Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Θ. Κορνάρος: Θεσσαλονίκη 9-11 του Μάη 1936 (οι αγώνες του Λαού)

Θεσσαλονίκη 9-11 του Μάη 1936 (οι αγώνες του Λαού). Συγγραφέας του βιβλίου ο Θέμος Κορνάρος. Στη μέσα σελίδα αναφέρεται ότι «το μοναδικό αντίτυπο του έργου αυτού βρέθηκε στη βιβλιοθήκη του φίλου Ο.Τ ο οποίος και μας το παραχώρησε».

 Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Ο Θέμος Κορνάρος σε ρόλο ρεπόρτερ αρχικά γράφει «Δυο λόγια σαν εισαγωγή»:

«Με το να προσπαθούμε να σημειώσουμε τη δράση της Γενικής «Ασφάλειας» και των χαφιέδων, σε τούτες τις σελίδες που ακολουθούνε, δε θα πει πως μας ξαφνιάζουνε τα εγκληματικά ένστικτα κι ο σαδισμός των ανθρώπων αυτών. Στο κάτω κάτω αυτά είναι τα προσόντα που ζητάει το κράτος απ’ αυτούς για να τους ταΐσει. Τους διαλέγει όπως ο τσομπάνος τα μαντρόσκυλά του. Και τους περιποιείται και τους μεταχειρίζεται με τον ίδιον ακριβώς τρόπο. Δε μας ξαφνιάζει λοιπόν η διαγωγή εξ επαγγέλματος δολοφόνων, πολύ περισσότερο όταν έχουμε υπόψη διαγωγή υπουργών που ξεπερνάνε κάθε τέτοιο υπάνθρωπο σ’ αυτό το κεφάλαιο.
Γι’ ας μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα: Είτανε η απεργία των κεραμοποιών. Ο Καρτάλης, υπουργός της Εθνικής Οικονομίας. Γυναίκες, άνδρες και παιδιά από 10 χρονώ κι απάνω, μαζευτήκανε από το πρωί όξω από το υπουργείο. Έβλεπες τις χιλιάδες αυτές των ανθρώπων, μέσα στο λιοπύρι, στον ιδρώτα, να φωνάζουνε, να διαμαρτύρονται, να ζητούνε να εξετασθούνε τα αιτήματά τους. Και ταυτόχρονα να μάχονται με τις ομάδες των οπλισμένων αστυνομικών. Όποιος κι αν ήσουνε, θα λύγιζες σ’ αυτό το θέαμα μπροστά. Ο Καρτάλης, θέλοντας να κάμει επίδειξη της ζωώδικης αδιαφορίας του, ρώτησε απαθέστατα έναν υπάλληλο του υπουργείου, «αν δε θα’ τανε σωστό να στείλει μερικές λεμονάδες σ’ αυτούς τους ανθρώπους!…»
- Από το πρωί φωνάζουνε! Θα ξεράθηκε ο λαιμός τους!… Έτσι εξήγησε ύστερα.
Του άρεσε να τους ακούει να φωνάζουνε. Αισθανότανε ηδονή να βλέπει τόσον κόσμο να περιμένει απ’ αυτόνε κάτι και κείνος να μη βιάζεται να δώσει καμιάν απάντηση. Και για να παρατείνει το σαδιστικό ηδονισμό του, ζητούσε σοβαρότατος πληροφορίες αν το καφενείο του υπουργείου είχε αρκετές λεμονάδες. Και την ίδια στιγμή ειδοποιούσε την Ασφάλεια να στείλει περισσότερη δύναμη για να τσακίσει τους απεργούς, που υπερασπίζονται  το ψωμί των παιδιών τους με το έσχατο όπλο άμυνας, τη μαχητική απεργία.

mahs36c

Στη θέση του είναι σήμερα ο καθηγητής Κασιμάτης. Ένας διανοητικός μόρτης που δίνει τώρα εξετάσεις μπροστά στους βιομηχάνους, προσπαθώντας να τους πείσει πως άδικα ως τα σήμερα τον είχανε παραγνωρίσει. Περιεχόμενο στο κεφάλι του μη ζητάει κανένας. Όλη του την «επιτυχία» τη στηρίζει σ’ ένα γνώρισμα εξωτερικό, που ο καθρέφτης τον βοήθησε πολύ να το καλλιεργήσει και να το εκμεταλλευτεί.
Όταν δεν έχει τι να πει, μαζεύει τα χείλια του. Στις άκρες τους, στις δυό γωνιές του στομάτου, σχηματίζονται δυό λακκάκια. Κι όποιος δεν τον ξέρει, βλέποντας αυτή τη διασκευή στο μούτρο του, τόνε παίρνει για δυνατό άνθρωπο, που έχει το κουράγιο να ειρωνεύεται το σύμπαν. Μ’ αυτά τα δυό λακκάκια παραπλάνησε, ξεγέλασε, ανέβηκε σ’ έδρες καθηγητικές και γίνηκε υπουργός. Αντίγραψε σ’ αυτό το κεφάλαιο την ταχτική της κοκέτας  γυναίκας. Και με τον ίδιο τρόπο φαντάστηκε πως μπορούσε ν’ αντικρίσει και την απεργία των καπνεργατών, σαν υπεύθυνος υπουργός.
Μα σαν άκουσε τις δηλώσεις των απεργών του Βόλου, πως «για να βάλουν έστω και έναν απεργοσπάστη στα καπνομάγαζα θα πρέπει να περάσουν πάνω από τα πτώματα των καπνεργατών και καπνεργατριών», τα’ χασε. Και κάλεσε τους φυσικούς του συμβούλους, τους καπνεμπόρους και βιομηχάνους, να λύσουνε το ζήτημα σε συνεργασία με την αστυνομία και τη χωροφυλακή. Από κείνη την ημέρα, Τετάρτη 6 του Μάη, η κυβέρνηση του κράτους περνάει ολοκληρωτικά στα χέρια των δυό Ασφαλειών και των καπνεμπόρων.
Είναι η 8η μέρα της απεργίας των καπνεργατών.»

mahs36d


Στη συνέχεια ακολουθεί σε μορφή ρεπορτάζ η περιγραφή των κινητοποιήσεων των καπνεργατών, η προετοιμασία του κράτους να επέμβει με την αστυνομία, τη χωροφυλακή και το στρατό, παρουσιάζει αναλυτικά τα γεγονότα και τις συγκρούσεις, δίνει παραστατικά την ατμόσφαιρα των ημερών με πλούσιους διαλόγους και πολλές φωτογραφίες.
Ο Μάης του 1936 στη Θεσσαλονίκη με τη  ματιά και την μαχητική  γραφή του Θέμου Κορνάρου .

«Σ’ αυτή τη δολοφονική ενέδρα πέσανε τα 9 ηρωικά παιδιά του λαού. Οι:

Τάσος Τούσης
 Αναστασία Καρανικόλα
Ίντο Σενόρ
Σαλβατόρ Μασαράνο
Δημ. Αγλαμίδης
Ι.Πανόπουλος
Ευαγ. Χόλης
Δ. Λαϊνάς
Ευθ. Αδαμαντίου

Κανένας στη Θεσσαλονίκη δε λέει πια αυτό το μέρος με την παλιά του ονομασία. Λεγότανε πριν Στάσις Κολόμβου. Πεισματικά αγνοούνε οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης αυτή την ονομασία και επιβάλανε μέσα σε λίγες μέρες τη δική τους: Στάσις των 9. Μπορεί να υπάρχει άνθρωπος στην πόλη αυτή να μην ξέρει πού βρίσκεται ο Λευκός Πύργος. Μα στη στάση των 9 ξέρουνε να σε οδηγήσουνε και τα μικρά παιδιά. Το ίδιο γίνεται και σε μερικά άλλα μέρη. Ώρα πολλή βασανιζόμαστε να βρούμε την οδό της Ελένης Σβορώνου. Δεν ξέρανε να μας οδηγήσουνε.
- Πού είναι το καπνεργατικό σωματείο; ρωτούμε.
– Α! εκεί είναι η οδός Σαβρώνου; Πώς την είπες;

Να, από δω θα στρίψετε, θα βγείτε στον τάδε δρόμο. Θα δείτε μια μικρή τρίγωνη πλατεΐτσα με σωρούς χαλίκια. Εκεί είναι.

mahs36e


Έτσι το βρήκαμε. Με μόνη τη διαφορά πως τα χαλίκια έχουνε ακόμα αίμα. Εκεί συγκρούστηκε την Παρασκευή η απεργιακή φρουρά του Κέντρου με τριπλάσιες δυνάμεις έφιππης χωροφυλακής και κατάφερε να κρατήσει επί ολόκληρη ώρα άμυνα εναντίον των συνεχών επελάσεων και της κανονικής βολής. Κείνη την ημέρα έβαψαν αυτά τα χαλίκια με το αίμα τους οι 150 ηρωικοί καπνεργάτες για να διευκολύνουνε την πορεία των υφαντουργίνων προς τη Γενική Διοίκηση.
Πραγματικοί κύριοι της Θεσσαλονίκης γίνονται οι εργάτες, γίνεται  ο λαός όλος. Τ’ απόγευμα της 9ης Μάη. Δε φρουρούνε την πόλη πια οι δολοφόνοι των αστυνομικών τμημάτων. Αυτούς τους έκλεισε ο λαός μέσα στα τμήματα. Τους αφαίρεσε κάθε εξουσία, τους απομόνωσε. Ουσιαστικά τους προφυλάκισε σαν ενόχους φόνων και εκατοντάδων τραυματισμών.
Ένας ρίχνει το σύνθημα: Να κάψουμε τα τμήματα. Μα στη φωνή αυτή της κορυφωμένης αγανάχτησης, απαντά ο λαός που συναισθάνεται βαθύτατα τις υποχρεώσεις που ανάλαβε ως φρουρός της τάξης.
- Τα χτήρια είναι δικά μας!
– Τίποτε να μην πειραχτεί.

Γιατί πραγματικά τ’ απόγεμα του Σαββάτου, η χωροφυλακή είχε μόνη φρουρά τον κυρίαρχο λαό και άμεσο βοηθό του τους στρατιώτες, που τόσο ξεκάθαρα κι αποφασιστικά πήρανε μέρος στον αγώνα υπέρ του λαού. Στους δρόμους επιτηρούνε την τάξη οι καπνεργάτες, οι υφαντουργοί, οι εργάτες γενικά κι ο στρατός. Και σ’ αυτές τις ώρες, μόλο τον αναβρασμό και την αναμπομπούλα, είναι χαραχτηριστικό πως δε σημειώθηκε μήτε το ελάχιστο κρούσμα κλοπής, διάρρηξης ή τραυματισμού, πράματα που είναι καθημερινά, συνηθισμένα επεισόδια, όλο τον καιρό που η αστυνομία «επιβλέπει την τάξη», σε μέρες ησυχίας σχετικής.»

Ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερώνεται στη μάνα, «Η ώρα της μάνας. Σαββατο απόγεμα. 9 του Μάη». Πρώτα η μάνα του  δολοφονημένου 25χρονου σιδερά Δημήτρη Αγλαμίδη, τυφλή γερόντισσα ξεχύνεται στους δρόμους αναζητώντας το παιδί της.

«…Πασπατεύω, παιδί μου, και βρίσκω πλάκες. Κι απάνω στις πλάκες, είναι ξαπλωμένος κάποιος.
– Θα κρυώσει το παιδί μου, σκέφτομαι. Μα μόλις και τον άγγιξα το μπράτσο, κατάλαβα. Κόκαλο, ξυλιασμένο.
Ψάχνω και βρίσκω το προσωπάκι του. Ολόγρο! Κι ο λαιμός του είναι πασαλειμμένος και γλιστρά…
Κατάλαβα τότες! Αίματα του παιδιού μου ήτανε γεμάτα τα χέρια μου.
Τα πιπίλισα, τα ρούφηξα. Του παιδιού μου ήτανε…
(κλαίει. Οι λυγμοί την πνίγουνε). Ύστερ’ από λίγο συνεχίζει:
– Με τραβούνε να με πάρουνε. Ποιοι ήτανε; Γιατί με παίρνανε από το παιδάκι μου, δεν κατάλαβα τίποτες παιδί μου…»


mahs36f
Μετά η  τραγική φιγούρα της μάνας του 22χρονου επινικελωτή Ίντο Σενόρ και η μάνα του 23χρονου λαστιχά Γιάννη Πανόπουλου, που σκούπισε τα δάκρυα της, έσφιξε την καρδιά της και ρίχτηκε στη δουλειά για κείνους που απομείνανε, για τις οικογένειες των δολοφονημένων.

«Οι καμπάνες χτυπούνε πένθιμα το πρωί της Κυριακής. Καλούνε το λαό να κηδέψει τα 9 θύματα της χτεσινής σφαγής. Δεν έδωσε κανείς το σύνθημα. Όμως δεν έμεινε βουβή καμιά καμπάνα, από τις μεγάλες ως τα ξωκλήσια. Όλος ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους. Νέοι γέροι, γυναίκες και παιδιά απ’ όλες τις συνοικίες και τους συνοικισμούς ξεκινούν για το νεκροταφείο, κρατώντας λουλούδια στα χέρια, μαύρες σημαίες ή πλακάτ με τέτοια συνθήματα:
- Κάτω ο δολοφόνος Μεταξάς!
– Στο σκαμνί ο Ντάκος!
– Τους σκότωσαν για ένα κομμάτι ψωμί.
– Εκδικηθείτε το αίμα των αδελφιών μας.

Οι μικρές ομάδες γίνονταν γρήγορα μεγάλες διαδηλώσεις. Απ’ όπου περνούν μαζεύουν λουλούδια. Από τη γλάστρα του φτωχόσπιτου που προσφέρει με συγκίνηση, ως τον ανθόκηπο της έπαυλης που δίνει από φόβο. Οι κοπέλες πλέκουν στεφάνια για τα φέρετρα και τους τάφους των νεκρών και σκορπίζουν λουλούδια σ’ όλα τα σημεία των δρόμων που βάφτηκαν από το αίμα των δολοφονημένων αδερφιών τους.
Όσο κατεβαίνουν στους κεντρικούς δρόμους, οι διαδηλώσεις ογκώνονται. Η οδός Εγνατίας και οι πάροδοι έχουν πλημμυρίσει από μια φουρτουνιασμένη λαοθάλασσα. Απ’ όλες τις γωνιές ξεπετιούνται ομιλητές κι αδιάκοπα ο αέρας ανταριάζεται απ’ την κραυγή:
- Εκδίκηση!
Μπρος στο  Γ΄ αστυνομικό τμήμα υπάρχει ισχυρή στρατιωτική δύναμη για να φυλάξει τους δολοφόνους, τους Ντάκους, από την οργή του λαού. Η συγκίνηση του πλήθους μεταδίδεται στους φαντάρους. Κι όταν η διαδήλωση φτάνει κοντά τους, αγκαλιάζονται με το λαό(….) Η μάζα των διακοσίων χιλιάδων λαού που’ θαψε τους νεκρούς της κατεβαίνει σ’ έναν απέραντο όγκο, κυριευμένη από μια ασυγκράτητη ορμή(…)
Το τεράστιο συλλαλητήριο, που’ γινε το μεσημέρι στην πλατεία  Ελευθερίας, έδειξε στους εχθρούς του λαού πως η μάζα πλημμύριζε από μια αποφασιστικότητα ακατάβλητη. Για να  την αντιμετωπίσουν, χρειάζονται μεγάλες δυνάμεις. Κι άρχισαν να κουβαλούν. Έφεραν στίφη χωροφυλάκων, ολόκληρα συντάγματα, πυροβολικά, πολυβόλα, ιππικά, αεροπλάνα, πολεμικά καράβια και περίμεναν τη νύχτα.
Ο λαός δε χάρηκε παρά μια μέρα την κυριαρχία του. Μα η μέρα αυτή του’ δειξε το δρόμο για να αποκτήσει την ελευθερία του και να επιβάλει την οριστική του κυριαρχία».

mahs36b 
«Θέμος Κορνάρος, Θεσσαλονίκη 9-11 του Μάη 1936 (οι αγώνες του Λαού)», εκδόσεις χρόνος, Αθήνα 1981
Οι φωτογραφίες από το βιβλίο.

(Αφιέρωμα του περιοδικού στη ζωή και το έργο του Θέμου Κορνάρου, με αφορμή την εκδήλωση προς τιμήν του στις 6 Μάη 2015)

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Εκδήλωση αφιερωμένη στον Θέμο Κορνάρο

 Ο Θέμος Κορνάρος γεννήθηκε το 1906 στο χωριό Σίβα της επαρχίας Μεσσαρά της Κρήτης. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Οικογένεια πάμφτωχη, δεν μπορούσε να προσφέρει σχεδόν τίποτε στα παιδιά της. Οι γονείς του ήταν αγρότες αν και ο πατέρας του «άσκησε» τον περισσότερο καιρό το «επάγγελμα» του οπλαρχηγού. Ο Θέμος Κορνάρος, σχεδόν παιδί, δούλεψε σε διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα μέχρι και την Κατοχή. Συνελήφθη για τις ιδέες του το 1947 και εξορίστηκε ως το 1952. Πέθανε το 1970, ενώ η κατάστασή του, τα τελευταία χρόνια, δεν ήταν καλή και λόγω της δικτατορίας ο θάνατός του πέρασε απαρατήρητος. Από την κύρυξη της δικτατορίας μέχρι και το θάνατό του (από ποια αιτία; Η Έλλη Αλεξίου λέει από πλήρη ένδεια) δεν υπάρχουν ή δε μας έχουν διασωθεί στοιχεία για τη ζωή του. Περίεργο αν σκεφτεί κανείς πόσο αγαπητός ήταν και πόσες σχέσεις είχε με τους συναδέλφους του. Βεβαια είναι μια περίοδος δύσκολη, με το Κομμουνιστικό Κόμμα και τα μέλη του στην παρανομία.
Τριάντα πέντε χρόνια από το θάνατό του και πολύ λίγα έχουν γραφτεί για αυτόν και το έργο του. Ελάχιστα γνωστό στις νεότερες γενιές. Άδικο για κάποιον που καταξίωσε με την τέχνη του και τη ζωή του την ιδέα του κομμουνισμού. Για κάποιον που με το έργο του κήρυξε την πίστη του στο λαό και στους αγώνες του. Αυτό που χαρακτηρίζει το έργο του είναι ότι σε καιρούς δύσκολους κήρυξε τη μαχητικόττα, την αισιοδοξία, την ελπίδα, την καλοσύνη, την αγάπη και την ανθρωπιά.
Με αφορμή τα τριάντα πέντε χρόνια από το θάνατό του ο Δήμος Αγίων Αναργύρων μαζί με τον Σύλλογο Φιλολόγων Δυτικής Αθήνας και το περιοδικό μας (ΑΤΕΧΝΩΣ), τιμούμε τον αγωνιστή λογοτέχνη, ο οποίος για τη δράση και τα έργα του γνώρισε αμείλιχτους και σκληρούς διωγμούς.

Η εκδήλωση θα γίνει την ΤΕΤΑΡΤΗ 6 ΜΑΗ 2015, στις 7 το απόγευμα, στο ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ «ΣΠΥΡΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ» (Ηρώων Πολυτεχνείου 39 και Αρετής, Άγιοι Ανάργυροι)
Χαιρετισμό θα απευθύνει ο Δήμαρχος Αγίων Αναργύρων Νίκος Σαράντης
Θα μιλήσουν:
Ηρακλής Κακαβάνης, Δημοσιογράφος – Συγγραφέας, συνεκδότης του περιοδικού ΑΤΕΧΝΩΣ Σοφία Μπαρδάνη – Σημαντήρη, πρόεδρος του Συλλόγου φιλολόγων Δυτικής Αθήνας  και μέλος της Επιτροπής Κρίσεως Νέων Μελών της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών 'Αννεκε Ιωαννάτου, φιλόλογος – κριτικός λογοτεχνίας
Θα χαιρετίσουν:
Γιώργος Φαρσακίδης, ζωγράφος – συγγραφέας, συνεξόριστος του Θέμου Κορνάρου Ιφιγένεια Πανέτσου, απόγονος του συγγραφέα
Θα προβληθεί 5λεπτο ντοκιμαντέρ για το Στρατόπεδο Χαϊδαρίου σε επιμέλεια Μαρίας Καϋμενάκη – Ζωής Οικονόμου
Την εκδήλωση θα «ντύσει» μουσικά ο Δημήτρης Κανέλλος με το συγκρότημά του.
Θα συντονίσει ο Αλέκος Πούλος, ποιητής, πρόεδρος της Επιτροπής Κρίσεως Νέων Μελών της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν (Β). Τέταρτο μέρος (τελευταίο): «Όμως εμάς ο σοσιαλισμός μάς χάρισε από μια Ιθάκη στον καθένα μας…»


Γράφει η ofisofi // atexnos

Είναι πολύ σημαντικό να ακούσουμε τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο να σχολιάζει όλη αυτήν την κατάσταση και να δούμε μέσα από την κριτική ματιά του πώς αξιολογεί την πορεία του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση αλλά και τη μορφή του και το τι σημαίνει τελικά για την καθημερινότητα των ανθρώπων ο σοσιαλισμός. Τι σχέση έχει με την εποχή μας, το παρόν και το μέλλον μας.

«Είναι ανάγκη να επιμείνει η σημερινή αντίληψη στους ίδιους τους αρνητικούς μηχανισμούς μέσα σ’ εκείνη την κοινωνία που την έφεραν ως την καταστροφή. Ο σοσιαλισμός, αυτός ο ίδιος  ο λεγόμενος υπαρκτός σε αντιδιαστολή με τον ονειρεμένο, δεν ήρθε για να φύγει, αλλά για να μείνει. Κι εδώ χρειάζεται προσοχή. Η ιστορία προειδοποιεί  για  τους επερχόμενους σεισμούς. Έρχεται κι ο σοσιαλισμός, όπως τα καινούργια φύλα τα χρόνια των μεγάλων μεταναστεύσεων, όσες φορές και να τα γύρισαν πίσω εκείνα ήρθαν και ξανάρθαν, στο τέλος έμειναν και ρίζωσαν. Δεν γίνεται αλλιώς, έτσι θα πάει και με τον σοσιαλισμό. Και πρέπει  να σκέφτεται  κανείς ότι θα έρχεται ολοένα και δριμύτερος, ολοένα και λιγότερο σαν όνειρο, θα έρχεται σαν μια ανάγκη σκληρή – σκληρή, αδυσώπητη κι αναπότρεπτη. Ο κόσμος πρέπει να την συνηθίζει κι αυτή τη σκέψη. Ότι ο σοσιαλισμός – αυτό που αποτελεί σήμερα το ιστορικό του περιεχόμενο – όσο περισσότερο τον ταλαιπωρούν και τον καθυστερούν, τόσο τον αγριεύουν, τόσο τον παραχαράζουν, ότι από ευχή και όνειρο θα γίνεται όλο και πιο αναγκαίο κακό και τα πράγματα θα δυσκολεύουν, πρέπει όλοι να το σκέφτονται και να το συνηθίζουν και ακριβώς από την άποψη αυτή η πείρα που έχει αφήσει το σοβιετικό παράδειγμα, σαν μια πρώτη ισχυρή γεύση, μπορεί να είναι πολύτιμη – και η καλή του πείρα και η κακή, η τελευταία κυρίως. Αυτή μπορεί να δώσει πολύ χρήσιμη γνώση στην προσπάθεια για έναν καλύτερο  εκπολιτισμό και εξανθρωπισμό, μια όσο τον δυνατόν ανθρώπινη αγωγή σε καταστάσεις που κινούν κι έρχονται σαν τα φυσικά φαινόμενα.
Να ξεδιπλώσω λίγο ακόμα τη σκέψη μου: αυτό που ονομάζουν υπαρκτό σοσιαλισμό και το κατακρίνουν, πουθενά δεν έφυγε, εδώ είναι και τώρα. Κι όχι εκεί, στη Ρωσία, αλλά εδώ σ’ εμάς, είναι παντού. Για μένα δεν αποτελεί καθόλου πρόβλημα να τον αναγνωρίζω κάθε μέρα εδώ στους δικούς μας δρόμους, μέσα σε τούτη τη δική μας ζωή, στις σχέσεις των ανθρώπων και στις σκέψεις των ανθρώπων. Είναι εδώ και είναι ολοζώντανος.
Οι ίδιες δυνάμεις που τον έκαναν όπως τον έκαναν εκεί πέρα, αυτές οι ίδιες είναι κι εδώ σ’ εμάς σε πλήρη ακμή. Και μόνο με τον αρνητικό εαυτό τους. Εκεί τουλάχιστο είχε και τα καλά, είχε και κάποια – και ουκ ολίγα – σοσιαλιστικά αγαθά…
Είναι οι δυνάμεις αυτές παντού όπου σχηματίζονται απρόσωπες συλλογικές σχέσεις οποιουδήποτε μεγέθους. Τις βλέπουμε παντού, στο πολιτικό μας σύστημα, στην κοινωνική ζωή, στον ιδιωτικό βίο, στους διανοούμενους, στους πολιτικούς και σ’ αυτούς τους εργάτες, στο κράτος, στις επαγγελματικές ενώσεις και στις σχέσεις τους με τον αθωράκιστο πολίτη – μα φτάνει να πάρει κανείς αυτή τη σκέψη και να κοιτάξει γύρω και θα τα δει όλα μόνος του, είναι παντού, είναι και μέσα μας: μιλούν για υπαρκτό σοσιαλισμό κι εννοούν το σύστημα και την ιστορία, ένα ορισμένο πολίτευμα, διόλου δεν βλέπεις όμως να σκέφτονται κάτω από τα ονόματα το ανθρώπινο γεγονός, που αν σε κάτι αλλάξει μπορεί να δώσει μια καινούργια ποιότητα, αλλιώς μένει ό,τι ήταν, ό,τι πάντα και παντού είναι. Τι μας λυπεί, όσους λυπεί, στο σοβιετικό παράδειγμα; Που δεν έγινε τίποτα και ξανάπεσαν κι εκείνοι στον ίδιο παρανομαστή μ’ εμάς τους άλλους. Εκείνοι τώρα είναι και χειρότερα από μας. Αυτό μας λυπεί, κι άλλοι απεναντίας χαίρονται γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, καθώς βλέπουν να επιβεβαιώνεται πως όλοι κυλιόμαστε στις ίδιες λάσπες, κι αυτό δίνει μια άλλη ικανοποίηση γιατί στον πόλεμο κατά του σοσιαλισμού δύο μεγάλα αισθήματα ήταν πάντα στους πρώτους ρόλους: άλλοι προασπίζουν συμφέροντα και άλλοι από την ακατάβλητη ζωυφιΐα τους – μην τύχει ο άνθρωπος και πάψει να’ ναι κοριός, όπως θα μας το έλεγε άλλη μια φορά τώρα ο Ντοστογιέφσκι.
alex29bΤο σοβιετικό σύστημα γέννησε και μόνο του αρκετά στραβά κι ανάποδα, γέννησε φθορά και σήψη, πολλή άγνοια, ζωή στενεμένη, σκληρή, πολλούς πονηρούς ή βλακώδεις εγωισμούς, αλλά στην τερατογενεσία που του προσγράψαν (Αυτοκρατορία του κακού, είπε κι ο αγγελικός Ρίγκαν) ένα τουλάχιστο μέρος τού το πήγαν από αλλού, όπου κι επαναπατρίζεται τώρα, στις πατρογονικές εστίες, καθώς τα μαγαζιά εκεί πέρα κλείσαν. Ας μην του το αρνηθούν: ο υπαρκτός σοσιαλισμός έκαμε τον κόσμο να βλέπει καλύτερα. Άφησε στη θέση του πολλά – εντελώς σημερινά κι όλα δικά μας – ερωτήματα κι ερεθισμούς για τη σκέψη μας. Είναι όλοι δικοί μας οι αρνητικοί μηχανισμοί που δούλεψαν εκεί, είναι – έπειτα από μια εξανάσταση – οι μηχανές  που βάζουν μπρος και ξανακάνουν τον άνθρωπο κοριό. Με την οξύτητα, την ειλικρίνεια και την καθαρότητα που πήραν οι δουλειές αυτές εκεί, με την ωμότητα που γνώρισαν στην αρνητική τους υπόσταση, είναι και μια ευκαιρία να γυρίσει και να δει ο καθένας ό,τι του αναλογεί. Είναι μια σπάνια ευκαιρία να τα δούμε καλά, όπως πάντα βλέπουμε όσα γίνονται  και δε γίνονται στη ράχη του άλλου.
Υπαρκτοί ξεϋπαρκτοί, είμαστε όλοι στον ίδιο παρονομαστή. Γι’ αυτό δεν μιλώ για το πολίτευμα, για τους ρώσους και την ιστορία τους, δεν δίνω ιστορική πληροφόρηση, μόνο προσπαθώ να βγαίνει λίγη ανθρώπινη γνώση. Είναι δική μας ανάγκη να εντοπίζονται αυτές οι δυνάμεις , που ανήκουν σ’ όλους μας, να δουν και οι δικοί μας άνθρωποι πώς έγινε εκεί μ’ έναν πολύ ανοιχτό, απροκάλυπτο κι ωμό τρόπο, όχι οι φιλοσοφίες  και οι ιδεολογίες, αλλά εκεί όπου διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο οι άνθρωποι με τα δικά τους όρια.
Καμιά επανάσταση στην ιστορία δεν επέζησε με την ορθοδοξία της. Μ’ αυτήν γίνονται οι επαναστάσεις, αλλά δεν επιβιώνουν. Δυστυχώς την ιδέα αυτή στη Σοβιετική Ένωση την κακοποίησαν αφάνταστα. Το χειρότερο ήταν η ορθοδοξία στα λόγια, την ίδια στιγμή που αλύπητα την αναιρούσαν στη ζωή, εδώ από τις ανυπέρβλητες ανάγκες, εκεί από έπαρση, ιδιοτέλεια και στοιχειώδη άγνοια της ιστορίας και της ανθρώπινης φύσης, από την αμηχανία τους και τα πολλά μπερδέματα, όχι σπάνια κι από μια ριζωμένη στη σκέψη και στην ψυχολογία φτηνή φτηνότατη δημαγωγία που συνέπλεε, σε ορισμένα τουλάχιστο στρώματα των κομματικών και των κρατικών μηχανισμών, μ’ έναν κακομακιγιαρισμένο ή κι εντελώς απροκάλυπτο κυνισμό.
Γι’ αυτό είπα ότι απέναντι στον πολύ κόσμο ένιωθες και μεγάλη ντροπή.
Όσο για τους διανοούμενους, εκείνοι ήταν κάπου πιο πέρα από σένα. Βίωναν μια ηλικία πιο πέρα από τη δική σου.  Κι αυτό που εσύ πήγαινες να βρεις, εκείνοι το είχαν γνωρίσει, το ζούσαν, πρόλαβαν να το μπουχτίσουν και φως είχαν πάψει να βλέπουν. Κι άλλοι το είχαν ρίξει στον κυνισμό της σκέψης, άλλοι κρυφά και φανερά να πολεμούν το σύστημα  ή μένοντας με τον σκεπτικισμό  και τη βαθιά τους περισυλλογή κι άλλοι σε άλλες στάσεις, που καμιά τους δεν μπορούσε να είναι δική σου.
Εσύ είχες ακόμα να διανύσεις δρόμο. Και υπάρχουν πράγματα που τα ξεκαθαρίζεις μόνο στο πάτριο έδαφος – εκεί μόνο μπορείς να δεις τα πράγματα όπως ακριβώς έχουν, γιατί αυτά είναι τα δικά σου.
Κι έρχονται στιγμές που ένιωθες όχι δίχως πατρίδα μόνο, ά π ο λ ι ς, όπως το έγραφε επί τριάντα και πλέον χρόνια το χαρτί σου, αλλά και άνθρωπος μετέωρος μες στον χρόνο, χωρίς ορισμένη ηλικία και γενιά.»

Εκείνο το οποίο επαναλαμβάνει συνεχώς ο Αλεξανδρόπουλος είναι η μεγάλη χρήση του ψέματος, που θεωρεί βασική αιτία της καταστροφής της Σοβιετικής Ένωσης. Το ψέμα είναι ασυμβίβαστο με την ιδέα του σοσιαλισμού. Εκεί που χρησιμοποιήθηκε έκανε τους ανθρώπους σκληρούς και άνοιξε τους δρόμους για τη σκληρή μεταχείριση των ανθρώπων από την εξουσία.
Με συγκλονιστικό τρόπο απαντά στις επικρίσεις εκείνων που ταύτισαν τον φασισμό με το σοσιαλισμό ως προς την αγριότητα της συμπεριφοράς της εξουσίας στους ανθρώπους. Αφού επιμένει στις  μεγάλες διαφορές ανάμεσά τους διευκρινίζοντας μάλιστα ότι η βία έρχεται με το φασισμό ενώ με το σοσιαλισμό πρέπει να φεύγει, εντοπίζει ένα σημείο συνάντησης κάπου στη μέση. Αυτό το σημείο έχει να κάνει με την ανθρώπινη φύση  και ιδιαίτερα την πλευρά εκείνη που έρχεται από  την εποχή της ιστορικής αγριότητας των ανθρώπων και είναι κοινή σε όλους.
Αναφέρεται λοιπόν στα γεγονότα εκείνα που έγιναν γνωστά κυρίως από τη δεκαετία του 1950 και έχουν σχέση με αυτή την αγριότητα. Με πόνο ψυχής γράφει για τις σοβιετικές φυλακές, τα στρατόπεδα και τους χώρους εκείνους που πάρα πολλοί άνθρωποι βασανίστηκαν. Τι σχέση είχαν αυτά με το σοσιαλισμό; Γεγονότα και πράξεις που «είναι προορισμένα να μένουν για να σηματοδοτούν το μέτρο της ανθρώπινης βαρβαρότητας και το φριχτό της διάγραμμα, που δεν δείχνει να κάμπτεται, να φθίνει όσο προχωρούμε μπροστά, αλλά αντίθετα ανεβαίνει και κορυφώνεται, όποια σημαία να βάλεις στο χέρι του ανθρώπου, που, όπως το έλεγε κι αυτό ο Ντοστογιέφσκι, όσο πιο μορφωμένος και πολιτισμένος γίνεται, τόσο πιο πολλά μέσα και τρόπους μηχανεύεται να τροχίζει  και να ηδονίζει την άγρια φύση του.»

Αυτό ο άνθρωπος πρέπει να το έχει συνεχώς στο νου του, διότι μόνο έτσι κάποτε θα μπορέσει να αποφύγει την παραχάραξη της ιδέας για την οποία αγωνίζεται και όταν μάλιστα αυτή η ιδέα τυχαίνει να είναι του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Ο άνθρωπος είναι ανάγκη να αποκτήσει μια καινούργια συνείδηση που θα συνοδεύεται από γνώση και εγρήγορση έτσι ώστε να αποκτήσει την ικανότητα να κατακτά ισορροπίες που θα είναι σε όφελος  του και της νέας κοινωνίας που αγωνίζεται να οικοδομήσει. Σε όλα αυτά το παράδειγμα και η εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης μπορεί να είναι πολύτιμος οδηγός στο ποια αρνητικά φαινόμενα δεν πρέπει να ξαναπαρουσιαστούν.
Φτάνοντας στο τέλος αυτής της μαρτυρίας ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά ότι η Σοβιετική Ένωση αυτοκτόνησε, ότι υπήρξε η τυπική περίπτωση κράτους που «πέφτει τιμωρημένο από την ίδια του την ιδέα». 

Στα 1992, λίγο καιρό μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ο συγγραφέας προβλέπει ότι έρχονται χρόνια μιας πολύ σκληρής μοίρας για τη Ρωσία και αναρωτιέται «Ποιος θα πει τώρα σε τι κατάσταση βρίσκονται, τι θα γίνουν αύριο τα εργοστάσια, οι μεγάλοι ηλεκτροσταθμοί, τα κολχόζ, τα σοβχόζ, τα τόσα πράγματα της οικονομίας που φτιάχτηκαν στα σοβιετικά χρόνια και ήταν τόσο μεγάλα έργα, απαίτησαν υπεράνθρωπες προσπάθειες και θυσίες. Κανείς δεν ξέρει τι έγινε, τι θα γίνει μ’ όλα αυτά εκείνα, σε τι χέρια θα περάσουν, τι θα μείνει, τι θα καεί και θα λιώσει σ’ άλλους φούρνους.»

Στη Σοβιετική Ένωση συντελέστηκαν απίστευτοι άθλοι με την τρομερή δουλειά εκείνων των ανθρώπων που ήθελαν να δώσουν μορφή στο Όνειρό τους. Όμως η προσπάθεια αυτή δεν συνοδεύτηκε από τον απαραίτητο εκσυγχρονισμό στα τεχνικά μέσα. Το αποτέλεσμα ήταν να ανοιχτεί ένα πραγματικό βάραθρο που το ζούσαν οι άνθρωποι με πολλούς τρόπους στην καθημερινή τους ζωή. Η μετασοβιετική εποχή οδήγησε τους ανθρώπους πίσω  στο παρελθόν με βαριά αισθήματα ηττοπάθειας και τάσεις φυγής.
Τι σήμαιναν και τι σημαίνουν όλα αυτά για εκείνους τους ανθρώπους , για τον συγγραφέα; Η εκτίμησή του είναι ότι χάθηκε ένας αγώνας αλλά θα’ ρθουν άλλοι.
Άξιζε άραγε η διαδρομή;

alex29c«Όμως εμάς ο σοσιαλισμός μάς χάρισε από μια Ιθάκη στον καθένα μας.  Μας έλαχε ο κλήρος μια ζωή να τον σκεφτόμαστε, να τον καλούμε. Να τον ζούμε κι όταν, έξω από μας, δεν υπήρχε και το ξέραμε. Τόσο ζυμώθηκε μαζί μας, τόσο ζυμωθήκαμε  εμείς, που δεν φαίνεται – κρίνονται κι από τα όσα λέω τώρα εδώ μέσα – ότι μπόρεσε να μας συνεφέρει κι αυτή ακόμα η φοβερή κατρακύλα με το από κάθε άποψη αμίμητο και στις καλές του και στις κακές του σοβιετικό παράδειγμα.  Εμείς θα πάμε όπως ήμαστε, όπως ζήσαμε. Κι η καμπούρα θα σιάξει στο χώμα.»

Με ένα πίνακα, Η πτώση του Ίκαρου, αρχίζει αυτό το βιβλίο και με έναν πίνακα κλείνει, Ο Αδελφός μου ο Βάσια με λουλούδια του Βίκτωρα Ποπκώφ. «Μ’ ένα εύρημα από τις ανασκαφές, όπως τις βλέπω να γίνονται κάπου στο μέλλον, θα τελειώσω τις αναδρομές στο δικό μου παρελθόν, που σ’ ένα μεγάλο του μέρος συνέπεσε μ’ εκείνη την περιπέτεια, συμβάδισε μαζί της όλες περίπου τις ώριμες δεκαετίες μου και μιλώντας  για εκείνα μιλώ και για τα δικά μου.»

Επιλέγει αυτό τον πίνακα διότι μέσα από την απεικόνιση του Βάσια με τα λουλούδια στα χέρια, βλέπει όλη εκείνη την εποχή με τις καλές της  στιγμές και την προσπάθεια εκατομμυρίων ανθρώπων να σηκωθούν και να περπατήσουν σωστά, ανθρωπινά, όπως σχεδόν στα θαύματα.

«Το πρώτο βήμα είναι βαρετό, έχει πει ο Πούσκιν, εννοώντας μάλλον την κάθε αρχή, που’ ναι και δύσκολη. Όμως ο Γκαίτε έχει μιλήσει αλλιώς για το πρώτο μας βήμα. Στο πρώτο μας βήμα είμαστε ελεύθεροι, στο δεύτερο είμαστε κιόλας σκλάβοι του. Σε δυο λόγια μέσα όλη εκείνη η ιστορία, η ίδια απαράβατη  ανθρώπινη μοίρα.
Στα δικά της όρια των εβδομήντα της χρόνων η σοβιετική περιπέτεια ήταν μια μικρογραφία της άλλης, της παγκόσμιας κι αιώνιας με τις ελευθερίες της και τις σκλαβιές της. Το τρίτο βήμα είναι κι αυτό μια σκλαβιά, αλλά πια δεν μετριούνται. Τα βήματα προχωρούν μαζί με τις σκλαβιές και χάνονται.
Α υ τ ά  π ο υ  μ έ ν ο υ ν  είναι τα δύο πρώτα και σαν μια τελευταία μου εξομολόγηση μπορώ να πω ότι, όσο με αφορά κι όσο ήταν στις δυνάμεις μου, θέλησα και προσπάθησα να μην ξεχνώ – να μην ξεχαστεί – το Πρώτο.»

alexb4Αυτό το βιβλίο ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος το αφιερώνει στην κόρη του Όλγα.

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος,  Αυτά που μένουν. Β. Οι άλλοι πόλεμοι. Ο αδελφός μου ο Βάσια με λουλούδια, Εκδόσεις Δελφίνι, Αθήνα 1994


Το πρώτο μέρος ΕΔΩ
Το δεύτερο μέρος ΕΔΩ
Το τρίτο μέρος ΕΔΩ

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Σκοπευτήριο Καισαριανής, 1 Μάη 1944…

Σκοπευτήριο Καισαριανής, το μνημείο

 …δωχάμου κείτονται νεκροί
που δεν επρόδωσαν ποτέ,
ποτέ δεν είπαν ψέματα,
τύραννο δεν προσκύνησαν…

 Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Ο Βασίλης Ρώτας και η Βούλα Δαμιανάκου με λίγους στίχους αυτός  και  λίγα λόγια  εκείνη μνημονεύουν τους αδικοσκοτωμένους και αδικοχαμένους, τους ηρωικούς νεκρούς,  που ΄πέσαν σε άνιση πάλη κι αγώνα για τη ζωή και τη λευτεριά του λαού, σε μια συλλογή ποιημάτων και πεζών με τον τίτλο Μνημόσυνο.

«Πρώτο μας βήμα, πρώτος λόγος μας ας είναι
προσκύνημα και χαίρε η δόξα Σου κι η χάρη,
ω λεύτερου λαού λαμπρή μεγαλοσύνη,
που πλημμυράς κι αγιάζεις τον ναόν μας τούτον.


Παράκληση μετά στη συγκατάβασή Σου
καλόγνωμα να ιδείς την ταπεινή μας τέχνη
που, υμνώντας τη θυσία της νιότης στον αγώνα,
πιάνει, από δέος, αδέξια το υπεράξιο  κάλλος.


Δεν είντουσαν φαντάροι τρομοκρατημένοι
μ’ άρματα φονικά και μηχανές χαλάστρες,
δεμένοι σε πυκνές γραμμές απελπισμένες,
με μόνη ευκή στον νου τους γλήγορο τέλος,


παρά, σαν νέοι που πάνε στη γιορτή της νίκης
για να τους στεφανώσουν του λαού τα χέρια,
μόνον τους στολισμό κι αρματωσιά τους είχαν
χαμόγελο στα χείλη κι αστραπή στα μάτια.


Έτσι, λαέ, τα τέκνα Σου πήγαν θυσία
τραγούδι τραγουδώντας που τους είχες μάθει`
κι είντουσαν φτερωμένες οι κορμοστασιές τους
και στα φτερά τους φύσαε λευτεριάς αγέρας.


Ορθός ο νους! ψυχές υψώνουμε τρισάγιες.
Τα μνήματά τους είναι μέσα στις καρδιές μας
μ’ αμάραντο χαμόγελο όλα φωτισμένα,
εξαίσιο φως: αυτό το φως βοηθός μας να’ ναι

(Πρόλογος στην τελετή)

Πρωτομαγιά και η μνήμη  μας σε εκείνους, τους κομμουνιστές αγωνιστές, που έστησαν στον τοίχο οι Γερμανοί, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.

1 Μάη. Η εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή. Χαρακτικό Τάσσος



                 
«Πρωτομαγιά ροδίζει η αυγή
ξυπνάει ζεβγά και δουλευτή
και  στη δουλειά τους προβοδάει
σκλάβους η πρώτη αυγή του Μάη


Στου Χαϊδαριού τη φυλακή
στο προσκλητήριο στην αυλή
στέκει ο κρατούμενος λαός
χλωμός στ’ αχνό θλιμένο φως.


Το αγέρι φέρνει από μακριά
της άνοιξης την αναπνιά`
πώς αχνοτρέμουν οι καρδιές,
άντρας και σου’ ρχεται να κλαίς.


Καλεί της Βίας ο πιστός,
ο μπόγιας ο αξιωματικός,
καλεί με κόμπο στο λαιμό
καλεί ζωές για θάνατο.


Καθένας τους μόλις τ’ ακούει
λέει το παρών κι αητός πετάει
και  παίρνει θέση στις γραμμές
που όλο μικραίνουνε πυκνές.


Μες στους αητούς κι ένας αητός
ο Σουκατζίδης ο αρχηγός –
σημαία η όψη του ανοιχτή,
χαμόγελο του νικητή.


Α Ναπολέων, όχι εσύ,
ο στύλος μας στη φυλακή
συ που’ χεις λόγον πειστικό
τρόπον, χαμόγελο γλυκό.


Όλη μου κι όλη την αξιά
την έχουν όλα τα παιδιά,
δε μου χωράει ποτέ στο νου
ν’ αφήσω τους συντρόφους μου.


Έχουμε λόγον πειστικό
και τρόπον και χαμόγελο
γιατ’ είμαστε παιδιά λαού
γενναίου πάντα και παντού.


Είναι τρανός ο αγώνας μας
για όλον τον κόσμο και για σας
για τους αθώους, για τα παιδιά,
για ειρήνη και για λευτεριά.


Με τους συντρόφους μου μαζί
πεθαίνουμε για τη ζωή:
διακόσιες θάβετε ψυχές,
θα βγουν μυριάδες απ’ αυτές.


Ο κόσμος θα μας τραγουδάει,
όταν γιορτάζει και γλεντάει,
θα μας δοξάζουν οι λαοί
όσο κρατάει τούτ’ η ζωή.»

( ΔΙΑΚΟΣΙΟΙ )

«Δεν  είντουσαν πεντέξι κι ουδέ μια δεκαριά,
παρ’ είντουσαν Διακόσιοι μιαν εκκλησιά κορμιά.
Διακόσιοι είν’ ένας κι ένας, μ’ αντρειά, μ’ αξιά, με νου,
διακόσιοι βασιλιάδες λεβέντες του λαού.
Πριν φέξει τους χωρίσαν, τους βάλαν στη σειρά
κι είν’ ομορφοντυμένοι, κεφάλια τους ψηλά.
Πρωτομαγιά χαράζει, μα δε μοσκοβολάει,
η αυγή φοβάται να’ βγει, το φως χασομεράει.
Τους φόρτωσαν δεμένους, τους στρίμωξαν ορθούς,
κλεισμένοι εμείς ακούμε: – τους παίρνουν, δεν ακούς;
Να, πάνω από τη μάντρα χέρια περνάνε, δες,
τα χέρια τους κουνάνε – καλές αντάμωσες!
Τα χέρια τους κουνάνε και φεύγουνε και παν,
σαν να κουνάν σημαίες μάς αποχαιρετάν:
Σημαίες ματοβαμένες πώς ανεμίζουνε,
μιλάν με χίλιες γλώσσες και ξεφωνίζουνε:
– Λαέ μας, τα παιδιά σου, σταθήκαμε πιστά,
κατά το μάθημά σου στον τύραννο μπροστά.
Δώσαμε τις ζωές μας ντυμένες αρετή,
για τη δική σου δόξα και για την προκοπή.
Λαέ μας δοξασμένε, πατρίδα μας γλυκιά,
μας κόψαν τις ζωές μας ανθούς Πρωτομαγιά.»

( ΑΝΘΟΥΣ – ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ )

Ανάμεσα στους πολλούς ο Ναπολέων Σουκατζίδης


Ναπολέων Σουκατζίδης
Ναπολέων Σουκατζίδης



«…Με χαμόγελο γιομάτο ικανοποίηση, γιομάτο λεβεντιά και περηφάνεια έδωσε το παρών στο προσκλητήριο την Πρωτομαγιά του 1944. Όλοι γύρισαν σε κείνον. Κι αυτοί που θα’ φευγαν  μαζί του και κείνοι που θα’ μεναν. Όλοι ήθελαν να μείνει κι οι πρώτοι κι οι τελευταίοι και μόνο ο Ναπολέων ήθελε να’ να΄ναι με τους πρώτους. Ο Γερμανός χτηνάνθρωπος ταράχτηκε στο άκουσμα αυτού του ονόματος που το είχε ξεστομίσει το ίδιο του το στόμα. Μπροστά του, φωνάζοντας ο καθένας παρών μόλις άκουγε τ’ όνομά του, μπαίναν στη γραμμή οι Ακροναυπλιώτες, φρέσκοι, χαμογελαστοί, λαμπροφορεμένοι, λες και πήγαιναν στο πανηγύρι. Μπροστά του έχουν πάρει κιόλας τη θέση τους το ένα τρίτο των παιδιών της Ακροναυπλίας. Μια οργανωμένη αγωνιστική δύναμη, που είχε νικήσει σε μάχες πολύ πιο σκληρές, που’ χε κερδίσει τη μεγάλη μάχη της ζωής για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια κι η μάχη προς το θάνατο είταν πια κερδισμένη από τα πριν. Ο Γερμανός στρατοπεδάρχης, που όλες οι χτηνώδικες ενέργειες στο Χαϊδάρι για να λυγίσουν εκείνοι οι ήρωες πήγαν χαμένες, το’ ξερε καλά αυτό. Μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο κάτι σαν ίχνος συνείδησης άρχισε να σαλεύει μέσα στα βάθη του σκοτεινού εαυτού του, που ίσως θα’ θελε να διαμαρτυρηθεί. Κάτι σαν αντίλαλος παλιάς λησμονημένης ανθρωπιάς που του ξυπνάει το αίσθημα του θαυμασμού και που σαν φτάνει στ’ όνομα του Σουκατζίδη ξεσπάζει: «Όχι εσύ, Ναπολέων, όχι εσύ!» Εκείνη την ώρα ο Ναπολέων ανατριχιάζει, καταλαβαίνει πως περνάει την πιο κρίσιμη ώρα της ζωής του. Η ευαισθησία του δοκιμάζεται όσο ποτέ. Η τιμή του, που τόσο την διαφέντεψε ολοζωής, κιντυνεύει. Πρέπει να προλάβει πριν να’ ναι πολύ αργά, πριν ο στρατοπεδάρχης αρπάξει τυχαία κάποιον σύντροφό του άλλον και τον βάλει στη θέση του.
Στηριζόμενος ίσα – ίσα σ’ αυτόν τον θαυμασμό του Γερμανού στρατοπεδάρχη, του λέει: «Θέλεις να μ’ αντικαταστήσεις όχι από εχτίμηση, αλλά μόνο και μόνο για να με κάνεις από Σουκατζίδη τίποτα. Μ’ αν πραγματικά μ’ εχτιμάς, η μόνη χάρη που μπορείς να μου κάμεις είναι να μ’ αφήσεις να πεθάνω σαν όλους στη θέση μου, γιατί ο συνεπής αγωνιστής δεν αλλάζει τη θέση του με τίποτε και για κανέναν λόγο, μάλιστα όταν ή θέση του αυτή είναι μπροστά στο πολυβόλο.
Κι ο μπόγιας σκύβει το κεφάλι, συμφωνεί κι αποκαλύπτεται.
Φεύγοντας σαν τον ήλιο που πάει να βασιλέψει, άφησε το τελευταίο του χαμόγελο πάνω στα θλιμένα πρόσωπα των συντρόφων του που έμεναν πίσω να τους ζεστάνει στην κρυάδα του θανάτου που σκόρπισε στο στρατόπεδο κείνο το πρωινό»
(ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ )

Ο Αντώνης Βαρθολομαίος

«Κάθε φορά που ο νους μου περιδιαβάζοντας τους σκοτωμένους μας σταματάει στον Αντώνη τον Βαρθολομαίο, τον αθλητή με τον ολότελα παιδιάστικο χαρακτήρα, τον μοναχογιό, πάντοτε ζωγραφίζει και μια σκυφτή γερασμένη γυναίκεια μορφή, να πηγαινοέρχεται μέσα στο μικρό μορφοσυγυρισμένο σπίτι, να ετοιμάζει καθαρές φορεσιές, να στρώνει τραπέζι, να βγαίνει ώρες ν’ αγναντεύει στον δρόμο, κι έπειτα να τα ξαναμαζεύει ώσπου στο τέλος απελπισμένη κλειδώνει το σπίτι, πετάει το κλειδι και πάει στον αγύριστο»
( ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ)

Ο Μήτσος Ρεμπούτσικας


Το γράμμα του Μήτσου Ρεμπούτσικα. (Η φωτογραφία από το βιβλίο)

                 Το γράμμα του Μήτσου Ρεμπούτσικα. (Η φωτογραφία από το βιβλίο)

«Έχω εδώ τα λόγια σου τα τελευταία, πολυαγαπητέ μας Μήτσο, που με χέρι σταθερό χάραξες στο χαρτάκι κείνη την πρωτομαγιάτικη αυγή, λίγο πριν σας σκοτώσουν. Λίγα απλά λόγια όχι για να τονίσουν το μεγάλο δράμα, τον ίδιο σου τον θάνατο, παρά για ν’ απαλύνουν τον πόνο και να παρηγορήσουν εκείνους που μένουν. Μα πώς να παρηγορηθούνε αφού μόνο η ζωή σου κι ο θάνατός σου, μα κι αυτό το μικρούτσικο χαρτάκι με τα λίγα παρηγορητικά λόγια που άφησες διαθήκη στους αγαπημένους σου τους λέει, τους θυμίζει τι χάσανε; Πώς θα παρηγορηθεί η Νίτσα, η αγαπημένη αδερφή σου, που τόσο συχνά και με τόση αγάπη τη μελέταγες, όταν έχει πάντα μπροστά της αυτά σου τα τελευταία λόγια, το πιο απέριτο και το πιο τέλειο μνημείο; Πώς να μην κλαίμε πικρά οι σύντροφοί σου για έναν τόσο ακριβό σύντροφο; Πώς ο λαός να μη θρηνεί που έχασε μέσα σ’ ένα πρωινό τόσα άξια τέκνα του, τόσους ηρωικούς υπερασπιστές του;
Ποτέ δε γινόσουνα στόχος, ούτε με λόγια μεγάλα, ούτε μ’ ενθουσιασμούς, ούτε με θυμούς και με νεύρα, ούτε ανάλαβες ποτέ να διδάξεις «από καθέδρας» καθήκοντα και χρέος ή να συμβουλέψεις ανίδεους. Απόφευγες τον θόρυβο. Απλός, στοχαστικός και καρτερικός, έπιανες αθόρυβα μιαν άκρη στην αυλή του στρατοπέδου παρέα με τον αχώριστο φίλο σου τον Γιώργο και σιγοκουβεντιάζατε ή διαβάζατε. Δεν άργησα να ρθω και εγώ στην παρέα σας. Διαβάζαμε εκ περιτροπής τα βιβλία που μας τύχαιναν. Όταν διάβαζα εγώ κι έπεφτα πάνω σε καμμιά φράση που δεν τη λέει εύκολα ένα κορίτσι, κόμπιαζε η γλώσσα μου και τότε εσύ αμέσως μού’ παιρνες το βιβλίο, διάβαζες από μέσα σου το εμπόδιο και μου το ξανάδινες να συνεχίσω.
Δε σ’ άκουσα να κάνεις σκέδια για το μέλλον. Ζούσες την καθημερινή πραγματικότητα μέρα και νύχτα μ’ όλη σου τη νηφαλιότητα και συνείδηση και στην απαίτηση αυτής της πραγματικότητας προσπάθησες ν’ ανταποκριθείς ως την τελευταία σου στιγμή.»
( ΜΗΤΣΟΣ ΡΕΜΠΟΥΤΣΙΚΑΣ)

Η μνήμη τους ιερή , φωτίζει τους κακοτράχαλους δρόμους της δικής μας καθημερινότητας.


kaisariani6

«Η μνήμη απ’ τους συντρόφους μας που πέσαν στον αγώνα
του Μάη αυγή, του Μάη πνοή μες σε τριανταφυλλώνα.
Άστρο’ ναι που μας οδηγάει, φωτιά’ ναι που μας καίει,
φωνή’ ναι απ’ τα βαθιά της γης που διαλαλεί και λέει:
Όσο παίζει το μάτι σας κι όσο καρδιοχτυπάτε
κι όσο’ χει σάλιο η γλώσσα σας, συντρόφοι, πολεμάτε.
Είτε παρέες ή τάγματα, ξεμόναχοι είτε ταίρια
χτυπάτε όλοι τον τύραννο και με τα δυό σας χέρια.
Κι όταν ψοφήσει το θεριό, και το στερνό κεφάλι,
ε, τότε να μολώσετε’ πο μια στεριά στην άλλη,
ν’ ανοίχτε δρόμους λεύτερους’ πο μια στην άλλη σφαίρα,
να τρέχει το τραγούδι σας παντού σαν φως κι αγέρα,
ν’ αντιλαλεί χαρούμενο σ’ Ανατολή και Δύση,
να ρθεί και μας στα μνήματα να γλυκοκελαϊδήσει»

( ΜΝΗΜΗ)

kaisariani7 
(Οι στίχοι του τίτλου από το ποίημα Διαβάτη στάσου του Βασίλη Ρώτα)

Βασίλη Ρώτα – Βούλας Δαμιανάκου,  Μνημόσυνο, Αθήνα 1961

Γιάννης Ρίτσος, Μέτρησε τον ουρανό με τις παλάμες του…

Ο Γιάννης Ρίτσος στο μπαλκόνι του πατρικού σπιτιού (1984)

 Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Το 1984, γιορτάστηκαν τα 75 χρόνια του Γιάννη Ρίτσου. Τότε το εκδοτικό του «Οδηγητή» παρουσίασε το βιβλίο της Ευτυχίας Καρύδη «Φυλλομετρώντας σελίδες του Ρίτσου». Ο σκοπός της έκδοσης ήταν να βοηθήσει τους αναγνώστες και κυρίως εκείνους που δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με την ποίηση να ανακαλύψουν το έργο του Γιάννη Ρίτσου, την εποχή μέσα στην οποία γεννήθηκε η ποίησή του αλλά και  τον άνθρωπο – αγωνιστή.
Η ιδέα γι’ αυτή την έκδοση γεννήθηκε από το ερώτημα αν και σε ποιο βαθμό το έργο του Ρίτσου, εκτός από τη Ρωμιοσύνη και τον Επιτάφιο, είναι γνωστό στο πλατύ κοινό.
Το βιβλίο αποτελείται από έντεκα κεφάλαια τα οποία παρουσιάζουν τον άνθρωπο, τον δημιουργό και τον αγωνιστή στηριζόμενα σε μια συλλογή ποιημάτων του, σε ένα στίχο, σε μια επισήμανση ή πράξη του, αλλά και σε αποσπάσματα μελετών για το έργο του ή μαρτυρίες.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το πρώτο κεφάλαιο καθώς αυτό αρχίζει με τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου, την Πρωτομαγιά του 1909:

ritsos30b
                                                 Οικογένεια Ρίτσου
Στο κάστρο οι τουφεκιές κανένα δε φοβήσαν. Μαθημένοι ήσαν; Την ανάγκη είχαν κάνει κουράγιο; Ποιος το ξέρει! Μα και ποιος να τολμήσει να ρωτήσει; Οι Ρίτσοι είχανε χιλιάδες στρέμματα στη γύρω περιοχή. Την όριζαν μαζί με τους Καπιτσήνηδες, το άλλο τζάκι της Μονεμβασιάς. Πλήθος οι άνθρωποι στη δούλεψή τους, εκατό οικογένειες, και βάλε, ζούσαν για το μεγάλο σόι των Ρίτσων. Ο βράχος μόνο, άνυδρος, σκληρός, που’ ξερε και μπορούσε, το διαλάλησε…Ξημέρωνε Πρωτομαγιά του 1909.
[Ξυπνάω έντρομη με στριγγλιές από τους κρότους του πιστολιού του πατέρα. Έριχνε στον αέρα από το μπαλκόνι μας και ξύπνησε όλη τη Μονεμβάσια. Χαιρετούσε τη γέννηση του δεύτερου γιού του. « Ρίξτε τουφέκια ν’ ακουστεί: γεννήθη κανακάρης»(…) Έχουν, νομίζω, σημασία οι αντιδράσεις του πατέρα στη γέννηση τη δική μου και του Γιάννη(…) Έτσι ένοιωσε, μη κάνοντας εξαίρεση στη μανιάτικη αντίληψη, που έβλεπε τα θηλυκά κακοτυχιά(…) Ναι, εκείνα τα ξημερώματα γεννήθηκε ο Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής. Τρέχει η νταντά μου, η κυρά Σοφία, να με καθησυχάσει…Με σηκώνει αγκαλιά της και με πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα της μάνας μου. Αφού με χάιδεψε και με φίλησε, μου έδειξε μέσα στην κούνια ένα μωράκι. « Βλέπεις, μου είπε, (…) εσύ θα το νανουρίζεις. Για σένα γίνονται όλα τούτα κι εσύ φοβήθηκες;»(…) Κι έτσι, σαν παραμάνα ένιωθα για το Γιάννη μας. Σ΄όλα τα χρόνια, σε όλη μου τη ζωή». ( « Τα παιδικά χρόνια του αδελφού μου Γιάννη Ρίτσου», Λούλας Ρίτσου – Γλέζου , σελ. 19 – 21).]
Μετράει τον ουρανό με τις παλάμες

( « Το τραγούδι της αδελφής μου»)

Γιατί παραμάνα; Είναι λίγο αδελφή;
Έμειναν μόνοι. Η μεγαλύτερη κόρη, η Νίνα, παντρεύτηκε κι έφυγε για την πρωτεύουσα. Τα σπίτια με τα κελάρια χάθηκαν, ο πατέρας χρεωκόπησε. Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Μίμης, εκείνος που τον ονειρεύτηκαν αξιωματικό του Ναυτικού, πεθαίνει από φυματίωση. Η μάνα από την ίδια αρρώστια.
Στην αρχή, ζουν στο Γύθειο για να τελειώσουν το Γυμνάσιο κι ύστερα έρχονται στην Αθήνα για το Πανεπιστήμιο. Ψάχνουν για δουλιά. Ο Ρίτσος δουλεύει σα δακτυλογράφος σ’ ένα δικηγορικό γραφείο, σαν υπάλληλος σ’ ένα συμβολαιογραφείο και σαν καλλιγράφος για διπλώματα της Νομικής Σχολής. Ακόμα και την καλλιγραφία την αξιοποίησε. Μέχρι σήμερα τα χειρόγραφά του είναι σαν έργα βυζαντινά.
Δύσκολοι οι καιροί: η μικρασιατική καταστροφή, ο τόπος ανάστατος απ’ άκρη σ’ άκρη. Ανεργία, πληθωρισμός και μιζέρια. Αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στους βενιζελικούς και τους βασιλικούς, ενώ δειλά, αλλά σταθερά έχει αρχίσει να προβάλει στην πολιτική ζωή της χώρας το προλεταριάτο με την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Μια νέα ελπίδα για τις χιλιάδες των εργαζομένων γεννιέται και η οργανωμένη πάλη της εργατικής τάξης δίνει διέξοδο σε πολλά προβλήματα, λύνει μερικά απ’ αυτά. Ο λαός αρχίζει ν’ αναπνέει με μεγαλύτερη αισιοδοξία, καθώς στον παγκόσμιο στίβο ιδρύεται το πρώτο κράτος της εργατικής τάξης, στη χώρα των Σοβιέτ. Τα μάτια προσηλώνονται στην ΕΣΣΔ. Ο μαρξισμός – λενινισμός κατακτάει ολοένα και περισσότερα μυαλά και συνειδήσεις.
Ωστόσο η Αθήνα είναι μια μεγάλη πολιτεία, που γυρεύει ολοένα λεφτά. Εκείνη, για τη μάχη της επιβίωσης ποτέ δεν απελπίστηκε. Έτρεχε, σπούδαζε, δούλευε. Στα τελευταία, έφυγε στην Αμερική, κάνοντας ένα γάμο, που ποτέ δεν το θέλησε, για να γλιτώσει από τη φτώχεια. Να βοηθήσει και τον αδελφό, που δεν μπορούσε να δουλέψει γιατί στο μεταξύ, είχε προσβληθεί από τη φυματίωση.
[Βρισκόμαστε στο χειμώνα του 1926, δεν μπορώ να προσδιορίσω μήνα και μέρα. Όταν, ξυπνάω ανήσυχη ένα πρωινό(…) Ο Γιάννης γερμένος στο παλιό λαβομάνο του δωματίου μας, η λεκάνη κατακόκκινη(…) Είχε κάνει αιμόπτυση(…)Δεν μπορούσε να μιλήσει(…) Το στόμα του γεμάτο αίματα.
Είχε φοβηθεί και εγώ περισσότερο. Ταραχτήκαμε. Ότι πάει, τρίτωσε το κακό στην οικογένειά μας. Τον σκούπισα και τον έπλυνα, ξάπλωσε στο κρεβάτι. Τρέχω και παίρνω τους δρόμους κατά την Ομόνοια. Γιατρό, πού να βρω γιατρό…Φτάνω στην πλατεία Ομονοίας. Είχε ξημερώσει. Άρχιζε η πρωινή κίνηση στους δρόμους και ποιον να βρω…Θυμόμουνα ότι αρχές Αγίου Κωνσταντίνου είχε το ιατρείο του ένας πατριώτης μας. Ρωτώντας δεξιά κι αριστερά, βρίσκω το σπίτι και το ιατρείο.
Ξαφνιάστηκε πολύ με το αναπάντεχο του Γιάννη. Τον παρακαλώ να έρθει γρήγορα να τον δει…Έρχεται ο καλός μας Κουμουτσάκος και κάνει εξέταση. Τον βρίσκει πολύ αδύνατο, διατάζει ανάπαυση, καλή τροφή και ηρεμία. Μας καθησύχασε ότι δεν πρέπει να ανησυχούμε άδικα. Μάλλον ήταν κάτι περιστασιακό. Το ζήτημα είναι να μην έχουμε δεύτερη αιμόπτυση… Έφυγε, (…) ήταν της γνώμης πως ο Γιάννης θα έπρεπε να πήγαινε στη Μονεμβάσια. Βέβαια  το κλίμα, σαν παραθαλάσσιο, δεν ήταν κατάλληλο, αλλά το πρώτο που είχε ανάγκη ο Γιάννης, μας είπε, είναι ανανέωση, εξοχή, συντροφιά και περιποίηση. Πού να ήξερε ο καημένος….( στο ίδιο, σελ. 85- 86)]
Σχεδόν κανένας δεν ήξερε από τους γνωστούς ποια ήταν η οικονομική κατάστασή τους. Κράτησαν με αξιοπρέπεια το στόμα ραμμένο, ακόμα κι όταν έμεναν μόνοι τους Χριστούγεννα. Μια κάποια βοήθεια είχαν από το θείο Λεωνίδα, αδελφό της μάνας τους, που βρισκόταν στο εξωτερικό. Τι να πρωτοκάνει όμως κι αυτός; Σύνδραμε όσο μπόρεσε και στα τελευταία μια μικρή κληρονομιά που άφησε ήταν και το «λαχείο», για να αποχτήσει ο ποιητής ένα διαμερισματάκι. Εκεί που μένει μέχρι σήμερα!
Μετά από λίγον καιρό, ο νεαρός Ρίτσος φεύγει για τη Μονεμβάσια, στην αρχή μένει σ’ ένα παλιό ξενοδοχείο κι αργότερα, για να τρώει περισσότερο, θα μένει στο χαγιάτι του ερημωμένου πατρικού σπιτιού. Κοιμόταν σε μια γωνιά που’ ταν στεγασμένη με κεραμίδια, γιατί όλο το υπόλοιπο «δωμάτιο – χαγιάτι ανάρρωσης» ήταν ανοικτό απ’ όλες τις πάντες. Και τι τον ενδιέφερε; Έβαλε κι ένα τραπεζάκι στην άλλη μεριά, κι έγραφε, και διάβαζε, από ξημέρωμα κι ώσπου να πέσει ο ήλιος.
Η αδελφή του αποφασίζει, παρ΄όλα τα έξοδα, ένα ταξίδι κοντά του.

[Ευτυχώς τον βρήκα καλύτερα στην υγεία του – ούτε βήχας, ούτε πυρετός. Στο σπίτι μας δεν έμπαινε, παρά ελάχιστες φορές, κλεφτά και σαν ξένος, και πάντοτε με το φως της μέρας. « Και τα βράδυα, πας πουθενά;» « έχω δουλειές. Μετράω τον ουρανό με τις παλάμες μου…( Στο ίδιο σελ.89)]
Μέτρησε τον ουρανό με τις παλάμες του και δεν τον άφησε από τότε να του ξεφύγει. Δεν ξέφυγε όμως κι από την αρρώστεια. Όταν επιστρέφει στην Αθήνα το 1927, θα μπει στη Σωτηρία. Στο σανατόριο θα ολοκληρώσει τη συλλογή «Στο παλιό μας σπίτι», που είχε αρχίσει να γράφει την προηγούμενη χρονιά στη Μονεμβάσια. Η συλλογή ποτέ δεν εκδόθηκε ολόκληρη. Τα χειρόγραφα καταστράφηκαν μαζί με άλλα έργα του, – και δεν ήταν λίγα, – με τα Δεκεμβριανά, το 1944. Ορισμένα μόνο ποιήματα δημοσιεύτηκαν στο Φιλολογικό περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας. (« Παλιά κιθάρα», «Πόσα παράπονα», «Στον κήπο», «Νοσταλγία» ) με το ψευδώνυμο ΡΙΤ…ΣΑΣ.

ritsos30c


Ζεστασιά για τις νεανικές, φορτωμένες από την κακοδαιμονία, πλάτες του, είναι η γνωριμία του μέσα στους θαλάμους της Σωτηρίας, με τη Μαρία Πολυδούρη. Η αδικοχαμένη τρυφερή ποιήτρια θα γράψει το ποίημα «Θυσία», «αφιερωμένο στον κ. Γιάννη Ρίτσο».

«Καρδιά μου, τούτη η ώρα εδώ που εστάθη
με μια δεσποτικιά γαλήνη, κάτι
έχει βαρύ, μ’ αγγίζει σαν το μάτι
του άγριου μοιραίου που λάθεψα πώς χάθη.

(…)
   Κύτταξε το βραδάκι αυτό που κλείνει
τόση γαλήνη κι όταν αντικρύζη
τον κάμπο είναι σα χάδι, δε δροσίζει
όμως μια νοσταλγία μέσα μας χύνει

(…)
   Λουλούδι που το φως σ’ είχε αγαπήσει
έμεινες μονάχα με τη λαχτάρα,
που αργά γίνηκε φλόγα και κατάρα
τίποτε πια ‘ πο σε να μην αφήση.

   Είδα το φως αυτό να λιγοστεύη
τότε και σένα αγάλια να χλωμαίνης
Σούειπα. Θυμάσαι; Πρέπει να υπομένης
και σούδειξα τη σκέψη που πιστεύει…»


Τι να πρωτοϋπομείνει, και πόσο; Αυτή την ερώτηση ποτέ δεν την έβαλε στον εαυτό του. Κι αντί να υπομένει παθητικά, επέμενε ενεργητικά. Όταν βρίσκεται στα «Άσυλα Φυματικών», στην Καψαλώνα και στον Αη Γιάννη Κρήτης, -Σεπτέμβρης 1930 – Οχτώβρης 1931, – δημοσιεύει, στον «Παρατηρητή» Χανίων, με το γενικό τίτλο «Από το ημερολόγιο ενός φθισικού», μια σειρά πεζά, υπογράφοντας Ι.Ρ. Η κοινή γνώμη επηρεάζεται και ξεσηκώνεται για την απαράδεκτη και ζοφερή κατάσταση που επικρατεί στα υποτιθέμενα θεραπευτήρια. Θάλαμοι αχούρια, με κατσαρίδες και αφόρητη βρώμα, ταβάνια που στάζουν. Έτσι εννοούσαν την περίθαλψη του λαού οι κυβερνώντες του, – υπό βροχήν!


ritsos30d
Η αδελφή του δεν ξεχνάει ποτέ εκείνον που το έργο του προοριζόταν να ξεπεράσει τα όρια του τόπου και του χρόνου. Να κάνει πραγματικότητα τα κρυφά όνειρα και τις επιθυμίες της μάνας τους:

[Η μητέρα δεν άργησε να πιστέψει στο ταλέντο του τόσο πολύ, ώστε άρχισε να το φορτώνει με τις δικές της επιθυμίες και τα κρυφά της όνειρα. Και είχε δίκιο, όπως αποδείχτηκε….κι εμείς άδικο. «Ο Γιάννης μας θα γίνει, μια μέρα διάδοχος του Παλαμά» έλεγε σ’ όλους μας και μπροστά του» ( Στο ίδιο, σελ.30)]
Αυτό το χρέος, που ποτέ δεν το βλαστήμισε, μαζί με άλλα προσωπικά της, τη λύγισε. Εκείνος, καθιερωμένος πια σαν ποιητής, είχε εκδόσει τον «Επιτάφιο» και τις συλλογές «Τρακτέρ», «Πυραμίδες», «Ο ξένος», θα γράψει σ’ αυτό το διάστημα, «Το τραγούδι της αδελφής μου», ένα ποίημα από 923 ελεύθερους στίχους, που της το αφιερώνει: «Στην αδελφή μου ΛΟΥΛΑ».

ΑΔΕΛΦΗ μου,
θάξιζε ολόρθος να σταθώ
κατάντικρυ στον ήλιο.
(….)
Όμως, αδελφή μου,
δε δύναμαι άλλο.
(…)
Η φωνή μου ναυάγησε
η σκέψη μου μάδησε
τα τελευταία άνθη
(…)
Ευδόκησε να πραϋνθεί το πνεύμα μου
για να ψάλω τον ύμνο που αρμόζει
για σένα, αδελφή μου,
αδελφή όλου του κόσμου.
(…)

Στρέφω την όψη παντού
και θωρώ μόνο εσένα.
Επικαλούμαι της ομορφιάς την καλοσύνη
να μ’ ελεήσει μια στάλα δροσιάς
Όμως κανείς δεν αποκρίνεται.
(…)

ΑΔΕΛΦΗ μου,
Δεν είμαι πια ποιητής
Δεν καταδέχομαι νάμαι ποιητής.
Είμαι ένα πληγωμένο μυρμήγκι
που έχασε το δρόμο του
μες στην απέραντη νύχτα
(…)

Τίποτε άλλο δε ζει
έξω απ’ τον πένθιμο κύκλο
που χαράζουν στην πλάση τα μάτια σου…
(…)

Μα δεν ήξερες να δέχεσαι,
Χάριζες.
Μόνο χάριζες.
Όλα τα δώρα σου
τα μοίρασες
κι έμειναν άδειες
οι παλάμες σου.
(…)

Γύρισε, αδελφή μου,
στη μικρή Βηθλεέμ
που μας γέννησε ωραίους και ταπεινούς
(…)

και θα μείνω για πάντα πλάι σου,
– ένα σεμνό τριζόνι,
για να σου τραγουδώ
τα βράδυα του έαρος.
Δε μ’ ακούς;..
(…)

ΑΔΕΛΦΗ μου,
μονάχα εσύ μου απόμενες
ν’ ακουμπώ στην καρδιά σου
και ν’ ακούω το σφυγμό των ανθρώπων
(…)

Αφουγκραζόμουν
κάπου σιμά να πέφτουν
στάλες δροσιάς
από κρυμμένη πηγή
Κ’ η πηγή πέθανε…
(…)

Αντίο, αδελφή μου.
Φίλησέ μου τα σπουργίτια της αυλής μας,
τ’ αθώα παιδιά,
τις λυπημένες μητέρες
που κεντούν πλάι στη λάμπα
(…)

Αδελφή μου,
πιο πέρα από σένα κι από μένα,
πιο πέρα απ’ το θαμπό μας βλέμμα,
πιο πέρα απ’ τη θαμπή γραμμή της γης,
εκεί στη ρίζα του παντός
άκου το κύμα της ορμής
που υπέροχο, ανεξέλεγκτο κι αξήγητο
μας έπλασε και μας εξουσιάζει.
Τι να πούμε;
Ανοίγω τις πύλες
μ’ έντρομο θαυμασμό
μπροστά στη Δημιουργία
κι αλλάζω την οδύνη σ’ έκσταση
και την κραυγή σε προσευχή
(…)

Το φως ακμάζει πιο ψηλά
κι απ’ την αγάπη σου, αδελφή μου,
κι απ’ την αγάπη μου.


ritsos30e 
Ευτυχίας Καρύδη, Φυλλομετρώντας σελίδες του Ρίτσου, εκδόσεις Οδηγητής, Αθήνα 1984

Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο: Γιώργος και Ηρώ Σγουράκη, Γιάννης Ρίτσος. Αυτοβιογραφία. Κινηματογραφική αυτοβιογραφία. Ντοκουμέντα της ζωής και του έργου του, Αρχείο Κρήτης, Αθήνα 2008

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί νάναι κι από αίμα....

Για την Εργατική Πρωτομαγιά , τους αγώνες των λαών, τις θυσίες  και τα γενέθλια του ποιητή.



 Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί νάναι κι από αίμα
- όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα -
μπορεί νάναι κι απ' το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.

Κάθε δείλι τα πράγματα κοκινίζουν πριν σβήσουν
κι ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ' τα κάγκελα
είναι οι φωνές των παιδιών και το σφύριγμα του τραίνου.

Τότε τα κελλιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ' έναν κάμπο με στάχυα
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα
για να βρεις λίγο χώρο ν' απλώσεις τα πόδια σου.

Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα
το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος - βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης. Χαμογελάμε....


...Μ' όλο που το ξέρεις πως έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ
ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει...
                             Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Πολιτικών Κρατουμένων
                                 ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΙ ΛΗΜΝΟΥ,
                        Δεκέμβριος 1948 - Φεβρουάριος 1949


Γιάννης Ρίτσος, Καπνισμένο τσουκάλι, Κέδρος 1977, 13η έκδοση








Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης, Τανια Τσανακλίδου