Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Μια Ιταλική Άνοιξη

Ο τίτλος αναφέρεται στο μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα  Εμμανουέλ Ρομπλές, ο οποίος στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο κατατάχτηκε στην Αεροπορία και από το 1943 υπηρέτησε ως πολεμικός ανταποκριτής. Με την ιδιότητα αυτή επισκέφτηκε όλα τα μέτωπα της Μεσογείου και πήρε μέρος σε βομβαρδιστικές επιδρομές στη Βόρεια Ιταλία και τα Βαλκάνια.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στη Ρώμη,την άνοιξη του 1944, όταν αυτή βρισκόταν υπό Γερμανική Κατοχή και μέσω της απόκρυψης και προσπάθειας διάσωσης ενός νεαρού Γάλλου αεροπόρου, του Σαιντ - Ροζ, του οποίου το αεροπλάνο του είχε χαθεί στη θάλασσα, ο συγγραφέας δίνει την εικόνα της φασιστικής Ιταλίας αλλά και της Ιταλικής Αντίστασης εναντίον των φασιστών συμπατριωτών τους και των κατακτητών Γερμανών. 
Τον Σαιντ - Ροζ τον σώζουν χωρικοί και μέσα από ένα δίκτυο συνεργατών της Αντίστασης κατορθώνει να κρυφθεί σε ένα "παλάτσο" και να διαφύγει στη Γαλλία.
Η δράση είναι σχεδόν κινηματογραφική. Η ψυχογράφηση των προσώπων διεισδυτική. Ρεαλιστικές σκηνές και αγωνία καθηλωτική. Ο αγώνας εναντίον των φασιστών Ιταλών και των κατακτητών Γερμανών περνάει από πολλά κανάλια και ο συγγραφέας ζωντανά και πολύ παραστατικά προσπαθεί να αποδώσει το μισερό και βίαιο πρόσωπο τους. Παράλληλα κινεί τη συνωμοτική δράση των Ιταλών αντιφασιστών αναδεικνύοντας συγκλονιστικές στιγμές όπως  τις βομβιστικές επιθέσεις εναντίον των Γερμανών και τα φοβερά αντίποινα επικεντρώνοντας στη φρικτή τραγωδία στις σπηλιές της Αρδέα, όπου εκτελέστηκαν 300 όμηροι Ιταλοί.
Και σαν απάντηση στις θηριωδίες ο έρωτας δίνει το δικό του στίγμα στη ζωή των ηρώων του μυθιστορήματος.

" Ο Σαιντ Ροζ θυμήθηκε όλα αυτά τα πρόσωπα, όλα τα γεγονότα που γνώρισε από τότε που έπεσε από τον ουρανό, μια τσουχτερή μέρα του χειμώνα, στα παράλια της θάλασσας της Ιταλίας. Κάτι το λυπητερό και το ενθουσιαστικό μαζί τον είχε κυριέψει σάμπως, στη Ρώμη, την άνοιξη του χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα και στα εικοσιοχτώ του χρόνια είχε πλησιάσει το μυστήριο της ίδιας του της ύπαρξης. Και τη στιγμή που ήταν να αποχαιρετήσει το Λούκα και τον αδελφό του είχε την αίσθηση πως αποχαιρετούσε μαζί και τη νιότη του, και πως απ' εδώ και πέρα δε θα' ναι αυτή πίσω του παρά μια φούχτα χιόνι στο κοίλωμα ενός βράχου".

Στον πρόλογο και στον επίλογο ο συγγραφέας σε παρένθετο ρόλο αφηγητή από τη στιγμή που πληροφορείται ότι ζει ο Σαιντ - Ροζ μέχρι και τη συνάντησή τους κατά την οποία μαθαίνουμε ό,τι δεν περιέχεται στις αναμνήσεις του νεαρού αεροπόρου.

"Αυτόν τον αξιωματικό της αεροπορίας με το ασημένιο σήμα των πιλότων πάνω στη "μπατλ - ντρες" του, τον ήξερα περίφημα: Σαιντ - Ροζ! Ζακ Σαιντ - Ροζ!
- Μα έγώ σε είχα για πεθαμένο! Από πού ξετρύπωσες, Λάζαρε; Μου είχαν αναφέρει πως πάνω στο "Μαρώντερ" του είχε χαθεί στη θάλασσα επιστρέφοντας από μια αποστολή πάνω από την Ιταλία. Σύντομα μου διηγήθηκε πώς τη σκαπούλαρε.
- Ωραία ιστορία! Αν την έκανα άρθρο;
- Παράτα τα.
- Έλα να πιεις κάτι!
- Ευχαριστώ. Βιάζομαι. Χρειάζομαι το τζιπ σου.
- Να σου δανείσω τη " Λαίδη Πάμελα"; Τρελάθηκες;
- Τη χρειάζομαι αμέσως.
- Η αλλαγή στις ταχύτητές της απαιτεί μια λεπτότητα στην αφή που μόνο εγώ την έχω.
- Τότε συνόδεψέ με.
Φύγαμε από το μπαρ, ο Ζακ μού διηγήθηκε πως το πρωί, χαράματα, είχε βομβαρδίσει μ' ένα σχηματισμό από δεκαπέντε Β26 ένα σιδηροδρομικό κόμβο όχι μακριά από τις γερμανικές γραμμές. Ο πίσω πολυβολητής του είχε δεχτεί ένα θραύσμα οβίδας καταπρόσωπο. Σπασμένη μασέλα, το ένα μάτι πειραγμένο. Διαταγή να προσγειωθούν στο πιο κοντινό έδαφος, στη Ρώμη δηλαδή, να παραδώσουν τον τραυματία σ' ένα νοσοκομείο και να ξαναγυρίσουν ύστερα στο στόλο στη Σαρδηνία. Ερχόταν λοιπόν από το νοσοκομείο και γύρευε μεταφορικό μέσο για να συναντήσει το πλήρωμά του.
- Μίλα καθαρά, του είπα. Το νοσοκομείο ή η βάση μπορούσαν να σε βγάλουν απ' τη δυσκολία. Δεν είναι που σιχαίνομαι να σε κάνω βόλτα στη Ρώμη! Ακόμα πιο πολύ γιατί η χαρά μου που σε ξαναβλέπω, σε βλέπω άθιχτο, είναι πραγματική.
- Δεν πρόκειται για βόλτα.
- Α, κλείστο! Μυστική αποστολή! Μπράβο! Μπορείς να βασίζεσαι στην εχεμύθειά μου.
Ήταν μάλλον κοντός αλλά με σωστές αναλογίες, με λεπτό πρόσωπο, λυπημένο βλέμμα. Είχαμε κάνει το ταξίδι Μασσαλία - Αλγέρι πάνω στο ίδιο φορτηγό, λίγο πριν απ' την απόβαση των Συμμάχων στη Βόρειο Αφρική.
Για ν' αποφύγω να μου δανείζονται τη " Λαίδη Πάμελα" λίγο ή πολύ οριστικά, την είχα αφήσει σ' ένα στρατιωτικό γκαράζ στη φύλαξη ενός Μ.Ρ. και για μεγαλύτερη ασφάλεια το βολάν της ήταν δεμένο με ατσαλένια αλυσίδα και κατάλληλη κλειδαριά. Έδειξα το πάσο μου στον Μ.Ρ. και παρακάλεσα τον Σαιντ - Ροζ ν' ανεβεί πλάι μου. Έξω ο φλογερός ήλιος του Ιούλη πονούσε τα μάτια.
- Πού πάμε;
- Θα σε οδηγήσω.
Πριν να γυρίσει στο αεροδρόμιο είχε να κάνει δύο επισκέψεις. Ακολούθησα λοιπόν τις οδηγίες του και στο δρόμο τον έβαλα να μου περιγράψει πώς πέρασε τ' Αββρούζια με τους συντρόφους του της απόδρασης. Ύστερα από μια μακριά, εξαντλητική πορεία μέσα στα χιόνια, μέσα από μιαν ανισόπεδη περιοχή, είχαν φτάσει στα προχωρημένα φυλάκια της 8ης Βρετανικής Στρατιάς. Δυό εγγλέζοι φαντάροι μέσα από ένα μπλοκχάους τους είχαν φωνάξει: " Come on boys" κι απ' τις φωνές αυτές που τις έπνιγε ο παγερός αέρας είχαν καταλάβει πως έφτασαν. Ήταν ξημέρωμα. Θυμόταν πως παντού είχε αναθεματισμένα συρματοπλέγματα, μα πως το φως έτρεμε πάνω απ' τις κορφές. Εγώ πάλι του είπα τα νέα για μερικούς κοινούς μας φίλους , ιδιαίτερα για το Σερζ Λονζερώ, που πληγώθηκε στη μεγάλη επίθεση εναντίον της Ρώμης.
Σε λίγο το τζιπ χώθηκε σε μια μικρή πλατεία. Ο Σαιντ - Ροζ κατέβηκε, πήγε και χτύπησε την πόρτα σ' ένα μέγαρο. Του άνοιξε ένας άντρας, καμπουριασμένος, αδύνατος, με κουρασμένο κεφάλι. Χοντρό χωριάτικο κεφάλι.
- Θα' θελα να δω τη Μαρκέζα Βίττι.
- Τη Μαρκέζα; Μα, κύριε, έχει φύγει.
- Πού πήγε;
- Στο Βιτέρμπο. Στο μεγάλο της γιο. Έχουν ένα χτήμα εκεί πέρα.
- Ξέρω. Δεν υπάρχει κανείς στο σπίτι; Τι έγιναν η Σοφία κι ο Τζιάκομο;
- Α, τους ξέρετς;
- Όταν κατεχόταν η Ρώμη από τους Γεραμνούς κρύφτηκα εδώ.
- Καταλαβαίνω. Η Σοφία κι ο άντρας της ακολούθησαν τη Μαρκέζα.
- Και ο κύριος και η κυρία Παβόνε;
- Κι αυτοί φύγανε, αλλά πήγαν στην οικογένεια της Κυρίας, στο Μπεναβέντε.
- Πώς είναι;
- Η Κυρία είναι πολύ άρρωστη.
- Τι αρρώστια;
- Έκανε κατάχρηση από υπνωτικά, φάρμακα κάθε λογής. Ξέρετε πόσο η ζωή στη Ρώμη εκείνο τον καιρό στραπατσάριζε τα νεύρα.
- Πότε άρχισε η αρρώστια της;
- Δεν ξέρω.
- Όταν απόδρασα στις αρχές του Απρίλη εκείνη ήταν καλά.
- Νομίζω πως η Σοφία μού μίλησε ακριβώς για τις αρχές του Απρίλη! Μην ξεχνάτε πως λίγο πριν ήταν εκείνη η φριχτή τραγωδία στις σπηλιές της Αρδέα.
- Πράγματι.
- Κι η Μαρκέζα λυπήθηκε πάρα πολύ. Τώρα κι οι δυό τους συνήρθαν.
- Χαίρομαι.
Κοίταξα τον Σαιντ - Ροζ. Για κάποιον που χαιρόταν είχε ύφος μάλλον σαστισμένο. Καταλάβαινα ωστόσο πως θα ήθελα να χαιρετήσει εκείνους που με κίνδυνο της ζωής τους τον είχαν βοηθήσει να γλιτώσει από τους Γερμανούς. (...)
(...) Πέρασα πλάι στον Τίβερη που άστραφτε κάτω απ' τον πυρακτωμένο ουρανό κι ο Σαιντ - Ροζ με παρακάλεσε ύστερα να πάρω ένα δρόμο, ύστερα άλλον ώσπου σταμάτησα μπρος σ' ένα μεγάλο κίτρινο κτίριο.
Έκανε πολλή ζέστη. Μόλις έβρισκες λίγη σκιά ένιωθες ανακούφιση. Ένας τρελός ήλιος στριφογύριζε πάνω απ' τις σκεπές και σκέφτηκα εκείνους που μάχονται στα βόρεια της Ρώμης και που θα πήγαινα να συναντήσω την επαύριο. Αφού πήρα τα κατάλληλα μέτρα με τη " Λαίδη Πάμελα", μπήκα μαζί με τον Σαιν - Ροζ στο διάδρομο.
- Σε συνοδεύω, είπα, εκτός αν σου φαίνομαι αδιάκριτος.
- Έλα, λοιπόν.
- Κρύφτηκες κι εδώ πέρα;
- Όχι.
Έβλεπα πως ήταν σκεφτικός και αρνιόταν να μου φανερώσει τις σκέψεις του. Πάνω στην πόρτα, μόλις βγήκα από το ασανσέρ διάβασα: Τσ. Φιλαντζέρι. Μια ηλικιωμένη κυρία μάς υποδέχτηκε. Ήταν η ίδια η κυρία Φιλαντζέρι. Επειδή μιλούσε πολύ σιγανά το μόνο που κατάλαβα ήταν πως ο άντρας της απουσίαζε. Μα ο Σαιντ - Ροζ φάνηκε ξαφνικά τόσο συγκινημένος που αφουγκράστηκα πιο καλά. Και πράγματι αυτός ο Φιλαντζέρι, γλύπτης, απουσίαζε για πάντα. Σα να λέμε ολότελα πεθαμένος. Είμασταν μέσα στο διαμέρισμα όπου βασίλευε μια ξεκουραστική δροσιά. Έμαθα τότε πως ο δύστυχος αυτός είχε δολοφονηθεί από τους ναζιστές στις αρδεατικές ακτές. Περιττό να εκνευρίζεσαι για "άρθρο", την ιστορία την είχαν παραεκμεταλλευτεί οι πιο πολλοί συνάδελφοι. Αδιάφορο. Η γριά κυρία εξήγησε πως ο άντρας της βρισκόταν σε μια κατηγορία εγκλείστων που δεν έπρεπε να περιλαμβάνονται στους καταλόγους των ομήρων. Κανείς ως τώρα δεν είχε μπορέσει να ξεδιαλύνει κάτω από ποιες περιστάσεις είχε περιληφθεί στη σφαγή. Δεν έκλαιε, αν κι η φωνή της έτρεμε. Τα κουρασμένα μάτια της, τριγυρισμένα από ξερά πετσιά, κοίταζαν τον Σαιντ - Ροζ με μιαν απελπισμένη έκφραση. Είχα δει πολλά πράγματα σ' αυτόν τον πόλεμο, μα ο πόνος ενός γέρου με συγκινούσε περισσότερο από πολλών άλλων. Ο Σαιντ - Ροζ της είχε πιάσει τα χέρια και της μιλούσε πολύ σιγανά τόσο, που δυστυχώς δεν μπόρεσα να καταλάβω τίποτε απ' όσα έλεγε. Τους άφησα και μπήκα στο ατελιέ. Ήξερα πως απ' την αρχή του Ιουλίου οι Ιταλοί δουλεύαν για να ξεθάψουν τα πτώματα μέσα σ' αυτές τις σπηλιές που οι ναζί τις είχαν φράξει με νάρκες. Ήξερα πως μόλις είχαν ανακαλύψει τις δυό πελώριες πυραμίδες με τα θύματα, με μιαν απαίσια μυρωδιά, μέσα σε μιλιούνια σκουλίκια, γιγάντιες μύγες και πως ποντίκια φώλιαζαν ως και στα συντριμμένα κρανία. Το παράθυρο του ατελιέ έβλεπε πάνω στο φλογισμένο ουρανό. Ανάμεσα στα κιγκλιδώματα της ταράτσας φαίνονταν κομμάτια από το πανόραμα της Ρώμης, σκεπές με στρογγυλά κεραμίδια, καμπαναριά, θόλοι ασπρισμένοι από τη θύελλα του ήλιου..."

Αξίζει να προσεχτεί η μετάφραση του Στρατή Τσίρκα και για έναν επιπλέον λόγο.
" Γιατί, όμως, ο κύριος όγκος του μεταφραστικού έργου του Στρατή Τσίρκα κυκλοφορεί μεσούσης της απριλιανής χούντας; Τον Μάιο η απριλιανή δικτατορία απαγορεύει την κυκλοφορία του μυθιστορήματος-ποταμού «Ακυβέρνητες Πολιτείες». Ο Τσίρκας σταματάει, όπως και πολλοί άλλοι συγγραφείς, να δημοσιεύει δικά του κείμενα, αντιδρώντας έτσι στην προληπτική λογοκρισία που επιβάλλει η δικτατορία. Στο διάστημα αυτό κυκλοφορούν μόνο μεταφράσεις του"
Ο Τσίρκας έγινε μεταφραστής για να μη σιωπήσει .



Εμμανουέλ Ρομπλές, Μια Ιταλική Άνοιξη, μετφρ. Στρατής Τσίρκας, Κέδρος, Αθήνα 1982, 2η έκδοση

Ο Εμμανουέλ Ρομπλές γεννήθηκε στο Οράν ( Αλγερία ), στα 1914 από εργατική οικογένεια. Σπούδασε στο Αλγέρι, στην Ecole Normale και κατόπιν στη Faculte des Lettres, όπου συνδέθηκε με τον Αλμπέρ Καμύ.
Μετά τη λήξη του πολέμου αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Έγραψε πολλά μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα.
Το μυθιστόρημά του " Les hauteurs de la ville" βραβεύτηκε με το Prix Femina, ενώ με το θεατρικό του έργο " Montserrat" επιβλήθηκε ως θεατρικός συγγραφέας πρώτης σειράς. 
Συνεργάστηκε με τον Εκδοτικό οίκο Le Seuil, και διεύθυνε τη σειρά " Mediterranee", από όπου παρουσιάστηκαν στο γαλλικό και στο διεθνές κοινό αξιόλογοι συγγραφείς των χωρών της Μεσογείου.



Δεν υπάρχουν σχόλια :