Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Στην εργατική τάξη

Ο ι δύσκολες μέρες που μας περιμένουν μας βρίσκουν γυμνούς και άοπλους.Πώς να αντιμετωπίσουμε τόσες δυσκολίες έτσι που κατάντησαν τα πάντα; Τόσος ατομικισμός, τόσος ωχαδελφισμός, τόση αδιαφορία ; Ακόμη και τώρα! Εύκολα τα άλλοθι, εύκολες οι κριτικές όταν δεν θέλουμε να βγούμε από τη βόλεψη μας.Βλέπουμε το δένδρο και χάνουμε το δάσος. Όλοι φταίνε εκτός από εμάς !
Λες και όλοι αυτοί οι πολιτικοί, οι συνδικαλιστές και οι όμοιοί τους μόνοι τους αναρριχήθηκαν στην εξουσία, εμείς δεν φέρουμε καμία ευθύνη. Να δω τι κόσμο θα παραδώσουμε στα παιδιά μας, αφού αφήσαμε και χάθηκαν, χάνονται, θα χαθούν όλα όσα οι προηγούμενες γενιές με αίμα και στερήσεις κατέκτησαν.
Στο πνεύμα της αυριανής μέρας τα βιντεάκια.













Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Ηπειρώτες Λογοτέχνες-Χριστόφορος Μηλιώνης

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ

Ο Χριστόφορος Μηλιώνης γεννήθηκε στο Περιστέρι Πωγωνίου (του νομού Ιωαννίνων) το 1932.

Τελείωσε το Γυμνάσιο στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Εργάστηκε ως καθηγητής σε Γυμνάσια της Κύπρου (Αμμόχωστος, 1960-1964) και της άλλης Ελλάδας.

Διετέλεσε Σχολικός Σύμβουλος Δυτικής Αττικής (1984-1990, οπότε και αποσύρθηκε από την εκπαίδευση).

Διετέλεσε μέλος των εκδοτικών ομάδων των περιοδικών Ενδοχώρα (Γιάννινα 1959-1967) και Δοκιμασία (Γιάννινα 1973-1974), και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, στο Δ.Σ. της οποίας εξελέγη μέλος δύο φορές.

Συνεργάστηκε με τα εγκυρότερα περιοδικά και εφημερίδες, καθώς και (επί δεκαετίαν) ως επιφυλλιδογράφος στην εφημερίδα Τα Νέα.

Τιμήθηκε:

  • με το Α΄ Κρατικό Βραβείο διηγήματος για το βιβλίο του Καλαμάς κι Αχέροντας (1986),

  • με το Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ (2000) για το βιβλίο του Τα φαντάσματα του Γιορκ και

  • με το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2005) για το βιβλίο του Το Μοτέλ-Κομμωτής κομητών.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Βιβλία

Πεζογραφία

  • ΠΑΡΑΦΩΝΙΑ, διηγήματα, εκδ. Ενδοχώρας, Γιάννινα 1961

  • ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ, διηγήματα, Αθήνα 1971.

  • ΑΚΡΟΚΕΡΑΥΝΙΑ, νουβέλες, Κέδρος 1976.

  • ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣ, Κέδρος 1978

  • ΔΥΤΙΚΗ ΣΥΝΟΙΚΙΑ, μυθιστόρημα. Κέδρος 1980

  • ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ ΚΑΙ Τ΄ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ (Επανέκδοση), Θεμέλιο 1982.

  • ΚΑΛΑΜΑΣ ΚΙ ΑΧΕΡΟΝΤΑΣ, διηγήματα, εκδ. Στιγμή 1985 και Κέδρος 1990

  • Ο ΣΙΛΒΕΣΤΡΟΣ, μυθιστόρημα, Κέδρος 1987

  • ΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΟΣ, διηγήματα, Κέδρος 1993

  • ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΟ, πεζογραφήματα, Κέδρος 1997

  • ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΟΡΚ, διηγήματα, Κέδρος 1999

  • ΜΙΑ ΧΑΜΕΝΗ ΓΕΥΣΗ, διηγήματα, Ελληνικά Γράμματα 1999 στη σειρά «Γραφές της αθωότητας».

  • Η ΦΩΤΟΓΕΝΕΙΑ, διήγημα, Μεταίχμιο 2001

  • ΜΕΤΡΗΜΕΝΑ ΛΟΓΙΑ, [Πεζογραφήματα- Χρονογραφήματα], εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004.

  • ΤΟ ΜΟΤΕΛ-ΚΟΜΜΩΤΗΣ ΚΟΜΗΤΩΝ (Νουβέλα), εκδ. Κέδρος 2005.

  • ΤΑ ΠΙΚΡΑ ΓΛΥΚΑ ιστορίες εκδόσεις Μεταίχμιο 2009

Μελέτες-Δοκίμια

  • ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ, δοκίμια, Καστανιώτης 1983.

  • ΜΕ ΤΟ ΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ, ερμηνευτικά δοκίμια,Σοκόλης 1991.

  • ΣΗΜΑΔΙΑΚΟΣ ΚΙ ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΟΣ, κείμενα για τον Παπαδιαμάντη, Νεφέλη 1994.

  • ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ. (Σειρά: Στα σταυροδρόμια του νεοελληνικού λόγου).εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2002, (Μελέτη)

  • ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ ΜΕΔΟΥΣΑΣ (Ερμηνευτικά δοκίμια) εκδ. ΣΟΚΟΛΗ 2007

Ανθολογίες

  • ΓΙΑΝΝΕΝΑ-ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. (Ανθολογία), Μεταίχμιο 2001.

  • ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΜΗΝΟΛΟΓΙΟ. Κείμενα: Χριστόφορος Μηλιώνης. Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Ίσαρης. 2001). εκδ. Μεταίχμιο 2002

Επιμέλεια βιβλίων

  • ΗΠΕΙΡΟΣ, Αισθητική περιήγηση στο χώρο (Εισαγωγή,Κείμενα, λεζάντες Χ.Μ.). Φωτογραφικό Λεύκωμα: Ν.Δεσύλλα. Εκδ. Σύνολο, 1994

  • ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥ: Το αγκαθερό φορτίο. Εκδ. Νεφέλη, 1994

Βιβλία με μεταφράσεις

  • ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΜΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΥΛΗΣ Μεταφράσεις αρχαίων κειμένων(από τον 8ο αι π.Χ. έως τον 2ον αι. μ.Χ.), εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2002.

Βιβλία μεταφρασμένα σε άλλες γλώσσες

Ρωσικά

  • GODI ISPITANI, ed. RADUGA,tr.M.Tomasefskaja-N. Podjemskaja,p. 268.Moscwa,1986. (Περιέχει τα βιβλία: Ακροκεραύνια, Δυτική Συνοικία και τρία από τα Διηγήματα της Δοκιμασίας.

Γερμανικά

  • KALAMAS UND ACHERON, ROMIOSSINI Verlang.tr. Hans Eidenaier, Koln 1990. P.152, ISBN 3-923728-48-4

Ιταλικά

  • SOTTO L΄ AZZURRA SUPERFICIE, racconti (επιλογή), tr. e Presentazione Lucia Marcheselli–Louka,ed.Richerche, Trieste 1992. p.162

  • CAMBIO DI RESIDENZA e altri racconti(επιλογή), tr.Vera Cerencia, Ed. L΄ EPOS, Palermo 1993. P.100

Αγγλικά

  • ΚALAMAS AND ACHERON, tr. Marjorie Chambers,ed. KEDROS, 1996.p.162, ISBN 960-04-1201-4

Γαλλικά

  • Christoforos Milionis, La nouvelle Grecque [Genése et évolution] - Traduction- Bibliographie- Index Henri Tonnet. Publications Langues’ ο Nefeli, Athénes 2004, ISBN: 960-211-726-5

Διηγήματα του Χ. Μ. έχουν μεταφραστεί επίσης σε Ανθολογίες και ξένα περιοδικά στα Αγγλικά, Αλβανικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Γεωργιανά, Ιταλικά, Ισπανικά, Ολλανδικά, Ουγγρικά, Ρωσικά, και Σουηδικά . www.giannena-e.gr

Από την Καθημερινή (www.kathimerini.gr)

Εσωτερική μετανάστευση

Tης Eλισαβετ Kοτζιά (13-7-2008)


Δεν ξέρω αν η φιλολογία και η κριτική έχουν πλήρως συνειδητοποιήσει την ιδιάζουσα θέση που κατέχει ο Χριστόφορος Μηλιώνης μέσα στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας, όντας ο πεζογράφος που κατ' εξοχήν σχολίασε ένα από τα μαζικότερα και κρισιμότερα συμβάντα της ελληνικής ζωής - τη μεταπολεμική μετακίνηση μεγάλων τμημάτων του ελληνικού πληθυσμού από την ύπαιθρο στις πόλεις. Οχι πως περιέγραψε το ίδιο το συμβάν - στα πενήντα πέντε όμως χρόνια της λογοτεχνικής του παρουσίας το έργο του στάθηκε επίμονα πάνω στις τεράστιες συναισθηματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις, στις σημαντικές συνέπειες και στις ολέθριες απώλειες που συνόδεψαν τις μετακινήσεις αυτές. Προσωπικός έτσι και εξομολογητικός ο τόνος του, όχι όμως εσωστρεφής και ιδιωτικός, διότι εκείνο που κατόρθωσε να καταγράψει υπήρξε μια κοινή αίσθηση καθόλου ευκαταφρόνητη, μια συλλογική εμπειρία που αφορά τους περισσότερους. Oπως στις παλαιότερες διηγηματογραφικές συλλογές «Καλαμάς και Αχέροντας» (1985) και «Χειριστής ανελκυστήρος», (1995), στο μυθιστόρημα «Δυτική συνοικία» (1980) και στις νουβέλες «Ακροκεραύνια» (1976) και «Μοτέλ» (2005), έτσι και στα περισσότερα από τα έντεκα διηγήματα της νέας διηγηματογραφικής του συλλογής «Τα πικρά γλυκά» (Μεταίχμιο, σελ. 160), ο Μηλιώνης αποκαλύπτει τη βαθιά νοσταλγία του για τον γενέθλιο τόπο στον οποίο επιστρέφει με κάθε αφορμή. Μέσα από τη μνήμη και τον συνειρμό, ο αφηγητής του οδηγείται στα παιδικά του χρόνια σε χωριό της Ηπείρου («Το λιθάρι», «Ο χαρταετός»), καθώς και στα πρώτα νεανικά χρόνια της στρατιωτικής θητείας («Προσκλητήριο», «Εκείνη η Aνοιξη») και της επαγγελματικής σταδιοδρομίας («Eνας είναι ο Θεός»). Επιστροφή στον απολεσθέντα παράδεισο; Κάθε άλλο. Ο αφηγητής ούτε εξιδανικεύει ούτε ωραιοποιεί. Τα μακρινά εκείνα χρόνια των διώξεων και των ερημώσεων δεν ήταν καθόλου εύκολα. Τα πρόσωπα δεν υπήρξαν άλλωστε ήρωες, αλλά θύματα των στερήσεων και των καταστροφών. Ωστόσο, στο αίσθημα και στην ψυχολογία του αφηγητή αποκτούν τεράστια σημασία. Διότι μέσα από το πρίσμα της μεταγενέστερης πεζής, ισοπεδωμένης και εντελώς ανούσιας, άχρωμης, κενής αστικής ζωής, εκείνο το δύσκολο, βασανισμένο παρελθόν αποδεικνύεται ουσιαστικότερο και πολύ πιο αληθινό. Γι' αυτό και στον Χριστόφορο Μηλιώνη συναντάμε έναν μεγάλο καημό για την οριστικά χαμένη αυθεντικότητα και το ανυπολόγιστο κόστος το οποίο προήλθε από τον απάνθρωπο αλλά ταυτόχρονα αναπόφευκτο εξαστισμό. Χωρίς ωστόσο να υφίσταται καμιά διάθεση καταγγελίας - διότι δίπλα στη βαθύτατη αυτή νοσταλγία υπάρχουν ταυτόχρονα το χιούμορ και η παραδοχή της πραγματικότητας, μια θυμοσοφική απόφαση ότι τίποτα δεν μπορεί πια να αλλάξει, μια ήρεμη αποδοχή της απώλειας.

Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι ολόκληρη η ουσία της πεζογραφίας του Μηλιώνη βρίσκεται στον τρόπο που ο συγγραφέας χειρίζεται λογοτεχνικά τη φυσιογνωμία του αφηγητή. Oπως και στα προηγούμενα έργα, έτσι και στα «Πικρά γλυκά» δεν συναντάμε έναν Eλληνα επαρχιώτη με τις αρνητικές συνδηλώσεις που κατά κανόνα συνοδεύουν τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό. Συναντάμε αντιθέτως ένα ορεσίβιο που εγκαταστάθηκε τελικά στην πόλη, έναν συγκεκαλυμμένα τρυφερό, στοχαστικό, συναισθηματικό και συγκινημένο άνθρωπο, που δεν θαμπώνεται καθόλου από τις αστικές σειρήνες και τους καταναλωτικούς συρμούς, που πατάει γερά στα πόδια του και νιώθει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του γιατί ξέρει ποιος είναι. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε καταστράφηκε, οι συντεταγμένες άλλαξαν, το στίγμα χάθηκε. Εκείνος όμως ούτε θρηνεί ούτε καταστροφολογεί, αλλά ξέρει να μιλήσει συζητώντας με ευθύτητα για τους δεσμούς του με τη Φύση και τους ανθρώπους του χωριού, αναζητώντας με ακατασίγαστο πάθος τον ρυθμό της παλιάς ζωής, ξέροντας τι έχασε και πώς να το αποτιμήσει. Ρίζες έτσι αποκαλύπτεται πως δεν είναι ο τόπος, οι άνθρωποι ή τα αντικείμενα, αλλά το συναίσθημα που καταφέρνει να κρατάει άσβεστο μέσα του για όλα αυτά. Με αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να κάνει νύξη σε τόσο ουσιαστικά στοιχεία της ατομικής ταυτότητας όπως είναι το πρόσωπό του ( «Η φωτογένεια») και το οικογενειακό του όνομα («Η μηλιά» ).

Eχω υποστηρίξει ότι ορισμένα από τα παλαιότερα έργα του Μηλιώνη, όπως το μυθιστόρημα «Σιλβέστρος» (1987), η διηγηματογραφική συλλογή «Τα φαντάσματα του Γιορκ» (1999) και η νουβέλα «Μοτέλ» (2005), αντλούν έντονα από την παράδοση του φασματικού, του χιμαιρικού και του ονειρικού σε αντιδιαστολή προς την παράδοση του ρεαλισμού. Με αφορμή το «Πικρά γλυκά» που αναπτύσσεται πάνω στον ίδιο τόνο με το «Καλαμάς και Αχέροντας» και τον «Χειριστή ανελκυστήρος», θα πρέπει να παραδεχθώ ότι στον Μηλιώνη οι δυο παραδόσεις κατά κάποιο τρόπο συγχωνεύονται, καθώς το θέμα σε όλα τα βιβλία του μοιάζει εντέλει να είναι μόνον ένα: το παρελθόν και τα ακατανίκητα φαντάσματά του.


Θρησκευτικότητα, γλώσσα, ηθογραφία...

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΜΗΛΙΩΝΗ

Οπως και στα άλλα «έργα φαντασίας», έτσι και στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη το πρώτο και κύριο ζητούμενο είναι η καλλιτεχνική του βούληση και η πραγμάτωσή της. Ιδιαίτερα μάλιστα σ' αυτόν. Επειδή αυτή η πλευρά του έργου του -όπου τελικά τα πράγματα κρίνονται- έχει επικαλυφθεί στο μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας από άλλα στοιχεία, που, βέβαια, συνυπάρχουν, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, και ακόμη είναι αναγκαίο να επισημαίνονται, επειδή αποδίδουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Αλλά χωρίς την καλλιτεχνική μέριμνα και την καλλιτεχνική επίδοση του συγγραφέα, αυτά τα άλλα, σε οποιονδήποτε βαθμό κι αν διαπιστώναμε την παρουσία τους, όχι μόνο θα μας ήταν αδιάφορα, αλλά κάτι χειρότερο: θα ήταν από σκληρά έως και ανυπόφορα. Εννοώ, φυσικά, την ορθοδοξία του - είτε παρουσιάζεται ως πίστη, είτε ως χριστιανική θεολογία είτε ως χριστιανική ηθική. Σκεφθείτε ένα κείμενο ενός ατάλαντου πεζογράφου που θεολογίζει ή ηθικολογεί και συγχρόνως φιλοδοξεί να παρουσιαστεί ως διήγημα, δηλαδή ως Λογοτεχνία...

Το θέμα της θρησκευτικότητας του Παπαδιαμάντη δεν αντιμετωπίστηκε από τους μελετητές του μόνο θετικά, υμνητικά, θα έλεγα καλύτερα, αλλά και αρνητικά -με προεξάρχοντα τον κύριο άρνητή του, τον ιστορικό δηλαδή της λογοτεχνίας μας Κ. Θ. Δημαρά, ο οποίος στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας γράφει το πασίγνωστο:

«Η θρησκευτικότητά του πάντως δεν ξεπερνάει την απλή ευλάβεια -απλή και κάποτε χαριτωμένα απλοϊκή- την προσήλωση στο εκκλησιαστικό τυπικό και την πιο στενή αντίληψη της παράδοσης. Είναι συντηρητικός· το θρησκευόμενο Βυζάντιο σε στιγμές παρακμής. Τη στάση αυτή ξαναβρήκαμε σε αξιόλογη μερίδα των λογίων που έδρασαν στον ύστερο ρωμαντισμό. Βυζαντινή θα έπρεπε να θεωρήσουμε και την αγάπη του για τις παρωδίες των θρησκευτικών κειμένων, τις οποίες απομνημόνευε με ευχαρίστηση ή και αυτοσχεδίαζε ο ίδιος. Ζει έξω από τα προβλήματα και τις αγωνίες που συνείχαν τότε την νέα ελληνική γενεά· συνηθισμένη προσωνυμία του "ο Αγιος των νεοελληνικών γραμμάτων"· μα από την αγιοσύνη κρατούσε μόνο την αναχώρηση κι όχι το πάθος για τον άνθρωπο...» (Ι.Ν.Λ.3, σελ. 382). Ολα αυτά είναι πολύ συζητήσιμα, μερικά μάλιστα ανάξια της φιλολογικής φήμης του. Πάντως, μερικές παρατηρήσεις του θα μας απασχολήσουν πιο κάτω για ειδικούς λόγους.

Αλλά μια συζήτηση πάνω στο θέμα της πίστης και της θρησκευτικότητάς του θα εκτρεπόταν σίγουρα σε συζήτηση ανάμεσα σε «πιστούς» και «άπιστους», σε «ορθόδοξους» και «αιρετικούς», συζήτηση θεολογική, όπου τελικά θα επιστρατευόταν και η Δογματική και όπου φυσικά τον πρώτο λόγο θα είχαν οι θεολόγοι. Και ναι μεν μπορεί ο Παπαδιαμάντης να κατείχε στην εντέλεια τη «Δογματική», τη «Χριστιανική Ηθική» και το «Πηδάλιον», και ναι μεν διεκήρυττε το «κολληθεί η γλώσσα τω λάρυγγί μου, εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ», αλλά ούτε μόνον αυτά διεκήρυττε ούτε μόνον αυτά κατείχε. Αυτά τα άλλα, όμως, είναι που τον εντάσσουν στους λίγους της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

(Θέλω εδώ να κάνω μια παρέκβαση, για να πω πως ο Παπαδιαμάντης δεν είναι ο μόνος που εξυμνήθηκε ή λοιδορήθηκε για την «ιδεολογία» του. Νομίζω πως λίγο-πολύ είναι γνωστοί αυτοί οι συγγραφείς και η αναφορά των ονομάτων παρέλκει. Ο χρόνος και -συν τω χρόνω- η αντίσταση των πραγμάτων -και των γεγονότων- αρχίζουν να βάζουν τα πράγματα στη θέση τους. Καιρός τού σπείρειν καιρός τού θερίζειν...).

Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης έχει επίγνωση ότι λειτουργεί στο πλαίσιο μιας συντεχνίας, της λογοτεχνικής, που έχει πίσω της μια μακρότατη παράδοση -και φροντίζει να μας το υπενθυμίζει, είτε με υποσημειώσεις, υποσελίδιες είτε με παρεκβάσεις εντός του κειμένου. Ηδη σε μια επιφυλλίδα μου είχα σχολιάσει τη σημασία μιας υποσημείωσής του για το θέμα της γλωσσικής ευαισθησίας που πρέπει να διαθέτει ο αναγνώστης, προκειμένου να συλλάβει την αξία ενός κειμένου19. Αφού δίνει ένα ξένο χωρίο μεταφρασμένο στο γνωστό προσωπικό του γλωσσικό «ιδίωμα» το επαναλαμβάνει σε υποσημείωση μεταφρασμένο στη γλώσσα των ναυτικών, που ο ίδιος βέβαια τη γνώριζε άριστα είναι όμως αμφίβολο αν συμβαίνει το ίδιο με όλους τους αναγνώστες. «Ωστε βλέπετε, πάντοτε νεκρά είναι η γλώσσα», υποσημειώνει προκλητικά ο Παπαδιαμάντης, «δι' όσους δεν είναι του είδους των να την εννοήσουν». Αλλιώς, οποιαδήποτε γλωσσική μορφή τούς είναι ξένη. Αυτά, σχολιάζοντας ο ίδιος τη μετάφρασή του, του «Μαξιώτη», του Hall Cain, και απαντώντας προφανώς σε επικριτές της γλώσσας του, που προηγήθηκαν, βέβαια, του Δημαρά, «προδρόμους στον κριτικό έλεγχο του έργου του» τους ονομάζει ο ιστορικός20 . Επίσης, έχω επισημάνει21 ότι συχνά οι υποσημειώσεις του Παπαδιαμάντη σε μερικά διηγήματά του υπεισέρχονται στη διαδικασία της πειθούς τού κειμένου.

Και μια και μιλήσαμε για τη γλώσσα του (και γι' αυτήν τον έψεξε ο Δημαράς) πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η λεγόμενη «γενιά του ογδόντα», που ανέλαβε να βγάλει τη λογοτεχνία από το ρομαντισμό και φυσικά από το γλωσσικό αρχαϊσμό που επιδεινώνονταν όλο και περισσότερο, ενώ στην ποίηση είχε έτοιμα πρότυπα που είχαν φτάσει σε εξαίρετα αποτελέσματα -και εννοώ τον Σολωμό και τους άλλους Επτανήσιους- στην πεζογραφία τέτοια πρότυπα δημοτικού λόγου δεν υπήρχαν. Αυτή είναι και η βασική αιτία που η δημοτική θα μπει στην πεζογραφία αργότερα, σταδιακά και με αμφίβολα στην αρχή αποτελέσματα -γιατί βέβαια ούτε το «Ταξίδι» (1888) ούτε «Το όνειρο του Γιαννίρη» του Ψυχάρη μπορούν να θεωρηθούν πρότυπα από την πλευρά αυτή. Οι πιο αξιόλογοι λοιπόν νέοι πεζογράφοι, ενώ στρέφουν το ενδιαφέρον τους στο ρεαλισμό και στα «καθ' ημάς» εξακολουθούν στην αρχή να χρησιμοποιούν την καθαρεύουσα. Παράδειγμα, ο Βιζυηνός, ακόμη και ο Καρκαβίτσας στην αρχή. Ο Παπαδιαμάντης κατάφερε ωστόσο, χρησιμοποιώντας, όπως είναι γνωστό, γλωσσικά στοιχεία της καθαρεύουσας, της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, της δημοτικής και ιδιωματικά στοιχεία της Σκιάθου, να διαμορφώσει ένα τόσο προσωπικό γλωσσικό ιδίωμα, που ταυτίστηκε με την προσωπική του δημιουργία και ποτέ δεν το εγκατέλειψε (εκτός από μια-δυο δοκιμές στη δημοτική). Οπως δείχνουν και οι πρόσφατες παπαδιαμαντικές μελέτες, το προσωπικό γλωσσικό του ιδίωμα το εφαρμόζει απολύτως και στις πολυάριθμες μεταφράσεις του. Αυτός είναι και ο λόγος που -πέρα από κάθε άλλη δεοντολογία- κάθε απόπειρα μεταγλώτισσής του στη δημοτική (και τέτοιες έγιναν και παλαιότερα και πρόσφατα) είναι καταδικασμένη σε παταγώδη αποτυχία. Και αυτό βέβαια πολύ λίγοι το έχουν κατορθώσει. Αντίστοιχο παράδειγμα στην ποίηση είναι ο Κάλβος και εν μέρει ο Καβάφης. Στην πεζογραφία δεν ξέρω άλλο.

Με τη γενιά του 1880 η «πραγματικότητα», όπως προανέφερα, η «καθ' ημάς πραγματικότητα» -για να το πω πιο άχρωμα, αφού ο όρος «ελληνική πραγματικότητα» παρεισάγει ιδεολογήματα, όπως πολλές φορές συνέβη- με οτιδήποτε αυτή συνδέεται (ήθη, νοοτροπίες, προβλήματα κ.λπ.) μπαίνει στο κέντρο του ενδιαφέροντος των πεζογράφων (αυτών δηλαδή που καλλιέργησαν την ηθογραφία), σε αντίθεση με τους προηγούμενους, που τους καθόριζαν σε μεγάλο βαθμό οι ρομαντικές αντιλήψεις που κυριαρχούσαν.

Ας ξαναγυρίσουμε στις παρατηρήσεις του Δημαρά, όχι αυτές που αναφέρονται στη θρησκευτικότητά του, αλλά στη λογοτεχνική αποτίμηση των έργων του. Θ' αφήσουμε κι εμείς έξω από την οπτική μας τα μυθιστορήματά του, όχι επειδή είναι «νεανικά»-οι συγγραφείς αφήνουν και τέτοια έργα-, αλλά επειδή ο ίδιος δεν συνέχισε αυτό το είδος. Και βέβαια, δεν πρόκειται να μας απασχολήσει η παρατήρηση, και μάλιστα με τον ψογερό του τρόπο, πως «όλη η ζωή του περιορίζεται ανάμεσα στην Αθήνα και το νησί του» -μολονότι και αυτή, καθώς θυμίζει την απορία της Μαρίας Αντουανέτας για το παντεσπάνι, είναι μια πρόκληση.

Είναι όμως περίεργο, και το έχω ξαναγράψει22. Οταν θέλει κάποιος να μιλήσει θετικά για το έργο του Παπαδιαμάντη δεν έχει παρά να ξεκινήσει από τον πιο επιφανή επικριτή του, δηλ. τον Κ.Θ. Δημαρά. Οσα γράφει ο επιφανής αυτός ιστορικός στην Ιστορία της Ν.Ε. Λογοτεχνίας του (σελ. 382-384) κατά περίεργο τρόπο αναιρούν συγχρόνως τις ίδιες τις αρνήσεις του. Λες και κάτω από τα γραφόμενά του σαλεύουν οι αντίθετες σκέψεις. Λες και δείχνουν την ανάποδη του έργου του, όπου διαγράφεται σαφέστερα η υφή του.

Γράφει λ.χ. ο Κ. Θ. Δημαράς:

«Αργότερα [=μετά τα μυθιστορήματά του] αυτά που ονομάζουμε διηγήματα, είναι σύντομες συνήθως αφηγήσεις, όπου περιγράφεται μια στιγμή της ζωής ενός ανθρώπου, ή δίνονται χαρακτηριστικά επεισόδια ψυχογραφίας και ηθογραφίας. Κάποτε το σύνολο απαρτίζεται από μια περιγραφή. Ο Παπαδιαμάντης αγαπάει τις λεπτόλογες περιγραφές, τις οποίες παρεμβάλλει σε υπερβολική αναλογία, σπάζοντας έτσι τ' αφηγήματά του...» (σελ. 382).

Θα μπορούσε να θεωρήσει κάποιος ότι στην παράγραφο αυτή καταγράφονται βασικά χαρακτηριστικά των αφηγηματικών κειμένων του Παπαδιαμάντη με τρόπο ουδέτερο, αν τα συμφραζόμενα, και κυρίως τα αμέσως επόμενα, δεν τους έδιναν χαρακτήρα αρνητικό. Αλλά και αν εστιάσουμε την προσοχή μας σε ορισμένες εκφράσεις -ξέροντας μάλιστα τη σημασία που έχουν στην αντίληψη του ιστορικού- στα ίδια συμπεράσματα καταλήγουμε. Οι εκφράσεις: «αυτά που ονομάζουμε διηγήματα», «σύντομες αφηγήσεις», «περιγράφεται μια στιγμή», «ψυχογραφίας και ηθογραφίας», «απαρτίζεται από μια περιγραφή», «σε υπερβολική αναλογία», «σπάζοντας έτσι τα αφηγήματά του» έχουν περιεχόμενο αρνητικό και στοχεύουν στο κέντρο του έργου τού Παπαδιαμάντη, δηλαδή στην αισθητική του αποτίμηση πια.

Σχετικά με την αρνητική χρήση του όρου ηθογραφία έχω ασχοληθεί διεξοδικά με άλλη ευκαιρία, σε ανακοίνωσή μου στο Διεθνές Συνέδριο της Σκιάθου για τον Παπαδιαμάντη (20-24 Σεπτεμβρίου 1991), με τίτλο «Ο Παπαδιαμάντης και η Ηθογραφία ή Ηθογραφίας αναίρεση» (θυμίζω ότι αναίρεση σημαίνει και... εκτέλεση)23.

Πάνω σ' αυτό θέλω να διευκρινίσω κάτι που το θεωρούσα και το θεωρώ αυτονόητο: Δεν εννοώ καθόλου, βέβαια, να διαγραφεί... αναδρομικά ο όρος από τη φιλολογία μας, όπως μου παρατηρήθηκε από μερικούς σχολιαστές, αλλά να πάψει στο εξής να χρησιμοποιείται, επειδή δημιουργεί συγχύσεις, και εν πάση περιπτώσει να γνωρίζουμε την εξέλιξη της σημασίας του και από κει και πέρα πράττει καθείς κατά το μέτρο της προσωπικής του υπευθυνότητας.

Αναίρεση γραπτή των θέσεών μου, όσο μπόρεσα να παρακολουθήσω, δεν έγινε. Αντιθέτως, φαίνεται να τις συμμερίζεται ο κριτικός Αλέξης Ζήρας σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία24. Προστέθηκε η άποψη ότι δεν ήταν ο Θεοτοκάς ο πρώτος που στράφηκε κατά της Ηθογραφίας, αλλά ο Δημήτριος Χατζόπουλος (Μποέμ) στο περιοδικό Ο Διόνυσος. Παρ' όλο που δεν νομίζω ότι αυτό έχει σημασία για τις θέσεις μου, θέλω να παρατηρήσω ότι πρόκειται για παρανάγνωση του σχετικού χωρίου, διότι ο Μποέμ στρέφεται κατά της «δημοσιογραφικής ηθογραφίας» -άλλη μια παραλλαγή του όρου- την οποία χαρακτηρίζει «το ταπεινότερο φιλολογικό είδος» και την οποία, κατά τη γνώμη του, ασκεί ο Καρκαβίτσας στα «Τυφλοπόντικα» και αλλού. Εγραφε συγκεκριμένα: «...ας παραλείψωμεν τα δημοσιογραφικής ηθογραφίας διηγήματα, την "Γυναίκα", τα "Τυφλοπόντικα", τα "Ηρώων τέκνα" κτλ...». Και πιο κάτω: «Ο κ. Καρκαβίτσας υπήρξεν εκ των συγγραφέων εκείνων οι οποίοι ενωρίς έσπευσαν να πνίξουν την σκέψιν των εις το ευκολώτερον και ταπεινότερον φιλολογικόν είδος της ηθογραφίας. Διά να ανεύρη και να παρουσιάση ολίγους τύπους λυγερών χωρικών, Καραγκούνηδων... περιήλθεν όλην την Ελλάδα, από το Ταίναρον έως τον Ολυμπον...»25.

Και κάτι ακόμη που σχετίζεται με τη χρήση του όρου ηθογραφία: Συχνά ταυτίζεται με τον όρο εθιμογραφία και συσχετίζεται με τη γνωστή παρότρυνση του καθηγητή της Λαογραφίας Νικολάου Πολίτη στην προκήρυξη του Διαγωνισμού της Εστίας -παρότρυνση που έγινε για δικούς του, του Πολίτη, κατανοητούς λόγους. Να μη λησμονούμε όμως ότι πολλά από τα έθιμα που συναντούμε στην πεζογραφία της Νέας Αθηναϊκής Σχολής δεν ήταν τότε παρά καθημερινή πραγματικότητα, κοινωνικά φαινόμενα τρέχοντα, και η παρουσία τους στα κείμενα έχει σχέση με το ρεαλισμό. Οταν, με τον καιρό, παραμερίστηκαν, τότε έγιναν βέβαια γραφικότητες -σε οποιαδήποτε χρήση τους. Οπως λ.χ. συνέβη με τη φουστανέλα. Στα ορεινά χωριά μας ήταν το καθημερινό ένδυμα πολλών γερόντων ώς τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν στην Αθήνα ήδη είχε εκπέσει στη γνωστή γραφικότητα των παρελάσεων της 25ης Μαρτίου. Αλλά και στη δεκαετία του '50 θυμούμαι έναν Μενιδιάτη με γκρίζα φουστανέλα που κυκλοφορούσε στην πλατεία Κοτζιά, εν μέση Αθήνα. Πολύ περισσότερο, στα χρόνια του ο Καρκαβίτσας δε χρειαζόταν να κάνει τις περιηγήσεις του εκτός Αθηνών, για να συναντήσει αυτά που ο Μποέμ τού καταλογίζει -κι ούτε τις έκανε γι' αυτό. Ασε που είδε και πολλά άλλα πράγματα εκτός από φουστανέλες και μάλιστα ακριβώς στα κείμενά του, όπου μιλάει και για τις πληγές του θεσσαλικού κάμπου, δηλ. τα τυφλοπόντικα και τους τσιφλικάδες. Οσο για τον Παπαδιαμάντη, όσο τουλάχιστον θυμάμαι, μετά το ιστορικό αφήγημα Χρήστος Μηλιόνης, οπότε αρχίζει η διηγηματογραφία του, ούτε για «φουστανέλας» έγραψε ούτε για «κερατισμούς τράγων».

Αυτά τα συμπληρωματικά για τη χρήση του όρου ηθογραφία. Με τον αρνητικό (για τον Δημαρά) όρο ηθογραφία συνάπτεται και ο όρος ψυχογραφία (αρνητικός επομένως και αυτός), που υποθέτω ότι ο ιστορικός τον αντιπαραθέτει στον όρο ψυχολογία ή κάτι τέτοιο. Και εννοεί ότι τα επεισόδια στα έργα του Παπαδιαμάντη περιγράφουν απλώς την ψυχική κατάσταση των προσώπων, άρα δεν την αναλύουν και δεν την ερμηνεύουν. Και γι' αυτό θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς πολλές τεκμηριωμένες αντιρρήσεις. Αν ωστόσο τα επεισόδια στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι χαρακτηριστικά, όπως λέει, δηλαδή αποδίδουν καίρια τα αισθήματα, τη νοοτροπία, τη συμπεριφορά και το ήθος (και ό,τι άλλο δηλώνεται με τους δύο αυτούς όρους), σήμερα (ή εγώ τουλάχιστον) δεν καταλαβαίνουμε γιατί τα γνωρίσματα αυτά της τέχνης του Παπαδιαμάντη είναι αρνητικά. Υπερτερούν τουλάχιστον σε τούτο: είναι πιο έγκυρα από τις ψυχολογικές ερμηνείες.

Παραδόξως όμως ο ιστορικός, στο παράθεμα που αντέγραψε πιο πάνω, προσθέτει ότι οι αφηγήσεις είναι σύντομες συνήθως! Και ερωτώ: πόσο σύντομες και πόσο συνήθως; Και πώς μετράται η συντομία και η συχνότητά τους; Ποια η θεμιτή αναλογία; Και με πόσες σύντομες αφηγήσεις εξισώνονται λ.χ. η Φόνισσα ή τα Ρόδινα ακρογιάλια; Και ποια άλλα θα υπολογιστούν στις εξαιρέσεις; Και τι γίνεται μ' αυτές τις εξαιρέσεις, έστω; Πώς αποτιμώνται; Αφήνοντας τα ερωτήματα μετέωρα, θα δώσω με την αλήθεια των αριθμών την έκταση των διηγημάτων του -σε σελίδες βέβαια, πως αλλιώς; Εκανα λοιπόν έναν στατιστικό έλεγχο στους δύο πρώτους τόμους των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, στο Β' και στο Γ' τόμο από τους πέντε των Απάντων του (στις εκδόσεις «Δόμος») -ο πρώτος περιέχει τα νεανικά μυθιστορήματά του. Τα αριθμητικά λοιπόν πορίσματα παρουσιάζουν ενδιαφέρον:

α) Επί συνόλου διηγημάτων των δύο τόμων Β' + Γ' = 90 περίπου διηγήματα (87)

υπάρχουν: μόνον 1 διήγημα με 4 σελίδες

19 διηγήματα με 6 σελίδες.

56 (πάνω δηλαδή από τα μισά του συνόλου) με 10-20 σελίδες

8 με άνω από 20 σελίδες

4 με άνω από 60 σελίδες

β) Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα διηγήματα «Ερωτας στα χιόνια» και «Υπό την βασιλικήν δρυν», δύο από τα αριστουργήματα του Παπαδιαμάντη, έχουν από έξι σελίδες το καθένα, το εξαίρετο «Μοιρολόγι της φώκιας» έχει μόνο τρεις σελίδες, ενώ άλλα δύο αριστουργήματά του, το «Βαρδιάνος στα σπόρκα» έχει 100 σελίδες και η «Φόνισσα», 104. Αυτά δείχνουν, αν δεν απατώμαι, ότι η έκταση ενός διηγήματος δεν μπορεί να αποτελεί ποιοτικό κριτήριο.

Δεν νομίζω ότι είχε νόημα να συνεχίσω το στατιστικό έλεγχο και στον τέταρτο τόμο - ο πέμπτος περιέχει άλλου είδους κείμενα του Παπαδιαμάντη. Ωστόσο ο έλεγχος του Δ' τόμου έχει ενδιαφέρον από την εξής άποψη: πλεονάζουν κατά πολύ (σε σχέση με τους προηγούμενους τόμους) τα μικρά διηγήματα (20 των 4-5 σελίδων) επί συνόλου 81. Αν λάβουμε υπόψη ότι όλα αυτά είναι γραμμένα ή δημοσιευμένα μετά το 1906, ο λόγος είναι προφανής: Ο Παπαδιαμάντης πιεζόταν πια να δώσει συνεργασίες. Και, τέλος, να σημειώσουμε ότι ο ίδιος δεν έκανε επιλογές μεταξύ των δημοσιευμάτων του, αφού ποτέ δεν εξέδωσε βιβλίο. Επομένως, η στατιστική γίνεται επί του συνόλου των γραπτών του, χωρίς να συνυπολογίζεται η προσωπική του επιλογή.

Αυτά τα συμπληρωματικά σχόλια στις αρνητικές παρατηρήσεις του Κ. Θ. Δημαρά. Τώρα, το αν θα διέγραφε παντελώς τον Παπαδιαμάντη από τας δέλτους της Ιστορίας του σε μελλοντική επανέκδοση, όπως -καθώς λέγεται- απειλούσε ότι θα έκανε, αυτό είναι δικός του λογαριασμός. Αλλά να μη λησμονούν οι κριτές, και οι πιο μεγάλοι -πολλώ δε μάλλον οι μικροί, δικοί και ξένοι- ότι και αυτοί κρίνονται. Και μάλιστα από τις ίδιες τους τις κρίσεις. «Καιρός τού σπείρειν, καιρός του θερίζειν» -που λέγαμε.

19 Βλ. Χρ. Μηλιώνη: «Πάντοτε νεκρά είναι η γλώσσα», Το μικρό είναι όμορφο, σελ. 172, Κέδρος, 1997.

20 Αναφέρει ιδιαίτερα τον Ξενόπουλο και τον Κ. Χατζόπουλο.

21 Στο περ. «Διαβάζω», τ. 422, 2001. Οι σκέψεις που διατυπώνονται εδώ είναι συμπληρωματικές εκείνου του άρθρου. Και τα δύο κείμενα είχαν συναποτελέσει την ομιλία μου στο 3ήμερο συνέδριο της ΕΡΑ3, στις 19-10-01.

22 Περ. «Διαβάζω», ο.π.

23 Ολόκληρη η εισήγησή μου έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» (τ. Ιανουαρίου 1992) και κυκλοφόρησε και σε ανάτυπο από τις εκδόσεις «Σοκόλη». Επίσης, στα «Πρακτικά του Συνεδρίου» (1996, σελ. 15, εκδ. «Δόμος») και τη συμπεριέλαβα στο βιβλίο μου Σημαδιακός κι Αταίριαστος - Κείμενα για τον Παπαδιαμάντη (Νεφέλη, 1994)

24 Βλ. Αλέξη Ζήρα: «Ηθογραφίας εγκώμιο ή ηθογραφίας καταδίκη; Ιστορικά ενός αμφιλεγόμενου είδους και ενός πολυπαθούς όρου». Περ. «Νέα Εστία», τ. 1.730, Ιανουάριος 2001.

25 περ. «Ο Διόνυσος», τόμος Α' (1901), σελ. 72 (επανέκδοση ΕΛΙΑ, 1981).



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/12/2001











Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

Τίποτε δεν χαρίζεται....

Στην Ελλάδα η ιστορική γνώση αλλά και μνήμη παρουσιάζει εξαιρετικά προβλήματα και πάρα πολλοί , κυρίως νέοι, δεν γνωρίζουν σημαντικά γεγονότα της νεότερης ιστορίας. Ένα μικρό αφιέρωμα στην 21η Απριλίου 1967, ημέρα που επιβλήθηκε δικτατορία στην Ελλάδα μετά από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Η χούντα, όπως είναι γνωστή, εξόρισε χιλιάδες ανθρώπους που θεωρήθηκαν "επικίνδυνοι" . Η εξορία των πολιτικών αντιπάλων δεν ήταν ένας νέος τρόπος για την εξουδετέρωση τους. Ήταν συνηθισμένος τρόπος τόσο πριν από τον πόλεμο όσο και μετά. Τα ξερονήσια δεν έμειναν ποτέ άδεια. Πολλοί άνθρωποι , ανώνυμοι και επώνυμοι , τιμωρήθηκαν για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και κυρίως οι αριστεροί, απομονωμένοι χρόνια σ'ένα ξερονήσι, Άι-Στράτης, Παρθένι, Λέρος, Γυάρος, Μακρόνησος κ.α. κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες που σε αρκετούς στοίχισαν τη ζωή τους και σε άλλους την σωματική και ψυχική τους υγεία. Ας θυμηθούμε τη Γυάρο






Σάββατο 17 Απριλίου 2010

Εικόνες ...


...Τα λουλούδια μεγαλώνουν
κάθε νύχτα τρεις οργιές
Τις ακρογιαλιές ισκιώνουν
και τα δέντρα στις πλαγιές
σαν καβούρια σκαρφαλώνουν...
( Οδυσσέας Ελύτης, Το ερημονήσι . Απο τη συλλογή Τα ρω του έρωτα)





..Αχ συγνεφάκι από γυαλί και σήμαντρο από σύγνεφο
νταγκ- νταγκ στα κορφοβούνια οι αλιφασκιές κ' οι πετροκότσυφοι,
μπαίνουνε τα καράβια στη στεριά μ' εξήντα φλόκους όνειρα
μπαίνουν τα πρόβατα και τ' άλογα στη θάλασσα
κ' η θάλασσα ανεβαίνει στ' άσπρα λιακωτά να λιάσει τα σεντόνια της...
(Γιάννης Ρίτσος, Η κυρά των Αμπελιών)


Τετάρτη 7 Απριλίου 2010

Ποιος ήταν τελικά ο Αλή Πασάς;




















Με αυτό το ερώτημα η Γιαννιώτικη εφημερίδα Ηπειρωτικός Αγών (www.agon.gr ) δημοσιεύει ρεπορτάζ της Βαρβάρας Αγγέλη που στηρίζεται στα μυστικά που αποκαλύπτονται μέσα από το προσωπικό αρχείο του που επεξεργάστηκε το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών καθώς επίσης και συνέντευξη από τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, ιστορικό και ομότιμο διευθυντή του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών του Ε.Ι.Ε.

Αναδημοσιεύω:


Σάββατο, 3 Απριλίου 2010 |
Ποιος ήταν τελικά ο Αλή πασάς;

Ποιος ήταν τελικά ο Αλή πασάς, ο άνθρωπος που εξόντωσε τους Σουλιώτες, που έπνιξε την κυρά-Φροσύνη, που ονειρευόταν μια δική του ηγεμονία, που αλληλογραφούσε με τον Ναπολέοντα, που ήταν βίαιος και παράλληλα ανεκτικός απέναντι σε χριστιανούς και ομοθρήσκους του και που στην αυλή του άνθισε ο γιαννιώτικος διαφωτισμός αλλά μπήκαν και οι σπόροι της ελληνικής επανάστασης;

Η αμφιλεγόμενη αυτή προσωπικότητα, γύρω από την οποία έχουν αναπτυχθεί διάφοροι μύθοι, προσπαθεί να βρει τη θέση της στην ελληνική ιστορία μέσα από βιογραφίες. Η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για τον Αλή πασά δεν είναι εύκολη υπόθεση. Κάτι που επιβεβαιώνει και η δημοσίευση του προσωπικού του αρχείου από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Μια δουλειά που χρειάστηκε δύο δεκαετίες για να ολοκληρωθεί και έρχεται να αναδείξει πόσο σύνθετη προσωπικότητα ήταν ο αλβανός μουσουλμάνος πασάς. Το προσωπικό αυτό αρχείο, ή καλύτερα μέρος αυτού, ανέλαβε να επεξεργαστεί ένας από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς της χώρας, ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος με τη συνδρομή του Δημήτρη Δημητρόπουλου και του Παναγιώτη Μιχαηλάρη. Το τετράτομο έργο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών βρίσκεται εδώ και λίγο καιρό στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Στο έργο αυτό βρίσκει κανείς πολύτιμα ντοκουμέντα του Αλή πασά που αποτυπώνουν την καθημερινότητα της εποχής. Τα ντοκουμέντα ανήκαν (άγνωστο το πώς) στη συλλογή του Ιωάννη Χώτζη από την Κωνσταντινούπολη και φυλάσσονται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής Αθηνών. Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος και οι συνεργάτες του προχώρησαν στη μεταγραφή των 1500 περίπου εγγράφων-επιστολών και στην επεξήγηση αυτών. Μεταξύ αυτών, και μια επιστολή ενός ιερωμένου προς την κυρα-Φροσύνη, μια επιστολή που αποδεικνύει ότι ο πνιγμός της έγινε δύο χρόνια αργότερα από ό,τι υποστηριζόταν. Για τη διευκόλυνση του αναγνώστη στην κατανόηση της λειτουργίας του πασαλικίου των Ιωαννίνων, περιλαμβάνονται στο τετράτομο έργο ευρετήρια και γλωσσάριο, αλλά και ένα εκτεταμένο πορτρέτο του Αλή πασά Τεπενλή. Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος σημειώνει στο πορτρέτο-βιογραφία: «Στα όρια της ιδιοφυίας και της νεύρωσης, ιδιοτελής και ισχυρογνώμων, επίμονος και επίβουλος, ο Αλή πασάς διαχειρίστηκε τις πολιτικο-διπλωματικές συνθήκες της εποχής του και τις ατέλειες του οθωμανικού διοικητικού συστήματος με σκοπό την ίδρυση μιας κληρονομικής ηγεμονίας - ένα σχέδιο που μέσα από απερίγραπτα δαιδαλώδεις διαδρομές το έφτασε στα όριά του και στο άδοξο τέλος του».



ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟΝ «Η.Α.»
Συνένοχη και η πόλη για την κυρα-Φροσύνη

Ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος, ομότιμος διευθυντής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, ξεκίνησε το μεγαλόπνοο έργο για το αρχείο του Αλή πασά εδώ και δύο δεκαετίες. Η ενασχόληση βέβαια με το αρχείο όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν συστηματική. Όπως λέει και ο ίδιος στον «Η.Α.», «ήταν ένα έργο που έπρεπε να ωριμάσει. Δεν μπορούσε να παραχθεί με ταχύτητα».

Τι προσφέρει το αρχείο του Αλή Πασά στην ελληνική ιστορία;
Η δουλειά αυτή αποτελεί αξιοποίηση των υλικών από πηγές που έχουν μια σοβαρή έκταση. Είναι δε ελέγξιμες. Δεν είναι απέραντος ο όγκος, με αποτέλεσμα να μη χάνονται ο ερευνητής και ο αναγνώστης, και κυρίως δίνει αναλυτικά στοιχεία για μια μεγάλη προσωπικότητα της ελληνικής ιστορίας. Τώρα, αν αυτή η προσωπικότητα είναι οθωμανός, αλβανικής καταγωγής, είναι στοιχείο του προβλήματος. Μας ενδιαφέρει, αλλά, αν δεν ήταν κομμάτι της ελληνικής ιστορίας, θα το αντιμετωπίζαμε διαφορετικά.

Μπορεί να χαρακτηριστεί ο Αλή πασάς ως πρόδρομος της αλβανικής αφύπνισης;
Πιστεύω ότι δεν ήταν πρόδρομος της αλβανικής αφύπνισης. Υπάρχει μια αλβανική ιστοριογραφία που τον θεωρεί πρόδρομο, όπως υπάρχει και αλβανική ιστοριογραφία που δεν τον θεωρεί πρόδρομο. Το αλβανικό έθνος αναπτύχθηκε όπως όλα τα άλλα έθνη στα Βαλκάνια. Υπήρχε βέβαια μια καθυστέρηση επειδή οι Αλβανοί δεν είχαν οργανώσει την εθνότητά τους.

Στο αρχείο που δημοσιοποιείται, υπάρχουν αρκετές επιστολές για το Σούλι. Τελικά οι Σουλιώτες έπεσαν θύματα προδοσίας;
Δεν μου αρέσει η λέξη «προδοσία». Καταρχάς είναι γεγονός ότι το αρχείο ειδικά για το Σούλι είναι αρκετά πλούσιο. Αυτό που προκύπτει από το αρχείο, είναι ότι η άμυνα του Σουλίου διασπάστηκε σταδιακά από τον Βελή Πασά ο οποίος είχε αναλάβει την πολιορκία. Η πολιορκία και ένας χειρισμός διασπαστικός εκ μέρους του -έκανε συμβιβασμό με την κάθε φάρα ξεχωριστά-, κατάφεραν να φέρουν τη διάσπαση. Η πίεση της πολιορκίας ήταν δε μεγάλη. Δεν μπορούσαν να το αντέξουν. Κι έτσι οι Σουλιώτες νικήθηκαν.

Η ιστορία της κυρα-Φροσύνης πώς φωτίζεται μέσα από το αρχείο;
Για πρώτη φορά έχουμε κάτι μια φρέσκια πληροφορία και ενδιαφέρουσα. Πρόκειται για μια επιστολή του ιερωμένου Νεοφύτου προς την Ευφροσύνη, η οποία μας δίνει μια εικόνα του προσώπου της. Η γυναίκα αυτή ζει μέσα στον γιαννιώτικο διαφωτισμό και αντιπροσωπεύει μια νεοτερική άποψη. Δυστυχεί σε κάποιο ανώτερο κοινωνικής οργάνωσης. Ούτε ο Αλή Πασάς ούτε η πόλη ήταν σε θέση να προχωρήσουν με μεγάλα άλματα προς τη νεωτερικότητα. Η πόλη δεν τη στήριξε. Τη Φροσύνη την εγκαταλείπουν με την έννοια ότι δεν μιλάει κανείς για αυτήν. Υπάρχει μια αποσιώπηση που θεωρώ κάπως ένοχη. Μιλάω πάντα για την εποχή εκείνη.

Ένας τύραννος σε μια πόλη διαφωτισμού.
Ο Αλή πασάς είχε καταλάβει πως είχε μια ισχυρή ελληνική κοινότητα, ισχυρή οικονομικά λόγω της διασποράς, με μεγάλη παράδοση στην εκπαίδευση, πάνω στην οποία χτίστηκε μια νεότερη εκπαιδευτική πολιτική, αυτή του διαφωτισμού, η οποία είναι παράλληλη με τον Αλή πασά. Δεν την προκάλεσε, συμβιώνει με αυτή και δεν είναι αρνητικός. Μάλιστα κάνει και θετικά βήματα. Σε αυτό το θέμα, έχει μια χρηστική αντίληψη της παιδείας και θέλει να την αξιοποιήσει. Έτσι χρησιμοποιεί τους δασκάλους, τους γιατρούς κλπ.

Θα μάθουν ποτέ τα παιδιά στα σχολεία την ιστορία όπως διαμορφώνεται; Για πόσο καιρό ακόμη θα μαθαίνουν για το κρυφό σχολειό;
Είναι όντως αστείο να μιλάμε πια για κρυφό σχολειό. Δυστυχώς είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν τα πράγματα. Υπάρχει ένας διδακτισμός ο οποίος ωθεί προς τα στρογγυλέματα, προς την επανάληψη των κλασικών μοτίβων, ωθεί προς την ανακουφιστική ιστορία. Είναι πιο εύκολο να αναπαράγεις τα κλισέ παρά να αναφέρεις τα νέα δεδομένα της ιστορικής επιστήμης.



Οι επιστολές

20 Οκτωβρίου 1803
Μια επιστολή προς την κυρα-Φροσύνη
Κάποιος ιερωμένος Νεόφυτος στέλνει επιστολή στην Ευφροσύνη, με την ένδειξη «εις το αρχοντικόν του Δημητρίου Βασιλείου». Η επιστολή αυτή ανατρέπει την ως τώρα επικρατούσα άποψη ότι ο πνιγμός της Φροσύνης έγινε τον Ιανουάριο του 1801. Η επιστολή είναι αναμφισβήτητα αυθεντική, όπως σημειώνεται. Πώς έφτασε στα χέρια του Αλή πασά; Εκτιμάται ότι είτε κατασχέθηκε στο σπίτι της Ευφροσύνης κατά τη σύλληψή της είτε είχε περιέλθει με την κατασκοπευτική διαδικασία στον Αλή πασά χωρίς ποτέ να φτάσει στα χέρια της παραλήπτριας. Στην επιστολή του Νεόφυτου υπάρχει η έκφραση: «τον γνωστό μας να τον αγαπάς εκ βάθους. Εύλογη η απορία των ιστορικών: «Σε ποιον αναφέρεται; Στον Μουχτάρ, στον Βελή ή σε κάποιον άλλον;». Μέρος της επιστολής έχει ως εξής: «Την Ζωήτζα και όλλαις τις ακριβωχαιρετώ, την Αλεξάνδρα και τον Βασιλάκη τα ασπάζομαι και όλλους τους γνωστούς μου. Και τον γνωστόν μας να τον αγαπάς εκ βάθους και αυτώς είναι αρκετός εις τα αναγκέα σου. Η Ζωίτσα και ο Βασιλάκης είναι τα παιδιά της Ευφροσύνης.

29 Οκτωβρίου 1809
Διάταγμα του Αλή στον μπακάλη
«1 μία οκά μέλι, μία οκά βούτυρο, μία οκά ρήζι άσπρο. Μπακαλμπασι αυγάτισε τούτον τον ζαχηρέν για το παιδί του Καπλάν πάσια το ραμαζάνι μοναχά και τον άλον το ζαχηρέν να τον δήνης καθώς είναι όλα, όχι άλλο». Μπουγιουρντί (διάταγμα) του Αλή πασά προς τον «μπακάλμπαση», τον επικεφαλής της συντεχνίας των μπακάληδων της πόλης των Ιωαννίνων. Καλείται ο «μπακάλμπασης» να αυξήσει την τροφοδοσία του «παιδιού του Καπλάν πασά» κατά τα αναφερόμενα είδη και ποσότητες, ειδικά για τη γιορτή του Ραμαζανιού.

24 Ιανουαρίου 1809
Με τη θέλησή τους σκλάβοι
«Τα δηο αδελφια από χοριον σελιό ότι με την ηδηαν μας θελισην και ευχαρηστησιν εγηνηκαμεν σκλαβη ραγιαδες του ηψιλοτατου και εχομε να του δοσομε εμης τα δηο σπητηα δηα τα τεσσερα αργαστηρηα όπου τα εχουμε». Δήλωση των αδελφών Κώστα και Ζήσου Κυργιάκη από το χωριό Σελιό του Αργυροκάστρου, προς τον Αλή πασά, με την οποία φανερώνουν ότι αποδέχονται την προστασία του και συμφωνούν ότι για τα τέσσερα εργαστήρια που έχουν στην ιδιοκτησία τους θα καταβάλλουν τετρακόσια γρόσια τον χρόνο.

Φεβρουάριος 1802 (Τσεπέλοβο)
Διαμάχη Τσεπελόβου-Νεγάδων
Αρτζουχάλι (αίτηση) των προεστών του Τσεπελόβου προς τον Αλή πασά. Οι προεστοί διαμαρτύρονται «διά τον τόπον, ονομαζόμενον Κοζακός όπου τον επήραν οι Νεγαδιώτες». Το έγγραφο αναφέρεται σε μακροχρόνια διαμάχη των δύο γειτονικών χωριών για την κατοχή του Κοζακού, η οποία στην παρούσα φάση φαίνεται να λύνεται υπέρ των Νεγάδων, με κάποια δικαστική απόφαση, την οποία ζητούν οι Τσεπελοβίτες να ακυρώσει ο Αλής πασάς. «Απορούμεν πως η κρίσηις τα έκαμεν χούκιμι εις αυτούς», γράφουν. Επικαλούνται την οργή και τη γνώμη των συμπατριωτών τους που βρίσκονται στη «Βλαχομπογδανίαν» και απειλούν ότι αν δεν δικαιωθούν θα εγκαταλείψουν το χωριό τους.

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Στρατής Τσίρκας

Τρεις ενδιαφέρουσες αναφορές στο Στρατή Τσίρκα βρίσκονται στο Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ(www.ert-archives.gr )

1) http://www.ert-archives.gr/V3/public/pop-view.aspx?tid=8470&tsz=0&act=mMainView&mst=00:01:31:00 απόσπασμα από το Εποχές και Συγγραφείς


2) http://www.ert-archives.gr/V3/public/pop-view.aspx?tid=6912&tsz=0&act=mMainView&mst=00:20:04:00 απόσπασμα από την εκπομπή Παρασκήνιο με θέμα Στρατής Τσίρκας , Σε πρώτο πρόσωπο.Εδώ" ακούγεται, αρχικά, ο αφηγητής που περιγράφει αυτά και στη συνέχεια ο ίδιος ο ΤΣΙΡΚΑΣ, που μιλούν για την αρχική σύλληψη του μυθιστορήματος «ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ», αλλά και τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτή τη συγγραφή. "

3)http://www.ert-archives.gr/V3/public/pop-view.aspx?tid=36752&tsz=0&act=mMainView
Αυτοτελής εκπομπή ,όπου σκιαγραφείται η ζωή του συγγραφέα με τίτλο: Στρατής Τσίρκας : Ο Λόγος του , η Ζωή του

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

Μια άλλη Μεγάλη Παρασκευή

Ο Κώστας Βάρναλης και το ποίημα " Η Μάνα του Χριστού"


Με αφορμή την απαγγελία του ποιήματος " Η Μάνα του Χριστού" στο προηγούμενο βιντεάκι έψαξα και βρήκα στη βιβλιοθήκη μου το βιβλίο του Ανδρέα Λεντάκη " Ρωμανός ο Μελωδός ,Κώστας Βάρναλης και στρατευμένη τέχνη", Δωρικός , Αθήνα 1991
. Σε αυτό παρατίθεται η μαρτυρία του Βάρναλη για το ποίημα , όπως δημοσιεύτηκε στα " Φιλολογικά Απομνημονεύματα" του, ως απάντηση στις κατηγορίες της εφημερίδας 'Εστία" της 10-11-1924. Αναδημοσιεύω ένα μικρό απόσπασμα:
"....Κι όμως εδώ και δέκα χρόνια κατηγορήθηκα, πως βλαστήμησα την Παναγία, επειδής την παράστησα να λέει στο σταυρωμένο Χριστό:
Ωσάν τ' άλλα σου αδέλφια να σ' είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργα από μίση!
Μα τούτος ο καημός της Μάνας του Χριστού μπορεί να μην είναι πολύ ορθόδοξος, όμως είναι ανθρώπινος και δεν είναι βλαστήμια. Αν δε συμφωνεί με τα δόγματα της Γ΄οικουμενικής συνόδου, μα με το γράμμα της Βίβλου και με την πίστη πολλών προτεσταντικών εκκλησιών, αυτό δεν είναι απιστία!
Δεν είναι υπονόμευση της χριστιανικής πίστης. Ομολογώ, πως εγώ δεν μπορώ να την υπονομεύσω τόσο με τα λόγια μου, όσο μερικοί αρχηγοί της εκκλησίας και οι καλόγεροι του Αγίου Όρους με τα έργα τους.
Εγώ έγραψα ό,τι έγραψα σαν ποιητής. Ήθελα να ολοκληρώσω τη Μάνα-Σύμβολο. Να της δώσω( το κατά δύναμη) όλο εκείνο το απέραντο βάθος, που έχει η πραγματική μητρότητα, που είναι ο πρώτος και έσχατος νόμος της ζωής και όχι θάμα. Αυτό άλλωστε κάνανε και οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί ύμνοι. Απ' αυτούς πήρα τον τόνο και μάλιστα του Ρωμανού του Μελωδού. Μονάχα έτσι μας φέρνουνε όλοι αυτοί πιο κοντά στην ανθρώπινη αισθαντικότητά μας τη Μάνα-Σύμβολο, τον τελειωμένο τύπο όλων των πονεμένων μανάδων.
Κανένας ποιητής, που καταπιάνεται με βιβλικά θέματα δεν είναι δεμένος από τους ..."απόλυτους" νόμους της Τέχνης του, ούτε με τα κείμενα με τις διάφορες δογματικές τους ερμηνείες. Ας αφήσουμε τους ξένους. Από τους δικούς μας ούτε ο Σικελιανός(Πάσχα των Ελλήνων), ούτε ο Μελάς( Ιούδας) ζητήσανε να συμφωνήσουμε με τη γνώμη της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Αλίμονο τότε στην Ποίηση, " το βασίλειο της ελευθεριάς" όπως την ονομάζει ο Σίλλερ.
Αν όμως ο Χίτλερ μπορεί ν' αλλάξει σήμερα την πίστη(=την εθνικότητα) του Χριστού γιατί έτσι του συμφέρει, γιατί οι θαυμαστές του δεν αναγνωρίζουνε αυτό το....φασιστικό δικαίωμα στους ...αντιφασίστες ποιητές;"

Ο Λεντάκης υποστηρίζει οτι" η " Μάνα του Χριστού αποτελεί ένα από τα κορυφαία αριστουργήματα της ελληνικής λυρικής ποίησης " και ότι "ο χαρακτήρας της Παναγίας είναι αριστουργηματικά δοσμένος" ...." η όλη διαγραφή του χαρακτήρα της είναι ...τέλεια. Οι εικόνες που εκφράζουν τους πόθους, αλλά και το πάθος, έχουν μια σπάνια δύναμη και μιαν απίθανη ομορφιά. Ο στίχος κρουστός και αβίαστος ξετυλίγεται με θαυμαστή άνεση. Οι ομοιοκαταληξίες του έχουν δύναμη και ευρηματικότητα...Από αυτή την άποψη μπορούμε να πούμε πως ισάξια συναγωνίζεται τη στιχουργική και μετρική επιδεξιότητα του Ρωμανού"
Επίσης ο Λεντάκης αναφέρει ότι " στον Βάρναλη ο Χριστός δεν είναι Θεός. Είναι άνθρωπος. Είναι κοινωνικός επαναστάτης που συγκρούστηκε με την καταπιεστική εξουσία του ξένου κατακτητή και την ντόπια ολιγαρχία .....και αυτό ακριβώς το στοιχείο , η ανθρώπινη ιδιότητα του Χριστού , δίνει καινούριο περιεχόμενο στο ποίημα και μιαν άλλη διάσταση. Δίνει περιεχόμενο κοινωνικό, επαναστατικό, ανθρωπιστικό. Η θυσία τώρα αποκτάει το νόημά της κι αποτελεί δραματική κορύφωση της προσπάθειας του κοινωνικού μεταρρυθμιστή, του επαναστάτη, που θέλει να αλλάξει τον κόσμο καταργώντας την αδικία κι ελευθερώνοντας το φτωχό και καταπιεζόμενο λαό....Η εκούσια επιλογή του θανάτου τη στιγμή που μπορεί να δραπετεύσει στη δύσκολη στιγμή και να σωθεί και η απόφαση του να αποδεχθεί τα βασανιστήρια και τον πόνο, προεκτείνει την ανθρώπινη διάστασή του και τη μεγαλώνει. Της δίνει μια νέα ποιότητα , ακριβώς επειδή δεν είναι θεϊκή. Γιατί ξέρει πως ο θάνατος σημαίνει οριστικό τέλος, που δεν έχει ούτε συνέχεια σε άλλον κόσμο, ούτε γυρισμό ξανά σ' αυτή τη ζωή.
Αυτή ακριβώς η ιδιότητα του Χριστού είναι που κάνει ακόμη πιο ανθρώπινο τον πόνο της Μάνας του Χριστού στο ποίηματου Βάρναλη..."