Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Δειλινός περίπατος



Τα σπίτια έχουν τα μυστικά τους. Νεύουν αναμεταξύ τους με χρώματα, με σκαλίσματα, με παράθυρα, ανθέμια, καπνοδόχους στις πιο απίθανες και υπονοητικές στάσεις. Μόλις βγαίνω απ' την πόρτα μου τα συλλαμβάνω επ' αυτοφόρω να κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα. Μονομιάς σωπαίνουν κι οι προσόψεις τους σοβαρεύουν  σα να μπήκε στη φιλική του συγκέντρωση κάποιος ξένος. Έχουν τη δυσαρεστημένη έκφραση του ανθρώπου που έπινε το τσάι του και τον ενοχλήσανε τόσο που το χέρι του με το φλιτζάνι καρφώθηκε ασάλευτο λίγο πιο κάτω απ' το πηγούνι του. Το ίδιο κι οι δρόμοι. Μόλις με βλέπουν κλειδώνουν βιαστικά τα μυστικά τους πότε κάτω απ' το φανάρι της γωνιάς, πότε κάτω απ' τις λίγες πιπεριές, πότε στη σκιά ενός σταθμευμένου φορτηγού αυτοκινήτου. Μοιάζουν έτσι με τον κλειδωμένο τεράστιο μπουφέ του παλιού  σπιτιού μας. Πίσω απ' τα σκαλιστά του κρύσταλλα, που αντανακλούσαν τα φωτεινά τετράγωνα των παράθυρων μικρογραφημένα, μάντευα τα λεπτά ρακοπότηρα, τ' ασημένια κουταλάκια που τα παρουσίαζαν μόνο σαν είχαμε επίσημες επισκέψεις, ένα θεόρατο πιρούνι για το σερβίρισμα του ροφού, πορσελάνες, βάζα με στρογγυλό νεραντζάκι και κάτι άλλο, δε θυμάμαι, ποτέ μου δεν το' δα, στο τελευταίο ράφι, ήμουνα πολύ μικρός και δεν έφτανα να δω, παρ' ότι έβαλα καρέκλα κι ανέβηκα ως εκεί ένα απόγευμα που έλειπε η μητέρα κι είχε ξεχάσει τον μπουφέ ξεκλείδωτο.
 " Καλησπέρα, Αριόστε. Τι γίνεσαι"; Ακούω μια παράξενα γλυκιά φωνή. Ένας συνάδελφός μου του γραφείου. Η φωνή του με λυπάται. Κοιτάω μέσα στα μάτια του πως είμαι λυπημένος κι αξύριστος. Το λιόγερμα λαμπαδιάζει σε κιγκλιδώματα μπαλκονιών και σε παράθυρα, πανένδοξο και πένθιμο. Κι είμαι σαν ένας που τον εγκατέλειψε  χτες η γυναίκα του και τώρα περπατάει στους δρόμους ξέροντας πως το σπίτι του είναι κλειδωμένο, πως οι κάμαρες είναι άδειες με λίγη σκόνη στη ράχη των επίπλων, και μόνο στην άκρη του καναπέ έχουν μείνει τα καφετιά φθαρμένα γάντια της που τα ξέχασε την τελευταία στιγμή πριν φύγει. Ωστόσο το δειλινό πλημμυράει από χρώματα - τριανταφυλλί, μενεξελί, κίτρινο, λουλακί, σμαραγδί, ολοπόρφυρο κι ένα χρυσό ποτήρι, με χλιαρό νερό. Βρέχω εκεί μέσα άκρη άκρη τα δάχτυλά μου. Τα σκουπίζω στην άσπρη πετσέτα. Υψώνω το ποτήρι. Μπορώ να ιερουργήσω μοναχικός μέσα στον κόσμο.

Γιάννης Ρίτσος, Αριόστος ο Προσεχτικός αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του, Κέδρος 1986,3η έκδοση

Δεν υπάρχουν σχόλια :