Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Το παραμύθι της Αγάπης



To παραμύθι της Αγάπης είναι μια απόπειρα να απαντήσω στην απορία μαθητή μου για το τι είναι η αγάπη. Τo αφιερώνω στους μαθητές μου της Β' Γυμνασίου με την ευχή να ζουν, να αγωνίζονται, να αγαπούν και να ονειρεύονται.
Μια φορά και έναν καιρό στα πολύ παλιά χρόνια ζούσε  ένα κορίτσι που το έλεγαν Αγάπη. Ήταν πολύ όμορφο . Είχε λευκό πρόσωπο και ρόδινα μάγουλα. Δυο σμαράγδια στη θέση των ματιών , ήρεμα και καλοσυνάτα, μαύρα μαλλιά πλεγμένα σε στεφάνι και ένα στόμα κοραλλένιο. Δεν είχε χέρια. Είχε φτερά για να πετάει αλλά και για να μπορεί να τα ανοίγει και να κλείνει μέσα της όποιον ήθελε. Μα το πιο εντυπωσιακό ήταν το δέρμα της. Λεπτό σαν πορσελάνη και διάφανο σαν οπαλίνα.

Όποιος την κοιτούσε μαγνητιζόταν από την μεγάλη κόκκινη καρδιά που την έβλεπε να κτυπά ρυθμικά και ήθελε να την αγγίξει. Μόλις την άγγιζε  αμέσως μεταμορφωνόταν. Ήταν άσχημος και γινόταν όμορφος, ήταν σκληρός και μαλάκωνε.

Αυτή ήταν η δουλειά της Αγάπης , να μεταμορφώνει τους ανθρώπους.

Με τα φτερά της ταξίδευε συνέχεια και προσπαθούσε να πλησιάσει τους ανθρώπους για να μπορούν να βλέπουν την μεγάλη της κόκκινη καρδιά , να την αγγίζουν και να μεταμορφώνονται.

Της άρεσε να δίνει χωρίς να παίρνει, αρκεί να έβλεπε τους ανθρώπους ευτυχισμένους . Το καλύτερο της όμως ήταν όταν κατόρθωνε κάτι πολύ δύσκολο, να ενώσει ανθρώπους μεταξύ τους και να τους βλέπει να ενδιαφέρονται ο ένας για τον άλλο.

Η χαρά πλημμύριζε την καρδιά της. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που άφηνε το κόκκινο χρώμα να φεύγει από αυτήν και να μεταγγίζεται στις καρδιές των ανθρώπων .  Οι άνθρωποι τότε ένιωθαν  να μεγαλώνει η δικιά τους καρδιά και να χωράει την καρδιά ενός άλλου ανθρώπου μέσα της . Τότε οι άνθρωποι αυτοί άρχιζαν να αγαπιούνται . Και αυτή η αγάπη είχε πια πολλές μικρές αόρατες κλωστούλες και έτσι οι άνθρωποι δένονταν μεταξύ τους.

Άλλοι έδεναν τη ζωή τους μια για πάντα και μαζί με την αγάπη ένιωθαν  τρυφερότητα και την επιθυμία να είναι συνέχεια μαζί και όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο πιο πολύ μεγάλωνε η αγάπη τους.

Άλλοι ένιωθαν ξαφνικά ένα μεγάλο πόνο, γιατί η αγάπη πονάει ορισμένες φορές, όταν κάποιος την έχει και τη χάσει.

Η  Αγάπη όμως ήταν πολύ γενναιόδωρη και φρόντιζε να δέσει την πληγωμένη  καρδιά, να την γιατρέψει με μια άλλη μεγάλη καρδιά.

Η φίλη μας αισθανόταν ακόμη πιο όμορφα όταν έβλεπε οι κλωστούλες της να δένουν και άλλους ανθρώπους και τότε δυνάμωνε τους δεσμούς της αληθινής φιλίας.  Έδινε και τα φτερά της , τα κάτασπρα, τα μεγάλα για να μπορούν να τα χρησιμοποιούν οι αγαπημένοι φίλοι και να προστατεύουν ο ένας τον άλλο. Αόρατα αλλά αισθητά.

Το πιο όμορφο όμως που έκανε η Αγάπη ήταν να αλλάζει τη ματιά των ανθρώπων. Όποιος είχε την καρδιά της Αγάπης στην καρδιά του έβλεπε μόνο με αυτήν. Τότε τα άσχημα γίνονταν όμορφα και όλοι ήθελαν να βλέπουν μόνο με αυτά τα μάτια, γιατί τότε αποκτούσε πραγματικό νόημα η ζωή τους και ένιωθαν ότι μπορούν να ανέβουν βουνά, να λυγίσουν σίδερα, να θυσιαστούν, να αγωνιστούν για την αγάπη τους.

Σε κάποιο από τα πετάγματα της η Αγάπη πληγώθηκε. Την χτύπησαν με όπλα φοβερά και έπεσε να πεθάνει. Η μεγάλη κόκκινη καρδιά άρχισε να μικραίνει, να γίνεται πράσινη, κίτρινη . Πήρε το χρώμα της πικρής χολής Η Αγάπη πονούσε πολύ γιατί ένιωθε τη ζωή να φεύγει από μέσα της και ανάσαινε βαριά και λαχανιαστά. Σε λίγο δεν θα υπήρχε. Μια μαύρη σκιά άρχισε να απλώνεται παντού. Οι άνθρωποι σκλήρυναν και ασχήμυναν.  Οι καρδιές τους πάγωσαν , κοφτερά κρύσταλλα μπήγονταν στα στήθη τους και ρουφούσαν ό,τι είχε απομείνει από την αγάπη.

Μπορούν όμως οι άνθρωποι να ζήσουν χωρίς την Αγάπη; Δεν υπήρχε κανείς να τη σώσει; Σε τόσους είχε δώσει γιατρειά , αυτήν δεν θα βρισκόταν κανείς να την γιατρέψει , να τη σώσει;

Πολλοί ήθελαν, αλλά φοβόντουσαν να πλησιάσουν, να δώσουν το χέρι τους.

« Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους» ακούστηκε μια φωνή να λέει και τότε μαζεύτηκαν πολλοί. Στάθηκαν δίπλα δίπλα και ένωσαν τις καρδιές τους. Οι αόρατες κλωστούλες άρχισαν να φαίνονται. Κάποιος τράβηξε μία. Τότε άρχισε να ξετυλίγεται ένα αιμάτινο κατακόκκινο κουβάρι από κάθε μία καρδιά που την είχε γεμίσει η Αγάπη κάποτε. Πήγαν κοντά της και άρχισαν να τυλίγουν την πληγωμένη καρδιά της Αγάπης και να της μεταγγίζουν τη δική τους αγάπη, γιατί είναι « η αγάπη της αρρώστιας  γιατρικό» για να γλυτώσει η Αγάπη του πόνου το αργό βασανιστήριο.

Σιγά σιγά έρχονταν και άλλοι άνθρωποι, λευκοί, μαύροι, κίτρινοι, πεινασμένοι, βασανισμένοι, κατατρεγμένοι από όλη τη γη , γιατί

 « σύνορα η αγάπη δεν γνωρίζει» και άρχισαν να ξηλώνουν τις δικές τους καρδιές για να δέσουν την  καρδιά της Αγάπης και τότε κατάλαβαν το νόημα της θυσίας γι’ αυτόν που αγαπάς.

Η  καρδιά της Αγάπης άρχισε να μεγαλώνει και να κοκκινίζει , οι χτύποι γίνονταν κανονικοί και ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της. Η ανάσα της ηρέμησε και τα μεγάλα σμαραγδένια μάτια άνοιξαν. Ένα διαμαντάκι κύλησε στα μάγουλα και το φως της μέρας που άρχισε να ανατέλλει ξανά διαθλάστηκε  μέσα του. Χρώματα απλώθηκαν παντού. Η Αγάπη σηκώθηκε , άνοιξε τα μεγάλα της φτερά και έκλεισε μέσα τους αγαπημένους της που θυσιάστηκαν γι’ αυτήν . Τους έσφιξε τόσο δυνατά που οι καρδιές τους ενώθηκαν σε μία και έγιναν κατακόκκινες από ζωή και αγάπη.

3 σχόλια :

elen είπε...

Εξαιρετικό το παραμυθι σου!

Unknown είπε...

Συγχαρητήρια, πολύ όμορφο! Με συγκινήσατε!

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστώ