Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

Ο Κώστας Μπόσης για τον Άη Στράτη

 

Με αφορμή την επίσκεψη του Πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη στον Άη - Στράτη  και τις δηλώσεις του, ο νους μου πήγε στο εμβληματικό , αλλά σπάνιο πλέον βιβλίο του Κώστα Μπόση :" Αη- Στράτης, Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941"
Όταν διάβασα το βιβλίο για πρώτη φορά , είχα συγκλονιστεί με τα όσα έγραψε ο Κώστας Μπόσης , αλλά και με τον τρόπο που τα έγραψε. Είχα αναρτήσει τότε, Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012 το παρακάτω κείμενο - παρουσίαση:

***
Στα δικαιώματα του πολίτη
θα έπρεπε να ανήκει
και το δικαίωμα
να γνωρίζει την ιστορία του.
Φίλιππος Ηλιού

Με αυτά τα λόγια καλωσορίζει τον επισκέπτη η ιστοσελίδα του Μουσείου Δημοκρατίας στον Αη – Στράτη. 
Όταν είχα επισκεφτεί την ιστοσελίδα δεν μπορούσα να φανταστώ  τι ακριβώς κρυβόταν πίσω από τις πληροφορίες  και τις φωτογραφίες που παρατίθενται. Ειδικά  η ενότητα που αναφέρεται στα θύματα της πείνας το χειμώνα του 1941- 1942 είναι γραμμένη πολύ τυπικά και δεν νομίζω ότι μπορεί να καταλάβει κανείς το μέγεθος του εγκλήματος που συντελέστηκε εκεί.
«Το "τελευταίο έγκλημα της 4ης Αυγούστου" είχε τραγικές συνέπειες για τους εκτοπισμένους στον 'Αη-Στράτη. Πριν την άφιξη της Γερμανικής Φρουράς, τον Μάιο του 1941, οι εκτοπισμένοι ζήτησαν να ελευθερωθούν για να αγωνισθούν κατά του κατακτητή. Τρεις όμως από τους διαμαρτυρόμενους εκτοπισμένους βρήκαν τον θάνατο από τις σφαίρες των ανδρών της Χωροφυλακής. Μετά την παράδοση του νησιού οι χωροφύλακες περιόρισαν τους εκτοπισμένους στο Αναρρωτήριο. Τον χειμώνα του 1941-1942 πέθαναν εκεί από την πείνα τριάντα τρεις εκτοπισμένοι. Όσοι επέζησαν, απελευθερώθηκαν τον Ιούλιο του 1943 με ένα καΐκι του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Ναυτικού (ΕΛΑΝ), τμήματος του ΕΛΑΣ.»
Είχα την τύχη να διαβάσω ένα δυσεύρετο βιβλίο και να ανακαλύψω μέσα στις σελίδες  του τις λεπτομέρειες και τις άγνωστες πτυχές αυτού του «τελευταίου εγκλήματος της 4ης Αυγούστου» .
Ο Κώστας Μπόσης , εξόριστος στον Αη – Στράτη εκείνη την περίοδο και ένας από τους λίγους που επέζησαν, καταθέτει μια  συνταρακτική μαρτυρία για τη ζωή των εξορίστων και το μαρτύριο στο οποίο υπεβλήθησαν με μοναδικό στόχο την εξόντωσή τους με την εφαρμογή ενός οργανωμένου σχεδίου που προκάλεσε την πείνα .
Το βιβλίο « Αη- Στράτης, Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941»  κρύβει μέσα στις 110 σελίδες του τις άγνωστες πτυχές αυτού του γεγονότος και παρουσιάζει με μοναδικά συγκλονιστικό τρόπο τη δύσκολη ζωή των εξορίστων , τις πολύπλοκες καταστάσεις που αντιμετώπιζαν από τις αρχές κράτησής τους, τον ιδεολογικό και ψυχολογικό πόλεμο που δέχονταν καθημερινά για να υπογράψουν δήλωση μετανοίας.  Συγχρόνως παρουσιάζει μορφές και χαρακτήρες εξορίστων  χωρίς ηρωικό πλαίσιο , αλλά στην ανθρώπινη διάστασή τους.
Ο Αη- Στράτης ένα όμορφο , μικρό και ειδυλλιακό νησί έγινε " ο τόπος μαρτυρίου"
" ο τόπος της εξορίας", " τόπος – κόλαση". Μια σειρά ζωντανών αντιθέσεων καταγράφει την απόσταση που υπήρχε ανάμεσα στην ομορφιά του τόπου και στη ζωή των εξορίστων, μια ζωή ανυπόφορη μέσα σε ένα πανέμορφο τόπο.
Πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι, απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα , απ’ όλη την Ελλάδα εκτοπίζονταν στον Αη – Στράτη από το 1929 και μετά. Θα συναντήσουμε ανθρώπους αγωνιστές αλλά και ανθρώπους χωρίς κάποια ιδιαίτερη δράση, χωρίς διάθεση να ταλαιπωρηθούν, που βρέθηκαν τυχαία εκεί ή αντιμετώπιζαν επιδερμικά, επιφανειακά το κίνημα. Ανάμεσα τους κινούνται πολλοί ασφαλίτες  με τη μάσκα του πολιτικού εξόριστου. Αυτούς χρησιμοποιούσε η Ασφάλεια για να σπάσει το συνδετικό ιστό των εξορίστων, να διαβρώσει τις συνειδήσεις, να λυγίσει τις αντιστάσεις. Αυτοί ήταν και οι πιο επικίνδυνοι , γιατί δούλευαν ύπουλα και μεθοδικά.
Οι ζωντανοί διάλογοι ανάμεσα στους εξορίστους αναπαριστούν τη δυσκολία να διακρίνει κάποιος την προπαγάνδα της Ασφάλειας από τις σωστές κομματικές θέσεις και αρχές , αναδεικνύουν τις έντονες ιδεολογικές συγκρούσεις.
Ο Μπόσης είναι ο ίδιος εξόριστος, ζει την κάθε μέρα, βιώνει την κάθε δυσκολία και είναι σε θέση με την καθημερινή εμπειρία και επαφή να τοποθετήσει τους συνεξόριστους του στη ανάλογη θέση και να ορίσει το διαφορετικό μέγεθος του καθένα. Δεν ήταν όλοι οι εξόριστοι ίδιοι, δεν είχαν τις ίδιες αντοχές. « Υπάρχει κόσμος και κοσμάκης» που η Ασφάλεια χρησιμοποιεί σκόπιμα κυρίως για την υπογραφή δηλώσεων μετανοίας.
Από την άλλη περιγράφει τις  προσπάθειες των εξορίστων να οργανώσουν τη ζωή τους, να καλλιεργήσουν τη γη, να εκθρέψουν ζώα, να μορφωθούν και γενικά να  μπορέσουν να αντέξουν τις πολύ δύσκολες συνθήκες, να κρατηθούν όρθιοι στο μόνιμο αγώνα τους με τους δεσμώτες τους.
Δεν παραλείπει όμως να σκιαγραφήσει  τις αυταπάτες που έτρεφαν σχετικά με την απελευθέρωσή τους. Η απομόνωση τους από τα κέντρα επιχειρήσεων δημιουργούσε λαθεμένες εντυπώσεις για τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις και έτσι ό καθένας έκρινε τα πράγματα ανάλογα με τις αντοχές του.
« Η σφαίρα μας στριφογύριζε στο άπειρο. Μαζί της κι ο Αη – Στράτης που ούτε σημαδευότανε απάνω της. Κι απάνω του εμείς καρφωμένοι. Η ζωή πάντα ίδια σχεδόν κυλούσε. Οι μέρες, η μια κοντά στην άλλη, φύγανε και γεμίζανε χρόνια. Ένα...δυο...τρία...τέσσερα....πέντε...κάθε βδομάδα ερχόταν το καράβι. Κάθε βδομάδα έφευγε. Καινούριους έφερνε, παλιούς έπαιρνε. Καινούρια όνειρα, πόθους και ελπίδες κι απαντοχές ζωντάνευε, ικανοποιούσε κι έσβηνε. Η ομάδα μεσοπέλαγα πάλευε με τις φορτούνες και προχωρούσε. Κι ο καθένας πάλευε με τη φύση, τους συντρόφους, τον εαυτό του και ζούσε ή πέθαινε»
Αποκλεισμένοι στο νησί οι εξόριστοι νιώθουν τους τριγμούς που προκαλεί η κατάρρευση του μετώπου και η νίκη των Γερμανών. Ζουν τραγικές στιγμές καθώς οι ντόπιες αρχές τούς παραδίδουν στους Γερμανούς κατακτητές και αυτοί με τη σειρά  τις ορίζουν φύλακές  τους.  Οι σκληρές συνθήκες γίνονται ακόμα σκληρότερες και ο αγώνας τους είναι αγώνας ζωής.
Όσο μεγαλώνουν οι αντιξοότητες και οι δυσκολίες ο συγγραφέας θίγει όλο και περισσότερο το θέμα της ενότητας των εξορίστων, οι οποίοι δεν είχαν ποτέ ενιαία συμπεριφορά . Οι πιο ώριμοι , οι πιο συνεπείς ιδεολογικά κάνουν έκκληση να « σταματήσουν οι γκρίνιες, τα μίση, ο φραξιονισμός. Κάθε σκάρτο να ξεκαθαρίσει. Πρέπει να  ξέρουμε πως θα’ χουμε συνοχή, ενότητα, ασφάλεια, πρέπει η ομάδα να γίνει βράχος που πάνω του θα σπάει η μανία του αντιπάλου».
Ο Μπόσης με μεγάλη ειλικρίνεια δηλώνει ότι τα πράγματα στην εξορία δεν ήταν όπως τα φαντάζεται κάποιος που δεν έκανε εξορία. Οι άνθρωποι εκεί δεν ήταν τέλειοι και υποστηρίζει ότι πολλοί  θα απογοητευθούν  διαβάζοντας  τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Αιτιολογεί την άποψη του τοποθετώντας την ομάδα των εξορίστων μέσα στην κοινωνία, θεωρώντας  την κομμάτι της  που έφερνε μαζί όλες τις αντιθέσεις – αρνητικές και θετικές. Το παλιό και το καινούριο « το μίσος και η αγάπη, η προδοσία κι η θυσία, η δειλία κι ο ηρωισμός, η λιποψυχία κι η αυτοθυσία»  μαζί με πολλά άλλα συνέθεταν τους χαρακτήρες , τις προσωπικότητες και τις συμπεριφορές  τους.
Η απογοήτευση δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα συναισθήματα που μού προκαλεί η ανάγνωση του βιβλίου. Αντίθετα η τοποθέτηση των εξορίστων μέσα σε ανθρώπινα πλαίσια και διαστάσεις  βοηθάει να τους δω ως ανθρώπους και όχι σαν υπερφυσικά όντα που δεν πονούσαν, δεν λύγιζαν , δεν  υπέφεραν , δεν αγωνιούσαν , δεν φοβόντουσαν. Το μεγαλείο όσων άντεξαν , είτε έχασαν τη ζωή τους είτε έζησαν, βρίσκεται ακριβώς σε αυτή την οπτική. Ήταν άνθρωποι με σάρκα και οστά, με πάθη και αδυναμίες, που κατόρθωσαν να κάνουν την υπέρβαση ακόμα κι όταν αναγκάστηκαν να πέσουν πολύ χαμηλά. Όλη αυτή η τιτάνια  προσπάθεια φαίνεται στον τρόπο που αντιμετώπισαν την πείνα.
Η πείνα ήταν το αποτέλεσμα του  δόλιου σχεδίου που οργάνωσαν οι ανθρωποφύλακες. Οι εξόριστοι παρασύρθηκαν να καταναλώσουν όλες τις προμήθειές τους πιστεύοντας ότι θα απελευθερωθούν και θα φύγουν από το νησί. Αυτή η πίστη καλλιεργήθηκε από ανώτατους αξιωματούχους. Στην ουσία όμως οι αρχές έστησαν μια καλά οργανωμένη παγίδα για να τούς οδηγήσουν στην εξόντωση , στον αφανισμό αφού όμως πρώτα περάσουν όλα τα στάδια του εξευτελισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι παράλληλα με την απειλή της πείνας που υψώνεται καθημερινά μπροστά τους αρχίζει  και η διαλυτική δουλειά από τα μέσα , με τους δηλωσίες.
Η πείνα είναι το εμπόδιο που έχει στόχο να παραλύσει πρώτα τη σωματική δύναμη και μετά τη θέληση τους. Το νόημα βρίσκεται στη στάση και την αντίσταση τους. Η ηθική δύναμη έρχεται να υποκαταστήσει μέρα τη μέρα τη σωματική που συνεχώς αδυνατίζει. Όσο μεγαλώνει η πείνα τόσο πιο έντονος ο πειρασμός της δήλωσης που δουλεύει σαν πολιορκητικός κριός στις συνειδήσεις των εξορίστων.  Πολύ έντονες οι ιδεολογικές και οι ψυχικές συγκρούσεις.  Υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι. Κρίνονται πιο τίμιοι εκείνοι που παραδέχονται ότι λύγισαν γιατί δεν άντεχαν παρά εκείνοι που έψαχναν προσχήματα ιδεολογικά και πολιτικά για να δικαιολογήσουν την πράξη τους.
Κάθε μέρα προστίθενται νέες απειλές που χτυπούν κατ’ ευθείαν στην ψυχή, στη συνείδηση. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό  της απειλούμενης εκτέλεσης κάποιων εξορίστων που συνεχώς παρατείνεται έτσι ώστε να εντείνεται ο ψυχολογικός πόλεμος, να αυξάνεται ο φόβος  και η αγωνία.
Οι άνθρωποι διαλύονται σιγά σιγά, τα σώματα σωριάζονται , οι αντοχές εγκαταλείπουν , ο θάνατος καραδοκεί και κάποιους τους παρασέρνει σε άνιση μάχη κατορθώνοντας να αναδειχτεί νικητής.
Είναι θαυμαστή η ψυχογραφική δεινότητα του Μπόση καθώς με μεγάλη μαστοριά αφηγείται περιγράφοντας τις αντιδράσεις των πεινασμένων.  Σκελετωμένα σώματα με αποστεωμένα πρόσωπα σέρνονται, βουλιάζουν μέσα στη λάσπη και στα περιττώματα τους, αναζητούν εναγώνια ένα ψίχουλο , τα ένστικτα της επιβίωσης φέρνουν στην επιφάνεια πονηριές και κατεργαριές , χάνουν την αξιοπρέπειά τους.  Το κυριότερο είναι όμως ότι πολεμούν μεταξύ τους. Όσο θερίζει η πείνα τόσο μεγαλώνει το δίλημμα της υπογραφής ή όχι της δήλωσης.
Οι σκηνές αυτής της πάλης είναι συγκλονιστικές , ανατριχιαστικές γιατί οι εξόριστοι παλεύουν με όλα τα θεριά. Πείνα,  χιόνι, κρύο, αέρηδες , πόνος, οδύνη, απελπισία σε κλιμακούμενη ένταση. Ζουν την κόλαση , στην κόλαση , νιώθουν την κρύα ανάσα του θανάτου που περνά δίπλα τους  και ο καθένας δίνει τον προσωπικό του αγώνα για να κρατηθεί στη ζωή. Πολλοί πεθαίνουν με την αγωνία της πείνας  χωρίς να ζήσουν την αγωνία του θανάτου.
Με πόσο ψυχικό σθένος και μεγάλη τέχνη κατορθώνει ο Μπόσης να αναπλάσει εκείνες τις στιγμές. Με μαγνητίζει η ένταση της σκηνής εκείνης που από τη μια ακούω τα κόκαλα των σκελετωμένων να τρίζουν σε κάθε τους κίνηση και από την άλλη νιώθω το φαρμακερό κρύο και το λυσσασμένο αέρα που κτυπούν ανελέητα το νησί και τους ανθρώπους. Είναι τρομακτική η αναλογία της σύγκρισης με τον διαβολόκαιρο, το εκφραστικότατο λεξιλόγιο, οι δυνατές εικόνες.
« Μια γραμμή από σκελετούς βαδίζουμε, άλλοι μπροστά κι άλλοι πίσω από το θάνατο. Κυλούσαμε μέσα σε μια κόλαση κι απ’ τον ένα κύκλο τον άσχημο περνούσαμε  στον άλλο. Το χειρότερο! έξω διαβολόκαιρος. Κρύο φαρμάκι. Οι αγέρηδες δυνατοί και τσουχτεροί πέφτανε με δύναμη πάνω στον ξερόβραχο σαν να’ θελαν να τον ξεθεμελιώσουν . Η θάλασσα ασπρογάλαζη, φοβερή μούγκριζε, έτρεχε σαν δαιμονισμένη απ’ τη Λήμνο προς τα ξερονήσια και τη Σκύρα. Χτυπούσανε με λύσσα σ’ ένα κάβο, απέναντι απ΄το χωριό, στη γωνιά του Λένιν( έτσι βγάλανε τον κάβο οι εξόριστοι) , το νερό  σηκωνότανε οργιές στον αέρα. Γινότανε αχνός, έκρυβε τη γη. Νόμιζες πως το υγρό στοιχείο βάλθηκε να τον ξεριζώσει. Να σαρώσει εκείνο  το εμπόδιο και ύστερα λεύτερο να παίξει, να τρέξει προς το νοτιά. Λεπτούτσικα, μολυβένια σύννεφα τρέχανε στον απέραντο ουρανό, λες και παίζανε κυνηγητό με τα κύματα. Κουβαράκια – κουβαράκια μαζεμένοι κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Η σκέψη ξεπερνούσε την πείνα. Τρυπάνι μυτερό που έφερνε πόνο, απογοήτευση. Έτρεχε, γύριζε, έκλωθε στο ίδιο πρόβλημα. « Τι θα γίνουμε; Θα πεθάνουμε, αλλά πότε και με τι μαρτύρια;»
Ο φόβος του θανάτου , η τρέλα, μια « βαθιά λαβωματιά» , ένας ανοιχτός τάφος. Κι όμως η ζωή , η ελπίδα δεν έχουν εγκαταλείψει ακόμη τα σκελετωμένα σαρκία. Η δύναμη της αλληλεγγύης που προσπαθεί να πιαστεί από το ψωμάκι, το ψίχουλο που δίνει ο ένας πεινασμένος στον άλλο, η αγάπη για το σύντροφο , η επιθυμία να τον κρατήσει στη ζωή  «Δεν είναι μικρός  ηρωισμός. Ρίξε μια ματιά γύρω σου , κάμε μια προσπάθεια , φεύγα από τον εαυτό σου. Λησμόνα το φαΐ».
Τεράστιο το μέγεθος της ψυχικής δύναμης, της αντοχής , της καρτερίας οδηγεί στην κατάκτηση της ηθικής ελευθερίας. Αυτοί που άντεξαν και δεν λύγισαν , δεν υπέγραψαν κατέκτησαν την Υψηλή Θέση σύμφωνα με το Σολωμό, διότι συγκρούστηκαν με αντίθετες δυνάμεις  και νίκησαν  ή πέθαναν ελεύθεροι.
Τριάντα τρεις οι νεκροί.
Ποιος τους γνωρίζει; Ποιος τούς τιμά; Πόσο ανάπηρη είναι η ιστορία που διδαχθήκαμε  και η ιστορία που διδάσκουμε; Η μισή γνώση της ιστορίας οδηγεί στην άγνοια και αυτή με τη σειρά της ανοίγει μια μαύρη τρύπα που καταπίνει  ό,τι  δεν ανήκει στους νικητές. Μόνο όποιος καταδυθεί μέσα της θα  μπορέσει να βρει την άκρη του νήματος και θα το  τραβήξει στην επιφάνεια. Τότε θα βρουν δικαίωση οι νεκροί και συνεχιστές ο αγώνας τους. 


Κώστας Μπόσης , Αη –Στράτης, Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941, Αθήνα 1994

Και μία ακόμη ανάρτηση για τις εκδοτικές προσεγγίσεις στο σχετικό θέμα με τίτλο:

Ο Άη - Στράτης, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941 και οι εκδοτικές προσεγγίσεις τους



1 σχόλιο :

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Κι εσύ λαέ βασανισμένες, μην ξεχνάς...