Όπως ήταν καθισμένος πίσω του,
έβλεπε ότι αυτός φορούσε καλή ρεπούμπλικα κι ότι οι πλάτες του είναι γερές, καλοταϊσμένες.
Μα και το κοστούμι καινούριο φαινόταν κι εκείνο. «Ευκατάστατος άνθρωπος», σκέφτηκε.
Ως
τα τότε δεν τον είχε προσέξει. Τον πήρε ξαφνικά το βλέμμα του σα να είχε ξεφυτρώσει
εκείνη τη στιγμή στο μπροστινό κάθισμα. Κάτι περίεργα αισθήματα του έφερνε η γερή
κοψιά αυτού του ανθρώπου — κακά αισθήματα κι απορούσε κι ο ίδιος. Του έφταιξε αυτός σε τίποτα; Σε τίποτα δεν του είχε φταίξει, ούτε τον γνώριζε, ούτε τον είδε άλλη φορά. Έστεκαν εδώ και λίγα λεπτά στο πεζοδρόμιο και περίμεναν το τραμ. Αλλά ούτε είχε προσέξει ότι στέκει κι αυτός και περιμένει. Κατόπιν ανέβηκαν στο τραμ· ούτε και τότε σημείωσε την παρουσία του.
Όταν έφτανε το τραμ, πέρασε από πάνω και το σύννεφο κι άρχισε η βροχή. Χοντρές χοντρές σταλαματιές, ένα κορόμηλο η κάθε μια. Πέφτουν κάτω στην άσφαλτο κι από την άσφαλτο ανεβαίνει η σκόνη κι η μυρουδιά της. Μια στυφή, ζεστούτσικη μυρουδιά μέσα από τις χοντρές σταγόνες — έτσι μυρίζει εδώ στην πόλη το φθινόπωρο. Ο δρόμος σκοτείνιασε αμέσως. Από τη μεριά της πλατείας κατέβηκε ένας αέρας, η βροχή δυνάμωσε.
Έφτασε ευτυχώς το τραμ.
Κάτι σταγόνες τον είχαν πάρει· μούσκεψαν αμέσως το καψοπουκάμισο και τώρα κατέβαιναν, κρύες κρύες, στη ραχοκοκαλιά. Αυτό το σύννεφο, ο δρόμος που σκοτείνιασε, ο ξαφνικός αέρας, το ψυχρό νερό που μούσκευε ως κάτω την πλάτη — όλα του προμηνούσαν αυτά που προμηνάν στους φτωχούς τα πρωτοβρόχια. Δεν τον πρόσεξε λοιπόν, γιατί σκεφτόταν αυτά τα πράματα.
Πρέπει δίχως άλλο να φροντίσει να βρει ένα καλύτερο μέρος τέτοιος καλός τεχνίτης που είναι κι αυτός, ν' αυξηθεί λίγο ο μισθός. Αλλιώτικα, πώς να βγει πέρα! Αν μείνει εκεί όπου είναι, ελπίδα δεν υπάρχει για μια καλύτερεψη — αυτό είναι τελειωμένο ζήτημα. Τα έχουν πει με το αφεντικό αρκετές φορές, εκείνος βάζει κάτω τα χαρτιά κι αρχίζει — μπορεί ο άνθρωπος να 'χει και δίκιο. Τόση η αξία των εργαλείων, τόσα τα υπόλοιπα έξοδα: σαπούνια, πλυσίματα, ο φωτισμός, το νοίκι, κολώνες... Έπειτα, τόσα παίρνεις εσύ, να τι μένουν και σε μένα. Αυτός του λέει ότι δε βγαίνει όμως πέρα με ό,τι του δίνει, πρέπει να σκεφτούν και τα παιδιά του.
— Εμ, και τα δικά μου —λέει ο άλλος— να μην τα σκεφτώ κι εγώ; Πώς το θέλεις;
Όταν φτάνουν σ' αυτά δε λένε πια τίποτ' άλλο.
Μπα, πρέπει να κοιτάξει να οικονομηθεί αλλιώς, να βρει κάνα μαγαζάκι, γιατί είναι πολύ άσχημα έτσι... Σκέφτεται τη μεγάλη κόρη που δεν έχει τώρα παπουτσάκια, τη γυναίκα με το μωρό που έχει ανάγκη από καλή τροφή, από ζεστά ρουχαλάκια. Αυτό χρειάζεται και χυμούς φρούτων, του λένε, να μην πάθει ραχίτιδα. Σκέφτεται και τη δική του κατάσταση, ότι δεν έχει κι αυτός παλτό — όλ' αυτά σκέφτεται κι εκεί απάνω κάνει μια έτσι και τόνε πρόσεξε.
Ο σβέρκος του ήταν που έκανε και τον πρόσεξε. Οι άνθρωποι του σιναφιού έχουν ιδιαίτερα πάρε δώσε με το μέρος αυτό. Ο σβέρκος είναι γι' αυτούς ό,τι περίπου το πρόσωπο. Όταν μιλάν με τον πελάτη, τις περισσότερες φορές κοιτάν εκεί. Μια ματιά άμα ρίξουν, ξέρουν κατόπιν τι είναι περίπου ο πελάτης που κάθισε στο κάθισμα.
Αυτός που κάθεται τώρα στο μπροστινό κάθισμα είναι, λοιπόν, χορτάτος άνθρωπος. Ευκατάστατος, που φορά και καλό κουστούμι και θα 'χει και παλτό στο σπίτι. Σιγουρεμένος νοικοκύρης. Πάει τώρα στο σπίτι και θα κρατάει κανένα πλεμάτι φουσκωτό. Με κρέας μέσα, πατάτες, το ρυζάκι, τα φρούτα, τα καινούρια παπούτσια για τη μεγάλη κόρη, τους χυμούς για το άλλο... Και πώς τα κρατάει όλα; — θα πεις. Τα κρατάει, πού έχει το θηρίο ανάγκη!
Οι ξένες πλάτες χοροπηδάν. Εκεί απάνω τον έχουν πάρει μερικές σταγόνες, αλλά το γερό ύφασμα ούτε υποψιάζεται τίποτα. Στέκουν οι σταγόνες εκεί ολοστρόγγυλες σα να πάγωσαν, δεν μπορούν να περάσουν κάτω. Κοιτάζει και τη ρεπούμπλικα που την πήρε κι αυτή λίγο η βροχή, το καινούριο κουστούμι αυτού του ευτυχισμένου ανθρώπου που δεν σκέφτεται το χειμώνα που έρχεται, τα κοιτάζει αυτά και καταλαβαίνει ότι σιγά σιγά κάτι κινιέται μέσα του και γίνεται ο νους του σκοτεινός, όπως ο δρόμος κάτω από το σύννεφο.
Τότε γύρισε ο άνθρωπος και τον ρώτησε ευγενικότατα:
— Είναι, κύριε, μακριά η οδός Ολυμπίων από τη στάση;
Του απάντησε, θυμωμένος όπως ήταν.
— Δεν την ξέρω! και κοίταξε αλλού.
Ενώ την ξέρει βέβαια. Εκεί ζει κι αυτός, στην οδό Ολυμπίων.
Η γυναίκα που καθόταν δίπλα γύρισε αμέσως και τον πληροφόρησε πού πέφτει η οδός Ολυμπίων. Θα πάτε εκεί, εξηγούσε, θα κάνετε έτσι. θα κάνετε αλλιώς — όλες τις λεπτομέρειες. «Ορίστε τώρα κι αυτή!» — μια αντιπάθεια αισθάνθηκε και για την καλή γυναίκα.
Έφτασε το τραμ στη στάση, κατέβηκαν. Έβρεχε ακόμα, δεν είχε περάσει το σύννεφο.
Έτρεξαν να τρυπώσουν στο καφενείο. Μπροστά πάει πάλι αυτός. Τακ τουκ! τα στέρεα τακούνια στην άσφαλτο. Κοίταξε να δει: είχε πλεμάτι; Δεν είχε.
Στην είσοδο του καφενείου ήταν κι άλλοι. Στριμώχτηκαν γερά.
Στέκουν και περιμένουν πότε θα περάσει η βροχή. Επιμένει όμως να βρέχει, το ρίχνει με το κανάτι, όπως γίνεται συχνά εδώ κάτω με τα πρωτοβρόχια.
Κάποιον έχουν στριμώξει οι άλλοι στον τοίχο και πάει ο άνθρωπος να σκάσει. Είναι ένας με μια κόκκινη φαλάκρα και στριφογυρίζει να λασκάρει —. Πλάι σε κείνον έχει σταθεί κι ο άλλος από το τραμ. Και αυτόν, καθώς γύρισε να λευτερωθεί, τον πάτησε φαίνεται ο φαλακρός και τώρα του ζητάει συγγνώμη.
— Τι; του είπε αυτός.
— Το πόδι σας! λέει ο φαλακρός κύριος.
— Α!... Τίποτα, τίποτα... Δεν το νιώθω!
— Πώς;
— Δεν το νιώθω! του λέει πάλι.
— Ω... Συγγνώμη!...
Ο φαλακρός παραμέρισε. Παραμέρισαν και οι άλλοι. Μερικοί για να μην τον στενοχωρούν. Μερικοί κι από περιέργεια.
— Μα καθόλου; ρώτησε δειλά κάποιος.
— Να!
Έσκυψε λίγο και χτύπησε με το δάχτυλο κάτω από το γόνατο. Ντουκ! Ντουκ!
— Δε διακρίνεται όμως διόλου! είπε μια γυναίκα.
Αυτό του έκανε κάποια ευχαρίστηση:
— Είκοσι χρόνια το κουβαλάω, είπε. Όσο να 'ναι συνηθίζεις.
— Στον πόλεμο; ρώτησε κάποιος.
— Το χίλια εννιακόσια σαράντα τρία! του απάντησε. Στ' ανταρτικά της Ρούμελης!...
Όσοι ήταν κοντά στην πόρτα άρχισαν να βγαίνουν.
— Σταμάτησε; ρωτούσαν από το βάθος.
— Μάλλον.
— Ε, τι θα 'κανε. Σύννεφο ήταν, πέρασε.
Αυτός φρόντισε και βγήκαν μαζί.
— Από δω, του είπε, θα πάτε για την οδό Ολυμπίων.
— Σας ευχαριστώ!
— Μαζί θα πάμε.
Και πήγαιναν πλάι πλάι. Τώρα το άκουγε καλά που χτύπαγε τη φρεσκοπλυμένη άσφαλτο: «γκουπ γκουπ!»
— Έφτασε το φθινόπωρο! είπε ο κουρέας.
— Ο καιρός του είναι.
— Καθόλου δε μ' αρέσουν οι βροχές.
— Εσείς εδώ κάτω δεν υποφέρετε και τόσο από δαύτες. Όσο να πει να βρέξει, το μετανογάει. Εμάς να ρωτάτε τι τραβάμε, οι ορεινοί.
— Α, καταλαβαίνω. Εκεί θα 'χετε βροχές.
— Πολλές βροχές.
Όταν γίνεται η κουβέντα δεν ακούγεται και πολύ αυτό το χτύπημα.
— Και τώρα με τίποτα δουλειές θα 'χετε έρθει εσείς στην Αθήνα.
— Μπα, τι δουλειές; Στους γιατρούς τρέχω.
— Με το τραύμα τίποτα.
— Με αυτό.
— Και τι παρουσιάζει τώρα το τραύμα;
— Έχει συρίγγιο.
— Α...
— Και τρέχω στους γιατρούς. Μου έχουν τώρα συστήσει έναν εδώ στην Αθήνα κι αυτός μένει στον οδό αυτή. Λένε ότι είναι καλός γιατρός. Ευθυμίου τόνε λένε.
— Τον έχω ακουστά.
— Είναι καλός γιατρός;
— Έτσι λένε.
Προσπέρασαν το δικό του σπίτι, αλλά δεν τον αποχαιρέτησε. Τον πήγε ως του γιατρού.
— Αυτό είναι!
— Ευχαριστώ.
Έτρεξε στην πόρτα και διάβασε την πινακίδα του γιατρού. Χτύπησε και το κουδούνι.
— Εδώ, εδώ είναι.
— Σας ευχαριστώ πολύ!
Του έδωσε το χέρι.
— Σας εύχομαι περαστικά... Είναι καλός γιατρός αυτός.
— Έτσι μου είπαν.
— Ναι! Ναι!
Και δεν έφυγε. Περίμενε όσο να του ανοίξουν.
Τότε αποχαιρετίστηκαν άλλη μια φορά:
— Αντίο, αγαπητέ μου!
— Περαστικά...
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος , Φύλλα - Φτερά, Διηγήματα, Πολύτυπο Αθήνα 1983
1 σχόλιο :
Πολύ ωραίο κείμενο.Τυχαιρα τα παιδιά που σας έχουν.Προκοπησ Αποστολου
Δημοσίευση σχολίου