Ιούνιος
μήνας, του Αϊ-Γιαννιού του Ριζικάρη
και φούντωναν οι νυχτερινές φωτιές, με τραγούδια και χάχανα, μέσα στο
μεθυστικό λαχάνιασμα και στη μυρουδιά του καμένου ξύλου ελευθερώνονταν
τα όνειρα κι ανέβαιναν ψηλά, πάνω απ' τις στέγες των σπιτιών, εκεί που
καρτερούσαν το ταξίδι κι η φυγή των κρυφών πόθων και των φυλακισμένων
επιθυμιών, να δροσιστούν στο αεράκι της μαγεμένης νύχτας, της μοίρας
και του θαύματος.
Και η Άννα, πρώτη και καλύτερη, εκεί, να μαζέψει ξύλα για τις φωτιές του ξεφαντώματος. Πρώτη να τρέξει σε τρεις βρύσες ή τρία σπίτια που κατοικούσαν μονοστέφανες, να κουβαλήσει τ' αμίλητο νερό, για να ρίξει μέσα τα ριζικάρια, σκουλαρίκια, σταυρούς, χάντρες ή κουμπιά:
Κλειδώσατε τον Κλήδονα στ'
Αγιού Γιαννιού τη χάρη κι
όποιος είν' καλορίζικος πρωί
θα ξενεφάνει
Αγιού Γιαννιού τη χάρη κι
όποιος είν' καλορίζικος πρωί
θα ξενεφάνει
Για να δει το πρωί, κάθε φορά, στο ξεκλείδωμα, το ριζικό της το μαύρο και σκοτεινό:
Ανοίξατε τον Κλήδονα
να βγει χαριτωμένος
να βγει ένας αγγούραρος
θεριός θεριακωμένος
να βγει χαριτωμένος
να βγει ένας αγγούραρος
θεριός θεριακωμένος
Να ρίξει τ' ασπράδι του αυγού στο νερό, να δει η έρμη σχήματα και
μορφές της
τύχης της. Δε βάζω στο λογαριασμό τα κουφέτα που μάζευε με τις χούφτες,
όλο το
χρόνο, από νυφιάτικα κρεβάτια και τα 'βαζε στο μαξιλάρι της να
ονειρευτεί παλικάρια και καβαλάρηδες. Δεν ξέρω τι ονειρευόταν εκείνα τα
βράδια, αλλά συχνά την
έβλεπα, κάτι δευτεριάτικα πρωινά, να μασουλάει κουφέτα, με μίσος,
θαρρώ. Τα ίδια
και χειρότερα τραβούσε με τις φανουρόπιτες και τι να της φανερώσει ο
Άγιος, που,
στο κάτω κάτω, άντρας ήταν κι αυτός και μάτια είχε και γούστα. Άσε το
πόσες φορές
έγραψε τ' όνομά της στο γοβάκι της νύφης, για να ψάχνει, κάθε φορά, να
δει αν και
πόσο καλοσβήστηκε, πράμα που σήμαινε και το γρήγορο του επερχόμενου
τυχερού.
Θυμάμαι μια φορά, τι καβγάς φούντωσε, τι τσιρίδα και μαλλιοτράβηγμα
έπεσε, όταν
όλα τα κοριτσόπουλα γράψαν το μικρό τους όνομα στην πολύτιμη νυφιάτικη
σόλα
και δεν έμεινε χώρος για να χαράξει το δικό της η Άννα κι έπρεπε να το
γράψει -γιατί
θα το έγραφε οπωσδήποτε- στη μικρή καμάρα που, βέβαια, ήταν σίγουρο πως
δε θα
σβηνόταν ποτέ. Λες και τις τόσες φορές που το 'γραψε πρώτη αυτή, στο
κέντρο του
πατούμενου, και σβήστηκε και φαγώθηκε, είδε χαΐρι
και προκοπή.
Είκοσι
τρεις Ιουνίου λοιπόν, παραμονή του Αϊ-Γιαννιού και τότε. Ανάψαμε κι
εμείς
στο δρόμο μας τρεις φωτιές που οι φλόγες τους πήγαν ν' αγκαλιάσουν τη
γειτονιά,
ανάμεσα σε γέλια, ξεφωνητά και καβγάδες, φυσικά και τις πηδήξαμε πολλές
και πολλές φορές, ίσια και σταυρωτά, και λαχανιάσαμε και ιδρώσαμε,
καπνιστήκαμε και
τσουρουφλιστήκαμε στο
άτσαλο τρεχαλητό μας. Κι αφού καταλάγιασαν τα όμορφα
τραγούδια, τα γεμάτα έρωτα και πόθο, προσμονή κι ελπίδα για νύφες και
νεράιδες,
ομορφονιούς και καβαλάρηδες, τα κορίτσια του δρόμου μας μάζεψαν λίγη
απ' τη
ζεστή ακόμα στάχτη της φωτιάς στα πιάτα τους, για να τα βάλουν πάνω στα
κεραμίδια των σπιτιών τους, να τη δούνε τ' άστρα της εξαίσιας αυτής
νύχτας και να κατεβούνε οι Μοίρες να τη μοιράνουνε
για να πάρει μαντική και τελεσματική
δύναμη και να σχηματίσει στην επιφάνειά της όνομα αρσενικό ή να
φανερώσει σημάδι από επάγγελμα αντρικό. Να ξέρουν, δηλαδή, τι να
περιμένουν στα κρυφά και χνοτιασμένα τους όνειρα ή στα καλέσματα και τα προξενιά που θα έρχονταν. Μάζεψε κι
η Άννα πυρωμένη στάχτη σ'
ένα μεγάλο σινί το
σταύρωσε, το έφτυσε τρις κι αφού το 'στρωσε στα κεραμίδια του σπιτιού
της, αποτραβήχτηκε στην κουρασμένη προσμονή της, σίγουρη κι αυτή τη
φορά για το αίσιον
αποτέλεσμα. Εμείς τ' αγόρια μείναμε, φυσικά, κάτι παραπάνω. Να πούμε τα
δικά μας. Όνειρα και πόθοι ασχημάτιστοι ακόμα, μπερδεύονταν με
σκανδαλιές και κατορθώματα. Ξύλινα σπαθιά και τενεκεδένιες ασπίδες
μπλέκονταν με τα άγουρα
στήθια των κοριτσιών που άρχιζαν να σχηματίζονται κι ακόμα, με τα
απλωμένα γυναικεία εσώρουχα της μπουγάδας, σχέδια για το μεθαυριανό μας
μέστωμα, για τη φυγή μας
στο όμορφο και μεθυστικό άγνωστο, μέσα από φώτα, μουσικές και ιαχές
ατέλειωτων λεωφόρων. Πού να 'ξερε ο καθένας μας, τότε, τι δρόμο θα
τραβούσε αργότερα, σε ποιους διαδρόμους και μονοπάτια θα χανόταν της
ζωής. Πού να 'ξερα τότε ότι, χρόνια μετά, θα γυρνούσα το κεφάλι πίσω,
με τόση γλύκα και παράπονο.
Πάντως, εκείνο το βράδυ της έξαψης, ο Αναστάσης ο φιρφιρής ήταν που έριξε την ιδέα, όπως έτρωγε το βραδινό του, μια φετάρα ψωμί βουτηγμένη στο λάδι, με ρίγανη κι αλάτι χοντρό μπόλικο από πάνω. Έτσι που τα κεραμίδια της Άννας μπαίναν στο χώμα και τις πέτρες απ' την πάνω μεριά του δρόμου μας, ο κλήδονας της δικής της απλωμένης στάχτης ήταν σχεδόν στα πόδια μας προκλητικός κι ανυπεράσπιστος. Στην αρχή, με προφυλάξεις έτριψε ψίχουλα απ' το ψωμί του, μετά, με θράσος έκοψε κομμάτια λαδωμένα και τα 'ριξε στο νυχτερινό σινί των άστρων και του ριζικού της Άννας της γουρλομάτας. Κι έτσι η τσογλανοπαρέα, μέσα σε γέλια και συνωμοτικά σπρωξίματα, ευχαριστημένη για το κατόρθωμά της και τις αυριανές συνέπειες αυτού, διαλύθηκε τη νύχτα εκείνη του Αϊ-Γιαννιού του Κλήδονα, του Ριζικάρη.
Το πρωί, με ξύπνησαν ξεφωνητά κι αλαλαγμοί: «Ψωμάς. ψωμάς. φούρναρης, καλέ. Να, ολοφάνερο το σημάδι.». Κι η Άννα με την πουκαμίσα και χωρίς τη σκούπα στο χέρι αυτή τη φορά, καταμεσής του απότομου κατήφορου, κρατούσε το σινί, το σήκωνε και το περιέφερε κράζοντας να βγει όλη η γειτονιά, να δει το θαύμα. «Φούρναρης, καλέ. Να, ο Αϊ-Γιάννης το 'δειξε... Ψωμάς... ψωμάς... κοιτάχτε...» επέμενε, να βγουν οι γειτόνισσες και τα γειτονόπουλα να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τα κομμάτια του λαδωμένου ψωμιού που της έστειλε ο Άγιος της βραδιάς, να πιστέψουν αυτή τη φορά, για να μην έχουν ν' αμφιβάλλουν μετά και να λένε πίσω απ' την πλάτη της τα μύρια όσα.
Πρόλαβα και είδα την Αγαθή, τη μάνα της, μέσα στο σπίτι τους να σταυροκοπιέται απανωτά. Για το θαύμα άραγες του Αγίου και να βγει αληθινό ή για την αλαφράδα της κόρης της κι ο Θεός να βάλει το χέρι του από δω και πέρα; Ποτέ δεν έμαθα.
Η μάνα μου μού φάνηκε πως βούρκωσε. Για το σημάδι του κλήδονα αυτή, για τη συμφορά της γειτόνισσας ή για τη μακρινή τύχη των δύο αδερφάδων μου; Πού να 'ξερα τότε.
Πάντως, η Άννα μας από κείνη τη μέρα και κάθε πρωινό, μετά, καλοντυμένη και στολισμένη φρεγάτα με σκουλαρίκια, γιορντάνια, μπακίρια κι ό,τι άλλο είχε ή έβρισκε, ξεκινούσε για ψωμί, παίρνοντας σβάρνα όλους τους φούρνους, Αγίας Βαρβάρας, Πεντακοσίων, Σούγιολου και βάλε.
Από Ξάνθη και Δράμα τη συμμάζευαν οι δικοί της, αργότερα.
Όταν άρχισαν να τρέχουν το κατόπι της τα παιδιά.
Δ. Αξιώτης, Ξόβεργα με
μέλι, Νεφέλη
7 σχόλια :
Συμπληρώνω τη μουσική επένδυση του θέματος:
http://www.youtube.com/watch?v=5V7iUfYpA1M
http://www.youtube.com/watch?v=gGqFvpquAro
Αυτό που ψάχνω επίμονα δεν το βρίσκω.
Αλήθεια, μήπως το ξέρεις εσύ;
Λέει περίπου:
Τα μονοκοτυλήδονα
και τα δικοτυλήδονα
μου το ΄πανε στο γάμο(;)
πως μ΄ αγαπάς φιλήδονα
σαν σμίξαμε στον Κλήδονα
τα χείλη μας, Μαλάμω...
(Γκάτσος, Χρύσανθος);
κ.κ.
"Η σούστα πήγαινε μπροστά" ήταν στο μυαλό μου όταν έκανα την ανάρτηση, αλλά προτίμησα το κείμενο σκέτο.
"Του Ριζικάρη" , αυτό δεν το θυμήθηκα καθόλου ,αν και οι "Δροσουλίτες " είναι από τους πιο ωραίους δίσκους και χιλιοακουσμένος.
Οι στίχοι που παραθέτεις είναι του Σεφέρη, με το τίτλο Δημοτικό από τη Στροφή
Τα μονοκοτυλήδονα
και τα δικοτυλήδονα
ανθίζανε στον κάμπο
σου το 'χαν πει στον κλήδονα
και σμίξαμε φιλήδονα
τα χείλια μας, Μαλάμω!
Έχει μελοποιηθεί από το Γιάννη Μαρκόπουλο και το τραγουδά ο Λάκης Χαλκιάς, αλλά το το βίντεο έχει καταργηθεί μετά από αίτημα των δημιουργών.
Πολλά πολλά ευχαριστώ.
Χίλια ευχαριστώ, σοφή μου Σοφία!
Επιτέλους, μπορώ να ξαναβάλω το Γκάτσο στο ράφι και να πιάσω το Σεφέρη.
Σημ. Από τη στιγμή που σου έγραφα μέχρι τώρα έχω φάει τη γη να το βρω.
(Διάλειμμα για ...ντους!)
κ.κ.
Tρομερή γραφή!!!
Όπως κατάλαβες, είχα κολλήσει με το Γκάτσο, γιατί νόμιζα ότι ήταν στους Δροσουλίτες κι αυτό με αποπροσανατόλισε, όπως και να 'χει.
Το Μαρκόπουλο τον θυμόμουν, όχι όμως το όνομα του δίσκου.
Ιδού λοιπόν απολαμβάνω τη βοήθειά σου (στη σελίδα 25).
Ευχαριστώώώώ!
ΥΓ. Μόλις πήρες μια ιδέα για το πόσο βιβλιομάνιακ είμαι!!
κ.κ.
Εγώ πρέπει να σε ευχαριστήσω καλή μου κ.κ.(ανώνυμη) για τα ερεθίσματα που μου δίνεις.
Μου αρέσει τόσο πολύ να ψάχνω και νιώθω τόσο όμορφα όταν υπάρχει αποτέλεσμα στην έρευνα.
Βιλιομάνιακ ε; Εγώ λέω ότι είμαι "αλκοολική" με το διάβασμα. Την ίδια
"αρρώστια" έχουμε.
Καλησπέρα PHOTO ΤΙΤΛΟΙ,
Ο Διαμαντής Αξιώτης είναι ένας πολύ αξιόλογος συγγραφέας από την Καβάλα και έχει γράψει και δύο πολύ καλά μυθιστορήματα
"Πλωτές γυναίκες" και "Το ελάχιστον της ζωής του". Τα προτείνω.
Δημοσίευση σχολίου