Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Μουργκάνα: εκεί που είναι χαραγμένη ανεξίτηλα η ψυχή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας


Κείμενο – φωτογραφίες: ofisofi // atexnos

«…Η Μουργκάνα είναι ένα πολύ θεαματικό βουνό. Από την άλλη μεριά, την ποταμιά του Καλαμά, δεν παρουσιάζει παρά ένα συνηθισμένο ορεινό θέαμα τελείως άμορφο, δεν έχει κάτι να το συσπειρώνει – στο περαστικό βλέμμα τουλάχιστον – σ’ ένα σύνολο με χαρακτήρα, να στεριώνει εντυπωσιακές βουνίσιες εικόνες. Από δω όμως , από τα καταπληκτικά μπελβεντέρε του Κασιαδιάρη, προσφέρεται αμέσως όλο το βουνό από κάτω ως απάνω, μοναδικό, ήμερο κι άγριο μαζί, χωρίς ξαφνικά τινάγματα, καθόλου γοτθικό το οικοδόμημα, όρθια όλη μαζί η Μουργκάνα, μια φοβερή αγιασοφιά χωρίς ένα μιναρέ, πελώριες συμπαγείς μάζες σε συμπλέγματα γυμνών συνεχόμενων τρούλων που ανέρχονται ομαλά ο ένας στον ώμο του άλλου και δεν ανακαλύπτεις αμέσως πού είναι ο μεγάλος σταυρός. Όλες είναι κορφές κι όλες ογκώδεις και θεόρατες. Το βουνό αυτό έχει σώμα και πρόσωπο, το βλέπεις και σου μένει.

Ανατολικά, εκεί που βλέπαμε εμείς, η βουνίσια ανάπτυξη με τις αλλεπάλληλες δρασκελιές σε κάποιο σημείο κόβεται και παίρνει απότομη κλίση, σχεδόν κάθετη, σχηματίζοντας σε αρκετή έκταση ένα στεφάνι, όπου ακουμπούν πιο πυκνοί και μεγάλοι οι κορυφαίοι τρούλοι. Τα παιδιά της ομάδας, ανύποπτοι πληροφοριοδότες, μου έλεγαν ότι εκεί κάτω χαμηλά στο βάθος, είναι η Κουσοβίτσα, τελευταίο αλβανικό χωριό προς τα σύνορα και η γραμμή των συνόρων περνά εκεί δίπλα.
Το κράτησα αυτό. Με τα κυάλια του επιλοχία έβλεπα να κολυμπά εκεί πέρα, όσο ακόμα ήταν φως, η άσπρη κουκκίδα του φυλακίου που το κρατούσαν οι αντάρτες…»(1)

Κυριακή πρωί, με έναν άστατο καιρό που θύμιζε φθινόπωρο μέσα στο καλοκαίρι, ξεκινήσαμε για τη Μουργκάνα από τον παλιό δρόμο Ιωαννίνων – Ηγουμενίτσας. Ακολουθώντας τη ροή του Καλαμά πήραμε το φιδογυριστό  και στενό δρόμο για τα χωριά της Μουργκάνας, με προορισμό τον Τσαμαντά.  Μια λεπτή γάζα ομίχλης κάλυπτε τις καταπράσινες όχθες του ποταμού και στις πλαγιές αναδύονταν μικρά χωριά και οικισμοί, έρημα τα περισσότερα.
Στο Κεφαλοχώρι (Γλούστα) της Θεσπρωτίας συναντήσαμε το μνημείο των αγωνιστών του αγροτικού κινήματος. Προσκύνημα στους αγρότες της περιοχής που αγωνίστηκαν διεκδικώντας ένα κομμάτι γης. Ο αγώνας των αγροτών ήταν μακροχρόνιος – κράτησε περισσότερο από 70 χρόνια – και αιματηρός. Στην ιστορία του αγροτικού κινήματος έμεινε γνωστός ως «το Κιλελέρ των 16 χωριών της Θεσπρωτίας». Από το 1858 έως το 1930 οι κολίγοι της περιοχής του Κεφαλοχωρίου και των υπόλοιπων χωριών έδωσαν σκληρούς  αγώνες, όταν οι αγάδες των Φιλιατών επιχείρησαν να μετατρέψουν αυτές τις περιοχές σε τσιφλίκια τους. Τα χωριά αυτά, κεφαλοχώρια, διοικητικά ανήκαν στον Σουλτάνο και σε αυτόν απέδιδαν το φόρο της δεκάτης. Η πρώτη μεγάλη και οργανωμένη αντίδραση των χωρικών ξέσπασε το 1866 στην υποδιοίκηση των Φιλιατών. Επειδή δεν υπήρξε ικανοποιητική απάντηση στα αιτήματά τους 1000 κάτοικοι των χωριών της Μουργκάνας συγκεντρώθηκαν στις 25 Απριλίου 1866 με γεωργικά εργαλεία και παρέμειναν για μέρες στη διοίκηση Ιωαννίνων. Η απάντηση των αγάδων ήταν σκληρή και προχώρησαν σε εκτελέσεις, απαγχονισμούς, φόνους, βιασμούς, εκτοπίσεις και εκφοβισμούς σε βάρος των αγροτών και των ηγετών του κινήματός τους. Ο αγώνας των αγροτών κατέληξε στα δικαστήρια και έληξε στις 14 Δεκεμβρίου 1930 με τη θετική απόφαση του Πρωτοδικείου Ιωαννίνων για τα 16 χωριά της Μουργκάνας.
Ανηφορίζοντας για τον Τσαμαντά ο δρόμος είναι δύσκολος, γεμάτος κλειστές στροφές. Το τοπίο κατάφυτο γεμάτο μυρωδιές  και χρώματα. Αρκετά έξω από το χωριό κατεβαίνουμε από τα λεωφορεία. Ένα ζωηρό πλήθος από νέους και ηλικιωμένους κρατώντας κόκκινες σημαίες και πανώ κατηφορίζει τον σκιερό από την πλούσια βλάστηση δρόμο και φτάνει στην πλατεία του χωριού Τσαμαντάς. Μεγάλα πλαίσια με αφίσες και ενημερωτικό υλικό για τη δράση του ΔΣΕ στην περιοχή  είναι στημένα. Ένα μικρό βιβλιοπωλείο, μια μεγάλη εξέδρα και αντάρτικα τραγούδια μας υποδέχονται. Κάτω από τα βαθύσκιωτα πλατάνια τραπέζια, καρέκλες.

Έχει μεσημεριάσει, ο ήλιος είναι δυνατός και η πορεία για το ύψωμα Σταρόβα αρχίζει. Μια μεγάλη και μακριά γραμμή, από ανθρώπους που ανεβαίνουν,  σχηματίζεται. Το μονοπάτι κακοτράχαλο και δύσβατο. Παντού μυτερά βράχια, πέτρες και πλακαριές σχεδόν όρθιες. Η ανάβαση δύσκολη κάτω από τον ήλιο.
«…Είχα σταματήσει μπροστά σε μια ολόγυμνη κάθετη πέτρα. Έπειτα θα μάθω ότι εκεί δεν ήταν το τέλος της χαράδρας.

Η χαράδρα εδώ στενεύει σαν τη μύτη της σφήνας, σκίζει στα δύο τα βράχια της κορυφής και μπήγεται μέσα πολύ βαθιά, αλλά με μια κλίση που από βήμα σε βήμα γίνεται πιο κοφτή, πιο ακατόρθωτη.

Έπρεπε κάπου εδώ να σταματήσω. Καταλάβαινα πως οι δυνάμεις μου δεν έφταναν να συνεχίσω. Εδώ πάνω τα πράγματα αγρίεψαν πολύ, υπολόγιζα άλλωστε και σιγά σιγά, όπως φώτιζε, βεβαιωνόμουν, ότι ανέβηκα αρκετά ψηλά, πιο πάνω κι από κει που φανταζόμουν. Εππλέον, εκείνες ακριβώς τις στιγμές άρχιζε εκεί πάνω, κάπου πίσω από την κορφή, η μάχη με τα τμήματα των ορεινών καταδρομών στο Τσεροβέτσι…

Δεν κατάλαβαινα τι ακριβώς γινόταν. Ήταν όμως αληθινή μάχη – εκεί περίπου όπου θα έβγαινα κι εγώ, αν μπορούσα να σκαρφάλωνα τα βράχια που ακόμα δεν τα ΄βλεπα. Τα υποψιαζόμουν να ξεμυτίζουν εδώ κι εκεί, μέσα από τις πάχνες, και να κρέμονται πάνω μου. Ήταν εκείνες οι ώρες που δεν καταλαβαίνεις αν το σκοτάδι πήζει ή αραιώνει κι αν αυτά που βλέπεις κάπως να γράφονται, να ξεχωρίζουν, τα βλέπεις πράγματι, είναι στερεά, αληθινά και τι ακριβώς. Εγώ μια βεβαιότητα μόνο ένιωθα σχηματισμένη πια μέσα μου – πως οι αντάρτες τ’ άφησαν αυτά τα μέρη κι ανέβηκαν πιο ψηλά, εκεί που τώρα γινόταν η μάχη, από την οποία θα κρινόταν  ποιο θα’ ταν το τέλος και της δικής μου επιχείρησης…» (2)
Το θέαμα από ψηλά εντυπωσιακό. Κατακόρυφες γραμμές, ψηλές βουνοκορφές και βαθιές χαράδρες. Η σκέψη ταξιδεύει στους μαχητές και τις μαχήτριες του ΔΣΕ. Αυτή τη διαδρομή και άλλες ακόμα πιο δύσκολες τις έκαναν νύχτα και μέρα κουβαλώντας φορτία, πολεμοφόδια, πυρομαχικά. Νηστικοί, ξυπόλυτοι, με κρύο και με ζέστη, με ήλιο και βροχή, αέρα και χιόνι. Αυτά τα υψώματα φλέγονταν από τους συνεχείς βομβαρδισμούς και το συνεχές σφυροκόπημα του κυβερνητικού στρατού. Οι μάχες ήταν άνισες αλλά οι μαχητές του ΔΣΕ κράτησαν  γερή άμυνα και κατόρθωσαν το ακατόρθωτο, να μη κατακτηθεί η Μουργκάνα από το στρατό. Αμερικάνοι και Άγγλοι ήθελαν με κάθε τρόπο  και μέσο να πέσει το κάστρο της Μουργκάνας. Οι αντάρτες το κράτησαν με νύχια και με δόντια γράφοντας μια ξεχωριστή σελίδα, μια εποποιΐα.

Η ματιά κυκλώνει με δέος το άγριο τοπίο και τα  άλλα υψώματα. Δεν μπορείς να μην θαυμάσεις πόση πίστη και πόσο πείσμα είχαν αυτοί οι άνθρωποι που ρίχτηκαν  σε μια μάχη αδιανόητη για τα ανθρώπινα δεδομένα. 1.500 μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας αντιμετώπισαν 25.000 καλά εξοπλισμένους στρατιώτες υποβοηθούμενους από μηχανικά μέσα και αεροπλάνα. Εδώ σε αυτό το βουνό, στο ύψωμα Ταβέρα έριξαν τις πρώτες βόμβες Ναπάλμ και πυρπόλησαν τα πάντα. Και αυτοί εκεί ανυποχώρητοι!
Με το ένα χέρι πολεμούσαν και με το άλλο προσπαθούσαν να οργανώσουν τη ζωή  και την επιβίωσή τους μαζί και των κατοίκων  στα γύρω χωριά.

Στα 30 χωριά της Μουργκάνας αναπτύχθηκε η Λαϊκή Εξουσία. Δημιουργήθηκαν και σφυρηλατήθηκαν ισχυροί δεσμοί ανάμεσα στο ΔΣΕ και στους κατοίκους των χωριών, χωρίς τη βοήθεια των οποίων δεν θα μπορούσε να δράσει ο ΔΣΕ.

Σε όλα τα χωριά μοιράστηκαν σπόροι που συνέβαλαν στην πλούσια παραγωγή αγροτικών προϊόντων, αλευρόμυλοι άλεθαν το καλαμπόκι. Η καθημερινότητα στα μετόπισθεν οργανώθηκε επιμελώς. Συγκροτήθηκαν πολλά συνεργεία με οργανωμένες υπηρεσίες που φρόντιζαν για τον επισιτισμό, την εκπαίδευση και την ιατρική περίθαλψη. Το νοσοκομείο του ΔΣΕ βρισκόταν καλά κρυμμένο μέσα σε πυκνόφυτη λαγκαδιά.
Ζωντανή εικόνα των μαχών και της δραστηριότητας του ΔΣΕ στην πρώτη γραμμή αλλά και στα μετόπισθεν μάς έδωσε ο 87χρονος σήμερα Βαγγέλης Πλιάκος με την αφήγησή του. Εκεί ψηλά στη Σταρόβα πήρε το μικρόφωνο και με φωνή σπασμένη από τη συγκίνηση εξιστόρησε  ζωηρά και συναρπαστικά τη μάχη μέχρι τη στιγμή του τραυματισμού του.

Είναι γεγονός ότι η Μουργκάνα δεν κατακτήθηκε ποτέ από τον κυβερνητικό στρατό. Όμως ο ΔΣΕ έκανε ελιγμό οπισθοχωρώντας συγκροτημένα προς τα Ζαγόρια μεταφέροντας μαζί του σε μουλάρια της Επιμελητείας χιλιάδες οκάδες τρόφιμα, απαραίτητα στην πορεία που ετοίμαζαν.

Το μεγαλείο αυτής της τιτάνιας προσπάθειας των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ χαράκτηκε ανεξίτηλα στους απότομους βράχους της Μουργκάνας.

Πολλοί αναρωτιούνται καλοπροαίρετα ή κακοπροαίρετα γιατί να θυμόμαστε αυτά που έγιναν χτες και γιατί να ξύνουμε  παλιές πληγές.
Πρώτα απ’ όλα είναι ανάγκη σήμερα περισσότερο από ποτέ να μάθουμε τα γεγονότα, τα αίτια, τις αφορμές και  τις συνέπειές τους στην νεώτερη ελληνική πραγματικότητα. Να ανιχνεύσουμε κάτω από την επιφάνειά τους. Τόσα χρόνια αποσιώπησης στο όνομα μιας υποτιθέμενης συμφιλίωσης δημιούργησαν ιστορικό ευνουχισμό και πολιτικό αφοπλισμό. Και το γεγονός ότι η πλευρά των ηττημένων δεν μιλούσε γιατί υπήρξε για πολλά χρόνια καταδιωκόμενη και εκτοπισμένη δεν σήμαινε ότι και η νικήτρια πλευρά σιωπούσε. Το αντίθετο. Επέβαλε με κάθε τρόπο την άποψή της από τη μια κατασυκοφαντώντας, χλευάζοντας και τιμωρώντας με κάθε τρόπο  μια ολόκληρη γενιά αγωνιστών και αγωνιστριών  που πολέμησαν, μάτωσαν και πέθαναν απελευθερώνοντας την Ελλάδα από τους ξένους κατακτητές και στη συνέχεια  διεκδικώντας μια άλλη κοινωνία, σοσιαλιστική,  και από την άλλη καλλιεργώντας  συστηματικά τη λήθη και την αμνησία μέσω της αμάθειας και της παραχάραξης.

Είναι ανάγκη να μάθουμε  όλη την αλήθεια, να διδαχθούμε από τα λάθη, να αγγίξουμε ακόμη και τις δικές μας πληγές όσο και αν πονάνε, να διαπαιδαγωγηθούμε και να τραβήξουμε μπροστά τιμώντας ενεργά  όλους εκείνους που με τη δράση τους, την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία τους εξακολουθούν να δείχνουν το δρόμο της συνεχούς αντίστασης και της διαρκούς πάλης.
Tα χνάρια τους είναι ποτισμένα με αίμα και υπάρχουν παντού στα μονοπάτια, στις δύσβατες πλαγιές και στις σπηλιές των βουνών μας, στα ξερονήσια, στους τοίχους των φυλακών και των εκτελέσεων.

Σήκω  λοιπόν. Ο άνεμος σφυρίζει το τραγούδι του
ανάμεσα στα σκοινιά των κρεμασμένων και στα κατάρτια,
ανάμεσα  στα χαρακώματα και στα χρόνια.

Σήκω λοιπόν απάνου να δαγκώσεις το σταρένιο φως
ν’ ακούσεις του δοντιού τη δύναμη
όλη τη γη ν’ ακούσεις μες στη γεύση σου
ως να φαρδύνεις την περπατησιά και την ανάσα
ως να φαρδύνεις τα πλευρά σα σιδερένια στέφανα βαρελιού
που μέσα του κοχλάζει κόκκινο το κρασί του κόσμου.

Ο ήλιος εκλαϊκεύει τη χαρά του έξω απ’ τις πόρτες.
Δεν είναι θάνατος. Δεν είναι. Είναι δικό μας το τραγούδι.
Είναι δικό μας τούτο το σπαθί
που ξεφλουδίζει σαν καρπό τον ήλιο από τα σύγνεφα.

                                                   Γιάννης Ρίτσος                                                         
(1,2) Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του  Μήτσου Αλεξανδρόπουλου Αυτά που μένουν Α. Η γραμμή της Ζωής. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000.

2 σχόλια :

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

«ΣΤΟΥΣ ΜΑΧΗΤΕΣ ΤΗΣ ΜΟΥΡΓΚΑΝΑΣ»

«Αδέρφια!

Ετούτη η γη που μας κρατεί
ετούτη η γη που τη ζεσταίνει η ανάσα Σας
και την οργώνει του πολέμου το υνί
και την υγραίνει του σκλάβου ο ιδρώς
ώρα την ώρα, ετούτη η γη θε να καρπίσει
και ζουμερός θα ξεχυθεί καρπός!
* * *
Και θάστε σεις, οι πρωτοπόροι αμπελουργοί,
Σεις, που στο βράχο της Μουργκάνας μια αυγή,
υψώσατε τη σάρκινη γροθιά Σας
και ξεδιπλώσατε τη λεβεντιά Σας,
ενάντια στο βόλι το καυτό!
Χτυπάτε αλύπητα! Η φοβερή εποχή μας, το καλεί.
Γεια και χαρά Σας! Οι ίδιοι πάντα. Και πιο καλοί!».

(Μήτσος Αλεξανδρόπουλος)

sofia είπε...

Φίλε Ευρυτάνα Ιχνηλάτη σε ευχαριστώ.
Πολύτιμη η προσφορά σου. Αυτό το ποίημα του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου δεν το γνώριζα.

Να' σαι καλά.