Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Nusrat Fateh Ali Khan, μια ουράνια φωνή

Ο Nusrat Fateh Ali Khan( 1948- 1997) υπήρξε ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της μουσικής των μουσουλμάνων Σούφι, της παράδοσης του Qawwali. Η οικογένεια του Nusrat είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της μουσικής παράδοσης , που περνά από γενιά σε γενιά τις δεξιότητες και τη μυστικιστική διδασκαλία . O Nusrat διδάχθηκε από τον πατέρα του και το θείο του. Όταν πέθανε ο πατέρας του , ο Nusrat επιλέχθηκε να συνεχίσει την παράδοση και να γίνει αρχηγός της οικογένειας.
H μουσική αυτή " ντύνει" τις λέξεις και τις προσευχές των Σούφι και προκαλεί  συγκίνηση με τον τρόπο  που ο χορός των φωνών τραγουδά. Με  τη μουσική θεωρείται ότι έγινε πιο κατανοητή η φιλοσοφία και η αλήθεια των Σούφι. Η μουσική  αυτή ξέφυγε από τους ιερούς χώρους των Σούφι και  το σύνολο των συναισθημάτων , των συγκινήσεων , των σκέψεων και των ήχων που εκφράζει μπόρεσε να γίνει κτήμα των ακροατών σε όλο τον κόσμο. Είναι μέρος της μουσικής του κόσμου. Το μήνυμα είναι αγάπη και ανθρωπιά.
Ο Nustrat Fateh Ali Khan θεωρείται ο πιο πετυχημένος και καταξιωμένος Πακιστανός μουσικός όλων των εποχών. Τον χαρακτήρισαν ως  " η  φωνή του  ουρανού " που αιχμαλωτίζει τη φαντασία των ακροατών παγκοσμίως , σπάζοντας τους περιορισμούς της γλώσσας και του διαφορετικού πολιτισμού.
Η δύναμη της φωνής του ενέπνευσε μερικούς από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες ( Martin Scorsese, Oliver Stone, Tim Robbins )στη Δύση για να επενδύσουν μουσικά τις ταινίες τους. Για παράδειγμα στη  μουσική  της ταινίας  του  Μartin Scorsese " Ο Τελευταίος Πειρασμός " ο Nusrat συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον Peter Gabriel. Αυτό το γεγονός υπήρξε η αρχή για μια σειρά συνεργασιών ανάμεσα στους δύο καλλιτέχνες και την παραγωγή δίσκων από την Real Word Music.
Η Μadonna , η Bjork και ο Pavarrotti ηχογράφησαν μουσικά κομμάτια με τον Nusrat Fateh Ali Khan.

Για πρώτη φορά άκουσα ένα  τραγούδι του Nusrat σε ένα δίσκο, που υπήρχε ως δώρο σε ένα μουσικό περιοδικό. Hemisphere νομίζω λεγόταν ο δίσκος και είχε μέσα μουσική και τραγούδια απ΄όλον τον κόσμο. Μου άρεσαν όλα αλλά με ενθουσιάσε το τραγούδι του Nusrat. Έψαξα να βρω το άλμπουμ από το οποίο είχαν πάρει το τραγούδι . Στα Γιάννενα τότε ήταν πολύ δύσκολο , στα δισκοπωλεία δεν ήξεραν καν τον καλλιτέχνη. Βρήκα όμως ένα διπλό cd πριν μερικά χρόνια στην Αθήνα. Είναι το " Swan Song , Nusrat Fateh Ali Khan , His final performance, recorded 4th May 1997) απ' όπου πήρα και τις πληροφορίες που παραθέτω. Μερικά χρόνια αργότερα στη Θεσσαλονίκη ανακάλυψα κι άλλο ένα cd. Τώρα με το διαδίκτυο είναι πιο εύκολα τα πράγματα .
























Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

«Ο Μαβίλης στάθηκε ένας απ' τους σπάνιους εκείνους ποιητές που το καλύτερό τους ποίημα είναι η ζωή τους».Γρ.Ξενόπουλος

...Φλογερός πατριώτης και οραματιστής, εγκαταλείπει τελικά την «απραξία» και συμμετέχει ενεργά στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους: το 1896 μάχεται στην επαναστατημένη Κρήτη, το 1897 βρίσκεται, με δικό του εθελοντικό σώμα, στα βουνά της Ηπείρου, όπου και τραυματίζεται. Μερικά χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος τον παίρνει στο επιτελείο του και το 1910 εκλέγεται βουλευτής στη Β' Αναθεωρητική Βουλή. Ο λόγος του στη Βουλή (16.2.1911) για το «γλωσσικό» άρθρο 107 του Συντάγματος αποτελεί την κορύφωση των αγώνων του για τη δημοτική γλώσσα και σταθμό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος: ο δημοτικιστής Μαβίλης (δες το πολεμικό του σονέτο «Μαλλιαρός») υπερασπίζεται την ευγένεια της δημοτικής («χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι»), δέχεται όμως ότι η γλώσσα του λαού πρέπει να καλλιεργηθεί και να εμπλουτισθεί από «ολόκληρον την κληρονομίαν του παρελθόντος». Αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίο υπερασπίζεται με θέρμη τη μετάφραση της Οδύσσειας του Πολυλά, όταν κάποιοι «φιλολογίσκοι» και «νάνοι τον νουν και την αίσθησιν» καταδικάζουν τον συγγραφέα ενός διδακτικού βιβλίου του 1884 που τόλμησε να χρησιμοποιήσει αποσπάσματα της μετάφρασης αυτής και όχι την «κλέφτικη» μετάφραση του Βικέλα.
Η ανώτατη πράξη του βίου του όμως υπήρξε ο θάνατός του στο πεδίο της μάχης. Διαθέτουμε μια φωτογραφία με τον ποιητή να κείτεται στο χώμα και γύρω του, σκυφτοί, να τον φροντίζουν οι συμπολεμιστές του. Ηρωικός θάνατος με στυλ ομηρικό! Αλλωστε ο τρόπος που σκοτώνεται μοιάζει με τον θάνατο του Πάνδαρου (Ιλιάδα Ε 290 κκ) όπου το βέλος που κατευθύνει η Αθηνά στη μύτη του ήρωα, δίπλα στο μάτι, του τρύπησε τα δόντια και του έκοψε τη γλώσσα. Ετσι πεθαίνει κι ένας άλλος λογοτεχνικός ήρωας: ο καπετάν Μιχάλης του Καζαντζάκη, που ανοίγει το στόμα του και φωνάζει «Ελευτερία ή...», χωρίς να τελειώσει τη φράση - «μια μπάλα μπήκε μέσα στο στόμα του, μια άλλη πέρασε από το δεξό του μελίγγι και βγήκε από το ζερβό». Τον θάνατο του Μαβίλη τον ορίζει η ίδια η μοίρα: την ώρα της μάχης μια σφαίρα τού διαπερνά τα μάγουλα και του σπάει τα δόντια. Καθώς μεταφέρεται αιμόφυρτος στο πρόχειρο νοσοκομείο μια δεύτερη σφαίρα τον χτυπά στο στόμα. Βρίσκω αυτόν τον τρόπο του θανάτου σημαδιακό για έναν ποιητή. Ενα τολμηρό και συνάμα γλυκό στόμα έτσι μόνο μπορεί να σταματά: με μια σφαίρα να του σμπαραλιάζει τα δόντια και να του κόβει τη γλώσσα στη μέση.(Γιώργης Γιατρομανωλάκης, εφημερίδα " Το Βήμα"13/10/2010)


 Η μάχη του Δρίσκου (έγχρωμη λιθογραφία). Γαριβαλδινοί και Τούρκοι πολεμούν στο Δρίσκο έξω από τα Γιάννενα. Ίσως ο Μαβίλης απεικονίζεται στο κάτω αριστερό μέρος της εικόνας , ο γενειοφόρος με το πιστόλι


Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

...Να ‘μουν πουλί να πέταγα ψηλά, τους στεναγμούς να ρίξω χαμηλά. Πικρός καημός, τετράδιπλη χαρά, να ‘σαι φτωχός με πλούσια καρδιά.

 Ένα πολύ - πολύ αγαπημένο τραγούδι.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, Στίχοι : Χρήστος Κολοκοτρώνης, Τραγούδι : Πόλυ Πάνου(πρώτη εκτέλεση)

Σε ποιο βουνό απόψε που πονώ,
θα πάω να βρω τ’ αθάνατο νερό.
Σε ποια οξιά θα βρω τη μοναξιά,
σε ποια πηγή θα γειάνω την πληγή.

Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.
Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.

Να ‘μουν πουλί να πέταγα ψηλά,
τους στεναγμούς να ρίξω χαμηλά.
Πικρός καημός, τετράδιπλη χαρά,
να ‘σαι φτωχός με πλούσια καρδιά.

Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.
Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.


 

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

25 Νοεμβρίου 1942...Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα στέλνει περήφανο χαιρετισμό, μιας ανάστασης νέας χτυπά καμπάνα, μηνάν τα όπλα μας το λυτρωμό.

" Τη νύχτα της 25ης προς την 26η Νοεμβρίου 1942 ανατινάχτηκε η μεγάλη σιδηροδρομική Γέφυρα του Γοργοπόταμου από την κοινή δρ΄ση των ανταρτών του ΕΛΑΣ ( 150 άνδρες), του ΕΔΕΣ ( 60 άνδρες) και 12 Άγγλων δολιοφθορέων.
Για ενάμιση μήνα περίπου σταμάτησε ο ανεφοδιασμός με παντοειδές στρατιωτικό υλικό της γερμανικής στρατιάς που πολεμούσε στην Αφρική ( του Africa Corpus) μετά την κρίσιμη κατάσταση που δημιουργήθηκε από την ήττα της στο Ελ Αλαμέιν στις 23 Οκτωβρίου 1942.
Το εγχείρημα αποφασίστηκε από το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής ενόψει της μάχης του Ελ Αλαμέιν και προς το σκοπό αυτό στάλθηκαν Άγγλοι δολιοφθορείς.
Η επιχείρηση προπαρασκευάστηκε από κοινού από τους αρχηγούς του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη, του ΕΔΕΣ Ναπολέοντα Ζέρβα και τον Έντυ Μάγιερς αρχηγό της Αγγλικής Στρατιωτικής Αποστολής και τον υπαρχηγό του Κρις Γουνταχάουζ.....Η επιχείρηση κράτησε τέσσερις ώρες και είκοσι λεπτά και στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία.
Με την ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοπόταμου, για έξι βδομάδες κόπηκε η μόνη σιδηροδρομική γραμμή η οποία ερχόταν από το Βερολίνο προς το λιμάνι του Πειραιά. Ως αποτέλεσμα της ανατίναξης ήταν να διακοπεί ο ανεφοδιασμός του γερμανικού εκστρατευτικού σώματος στη Β. Αφρική στην κρίσιμη φάση που ακολούθησε τη μάχη του Ελ Αλαμέιν....
....Αντικειμενικά υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα δολιοφθοράς που υπέστησαν οι ναζί στη διάρκεια της κατοχής στην Ευρώπη.
Από εσωτερική πλευρά ...άστραψε μέσα στα σκοτάδια της κατοχής και αναπτέρωσε το ηθικό του σκλαβωμένου λαού....Έδωσε νέα ώθηση στην ανάπτυξη του αντάρτικου και το φούντωσε σε τέτοιο βαθμό, ώστε ...να μεταβληθεί σε πραγματικό αντάρτικο στρατό.....( Μανώλης Γλέζος, Εθνική Αντίσταση 1940-1945, τ.Α΄, Στοχαστής, Αθήνα 2006, β΄έκδοση)


"...Το λαμπρό αυτό κατόρθωμα, που συνέπεσε χρονικά με τη μεγαλειώδη αντεπίθεση των σοβιετικών στρατευμάτων στο Στάλιγκραντ, είχε σοβαρή απήχηση στον ελληνικό λαό, ανέβασε το αγωνιστικό του φρόνημα και συντέλεσε στην παραπέρα γοργή ανάπτυξη της ένοπλης αντίστασης του.
Η επιτυχία της επιχείρησης του Γοργοπόταμου επιβεβαίωσε στην πράξη αυτό που διακήρυχναν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ , ότι υπήρχαν οι προΰποθέσεις οι έλληνες πατριώτες, ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, να διεξάγουν με επιτυχία κοινόν αγώνα εναντίον των φασιστών κατακτητών για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της πατρίδας τους. ...( Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1940-1945, Δοκίμιο , Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα 1978 , γ΄έκδοση)
Η Ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοπόταμου όπως την περιγράφει ο Κρις Γούντχάουζ στο βίντεο που ακολουθεί.Είναι στα αγγλικά .



  • Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου , άρθρο δημοσιευμένο στο Ριζοσπάστη στις 20 Νοεμβρίου 2005





Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου, το γράψιμο ως επανάσταση

Ελισάβετ Μαρτινέγκου , μια γυναίκα του 19ου αι
" Ζηλωταί του βαρβαρικού ήθους της Πατρίδος μου , μη συγχυσθήτε! αλλά τι λέγω μη συγχσθήτε, αλλοίμονον! σεις εγινήκατε θηρία από τον θυμόν σας. Εγώ συγχωρώ εις τας κόρας πολλά γράμματα. Εγώ διορίζω εις αυτάς τας ιδίας την ελευθερίαν εις το να ευγαίνουν από το σπήτι, όθεν εγώ εις τα μάτια σας βεβαίως φαίνομαι εν τέρας της φύσεως, δεν με μέλλει. Το ήθος είναι βάρβαρον, τυραννικόν. Εγώ μισώ, βδελύττωμαι, ονειδίζω όλα τα βαρβαρικά, τα τυραννικά πράγματα, μήτε φοβούμαι εκείνους οπού τ' αγαπούν και διαφεντεύουν. Ήθος σκληρόν της Πατρίδος μου, εμέ οπού δεν θέλω υπανδρείαν (διατί μ΄ετρόμαζαν τα παραδείγματα μερικών γυναικών υπανδρεμένων) εμέ λέγω οπού δεν θέλω υπανδρείαν με καταδικάζεις να ζήσω πάντοτε κλεισμένη σ' ένα  σπήτι ` να μην υπάγω ποτέ εις την εκκλησίαν, να μη πατήσω ποτέ γην, να μη γροικήσω την γλυκείαν πνοήν των ζεφύρων, να μη θεωρήσω[λείπει μία λέξη] την γαλάζιαν όψιν του ουρανίου ενδύματος. Ήθος τυραννικόν, ήθος βάρβαρον εσύ, ναι, με καταδικάζεις αλλ' εγώ εμπάιζω την καταδίκην σου, όχι, όχι, ο Θεός δεν μου έδωσε καρδίαν αχρείαν, ούτε συ με τα κλεισίματάσου, με τα φυλακώματά σου ηδυνήθης ποτέ να μου την αχρειώσης , αυτή επιθυμεί πάντοτε τας μεγάλας επιχειρήσεις, και είναι πάντοτε έτοιμη να τας αρχίση και να τας τελειώση...
...Επάνω εις αυτό το ήθος εγώ έκαμα ένα συμπερασμόν ο οποίος είναι τούτος. Η ελευθερία, μάλιστα δε και τα γράμματα δίδουν εις τον άνθρωπον μεγάλην ευτολμίαν, μήτε τον αφίνουν να σύρνεται ωσάν ζώον από την γνώμην των άλλων, τώρα ίσως οι παλαιοί εγκάτοικοι τούτης της Νήσου όντες ακόμην πολλά βάρβαροι δια να έχουν τας γυναίκας ωσάν σκλάβας εστοχάσθηκαν να τα ςκρατούν κλεισμένας και αγράμματους. Εγώ έκαμα τούτον το συμπερασμόν διατί βλέπω πως όλοι οι κακοί άνδρες δεν αγαπούν τα γράμματα και την ελευθερίαν εις τας γυναίκας των. Έχουσι δίκαιον. Μα τον Δία, οπού μία γυναίκα δεν ημπορεί ποτέ να μάθη την κακήν πολιτείαν του ανδρός της μήτε δύναται να του την  ελέγξη σωστά όταν ευγαίνει από το σπήτι και όταν είναι αγράμματη και αμαθής..."
Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου 


 Αυτοβιογραφία
Η Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου (1801-1832), η ζακυνθινή λόγια και πεζογράφος με λογοτεχνική και δραματουργική δραστηριότητα από την περίοδο 1820 – 1825, το έργο της οποίας έμεινε σχεδόν όλο ανέκδοτο, ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας του νησιού. Σήμερα δεν θα μας ήταν γνωστή χωρίς την Αυτοβιογραφία της, που εξέδωσε το 1881, σαράντα εννέα χρόνια μετά το θάνατό της, λογοκριμένη και συντομευμένη, ο γιος της, Ελισαβέτιος Μαρτινέγκος.( η συνέχεια εδώ )


 
Προσωπογραφία Ελισάβετ Μουτσά-Μαρτινέγκου.


Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου: Ήθος τυραννικόν, ήθος βάρβαρον
Ρωγμή στη σιωπή για την καταπίεση των γυναικών το 19ο αιώνα

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Γιάννης Ατζακάς..ο κάθε άνθρωπος πιστεύω πως έχει το δικό του αστέρι, αρκεί να μπορέσει να το διακρίνει μέσα από τα δικά του σκοτάδια

Έχω πει και άλλες φορές ότι δεν μου αρέσει να γράφω για τα βιβλία που διαβάζω με την έννοια ότι δεν μου αρέσει η ανάλυση και η κριτική. Διαβάζω γιατί μου αρέσει και ό,τι μου αρέσει απλά το προτείνω και στους άλλους χωρίς πολλά λόγια. Άλλωστε η ανάγνωση, η μελέτη ενός βιβλίου είναι υποκειμενική υπόθεση . Νιώθω όμως την ανάγκη ορισμένες φορές να κάνω πιο γνωστά ορισμένα βιβλία γιατί απλά με έχουν συγκλονίσει, με έχουν συγκινήσει βαθιά, με έχουν προβληματίσει , με έχουν ταρακουνήσει, με βάζουν να ψάξω , να βρω πληροφορίες για το θέμα με το οποίο ασχολούνται.Πολλές φορές δεν κατορθώνω να είμαι αποστασιοποιημένη , μπαίνω μέσα στο βιβλίο, συμπάσχω.
Πριν δύο χρόνια , το 2009, διάβασα στην Ελευθεροτυπία  τη συνέντευξη του , άγνωστου σε μένα,  συγγραφέα  Γιάννη Ατζακά


στην οποία μιλούσε στο Γιώργο Βιδάλη για το  νέο του βιβλίο που είχε σχέση με τις παιδοπόλεις. Ο τίτλος του "Θολός βυθός" από τις εκδόσεις Άγρα.


Το βιβλίο είναι αφιερωμένο " Στα παιδιά του εμφυλίου, πικρό καρπό από τα στάχυα που θέρισε το " δίκοπο δρεπάνι" . Η προμετωπίδα από τα " Ελεγεία της Οξώπορτας" του Οδυσσέα Ελύτη
" Ώσπου κάποτε , ο βυθός μ' όλο του το πλαγκτόν κατάφωτο
Θ' αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου. Κι άλλα ως τότε
ανεκμηστήρευτα
Σαν μέσ' από τη σάρκα μου ιδωμένα θα φανερωθούν"
Ο αφηγητής κινείται από το παρόν προς το παρελθόν και παρουσιάζει τα συνταρακτικά γεγονότα της παιδικής του ηλικίας μέσα από τη φωνή του παιδιού που  μιλά συνεχώς στον ενήλικα πια άνδρα . Δύο όψεις του ίδιου ανθρώπου σε ένα βαθιά σπαρακτικό διάλογο με τη μνήμη . Και εκείνο βέβαια που αναδεικνύει την αφήγηση και την κάνει οδυνηρή ως προς το συναίσθημα που δημιουργεί είναι η γραφή. 
Διάσπαρτες στο βιβλίο φωτογραφίες από τις παιδοπόλεις του Δημήτρη Χαρισιάδη.
Καλό είναι όμως πριν διαβάσει  κάποιος το" Θολό βυθό" να αναζητήσει το πρώτο του βιβλίο
" Διπλωμένα φτερά" με το οποίο αποτελεί διλογία.


Εγώ το διάβασα εκ των υστέρων , διότι δεν το ήξερα πριν. Αυτοβιογραφικό με κυρίαρχες  εικόνες και μνήμες από το χωριό σε εποχές δύσκολες . Ο αφηγητής εστιάζει στη μορφή της γιαγιάς του , που από βρέφος τη φώναζε μάνα, γιατί μάνα δεν γνώρισε.
Ο Γιάννης Ατζακάς έγινε από τους αγαπημένους μου νέους συγγραφείς . Το τελευταίο του βιβλίο κυκλοφόρησε το 2010 και είναι το " Κάτω από τις οπλές".


Στρατιωτική θητεία στα χρόνια της χούντας στο στρατόπεδο του Κολινδρού στο Τάγμα Ανεπιθυμήτων και συγκεκριμένα των Ημιονηγών. Ριγμένοι εκεί νέοι αριστερού παρελθόντος και ιδεολογίας που προσπαθούν να κρατηθούν όρθιοι στις δοκιμασίες που υποβάλλονται.
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στους Πολύκαρπο Πολυκάρπου και Χρίστο Ζαφείρη μα πρώτα  πρώτα δηλώνει " μνήμη Παναγιώτη Κονδύλη"

*Γιάννης Ατζακάς, Κάτω από τις οπλές, νουβέλα, εκδόσεις Αγρα((Τα βιβλία αυτοσυστήνονται / Ελευθεροτυπία)


 Πολλά χρόνια μετά την τελευταία συνάντησή τους -Οκτώβρης του '74 πρέπει να ήταν, σ' ένα ταβερνάκι της Ευαγγελίστριας στη Θεσσαλονίκη- ο απόμαχος πια ηθοποιός Χάρης Φωτίου ανασύρει τα καταχωνιασμένα στρατιωτικά ημερολόγια που του εμπιστεύτηκε τότε ο «εν όπλοις και εν οπλαίς κτηνών» σύντροφός του Αλκης Πολίτης, λίγο πριν εγκαταλείψει για πάντα τη «μητριά πατρίδα» του.
Με όσα η δική του μνήμη διέσωσε και η σχεδόν κρυπτική γραφή τού φανέρωσε, αναπαριστά εκείνον το χειμώνα του '68 στο κολαστήριο του Κολινδρού, τις παγερές μέρες και νύχτες της «μεγάλης νύχτας» των συνταγματαρχών. Εκπληρώνει, έτσι, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση (είναι πια χειμώνας του 2008), την υπόσχεση που κάποτε είχε δώσει.
Η ιστορία αρχίζει λίγο μετά το βασιλικό αντιπραξικόπημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967, όταν ο Αλκης φτάνει με δυσμενή μετάταξη στο πειθαρχικό 2ο Τάγμα Ορεινών Μεταφορών Κολινδρού. Η κοινή πολιτική καταγωγή, η τραγική μοίρα των γονιών τους, η δημοκρατική δράση τους στις αρχές της δεκαετίας του '60, συνδέουν γρήγορα τον ηθοποιό του Θεάτρου Τέχνης και τον απόφοιτο της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης με μια βαθιά πνευματική φιλία.
Ο Χάρης, έχοντας εξαρχής την ειδικότητα του ημιονηγού -του ανεφοδιαστού, όπως τότε τους είχαν μετονομάσει, του μουλαρά, όπως τους ήξερε ο κόσμος όλος-, αναλαμβάνει να κατατοπίσει τον πρώην τυφεκιοφόρο του πεζικού στις βαριές εργασίες του στάβλου, απαγγέλοντας παράλληλα εδάφια από το «Μνημόνιον του ανεφοδιαστού»: Τον ημίονο τον μεταχειριζόμεθα με υπομονή και καλοσύνη. Τον ανταμείβομε κάθε φορά που υπακούει, με θωπείες. Με βάρβαρα μέσα, όπως οι ραβδισμοί και οι φωνασκίες, επιτυγχάνομε το αντίθετον αποτέλεσμα: ο ημίονός μας γίνεται δύστροπος.
Η μοχθηρία όμως του μανιακού μόνιμου επιλοχία Βούρκουλα να τους ορίζει κάθε νύχτα «γερμανικό» νούμερο στις δύο διπλανές σκοπιές, του στάβλου και της χαράδρας, τους επιτρέπει τουλάχιστον να έχουν ατελείωτες συζητήσεις για το θέατρο, τη λογοτεχνία και την πολιτική. Ετσι, η νυχτερινή θέα της Θεσσαλονίκης απέναντι από το σκοτεινό τους στρατόπεδο οδηγεί τον Αλκη σε μιαν αντίστροφη παρώδηση του «Αγγελιάσματος» του Βασίλη Βασιλικού, όταν εξομολογείται στον φίλο του τον έρωτά του για τη μικρή Ερση: ...Μόνο που εμείς εδώ είμαστε οι απόβλητοι του Συστήματος, οι εξορισμένοι από τον λαμπερό γαλαξία τους. Οι εχθροί του Φωτός είμαστε εμείς, οι τρισκατάρατοι άγγελοι του Σκότους. Αυτό το παγωμένο αστέρι όπου μας έχουν ρίξει, δεν είναι παρά ένα τελικό πεδίο δοκιμής και δοκιμασιών.
Αργότερα, κάποιες άλλες νύχτες, καθώς ο φοβερός εκείνος χειμώνας έφτανε στο τέλος του και πλησίαζε η πρώτη μαύρη επέτειος του πραξικοπήματος, ο Αλκης αρχίζει να μιλά και για τις μέρες του στο επίλεκτο 565 Τάγμα Πεζικού στον Λαγκαδά: τα μισαλλόδοξα κηρύγματα και τον άγριο κατατρεγμό των «χαρακτηρισμένων» φαντάρων· την είσοδο της μονάδας του το χάραμα της 21ης Απριλίου 1967 στη Θεσσαλονίκη και τον στρατωνισμό της στον Παλαιό Σιδηροδρομικό Σταθμό· τη συμμετοχή της στις επινίκιες καρναβαλικές γιορτές της χούντας στο Καυταντζόγλειο στάδιο της πόλης.
Ομως τα χειρότερα στο 2ο Τ.Ο.Μ. δεν είχαν ακόμη συντελεστεί. Η άρνηση του Αλκη να αποκηρύξει τις «αντεθνικές» ιδέες του και να δηλώσει δημόσια πίστη στο στρατιωτικό καθεστώς εξοργίζει τον διοικητή του 2ου Γραφείου, Φατζέα, που θέτει σε σταδιακή εφαρμογή ένα σχέδιο ψυχολογικής βίας και φυσικής του εξόντωσης.
Κάποτε, στις αρχές της άνοιξης, ο Αλκης μετατίθεται στο Διδυμότειχο, απ' όπου, αφού υπηρέτησε και τις μέρες της φυλακής του, απολύεται με διαγωγή «κακή» στις 13 Αυγούστου του '68, την ημέρα που ο Αλέξανδρος Παναγούλης θα εκτελούσε τον «πανάθλιο τύραννο».
Η χρονογραφική αφήγηση του Χάρη Φωτίου συμπληρώνεται από μια σύντομη αναδρομή στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης, καθώς και από μερικές αναφορές στην πρώτη Μεταπολίτευση, ενώ τα πάθη του φίλου του σκόπιμα αποδίδονται με θεατρικό λόγο. Στη δική του διήγηση «εγκιβωτίζονται» και οι δύο αναστροφικές αφηγήσεις του Αλκη για τα βάσανα του έρωτα και την πολιτική του δίωξη.
Τα αποσπάσματα που παρεμβάλλονται από το κρυφό ημερολόγιο του Αλκη διασώζουν, πότε σε λυρική και πότε σε συμβολική και υπαινικτική γραφή, το αυθεντικό κλίμα εκείνης της αποτρόπαιας εποχής. Η εναλλαγή αυτή των αφηγηματικών τρόπων σχετίζεται μόνο με τους χαρακτήρες και τα ενδιαφέροντα των κύριων προσώπων της ιστορίας και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί μια «μεταμοντέρνα» σύλληψη.
Αν επιδίωξα συνειδητά κάτι, αυτό ήταν το άρωμα ενός αδικημένου έρωτα να επικαλύπτει τη βαριά φασιστική αποφορά εκείνων των ημερών, ενώ, από βαθύτερα ακόμη, να αναδύεται η αίσθηση των χαμένων θυσιών και των ματαιωμένων ονείρων.
Γιάννης Ατζακάς

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Διομήδης Κομνηνός

"...O Διομήδης Κομνηνός, βγήκε ξαφνικά στη μέση του δρόμου, σήκωσε τα χέρια, βλέποντας προς τη μεριά των αστυνομικών, που βρίσκονταν σε απόσταση σαράντα περίπου μέτρων και είπε: " Αν είσαστε άντρες, ελάτε να μας χτυπήσετε από κοντά" . Κι αμέσως ακούστηκε καταιγισμός πυροβολισμών. Κι ο Διομήδης έπεσε κάτω".
Το ακροατήριο , βουβό, κρατάει την ανάσα και δύσκολα τη συγκίνησή του, όταν ο μάρτυρας , συνεχίζει:
  " Μαζί μ' έναν άλλον, βγήκαμε έρποντας από την πολυκατοικία που είχαμε καταφύγει. Κινηθήκαμε προς το σημείο που είχε πέσει ο Κομνηνός. Οι πυροβολισμοί δεν σταματούσαν. Κατορθώσαμε και τον στήσαμε στον τοίχο όρθιο. Το κορμί του έγειρε λίγο δεξιά. Δεν μιλούσε. Στα μάτια του είχανε μπει μικρά θραύσματα από τα τζάμια ενός αυτοκινήτου. Είχα λίγο βαμβάκι στην τσέπη μου. Ήρθε μια γυναίκα με νερό. Κι εγώ με βαμβάκι προσπάθησα να του αφαιρέσω τα τζαμάκια από τα μάτια. Τότε έκανε μια κίνηση με το  χέρι του, προσπαθώντας να σηκώσει το πουλόβερ που φορούσε.
   Σήκωσα το πουλόβερ και είδα το αίμα να τρέχει από τη δεξιά στην αριστερή κοιλιακή χώρα. Κατάλαβα ότι είχε χτυπηθεί άσκημα.
   Τότε άκουσα τη σειρήνα ενός ασθενοφόρου. Σκυφτός και με ζιγκ-ζαγκ για ν' αποφύγω τις σφαίρες, κινηθήκα προς τα εκεί , να φέρω το φορείο. Τρέχοντας όμως γλίστρησα, έπεσα και χτύπησα στα χέρια και στα πόδια. Δεν μπορούσα να κινηθώ, έτρεξαν φοιτητές να με βάλουν στο ασθενοφόρο . Τους είπε: δεν χρειάζομαι εγώ, αλλά ο Κομνηνός..."
Η φωνή σπάει. Και ο Άλκης που παρακολουθεί  με τη ψυχή στα δόντια, όπως όλο το ακροατήριο θυμάται μιαν άλλη ραγισμένη φωνή. Του πατέρα Κομνηνού. Στο μνημόσυνο του παιδιού του, πριν ένα χρόνο...
   "Με οδηγούν στον ψυκτικό θάλαμο. Σέρνουν ένα συρτάρι. Ο Διομήδης μου νεκρός. Ο μονάκριβός μου γιος. Προσπαθώ να κρατηθώ. Τι όμορφος...Ω γλυκύ μου , έαρ...έχει μια τρύπα στην καρδιά. Προσπαθώ να κρατηθώ. Του μιλώ: " Διομήδη, βοήθησέ με να φανώ άξιός σου!". Του φιλώ τα μαλλιά. Τι όμορφος! Ίδιο καθαρόαιμο άτι. Τα μάτια του μισάνοιχτα. Γεμάτα απορία. Προσπαθώ, προσπαθώ να κρατήσω ζωντανή τη μορφή του".
Η φωνή του τρέμει:
   " Έπειτα φέρνω βόλτα το συρτάρι. Σκύβω απάνω του. Φιλώ το τραύμα  του στην καρδιά. Τον προσκυνώ..."
Η φωνή σπάει.
    " Είτανε δέκα εφτά χρονώ"
(Μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Έφης Πανσελήνου , Καταχτημένη χώρα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978, 2η έκδοση)

Ο Γιάννης Ρίτσος διαβάζει τη "Ρωμιοσύνη" στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου




Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Νίκος Χουλιαράς

  Στο Μουσείο Μπενάκη από τις 16 Νοεμβρίου 2011 μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 2012 παρουσιάζεται η αναδρομική  έκθεση του Νίκου Χουλιαρά με τίτλο " Τα πίσω δωμάτια του νου μου".



Εκτός από ζωγράφος ο Νίκος Χουλιαράς είναι συγγραφέας , στιχουργός και μουσικός.
Θυμάμαι , όταν ήμουν μικρή και δεν ήξερα ούτε πού πέφτουν τα Γιάννενα, μου άρεσε να ακούω το τραγούδι " Χαλασιά μου"
 Εκεί γύρω στα 1973 πρέπει να ήταν. Δεν ήξερα την προέλευση του αλλά με συγκινούσε ο τραγουδιστής. Αργότερα, φοιτήτρια πια στα Γιάννενα , διάβασα τον " Λούσια"( 1979) , μυθιστόρημα που μερικά χρόνια αργότερα έγινε σειρά στην τηλεόραση.



Διάβασα αρκετά βιβλία του Χουλιαρά. Εκείνο όμως που μου αρέσει ιδιαίτερα είναι το " Ζωή, την άλλη φορά".


Πάνε πολλά χρόνια που έχω διαβάσει το βιβλίο αλλά ακόμη λέω μια φράση που έλεγε η ηρωίδα , η μάνα νομίζω ,δεν θυμάμαι και καλά , " Εμείς πότε θα ζήσουμε ;" τη ρωτούσαν, " Ζωή, την άλλη φορά" και έχει τόση μελαγχολία μέσα της . Γενικά νομίζω ότι τα έργα του Χουλιάρα εκπέμπουν μια μελαγχολία, όπως και ο τρόπος που τραγουδά .
 
 Σπουδαία δουλειά έκανε και με τα ηπειρώτικα τραγούδια . Οι διασκευές του τα έκαναν γνωστά σε ένα πλατύτερο κοινό και μάλιστα στην Αθήνα








" Αναβιώνει στην εποχή μας το μύθο του απόλυτου δημιουργού. Από τη μουσική στη ζωγραφική πάντα, από την ποίηση στην πεζογραφία εναλλάξ, ο Νίκος Χουλιαράς καταφέρνει ίσως το πιο δύσκολο σε μια εποχή ειδικοτήτων και αυτοπεριορισμών: να παραμένει ολόκληρος με τις λέξεις ή τα χρώματα, να εκφράζεται παντού με την ίδια πολυσήμαντη κι εγκάρδια ευφυία.

Αυτός που κάποτε μας γνώρισε τον βαθύ ηπειρώτικο μουσικό τρόπο, του «Νέου Κύματος» και των μπουάτ ο μια φορά κι έναν καιρό πρωτοπόρος, αυτός που με τα διηγήματά του των περιθωριακών ανθρώπων και με την απίστευτη πανελλήνια δημοφιλία του « Λούσια» έδωσε πνοή στην πεζογραφία μας κι υψηλή ξαφνικά συνέχεια, είναι ο ίδιος ο μεγάλος ζωγράφος, είναι ο ίδιος ο μαγευτικός συζητητής.
Κι όπως είναι φυσικό, τα πάντα στου μυαλού και της καρδιάς του τον τόνο αδιάκοπα διϋλίζονται, αδιάκοπα λαξεύονται. Από τις πιο ιδιαίτερες αποχρώσεις των νοημάτων ώς της καθημερινότητάς μας την επικίνδυνη πια στις μέρες μας απελπισία. Ώς του ποδοσφαίρου και του Μπουφφόν τα είδωλα, ώς τις αντανακλαστικές των στιγμών μας στα γήπεδα κινήσεις
(Από τη συνέντευξη στο Σωτήρη Κακίση , η συνέχεια εδώ )











Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

...Τον ξέρομε τον ένοχο, είναι γνωστή η αιτία…

100 χρόνια από τη γέννηση του λαϊκού ποιητή Φώτη Αγγουλέ.



" Ήταν ένα βασανισμένο, απλό παιδί του λαού,
ψάρευε, πάλευε, πεινούσε, τραγουδούσε,
χρυσόψαρα δεν έκλεινε στη γιάλα·
του δειλινού τα ρόδα δεν τα πολυκοίταζε ".(Από ποίημα του Γιάννη Ρίτσου)
 Είπαν για τον ποιητή:

Αλήθεια, τι είναι η αγιοσύνη, τι μπορεί να πει σε μια κοινωνία υποκρισίας, πάθους, μίσους εμφυλίου πολέμου, ένας ποιητής;
Ο Γ. Μπλάνας μας δίνει ένα σπάνιο βιβλίο για το χιώτη λαϊκό αγωνιστή και ποιητή Φώτη Αγγουλέ, που προσεγγίζει την προσωπικότητά του με μια πρωτοτυπία, που σε κρατάει καρφωμένο στις 126 σελίδες του.
Το βιβλίο εκτός από κριτική και ποιήματα του Φώτη (και μόνο γι’ αυτά θ’ άξιζε) έχει ένα πλήθος ντοκουμέντων, που αφορούν αναφορές στο Φώτη από ανθρώπους ή υπηρεσίες... που τον έζησαν, δίνοντάς μας παράλληλα και μια γεύση της ιστορίας του τόπου, μέσα απ’ τη ζωή, τους στίχους τους αγώνες και τις διώξεις του ποιητή.
Πάρτε μια μικρή γεύση για να φανεί και η προτροπή του τίτλου μας, ότι το βιβλίο αυτό δεν πρέπει να λείπει από καμία αξιόλογη βιβλιοθήκη.

ΕΓΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ
ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗΣ ΧΙΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ
ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗΣ ΧΙΟΥ
ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
ΑΡΙΘ. ΠΡΩΤ. 5062
Εν Χίω τη 10η Ιανουαρίου 1946
προς
Το Γενικόν Επιτελείον Στρατού
Γραφείον ΧΙ/Γ
ΑΘΗΝΑΣ


«Πληροφορίαι περί Φωτίου Χονδρουτάκη (Αγγουλέ)»
Λαμβάνω την τιμήν, εις εκτέλεσιν της υπ’ αριθ. Φ. 57/4/395274 από 14-12-1945 υμετέρας διαταγής, ν’ αναφέρω Υμίν περί του εν θέματι αντικειμένου τα κάτωθι:
1ον. Ως εκ της ενόρκου καταθέσεως του δημοσιογράφου, κατοίκου Βροντάδου Χίου, Θεμιστοκλέους Σισβάρδη προκύπτει, ο Φώτιος Χονδρουτάκης του Αντωνίου, φερόμενος ως Φώτης Αγγουλές, κατετάχθη εις τον εν Μέση Ανατολή Ελληνικόν Στρατόν, όπως αγωνισθεί δια την απελευθέρωσιν της Ελλάδος, καθ’ ην εποχήν ωργανώνετο συστηματικά το κομμουνιστικόν έγκλημα, και ευρέθη εν μία νυκτί εις τα νύχια των εαμοκομμουνιστών. Εδηλητηριάσθη ψυχικώς, διεστράφη πνευματικώς και επίστεψε εις τα ιδέας του κομμουνισμού. Κλεισθείς δε υπό των Συμμαχικών Δυνάμεων εις Ντεκαμερέ, ετελειοποίησε τας αντεθνικάς ιδέας του.
2ον. Εις τον εν λόγω ασπασθέντα τα κομμουνιστικά ιδέας, επεδείχθη η συνήθης δια τον Εθνικόν Τύπον δήλωσις, συνταχθείσα συμφώνως προς τας σχετικάς διαταγάς:

Ο κάτωθι υπογεγραμμένος ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ του Αντωνίου δηλώνω δημόσια ότι μετ’ αποτροπιασμού αποκηρύσσω το στυγερόν κατά της πατρίδας έγκλημα των Σλαυοκινήτων προδοτών, διαδηλών την πίστιν μου προς την αιώνιαν Ελλάδα και το ανυπέρβλητο μεγαλείον της φυλής μας, και είμαι πρόθυμος αγωνιζόμενος εις τον υπέροχον αγώνα του έθνους μας, να προσφέρω το αίμα μου δια να διατηρήσωμεν αμόλυντον τον Παρθενώνα.
Πιστεύω εις τα ακατάλυτα ιδανικά του Ελληνισμού και εις τον δια την παγκόσμιον ελευθερίαν θείον αγώνα του, αναφωνών με όλην την φλόγα της Ελληνικής ψυχής:
Ζήτω ο Βασιλεύς.

Την υπογραφή της ως άνω δηλώσεως ηρνήθη επιμόνως. Έκτοτε παρακολουθείται η δράσις του.
Ο Διοικητής της Διοικήσεως
Ντουβλάς Ελευθέριος
Ταγ/ρχης

ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΨΥΧΙΑΤΡΟΥ
ΝΙΚΟΥ ΛΙΠΟΥΡΛΗ

4 Ιουλίου 1963
Στις 11.30 π.μ. μεταφέρθηκε από γνωστή κλινική των Μελισσίων ο ποιητής Φώτης Αγγουλές. Τον συνόδευαν αρκετοί φίλοι της Ε.Δ.Α. Βρισκόταν σε εξαιρετικά άσχημη κατάσταση. Παρουσίαζε συμπτώματα μολυβδίασης, τα οποία αντιμετωπίστηκαν αμέσως. Κατά τα λοιπά, δεν μιλούσε και αρνιόταν να δεχθεί τροφή. Έχω την εντύπωση πως προσπαθεί να μεθοδεύσει την μόνωσή του. Παρ’ όλο που δεν είναι καθόλου βέβαιο πως αναγνωρίζει τους συνοδούς του, το βλέμμα του δείχνει να έχει συνείδηση της κατάστασης. Τον εξέτασα. Η κατατονία οφείλεται σε καταθλιπτική συνδρομή. Δεν μπορώ ακόμη να είμαι βέβαιος για τίποτε. Το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα έδειξε αρρυθμία στο πρόσθιο τμήμα του εγκεφάλου. Αυτό σημαίνει τίποτε ή πολλά. Σε πρώτη φάση, ελπίζω πως με την κατάλληλη αγωγή θα ανακάμψει. Η ταλαιπωρία που υπέστη δεν είναι αστεία. Είναι 53 ετών και δείχνει τουλάχιστον 70. Η όποια ψυχική διαταραχή είναι παλαιά υπόθεση. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της φυλακής. Οι γιατροί εκεί είναι ως επί το πλείστον κι αυτοί πολιτικοί κρατούμενοι. Όχι μόνον δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτε, αλλά μετατρέπονται εύκολα σε ευρηματικούς βασανιστές.

7 Ιουλίου 1963
Ο Αγγουλές φαίνεται να συνέρχεται αργά αλλά σταθερά. Η παρουσία των αδελφών του τον ενθάρρυνε. Εναλλάσσονται, παραμένοντας δίπλα του μέρα νύχτα. Ατσάλινες γυναίκες. Μικρασιάτισσες. Εκείνος δεν μιλά ακόμη. Ορισμένες φορές τραυλίζει μερικές λέξεις. Όμως αντιλαμβάνεται τα πάντα και αναγνωρίζει τους πάντες. Δημιουργήθηκε ολόκληρο επεισόδιο με την υπογραφή της αίτησης για την κάλυψη των εξόδων από το ΙΚΑ. Όταν είδε το έγγραφο, προφανώς θεώρησε πως ήταν δήλωση μετανοίας και εξαγριώθηκε. Χρειαστήκαμε μία ώρα για να τον πείσουμε. Έχει ελάχιστη ικανότητα συγκέντρωσης και δεν μπορεί να διαβάσει.

3 Σεπτεμβρίου 1963
Ο Αγγουλές έχει συνέλθει σχεδόν ολοκληρωτικά. Ένα δεκαπενθήμερο ακόμη και η θεραπεία μπορεί να συνεχιστεί στο σπίτι του. Αναγκάστηκα όμως να επιπλήξω σοβαρά τους επισκέπτες. Ένας τεράστιος αριθμός φιλότεχνων νεαρών συγκεντρώνονται καθημερινά. Αριστεροί ως επί το πλείστον, εκδηλώνουν με ζωντάνια τον θαυμασμό τους προς το πρόσωπό του, αλλά τον ταράζουν. Θεωρούν, μέσα στον νεανικό ενθουσιασμό τους, πως του κάνουν καλό. Εχθές, μου έκανε νόημα να πλησιάσω, και μου είπε με πεντακάθαρη άρθρωση: «Σε τρώνε ζωντανό! Φαίνεται είμαστε για φάωμα!».

27 Σεπτεμβρίου 1963
Ο Φώτης Αγγουλές αναχωρεί με συνοδεία και των τριών αδελφών του. Του συνέστησα να ξεκουραστεί ακόμη αρκετό καιρό. Καθόλου οινόπνευμα, καθόλου τσιγάρο. «Να παίρνω αέρα μπορώ;» με ρώτησε. Ήθελα να του πω: «Όσο θέλεις!» αλλά με σταμάτησε το γέλιο του. Ρυθμίσαμε να περάσει μετά από πέντε μήνες για μια εβδομάδα.
Εφημερίδα , Η Αλήθεια


ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ
Σπουδαία ποιητική «φωνή» των αγώνων του λαού
 «Σ' ΕΣΑΣ, μ' ΕΣΑΣ στις ερημιέςκαι στ' άθλια κακοτόπια,
που, το ψωμί το πείνασα
και το φαρμάκι τό 'πια».
Πέρασαν χρόνοι δύσκολοι, πεινασμένοι, ματωμένοι για το λαό από τότε που o ποιητής - γέννημα θρέμμα του λαού - Φώτης Αγγουλές έγραψε αυτό το επίκαιρο, αφτιασίδωτης αλήθειας τετράστιχο, για τους βασανισμένους αλλά κι αγωνιζόμενους λαϊκούς ανθρώπους.
Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από το 1911 που στον Τσεσμέ ο Αντώνης Χονδρουτάτης (Σιδερή τον φωνάζανε) κι η κυρά Γαρουφαλλιά αποκτήσανε τον Φώτη (άγνωστη παραμένει η ημερομηνία γέννησής του. Μόνο η ημερομηνία του θανάτου του είναι γνωστή, 27 Μαρτίου 1964). Ψαράς, αγρότης, με χωραφάκια, σπίτι και μανάβικο ο Σιδερής έτρεφε την πολυμελή φαμίλια. Ωσπου μύρισε... μπαρούτι. Η οικογένεια εγκαθίσταται στη Χίο. Ξεριζωμός, φτώχεια, πείνα. Εξυπνο, ευαίσθητο, ευφάνταστο, λίγο μελαγχολικό παιδί, ο Φώτης πάει στο Δημοτικό. Στο ημερολόγιό του, ο δάσκαλός του, Δημήτρης Χαψιάδης, έγραφε : «Ο Φώτης είναι παιδί προικισμένο. Σπάνια συνάντησα τέτοιον μαθητή (...) Είναι παιδί πνευματικών προσόντων». Η ανέχεια, ίσως και η ντροπή για τον εκ γενετής στραβισμό του, τον «διώχνουν» από το σχολείο, πριν τελειώσει τη δεύτερη τάξη. Δεν πλησιάζει καν το σχολείο. Μάταια ο δάσκαλος προσπαθεί να γυρίσει στο σχολείο. «Δεν θέλω άλλα γράμματα», επιμένει ο μικρός Φώτης. Παρότι 9χρονος διάβαζε κι έγραφε καλύτερα από μεγαλύτερους, καθώς η Μούσα της ποίησης εκ γενετής τον «προίκισε» με τα «μύρα» της.
Το παιδί βγαίνει στη βιοπάλη. Με τον πατέρα ψαρεύει και πουλά την ψαριά. «Γαύρος» φώναζε ο πατέρας. «Μάγκας τσίλικος σαν ταύρος» συμπλήρωνε εκείνος. «Μαριδάκια» ο Σιδερής, «Να πάνε κάτου τα φαρμάκια», ο Φώτης. Πρώτος στις ρίμες. Εφηβος παρατά το ψάρεμα. Το 1928 πιάνει δουλειά στο τυπογραφείο που έβγαζε τη χιώτικη εφημερίδα «Ελευθερία». Σύντομα γίνεται καλός μάστορας, μα και διορθωτής πρώτος. Και καλοδιαβασμένος. Κοραής, Ψυχάρης, Σουρής και άλλοι σπουδαίοι δημιουργοί «τρέφουν» την αγάπη και έγνοια του για το λαό και το αυτοδίδακτο ποιητικό ταλέντο του. Το 1932 τυπώνει το πρώτο του πεζογραφο-ποιητικό βιβλίο - αφιερωμένο στον Τσεσμέ - «Ο Λαός της Πατρίδας μου», που βγάζει όλο τον καημό της ξεριζωμένης προσφυγιάς: «Αμάν, αμάν! Στη γης πατώ,/ κι η γης πονεί,/ κι η γης αψά φωνάζει!/ Ποιος έχει πόνο στην καρδιά/ και δεν αναστενάζει;».
Η «Μιχαλού» και η γνωριμία με το ΚΚΕ
Στα τελευταία του χρόνια
Προκηρύσσονται αναπληρωματικές βουλευτικές εκλογές για τις 5 Νοεμβρίου 1933. Ο ανταποκριτής του «Ριζοσπάστη» στη Χίο στέλνει για δημοσίευση, στις 25 Οκτωβρίου, άρθρο του για την εκλογική μάχη του Ενιαίου Μετώπου Εργατών Αγροτών, ενάντια στα κόμματα των εφοπλιστών, αλλά κι ένα σημείωμά του περί της κυριακάτικης χιώτικης σατιρικής εφημερίδας «Μιχαλού», αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Τη βγάζει ένας τυπογράφος της "Ελευθερίας". Αντιγράφω από το 21 φύλλο, 8 Ιουλίου: (...) "Συντάκτης και διευθυντής,/ και για το φρέσκο, κι Ιδρυτής,/ είναι ο ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ,/ κι αν τη διεύθυνσή του θες/ θα είναι Ποστ Ρεστάν εις Χίο/ βραδυπορούν ταχυδρομείο". Αυτός ο Αγγουλές τα λέει στα ίσια αλλά δεν έχει ταξική συνείδηση. Θέλει δουλειά να διαφωτισθεί. Είναι καλό στοιχείο. Ισως και ψηφοφόρος. Εδωσε κάμποσα για τους εξόριστους στην Αμοργό. Εχει μεγάλη επιρροή στους νέους με τον τρόπο και τα λόγια του. Του γύρεψα να γράψει κάτι για το Μέτωπο και μου είπε πως δε γράφει και για τίποτα άλλο από τον περασμένο χρόνο. Τον ρώτησα αν έχει διαβάσει το "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" και μου απάντησε: "Του Μαρξ ή του Ενγκελς;" Θα τον πάρω από δίπλα μέχρι τις εκλογές». Ετσι άρχισε η γνωριμία και σχέση του Φώτη Αγγουλέ με το ΚΚΕ.Ιούνιος του 1936. Καλείται να παρουσιαστεί στη Χωροφυλακή, για ένα άρθρο, στην «Ελευθερία», ενάντια στον Μουσολίνι. Δικάζεται (20 Ιουλίου) για παράβαση του νόμου περί Τύπου και καταδικάστηκε σε τρεις μήνες κράτηση και 10.000 δραχμές πρόστιμο, αλλά μυαλό δεν βάζει... Από τα μέσα του 1936 μέχρι το 1939, παράλληλα με τη βιοπάλη, διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό «Νησί». Γύρω του συσπειρώνονται οι πιο προοδευτικοί νέοι και οι καλύτεροι λογοτέχνες του νησιού. Ο Φώτης συνεχώς «διαφωτίζεται» και «διαφωτίζει» με τις ιδέες και την ποίησή του.
Αγώνας και εγκλεισμός σε κολαστήρια
Μετά την αποφυλάκισή του
Στις 4 Μαΐου 1941 οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τη Χίο. Με καΐκι, με τιμονιέρη έναν κομμουνιστή, ο Αγγουλές, με άλλους αντιφασίστες φεύγει για τη Μέση Ανατολή. Φθάνει στο Κάιρο και αποσπάται στο τυπογραφείο που εξέδιδε το στρατιωτικό περιοδικό «Ελλάς». Στο Κάιρο ερωτεύεται και παντρεύεται την Ελλη Κυριαζή. Γλεντά, γράφει, διαβάζει Καβάφη. Γνωρίζει τον Σεφέρη. Για ένα άρθρο του Μπογδάνοφ για την προλεταριακή ποίηση κοντράρεται με τον Σεφέρη: «Η αστική ποίηση, είναι ποίηση του εγώ, η προλεταριακή του εμείς, άρα και της ανθρωπότητας όλης. Σήμερα μπορεί να είναι αδέξια. Αύριο θα είναι ποίηση υψηλότερη από την αστική».Απρίλη του 1944 οι ΕΑΜίτες στη Μέση Ανατολή απαιτούν την απομάκρυνση του βασιλιά και σχηματισμό κυβέρνησης με συμμετοχή εκπροσώπων της ΠΕΕΑ - της κυβέρνησης στα λευτερωμένα από τον ΕΛΑΣ βουνά της Ελλάδας. Ο Αγγουλές συλλαμβάνεται, μαζί με άλλους κομμουνιστές, από τους Αγγλους και κλείνεται σε φυλακή της Παλαιστίνης, σε διάφορα στρατόπεδα, και τέλος στο κολαστήριο Ντεκαμερέ. Τέλη Νοεμβρίου του 1945 απελευθερώνεται. Επιστρέφει, χωρίς τη γυναίκα του (δεν το επέτρεψαν οι Αγγλοι) στη Χίο, όπου συνεχίζει να αγωνίζεται και να διώκεται.
Στις 10 Ιανουρίου 1946 ο ταγματάρχης - διοικητής της Χωροφυλακής Χίου, Ντουβλάς Ελευθέριος, ενημερώνει εγγράφως το Γραφείο ΧΙ/Γ του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ότι «ο Φώτης Αγγουλές (...) εδηλητηριάσθη ψυχικώς, διεστράφη πνευματικώς και επίστεψε εις τα ιδέας του κομμουνισμού. Κλεισθείς δε υπό των Συμμαχικών Δυνάμεων εις Ντεκαμερέ, ετελειοποίησε τας αντεθνικάς ιδέας του». Παρακάτω ο διοικητής ενημερώνει το ΓΕΣ ότι «εις τον εν λόγω ασπασθέντα τας κομμουνιστικάς ιδέας, επεδείχθη η συνήθης δήλωσις, συνταχθείσα συμφώνως προς τας σχετικάς διαταγάς». Και το έγγραφο καταλήγει: «Την υπογραφήν τής δηλώσεως ηρνήθη επιμόνως. Εκτοτε παρακολουθείται η δράσις του».
Ο Αγγουλές συνέχισε τον αγώνα τριγυρίζοντας συνεχώς σ' όλη τη Χίο. Με τα πόδια. Πάντα πίσω του ένας χωροφύλακας. Κάποια μέρα κατάκοπος τον ρώτησε: «Γιατί ρε Αγγουλέ το κάνεις αυτό;» - «Χρειάζεσαι καθαρό αέρα!», απάντησε καλόκαρδα ο Αγγουλές. Το 1946 δολοφονήθηκαν οι αγωνιστές Γιάννης Πίττας και Μανώλης Μαυράκης, επειδή τραγουδούσαν αντάρτικα. Η τρομοκρατία κράτους και παρακράτους φουντώνει στο νησί. Δυναμώνει, όμως, και ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ο Αγγουλές, κρυμμένος σε μια στέρνα στο Βατάδο, με τον κομμουνιστή σύντροφό του Μιχάλη Βιτάκη, τύπωναν έντυπα του ΔΣΕ. Εκεί μια μέρα του Μάρτη του 1948 τους συνέλαβαν. Δικάστηκαν από στρατοδικείο και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Μαυράκης εκτελέστηκε τον Αύγουστο του 1948. Ο Αγγουλές γλίτωσε την εκτέλεση χάρη στον ξεσηκωμό όλου του νησιού και σε διεθνείς διαμαρτυρίες. Δεσμώτης επί οκτώ χρόνια στα κολαστήρια Βούρλων, Μακρονήσου, Κεφαλονιάς, Αλικαρνασσού, Ιτζεδίν, του νοσοκομείου «Αγιος Παύλος» (ετοιμοθάνατος υποβλήθηκε σε εγχείρηση στομάχου το 1954) και Κέρκυρας, από όπου βαριά άρρωστος αποφυλακίστηκε το 1956. Επιστρέφει στη Χίο και «ζει» παρακολουθούμενος...
Συνέρχεται λίγο και γίνεται - επιτέλους - μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Κανείς δεν επιτρέπεται να του δώσει δουλειά. Ανέχεια και μοναξιά τον βασανίζουν. Πνίγει τους πόνους του στο πιοτό. Το 1958, χάρη στις πιέσεις παλιών φίλων του, προσλαμβάνεται στο τυπογραφείο της εφημερίδας «Χιακός Λαός», όπου την ίδια χρονιά τυπώνει μια ανθολογία παλιών και νέων ποιημάτων του, με τίτλο «Πορεία μέσα στη νύχτα» και το 1962 τη συλλογή «Φουτσιγιάμα». Το 1963 καταρρέει - σωματικά και ψυχολογικά - από μολυβδίαση. Δεν τρώει, δεν πίνει, δεν μιλά. Αρχές του 1964, με παρέμβαση του Σωματείου Τυπογράφων, του δίνεται μια ψωροσύνταξη. Στις 27 Μαρτίου παίρνει το καράβι «Κολοκοτρώνης», για Πειραιά. Ταξιδεύοντας στην τρίτη θέση ξεψυχά από πνευμονικό οίδημα. Στην τσέπη του βρέθηκαν μόνο 20 δραχμές. Αμέσως μετά το θάνατό του, ο Γιάννης Ρίτσος τον τιμά με ένα ποίημά του και ο Ανδρέας Καραντώνης ραδιοφωνικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν σε Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Σοβιετική Ενωση, Βουλγαρία, κ.α.
Βιογραφικές πηγές: Γιώργος Μπλάνας «Φώτης Αγγουλές - νυχτερινός τραγουδιστής» (εκδόσεις «Ηλέκτρα», 2008). Γιώργος Σιδέρης «Φώτης Αγγουλές» (εκδόσεις «Μοχλός» 1992).

Κείμενα: Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ
http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=6419621&publDate=11/9/2011




Καίγονται

Αυτούς εγώ που τραγουδώ, δεν έχουνε φτερά.
Δεν τους μεθά καμιά φυγή, δεν τους τραβούν τ’ αστέρια,
έχουνε μια ζεστή καρδιά, δυο ροζιασμένα χέρια,
κι είναι δεμένοι με τη γη.

Απ’ της αυγής το χάραγμα, ως του βραδιού τα θάμπη,
μοχθούν για δυο πικρές ελιές, και μια μπουκιά ψωμί,
ιδρώνουν κι απ’ τον ίδρω τους ανθοβολούνε οι κάμποι,
καίγονται κι απ’ τις φλόγες τους φωτίζεται η ζωή.

http://e-oikodomos.blogspot.com/2011/09/blog-post_22.html


Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

"ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα , ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε , κ΄η ομορφιά του ανθρώπου...''

Με αφορμή το θάνατο του Γιάννη Ρίτσου στις 11Νοεμβρίου 1990 και την " Ελένη" του Ευριπίδη που διδάσκεται στην Γ΄Γυμνασίου

Γιάννης Ρίτσος
Μια "ανάγνωση" στην "Ελένη" του
 Γιώργη Γιατρομανωλάκη,αποσπάσματα μιας εισήγησής του στο Διεθνές Συνέδριο που οργάνωσε το Πανεπιστήμιο Βρυξελλών το 1996 με θέμα το μύθο της Ελένης. Η εισήγηση του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, που αφορά στην "Ελένη" του Ρίτσου, έχει δημοσιευτεί ολόκληρη στο περιοδικό "Πολίτης".

"Ενα πολιτικό ποίημα;"
Η "Ελένη" (με άρθρο οριστικό) γράφεται, σύμφωνα με το χρονολογικό δείκτη στο τέλος του ποιήματος, στο Καρλόβασι από τον Μάιο ως τον Αύγουστο του 1970, όπου βρίσκεται ο ποιητής περιορισμένος κατ' οίκον από τη δικτατορία του 1967. Τυπώνεται αυτοτελώς το Μάρτιο του 1972, με ένα χαρακτικό της Βάσως Κατράκη και φέρει την αφιέρωση Στη μνήμη της ΝΙΝΑΣ της αδελφής μου. Η Νίνα πεθαίνει τον Φεβρουάριο του 1970 και ο θάνατός της βυθίζει τον ποιητή σε μεγάλο πένθος. Η πάντοτε επαρκώς πληροφορημένη Χρύσα Προκοπάκη στην πρώτη σημείωση της μελέτης της "Πορεία προς τη "Γκραγκάντα"" γράφει: "Πρότυπο για την ανάπλαση της μυθολογικής Ελένης στάθηκε η χαμένη μορφή της αδελφής" του Ρίτσου.
Η Τέταρτη Διάσταση
Η Τέταρτη Διάσταση αποτελεί μια ιδιαιτέρως σημαντική και σημαδιακή συλλογή του Ρίτσου. Συγκροτείται μέσα σε είκοσι περίπου χρόνια και αποτελείται από 18 μεγάλα πεζόμορφα ποιήματα, τα περισσότερα των οποίων έχουν ως θέμα - τίτλο ένα μυθολογικό, πιο συγκεκριμένα ένα τραγικό πρόσωπο, τον Ορέστη, τον Αγαμέμνονα, τον Φιλοκτήτη, τη Φαίδρα, την Περσεφόνη ή την Ιφιγένεια. Πρόσωπα κυρίως από τον οίκο των Ατρειδών, ή πρόσωπα του τρωικού και του αθηναϊκού κύκλου - περιέργως όχι από τον οίκο των Λαβδακιδών. Τα μεγάλα αυτά κείμενα αρχίζουν να γράφονται από το 1956. Εναρκτήριο ποίημα της συλλογής είναι η λιτή "Σονάτα του σεληνόφωτος" (1956) και το τελευταίο (χρονολογικά) η "Φαίδρα" (1954). Τα περισσότερα από αυτά τα ποιήματα εκφέρονται ως μονόλογοι, συνήθως από το επώνυμο πρωταγωνιστικό πρόσωπο με αποδέκτη κάποιον φίλο, σύντροφο ή επισκέπτη. Η Σονάτα, λ.χ., που εγκαινιάζει αυτό το ποιητικό είδος, έχει δύο δραματικά πρόσωπα: τη Γυναίκα με τα Μαύρα που μιλεί, μονολογεί και τον (ανώνυμο) Νέο που την ακούει σιωπηλός. Ανάλογα είναι και τα δραματικά πρόσωπα της "Ελένης", κάτι που πιστεύω δεν είναι τυχαίο. Η γερασμένη Ελένη (Γριά - γριά - εκατό, διακόσω χρονώ, όπως περιγράφεται) μονολογεί ή μάλλον απευθύνει το λόγο χωρίς καμιά διακοπή σε κάποιον ανώνυμο Επισκέπτη, νεότερο οπωσδήποτε από αυτήν, παλαιότερα θαυμαστή της, τώρα βουβό πρόσωπο.
Η θεατρικότητα αυτών των κειμένων δηλώνεται από το γεγονός ότι έξω από τον ποιητικό μονόλογο, προτού δηλαδή αρχίσει και αμέσως μόλις περατωθεί το ποιητικό κείμενο, υπάρχουν τυπωμένα με διαφορετικά στοιχεία (μέσα σε παρένθεση, πάντοτε) κάποια εισαγωγικά, "σκηνοθετικά" σχόλια. Τα Σχόλια εκφέρονται σε τρίτο πρόσωπο και είναι προφανές ότι ανήκουν σε κάποιο πρόσωπο που βρίσκεται έξω από τη δράση του ποιήματος - στον ίδιο τον αόρατο και ωστόσο πανταχού παρόντα σκηνοθέτη Ποιητή. Τα Σχόλια αυτά είναι ποικίλου περιεχομένου, καθώς άλλοτε περιγράφουν το πρόσωπο που ομιλεί, τις κινήσεις, τα ενδύματά του, άλλοτε περιγράφουν το χώρο, εξωτερικό ή εσωτερικό, όπου, συχνά, μας προσφέρουν κάποια ρεαλιστική σκηνογραφία ή σκηνοθεσία - συνήθως έχουμε κάποιο κλειστό χώρο, μια ημιφωτισμένη κάμαρα με ευδιάκριτα τα ίχνη της ανεπανόρθωτης φθοράς, και κάποια απομεινάρια περασμένου μεγαλείου - άλλοτε πάλι μας παρέχουν κρίσεις και πληροφορίες.
Στην "Ελένη" τα Σχόλια είναι εκτενέστερα - άλλωστε η Ελένη είναι σχεδόν τριπλάσια σε μέγεθος από τη "Σονάτα", 4 σελίδες το ένα ποίημα 11 το άλλο. Αυτό που περιγράφεται στα εναρκτήρια Σχόλια είναι η επίσκεψη στην Ελένη, ύστερα από χρόνια, ενός παλαιού γνωστού της και προφανώς θαυμαστή της. Η Ελένη ζει σε μια παλαιά αρχοντική μονοκατοικία με κήπο και αγάλματα, στα πρόθυρα της κατάρρευσης: φθορά, ασοβάντιστοι τοίχοι, πεσμένοι, ξεθωριασμένα παραθυρόφυλλα... η ίδια εγκατάλειψη στον κήπο... σιντριβάνια χωρίς νερό, μουχλιασμένα. Στα ωραία αγάλματα λειχήνες. Μια σαύρα ακινητούσε ανάμεσα στο στήθος μιας νεαρής Αφροδίτης, ζεσταμένη απ' τις τελευταίες ακτίνες του ηλιογέρματος. Ο διστακτικός επισκέπτης χτυπά το κουδούνι, του ανοίγουν ύστερα από κάποια καθυστέρηση. Ακολουθεί η περιγραφή του εσωτερικού, όπου έχουμε την εικόνα της θλιβερής Κρεβατοκάμαρας - εδώ κατά ειρωνικό τρόπο βρίσκεται η σκηνή του δράματος - με την ασάλευτη, καθισμένη στο κρεβάτι της Ελένη. Μετά το μακρύ μονόλογό της, όταν γέρνει το κεφάλι και αποκοιμιέται, ο επισκέπτης, εγκαταλείπει το σπίτι μέσα σ' ένα αόριστο φόβο. Ομως οι φωνές των υπηρετριών, τον επαναφέρουν πίσω: Η Γριά γυναίκα δεν κοιμάται, έχει πεθάνει. Ακολουθεί η λεηλασία του σπιτιού, ο ερχομός της αστυνομίας και η μεταφορά της νεκρής στο Νεκροτομείο. Μόνο τότε φεύγει ο Επισκέπτης, μέσα στο φεγγαρόφωτο κι εκείνος, όπως και ο Νέος της Σονάτας, αλλά χωρίς την αισιοδοξία του Νέου: Στράφηκε και κοίταξε. Είχε βγει το φεγγάρι. Φωτίζονταν αχνά τα αγάλματά της, μόνα, δίπλα στα δέντρα, έξω από το σφραγισμένο σπίτι. Και ένα ήσυχο, παραπλανητικό φεγγάρι.
Πού θα πήγαινε τώρα;
Ο μύθος
Δεν προτίθεμαι να μιλήσω για τη σημασία της μορφής και του μύθου της Ελένης στην ελληνική και στην ευρωπαϊκή τέχνη και λογοτεχνία, αρχαία και νεότερη. Αλλωστε πολλοί έχουν ήδη μιλήσει για το θέμα αυτό. "Ούτε θα δοκιμάσω να συγκρίνω τον τρόπο με τον οποίο ο Ρίτσος προσλαμβάνει το συγκεκριμένο μύθο, με τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουν και χρησιμοποιούν το μύθο άλλοι Ελληνες ποιητές, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Σινόπουλος κλπ. Ετσι κι αλλιώς υπάρχει στον Ρίτσο, όπως υπαινίχθηκε ήδη, μια ηθελημένη σύγχυση της μυθολογίας και της ιστορίας, της προσωπικής περίπτωσης και της πολιτικής κατάστασης, γεγονός που τον διακρίνει σαφώς από τους άλλους ποιητές. Η Ελένη, λ.χ., του Σεφέρη φαίνεται περισσότερο "ανεξάρτητη" από προσωπικά στοιχεία, όπως γίνεται με την Ελένη του Ρίτσου. Επιπλέον, η Ελένη του Ρίτσου, όπως συμβαίνει και με τα άλλα πρόσωπα της "Τέταρτης Διάστασης", ζει (και τούτο φαίνεται πολύ καθαρά) στο δικό μας καιρό, σε ένα δικό μας περιβάλλον όπου τα δεδομένα και τα στοιχεία (υλικά και μη) του πολιτισμού και της σύγχρονης ιστορίας συνείρονται με μυθολογικές αναφορές. Μπορούμε όμως να κάνουμε δυο τρεις γενικές, παρατηρήσεις που θα μας βοηθήσουν να εννοήσουμε καλύτερα τα πράγματα.
1. Ο Τρωικός πόλεμος, όπως αναφέρεται από τον Ρίτσο, λίγη σχέση έχει με το μυθικό (κατακτητικό ή όχι) πόλεμο του Ομήρου. Οπως έχουν παρατηρήσει και άλλοι, ο πόλεμος αυτός θυμίζει μάλλον τον ελληνικό Εμφύλιο.
2. Οι μυθολογικοί ή μη ήρωες και ηρωίδες της Τέταρτης Διάστασης (συμπεριλαμβάνεται και η Ελένη) αποτελούν ευδιάκριτες περσόνες του ποιητή. Τουλάχιστον σε ένα μεγάλο βαθμό η φωνή τους ηχεί ως φωνή του Ρίτσου.
3. Τα πρόσωπα που εκφέρουν τον ποιητικό μονόλογο, δηλαδή οι πρωταγωνιστές ήρωες των ποιημάτων, δεν εμφανίζονται ως πρόσωπα δρώντα, ως πράκτορες κάποιας εξελισσόμενης δράσης στο παρόν. Εμφανίζονται, είτε πριν από την ανάληψη κάποιου σημαντικού έργου, όποτε διαλογίζονται περί του πρακτέου (όπως, λ.χ., γίνεται στον "Ορέστη" και στον "Φιλοκτήτη"), είτε εμφανίζονται πριν από την τελική πράξη του βίου τους, λίγο πριν από το θάνατό τους και κάνουν λόγο για κάποιο ένδοξο παρελθόν ως τραγικοί εξάγγελοι, ή ρεπόρτερ (όπως, λ.χ., κάνουν ο Αγαμέμνων και η Ελένη).
http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=3747767&publDate=1998-11-15%2000:00:00.0

Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ, " Η Ελένη" του Γιάννη Ρίτσου

Ποια είναι η Ελένη;

....η Ελένη αντιμετωπίζεται ανθρώπινα για πρώτη φορά από τον Γιάννη Ρίτσο και είναι ο μόνος που τολμάει να γεμίσει το άδειο πουκάμισο.
 Το ποίημα αρχίζει μ' ένα σκηνικό πρόλογο και τελειώνει μ' έναν επίλογο επίσης σκηνικό. Αυτός είναι ένας τρόπος να περιχαρακώσει ο ποιητής το χώρο των διαδραματιζομένων...Το διαχρονικό στοιχείο δεσπόζει σε όλο το έργο. Ένας χρόνος αδιαίρετος που θα ήθελα να τον  ονομάσω μνήμη  τοπογραφική. Όσο αυτή η μνήμη βαθαίνει , τόσο και ανακαλύπτει τη συνέχεια της. Και ο θάνατος είναι στάση, όχι τέλος. Πάει πέρα απ' αυτόν για να βρει ό,τι μένει αθάνατο και να το ανασύρει στην επιφάνεια. Νεκροφάνεια ίσως. Ένας ελληνισμός που Γερνάει, φαίνεται πώς πέθανε και άξαφνα ξανανιώνει.
Ένας ατελείωτος μονόλογος είναι " Η Ελένη "μπροστά σ' έναν σιωπηλό επισκέπτη από τα περαμένα
   " Είταν πολύ νέος τότε` - εικοσιδύο; εικοσιτριώ;"
 Μπαίνει ο παλιός γνώριμος στον κήπο. Ένα κήπο σημερινό ή πριν τρεις χιλιάδες χρόνια. Το άγαλμα της Αφροδίτης σε μία γωνία.
" Κ' εκείνη; Όχι, όχι. - δεν είναι δυνατόν. Γριά- γριά- εκατό, διακόσω χρονώ. Πριν από πέντε χρόνια- Όχι , όχι . Το σεντόνι τρύπιο. Εκεί , ασάλευτη` καθιστή στο κρεββάτι` καμπουριασμένη"
Είναι η Ελένη. Αιώνιο σύμβολο και ιερό μνημείο και ρήμαγμα. Ο σκηνικός πρόλογος του ποιητή μύηση και υποβολή. Υπαρξιακή δραματοποίηση. Ξετυλίγεται ο θρύλος της απαστράπτουσας νεότητας και του θεϊκού κάλλους, οι διεργασίες, οι μεταμορφώσεις, η φθορά, ο θάνατος.
...Έχει αποδεχτεί τη μοίρα της , τη μοίρα του ανθρώπου που εγκαρτερεί. Έζησε σε όλους τους καιρούς και σε όλους τους τόπους . Χιλιάδες ζωές. Γνωρίζει καλά το αναπόφευκτο. Και στα στερνά της αναπολεί,  ξεδιπλώνει στη μνήμη της έργα και ημέρες, ζυγιάζει κρίνει και αποφθέγγεται.
....Είδε και έζησε πολλά . Γνωρίζει πια τι σημαίνουν οι Ιθάκες, οι πόλεμοι , οι εχθρότητες, οι δόξες, ο μόχθος του ανθρώπου , η προσδοκία του. Και τώρα στο κατώφλι του θανάτου η Ελένη , εκατό, διακόσω και τριών χιλιάδων χρόνων , αναλογίζεται με στωικότητα το εφήμερο του βίου και το οδυνηρό αναπότρεπτο του τέλους. Ό,τι κρατάει στα χέρια της είναι στάχτη.
Ξαναζωντανεύει καταστάσεις και πρόσωπα, που χάραξαν βαθιά  σημάδια στη ζωή της- γιατί όχι στη ζωή της ανθρωπότητας- τα κατατάσσει με τη γαλήνη ενός αρχειοφύλακα, χωρίς οργή, χωρίς μνησικακίες. Με κατανόηση και σοφία. Μόνο πίκρα για τις φευγαλέες χαρές, για τη ματαιότητα των θρήνων, του πόνου και των παθών.
" Και γελάω. Πώς είταν δίχως νόημα όλα, δίχως σκοπό και διάρκεια και ουσία - πλούτη, πόλεμοι, δόξες και φθόνοι, κοσμήματα και η ίδια η ομορφιά μου.
Τι ανόητοι θρύλοι, κύκνοι και Τροίες και έρωτες κι ανδραγαθίες.
Συνάντησα πάλι σε πένθιμα , νυχτερινά συμπόσια τους παλιούς εραστές μου με άσπρα γένεια, με άσπρα μαλλιά, με κοιλιές ογκωμένες, σα νάταν έγκυοι κιόλας απ' το  θάνατο τους, να καταβροχθίζουν με μια ξένη βουλιμία τα ψημένα τραγιά , χωρίς να κοιτάζουν τη σπάλα - τι να κοιτάξουν; - μια επίπεδη σκιά τη γέμιζε  όλη με ελάχιστες κηλίδες.
(...) Τρόμαζα μόνο να βλέπω στη μορφή τους το πέρασμα και των δικών μου χρόνων. Έσφιγγα τότε τους μυώνες της κοιλιάς μου, έσφιγγα μ' ένα ψεύτικο χαμόγελο τα μάγουλά μου, σάμπως να στέριωνα μ' ένα φτενό δοκάρι δυό ετοιμόρροπους τοίχους."
Αυτό το σπαρακτικό στοιχείο της φθοράς και του ανεπίστροφου ερμηνεύει ο Ρίτσος, ένας ποιητής σπάνιας ευαισθησίας....
....Σπόρος και συνέχεια της  ζωής  η Ελένη του Ρίτσου. ..
(...) " Ω βέβαια , θα πρέπει πολύ να γεράσουμε , πολύ , ώσπου να γίνωμε δίκαιοι, να φτάσωμε εκείνη την ήμερη αμεροληψία, τη γλυκειά ανιδιοτέλεια στις συγκρίσεις, στις κρίσεις, όταν δικό μας πια μερτικό δεν υπάρχει πια σε τίποτα πάρεξ σ' αυτή την ησυχία."
...Χαρακτηριστικό είναι όλο το αντιπολεμικό απόσπασμα μέσα σ' αυτό το ποίημα:
" Τώρα ξεχνώ τα πιο γνωστά μου ονόματα ή τα συγχέω μεταξύ τους-"
Αραδιάζει ονόματα η Ελένη: Πάρις, Μενέλαος, Ανδρομάχη, Αχιλλέας, Κασσάνδρα, Τεύκρος. Ποιο οι εχθροί , ποιοι οι φίλοι; Καμιά διαφορά , όλοι ίσοι στην ανάμνησή της, όλοι
(...) και ξαφνικά όλο το τοπίο με τα καράβια, τους ναύτες και τ' αμάξια, βούλιαξε μέσα στο φως και στην ανωνυμία.

...Τούτη η γυναίκα, δίχως το μύθο της ομορφιάς μα ούτε και της προσωπικής της ιστορίας, μπορεί να μιλάει αυτή την απλή την παντοτινή γλώσσα στον αιώνιο στρατιώτη
" Εσύ τι κάνεις; Είσαι πάντα στο στρατό; Να προσέχεις. Μη σκοτίζεσαι τόσο για ηρωισμούς, για αξιώματα και δόξες. Τι να τα κάνεις;...
...Ανταγωνισμοί, στερεμένες επιθυμίες, ματαιότητα. Να τι απομένει απ' τους πολέμους. Απομένει όμως και κάτι άλλο, η γνώση των συμφερόντων που τους γέννησαν. Κατακτητικά, οικονομικά συμφέροντα που τα ντύναμε με ιδεολογικά περιβλήματα, ενώ δεν ήταν παρά άδεια σακούλια που τα παραγεμίζαμε με άχυρο...
...Ο χρόνος είναι αδιαίρετος. Τριήρεις και τέθριππα συνυπάρχουν αρμονικά με το μεγάλο ρολόι της Μητρόπολης όπως υπάρχουν αμετακίνητα οι καθημερινές χειρονομίες των ανθρώπων. Σκέφτουμαι πως παιδί ο Ρίτσος, ανάμεσα σε μητέρα και αδελφές, θα παρακολουθούσε με έντσαη και προσοχή κάθε κίνησή τους και τις κατέγραφε τόσο καλά στο νου του, έτσι, που κάθε φορά που μας μιλάει για γυναίκες να μας εντυπωσιάζει με την ακρίβεια της περιγραφής των κινήσεων τους και πολλές φορές και της σκέψης τους:
(...) Μια γυναίκα παίρνει απ' το στρογγυλό λευκό βαζάκι την κρέμα του προσώπου με έμπειρη κίνηση των δύο δακτύλων της, (...)
Η Ελένη μπροστά στον καθρέπτη ή η οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, αιώνες τώρα κάνουν την ίδια αυτή κίνηση. Μα γενικότερα, δε γνωρίζω ποιητή που να έχεο προσέξει πιο πολύ ό,τι τον περιτριγυρίζει κάθε δευτερόλεπτο της ζωής του.Ακούει , βλέπει, αισθάνεται. Δεν του διαφεύγει τίποτα και το πιο ελάχιστο τον συγκλονίζει. Ο μυστηριώδης ήχος, οι δονήσεις μέσα στην ακινησία...και που αποτελούν τη συμπαντική του ταυτότητα....ο κόσμος στο σύνολό του μα και στο ελάχιστο ηλεκτρόνιο του , τόσο που να μπορεί να αισθάνεται ή να βλέπει τη γέννηση μιας καινούριας ρυτίδας, ν' ακούει ένα κρύσταλλινο ανθογυάλι να ηχεί από μόνο του.
( ...) μεταθέτοντας την προσοχή απ' τον προηγούμενο ήχο στην απλότητα του τίποτα.
Οι ώρες που έχει περάσει ο Ρίτσος μοναχός του - εξορίες, φυλακές, σανατόρια - έχουν οξύνει την όραση, την προσοχή του στο ελάχιστο, στα μικροκαθέκαστα και πολλές φορές αυτά τα ασήμαντα φορτισμένα ποιητικά μας δίνουν την πιο καθαρή του ποίηση. Τέτοιες στιγμές είναι εκείνες της Ελένης σαν αναθυμιέται τα παιδικά της χρόνια στις όχθες του Ευρώτα καρτερώντας
           (...) μια μαύρη πεταλούδα με πορτοκαλιές ραβδώσεις να κάτσει σε μια φλούδα, απορημένη που, ενώ μένει ακίνητη, κινείται, κι αυτό με διασκέδαζε που οι πεταλούδες, αν και έμπιρες του αέρα, δεν έχουν ιδέα από ταξίδια στο νερό κι από κωπηλασίες. Και ήρθε.
...Μέσα σ' αυτή την τραγική γνώση του παρόντος, η Ελένη ξαναβρίσκει τον παλμό της αναμονής και της ελπίδας, μιας ελπίδας που πραγματοποιείται.
           Αν δεν ελπίζεις πώς να προσδοκάς το ανέλπιστο;
.....Αν η Σονάτα του σεληνόφωτος ....είναι η τραγωδία της μοναξιάς και της απελπισίας, Η Ελένη είναι η εναγώνια αλλά φιλοσοφημένη παραδοχή. Και το " μήνυμα" της; Γιατί υπάρχει " μήνυμα" κι είναι συγκλονιστικό. Αγώνας, αντίσταση, έστω και χωρίς ελπίδα...
Χωρίς ελπίδα τούτη τη στιγμή... Ο ανειρήνευτος αγώνας μέσα από βασανιστικές διακυμάνσεις, ανόδους και πτώσεις, θ' ανοίξει ρωγμές για τις ελπίδες, για να λάμψει η ομορφιά του ανθρώπου.
Εδώ η ποίηση του Ρίτσου συλλαμβάνει σφαιρικά το δράμα της ανθρωπότητας και τα μεγάλα ερωτηματικά και διλήμματα του ατόμου. Τη μοίρα του κόσμου που προσδιορίζεται a priori , από αθέατες δυνάμεις. Το τραγικό μεγαλείο του ατόμου, που φτερώνει κι αναδέχεται την υπέρτατη θυσία, που απ΄τα μεσούρανα γκρεμίζεται στα τάρταρα.
        Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί, φιλοδοξίες, υπεροψίες,
       θυσίες και ήττες και ήττες, κι άλλες μάχες, για πράγματα που κιόλας
       είταν από άλλους αποφασισμένα, όταν λείπαμε εμείς. Και οι άνθρωποι, αθώοι,
       να χώνουν τις φουρκέτες των μαλλιών μες στα μάτια τους, να χτυπούν το 
        κεφάλι
      στον πανύψηλο τοίχο, γνωρίζοντας βέβαια πως ο τοίχος δεν πέφτει
      ούτε ραγίζει καν, να δουν τουλάχιστον μες από μια χαραμάδα
      λίγο γαλάζιο ασκίαστο απ' το χρόνο και τη σκιά τους. Ωστόσο - ποιος ξέρει-
      ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει
      η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κ' η ομορφιά του ανθρώπου
      ανάμεσα σε σκουριασμένα σίδερα και κόκκαλα ταύρων και αλόγων,
      ανάμεσα σε πανάρχαιους τρίποδες όπου καίγεται ακόμα λίγη δάφνη
      κι ο καπνός ανεβαίνει ξεφτώντας στο λιόγεμα σα χρυσόμαλλο δέρας.

Είναι οι κορυφαίες στιγμές της Ελένης. Ο ποιητής με διαρκείς ποιητικές μεταθέσεις και με σπαραχτική ειλικρίνεια μας δίνει την πάλη του εφήμερου με το αιώνιο, τη δύναμη της αντίστασης που ανατρέπει το θάνατο.
( Το κείμενο της Τατιάνας Γκρίτση - Μιλλιέξ βρίσκεται στο " Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Κέδρος, Αθήνα 1980, σελ 547-555)




Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

" Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή. Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις να τες ακολουθείς..."

 Μάρτιαι Ειδοί
Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Και όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.

Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ' ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν' αναβάλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ' η Σύγκλητος αυτή, κ' ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης