Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Το φιμωμένο φως (μνήμη Δημήτρη Ραβάνη – Ρεντή)


Γράφει η ofisofi // atexnos

«Στο ταβάνι, στη μέση του μεγάλου κελιού, ένας μεγάλος γλόμπος με φίμωτρο – έτσι λέγανε, φίμωτρο το συρμάτινο προφυλαχτήρα της λάμπας – τον ενοχλούσε. Το δυνατό γυμνό φως περνούσε κάτω από τα κλειστά βλέφαρα, αντιφέγγιζε, δημιουργούσε παράξενες χρωματιστές σκιές, στίγματα…Σκληρό, αμείλικτο κατέβαινε το φως από το μεγάλο φιμωμένο γλόμπο και σκορπιζότανε στο μεγάλο κελί…»

Σκληρό, αμείλικτο το φως όπως η ζωή των ηρώων της συλλογής διηγημάτων του Δημήτρη Ραβάνη – Ρεντή. Συγγραφέας της πολιτικής προσφυγιάς καθώς τα περισσότερα έργα του τα έγραψε στη Ρουμανία ξεκινώντας από το 1949 με το τέλος του εμφυλίου.

Φιμωμένο φως είναι αυτό που εγκλωβίζεται, που φυλακίζεται μέσα στο συρμάτινο προφυλαχτήρα της λάμπας, αλλά είναι και η ζωή που δεν μπορεί να συνεχιστεί, η φωνή που δεν μπορεί να βγει, η σκέψη που δεν μπορεί να εκφραστεί. Εμπειρίες και αναμνήσεις, γεγονότα  και πρόσωπα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σημάδεψαν και σημαδεύτηκαν από τη συμμετοχή τους  στο κομμουνιστικό κίνημα, στην Εαμική αντίσταση ,στο Δημοκρατικό Στρατό, τις διώξεις, τις φυλακίσεις, τις εξορίες. Άνθρωποι που αναμετρήθηκαν με τις δυνάμεις τους και τις αδυναμίες τους. Οι σκέψεις τους, η ψυχολογία τους, η συμπεριφορά  τους στη διάρκεια του αγώνα αλλά και μετά την ήττα. Συνήθως διαβάζουμε για αυτούς που άντεξαν , αλλά τι έγινε με εκείνους που δεν άντεξαν; Στα περισσότερα διηγήματα ο συγγραφέας γράφει για την αδύναμη πλευρά των ανθρώπων. Η πορεία του πρωταγωνιστή κάθε διηγήματος καθορίζεται από εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες. Έτσι άλλοι υπέγραψαν δήλωση και συμβιβάστηκαν, άλλοι δεν άντεξαν και αυτοκτόνησαν, άλλοι έζησαν με συνέπεια , άλλοι κουβάλησαν βαριά μυστικά και άλλοι πέθαναν λαχταρώντας την επιστροφή στην πατρίδα.

Ο συγγραφέας έχοντας προσωπική εμπειρία λόγω της πλούσιας αγωνιστικής του δράσης είναι διακριτικός στο χειρισμό δύσκολων συναισθηματικών και ιδεολογικών καταστάσεων, ρεαλιστικός και βαθιά ανθρώπινος «δίνει κάτι από τη δραματική ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης». Οι  εκτιμήσεις του είναι έμμεσες και υπαινικτικές.  Δίνει  στον αναγνώστη τη δυνατότητα να προβληματιστεί και να κρίνει μόνος του τα πρόσωπα και τις πράξεις τους.

Στο πρώτο διήγημα μια ομάδα ανταρτών κατεβαίνει  στις εχθρικές γραμμές χωρίς όπλα μόνο με τα χωνιά. Εκεί , στην αφέγγαρη νύχτα, προσπαθούν να κουβεντιάσουν  με τους φαντάρους. Οι κινήσεις τους ρυθμίζονται από μια άγραφη συμφωνία. Η λαχτάρα τους, η αγωνία τους είναι μήπως ακούσουν κάποιο δικό τους στην απέναντι μεριά…Αυτά, όταν είχε ησυχία.



«Η ομάδα του Ερμή κρύφτηκε στα βράχια. Ο Καρατζοβίτης είχε μείνει στα βράχια. Ο Καρατζοβίτης είχε μείνει μπροστά στα συρματοπλέγματα με το χωνί. Μια σκιά. Από την άλλη μεριά διαφωνούσανε στη διαταγή του λοχία. Η φωνή εκεινού με τα χωρατά ακούστηκε δυνατή, ήρεμη.

– Ασ’ το το πολυβόλο, κυρ λοχία. Κουβέντα κάνουμε, δεν ακούς; Και σε λίγο: μίλα ρε Καρατζοβίτη.

– Ποιος ρώτησε για το σπίτι του Μεγαρίτη;

– Εγώ! ακούστηκε η φωνή πνιγμένη, σαν να έσπασε κάποια χορδή.

– Και γιατί ρωτάς για το σπίτι του Μεγαρίτη;

– Ρε Στάθη, εσύ είσαι;

Από κει δεν μίλησε κανένας. Σαν να κατάπιαν τη γλώσσα τους.

– Ρε Στάθη, εσύ είσαι; ξαναρώτησε ο Καρατζοβίτης του Ερμή κι η φωνή του αντήχησε παράξενα μέσα στο πηχτό σκοτάδι.

Από κει κάποια κίνηση. Κάτι μουρμουρητά βιαστικά, ακαθόριστα.

– Ρε Στάθη εσύ είσαι! βγήκε τώρα η φωνή σαν αγωνία.

Το πολυβόλο άρχισε να κακαρίζει ξαφνικά. Ο Ερμής πρόλαβε και τράβηξε από τα πόδια τον δικό του Καρατζοβίτη, που δεν έλεγε να φύγει από τα συρματοπλέγματα.

Ο Καρατζοβίτης του Ερμή ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς τα μπρούμυτα.

– Ρε Στάθη, εσύ είσαι; έβγαινε η φωνή λες και είχε κάποια χαλασμένη πλάκα γραμμοφώνου στο λαρύγγι του.

Τα πολυβόλα κακάριζαν μέσα στη νύχτα. Έσκασε  κι ένας όλμος κοντά τους. Ο Καρατζοβίτης του Ερμή, αντί να σκεπάσει με τα δυό του χέρια το κεφάλι του, τα’χε φέρει κάτω από τα μούτρα του, σαν μαξιλάρι.

– Ρε Στάθη, εσύ είσαι; ακούγότανε η φωνή του σαν λυγμός.

…Αυτά, όταν είχε ησυχία…»

Η αυτοκτονία της τραυματισμένης και παραμορφωμένης μαχήτριας του Δημοκρατικού Στρατού μετά τη μάχη στο Μαλιμάδι , μέσα στη βάρκα που τη μεταφέρει στο ορεινό χειρουργείο στη σκοτεινή Μικρή Πρέσπα. Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;

«Άκουσε τον πυροβολισμό ή δεν τον άκουσε ο Λίνος; Δεν θυμάται. Δεν μπορεί να το πει με σιγουριά.

Ήταν, λέει, σαν να κοιμότανε κι έβλεπε όνειρο κι ήταν η Βάσω όχι η τοτινή αλλά αυτή η παραμορφωμένη που σταύρωνε τα χέρια της και τον παρακαλούσε:

“Αν θελήσω να σκοτωθώ μη μ’ εμποδίσεις! Καταλαβαίνεις και μόνος σου, Λίνο , πως δεν μπορώ να ζήσω έ τ σ ι. Σ’ εξορκίζω στην αγάπη που δεν αγαπηθήκαμε, στη χαρά που δεν χαρήκαμε, στη νίκη που δε νικήσαμε, σ’ εξορκίζω, Λίνο, μη μ’ εμποδίσεις! Σ’ αυτά που χάσαμε και σ’ αυτά που περιμένουμε, μη μ’ εμποδίσεις!”

Σαν σε όνειρο»

Τα βιολογικά όρια της αντοχής και η σύγκρουση με τα ιδεολογικά, η πάλη του ένστικτου με την ιδεολογική συνείδηση, ο φόβος μήπως δεν αντέξει στα βασανιστήρια οδηγούν την ηρωίδα του διηγήματος Το φιμωμένο φως  στην αυτοκτονία .

«Με την αγκράφα, από τη ζώνη του παλτού, έκοψε τις φλέβες της…»

Στην εξομολόγηση  τίποτε δεν λέγεται με το όνομα του. Όλα υπαινίσσονται μια πράξη φοβερή, τον αγώνα για την επιβίωση σε τραγικές συνθήκες, την άφεση.

«Ο παπάς είχε σταματήσει για λίγο να ψέλνει. Σήκωσε αργά το κεφάλι και κοίταξε τον ετοιμοθάνατο. Ύστερα το βλέμμα του εξέτασε έναν έναν τους άλλους, που αντιγύρισαν το βλέμμα άφοβοι, περιμένοντας.

– Παπά, κατάλαβες, συνέχισε τον ψίθυρο ο καπετάν Ζαγόρας. Δεκαέξι άνθρωποι πεθαίνανε…έτσι κι αλλιώς ο καπετάν Μαύρος, τον ξέρεις, πέθανε αμέσως…Θα μας έδινε τη ζωή του, είπε, μας δίνει το θάνατό του , κατάλαβες παπα – Μπαρούτα; Εκείνος το ζήτησε κι εγώ έδωσα τη διαταγή, δεν φταίει κανένας άλλος…εγώ τους ανάγκασα να ζήσουν…

Οι άλλοι κοίταζαν στα μάτια τον παπά. Χωρίς να το καταλάβουν στεκόντουσαν προσοχή. Ήταν παράξενο, μα τώρα το θέλανε όλοι. Θέλανε την «άφεση»; Τόσα χρόνια το κράτησαν μέσα τους το βάρος και θέλανε κάπου να το πούνε, σε κάποιον να δώσουν αναφορά. Στο διοικητή; Στον Αρχιστράτηγο; Ίσως πιο Ψηλά!

– Αν είναι αμαρτία το παίρνω απάνω μου, ξανάπε ο καπετάν Ζαγόρας και ρώτησε πάλι, πιο δυνατά αυτή τη φορά, θες απ’ την αγωνία, θες που’ βαλε την ψυχή του όλη, όση τ’ απόμεινε, σ’ αυτό: είναι αμαρτία παπά;

Ο παπα – Μπαρούτας ξεσκέπασε τ’ Άγιο Δισκοπότηρο , πήρε μια κουταλιά μετάληψη κι άπλωσε το χέρι προς τον ετοιμοθάνατο, μουρμουρίζοντας σιγά μα καθαρά, τονίζοντας μια μια τις λέξεις:

– Λάβατε φάγατε!…Αυτό είναι το σώμα μου!»

Ένας παράξενος φαντάρος  σε ένα «σπίτι» απέναντι σε μια «κοινή» γυναίκα . Από τη μια η πόρνη και από την άλλη οι αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας και της μάνας του σε ένα  σπαρακτικό παιγνίδι εναλλαγής σκέψεων και πράξεων.

«- Σας βγάλανε από τη φυλακή για να πολεμήσετε τους συμμορίτες; ρώτησε εκείνη, ενώ τα χέρια της προσπαθούσαν του κάκου να τον συνεφέρουν…Έτσι άκουσα , που λέγανε, σαν μπήκες στο δωμάτιο.

“ Πού θα’ θελα να’ μουνα τώρα”.

Πού θα ΄θελε; Χειρότερα από εδώ δεν θα βρει. Καλύτερα από εδώ, πουθενά! Μόνο αν δεν μιλούσε έτσι συνέχεια η σεμνή…

– Και τι ήτανε αυτό που λέγανε, δήλωση, τι δήλωση λέγανε οι άλλοι;

Δεν πρόλαβε το χέρι της που ήρθε στα μάτια του.

Εκείνη χαχάνισε πάλι.

– Ε, όχι και να κλαις γι’ αυτό δα το πραγματάκι! Άσε και θα συνέλθει, έτσι είναι άμα βγαίνεις από τη φυλακή, άσε και ξέρω εγώ, γιατί έχουν περάσει κι έχουν περάσει από το κρεβάτι μου, άλλο να σ’ τα λέω κι άλλο να τα βλέπεις μοναχός σου! Μα και να μην περάσει, σκοτούρα σου! Μια έγνοια λιγότερη, θα’ χεις!

Γέλασε πάλι, μα τώρα εκείνος το κατάλαβε λίγο ψεύτικο το γέλιο. Το’ κανε για να μην τον πονέσει και μέσα του την ευχαρίστησε.

– Να ντυθώ; ρώτησε εκείνη.

Ο παράξενος φαντάρος δεν απάντησε…

– Να ντυθώ, ε;

Πάλι δεν είπε τίποτα.

-Λοιπόν …ντύνομαι…»

Κονσέρτο για βιολί και ορχήστρα  μετά την αποφυλάκιση. Η ανικανότητα πλέον του βιολιστή να παίξει και το άκουσμα μιας παλιότερης δικής του ερμηνείας τον οδηγεί στην αυτοκτονία.

«Και το παραβάν με τα μεγάλα μπλε, κεντητά τριαντάφυλλα ένα κουβάρι με τον Γκαστόν, το βιολί, το δοξάρι, το αναλόγιο, την παρτιτούρα, το πιστόλι…»

Στάσου να δεις  πώς μπορεί να δικαιολογηθεί ένας δηλωσίας και πώς αναπτύσσει την επιχειρηματολογία της υπογραφής δήλωσης.

«- Να σου εξηγήσω τι θέλω να πω…Ένας υπογράφει τη δήλωση. Μη με κοιτάς έτσι…Βγάλε με από το λογαριασμό και πιάσε λογικά την κατάσταση. Υπογράφει, λοιπόν, δήλωση. Βγαίνει από τη φυλακή και θέλει να αγωνιστεί πάλι. Έρχεται σε σένα και σου λέει…Σύντροφε, συγγνώμη, δεν άντεξα. Το ξέρω πώς έκανα λάθος, το ξέρω πως σας παράτησα εκεί, στη φυλακή κι έφυγα, μα δεν άντεξα!

Έτσι τους είχε παρατήσει κι είχε φύγει , να προλάβει την «Έλλη του», να μην πάρει διαζύγιο. Δεν είναι συντροφικό, βέβαια, ν’ αφήνεις τους άλλους μέσα κι εσύ να τη βολεύεις…

– Στάσου να δεις, τι θέλω να πω…Έρχομαι σε σένα, λοιπόν…Εσύ μου γυρνάς την πλάτη! Κι ο άλλος μου γυρνάει την πλάτη, και μου βάζετε τη ρετσινιά! Δηλωσίας! Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Τη δήλωση την ανακάλυψε το βρώμικο κράτος! Τη δουλειά του κάνει, θα μου πείς! Θέλει να σε σπάσει, έτσι δεν είναι; Σε ρωτάω, όμως , πότε σπας; Πότε αρχίζει να υπάρχει ο δηλωσίας; Μη με κοιτάς έτσι! Πάρ’ το σαν γενικό θέμα, πάρε πως εγώ δεν είμαι από κείνους, πως είμαστε δυό σύντροφοι και συζητάμε και…

Κόπηκε στη μέση. Είδε την αντίθεση του άλλου στα μάτια του και αμήχανα σήκωσε το ποτήρι του…»

Η αυτοκτονία είπαν πως ήταν ένα ατύχημα  για να κρύψουν το γεγονός. Η πίεση του συγγραφέα πολιτικού πρόσφυγα να υπογράψει για να επιστρέψει στην Ελλάδα, να αναγνωρισθεί η δουλειά του, να γίνει ο Ένας, οδηγεί το ένα χέρι του στην υπογραφή και το άλλο στο όπλο.

«Τον βρήκε στην κρεβατοκάμαρα, πεσμένο στο χαλί, με το κυνηγετικό του όπλο κοντά του. Άλλη μια ομοιότητα με τον Χέμιγκουαίη!…

Οι εφημερίδες γράψανε πως σκοτώθηκε, καθώς καθάριζε το κυνηγητικό του ντουφέκι – φρόντισε η Ξένια γι’ αυτό – μα η αλήθεια ήταν άλλη.

…Δεν ήταν σίγουρος πως θα’ παιρνε το Νόμπελ…»

Δεν ξέρεις μερικά πράματα …συνήθιζε να λέει ο μπάρμπας όταν τελείωνε την αφήγηση της ιστορίας του για μια σημαντική απεργία, για τη μυστική του δράση, για τους αγώνες του, για το Κόμμα του. Δεν είχε κανένα παράπονο από τη γεμάτη στερήσεις και βάσανα ζωή του παρά μόνο εκείνο της επιστροφής στην πατρίδα.

«“…ανάπαυσον τον δούλον σου Γεώργιον!..”

Γιώργη τον λέγανε; Εμείς τον ξέραμε «μπάρμπα». Ύστερα περνάμε ένας ένας από την πλάκα που γράφει και τ’ άλλο του όνομα: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΕΥΡΑΣ. Κι άλλες πλάκες γύρω και σταυροί με ονόματα…

Και από κάτω: πολιτικός πρόσφυγας – για να ξεχωρίζουν οι ντόπιοι νεκροί από τους Έλληνες.

Κι εμείς όρθιοι, όλοι,  δε λέμε να φύγουμε. Με τα μάτια καρφωμένα στις πλάκες. Ακούμε τη βροχή. Και τον τελευταίο ψίθυρο, του μπάρμπα.

“ Ένα παράπονο έχω, μωρέ! Να πεθάνω στην πατρίδα!…”

Όσο ν’ ανάψει το πράσινο με το πόδι στο πεζοδρόμιο αντικρίζοντας το πρόσωπο του οδηγού του  γυαλιστερού αυτοκίνητου που φρέναρε μπροστά του πέρασε η ζωή του από μπροστά του. Το ίδιο συνέβη και στο οδηγό του αυτοκινήτου που αναγνώρισε το πρόσωπο του παλιού συναγωνιστή του. Διαφορετικοί οι δρόμοι τους, ο ένας πετυχημένος, τακτοποιημένος και ο άλλος μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Τι ορίζει τελικά την πορεία μιας ζωής; Η τύχη ή η ιδεολογική επιλογή ;

«Στη φυλακή, στην αρχή, λέγανε πως θα κάνουνε τα σπίτια Μουσεία. Όπου είναι, λέει, γραμμένα γράμματα για τη λευτεριά, για τους φασίστες που πάτησαν τον τόπο, θα τ’ αφήσουνε, λέει, έτσι, και κάθε χρόνο θα στεφανώνουνε το μέρος. Ύστερα κατάλαβαν πως αυτό δεν μπορεί να γίνει. Αν το κάνανε, δεν θα μπορούσανε να χτίσουνε τίποτα καινούριο.

Δεν μπορούσε να πει ότι δεν ήξερε πώς ακριβώς έδειχνε  η Αθήνα, τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια που είχε να πατήσει το πόδι του στους δρόμους της. Ήξερε για τον «οικοδομικό οργασμό», ήξερε για τις μεγάλες πολυκατοικίες, τα ξενοδοχεία που’χαν πλημμυρίσει τις συνοικίες, από τα Τουρκοβούνια μέχρι κάτω τις αχτές. Τα ‘ ξερε, αλλά, να, του κακοφάνηκε που τα’δε.

Ήταν εκείνος ο φθόνος:

«…Εμείς στα σύρματα, κι αυτοί…»

Ποιοι «αυτοί»; Ποιοι ήταν «αυτοί», που , όταν «εμείς στα σύρματα», εκείνοι χτίζανε, τρώγανε, γλεντάγανε, κοιμόντουσαν, ξύπναγαν και ξανακοιμόντουσαν για να ξυπνήσουν και να ζήσουν και την άλλη μέρα; Κόσμος και κοσμάκης, θα πεις. Ως κι η αδερφή του και η μάνα του, κι ο

αδερφός του: « …Και σε παρακαλούμε, να μας στείλεις ένα πληρεξούσιο με την υπογραφή σου, θεωρημένη από τη διεύθυνση της φυλακής, ότι δέχεσαι να δοθεί το σπίτι μας με αντιπαροχή για να χτιστεί πολυκατοικία. Ο πατέρας επιμένει και δεν εννοεί να γίνει αυτό χωρίς τη δική σου τη γνώμη, που θα’ χεις , βέβαια, και το μερτικό σου.»

Αυτό σημαίνει πως κάποιος απ’ όλους είχε αντίρρηση. Ο αδελφός του; Η αδελφή του; Αλλιώς γιατί να του γράψουν ότι ο πατέρας «επιμένει και δεν εννοεί να…»

Έκανε πως δεν νοιάζεται κι έγραψε:

«…Τη συμφωνία μου και την υπογραφή μου σάς την στέλνω, μα εμένα να μη με λογαριάσετε για μερτικό. Άμα βγω έξω, θα ξέρω να ζήσω και να φιάξω αυτό που θα μου χρειαστεί. Σας αγαπώ…»

Ο Δημητράκης  μια ιδιότυπη μορφή , επανέρχεται με τρυφερότητα στη μνήμη του συγγραφέα

«Φορούσε πάντα μια χλαίνη μακριά, που σερνότανε στο χώμα, και στη λάσπη. Πολλή λάσπη εκεί στη Γιουγκοσλαβία, στο Μπούλκες, που είχαν βρει άσυλο, οι πρώτοι πολιτικοί πρόσφυγες, το 1945.

Κι όπως η κάθε μεγάλη πόλη, έχει τους τύπους της, είχε κι αυτό το χωριό του δικούς του. Ένας ο Δημητράκης.

Τα μανίκια της χλαίνης κρεμόντουσαν μια δυο πιθαμές μακρύτερα από τα χέρια. Κοντός, αδύνατος και πάντα αξύριστος. Κι η χλαίνη ταλαιπωρημένη και τσουρουφλισμένη σε πολλές μεριές.

– Κύριέ μου, είχα στη βιβλιοθήκη μια έκδοση του Μπωντλαίρ, σπάνια.

Μια έκδοση του Μπωντλαίρ! Γι’ αυτό, είπα, «τύπος» – τρελός! Ακούς, Μπωντλαίρ στο Μπούλκες! Εδώ οι άλλοι αφήσανε τα χωράφια τους, άλλοι το σπιτικό τους, κι ο Δημητράκης παραπονιέται για τη σπάνια έκδοση.

Και κρυώνει…

…Πέθανε το ’65 από καρκίνο. Η «οργάνωση» έκανε ενέργειες να τον πάνε στον Βόλο τουλάχιστο τώρα, νεκρό, μα η ελληνική Κυβέρνηση δεν έδωσε την έγκριση.

Δεν ξέρω αν βάλανε και τα βιβλία του στον τάφο. Αν όχι, ο Δημητράκης θα γυρίζει με τη μακριά του χλαίνη στον παράδεισο και θα ρωτάει τους αγγέλους αν έχουν διαβάσει Μπωντλαίρ. Και θα προσέχει τα χέρια του θα τα φυλάει για αργότερα, μέσα στα μακριά μανίκια.

Και θα κρυώνει…»

Πόσο αντίπαλοι  ήταν οι δυο άνδρες που βρέθηκαν με μια παρέα κυνηγών στις Πρέσπες να αναζητούν το ύψωμα 825; Στην Αντίσταση ο ένας ήταν στον ΕΔΕΣ και ο άλλος στον ΕΛΑΣ. Στον Εμφύλιο ο ένας φαντάρος στον Εθνικό Στρατό και ο άλλος αντάρτης στο Δημοκρατικό Στρατό. Είχανε τα «δικά τους»

«Δεν μπορείς να πεις πως ήτανε φίλοι φίλοι, μα σεβόντουσαν ο ένας τον άλλον και ποτέ για τίποτα δε μάλωσαν στην παρέα. Αντίθετα, θα’ λεγες πως είχανε κάτι αόρατες κεραίες που τους κάνανε να συνεννοούνται. Κοιταγόντουσαν, χαμογελούσανε, και σωπαίνανε. Αυτό όταν οι άλλοι μαλώνανε για τα «πολιτικά»…

…Εκείνο το βράδυ, το 1948, που’χε πιάσει απότομα η παγωνιά, είχαν έρθει στα χέρια. Δε δούλευαν ούτε τα κινητά ουραία – είχαν παγώσει και τα λάδια και τα γράσα. Ύστερα μαζεύτηκαν στο αμπρί, όλοι κι οι από δω κι οι από κει, άναψαν μια μεγάλη φωτιά κι έκατσαν γύρω να ζεσταθεί το κόκαλό τους. Το κρύο χτύπαγε στο κεφάλι. Ένα σιδερένιο στεφάνι που όλο έσφιγγε, έσφιγγε να σου τινάξει τα μυαλά στον αέρα.

– Ωστε ήσουνα κι εσύ εκεί; ρώτησε ο Στέργιος.

Πού να σε γνωρίσω με τα γένια!..

Τα χαράματα οι αντίπαλοι χωρίστηκαν, έπιασε ο καθένας τη θέση του κι άρχισε η μάχη…

Εκείνη τη φορά το «825» το είχανε πάρει οι αντάρτες.»

Οι τύψεις για τις καταδόσεις εαμιτών στα χρόνια της Αντίστασης χρόνια μετά του  δημιουργούσαν εφιάλτες και του έφερναν αϋπνίες.

«Οι αϋπνίες τον είχαν εξαντλήσει. Αυτό είπε η γυναίκα του στους νοσοκόμους που ήρθαν και τον πήραν, ένα βράδυ που είχε βγάλει ένα ουρλιαχτό που σήκωσε όλο το σπίτι στο πόδι.

Είχαν δίκιο όλοι όσοι του’ λεγαν πως «δεν είναι για τέτοια πράγματα». Να τώρα, εκείνο που είχε καλό μέσα του, βρήκε αυτό το δρόμο για να εκδηλωθεί: την τρέλα.»

Μια ιστορία αγάπης σε μορφή στιχομυθίας κλείνει τη συλλογή.

– Το κάνανε επίτηδες Στέλλα!

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Το κάνανε επίτηδες και σε στείλανε σ’ άλλο τάγμα για να μας χωρίσουνε.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Μια μέρα θ’ ανταμώσουμε Στέλλα κι ας είναι αργά, κι ας κρατάμε μπαστούνια…

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Θ’ ανταμώσουμε στην Αθήνα μας, στην Πλατεία Συντάγματος.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Θα κρατιόμαστε από το χέρι και κανένας δε θα μπορεί να μας χωρίσει.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Τα χέρια μας θα’ ναι σαν ένα.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Θα πάρουμε σβάρνα τους δρόμους, τα πάρκα, τις ακρογιαλιές.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Το βράδυ θα κρυβόμαστε σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο κάτασπρο.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο

– Άσπροι τοίχοι, άσπρο ταβάνι, άσπρα πατώματα, άσπρες πόρτες, άσπρα παράθυρα.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Άδειο!

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Μόνο ένα άσπρο κάτασπρο σεντόνι στη μέση, να το χτυπάει ο άσπρος ήλιος απ’ τ’ άσπρο παράθυρο.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Και θα ξαπλώσουμε οι δυό μας, όπως τότε, κάτω από τα πλατάνια, στο Βέρμιο.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Με τα κλαριά τους ενωμένα, πάνω, ψηλά, στον ουρανό.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Θα πάρω ασβέστη, πολύ ασβέστη και θα το βάψω κάτασπρο.

– Όχι, το σπίτι θα το βάψω εγώ.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Θα πάω στον μπακάλη της γειτονιάς και θ’ αγοράσω πέντε κιλά ήλιο.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Λες να φτάσουν πέντε κιλά ήλιος για τ’ άσπρισμα;

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Θαρρώ θα φτάσουν πέντε κιλά ήλιος και για τους τοίχους, και για τα πατώματα και για το ταβάνι.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Μόνο μην κάνει πολλή ζέστη.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Για σκέψου! Πέντε κιλά ήλιος.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Μήπως θα’ ταν καλύτερα να το βάψουμε με φεγγάρι;

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Θα’ ναι, όμως, κιτρινωπό, ε;

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Μόνο που’ σαι μικροαστός και διανοούμενος.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Διάβασες πολύ και τα μπέρδεψες.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Ο κομμουνισμός δεν είναι αυτό, δεν μπορεί να είναι αυτό.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Εγώ, λέω, θα’ ναι να μπορείς να πηγαίνεις στον μπακάλη και ν’ αγοράζεις πέντε κιλά ήλιο ή πέντε κιλά φεγγάρι να βάψεις το σπίτι σου.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Πάρε το μπαστούνι σου…

– Πάρε το μπαστούνι σου…

– Να δούμε αν φέρανε ήλιο στα μαγαζιά.



Δημήτρης Ραβάνης  – Ρεντής, Το φιμωμένο φως. Διηγήματα. Κέδρος 1978

Εξώφυλλο και εικονογράφηση: Κυριάκος Κυριακίδης
Ο Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής έφυγε από τη ζωή στις  21 Μαρτίου 1996

1 σχόλιο :

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

«Να θυμάσαι το χτες που ολούθε σε ζώνει
και θα νιώσεις το σήμερα τι ζητάει από σένα
πως τοιμάζει το πάλαιμα του σφυριού με τ' αμόνι
της καινούργιας σου δύναμης τη γοργόφταστη γέννα»