Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος – Μέλπω Αξιώτη: Καταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά


Γράφει η ofisofi //atexnos

Η Μέλπω Αξιώτη αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία το Μάρτιο του 1947, μέσα στη δίνη του εμφυλίου για  να αποφύγει τη σύλληψη καθώς ήταν μέλος του ΚΚΕ με ενεργή συμμετοχή στην Αντίσταση και δραστηριοποίηση στον παράνομο τύπο. Στη Γαλλία έζησε μέχρι το Σεπτέμβρη του 1950. Απελάθηκε, μετά από διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης, στην Ανατολική Γερμανία και στη συνέχεια ακολούθησε  τους δρόμους της πολιτικής προσφυγιάς στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Επαναπατρίστηκε το 1964.

Φεύγοντας για το Παρίσι συνάντησε στο δρόμο τον Γιάννη Ρίτσο και του είπε ότι θα λείψει για 2-3 μήνες, διάστημα που ο ποιητής και φίλος της το θεώρησε πολύ μεγάλο. Από τότε πέρασαν 13 χρόνια χωρίς καμία επικοινωνία ανάμεσά τους.

Στις 6 Απριλίου 1960 η Μέλπω Αξιώτη  σπάει τη μακρόχρονη σιωπή της και στέλνει ένα γράμμα από το Αν. Βερολίνο, όπου ζει, στο Γιάννη Ρίτσο μαζί με το χειρόγραφο του ποιήματός της «Κοντραμπάντο». Η απάντηση ήρθε σε λίγες μέρες από τον ποιητή μαζί με την έκφραση της μεγάλης του χαράς. Έτσι αρχίζει η αλληλογραφία ανάμεσα στον Γιάννη Ρίτσο και τη Μέλπω Αξιώτη


«Αγαπητέ μου Ρίτσο,

Αν και είμαι πολύ πικραμένη που σε τόσα ταξίδια σου έξω απ’ τα σύνορα δε σκέφτηκες – ή τουλάχιστον δεν το πραγματοποίησες – να μου πέψεις δυο λόγια όχι για σένα αλλά για μένα – για να καταλάβω πως υπάρχω μέσα στο νου καποιανού που τον έλεγα φίλο – αν και λοιπόν – όμως εγώ σου στέλνω τούτον το φάκελο για να σου γυρέψω να τονε βοηθήσεις – Ο γέρο Βολταίρος κυνηγημένος κι εξόριστος έγραφε σ’ ένα γνωστό του: «Κύριε, αν ξέρετε ότι υπάρχει κάποιος σε κάποιο μέρος που θα μπορούσε να εκδόσει το έργο μου, σας ικετεύω να μου τον γνωρίσετε» – Εγώ δε θέλω να μου τον γνωρίσεις – δε θα με ωφελούσε σε τίποτα – μα θα ήθελα απλούστατα να φρόντιζες αν βέβαια είναι δυνατόν να τυπωθεί τούτο το «ποίημα» σε μια πλακέτα με τ’ όνομά μου…»

«Αγαπημένη μου Μέλπω

Τι χαρά σήμερα, ύστερ’ από τόσα χρόνια να πάρω γράμμα σου και μάλιστα συνοδευμένο απ’ το ποίημά σου. Μου γράφεις όμως πως είσαι πικραμένη μαζί μου, γιατί δε σούγραψα. Μα, Μέλπω μου, δεν είχα την αντρέσσα σου, και δεν ήξερα πού βρίσκεσαι…Το ξέρεις πως δυο καλοί φίλοι δεν ξεχνιούνται ποτέ – κι αν τύχει μάλιστα νάναι και καλλιτέχνες που αγαπούν ο ένας το έργο του άλλου. Άπειρες φορές σε θυμόμουνα κι αναρωτιόμουν πώς θα ζεις έξω από την Ελλάδα…»

Οι επιστολές τους συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά στο βιβλίο  που επιμελήθηκε η Μαίρη Μικέ, Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του  ΑΠΘ,  και φέρει τον τίτλο «Γιάννης Ρίτσος – Μέλπω Αξιώτη Καταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά. Σπαράγματα αλληλογραφίας (1960-1966)» εμπνευσμένο από τα παρακάτω λόγια του ποιητή:

«Πότε πια θάρθεις, να τα πούμε όπως άλλοτε, ώρες κι ώρες – όχι πια τούτο το άχαρο, παγερό χαρτί, που μας στράγγιξε όλη μας τη ζωή και κάποτε μας βλέπει και το βλέπουμε  εχθρικά – αυτό το χαρτί το καταραμένο κι ευλογημένο, ο καημός μας κι η μεγάλη παρηγόρια μας, η μοναξιά μας κι η συντροφιά μας. Εδώ φτάνουμε τ’ άστρα κι εσύ δε θα φτάσεις στην πατρίδα; Σε περιμένω και σε φιλώ. Μη με ξεχνάς.»

Στην  Εισαγωγή του βιβλίου η Μαίρη Μικέ αναφέρει :

«Τα επιστολικά τεκμήρια ανάμεσα στον Γιάννη Ρίτσο και στη Μέλπω Αξιώτη, που εδώ κατατίθενται συγκεντρωμένα για πρώτη φορά, καλύπτουν τα χρόνια 1960 -1966. Από τη μεριά του Ρίτσου η συγκομιδή είναι πλούσια: εξηνταπέντε συνολικά επιστολές, καρτ – ποστάλ και τηλεγραφήματα αποστέλλονται προς τη φίλη του που βρίσκεται σε αναγκαστική υπερορία, θυμίζω, από τις 22 Μαρτίου 1947. Από τη μεριά της Αξιώτη, αντίθετα, σώζονται μόλις δεκαοκτώ δείγματα επιστολικού λόγου. Αυτές ακριβώς οι ασυμμετρίες, οι μονοφωνικές καταθέσεις, οι μακρόχρονες εκκωφαντικές σιωπές υπαγορεύουν ως ένα μεγάλο βαθμό τον υπότιτλο του τόμου

«σπαράγματα αλληλογραφίας» δείχνοντας προς τη μεριά κυρίως της (χαμένης) επιστολικής φωνής της Μέλπως»

Η επιμελήτρια της έκδοσης επέλεξε να τοποθετήσει αντικριστά τις επιστολές πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό φανερώνονται οι «εποχές συνομιλίας όσο και οι εποχές απο – γύμνωσης και μονομερούς διαχείρισης της αλληλογραφίας» και «Επειδή, λοιπόν η Αξιώτη μοιάζει ωσεί παρούσα να στοιχειώνει στις σελίδες του παρηγορητικού, δυναμικού και ολοψύχως δοσμένου στην υπόθεσή της Ρίτσου, πρόκρινα τη διαχείριση των γραμμάτων με τον τρόπο που παραπάνω αναφέρθηκε. Ακριβώς επειδή τα δεκαοκτώ αυτά γράμματα διεκδικούν ένα μερίδιο δίκαιης και ισότιμης κατανομής ακόμη και με τον τρόπο της σιωπής και της έλλειψης ή, αλλιώς, με τον τραγικό μετεωρισμό ανάμεσα στην «ομιλητική σιωπή» και στη «σιωπηρή ομιλία» και πάντως διεκδικούν ολόκληρο το μερίδιο που τους αναλογεί στη μοιρασιά της αγάπης…»

Τα γράμματα αυτά προκαλούν  συγκίνηση γιατί ξεδιπλώνουν τη βαθειά φιλία και αναδεικνύουν την αγάπη που ένωνε αυτούς τους δύο ανθρώπους.

Συγχρόνως όμως κατορθώνουν να μεταφέρουν το κλίμα, την ατμόσφαιρα, την κινητικότητα  και το άρωμα μιας ολόκληρης εποχής, κυρίως της λογοτεχνικής.

Η Αξιώτη χρόνια  εκπατρισμένη είχε ξεμάθει να μιλάει και να γράφει σε φίλους, γι’ αυτό και τα γράμματά της έχουν ένα χαρακτήρα πρακτικό, διεκπεραίωσης ζητημάτων που αφορούν κυρίως το τύπωμα και την έκδοση του ποιήματος που έστειλε στο Ρίτσο. Και αυτός περιμένει το «πρώτο της γράμμα».

«Περιμένω το «πρώτο σου γράμμα», όπως λες, για να μπορέσω να σου γράψω. Αλλιώς – το ξέρεις – τα λόγια λοξεύουν, όταν ο άλλος αλλού κοιτάει, άλλα βλέπει, άλλα ακούει. Κι ύστερα μια μικρή σιωπή. Δε φτάνει μόνο η αγάπη, ούτε ακόμα κι η αμοιβαία κατανόηση, – χρειάζεται κι η ομιλία κι η ομολογία, κι όταν κι οι δυο μπορούν ν’ ακούν τη σιωπή. Ακόμα και τότε. Γι’ αυτό περιμένω».

Η αληθινή επικοινωνία, η έκφραση των συναισθημάτων  δεν είναι μια εύκολη υπόθεση για την Αξιώτη, χρόνια μακριά από αγαπημένα της πρόσωπα.

«Τριγυρισμένη απ’ τον ήλιο που τον περίμενα, πιάνω τέλος να σου γράψω – Μην το θαρρείς λίγο πράμα, έστω κι αν δεν είναι εύκολο να το καταλάβεις – Είχα να γράψω σε φίλους δέκα χρόνια – γιατί δεν μπορούσα – δεν είχα τίποτα να πω αν δεν έλεγα πολλά – η απόσταση που μας χώρισε ήταν μεγάλη – είχε πολλών ειδών μάκρη – και ακατανόητα  για όποιον δεν τα περπάτησε- Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε τον άνθρωπο που βαδίζει με δυο δεκανίκια κι ας θαρρεί πως μοιράζεται τον πόνο του – αυτό είναι τίποτα μπροστά στο κάθε βήμα που πρέπει να κάνουνε τα ξένα πόδια σφηνωμένα στο δικό σου κορμί – Έτσι μπορεί να μάθεις να βαδίζεις, μα ξεμαθαίνεις να μιλείς με το διπλανό σου – κατάλαβε λοιπόν γιατί δε σούγραψα παρά για πραχτικά ζητήματα».

Ο Γιάννης Ρίτσος ανοιχτόκαρδος, συναισθηματικός και εκδηλωτικός από το πρώτο του γράμμα την προσφωνεί  «Αγαπημένη μου Μέλπω» ενώ εκείνη φαίνεται πιο συγκρατημένη με το «Αγαπητέ Ρίτσο ή αγαπητέ φίλε» γεγονός που τον δυσαρεστεί  και τον κάνει να διαμαρτυρηθεί γράφοντας
«Αγαπημένη μου Μέλπω

Βλέπεις, εξακολουθώ να σε λέω «αγαπημένη μου» και να λέω και τ’ όνομά σου. Δε με σταματάει η δική σου συγκρατημένη έκφραση: «αγαπητέ φίλε», γιατί ξέρω την κούραση, την πίκρα (κι ακόμη τη βουβή τρυφερότητα μιας φοβισμένης και γι’ αυτό ακατάδεχτης ή αδιάφορης μοναξιάς, που τόχει πάρει απόφαση νάναι μόνη), που κρύβουν οι σύντομες, απλές, τυπικές λέξεις.Ένα μονάχα  δεν καταλαβαίνω σε σένα: που δεν καταλαβαίνεις και τη δική μου δυσκολία να σου γράψω. Βλέπεις μόνο από τη μεριά σου… Αντιστέκομαι σ’ αυτή τη δυσκολία. Ξέρω πως εσύ τάζησες τούτα τα χρόνια πιο βαριά και πιο σκληρά από μας, γιατί τάζησες στα ξένα, έξω απ΄τα χώματά μας».

Η ίδια διαφωνεί και εξηγεί με έναν τρόπο κοφτό

«Αρχίζω με μια διαφωνία – «Αγαπητέ φίλε», δεν τόχω για «συγκρατημένη έκφραση» – για μένα εκφράζουν δυο  πράγματα πολύτιμα, επειδή δεν μου βρίσκουνται συχνά και γι’ αυτό μ’ αρέσει να τις χρησιμοποιώ αυτές τις λέξεις, όταν μπορώ εγώ, και εκεί που μπορώ. Και έχω πληρώσει πολύ ακριβά μέχρι που να μου τύχει να τις ξαναπώ – Εκατάλαβες;

Το ζήτημα αυτό δεν είναι απλό, όπως και πολλά άλλα άλλωστε – Φίλα πρόσωπα υπάρχουν, αγαπητά πρόσωπα υπάρχουν – Αγαπητέ φίλε για να πεις, αυτό υπάρχει δύσκολα – Εκατάλαβες;»

Ο Ρίτσος της εκφράζει συνεχώς την αγάπη του και την εκτίμησή του.

«Αγαπητή Μέλπω, η πίκρα μου και τα παράπονά μου (κι αν ακόμα τα βρεις υπερβολικά κι άδικα) θα σε κάνουν να καταλάβεις, περισσότερο από την τρυφερότητά μου, την αγάπη μου και την εκτίμησή μου για σένα και για το έργο σου. Μόνο όταν αγαπάμε είμαστε απαιτητικοί κι αξιώνουμε την αμοιβαιότητα. Κι η αγάπη μας κάνει τρομερά εύθικτους. Ας σεβαστούμε λοιπόν κι οι δυο αυτή την ευθιξία μας – μαρτυρία της φιλίας.»

Η αλληλογραφία αποκαλύπτει έναν Ρίτσο  συντροφικό, αδελφικό, αληθινό φίλο. Μέσα από τα γραφόμενά του  δείχνει με κάθε τρόπο πόσο πολύ τη νοιάζεται και την φροντίζει. Αναλαμβάνει τα πάντα για το τύπωμα και την έκδοση του «Κοντραμπάντο» και δεν παραλείπει να της δείχνει τρυφερότητα, στοργή και αγάπη. Συνεχώς την ενθαρρύνει και την προτρέπει να συνεχίσει το γράψιμο. Έτσι εκτός από το «Κοντραμπάντο» παρακολουθούμε την προτροπή της συγγραφής του ποιήματος  «Θαλασσινά» και της «Καινής Διαθήκης»  που αργότερα έγινε το πεζογράφημα «Το Σπίτι μου»,  την αποστολή και έκδοση της μετάφρασης διηγημάτων του Τσέχωφ, την αρθογραφία της στην Επιθεώρηση Τέχνης.

Ενδεικτική του ενθουσιασμού του για το έργο της  είναι εκτός των άλλων η άποψή του για τις «Δύσκολες νύχτες»:

«Αγέραστο βιβλίο. Δεν πέρασε ούτε μέρα από πάνω του. Δεν ρυτιδώθηκε ούτε μια φράση του. Ποίηση – αληθινή ποίηση – με άπειρες προεκτάσεις κάθε σελίδα του, αράδα του, λέξη του. Τούτη η μαγεία, που δένει τις εποχές και τις ανθρώπινες ηλικίες, τα γεγονότα και τις μνήμες, τα πράγματα και τα όνειρα, καταργώντας τον πόνο και τον χρόνο, κι αφήνοντας μόνο τον ελεύθερο αέρα μιας αόριστης, διάχυτης, μακρινής φιλίας, που σε υποχρεώνει να εισπνέεις βαθιά και εκστατικά, όλο και πιο βαθιά και πιο εκστατικά, κι είναι ένα χαμόγελο κρεμασμένο, μετέωρο γύρω σου και στο πρόσωπό σου – ένα χαμόγελο (της ποίησης, πάντα), ένα χαμόγελο δικαίωσης της ζωής μας, παρ’ όλες τις πικρίες και παρ’ όλο το θάνατο – και ίσως εξαιτίας του μάλιστα, όταν περάσουν στην ποίηση. έτσι ξαναδιάβασα και ξανάζησα τις «Δύσκολες νύχτες σου» σου».

Οι δυο φίλοι συνομιλούν, επικοινωνούν όχι μόνο από την Αθήνα και το Αν. Βερολίνο αλλά και από όπου αλλού βρίσκονται για δουλειές ή ξεκούραση.

Παρακολουθούμε τις εκδοτικές περιπέτειες των βιβλίων της Αξιώτη στην Αθήνα  και τις κοπιώδεις προσπάθειες της έκδοσης των  έργων του Ρίτσου. Εκδοτικοί οίκοι όπως ο Δίφρος και ο Κέδρος στα πρώτα του βήματα. Τα περιοδικά Καινούρια Εποχή και Επιθεώρηση Τέχνης πρωταγωνιστούν παράλληλα με τις προσπάθειες  δημοσίευσης  άρθρων, ποιημάτων, μελετών.

Ο ποιητής μπαινοβγαίνει στα τυπογραφεία, δίνει οδηγίες, ελέγχει, διορθώνει, επιμελείται όχι μόνο τα χειρόγραφα της Μέλπως αλλά και τα δικά του. Συνεργάζεται με τους εκδότες. Είναι η εποχή που εκδίδει τον Α΄ τόμο των ποιημάτων του, την Ανθολογία Ρουμανικής Ποίησης, που μεταφράζει Τσέχους και Σλοβάκους ποιητές. Δουλεύει πολλές ώρες αλλά δεν ξεχνάει τη φίλη του. Φροντίζει να σταλούν σε λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους τα αντίτυπα του ποιήματός της  υλοποιώντας τις επιθυμίες της. Ονόματα γνωστών και πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών και λογοτεχνών με τα έργα τους και τις απόψεις τους εμφανίζονται ανάμεσα στις γραμμές των επιστολών. Της εμπιστεύεται σχέδια ποιημάτων του ή και τελειωμένα ποιήματα. Προσπαθεί να της εξηγεί τα πάντα και να μην αφήνει περιθώρια παρεξηγήσεων σαν εκείνα που μπορεί να δημιουργήσει η απόσταση και ο γραπτός λόγος.

Το ταχυδρομείο γίνεται το μέσο που μεταφέρει όχι μόνο ειδήσεις και νέα  αλλά χειρόγραφα, διορθώσεις, κριτικές , αποκόμματα εφημερίδων, βιβλία, περιοδικά και συγχρόνως κρατά ζωντανή την επαφή, αναπληρώνει την απουσία. Μέσα στη ροή του λόγου τους εκφράζονται  απόψεις για την τέχνη, τους κριτικούς και την κριτική, την ποίηση, τις μεταφράσεις, τη φιλία, τα γηρατειά και τη νεότητα, τη μοναξιά, την ξενιτειά, την προσφυγιά και τα προβλήματα που αυτή δημιουργούσε στην Αξιώτη και ως προς την αναγνώριση του έργου της.

Ο Ρίτσος γράφει για τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούν, την ενημερώνει για την οικογένειά του για χαρές και λύπες

«Βάσανα, βάσανα, αρρώστειες στο σπίτι, αγρύπνιες, χτυποκάρδια. Ευτυχώς τώρα είμαστε καλύτερα. Παρ’ όλα αυτά πάντα σε θυμόμουνα»

και ό,τι έχει σχέση με τη δουλειά του, τα ταξίδια του, τα βιβλία του.

Ο πόνος και ο σπαραγμός της μακρόχρονης και αναγκαστικής ξενιτειάς διακρίνεται καθαρά είτε στα γράμματα της Αξιώτη είτε του Ρίτσου

« …γιατί η γνώση των γηρατειών […] είναι η πιο ασφαλής νεότητα του κόσμου – το ακόνισμα της ευαισθησίας του. Τούτη την αίσθηση – το ξέρω – την έχεις βαθειά κι υψηλή κάτω απ’ όλα τα πυκνά στρώματα της φθοράς, της μοναξιάς, της ξενητειάς, της νοσταλγίας…»

Η επιθυμία της αντάμωσης, της συνάντησης τους είναι ένα θέμα που επανέρχεται πολλές φορές κυρίως στα γράμματα του Ρίτσου.

«Ποτέ δεν έζησα τέτοια αγωνία-κι αυτή την τρομερή αίσθηση της «αχρηστίας» Μια ολάκερη (και μοναδική) ζωή, καταχωνιασμένη στα χαρτιά, διαλυμένη (ή συνθεμένη;) σε λέξεις, λέξεις, λέξεις, στίχους, ρυθμούς – η καρδιά μας, το φως μας, το αίμα μας, η σάρκα μας, η λαχτάρα μας, το μεδούλι μας, τα κόκκαλά μας, ο έρωτάς μας, το όνειρό μας – η ζωή μας – όλα. Νάταν, τουλάχιστο, να δώσουν λίγη χαρά στους άλλους, λίγη γνώση, κάποια κατανόηση ανάμεσά μας – μια συνάντηση χτες, σήμερα, αύριο σ’ όποιο χρόνο – μια συνεννόηση (όχι αναγνώριση) – α, Μέλπω μου, τι’ ναι τούτο το πάθος της έκφρασης (και γιατί;), τι φρικτή τούτη η ανάγκη κι η μάχη της με τη σιωπή (με την καλή σιωπή, την άπειρη, την αβάσταχτη κι αυτή) – πόσα θάχαμε να πούμε για όλ’ αυτά και για τόσα άλλα. Πώς να στ’ αραδιάσω σε τούτο το στενό, το μισητό χαρτί; Νάσουν εδώ – και για σένα μα και για μένα. Δε μπορώ έτσι.»

«Μην αργήσεις να μου γράψεις. Έμαθα στην κουβέντα σου, κι όταν αργείς μου λείπει»

«Γιάννη μου[…] μακάρι η αγάπη να πιανότανε με τα διαστήματα της αλληλογραφίας – μα και οι δυο εμείς, ξέρομε πως πιάνεται απ’ αλλού – κάποτε φανερώνεται και με τη σιωπή, γιατί δεν μπορεί να μιλήσει…»

Και όταν αυτή η πολυπόθητη συνάντηση πραγματοποιείται στο Αν. Βερολίνο, τη μαθαίνουμε πάλι από το Ρίτσο, που την ανακαλεί συνεχώς προβάλλοντας το δωματιάκι της και τη μορφή της.

«Μέλπω μου, δε μου φεύγεις απ’ το μυαλό – η καμαρούλα σου, το μπρίκι σου και τα χαρτιά σου – έχω τώρα μια γνωστή γωνιά να σε ξέρω – μπορώ να σε βρω, να σου μιλήσω..»

«Μέλπω μου, καλή μου, αγαπημένη μου – πόση συγκίνηση στα γράμματά σου – πιότερο δεμένος μαζί σου νιώθω – πιότερο από πάντα… Όλα θα τα φροντίσω. Μη νοιάζεσαι… φτάνει να συνεχίζεις το θαυμάσιο έργο σου και να με θυμάσαι. Δεν έφυγα ποτέ απ’ το καμαράκι σου – ίσα – ίσα μόνο για να πάω στο άλλο πάτωμα – κοίτα το φωτισμένο παράθυρο απ’ όπου σου στέλνω τα φιλιά μου κι όλη μου την αγάπη».

Στο γράμμα του από την Αθήνα με ημερομηνία 15. VII. 64 μαθαίνουμε για την αίτηση επαναπατρισμού της Μέλπως Αξιώτη. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς η αίτησή της δικαιώθηκε.

Τον Ιούλιο του 1965 η Αξιώτη είναι στην Ελλάδα και ο Ρίτσος  σχολιάζει σε επιστολή του από το Καρλόβασι τα  πολιτικά γεγονότα.

«Μα, να, πού σ’ αφήνουν ποτέ να ησυχάσεις; – με φτάνει ο αντίχτυπος απ’ τα πολιτικά συμβάντα – οργή και μπούχτισμα – σου στρίβουν τ’ άντερα. Τι να σου κάνει πια κι η θάλασσα κι η ποίηση κι η καλή μου η γυναίκα κι η χαριτωμένη κόρη μου; – σου στέλνουν κι οι δυο την αγάπη τους και τα φιλιά τους.»

Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, νιώθεις  κάτι να σε αγγίζει από την τρυφερότητα, τη συντροφικότητα και την φιλία αυτών των δύο πολύ σημαντικών ανθρώπων.

Είναι όμως και ο πλούτος των  αποκτημένων γνώσεων που φρόντισε γι’ αυτό η επιμελήτρια της έκδοσης Μαίρη Μικέ με τις πολύ ενδιαφέρουσες σημειώσεις της στο τέλος κάθε επιστολής και όπου χρειαζόταν, καθώς και με το φωτογραφικό ένθετο.

Πίσω από τους λογοτέχνες οι άνθρωποι και ακόμα πιο πίσω το έργο τους για να τους κρατά ζωντανούς όταν τα σώματά τους δεν θα είναι ή όπως έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος στη Μέλπω Αξιώτη:

«Μας μένει μονάχα η δουλειά μας. Ο χρόνος θα μιλήσει όταν εμείς δε θάχουμε πια μερτικό στο χρόνο. Κι αυτή είναι η μεγάλη αδικία: ο μόνος δίκαιος κριτής του έργου μας, ο χρόνος, ν’ αφανίζει εμάς τους ίδιους».


Γιάννης Ρίτσος – Μέλπω Αξιώτη, Καταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά. Σπαράγματα αλληλογραφίας (1960 – 1966).

Επιμέλεια – Εισαγωγή – Σημειώσεις: Μαίρη Μικέ, εκδόσεις Άγρα 2015




Δεν υπάρχουν σχόλια :