Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

" Πρόσφυγες!" Πού ν' ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; Τι να ξεχάσουν; Τι να πράξουν; Πού να δουλέψουν; Πώς να ζήσουν;


  
    Μόλις ξεμπαρκάραμε στον Πειραιά, όλο χαμόγελα και όνειρα και τουριστικές εξερευνήσεις, βρεθήκαμε μπρος σ' ένα παράξενο θέαμα: Κόσμος πολύς ήταν μαζεμένος, εδώ κι εκεί, σκυθρωπός και μουδιασμένος. Νέες γυναίκες και γριές μαντηλωμένες, φώναζαν και χειρονομούσαν νευρικά, μα ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς, τι ακριβώς λέγανε και γιατί οι χωροφύλακες τις σπρώχναν πέρα. Ύστερα πετάχτηκαν στη μέση κάμποσοι φαντάροι, αγριωποί, στραπατσαρισμένοι και φώναζαν κι αυτοί!
    - Τί τις χτυπάτε μωρέ τις γυναίκες; Ε; Τί τις χτυπάτε; Τίνος κάνανε κακό; Φοβάστε μη διαταράξουν την τάξη, την τάξη, ε; Τα παιδιά τους ζητούνε, που δεν ξέρουν τί απόγιναν κει κάτω στη σφαγή.
     Καθώς προσπαθούσαμε ν' ακούσουμε και να καταλάβουμε τι γινόταν, ένας ναύτης μάς έδειξε και είπε:
     - Να, μάς ήρθαν κι εδώ οι πρώτοι πρόσφυγες απ' τη Σμύρνη.
     Η Θεία Ερμιόνη γύρισε και μάς κύτταξε, σα να ζητούσε από μας διάψευση.
     - Για μας το λένε, είπε. Ακούστε πώς βγαίνουν οι διαδόσεις!
     Η κουβέντα εκείνη του ναύτη ήταν σα σπίρτο σε χυμένη βενζίνα. Φλόγες πήδηξαν απ' τις γυναίκες. Πέσανε όλες πάνω μας, μάς τραβούσαν, έκλαιγαν, ρωτούσαν νέα, μάς απειλούσαν. Μια γριά στάθηκε μπροστά μας με τα χέρια στη μέση:
     - Ελόγου σας το λοιπόν είστε οι πρόσφυγκοι; Και τι κοπιάσατε να κάνετε στα μέρη μας; Πούναι τα παιδιά μας; Γιατί φορτώσανε την αφεντιά σας στα βαπόρια κι αφήσανε οπίσω τους φαντάρους;
     Οι χωροφύλακες τρέξανε, κι έκαναν μαι ζώνη γύρω μας. Μοιάζαμε σαν το κεφάλι ενός ερωτηματικού, που δεν ήξερες τι απόκριση θα γεννήσει. Η θεία Ερμιόνη κάτωχρη προσπάθούσε να τους εξηγήσει πως δεν είμαστε πρόσφυγες και πως καμιά καταστροφή δεν είχε γίνει, μα οι γυναίκες κλαίγανε και χτυπιόντανε.
    - Λέτε ψέματα, ψέματα!
    Μια μικρή ξέφυγε απ' το χέρι της μάνας της κι ήρθε κοντά μου.
    - Δε φοράτε σαλβάρια και φερετζέδες; με ρώτησε καθώς ξέταζε το καλοραμμένο  φουστάνι μου.
    Παρ' όλο τον τρόμο που μού γέννησε κείνη η σκηνή, άρχισα να γελάω. Όταν όμως καλοσκέφτηκα την κουβέντα της μικρής , θύμωσα και της είπα:
    - Δεν είμαστε μεις Τουρκάλες!
    - Πώς δεν είστε, είστε πρόσφυγες, πρόσφυγες, κακοί άνθρώποι!
    Δεν πρόλαβα να εξηγηθώ με τη μικρή, γιατί οι χωροφύλακες μάς έσυραν ως το λιμεναρχείο, ενώ στο δρόμο μάς εξηγούσαν πως έσπασε το μέτωπο, η Μικρασία καιγότανε, ο στρατός επαναστάτησε κι ο κόσμος έφευγε, μ' ό,τι μεταφορικό μέσο έβρισκε.
    Η συνυφάδα της θείας Ερμιόνης, η κυρία Ελβίρα άρχισε να κλαίει.
   - Διαδόσεις είναι, έλεγε και ξανάλεγε η θεία Ερμιόνη.
   Όταν όμως κατόρθωσε να τηλεφωνήσει στον αντιπρόσωπο του θείου Γιάγκου, στην Αθήνα, την έπιασε πανικός.
   - Αλλοίμονο ! αλλοίμονο! έλεγε. Να λοιπόν που μάς βρήκαν και τα χειρότερα...
   Κι ωστόσο, κανείς μας ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει, πως είμαστε οι πρώτες σταγόνες της καταιγίδας  που έφτανε, η πρώτη αχνή γραμμή μιας φοβερής ατελείωτης ανθρωποθάλασσας που θα ξεχυνόταν σε λίγο, σ' εκείνο το άγνωστο λιμάνι.
    Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ' το χέρι, κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν νάμαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε πού θα μάς φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν' αποκουμπίσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση!
  - Απ' τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.
  - Μα θα σάς πληρώσουμε καλά, ανθρώποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.
   Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:
   - Φοβόμαστε τις επιτάξεις. Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεί, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;
   - Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις νάρθουμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άντρες μας!
    Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μάς έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξη κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε.  Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.


    Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ' άλλο, και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι, οι εκκλησιές, τα σκολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι.
    Ενάμισυ εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ' την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δέντρα και στα χωράφια, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτραίτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν, να φεύγουν κυνηγημένοι απ' το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του, το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλσσα σ' έναν ομαδικό, φοβερό ξενητεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι, άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλλας, του Βόλου, της Πάτρας.
    Ενάμισυ εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπάρκαραν στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: " Πρόσφυγες!" Πού ν' ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; Τι να ξεχάσουν; Τι να πράξουν; Πού να δουλέψουν; Πώς να ζήσουν;
     Τρέμαν ακόμα απ' το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ' το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρυκολάκοι. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ' αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα, κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές και στα καζάντια...
    Κι είπαν: Περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως - όπως, κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα, σαν το ψωμί, το νερό και τ' αλάτι.
    Τόσοι ήταν. Ενάμισυ εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν, τώρα, στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι Ιουδαίοι, διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα, χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, χωρίς μπαούλο. Και χτες, μόλις χτες, να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης, πως είχες το κατιτί το δικό σου.
    Ψάχναν για τον αίτιο, αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης, τον Κεμάλ, το Βενιζέλο, τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο` μα πριν απ' όλα τον ύπουλο τον Άγγλο, τον υπολογιστή, το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή, που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική, με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού...(απόσπασμα)




Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, Κέδρος 1984, 16η έκδοση

Εννέα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατο της αγαπημένης συγγραφέως. Το έργο της επίκαιρο εξακολουθεί να συγκινεί και να διδάσκει ανθρωπιά.


Δεν υπάρχουν σχόλια :