Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Σκοπευτήριο Καισαριανής, 1 Μάη 1944…

Σκοπευτήριο Καισαριανής, το μνημείο

 …δωχάμου κείτονται νεκροί
που δεν επρόδωσαν ποτέ,
ποτέ δεν είπαν ψέματα,
τύραννο δεν προσκύνησαν…

 Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Ο Βασίλης Ρώτας και η Βούλα Δαμιανάκου με λίγους στίχους αυτός  και  λίγα λόγια  εκείνη μνημονεύουν τους αδικοσκοτωμένους και αδικοχαμένους, τους ηρωικούς νεκρούς,  που ΄πέσαν σε άνιση πάλη κι αγώνα για τη ζωή και τη λευτεριά του λαού, σε μια συλλογή ποιημάτων και πεζών με τον τίτλο Μνημόσυνο.

«Πρώτο μας βήμα, πρώτος λόγος μας ας είναι
προσκύνημα και χαίρε η δόξα Σου κι η χάρη,
ω λεύτερου λαού λαμπρή μεγαλοσύνη,
που πλημμυράς κι αγιάζεις τον ναόν μας τούτον.


Παράκληση μετά στη συγκατάβασή Σου
καλόγνωμα να ιδείς την ταπεινή μας τέχνη
που, υμνώντας τη θυσία της νιότης στον αγώνα,
πιάνει, από δέος, αδέξια το υπεράξιο  κάλλος.


Δεν είντουσαν φαντάροι τρομοκρατημένοι
μ’ άρματα φονικά και μηχανές χαλάστρες,
δεμένοι σε πυκνές γραμμές απελπισμένες,
με μόνη ευκή στον νου τους γλήγορο τέλος,


παρά, σαν νέοι που πάνε στη γιορτή της νίκης
για να τους στεφανώσουν του λαού τα χέρια,
μόνον τους στολισμό κι αρματωσιά τους είχαν
χαμόγελο στα χείλη κι αστραπή στα μάτια.


Έτσι, λαέ, τα τέκνα Σου πήγαν θυσία
τραγούδι τραγουδώντας που τους είχες μάθει`
κι είντουσαν φτερωμένες οι κορμοστασιές τους
και στα φτερά τους φύσαε λευτεριάς αγέρας.


Ορθός ο νους! ψυχές υψώνουμε τρισάγιες.
Τα μνήματά τους είναι μέσα στις καρδιές μας
μ’ αμάραντο χαμόγελο όλα φωτισμένα,
εξαίσιο φως: αυτό το φως βοηθός μας να’ ναι

(Πρόλογος στην τελετή)

Πρωτομαγιά και η μνήμη  μας σε εκείνους, τους κομμουνιστές αγωνιστές, που έστησαν στον τοίχο οι Γερμανοί, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.

1 Μάη. Η εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή. Χαρακτικό Τάσσος



                 
«Πρωτομαγιά ροδίζει η αυγή
ξυπνάει ζεβγά και δουλευτή
και  στη δουλειά τους προβοδάει
σκλάβους η πρώτη αυγή του Μάη


Στου Χαϊδαριού τη φυλακή
στο προσκλητήριο στην αυλή
στέκει ο κρατούμενος λαός
χλωμός στ’ αχνό θλιμένο φως.


Το αγέρι φέρνει από μακριά
της άνοιξης την αναπνιά`
πώς αχνοτρέμουν οι καρδιές,
άντρας και σου’ ρχεται να κλαίς.


Καλεί της Βίας ο πιστός,
ο μπόγιας ο αξιωματικός,
καλεί με κόμπο στο λαιμό
καλεί ζωές για θάνατο.


Καθένας τους μόλις τ’ ακούει
λέει το παρών κι αητός πετάει
και  παίρνει θέση στις γραμμές
που όλο μικραίνουνε πυκνές.


Μες στους αητούς κι ένας αητός
ο Σουκατζίδης ο αρχηγός –
σημαία η όψη του ανοιχτή,
χαμόγελο του νικητή.


Α Ναπολέων, όχι εσύ,
ο στύλος μας στη φυλακή
συ που’ χεις λόγον πειστικό
τρόπον, χαμόγελο γλυκό.


Όλη μου κι όλη την αξιά
την έχουν όλα τα παιδιά,
δε μου χωράει ποτέ στο νου
ν’ αφήσω τους συντρόφους μου.


Έχουμε λόγον πειστικό
και τρόπον και χαμόγελο
γιατ’ είμαστε παιδιά λαού
γενναίου πάντα και παντού.


Είναι τρανός ο αγώνας μας
για όλον τον κόσμο και για σας
για τους αθώους, για τα παιδιά,
για ειρήνη και για λευτεριά.


Με τους συντρόφους μου μαζί
πεθαίνουμε για τη ζωή:
διακόσιες θάβετε ψυχές,
θα βγουν μυριάδες απ’ αυτές.


Ο κόσμος θα μας τραγουδάει,
όταν γιορτάζει και γλεντάει,
θα μας δοξάζουν οι λαοί
όσο κρατάει τούτ’ η ζωή.»

( ΔΙΑΚΟΣΙΟΙ )

«Δεν  είντουσαν πεντέξι κι ουδέ μια δεκαριά,
παρ’ είντουσαν Διακόσιοι μιαν εκκλησιά κορμιά.
Διακόσιοι είν’ ένας κι ένας, μ’ αντρειά, μ’ αξιά, με νου,
διακόσιοι βασιλιάδες λεβέντες του λαού.
Πριν φέξει τους χωρίσαν, τους βάλαν στη σειρά
κι είν’ ομορφοντυμένοι, κεφάλια τους ψηλά.
Πρωτομαγιά χαράζει, μα δε μοσκοβολάει,
η αυγή φοβάται να’ βγει, το φως χασομεράει.
Τους φόρτωσαν δεμένους, τους στρίμωξαν ορθούς,
κλεισμένοι εμείς ακούμε: – τους παίρνουν, δεν ακούς;
Να, πάνω από τη μάντρα χέρια περνάνε, δες,
τα χέρια τους κουνάνε – καλές αντάμωσες!
Τα χέρια τους κουνάνε και φεύγουνε και παν,
σαν να κουνάν σημαίες μάς αποχαιρετάν:
Σημαίες ματοβαμένες πώς ανεμίζουνε,
μιλάν με χίλιες γλώσσες και ξεφωνίζουνε:
– Λαέ μας, τα παιδιά σου, σταθήκαμε πιστά,
κατά το μάθημά σου στον τύραννο μπροστά.
Δώσαμε τις ζωές μας ντυμένες αρετή,
για τη δική σου δόξα και για την προκοπή.
Λαέ μας δοξασμένε, πατρίδα μας γλυκιά,
μας κόψαν τις ζωές μας ανθούς Πρωτομαγιά.»

( ΑΝΘΟΥΣ – ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ )

Ανάμεσα στους πολλούς ο Ναπολέων Σουκατζίδης


Ναπολέων Σουκατζίδης
Ναπολέων Σουκατζίδης



«…Με χαμόγελο γιομάτο ικανοποίηση, γιομάτο λεβεντιά και περηφάνεια έδωσε το παρών στο προσκλητήριο την Πρωτομαγιά του 1944. Όλοι γύρισαν σε κείνον. Κι αυτοί που θα’ φευγαν  μαζί του και κείνοι που θα’ μεναν. Όλοι ήθελαν να μείνει κι οι πρώτοι κι οι τελευταίοι και μόνο ο Ναπολέων ήθελε να’ να΄ναι με τους πρώτους. Ο Γερμανός χτηνάνθρωπος ταράχτηκε στο άκουσμα αυτού του ονόματος που το είχε ξεστομίσει το ίδιο του το στόμα. Μπροστά του, φωνάζοντας ο καθένας παρών μόλις άκουγε τ’ όνομά του, μπαίναν στη γραμμή οι Ακροναυπλιώτες, φρέσκοι, χαμογελαστοί, λαμπροφορεμένοι, λες και πήγαιναν στο πανηγύρι. Μπροστά του έχουν πάρει κιόλας τη θέση τους το ένα τρίτο των παιδιών της Ακροναυπλίας. Μια οργανωμένη αγωνιστική δύναμη, που είχε νικήσει σε μάχες πολύ πιο σκληρές, που’ χε κερδίσει τη μεγάλη μάχη της ζωής για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια κι η μάχη προς το θάνατο είταν πια κερδισμένη από τα πριν. Ο Γερμανός στρατοπεδάρχης, που όλες οι χτηνώδικες ενέργειες στο Χαϊδάρι για να λυγίσουν εκείνοι οι ήρωες πήγαν χαμένες, το’ ξερε καλά αυτό. Μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο κάτι σαν ίχνος συνείδησης άρχισε να σαλεύει μέσα στα βάθη του σκοτεινού εαυτού του, που ίσως θα’ θελε να διαμαρτυρηθεί. Κάτι σαν αντίλαλος παλιάς λησμονημένης ανθρωπιάς που του ξυπνάει το αίσθημα του θαυμασμού και που σαν φτάνει στ’ όνομα του Σουκατζίδη ξεσπάζει: «Όχι εσύ, Ναπολέων, όχι εσύ!» Εκείνη την ώρα ο Ναπολέων ανατριχιάζει, καταλαβαίνει πως περνάει την πιο κρίσιμη ώρα της ζωής του. Η ευαισθησία του δοκιμάζεται όσο ποτέ. Η τιμή του, που τόσο την διαφέντεψε ολοζωής, κιντυνεύει. Πρέπει να προλάβει πριν να’ ναι πολύ αργά, πριν ο στρατοπεδάρχης αρπάξει τυχαία κάποιον σύντροφό του άλλον και τον βάλει στη θέση του.
Στηριζόμενος ίσα – ίσα σ’ αυτόν τον θαυμασμό του Γερμανού στρατοπεδάρχη, του λέει: «Θέλεις να μ’ αντικαταστήσεις όχι από εχτίμηση, αλλά μόνο και μόνο για να με κάνεις από Σουκατζίδη τίποτα. Μ’ αν πραγματικά μ’ εχτιμάς, η μόνη χάρη που μπορείς να μου κάμεις είναι να μ’ αφήσεις να πεθάνω σαν όλους στη θέση μου, γιατί ο συνεπής αγωνιστής δεν αλλάζει τη θέση του με τίποτε και για κανέναν λόγο, μάλιστα όταν ή θέση του αυτή είναι μπροστά στο πολυβόλο.
Κι ο μπόγιας σκύβει το κεφάλι, συμφωνεί κι αποκαλύπτεται.
Φεύγοντας σαν τον ήλιο που πάει να βασιλέψει, άφησε το τελευταίο του χαμόγελο πάνω στα θλιμένα πρόσωπα των συντρόφων του που έμεναν πίσω να τους ζεστάνει στην κρυάδα του θανάτου που σκόρπισε στο στρατόπεδο κείνο το πρωινό»
(ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ )

Ο Αντώνης Βαρθολομαίος

«Κάθε φορά που ο νους μου περιδιαβάζοντας τους σκοτωμένους μας σταματάει στον Αντώνη τον Βαρθολομαίο, τον αθλητή με τον ολότελα παιδιάστικο χαρακτήρα, τον μοναχογιό, πάντοτε ζωγραφίζει και μια σκυφτή γερασμένη γυναίκεια μορφή, να πηγαινοέρχεται μέσα στο μικρό μορφοσυγυρισμένο σπίτι, να ετοιμάζει καθαρές φορεσιές, να στρώνει τραπέζι, να βγαίνει ώρες ν’ αγναντεύει στον δρόμο, κι έπειτα να τα ξαναμαζεύει ώσπου στο τέλος απελπισμένη κλειδώνει το σπίτι, πετάει το κλειδι και πάει στον αγύριστο»
( ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ)

Ο Μήτσος Ρεμπούτσικας


Το γράμμα του Μήτσου Ρεμπούτσικα. (Η φωτογραφία από το βιβλίο)

                 Το γράμμα του Μήτσου Ρεμπούτσικα. (Η φωτογραφία από το βιβλίο)

«Έχω εδώ τα λόγια σου τα τελευταία, πολυαγαπητέ μας Μήτσο, που με χέρι σταθερό χάραξες στο χαρτάκι κείνη την πρωτομαγιάτικη αυγή, λίγο πριν σας σκοτώσουν. Λίγα απλά λόγια όχι για να τονίσουν το μεγάλο δράμα, τον ίδιο σου τον θάνατο, παρά για ν’ απαλύνουν τον πόνο και να παρηγορήσουν εκείνους που μένουν. Μα πώς να παρηγορηθούνε αφού μόνο η ζωή σου κι ο θάνατός σου, μα κι αυτό το μικρούτσικο χαρτάκι με τα λίγα παρηγορητικά λόγια που άφησες διαθήκη στους αγαπημένους σου τους λέει, τους θυμίζει τι χάσανε; Πώς θα παρηγορηθεί η Νίτσα, η αγαπημένη αδερφή σου, που τόσο συχνά και με τόση αγάπη τη μελέταγες, όταν έχει πάντα μπροστά της αυτά σου τα τελευταία λόγια, το πιο απέριτο και το πιο τέλειο μνημείο; Πώς να μην κλαίμε πικρά οι σύντροφοί σου για έναν τόσο ακριβό σύντροφο; Πώς ο λαός να μη θρηνεί που έχασε μέσα σ’ ένα πρωινό τόσα άξια τέκνα του, τόσους ηρωικούς υπερασπιστές του;
Ποτέ δε γινόσουνα στόχος, ούτε με λόγια μεγάλα, ούτε μ’ ενθουσιασμούς, ούτε με θυμούς και με νεύρα, ούτε ανάλαβες ποτέ να διδάξεις «από καθέδρας» καθήκοντα και χρέος ή να συμβουλέψεις ανίδεους. Απόφευγες τον θόρυβο. Απλός, στοχαστικός και καρτερικός, έπιανες αθόρυβα μιαν άκρη στην αυλή του στρατοπέδου παρέα με τον αχώριστο φίλο σου τον Γιώργο και σιγοκουβεντιάζατε ή διαβάζατε. Δεν άργησα να ρθω και εγώ στην παρέα σας. Διαβάζαμε εκ περιτροπής τα βιβλία που μας τύχαιναν. Όταν διάβαζα εγώ κι έπεφτα πάνω σε καμμιά φράση που δεν τη λέει εύκολα ένα κορίτσι, κόμπιαζε η γλώσσα μου και τότε εσύ αμέσως μού’ παιρνες το βιβλίο, διάβαζες από μέσα σου το εμπόδιο και μου το ξανάδινες να συνεχίσω.
Δε σ’ άκουσα να κάνεις σκέδια για το μέλλον. Ζούσες την καθημερινή πραγματικότητα μέρα και νύχτα μ’ όλη σου τη νηφαλιότητα και συνείδηση και στην απαίτηση αυτής της πραγματικότητας προσπάθησες ν’ ανταποκριθείς ως την τελευταία σου στιγμή.»
( ΜΗΤΣΟΣ ΡΕΜΠΟΥΤΣΙΚΑΣ)

Η μνήμη τους ιερή , φωτίζει τους κακοτράχαλους δρόμους της δικής μας καθημερινότητας.


kaisariani6

«Η μνήμη απ’ τους συντρόφους μας που πέσαν στον αγώνα
του Μάη αυγή, του Μάη πνοή μες σε τριανταφυλλώνα.
Άστρο’ ναι που μας οδηγάει, φωτιά’ ναι που μας καίει,
φωνή’ ναι απ’ τα βαθιά της γης που διαλαλεί και λέει:
Όσο παίζει το μάτι σας κι όσο καρδιοχτυπάτε
κι όσο’ χει σάλιο η γλώσσα σας, συντρόφοι, πολεμάτε.
Είτε παρέες ή τάγματα, ξεμόναχοι είτε ταίρια
χτυπάτε όλοι τον τύραννο και με τα δυό σας χέρια.
Κι όταν ψοφήσει το θεριό, και το στερνό κεφάλι,
ε, τότε να μολώσετε’ πο μια στεριά στην άλλη,
ν’ ανοίχτε δρόμους λεύτερους’ πο μια στην άλλη σφαίρα,
να τρέχει το τραγούδι σας παντού σαν φως κι αγέρα,
ν’ αντιλαλεί χαρούμενο σ’ Ανατολή και Δύση,
να ρθεί και μας στα μνήματα να γλυκοκελαϊδήσει»

( ΜΝΗΜΗ)

kaisariani7 
(Οι στίχοι του τίτλου από το ποίημα Διαβάτη στάσου του Βασίλη Ρώτα)

Βασίλη Ρώτα – Βούλας Δαμιανάκου,  Μνημόσυνο, Αθήνα 1961

Δεν υπάρχουν σχόλια :