Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Άγγελος Πεπτωκώς


Στις 25 Απριλίου 2020 πέθανε σε ηλικία 85 ετών ο Περ Όλοβ Ένκβιστ , ένας από τους σπουδαιότερους Σουηδούς συγγραφείς. Το έργο του θεωρείται εμβληματικό και χαρακτηρίζει τη σκανδιναβική λογοτεχνία του 20ουαι. Μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, τα γραπτά του μεταφράσθηκαν σε δέκα γλώσσες -από το «Κρυστάλλινο μάτι» που εκδόθηκε το 1961 μέχρι το «Βιβλίο των παραβολών», το 2013.
Ο Περ Όλοβ Ένκβιστ γεννήθηκε το 1934 στο Βέστερμπότεν της Σουηδίας, πρωτοεμφανίστηκε στα 1961 με το μυθιστόρημα " Το κρυστάλλινο μάτι" και καθιερώθηκε με το δεύτερο βιβλίο του " Ο πέμπτος χειμώνας του υπνωτιστή".
 Το πρώτο έργο του που κυκλοφόρησε στα ελληνικά είναι το " Άγγελος Πεπτωκώς"
Ο " Άγγελος Πεπτωκώς" , ένα μυθιστόρημα αγάπης, έγινε δεκτό με διθυραμβικά σχόλια όταν κυκλοφόρησε στη Σουηδία το 1988. Θεωρήθηκε από" τα πιο σημαντικά της νεότερης σκανδιναβικής λογοτεχνίας", "πρωτότυπα και αριστοτεχνικά γραμμένο", " ότι ο συγγραφέας κινείται  αδιάκοπα κοντά στο όριο του ανθρώπου" και ότι είναι " αυτό το ολιγοσέλιδο, μεγάλο μυθιστόρημα, αυτό το τρομακτικό και όμορφο αφήγημα αγάπης".
Από αυτό το μυθιστόρημα είναι το απόσπασμα που ακολουθεί,  πολύ μικρή συμβολή στη γνωριμία με το έργο του.

Το όνομά του ήταν Πασκουάλ Πινόν κι είχε γεννηθεί με δύο κεφάλια.
Το δεύτερο κεφάλι ήταν κεφάλι γυναίκας.
Υπήρχε πάντοτε μια στιγμή σύγχυσης όταν μιλάγανε για τον Πινόν - για "εκείνον" ή "εκείνους", κανείς δεν μπορούσε ν' αποφασίσει με σιγουριά. Όταν οι πρώτες φήμες για την παράδοξη ιστορίας της αγάπης τους διαδόθηκαν στον κόσμο, εκεί γύρω στο Φεβρουάριο του 1922, οι δυο τους βρίσκονταν σ' ένα ορυχείο στο βόρειο Μεξικό. Εκεί βρίσκονταν, εκεί εκτελούσαν την αποστολή τους, που κατ' αρχήν δεν ήταν εργασία, αλλά μάλλον παρουσία.
Ήταν παρόντες. Ήταν επίσης παγιδεμένοι. Αυτή ήταν η αποστολή τους στη ζωή.
Μπορούμε να πούμε: Εκείνη την άνοιξη του 1922 έγιναν ορατοί. Οι φήμες έφτασαν μέχρι τον πολιτισμένο κόσμο, και μέχρις έναν ιμπρεσάριο στο Σαν Ντιέγκο, ονόματι Τζων Σίντελερ.
Τους αναζήτησε, τους έκανε ορατούς, όταν τους είδε τότε φανερώθηκαν. Υπήρχαν και πριν αλλά δε φαίνονταν. Έτσι γίνεται με πολλούς ανθρώπους. Αυτός όμως τους έκανε ορατούς. Τους ονόμασε ανδρόγυνο, το διασημότερο ζευγάρι εραστών στην αμερικάνικη δύση, αρχικά ένα παράδειγμα αδιασάλευτης δυστυχίας και αργότερα αδιασάλευτης ευτυχίας.
Αχώριστοι στο θάνατο, ένας γάμος για καλό και για κακό, αλλά και αδύνατο να διαλυθεί. Μπορούμε να πούμε: μας τους παρουσίασε, σαν έμβλημα.
Όταν τον ανακάλυψαν, ο Πινόν βρισκότανε μέσα σ' ένα χαλκωρυχείο στο βόρειο Μεξικό. Από πού ερχότανε, δεν ξέρει κανείς. Κανείς δεν ξέρει πού γεννήθηκε ή πότε, κανείς δεν ξέρει ποιοι ήταν οι γονείς του. Ίσως να ντρέπονταν· όταν πέθανε δεν ήρθε κανένας συγγενής. Πιθανότατα είχε γεννηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1880, ήταν η πιο αληθοφανής εκδοχή. Είχε γεννηθεί τέρας.
Τέρας είναι η σωστή περιγραφή του. Αυτήν χρησιμοποιούσε και ο ίδιος.
Το ένα του κεφάλι, το κάτω, ήταν κεφάλι ανδρός, απόλυτα κανονικό, ίσως και όμορφο. Το ανδρικό του κεφάλι το κρατούσε πάντα πολύ ψηλά και ίσια, με μια θλιμμένη αξιοπρέπεια. Είχε πυκνά γένια, καλοπεριποιημένα. Πάνω όμως από αυτό το κεφάλι είχε φυτρώσει ένα άλλο κεφάλι, που ξεπρόβαλε σαν μπουμπούκι από το μέτωπό του ή σαν φυλακισμένος που προσπαθεί απελπισμένα να ξεφύγει διαπερνώντας τον τοίχο της φυλακής, χωρίς να το πετυχαίνει και καταδικάζεται σε ισόβια φυλάκιση κτισμένος ο μισός μέσα στον τοίχο.
Το άλλο, το επάνω, ήταν κεφάλι γυναίκας. Τα δυο κεφάλια του Πασκουάλ Πινόν τα βλέπει κανείς σε μια σειρά φωτογραφίες του '20 κα του '30· την τελυταία την πήρανε λίγες μόνο μέρες πριν πεθάνει. Άλλωστε τότε ήταν κιόλας διεθνώς αρκετά διάσημος και μια βιογραφία του δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του· τη βιογραφία A Monster's Life, την είχε γράψει ο ιμπρεσάριός του, ο Τζων Σίντελερ.
Φωτογραφίες υπάρχουν πολλές.
Δίνουν όλες την εντύπωση θλίψης και αξιοπρέπειας· λες και τα δυο κεφάλια κοιτάζανε πάντα το φακό γνωρίζοντας ότι αργότερα κανείς δε θα τους καταλάβαινε ποτέ, ότι αυτοί που κοιτάζανε τις φωτογραφίες δεν θα καταλάβαιναν ποτέ. Μπορούμε να πούμε: Ο Πασκουάλ Πινόν κουβαλούσε το δεύτερό του κεφάλι όπως ένας μεταλλωρύχος φοράει τη λυχνία στο μέτωπό του. Έτσι κι εκείνος την κουβαλούσε σ' όλη του τη ζωή: όπως ο μεταλλωρύχος κουβαλάει τη λυχνία του στο σκοτάδι όπου διάλεξε ο ίδιος να ζήσει, με τον ίδιο τρόπο και κείνος την κουβαλούσε διασχίζοντας το απίστευτο φως της ζωής. Από τη δική του λυχνία όμως δεν έβγαινε φως. Οι φωτογραφίες λένε κάτι άλλο: μάλλον μέσα απ' αυτή τη λυχνία εισχωρούσε το σκοτάδι ορμητικά, μέσα της και μέσα του.

Στην αρχή δεν είχαν μπορέσει να το φανταστούν.
Ότι δηλαδή το πάνω κεφάλι είχε στ' αλήθεια δική του προσωπικότητα, ότι ήταν ένα άτομο, ένας άνθρωπος. Αφού στον ορισμό του ανθρώπου ενυπάρχει κάτι πιο μεγάλο, κάτι πιο απόλυτο. Ο Πινόν ήταν πάντα για όλους " Αυτός". Τα όρια του ανθρώπου μπορούν έτσι κι αλλιώς να χαραχτούν μόνο με έναν τρόπο: γύρω από τον άνθρωπο τον άνθρωπο τον ίδιο ως ολότητα. Επομένως εκείνη ήταν δικό του κομμάτι.
Μετά άρχισαν να τον θεωρούν ως "Αυτοί".Ο λόγος ήταν πολύ απλός: Κατάλαβαν, στο τέλος, ότι και κείνος αυτό έκανε. Της έδωσε ένα όνομα: Μαρία. Τότε κατάλαβαν. Και τότε άρχισε να υπάρχει και κείνη.
Στην αρχή υπήρχε μόνο αυτός. Μετά της έδωσε ένα όνομα. Και τότε άρχισε να υπάρχει κι αυτή.
Όλα άρχισαν όταν οι φήμες για την ύπαρξή τους είχαν φτάσει στον πολιτισμένο κόσμο χάρη σ' έναν ιμπρεσάριο στο Σαν Ντιέγκο· τον έλεγαν Τζων Σίντελερ και διηύθυνε έναν από τους μικρούς περιοδεύοντες θιάσους βαριετέ στη δυτική ακτή. Είχε κατέβει μέχρι το Μεξικό για να δει αν οι φήμες ήταν αληθινές, σύμφωνα με τις δικές του διηγήσεις, είχε φτάσει καταϊδρωμένος και κουρασμένος κι έκανε ένα γύρο και ρωτούσε στο χωριό και τους μεταλλωρύχους. Κανένας όμως δεν είχε ακούσει για τέρας με δυο κεφάλια.
Κανένας.
Υπήρχε μάλιστα κι ένα είδος εχθρότητας σ' όσους ρωτούσε και δεν είχε καταλάβει γιατί. Αλλά, όπως κάπως μελοδραματικά γράφει στο βιβλίο του, "ακριβώς πάνω από την είσοδο του ορυχείου ανακάλυψα τότε ψηλά στον ουρανό, ένα λευκό άλμπατρος που, με τεράστιους κύκλους, έμοιαζε να σημαδεύει τον τόπο για μένα: οπλίστηκα κι εγώ με θάρρος και μπήκα, παρ' όλες τις εχθρικές χειρονομίες των ντόπιων μεταλλωρύχων, μέσα στο ορυχείο για να συναντήσω το αντικείμενο των επιθυμιών μου".
Φαίνεται πως έφτασε ως εκεί με δωροδοκίες.
Το πρόβλημα, όπως αποδείχτηκε, ήτανε ότι ο Πινόν υπήρχε στ' αλήθεια, αλλά τον κρατούσανε μέσα στο ορυχείο όχι ως εργάτη αλλά ως όμηρο. Τον κρατούσανε φυλακισμένο για να τους προστατεύει από ατυχήματα. Οι δεισιδαίμονες μεταλλωρύχοι, γράφει ο Σίντελερ, πίστευαν ότι τούτο το τέρας ήταν τέκνο του Σατανά κι ότι μ' αυτόν τον τρόπο, από μια ευτυχή συγκυρία, είχανε όμηρό τους το τέκνο του Σατανά.
Και τώρα τον κρατάγανε να τους προστατεύει από ατυχήματα, μια και δε θα' τανε δυνατόν ο Σατανάς να θέλει να χαλάσει ένα απ' τα παιδιά του αφήνοντας να γκρεμιστεί το ορυχείο.
Όπως έναν " άγγελο πεπτωκότα εξ ουρανών" τον κρατούσαν όμηρο εναντίον του ίδιου του Κακού.
Η διεύθυνση του ορυχείου, με την οποία είχε αρχικά έρθει σ' επαφή ο Σίντελερ, έδειξε ενοχλημένη και ανήσυχη. Δε συμμερίζονταν τις δεισιδαιμονίες των εργατών, ισχυρίστηκαν, αλλά θεωρούσαν πως ο Πινόν με την παρουσία του παρ' όλα αυτά δημιουργούσε ένα κλίμα ηρεμίας στο ορυχείο. Ταυτόχρονα ανησυχούσαν μήπως η υπόθεση βγει στον τύπο και προκαλέσει σκάνδαλο.
Οδήγησαν τον ιμπρεσάριο στον Πινόν.
Τον κρατάγανε σ' ένα μικρό άνοιγμα μιας στοάς. Του δίνανε άφθονο φαΐ και νερό, αλλά τον είχανε πάντα δεμένο. Ήταν ξαπλωμένος σ' ένα ξυλοκρέβατο κι από κάτω του είχε άχυρα και προβιές. Τις ακαθαρσίες του τις φτυαρίζανε κάθε μέρα.
Ο ιμπρεσάριος είχε προφανώς πετύχει στη διαπραγμάτευσή του με τη διεύθυνση, δωροδοκώντας και απειλώντας. Η γνώμη του Πινόν δε ζητήθηκε ποτέ. Μόνο ύστερα από δυο χρόνια, τον ρώτησε κάποιος αν ήταν ευτυχισμένος που τον λευτέρωσαν. Κι είχε τότε απαντήσει κοφτά:
- Το' θελε η Μαρία.
Αυτό όμως ήταν πολύ αργότερα, την εποχή που την έλεγε με τ' όνομά της και ο κόσμος γύρω του είχε καταλάβει ότι ήταν κι αυτή άνθρωπος.

Δε μίλαγε σχεδόν ποτέ για το διάστημα που ήταν στο ορυχείο.
Ανέφερε μια λεπτομέρεια: ότι την είχε τυλιγμένη μ' ένα κομμάτι πανί, για να την προστατεύει. Δεν είπε ποτέ από τι. Ίσως από τις βρομιές ή τα βλέμματα. Στο ορυχείο, έλεγε, ήταν δυστυχισμένοι. Καθόταν στα άχυρα με την αλυσίδα γύρω στα πόδια του και το πανί τυλιγμένο γύρω της, και δεν μπορούσανε να συμφωνήσουνε. Ήταν κρίμα που δεν μπορούσανε να συμφωνήσουνε. Ούτε μια φιλική σκέψη δεν κάνανε ο ένας για τον άλλον, μάλλον εχθρικά σκέφτονταν. Πολλές φορές καθόταν εκεί στο σκοτάδι και τη μισούσε. Μόνο όταν οι εξωτερικές συνθήκες άλλαξαν κάπως και βγήκαν από το ορυχείο, άρχισε η αγάπη τους ν' ανθίζει. Άρχισε ν' ανθίζει για πρώτη φορά το Μάρτη του 1922 κι ύστερα ήταν όλο και καλύτερα.
Στο τέλος, ήταν πια υπόθεση αδιάλειπτης αγάπης με μια πολύ σύντομη εξαίρεση.
Στις συνομιλίες του με την Έλεν Πόρτιτζ, τη νοσοκόμα που τον φρόντιζε εκείνη τα τελευταία χρόνια, είχε διηγηθεί τα πράγματα κάπως έτσι. Μίλαγε με σχετικά σύντομες και σχεδόν ενοχλημένες φράσεις και για το διάστημα στο ορυχείο και για τη σχέση της Μαρίας μαζί του ( όταν ήταν φυλακισμένοι στο σκοτάδι)· είχε πει ότι ποτέ δεν κατάλαβε καλά τι ήθελε εκείνη. Μόνο πως ήτανε δυσαρεστημένη μαζί του. Έμοιαζε μ' ένα μεγάλο μακρύ στεναγμό, ένα ατελείωτα μακρόσυρτο, χαμηλόφωνο κλάμα που μέρα - νύχτα στριφογύριζε στο κεφάλι του.
Γι' αυτό και η σχέση τους δεν ήτανε και τόσο ευτυχισμένη.
Πώς θα μπορούσε να' ναι διαφορετικά, έλεγε. Αφού απ' τη δικιά του μεριά δεν μπορούσε ν' αγαπήσει ένα μακρύ απελπισμένο κλάμα. Ήταν αβάσταχτο. Δεν ήταν καθόλου αγάπη.

Το κεφάλι της ήτανε μικρότερο από το δικό του.
Τη νύχτα τους βγάλανε από το ορυχείο και το άλμπατρος δε φαινότανε πουθενά. Τους έφερε στο ξενοδοχείο και τους καθάρισε. Δεν έγινε με την πρώτη, η βρόμα είχε ριζώσει πάνω τους, αλλά είχε πληρώσει έναν κουρέα να τον βοηθήσει, και τους κούρεψε και τους έλουσε κάμποσες φορές και με κάθε πλύσιμο το πετσί τους άσπριζε· αργά, αργά, σχεδόν μυστηριωδώς, αποκαλύπτονταν τα πρόσωπά τους, όπως μια φωτογραφία γίνεται σιγά σιγά ορατή μέσα στο εμφανιστικό υγρό.
Την άλλη μέρα ταξίδεψαν βόρεια κι ο Πινόν είχε για πρώτη φορά δει τη γυναίκα του στον καθρέφτη.
Ήταν η πρώτη φορά που την είδε. Μετά θα την έβλεπε πολλές φορές. Αργότερα, του άρεσε πολύ να τη βλέπει.

Αργότερα, την έβρισκε όμορφη.
Στον καθρέφτη μπορούσε να δει το πρόσωπό της με τα λοξά, πολύ όμορφα μάτια, τα ψηλά ζυγωματικά, τη λεπτή μύτη. Ό,τι ήτανε άσχημο πάνω του το έβρισκε όμορφο σε κείνη. Όσο ζούσανε στο ορυχείο ντρεπότανε πάντα για κείνη, καταλάβαινε πως η ύπαρξή της τους έκανε αλλιώτικους και ντρεπότανε γι' αυτό. Τότε δεν ήξερε πως ήτανε όμορφη. Μπορούσε μόνο να την αγγίξει με το χέρι του, ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει εκείνο τον καιρό, σήκωνε το χέρι και χάιδευε το πρόσωπό της· και τίποτα απ' ό,τι άγγιζε δεν του φανέρωνε πως τα μάτια της ήταν όμορφα και λοξά κι ότι τα μήλα στο πρόσωπό της ήταν ψηλά σαν τόξα κι ότι η μύτη ήταν λεπτή και τα πτερύγια της μύτης αισθαντικά και το στόμα φίνο· την είχε αγγίξει με το χέρι και νόμιζε ότι ήταν άσχημη. Αφού το είχε μάλιστα δει στα μάτια των μεταλλωρύχων, όταν πλησιάζανε με τις λυχνίες τους και ξεκολλάγανε το πανί γύρω απ' το κεφάλι του, πως ήταν άσχημη. Αλλιώς γιατί αυτός ο τρόμος στα μάτια τους. Και αυτός ήταν ο λόγος που πάντα προσπαθούσε να' χει ένα πανί τυλιγμένο γύρω της. Και τώρα, που ο ιμπρεσάριος πλένοντάς τους, είχε βγάλει τα πρόσωπά τους από το σκοτάδι, τώρα που τους είχε κουρέψει και τελικά τους έδωσε έναν καθρέφτη, τώρα την έβρισκε όμορφη.
Πιο ζωντανά ήταν τα μάτια της: ανοιγόκλειναν συνεχώς, καμιά φορά ανήσυχα, κι άλλοτε θλιμμένα και σιγανά. Μπορούσε κανείς να δει πως παρακολουθούσαν τα πάντα, κινούνταν από τη μια μεριά στην άλλη: αν κάποιος έμπαινε αναπάντεχα στο δωμάτιο τα μάτια αντιδρούσαν, πηγαίνοντας μπρος πίσω, και περνούσαν μερικές στιγμές μέχρι να ηρεμήσουν. Άλλοτε πάλι τα μάτια ανοιγόκλειναν πιο ανυπόμονα σαν να' θελε με τις κινήσεις να προσελκύσει την προσοχή ή να πει κάτι.
Ή, άλλες φορές, όταν εκείνος στέκονταν μπροστά στον καθρέφτη και την κοιτούσε σιωπηλά, σαν να' θελε να του απαγορέψει να κοιτιέται.
Ήταν σαν να' βλεπες δορκάδα παγιδευμένη και ανυπεράσπιστη ν' ανοιγοκλείνει μ' αγωνία τα μάτια· λες και τα μάτια πάσκιζαν να πούνε κάτι, αυτό το κατάλαβαν όλοι με τον καιρό, αλλά τι - όχι - αυτό ήταν αδύνατο να το καταλάβουν.
Μόνο ένας είχε το κλειδί αυτού του μυστικού: ο Πασκουάλ. Μόνον αυτός...

Περ Όλοβ Ένκβιστ, Άγγελος Πεπτωκώς, μετφρ. Ζάννης Ψάλτης, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 1996

Δεν υπάρχουν σχόλια :