως έχουνε μείνει μνημεία από τη μακρινή παλιά ζωή και πως έχει δημιουργηθεί ένα ειδικό όργανο για τη συνειδητήν ιστορική μνήμη, που αυτό μελετάει τα μνημεία, τα ερμηνεύει και τα ξαναζωντανεύει.  Η αναβίωση είναι φαινόμενο που προϋποθέτει προχωρημένη κοινωνική σύνθεση και καταμερισμό και διαφορισμό στη δουλειά. Γι’ αυτό δεν έχει την καθολικότητα που έχει η επιβίωση. Παρουσιάζεται σαν ανάγκη, που πηγάζει από τα συμφέροντα ή τα ζωτικά αιτήματα, που γεννιούνται μέσα σε στενότερους κοινωνικούς κύκλους, κοινωνικές ομάδες, τάξεις ή και ολότητες αντιμαχόμενες.
    Οι κοινωνικές τάξες ή ομάδες, που διαμορφώνονται μέσα στο διαφοροποιημένο κοινωνικό σύνολο, δημιουργούν το πνευματικό εποικοδόμημα, που αντιστοιχεί στις ανάγκες του` ανάγκες υλικές ή ανάγκες ομαδοποιητικές, οργανωτικές, κυριαρχικές, δικαιονομικές, γνωστικές, ηθικές , καλλιτεχνικές, κοσμοθεωρητικές. Βασικός ρυθμιστής είναι το να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των αυτές, να οργανωθεί η ζωή τους, να μεγαλώσει και ν’ απλωθεί η δύναμή τους, έτσι που όλα τ’ άτομα, που αποτελούν την ομάδα, να μπορούν ν΄αξιοποιούν τον εαυτό τους, να θέτουνε σ’ ενέργεια τις ικανότητές των και να βρίσκουνε την ευτυχία τους.
   Και η επιβίωση και η αναβίωση των περασμένων εξυπηρετούν  όλες αυτές τις ανάγκες , τους παρέχουν όχι μόνο τα στοιχεία παρά και την εσωτερική συνοχή και δυναμικότητα στη μορφοποίησή τους. Μα η συνοχή και η δυναμικότητα , καθώς και η μορφοποίηση, έχουν άμεση σχέση με την ταξιθέτησή της ομάδας μέσα στο σύνολο και το στάδιο της εξέλιξης της. Απ’ αυτό καθορίζεται η βασική τοποθέτηση της ομάδας απέναντι σ’ όλες τις αξίες της ζωής. Η βασική τοποθέτηση δεν είναι πάντα η ίδια. Αλλάζει σιγά σιγά κι ανεπαίσθητα ή απότομα και πηδηχτά. Αν θελήσουμε να τη χαρακτηρίσουμε , ξεχωρίζοντας τη σε τυπικές μορφές θα βρούμε τρεις:
1.    δημιουργική – επιθετική
2.    οργανωτική – συντηρητική
3.    αναδρομική αντεπιθετική
   Στην πρώτη τοποθέτηση γενικά αποκρούεται το καθιερωμένο, το παλιό και αναζητιέται το νέο, στη δεύτερη τοποθέτηση  οργανώνεται το νέο,  που επικράτησε με σκοπό να διατηρηθεί αιώνια το ίδιο, στην τρίτη  τοποθέτηση γίνεται προσπάθεια να αποκρουστεί το νέο, που έρχεται  να διώξει το καθιερωμένο, να συγκρατηθεί το παλιό, να περισωθούν οι μορφές που πέφτουν σε αποσύνθεση.
  Και οι τρεις αυτές τοποθετήσες έχουν άμεση σχέση και με την επιβίωση και με την αναβίωση. Και, όπως είναι φανερό, η σχέση της κοινωνικής ομάδας ή του κοινωνικού συνόλου με τα περασμένα είναι διαφορετική απάνω στην κάθε τοποθέτηση ή αλλάζει με την αλλαγή στη τοποθέτηση. Αυτό μας εξηγεί για ποιο λόγο μέσα στον ίδιο λαό σε διαφορετικούς καιρούς η επικρατέστερη ιδεολογική ροή είναι διαφορετική. Από την άλλη μεριά το ότι συνυπάρχουνε ταυτόχρονα μέσα στο ίδιο σύνολο ομάδες, που βρίσκουνται σε διαφορετική τοποθέτησην ιστορικής διαδρομής, μας εξηγεί, γιατί τον ίδιο καιρό στον ίδιον τόπο υπάρχουνε τόσο διαφορετικές και αντιμαχόμενες ιδεολογικές ροπές, που κοντά στ’ άλλα παίρνουνε και τόσο διαφορετική στάση απέναντι στα « περασμένα».
   Και ακόμη  η  δυναμική ροπή, που έχει η κάθε ομάδα να κυριαρχήσει και να επιβληθεί σ’ όλες τις άλλες, μας εξηγεί, γιατί κάθε ιδεολογία έχει την τάση ν’ απλωθεί στο σύνολο, να γίνει καθολική διανόηση και καθολική βίωση σ’ ένα κοινωνικό σύνολο. Και κυριότατο όργανο για το άπλωμα τούτο γίνεται η «παιδεία» με την πιο γενική σημασία του όρου.
     Τα σύνορα ανάμεσα στην επιβίωση και την αναβίωση σε πολλά σημεία  είναι δύσκολο να ξεχωριστούν. Ένα όμως είναι βέβαιο. Η συνειδητή ιστορική μνήμη δουλεύει πάντα με την πρόθεση και με την τάση να μετατρέψει την αναβίωση σ’ επιβίωση ή απλούστερα σε βίωση. Η συνειδητή ιστορική μνήμη προσπαθεί να μετουσιώσει σε ζωντανά σπέρματα εκείνα τα στοιχεία από την περασμένη ζωή, που μπορούν να χρησιμεύσουν στο σήμερα , όπως το καταλαβαίνει το σήμερα, όπως το αισθάνεται και όπως θέλει  να το διαμορφώσει και να το ζήσει η κάθε κοινωνική ομάδα ή το κάθε σύνολο, τείνοντας προς την ολόπλευρη ολοκλήρωση της ζωής του...(απόσπασμα)
Πλάτων Σοφιστής, εισαγωγή , μετάφραση , σχόλια Δημήτρης Γληνός , Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος

[2] Έλλη Αλεξίου, Έλληνες Λογοτέχνες, Για τον Γληνό (σελ.224), Καστανιώτης 1982
 

Δεν υπάρχουν σχόλια :