Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Herman Melville, Μόμπι - Ντικ ή Η Φάλαινα

 Herman Melville
Λέγε με Ισμαήλ. Πριν μερικά χρόνια - δεν έχει σημασία πόσο ακριβώς - έχοντας λίγα ή καθόλου χρήματα στο πουγκί μου και τίποτα ιδιαίτερο που να με ενδιαφέρει στη στεριά, σκέφτηκα να ταξιδέψω λίγο στη θάλασσα και δω το υδάτινο μέρος του κόσμου. Είναι ένας τρόπος που έχω να διώχνω το σπλήνιασμα και να ρυθμίζω το κυκλοφοριακό. Όταν πιάνω τον εαυτό μου να στραβώνει το στόμα` όταν μες στην ψυχή μου είναι Νοέμβρης υγρός, που ψιλοβρέχει` όταν πιάνω τον εαυτό μου να σταματάει άθελα μπρος σε φερετροπωλεία και να γίνεται ουραγός κάθε κηδείας που συναντώ` και ειδικά όταν οι υποχονδρίες μου με κυβερνούν τόσο, που χρειάζεται ένας δυνατός ηθικός φραγμός να με εμποδίσει να βγω επίτηδες στο δρόμο και μεθοδικά να ρίξω χάμω τα καπέλα του κόσμου - τότε θεωρώ πως ήρθε πια η ώρα να μπαρκάρω , όσο πιο γρήγορα μπορώ. Είναι το δικό μου υποκατάστατο του πιστολιού και της σφαίρας. Με μια φιλοσοφική χειρονομία όλο μεγαλοπρέπεια, ο Κάτων ρίχνεται πάνω στο σπαθί του` εγώ παίρνω ήσυχα το πλοίο. Δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό σ' αυτό. Αν το ήξεραν έφτανε` όλοι σχεδόν οι άνθρωποι, με τον τρόπο τους , αργά ή γρήγορα, θα έτρεφαν πάνω - κάτω τα ίδια αισθήματα με μένα για τον ωκεανό[...]

Όταν λέω λοιπόν πως έχω συνήθεια να παίρνω το πλοίο κάθε φορά που αρχίζουν να θαμπώνουν τα μάτια μου κι αρχίζω να νιώθω βαριά τα πνευμόνια μου, δε θέλω να συμπεράνει κανείς πως παίρνω το πλοίο πάντα σαν επιβάτης. Γιατί για να το πάρεις σαν επιβάτης χρειάζεται να έχεις πουγκί, κι ένα πουγκί δεν είναι παρά ένα κουρέλι αν δεν έχεις κατιτί μέσα. Εξάλλου τους επιβάτες τους πιάνει η θάλασσα, καβγαδίζουν , έχουν αϋπνίες και γενικά δεν διασκεδάζουν καθόλου` όχι , ποτέ δεν το παίρνω σαν επιβάτης` ούτε παίρνω ποτέ το πλοίο σα Στόλαρχος, Καπετάνιος ή Μάγειρας, μολονότι είμαι αρκετά ψημένος ναυτικός[...]
Όχι, όταν παίρνω το πλοίο, το παίρνω σαν απλός ναύτης, δουλεύω πρωράτης στην πλώρη, χώνομαι ακριβώς από κάτω μες στο καμπούνι κι ανεβαίνω στο κολιμπίρι του κούντρου ψηλά στο τουρκέτο.Πραγματικά, οι διαταγές πέφτουν μάλλον βροχή και με κάνουν να πηδώ από κατάρτι σε κατάρτι, σαν ακρίδα σε μαγιάτικο λιβάδι. Και στην αρχή αυτό είναι αρκετά δυσάρεστο. Θίγει το αίσθημα της τιμής σου` ιδιαίτερα αν κατάγεσαι από παλιά οικογένεια με όνομα στη στεριά[...]
Και περισσότερο από όλα αν, ακριβώς πριν βάλεις το χέρι σου στο δοχείο με την πίσσα, ήσουνα δάσκαλος στην επαρχία, ένας δάσκαλος τυραννικός, κάνοντας τα ψηλότερα παιδιά να σε φοβούνται. Η μετάβαση από δάσκαλο σε ναύτη, σε διαβεβαιώνω, είναι οδυνηρή και χρειάζεται ένα δυνατό αφέψημα από Σενέκα και Στωικούς για να μπορέσεις να αντέξεις με ένα απλό χαμόγελο. Αλλά με τον καιρό ακόμα κι αυτό περνάει[...]

Εξάλλου παίρνω πάντα το πλοίο σα ναύτης, γιατί θεωρούν απαραίτητο να με πληρώνουν για τις σκοτούρες μου, ενώ δεν άκουσα ποτέ να πληρώνουν πεντάρα σε επιβάτες. Αντίθετα, οι ίδιοι οι επιβάτες πρέπει να πληρώνουν. Κι όλη η διαφορά στον κόσμο είναι ανάμεσα στο να πληρώνεις ή να πληρώνεσαι. Η πληρωμή είναι ίσως η πιο ενοχλητική τιμωρία που μας κληροδότησαν οι δυο κλέφτες του παραδείσου.Αλλά να π λ η ρ ώ ν ε σ α ι ! τι μπορεί να συγκριθεί μαζί του; Η περιποιητική δραστηριότητα που ένας άνθρωπος εισπράττει χρήματα προκαλεί πραγματικά κατάπληξη, έχοντας υπόψη πόσο στα σοβαρά πιστεύουμε πως το χρήμα είναι η ρίζα όλων των γήινων κακών και πώς σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ένας παραλής να μπει στον ουρανό. Ω πόσο πρόθυμα παραδινόμαστε στον όλεθρο!
Τέλος παίρνω πάντα το πλοίο σα ναύτης για την υγιεινή άσκηση και τον καθαρό αέρα της κουβέρτας του καμπουνιού. Γιατί, μια και σε τούτο τον κόσμο οι κόντρα άνεμοι είναι πολύ πιο ανώτεροι από τους πρίμους ( αν δηλαδή δεν παραβείς ποτέ το αξίωμα του Πυθαγόρα), επόμενο είναι η ατμόσφαιρα που αναπνέει ο Στόλαρχος στο κάσαρο, τις περισσότερες φορές, να είναι από δεύτερο χέρι, από τους ναύτες στο καμπούνι. Νομίζει πως αναπνέει πρώτος` δεν είναι όμως έτσι. Με τον ίδιο περίπου τρόπο ο λαός οδηγεί τους ηγέτες του σε πολλά άλλα πράγματα, την ίδια στιγμή που οι ηγέτες λίγο το υποπτεύονται. Γιατί όμως, μετά από τόσες φορές που μύρισα τη θάλασσα σα ναύτης εμπορικού πλοίου, να μου μπει τώρα στο μυαλό να κάνω ένα φαλαινοθηρικό ταξίδι; σ' αυτό , ο αόρατος αστυνομικός των Μοιρών που διαρκώς επιβλέπει , που με παρακολουθεί κρυφά και με επηρεάζει με έναν ακατανόητο τρόπο - αυτός μπορεί να απαντήσει καλύτερα από κάθε άλλον[...]
Αν και δεν ξέρω ακριβώς γιατί ακριβώς αυτές οι σκηνοθέτισσες , οι Μοίρες, μου έδωσαν αυτόν τον τιποτένιο ρόλο σε ένα φαλαινοθηρικό  ταξίδι , όταν άλλοι πήραν μεγαλόπρεπους ρόλους σε υψηλές τραγωδίες, σύντομους κι εύκολους ρόλους σε κομψές κωμωδίες κι εύθυμους ρόλους σε φάρσες - αν και δεν ξέρω γιατί ακριβώς, τώρα ωστόσο, που φέρνω στο μυαλό μου όλα τα περιστατικά, θαρρώ πως βλέπω λίγο τα ελατήρια και τα κίνητρα που, με το να μου παρουσιαστούν επιτήδεια κάτω από ποικίλες μεταμφιέσεις, με κατάφεραν κι ανέλαβα να παίξω το ρόλο που έπαιξα , κολακεύοντάς με κι από πάνω με την αυταπάτη πως ήταν εκλογή της απροκατάληπτης ελεύθερης βούλησης μου και της διορατικής κρίσης μου.
Κυριότερο από αυτά τα κίνητρα ήταν η ίδια η συντριπτική ιδέα της μεγάλης φάλαινας. Ένα τόσο πελώριο και μυστηριώδες τέρας ξύπνησε όλη μου την περιέργεια. Μετά οι άγριες και μακρινές θάλασσες , όπου κυλούσε τον όγκο της που έμοιαζε με νησί` κι ακόμα οι ανεκλάλητοι, απερίγραπτοι κίνδυνοι της φάλαινας` αυτά μαζί με όλα τα συνακόλουθα θαύματα, τα χιλιάδες παταγονιακά θεάματα και τους ήχους με παρέσυραν στην επιθυμία μου[...]

Αυτά λοιπόν τα πράγματα ήταν η αιτία που καλοδέχτηκα το φαλαινοθηρικό ταξίδι` οι μεγάλες κλεισιάδες του κόσμου των θαυμάτων άνοιξαν και, μες στις τρελές φαντασιώσεις που με παράσυραν στο σκοπό μου, δυο - δυο έπλεαν στα κατάβαθα της ψυχής μου, ατέλειωτες πομπές της φάλαινα; και καταμεσής ολωνών τους, ένα επιβλητικό κουκουλωμένο φάντασμα , σα λόφος από χιόνι στον αέρα.(απόσπασμα)

Herman Melville, Μόμπι- Ντικ  ή η φάλαινα, μετφρ. Α.Κ.Χριστοδούλου, Gutenberg Orbis Literae , Editio Minor, 16η ανατύπωση, Φεβρουάριος 2006.

Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1891 έφυγε , σχεδόν ξεχασμένος , ο μεγάλος Αμερικάνος συγγραφέας Herman Melville. 
Το μυθιστόρημα του Μόμπι- Ντικ ή Η Φάλαινα μου δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσω αυτό το καλοκαίρι.  Εκδόθηκε για πρώτη φορά στις 18 Οκτωβρίου του 1851 στην Αγγλία και στις 14 Νοεμβρίου στις ΗΠΑ. Είναι αφιερωμένο στον άλλο μεγάλο συμπατριώτη και φίλο του, τον Ναθαναήλ Χόθορν, του οποίου το μυθιστόρημα  Άλικο Γράμμα (1850) επηρέασε τον Μέλβιλ στη συγγραφή του Μόμπι -Ντικ.
Πρόκειται για ένα έργο επικό και μεγαλειώδες. Ο Μόμπι Ντικ είναι η άσπρη φάλαινα που κυνηγά με πάθος ο καπετάνιος Αχαάβ για να την εκδικηθεί επειδή σε ένα κυνήγι της τον ακρωτηρίασε. Την ιστορία αφηγείται ο Ισμαήλ , ο ναύτης. Μαζί του στο ταξίδι - κυνήγι ο καμακιστής Κουικουέγκ. Ναυτολογούνται στο φαλαινοθηρικό  Πίκουοντ. 
Δεν θεωρείται τυχαία ένα από τα αριστουργήματα της αμερικάνικης και παγκόσμιας λογοτεχνίας.  Μέσα στις 900 σελίδες του δεν παρακολουθούμε απλά το κυνήγι της φάλαινας. Υπάρχουν εκπληκτικές και πολύ ζωντανές περιγραφές εμπλουτισμένες με αριστουργηματικές παρομοιώσεις, απλές ή εκτενείς, που εμένα μου θύμισαν τις ομηρικές παρομοιώσεις. Εικόνες παρμένες από τον κόσμο της θάλασσας, των ναυτικών, της καθημερινότητας και της φύσης προσφέρονται με γενναιοδωρία για να παρομοιάσουν πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις. 
Η επιμονή στη λεπτομέρεια οδηγεί σε διεισδυτικές παρατηρήσεις και βοηθάει στην απόδοση των ψυχικών συγκρούσεων και μεταπτώσεων  των ηρώων. 
Με μια πρώτη ανάγνωση φαίνονται  περιττές και κουραστικές οι πολλές εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες για τις φάλαινες και ό,τι έχει σχέση με αυτές διαχρονικά. Και εμένα με κούρασαν . Στο τέλος όμως κατορθώνει και γοητεύει καθώς κλείνει με φιλοσοφικούς στοχασμούς,  διάφορες κρίσεις, εκτιμήσεις και προβληματίζει με τα αντιρατσιστικά, πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα του. Σε πολλά σημεία λεπτή αλλά ευδιάκριτη η ειρωνεία. 
Ιδιαίτερα σημαντικοί οι μονόλογοι των ηρώων, συμβάλλουν στη γνωριμία μας με αυτούς, τις σκέψεις τους, τα όνειρα τους, τις επιθυμίες τους. Ένα άλλο επίσης χαρακτηριστικό της αφηγηματικής τέχνης του Μέλβιλ είναι οι πολλές παρεκβάσεις και οι εγκιβωτισμένες ιστορίες. Διακόπτουν τη ροή της αφήγησης , αλλά κάτι άλλο ενδιαφέρον έχουν να προσθέσουν στην υπόθεση. Μπορεί να θεωρηθεί υπερβολή και ας μου συγχωρεθεί η αναφορά και η σύγκριση, αλλά αυτή η τεχνική μου έφερε στο νου τις ιστορίες του Ηροδότου.
Να σημειώσω την εξαιρετική μετάφραση  του Α. Κ. Χριστοδούλου .Μου έκανε εντύπωση το εύρος και ο πλούτος του ελληνικού λεξιλογίου με το οποίο αποδίδεται το πρωτότυπο καθώς  και η απόδοση των ναυτικών όρων και των ειδικών με τη φάλαινα λέξεων. Σίγουρα τιτάνια η μεταφραστική προσπάθεια.

Ο Χέρμαν Μέλβιλ  δικαιολογεί  την επιλογή του να γράψει αναλυτικά και εξαντλητικά όχι μόνο για το κυνήγι της φάλαινας , αλλά και όλων των σχετικών με αυτήν ζητημάτων με όλες τις βαθύτερες προεκτάσεις τους.
" Αυτό είναι το πλεονέκτημα ενός μεγάλου και πλούσιου θέματος - τόσο μεγάλες διαστάσεις μπορεί να δώσει σε κάτι! Επεκτεινόμαστε ανάλογα με τις διαστάσεις που έχει. Για να γράψεις ένα μεγάλο βιβλίο, πρέπει να διαλέξεις ένα μεγάλο θέμα. Δεν μπορεί να γραφτεί ένα μεγάλο βιβλίο, ένα βιβλίο που να αντέχει στο χρόνο, για τον ψύλλο, αν και υπάρχουν πολλοί που το έχουν επιχειρήσει"

Ένα μεγάλο , απολαυστικό, κλασικό αλλά και πολύπλοκο μυθιστόρημα από εκείνα που γράφονταν παλιότερα με πάθος, γνώση ,πολλή έμπνευση και ιδιοφυή πλοκή.   Για τους αναγνώστες  που εξακολουθούν να λατρεύουν τα μεγαλόπνοα και πολυσέλιδα μυθιστορήματα.



Η Σόνια Ιλίνσκαγια για την Έλλη Αλεξίου

 Το κύκνειο άσμα της Ελλης Αλεξίου 

Ήμουν περίπου 20 ετών, τελείωνα το Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας και έκανα τα πρώτα δειλά βήματα ως νεοελληνίστρια.Η γνωριμία με την Ελλη Αλεξίου προέκυψε μέσα από την αλληλογραφία της με τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο («Αγαπητέ μου Αλέ» του έγραφε εκείνη, «Αγαπητή μου Αλέ» της απαντούσε αυτός). Θυμάμαι τη χαρά που μας έφερναν οι ταχυδρομικοί φάκελοι με τα ωραία, καθαρά, ολοστρόγγυλα γράμματά της. Ετσι ήταν κι ο χαρακτήρας της ­ ωραίος, ντόμπρος, καθαρός, δεν το αμφισβητούσες και όταν, πολύ αργότερα, τύχαινε να διαφωνήσεις μαζί της. Υπήρχαν κάποιες προδιαγραφές της γενιάς της, της προσωπικής κοινωνικής πορείας της, αλλά ποτέ ούτε ίσκιος όποιας μικρότητας. Ευθύς και γενναία. Την έβλεπα σαν μια ιδανική πρέσβειρα να αντιπροσωπεύει τον τόπο της ­ την Ελλάδα και ειδικά την Κρήτη.
Το 1961, με την ευκαιρία των εορτασμών του Σεβτσένκο στο Κίεβο, είχε έρθει στη Σοβιετική Ενωση και πετάχτηκε να μας δει στη Μόσχα. Ζούσαμε τότε στη φοιτητική εστία του Λογοτεχνικού Ινστιτούτου, οι φίλοι μας στριμώχθηκαν και άδειασαν ένα δωμάτιο να μείνει. Υπάρχει μια φωτογραφία ­ η Ελλη κι εγώ ­ κοντά στο θέατρο Μπαλσόι. Φορώ ένα ασημένιο βραχιόλι που μόλις μου χάρισε η Ελλη ­ είχε αγοράσει δύο σε ένα καλλιτεχνικό σαλόνι εκεί δίπλα, ένα για μένα κι ένα για τον εαυτό της.
Το 1965, όταν πρωτοήλθα στην Ελλάδα να γνωρίσουν τα πεθερικά μου την ενός χρόνου εγγονή τους, στο λιμάνι μάς περίμενε η Ελλη. Πνευματική νονά της κόρης μας... Είναι πολλά που με δένουν με τη μνήμη της, και όχι μόνο οικογενειακής φύσεως.
Από μιας αρχής με είχε εντυπωσιάσει ο έμφυτος συνδυασμός μιας εντοπιότητας, μιας λαϊκής κρητικής ιδιοσυγκρασίας και σοφίας και μιας πλούσιας διαπολιτισμικής εμπειρίας. Δεν συντελούσε μόνο η αξιόλογη παιδεία της, ήταν η πνευματική δίψα που δεν γνώριζε σύνορα, η επιθυμία και η χαρά τής επικοινωνίας των συγγενών ψυχών. Αυτό το στίγμα είναι αδρά αποτυπωμένο στο τελευταίο βιβλίο της Κατερειπωμένα αρχοντικά (1977). Θυμάμαι μια ωραία κριτική για το βιβλίο αυτό του Μ. Μερακλή. Αλλά, όπως διαπίστωσα και στο συνέδριο, ακόμη και οι ειδικοί δεν το γνωρίζουν. Καμιά φορά το έργο που καθιερώνει έναν συγγραφέα καταδυναστεύει την εικόνα του. Φοβάμαι ότι για πολλούς την Ελλη Αλεξίου αντιπροσωπεύει σχεδόν αποκλειστικά το φημισμένο πρώτο βιβλίο της Γ' Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον. Ας ρίξουμε όμως μια ματιά και στο τελευταίο βιβλίο της. Ας την πλησιάσουμε χωρίς τα κλισέ όποιων προγενέστερων προσεγγίσεων.

Κατερειπωμένα αρχοντικά. Η έννοια της αναπότρεπτης φθοράς που δηλώνεται στον τίτλο διαπερνά και τα έξι διηγήματα της συλλογής. Ο απαρέγκλιτος νόμος ­ τα πάντα γερνούν και πεθαίνουν. Ο αφηγηματικός προβολέας συλλαμβάνει τις απώλειες, όχι μόνο τις ορατές, βιολογικές, μα και άλλες, αόρατες, τις πολλαπλές εκδοχές της αιώνιας διάστασης ανάμεσα στις προσδοκίες και το τελικό αποτέλεσμα. Τα κοριτσίστικα όνειρα, λ.χ., για έναν ευτυχισμένο γάμο, αλλά και τα κοινωνικά οράματα.
Το οντολογικό αυτό πλαίσιο εμφανίζεται από την οπτική γωνία μιας ηλικιωμένης γυναίκας βυθισμένης στις αναμνήσεις για τους ανθρώπους που ήδη έφυγαν και εν όψει της δικής της αναμενόμενης αναχώρησης για το τελευταίο ταξίδι. Ανασυνθέτει τις βιογραφίες που παρακολούθησε «κατά την πορεία του βίου τους», προβληματίζεται για τα «αποσιωπητικά» στα «κρίσιμα σημεία». Και ο προβληματισμός και η καλλιτεχνική του ενσάρκωση, τα ερωτηματικά που προβάλλουν και η συνειδητή απόρριψη του ρόλου ενός παντογνώστη αφηγητή, η έντεχνη διείσδυση στα αποσιωπούμενα και τα άρρητα εμφανίζουν στοιχεία μιας εκσυγχρονισμένης θέασης και γραφής.
Εντυπωσιακή η παρουσία στις λιγοστές σελίδες της συλλογής πολλών ονομάτων ρώσων πεζογράφων ­ Αντρέεφ, Γκόρκι, Τσέχοφ, Τολστόι, Ντοστογέφσκι, Τουργκένιεφ. Και από άλλα γραπτά της Ελλης Αλεξίου γνωρίζουμε την ιδιαίτερη αδυναμία της στον Τσέχοφ, έναν από τους βασικούς ευρωπαίους εισηγητές της αφηγηματικής αποστασιοποίησης. Οι δικές του τεχνικές δεν εφαρμόζονται εδώ κατά γράμμα, αλλά λειτουργούν ως γενικές κατευθυντήριες γραμμές κατάθεσης και φωτισμού. Η αφηγήτρια δεν αποφαίνεται. Παρατηρεί και καταγράφει ­ τους άλλους και τον εαυτό της. Και εμείς παρακολουθούμε τη ροή των συλλογισμών της, καθώς και τους μηχανισμούς εξωτερίκευσης σε λόγο της καταγραφόμενης εσωτερικής αναλυτικής διαδικασίας.
Πρόκειται για πράξεις απολογισμού, ένα είδος διαθήκης που διαχειρίζεται τα συμπεράσματα μιας μακράς πορείας με επίκεντρο το αξονικό τσεχοφικό πρόβλημα ­ επιλογή στάσης ζωής που διασφαλίζει την ανθρωπιά των ανθρώπων. Οι αρχικές θέσεις των ηρώων βρίσκονται σε αυτό το μήκος κύματος, αλλά η πραγματικότητα ασκεί μια ανατρεπτική πίεση και αρκετές φορές συνθλίβει (μερικώς ή εξ ολοκλήρου). Το πρώτο διήγημα που χάρισε τον τίτλο του σε όλη τη συλλογή εικονογραφεί τη σύγκρουση με δύο χαρισματικές περιπτώσεις δημιουργών που επιζούν «στις σελίδες των βιβλίων».
Προσέχουμε την πρώτη φράση που αποτελείται από δύο μόνο λέξεις: «Ψυχικά θησαυροφυλάκια». Αυτά είναι τα αρχοντικά που ενδιαφέρουν τη συγγραφέα, τα αναζητεί και τα βρίσκει, παρακολουθεί τη μοίρα τους, την αναπόφευκτη φθορά τους από τον χρόνο, αλλά και την αποφευκτέα λεηλασία από την πίεση των περιστάσεων. Αναμφισβήτητα βρισκόμαστε στο κλίμα ενός ιδιόμορφου ηρωικού στωικισμού που έχει σφραγίσει ένα πολύ ισχυρό λογοτεχνικό ρεύμα της εποχής μας.
Στα διηγήματα που ακολουθούν πραγματοποιείται η μετάβαση από το εξαιρετικό στο καθημερινό, εκεί που η ανθρώπινη ποιότητα δοκιμάζεται συνεχώς και ανελέητα, καθώς τα χρόνια «κυλάνε μέσα στις έγνοιες και στις αποκαρδιώσεις. Και σα να μη φτάνουν και αυτά, κυριάρχησαν μέσα σου και κοσμοθεωρίες που λατρεύεις και κοινωνικά ιδανικά που έντονα επιθυμείς, μα που και αυτά "ικανοποιούνται με χρεωστικά γραμμάτια"». Αυτά είναι τα αμείλικτα δεδομένα της καθημερινότητας και οι αντι-θέσεις της ανθρώπινης προσωπικότητας δεν αντιπροβάλλονται μετωπικά, προκύπτουν μέσα από αθέατες σχεδόν χειρονομίες που συνθέτουν τη στάση σταθερής αξιοπρέπειας.
Πρόκειται για απόρριψη όποιων κοινωνικών συμβάσεων που υποβαθμίζουν την ανθρωπιά. Η δοκιμασία ισχύει ακόμη και στο τελευταίο σύνορο του αποχαιρετισμού, της «απογύμνωσης» (έτσι τιτλοφορείται ένα διήγημα) όταν τα υλικά αγαθά χάνουν κάθε αξία και η ηλικιωμένη αφηγήτρια τα αποχωρίζεται χωρίς κανέναν δισταγμό. Τη δεσμεύουν αποκλειστικά αυτά που ο κηπουρός της τα έλεγε «ζωντανά πράγματα». Οσα υπήρξαν συνομιλητές της και της στάθηκαν στις δύσκολες ώρες. Στο διήγημα Αντιπαροχές είναι τα δέντρα του παλιού κήπου, τα πεύκα που στήριζαν την κούνια («διχτυωτό φορείο», «Σταθμός Πρώτων Βοηθειών»), το μυρωδάτο γιασεμί, η τρελή λεμονιά που πλημμύριζε ανθούς, αλλά δεν έδινε καρπούς και τους χάρισε ξαφνικά σπάνιο, εκλεκτό είδος («Το καημένο το αγαθό πλάσμα, έβαλε τα δυνατά του να με καλοπιάσει, για να μην το θυσιάσω...»).
Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα διατηρητέα και μη περνάει επομένως στο επίπεδο της επικοινωνίας. Η λυδία λίθος ­ η κατανόηση και η αλληλεγγύη. Εκτός από τα δέντρα του κήπου εξανθρωπισμένη συμπαράσταση προσφέρουν τα βιβλία ­ «διοχέτευαν μέσα σου κείνο το μαγικό ρευστό της ενδυνάμωσης». Και τα δέντρα του κήπου και τα βιβλία, ενώ αποτελούν μια αυθύπαρκτη παρουσία, λειτουργούν επί της ουσίας ως θύρα εισόδου στον εσωτερικό κόσμο της αφηγήτριας. 
Υπάρχει στη συλλογή ένα προφητικό διήγημα Προοπτικές που καταλήγει στην ομολογία συμπάθειας προς «ένα εγκαταλειμμένο μονοπάτι, που αντικαταστάθηκε δίπλα του με αυτοκινητόδρομο... Και πολύς αγαθός κόσμος, απρόβλεπτα πολύς κι απρόβλεπτα αγαθός, τιμάει, προτιμάει το μονοπάτι μου, κι ας έχει αρχίσει εδώ κι εκεί να χάνεται κάτω από την αδέσποτη κι ανεμπόδιστη φυσική βλάστηση». Δεν νομίζω ότι η συγγραφέας μάς θέτει μπροστά σε δίλημμα. Δεν είναι ανάγκη να απαρνηθούμε την «ανεμπόδιστη φυσική βλάστηση» του χρόνου που συνεχίζει να τρέχει, προκειμένου να τιμήσουμε το μονοπάτι που ήταν άλλωστε κάθε άλλο παρά απομονωμένο, συμβάδιζε με την εποχή του και μας αποκαλύπτει και τώρα όψεις καθόλου παρωχημένες.
Τα Κατερειπωμένα αρχοντικά, που έθεσαν την τελεία στη μακρά συγγραφική πορεία της Αλεξίου, εκπέμπουν, ως γραφή, μια ανεπάντεχη γεύση φρεσκάδας, μια ισχυρή αίσθηση δημιουργικής ακμής. Πράγματι, πολύ ευτυχισμένη κατακλείδα. 
                             Σόνια Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου

 
Δημοσιευμένο στο Βήμα στις 23 Ιουλίου 2000



Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Το εγερτήριο

ΤΟ ΕΓΕΡΤΗΡΙΟ. Ώσπου μια νύχτα του Σεπτέμβρη 1941, ιδρύθηκε το ΕΑΜ. Και σήμανε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Νέοι στο νου και στην καρδιά το φτιάξανε. Όταν οι παλαιοί πολιτικοί, κηρύχνοντας υποταγή, ξαπλώθηκαν στις πολυθρόνες, απ' όπου δε σηκώθηκαν, παρά μαζί με τα στρατεύματα του Σκόμπι στην άφιξή τους στην πρωτεύουσα...Άνθρωποι του λαού, που πόναγαν τον πόνο του, ίδρυσαν το ΕΑΜ. Εκείνο το ΕΑΜ που, για πρώτη φορά στην ιστορία του κακόμοιρου τούτου τόπου, κατάφερε να ενώσει την Ελλάδα. Να ενωθούν μες στο ΕΑΜ οι Έλληνες , σαν να' τανε η οικογένειά τους. Και να διαφοροποιηθούν μες στο ΕΑΜ οι Έλληνες , σαν να' ταν ένα απέραντο μορφωτικό σκολειό του γένους.
Σαν τ' αποξεραμένο τούβλο που περιμένει και ρουφά τη βροχή, δέχτηκε ο ελληνικός λαός το πατριωτικό εγερτήριο. Κι αρχίζει αυτοστιγμεί το πανηγύρι.
Άλλοι που την είδαν καλύτερα, θα μιλήσουν για την επαρχία μας, για κείνη τη λαμπάδα τη φλεγόμενη κι όμως μηδέποτε καιόμενη, που στάθηκε η ελληνική ύπαιθρος στην περίοδο της κατοχής. Γι' αυτήν, που έδωσε τον αντάρτη του βουνού, τον αχεριώνα της για κατάλυμα, την τελευταία φούχτα καλαμπόκι της, το τελευταίο μουλάρι της στον διασυμμαχικόν αγώνα. Αυτή, που έδωσε την τραγωδία του Δίστομου, τη φρίκη των Καλαβρύτων, και το Καρπενήσι. Το Καρπενήσι κάηκε συνέχεια 3 φορές από τους γερμανοτσολιάδες. Όταν λευτερωθήκαμε και κατέβαιναν τον Οχτώβρη οι εαμίτες από τα βουνά στην πρωτεύουσα, το Καρπενήσι δεν υπήρχε πια. Είχανε στήσει οι κάτοικοί του κομμάτια λαμαρίνες κι ήταν χωμένοι κάτω - κει. Κι είχανε κατά οικογένειες στημένες δυο κοτρώνες, κι απάνω κει εμαγειρεύανε. Κι ήτανε τα τσαντήρια εκείνα τόσο χαμηλά, που δεν στηνόντουσαν ολόρθοι. Κι ήτανε εκείνη την ημέρα κατακλυσμός βροχή, κι επλέγανε όλα μέσα στα νερά, σαν να ταξίδευε ο Νώες με την Κιβωτό του.
Μια σεβαστή κυρία στρατηγού μάς το΄λεγε:
" Ήταν να φρίξεις, όταν από κάτω εκεί έβλεπες τους ανθρώπους αυτούς να γελούνε! Μας φώναζαν ζήτω η ελευθερία, ζήτω το ΕΑΜ, κι είχαν κουράγιο, σε τέτοια αθλιότητα, να μπορούν να γελούνε!..."
Αυτή ήταν η Εαμική επαρχία μας κατά την κατοχή, αυτή η ίδια, μ' όσα κι αν συκοφαντούν, παραμένει και σήμερα.
Εμείς εδώ είχαμε τότε τη μάχη της Αθήνας και των συνοικισμών της.
Καισαριανή, Καλλιθέα, Κοκκινιά, Δουργούτι, Γκύζη, Περιστέρι, Κολωνός, Παγκράτι, Βύρωνας, κι όλες οι συνοικίες μας και τα μικροσοκάκια.
Στο κέντρο της Αθήνας βασίλευε ο καταχτητής και τα κοπέλια του. Γύρω τριγύρω ωστόσο απ' το Λυκαβηττό, απ' ανατολή σε δύση, πέρα - πέρα σ' όλη την έχταση των κυκλικών συνοικισμών μας, ζούσε ένας κόσμος πολύ αλλιώτικος. Δεν έπαιζαν αυτοί με δόγματα. Δε νοιάζονταν για αξιώματα. Δεν είχανε καιρό για χάσιμο. Δυο λέξεις μόνο ξέρανε: Λευτεριά - Αγώνας! Και τον φορτώσανε στους ώμους τους.
Στο κέντρο της Αθήνας, το αμαρτωλό εκείνο κέντρο, τη μισή αυτή σπιθαμή της Ελληνικής γης, όπου κυλιέται η κοσμικότητα κι οι λοιπές αρετές της, κι όπου φευγαλέα πατώντας το κάθε ξένη προσωπικότητα θάρρεψε τάχα μου πως γνώρισε απ' άκρου σ' άκρου την ψυχή της Ελλάδας ( ενώ η Ελλάδα είν' άλλη ), στο κέντρο της Αθήνας βγαίναν οι μεγαλόσχημες φυλλάδες υμνώντας τον καταχτητή, οι περισσότερες που γουργουρίζοντας σαν πυρωμένοι διάνοι, κυκλοφορούν ομοίως και σήμερα. Στ' απόμερα δρομάκια της Αθήνας, στις γωνιές, στο σκοτάδι, διασταυρώνουνταν οι αγωνιστές του παράνομου τύπου μας. Γύρω τριγύρω τους εβούιζαν τα χαφιεδολόι και τα μπλόκα.
Στο κέντρο της Αθήνας οι έμποροι του θανάτου μας χαχάνιζαν , στο σύμπαν, κι αποταμιεύοντας το αίμα της ζωής μας στις κασετίνες των μπιζού. Στ' απόμερα δρομάκια της Αθήνας , ακούστε τι γινότανε.
Ήταν Λαμπρή του ' 42. Στο σπίτι ενός καρχαρία, που λεγόταν Πεζάς, παρουσιάστηκαν στο τραπέζι γερά τα ψημένα αρνιά, και για να κάμουνε εντύπωση τους είχαν σύρμα στο λαιμό, για να κουνούνε το κεφάλι τους σαν να ' ταν ζωντανά. Δεν είχαν άλλο τίποτα, ν' απασχολήσουνε τη φαντασία. Μέσα σε σπίτι αγωνιστών δυο - τρεις μαζεύτηκαν κι εκεί να γιορτάσουν. Μάτισαν τα λεφτά τους σε ηρωικούς συνδυασμούς. Όσο περνούσε η ώρα ο άντρας του σπιτιού κοίταζε μ' αγωνία το ρολόι του:
" Αν δεν έρθουνε σε 5 λεφτά, δυο φίλες χάθηκαν απόψε", λέει.
Τα 5 λεφτά πέρασαν, και κάναν τάχα πως γιορτάζανε, και κανείς δε μιλούσε γι' αυτές που δεν ερχόνταν. Όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκανε, ήτανε σαν ν' αντίκριζες νεκρούς από τον τάφο. 
" Κολλήσαμε σ' όλες τις κεντρικές εκκλησίες, είπανε. Αύριο στη λειτουργιά, θα διαβάσει ο κόσμος τις προκηρύξεις. Τα φέραμε όμως ζόρικα. Σωθήκαμε μόνο απ' τη γούνα που φόραγε επίτηδες μια από μας. Κι όταν μάς ρίξαν στη Μητρόπολη, οι χωροφύλακες το φως απάνω μας, τους ακούμε να λένε: δεν τις βλέπεις με γούνα; άντρα περιμένουνε".
Γύριζες και τις κοίταγες! Κολλώντας έντυπα του αγώνα μας, πέρασαν τη Λαμπρή. Κι όμως ήταν ωστόσο τόσο νέες κι όμορφες, τόσο γνωστές κοπέλες μέσα στην Αθήνα...
Την ίδια εκείνη ώρα τα ψημένα αρνιά όλων των κυρίων Πεζάδων μας, κουνούσαν θριαμβευτικά απάνω στα τραπέζια τους, τ' αδειανά τους κεφάλια. Οι ιδιοχτήτες τους είναι που λέγονταν από τότε "πατριώτες". Οι ίδιοι είναι που λέγουνται "πατριώτες" και σήμερα. Οι κοπέλες που κολλούσαν τα έντυπα , λέγουνται τώρα " κουκουέδες ".
Ύστερα στο κέντρο της Αθήνας συντάσσονταν κατεβατά και στέλνονταν στο εξωτερικό, να κρύψουν την αλήθεια, να στραβώσουν τα πράματα, να δυσφημήσουν, να πομπέψουν αγνούς αγώνες και πολεμιστές.
Στ' απόμερα δρομάκια της Αθήνας, στις νύχτες, στο σκοτάδι, ανάμεσα στις σφαίρες, ξυστά δίπλα στο εχτελεστικό απόσπασμα, οι ηγέτες του ΕΑΜ συνεδριάζουν.

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το έργο της Μέλπως Αξιώτη, Απάντηση σε 5 ερωτήματα που εκδόθηκε το 1945 για πρώτη φορά σε 6000 αντίτυπα από τις εκδόσεις " Μαρή και Κοροντζή"  στη σειρά " Ελληνικά Θέματα " ( Κατοχή - Αντίσταση - Εμφύλιος ).
 Όπως σημειώνεται στη δεύτερη έκδοσή του " Η Απάντηση εξαντλήθηκε μέσα σε 15 μέρες ακριβώς. 6000 αντίτυπα. Δεν πρόφτασε να φτάσει ούτε στον Πειραιά. Φαινόμενο πρωτοφανές στις ελληνικές εκδόσεις.
Αυτό δείχνει τη δίψα του σημερινού κοινού για κάθε έντυπο που του μιλεί για τον αντιφασιστικό του αγώνα".
Μετά την έκδοση αυτού του βιβλίου η Μέλπω Αξιώτη βρέθηκε στην προσφυγιά.
Οι εκδόσεις Κέδρος εξέδωσαν την Απάντηση τον Σεπτέμβριο του 1974 ως ελάχιστο φόρο τιμής στην 
" μεγάλη ελληνίδα πεζογράφο που σ' όλη της ζωή αγωνίστηκε για ό,τι πιο άξιο και πιο δύσκολο δόθηκε στον άνθρωπο: τη λευτεριά."
Στην έκδοση αυτή του 1974 σημειώνεται επίσης ότι " δίνεται απάντηση σε πέντε βασικά ερωτήματα. Ουσιαστικά μια απάντηση σ' όλους αυτούς που, συνειδητά ή όχι, προσπάθησαν, μεταχειριζόμενοι και τα πιο ανήθικα μέσα, να " βρομίσουν " τον μεγαλειώδη εκείνο αγώνα του λαού μας ενάντια στους ξένους εισβολείς και τους ντόπιους προδότες"

 Το 1980 εντάχθηκε στο Γ' τόμο των Απάντων της που κυκλοφόρησε πάλι από τον Κέδρο με τον τίτλο Χρονικά σε φιλολογική επιμέλεια Μάρως Δούκα και Βασίλη Λαμπρόπουλου.

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Τί νὰ σοῦ πῶ, φθινόπωρο...



Τί νὰ σοῦ πῶ, φθινόπωρο, ποὺ πνέεις ἀπὸ τὰ φῶτα
τῆς πολιτείας καὶ φτάνεις ὡς τὰ νέφη τ᾿ οὐρανοῦ;
Ὕμνοι, σύμβολα, ποιητικές, ὅλα γνωστὰ ἀπὸ πρῶτα,
φυλλορροοῦν στὴν κόμη σου τὰ ψυχρὰ ἄνθη τοῦ νοῦ.
Γίγας, αὐτοκρατορικὸ φάσμα, καθὼς προβαίνεις
στὸ δρόμο τῆς πικρίας καὶ τῆς περισυλλογῆς,
ἀστέρια μὲ τὸ πρόσωπο, μὲ τῆς χρυσῆς σου χλαίνης
τὸ κράσπεδο σαρώνοντας τὰ φύλλα καταγῆς,
εἶσαι ὁ ἄγγελος τῆς φθορᾶς, ὁ κύριος τοῦ θανάτου,
ὁ ἴσκιος πού, σὲ μεγάλα βήματα· φανταστικά,
χτυπώντας ἀργὰ κάποτε στοὺς ὤμους τὰ φτερά του,
γράφει πρὸς τοὺς ὁρίζοντες ἐρωτηματικά...
Ἐνοσταλγοῦσα, ριγηλὸ φθινόπωρο, τὶς ὧρες,
τὰ δέντρα αὐτὰ τοῦ δάσους, τὴν ἔρημη προτομή.
Κι ὅπως πέφτουνε τὰ κλαδιὰ στὸ ὑγρὸ χῶμα οἱ ὀπῶρες,
ᾖρθα νὰ ἐγκαταλειφθῶ στὴν ἱερή σου ὁρμή.

Κώστας Καρυωτάκης, Ελεγεία και  Σάτιρες


Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Σ' αυτή τη γη κάτι πρέπει να κάνουμε αφού σε τούτον τον πλανήτη μάς γεννήσαν, και πρέπει να διορθώνουμε τ' ανθρώπινα γιατί δεν είμαστε ούτε πουλιά ούτε σκύλοι.

Ζητάνε μερικοί τούτο το ζήτημα τ' ανθρώπινο
που είναι όλο ονόματα κι επώνυμα και θρήνους,
να μην το βάλω μέσα στο βιβλίο μου,
να μην το γράψω μέσα στην ποίησή μου:
γιατί έτσι - λένε - η ποίηση πεθαίνει,
γι' αυτό δεν πρέπει - λένε κάποιοι - να το κάνω.
Κι αληθινά δεν θα τους ευχαριστήσω,
τους χαιρετώ, τους βγάζω το καπέλο,
στον Παρνασσό να τρέξουν, τους αφήνω,
σαν χαρωπά ποντίκια στο τυρί.
Σ' άλλη κατηγορία ανήκω εγώ,
γιατί δεν είμαι παρά ένας άνθρωπος,
άνθρωπος από σάρκα και οστά
κι όταν ξυλοκοπούν τον αδερφό μου
μ' ό,τι κρατάω θα τον υπερασπίσω
κι η κάθε μου αράδα κουβαλάει
κίνδυνο από μπαρούτι κι από σίδερο
που απάνω στους απάνθρωπους θα πέσει,
απάνω στους αγέρωχους και στους σκληρούς.
Μα η τιμωρία της οργισμένης μου ειρήνης
δεν απειλεί ούτε φτωχούς ούτε καλούς :
με το λυχνάρι τους γυρεύω αυτούς που πέφτουν,
δροσίζω τις πληγές τους και τις κλείνω
κι αυτές είναι οι δουλειές του ποιητή
του αεροπόρου και του ανθρακωρύχου.
Σ' αυτή τη γη κάτι πρέπει να κάνουμε
αφού σε τούτον τον πλανήτη μάς γεννήσαν,
και πρέπει να διορθώνουμε τ' ανθρώπινα
γιατί δεν είμαστε ούτε πουλιά ούτε σκύλοι.
Γι' αυτό λοιπόν, αν επειδή χτυπάω
ό,τι είναι μισητό και τραγουδάω
εκείνους που αγαπώ, θελήσει η ποίηση
να εγκαταλείψω τις ελπίδες που κηρύχνω,
τότε θα πάω με το νόμο το δικό μου,
μαζεύοντας άστρα σωρό και πανοπλίες,
γιατί μπρος στο σκληρό Αμερικάνικο καθήκον μου
δε μ' ενδιαφέρει ένα τριαντάφυλλο
περσότερο ή λιγώτερο:
έχω συνθήκη αγάπης με την ομορφιά
(μα) έχω συνθήκη αίματος με το λαό μου.

Pablo Neruda,Άπαντα ,τ.1, μεταφρ. Δανάη Στρατηγοπούλου, Εκδόσεις Άλμπατρος

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Μνήμη Διδώς Σωτηρίου

Ένα μικρό κορίτσι ξεκινάει απ' τ' ανώμαλα καλντερίμια μιας επαρχιακής πόλης της Μικρασίας, που λέγεται Αϊντίνι. Το μελαχρινό πρόσωπό του με τα μαύρα μάτια το πλαισιώνουν ολόξανθες μπούκλες που πέφτουν καλαίσθητα, κάτω από ένα ροζ, ανάλαφρο καπελάκι, χαρωπό σύμβολο μιας ρόδινης , ξένοιαστης ζωής. Εκείνες οι παιδιάστικες μπουκλίτσες , που ήταν απαλές σαν μετάξι κι έλαμπαν σαν το χρυσάφι στον ήλιο, έδιναν στο χλωμό κοριτσίστικο πρόσωπα μια παράξενη χάρη, μια υπόσχεση, μια ελπίδα...
Κι όμως , δεν ήταν αληθινές! Τις είχαν αγοράσει και ράψει πάνω στο καπέλο του παιδιού για να σκεπάσουν και να εξωραΐσουν μια ασχήμια , έναν επίμονο, καταλυτικό "ψωροφύτη ", που είχε αναγκάσει τους γονιούς του κοριτσιού να κουρέψουν σύρριζα, με την αμείλιχτη ψιλή μηχανή τα πλούσια μαλλιάτου.
Έτσι, μια από τις πρώτες διδαχές που πήρε η μικρούλα εκείνη ήταν πως εξωραΐζονται ακόμα και οι ασχήμιες της ζωής, φτάνει να μη διστάζει κανείς να κρύψει την πραγματικότητα μ' ένα όμορφο, χρυσωμένο ψέμα...
Θα παραξενευτούν πολλοί που αρχίζω τούτη δω την ιστορία, μια μακριά, αλήθεια ιστορία, γεμάτη πάθη, συγκρούσεις, πολέμους και κοινωνικές αναστατώσεις, πρωτομιλώντας για ένα ροζ καπέλο με λίγες ψεύτικες , ξανθές μπούκλες. Μπορεί μάλιστα και να σκεφτούν πως όλα τούτα μοιάζουν με μαθητική έκθεση. Κι όμως εμένα αυτή η ασήμαντη λεπτομέρεια μ' απασχολεί, σχεδόν με προκαλεί, παρ' όλα τα χρόνια που πέρασαν από τότε.
Καθώς γυρίζω πίσω στο 1918 και δοκιμάζω να περπατήσω ψηλαφητά μέσα στην αχλή των παιδικών μου αναμνήσεων πρωτοανταμώνομαι μ' αυτή την παράξενη εικόνα: το κορίτσι με τον ψωροφύτη και τις δεκατέσσερις ψεύτικες μπούκλες. Γιατί ήταν πραγματικά τόσες, όσοι ακριβώς και οι υποβλητικοί εκείνοι Δεκατέσσερις όροι του Αμερικάνου προέδρου Ουίλσον που άφησαν τη σφραγίδα τους στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν σαν σίφουνας και σαν μπόρα.
Μα η Μικρασία, που πλήρωσε την απάτη της πολιτικής της Αντάντ, δεν ήταν ψεύτικη και κανένα χρυσωμένο ψέμα δεν μπορεί να σκεπάσει την τραγική μοίρα των Ελλήνων που την κατοικούσαν. Ήταν μια χώρα με χώματα καρπερά, ευλογημένα, χορτάτα από βλάστηση. Σαν άνοιγες την Κυριακή τις πόρτες των σπιτιών , αντάμωνες έναν κόσμο δουλευτάδων με την καθαρή του αλλαξιά, το γιορτινό του τραπέζι, το ρακί του, το μερτικό του στη χαρά και άσβηστο τον πόθο να λυτρωθεί απ' τη ραγιαδοσύνη. Κι ύστερα πέρασε πάνω απ' αυτή τη χώρα ο " ψωροφύτης" του πολέμου κι ακολούθησε η ξυριστική μηχανή του ξεριζωμού...
Μη σας παραπλανήσουν ωστόσο οι εύκολες αυτές μεταφορές και φανταστείτε πως η μικρή με τις ψεύτικες , ξανθές μπούκλες είναι κανένα σκαρωμένο σύμβολο. Η μικρή, που άφηνε πρόωρα, τον ξέγνοιαστο παιδιάτικο κόσμο της και ξεκινούσε ανυπόμονη για τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής, ήμουν εγώ η ίδια. Και η μάνα μου, απελπισμένη για κείνο το αναπάντεχο πάθημά μου, έβαλε όλη τη φαντασία της να το καλύψει, για τα μάτια του κόσμου και τα δικά της. Ήμουν,αλήθεια,  ένα τόσο άσκημο κι ασθενικό παιδί!
Καλύτερα όμως να σας συστηθώ εξαρχής, μια και θα γνωριστούμε καλά. Το όνομά μου είναι Αλίκη Μάγη. Μα αν βιάζομαι να συστηθώ, δεν πάει να πει πως είμαι και η κεντρική ηρωίδα . Μια αφηγήτρια είμαι. Οι ήρωες είναι πολλοί και ο καθένας τους ξεπροβάλλει με την ώρα του, γέννημα θρέμμα της ταραγμένης του εποχής.( από τον πρόλογο )



 Διδώ Σωτηρίου, Μέσα στις φλόγες,παιδικό μυθιστόρημα, Κέδρος , Αθήνα 1996, 28η έκδοση.
Η ιστορία του βιβλίου είναι παρμένη από το μυθιστόρημα " Οι νεκροί περιμένουν " ειδικά δουλεμένη για παιδιά.

" Η Διδώ Σωτηρίου πρέπει να ξέρει πολύ καλά το παιδί και την ψυχολογία του. Γι' αυτό και οι σελίδες που περιγράφονται οι αντιδράσεις της νεαρής ηρωίδας κλείνουν τόση θέρμη και συγκίνηση.." 
Βάσος Βαρίκας, Βήμα, 1/1/59 ( στο οπισθόφυλλο)

Marta Lidia Ugarte Román ― Η άγνωστη ιστορία της Μάρτα Ουγκάρτε

Η Χιλιανή ηρωίδα Μάρτα Ουγκάρτε - Marta Lidia Ugarte Román (29 Ιούλη 1934 – 9 Σεπτέμβρη 1976) ήταν πανεπιστημιακή καθηγήτρια, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής (CPC), υπεύθυνη του τομέα Εθνικής Παδείας και συνεργάτιδα του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Από την πρώτη στιγμή του πραξικοπήματος του στρατηγού Πινοτσέτ, στις 11 Σεπτέμβρη του 1973, η Μάρτα Ουγκάρτε καταζητήθηκε και μπήκε στην παρανομία. Πιάστηκε από πράκτορες της Χιλιάνικης μυστικής αστυνομίας DINA, στις 9 Αυγούστου του 1976.
Στις 12 Σεπτέμβρη του 1976, στην παραλία Λα Μπαλένα, βόρεια του Σαντιάγκο της Χιλής, ένας ψαράς βρήκε το κομματιασμένο πτώμα μιας γυναίκας μέσα σε ένα τσουβάλι. Το σώμα είχε πολλές πληγές και εγκαύματα από βασανιστήρια. Στον λαιμό υπήρχε ακόμα το σύρμα με το οποίο τη στραγγάλισαν. Όλα τα νύχια είχαν ξεριζωθεί. Αμέσως στο θέμα δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα. Ο κατευθυνόμενος από τη χούντα τύπος έκανε λόγο για «έγκλημα πάθους». Εκείνες τις μέρες πολλές οικογένειες αναζητούσαν δικούς τους που είχαν «εξαφανιστεί». Οι στρατιωτικοί δήλωναν «αμέτοχοι» και απαγόρευαν οποιαδήποτε έρευνα.
Οι αδελφές της Μάρτα Ουγκάρτε με τη βοήθεια του οδοντιάτρου της και μετά από επίπονη προσπάθεια μπόρεσαν να δουν το πτώμα και να το αναγνωρίσουν. Σύμφωνα με τη νεκροψία, ο θάνατος της Μάρτα ήταν αποτέλεσμα των βασανιστηρίων που υπέστη εν ζωή: κάταγμα σπονδυλικής στήλης, κοιλιακά και θωρακικά τραύματα, πολλαπλά κατάγματα πλευρών, διαλυμένο συκώτι και σπλήνας, εξάρθρωση των ώμων και των γοφών και διπλό κάταγμα στο δεξιό βραχίονα. Ξεψύχησε στις  9 Σεπτέμβρη του 1976.
Οι αρχές, στρατιωτικοί, αστυνομία και δικαστές, αρνήθηκαν οποιαδήποτε σχέση με το έγκλημα. Ωστόσο, λίγες μέρες μετά, ο συνδικαλιστής Πέντρο Χάρα Αλεγκρία (Pedro Jara Alegria), βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του, δήλωσε πως η Μάρτα Ουγκάρτε ήταν για μέρες συγκρατούμενή του στη διαβόητη Βίλα Γκριμάλντι (Villa Grimaldi), το κέντρο των βασανιστηρίων των μυστικών υπηρεσιών (DINA).

Από τον τύπο της εποχής

Η αλήθεια αποκαλύφτηκε μετά από δεκαπέντε χρόνια. Ορισμένοι βασανιστές έχοντας τύψεις περιέγραψαν με λεπτομέρειες ανατριχιαστικά εγκλήματα. Τους ομήρους, ακόμα και όσους βρίσκονταν στη ζωή, τους έδεναν μαζί με κομμάτια από σιδηροδρομικές γραμμές, τους έβαζαν σε τσουβάλια και κατόπιν τους έριχναν στη θάλασσα από ελικόπτερο. Η Μάρτα Ουγκάρτε είναι το μόνο από τα 1000 περίπου θύματα αυτής της μεθόδου που βρέθηκε.
Σύμφωνα με ομολογία βασανιστή που βρισκόταν στο ελικόπτερο από το οποίο καταπόντισαν το πτώμα της αγωνίστριας, η βιασύνη τους να εκτελέσουν την «αποστολή» τους είναι ο λόγος που δεν το έδεσαν καλά με το καλώδιο πάνω στο κομμάτι της σιδηρογραμμής, με αποτέλεσμα το άψυχο σώμα να απελευθερωθεί από το κομμάτι σίδερο και να βγει στην επιφάνεια της θάλασσας. Στο βυθό της θάλασσας στο σημείο που βρέθηκε το πτώμα της, υπήρχαν εκατοντάδες ακόμα υπολείμματα σιδηρογραμμών.

Η Μάρτα Ουγκάρτε

Στις 16 Γενάρη του 2005 ο υπεύθυνος του θανάτου της Μάρτα Ουγκάρτε και εκατοντάδων ακόμα ανθρώπων, ο αρχιβασανιστής λοχαγός του στρατού Γκέρμαν Μπαρίγκα (German Barriga) εξομολογήθηκε τα εγκλήματά του στην εκκλησία Sor Teresa de los Andes και την επόμενη μέρα αυτοκτόνησε πηδώντας από μια ταράτσα. Άφησε γράμμα λέγοντας πως η ζωή του είναι δύσκολη «τώρα που όλοι ξέρουν το παρελθόν» του και ότι δεν αντέχει στην ιδέα της φυλακής.
Την υπόθεση της Μάρτα Ουγκάρτε ανέδειξε ο Χιλιανός σκηνοθέτης Πατρίτσιο Γκουσμάν σε ταινία του.
Οι  Πατρίτσιο Μανς (Patricio Manns) και  Μανουέλ Μερίνο (Manuel Merino) συνέθεσαν το τραγούδι "Vino del mar" (κατά λέξη «σαρώθηκε από τη θάλασσα»), αφιερωμένο στη Μάρτα Ουγκάρτε, το οποίο ερμήνευσε η φημισμένη Χιλιάνικη μπάντα Inti-Illimani.

Ο Μανς δήλωσε ότι το τραγούδι του είναι ένας φόρος τιμής «στη γενναιόδωρη μαχήτρια, έξυπνη και όμορφη ακτιβίστρια που δολοφονήθηκε με σπάνιας αγριότητας τρόπο και πως το έγκλημα αυτό είναι σα να διαπράχτηκε ενάντια σε όλες τις γυναίκες της Χιλής, της ηπείρου, ενάντια σε όλες τις γυναίκες του κόσμου, και ότι δεν πρέπει να γίνει αποδεκτό».
Ευχαριστώ τον φίλο του ιστολογίου "Οικοδόμος" oriverman για την αποστολή του βίντεο.
Η ανάρτηση είναι βασισμένη σε πληροφορίες που πήρα από το βίντεο και την ισπανική βικιπαίδεια. Η προσπάθεια για απόδοση στα ελληνικά  κάποιων στοιχείων έγινε με τη βοήθεια της γκουγκλ. 

Δευτέρα 22 Σεπτέμβρη 2014. 

 Η ανάρτηση αναδημοσιεύεται από το φιλικό ιστολόγιο  Οικοδόμος


Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

"Δεν έχω τη χαρούμενη αισιοδοξία του πουλιού. Μα όσο φως κέρδισα, το κέρδισα με τα δικά μου μάτια. Σ’ όλη τη ζωή μου γκρέμιζα τα κάστρα της νύχτας… μα τα κάστρα δεν τέλειωσαν, ούτε θα τελειώσουν..."

-Λυπάμαι για την απόγνωσή σας και για τα βαριά προαισθήματα που σας περικυκλώνουν. Δεν έχω τη χαρούμενη αισιοδοξία του πουλιού. Μα όσο φως κέρδισα, το κέρδισα με τα δικά μου μάτια. Σ’ όλη τη ζωή μου γκρέμιζα τα κάστρα της νύχτας… μα τα κάστρα δεν τέλειωσαν, ούτε θα τελειώσουν.
-Τότε λοιπόν, πώς γίνεται να βλέπετε τον κόσμο φωτεινό;
-Δεν έχω κανένα ζευγάρι γυαλιά που να δείχνουν τον κόσμο άσπρο. Όσα είναι μαύρα θα μείνουν μαύρα. Εγώ μόνο θα σας δείξω εκείνα που είναι άσπρα.
-Δεν υπάρχει άσπρο στη φύση!
-Αυτό το λένε οι καθηγητές της Σχολής Καλών Τεχνών. Υπάρχει τίποτα πιο άσπρο απ’ το κάτασπρο φουστάνι της αγαπημένης μας; Υπάρχει τίποτα σ’ αυτή τη γη που να είναι πιο άσπρο απ’ τους αφρούς που ανθίζουν στις ελληνικές θάλασσες;

Το βατράχι είναι ευτυχισμένο μες στο βούρκο του. Εμείς γιατί να είμαστε δυστυχισμένοι μες στο φως μας;

Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια… Να πάω πολύ μακριά απ’ αυτό το βιβλίο… Ν’ αφήσω τις σελίδες του να σκεπαστούν απ’ τη σκόνη… Να ζεσταθώ κάτω απ’ άλλους αστερισμούς… Να γευτώ κι άλλη λύπη… Να πω κι άλλα «τετέλεσται»… για να καταλάβω ότι δεν είν’ ανάγκη να τρελαθεί κανείς για να γίνει -ή για να νομίζει ότι έγινε- ευτυχισμένος.
Ευτυχισμένος δε θα γίνεις ούτε σαν τρελός ούτε σα γνωστικός. Στον κόσμο αυτό πρέπει να το πάρεις απόφαση: Και καλλιτέχνης κι ευτυχισμένος δε θα γίνεις. Την ευτυχία ή θα την γευτείς ή θα την προετοιμάσεις για τους άλλους. Και τα δυο μαζί δε γίνεται. Η ζωή σε διάλεξε για να την υπηρετήσεις. Όχι για να την απολάψεις. Και θα την υπηρετήσεις χωρίς βαρυγγόμια και χωρίς αμοιβή. Είσαι ο αφανής μεταλλωρύχος που δουλεύεις μόνος, ασυντρόφευτος, βαθιά στην πικρή γη, για να βγάλεις το λαμπερό μέταλλο για τους άλλους. Εσύ είσαι ο στρατιώτης –ο χωρίς σχηματισμό, ο μονομάχος, ο Τάνταλος, ο Σαμψών. Θα πάρεις κάστρα, θ’ ανεβάσεις νερό, θ’ αλέσεις αλάτι… κι ύστερα θα υποκλιθείς και θα παρακαλέσεις τους ανθρώπους να τα λάβουν.
Την προσωπική σου ευτυχία δεν θα βρεις υλικά  να τη φτιάξεις. Θα την ανακαλύψεις μόνος σου μέσα στα ξένα μάτια, στην ξένη χαρά, στο ξένο τραγούδι. Πρέπει να συνηθίσεις ν’ αγαπάς εκείνο που σου λείπει. Να συνηθίσεις ν’ αντέχεις εκείνο που έχεις.
Αλλά τότε… Αν είναι έτσι όπως το λες, πώς μπόρεσες, εσύ, χωρίς ευτυχία, να σύρεις ως εδώ την ύπαρξή σου; Σήμερα τελειώνει ένας αιώνας. Μήπως ανακάλυψες μέσα απ’ τα ρουμάνια της ζωής, κανένα μονοπάτι που να μπορείς να το περάσεις χωρίς να ξεσκιστείς;
Όχι. Ανακάλυψες, όμως κάτι άλλο: Τη μέθοδο να δίνεις λίγη ευτυχία στους άλλους. Τα λεξικά δεν την γράφουν έτσι… Τη λένε «μαρτύριο», αλλά -ποιος ξέρει;- μπορεί αυτή να είναι η πραγματική -και η μόνη- Ε υ τ υ χ ί α.

Αθήνα 1956
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ, Έκσταση
( Από τον επίλογο της δεύτερη έκδοσης, εκδόσεις Δωρικός)

                                                           


Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Ο βασιλιάς της Ασίνης


Ἀσίνην τε...
ΙΛΙΑΔΑ

Κοιτάξαμε ὅλο τὸ πρωὶ γύρω-γύρω τὸ κάστρο
ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἴσκιου ἐκεῖ ποὺ ἡ θάλασσα
πράσινη  καὶ  χωρὶς ἀναλαμπή, τὸ  στῆθος σκοτωμένου παγωνιοῦ
Μᾶς δέχτηκε ὅπως ὁ καιρὸς χωρὶς κανένα χάσμα.
Οἱ φλέβες τοῦ βράχου κατέβαιναν ἀπὸ ψηλὰ
στριμμένα κλήματα γυμνὰ πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ ἄγγιγμα τοῦ νεροῦ, καθὼς τὸ μάτι ἀκολουθώντας τις
πάλευε νὰ ξεφύγει τὸ κουραστικὸ λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ὁλοένα.


Ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἥλιου ἕνας μακρὺς γιαλὸς ὁλάνοιχτος
καὶ τὸ φῶς τρίβοντας διαμαντικὰ στὰ μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανὸ τ᾿ ἀγριοπερίστερα φευγάτα
κι ὁ βασιλιὰς τῆς  Ἀσίνης ποὺ τὸν γυρεύουμε δυὸ χρόνια τώρα
ἄγνωστος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους κι ἀπὸ τὸν  Ὅμηρο
μόνο μία λέξη στὴν  Ἰλιάδα κι ἐκείνη ἀβέβαιη
ριγμένη ἐδῶ σὰν τὴν ἐντάφια χρυσὴ προσωπίδα.

Τὴν ἄγγιξες, θυμᾶσαι τὸν  ἦχο της; κούφιο μέσα στὸ φῶς
σὰν τὸ στεγνὸ πιθάρι στὸ σκαμμένο χώμα-
κι ὁ ἴδιος ἦχος μὲς στὴ θάλασσα μὲ τὰ κουπιά μας.
Ὁ βασιλιὰς τῆς  Ἀσίνης ἕνα κενὸ κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα
παντοῦ μαζί μας παντοῦ μαζί μας, κάτω ἀπὸ ἕνα ὄνομα:
«Ἀσίνην τε... Ἀσίνην τε...»
                                       καὶ τὰ παιδιά του ἀγάλματα
κι οἱ πόθοι του φτερουγίσματα πουλιῶν κι ὁ ἀγέρας
στὰ διαστήματα τῶν στοχασμῶν του καὶ τὰ καράβια του
ἀραγμένα σ᾿ ἄφαντο λιμάνι-
κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα ἕνα κενό.



Πίσω ἀπὸ τὰ μεγάλα μάτια τὰ καμπύλα χείλια τοὺς βοστρύχους
ἀνάγλυφα στὸ μαλαματένιο σκέπασμα τῆς  ὕπαρξής μας
ἕνα σημεῖο σκοτεινὸ ποὺ ταξιδεύει σὰν τὸ ψάρι
μέσα στὴν  αὐγινὴ γαλήνη τοῦ πελάγου καὶ τὸ βλέπεις:
ἕνα κενὸ παντοῦ μαζί μας.
Καὶ τὸ πουλὶ ποὺ πέταξε τὸν  ἄλλο χειμώνα
μὲ σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωῆς,
κι ἡ νέα γυναίκα ποὺ ἔφυγε νὰ παίξει
μὲ τὰ σκυλόδοντα τοῦ καλοκαιριοῦ
κι ἡ ψυχὴ ποὺ γύρεψε τσιρίζοντας τὸν κάτω κόσμο
κι ὁ τόπος σὰν τὸ μεγάλο πλατανόφυλλο ποὺ παρασέρνει
   ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου
μὲ τ᾿ ἀρχαῖα μνημεῖα καὶ τὴ σύγχρονη θλίψη.


Κι ὁ ποιητὴς ἀργοπορεῖ κοιτάζοντας τὶς πέτρες κι ἀνα-
   ρωτιέται
ὑπάρχουν ἄραγε
ἀνάμεσα στὶς χαλασμένες τοῦτες γραμμὲς τὶς ἀκμὲς τὶς
    αἰχμὲς τὰ κοῖλα καὶ τὶς καμπύλες
ὑπάρχουν ἄραγε
ἐδῶ ποὺ συναντιέται τὸ πέρασμα τῆς  βροχῆς τοῦ ἀγέρα
   καὶ τῆς  φθορᾶς
ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς
ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ ζωή μας
αὐτῶν ποὺ ἀπόμειναν σκιὲς κυμάτων καὶ στοχασμοὶ μὲ
   τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ πελάγου
ἢ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος
ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς
ἐκεῖ ποὺ μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας
σὰν τὰ κλωνάρια τῆς  φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα μέσα στὴ
   διάρκεια τῆς  ἀπελπισίας
ἐνῶ τὸ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργὰ βοῦρλα ξεριζωμένα
   μὲς στὸ βοῦρκο
εἰκόνα μορφῆς ποὺ μαρμάρωσε μὲ τὴν ἀπόφαση μιᾶς πί-
   κρας παντοτινῆς.
Ὁ ποιητὴς ἕνα κενό.


Ἀσπιδοφόρος ὁ ἥλιος ἀνέβαινε πολεμώντας
κι ἀπὸ τὸ βάθος τῆς  σπηλιᾶς μία νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στὸ φῶς σὰν τὴ σαΐτα πάνω στὸ σκουτάρι:
«Ἀσίνην τε Ἀσίνην τε...». Νἄ ῾ταν αὐτὴ ὁ βασιλιὰς τῆς
    Ἀσίνης
ποὺ τὸν  γυρεύουμε τόσο προσεχτικὰ σὲ τούτη τὴν ἀκρό-
    πόλη
ἀγγίζοντας κάποτε μὲ τὰ δάχτυλά μας τὴν ὑφή του πάνω
    στὶς πέτρες.


   Γιῶργος Σεφέρης ,   Ἀσίνη, καλοκαίρι ῾38 - Ἀθήνα, Γεν. ῾40
 

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Το υπόγειο ρεύμα



Στις αρχές του 20ου αιώνα και κάτω από την επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης δημιουργήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ( ΗΠΑ) η προλεταριακή λογοτεχνία, η αμερικάνικη προλεταριακή λογοτεχνία. 
Πολλή κουβέντα έχει γίνει για το περιεχόμενο αυτής της λογοτεχνίας και τους δημιουργούς της στην Αμερική.  Καλλιεργήθηκε σε μια εποχή που εκδηλωνόταν έντονη και σκληρή ταξική αντιπαράθεση και παράλληλα οργανωνόταν ένα συνδικαλιστικό κίνημα με ταξικό προσανατολισμό. Συγχρόνως  δρούσε ένα Κομμουνιστικό Κόμμα με μεγάλη επιρροή στους εργαζόμενους, αλλά και στις γυναίκες και στους μαύρους.  

Ποιοι όμως δημιούργησαν την προλεταριακή λογοτεχνία; Συχνά οι λογοτέχνες δεν ήταν οι ίδιοι προλετάριοι. Τα προβλήματα όμως της εποχής τους, που εντάθηκαν με την οικονομική κρίση του 1929, οδηγούσαν τους συγγραφείς της μεσαίας κυρίως τάξης στις γραμμές του προλεταριάτου. Ο πόλεμος, η ανεργία, η εξάπλωση της κρίσης δεν τους άφηναν ασυγκίνητους. Προσπαθούσαν να δουν την πραγματικότητα με άλλα μάτια, από τη σκοπιά της εργατικής τάξης. Κατά συνέπεια εμπνέονταν από τους αγώνες της, τα προβλήματα της και  τα μετέτρεπαν  σε τέχνη  αποκαλύπτοντας συγχρόνως την εκμετάλλευση πάνω στην οποία στηρίζεται η οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα.

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι διαφώνησαν με τον όρο προλεταριακή λογοτεχνία και το περιεχόμενό της. Ταύτισαν μάλιστα αυτή τη λογοτεχνία με την προπαγάνδα προσπαθώντας να υποβαθμίσουν το ρόλο της και την αξία της.

Πολλοί όμως ήταν οι μεγάλοι λογοτέχνες που εκπροσώπησαν την προλεταριακή λογοτεχνία και μάλιστα βραβεύτηκαν για το έργο τους( Apton Sinclair, John  Steinbeck ,Richard Nathaniel Wright κ.α) 


Ένας από τους συγγραφείς αυτούς είναι ο Albert Maltz. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1908 και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και στο Γέιλ. Ασχολήθηκε με το Θέατρο και τον Κινηματογράφο. Στη συνέχεια έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα. Το 1935 εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και το 1947 κλήθηκε να καταθέσει μαζί με άλλους εννέα στην Επιτροπή  Αντιαμερικανικών Υποθέσεων ως ύποπτοι για κομμουνιστική διείσδυση στον Κινηματογράφο. Όλοι μαζί αποτέλεσαν την ομάδα  « Hollywood 10»  , οι οποίοι αρνήθηκαν να καταδώσουν συνεργάτες τους και γι’ αυτό μπήκαν στη μαύρη λίστα και στη συνέχεια, το 1950, φυλακίστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα.  


Γράφει ο ίδιος :

« Το κελί της φυλακής μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα, όπως και να’ ναι όμως, για τον πολιτικό κρατούμενο είναι χώρος στοχασμού. Δεν μπορεί να’ χεις συνέχεια μπροστά σου ατσαλένια κάγκελα και να μη σκέφτεσαι. Οι τοίχοι του μπετόν διδάσκουν μόνοι τους φιλοσοφία.

Έμαθα πολλά πράγματα στη φυλακή. Μα πρώτα απ’ όλα έμαθα να εκτιμώ την πραγματική αξία της ασύλληπτης δύναμης που κλείνει μέσα της η ανθρωπότητα όταν την κινεί ένα ιδανικό...Δεν είναι καθόλου ευχάριστο να είσαι φυλακισμένος. Όταν , όμως φυλακίζονται άνθρωποι τίμιοι, μόνο και μόνο επειδή μίλησαν στο όνομα της ανθρωπότητας, τότε το σίδερο και η πέτρα γίνονται πράγματα ομιλητικά και αντιδονούν τη δύναμη των ιδεών. Τότε το αφτί του φυλακισμένου ακούει, το μάτι του βλέπει και η καρδιά του χτυπά στο ρυθμό του κόσμου που τραβάει μπροστά».



Το υπόγειο ρεύμα είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Albert Maltz. Η υπόθεση εκτυλίσσεται  στο Ντιτρόιτ το  χειμώνα του 1936 και αντανακλώνται δημιουργικά σε αυτή οι κρίσιμοι αγώνες στην αυτοκινηβιομηχανία General Motors . Με δραματικό τρόπο ο συγγραφέας συνδυάζει τα πραγματικά γεγονότα με τη φαντασία και συνθέτει ένα εξαιρετικό κοινωνικό και πολιτικό μυθιστόρημα .


Τρία μερόνυχτα διαρκεί η ιστορία. Αναπτύσσεται σε δύο παράλληλα επίπεδα. Από τη μια μεριά η ζωή και η δράση του κομμουνιστή Πρίνσι που δουλεύει με ψευδώνυμο στο εργοστάσιο Τζέφερσον Μότορς και προσπαθεί μαζί με τους συντρόφους του να οργανώσουν τους εργάτες. Και από την άλλη η προσπάθεια της εργοδοσίας να διεισδύσει με χαφιέδες μέσα στην οργάνωση και να διαβρώσει το συνδικαλιστικό κίνημα. Συγχρόνως  κάτω από τον μανδύα του πατριωτισμού και του αμερικανισμού οργανώνεται και δρα η Μαύρη Λεγεώνα, μυστική φασιστική οργάνωση που την επανδρώνουν και τη στηρίζουν επιχειρηματίες και κορυφαία στελέχη του πολιτικού κόσμου των ΗΠΑ. Με αυτήν εμπλέκεται  ο Κέλογκ , επικεφαλής της οργάνωσης , φανατικά αφοσιωμένος στους σκοπούς της  , οπαδός της ωμής βίας. Άνθρωπος αποτυχημένος και δειλός με πολλά προσωπικά προβλήματα που βρίσκει διέξοδο και ευχαρίστηση στην εκδίκηση και τον εκφοβισμό.  Αδίστακτος , ψυχρός εκτελεστής . Μέσω αυτού μυείται  και ο Γκρεμπ, προσωπάρχης του εργοστασίου Τζέφερσον Μότορς. Πιο εκλεπτυσμένος, προερχόμενος από την εργατική τάξη αναρριχήθηκε κοινωνικά αξιοποιώντας τον κυνισμό και την υπέρμετρη φιλοδοξία του.  Αυτά τα χαρακτηριστικά του τον οδηγούν στη Μαύρη Λεγεώνα που τη θεωρεί ένα σκαλοπάτι για να πετύχει τους σκοπούς του  και να διαλύσει το συνδικαλιστικό κίνημα των εργατών.

Αυτά τα τρία πρόσωπα τα δένει μεταξύ τους η απαγωγή και η δολοφονία του Πρίνσι. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο Μαλτς αναδεικνύει με συνταρακτικό τρόπο τη σύγκρουση ανάμεσα στις διαφορετικές ιδεολογίες, τακτικές και μεθόδους. Στη μια μεριά ο αγώνας για τη ζωή , στην άλλη ο δρόμος που οδηγεί στο σκοτάδι.

Ο Γκρεμπ αποσκοπεί να προσεταιριστεί τον Πρίνσι , να τον χρησιμοποιήσει σαν δούρειο ίππο για να διαλύσει το συνδικάτο και να τσακίσει το συνδικαλιστικό κίνημα στην αυτοκινητοβιομηχανία. Έχει μάθει να πληρώνει και να προσελκύει διάφορους αδύναμους χαρακτήρες με το μέρος του . Αυτοί είναι κυρίως άνθρωποι με ποινικά αδικήματα, φυλακισμένοι, περιθωριακοί. Έχει λοιπόν τον τρόπο του να τους χρησιμοποιεί εναντίον των άλλων.  Η φθορά της συνείδησης με τον χρηματισμό της. Κατά τον ίδιο τρόπο νόμιζε ότι θα λυγίσει και τον Πρίνσι.

Στην πολύ δυνατή κουβέντα που γίνεται ανάμεσα στο Γκρεμπ και τον Πρίνσι αποκαλύπτονται οι μέθοδοι του συστήματος και η δράση του. Στους διαλόγους που ανταλλάσσονται συγκρούονται μετωπικά δύο διαφορετικοί κόσμοι, διαφορετικές αξίες και τρόποι ζωής.

Ο προσωπάρχης της Τζέφερσον Μότορς  προσπαθεί να πείσει με διάφορους τρόπους τον Πρίνσι να εγκαταλείψει τις ιδέες του, να προδώσει τους συντρόφους του και να συνεργαστεί μαζί του. Παρακολουθούμε τα επιχειρήματά του που ξεκινούν με ήπιο τρόπο , συγκαταβατικό για να φτάσουν σιγά σιγά στην κορύφωση και την απειλή του θανάτου αν δεν δεχθεί τη συνεργασία ο Πρίνσι.

Ο Πρίνσι  βρίσκεται μπροστά σε μια δύσκολη απόφαση. Κρίνεται η ζωή του, αλλά και το όνειρο για μια καλύτερη ζωή , τα ιδανικά του. Η εσωτερική πάλη , η συνειδησιακή σύγκρουση  για την απόφαση συνταράσσουν τον αναγνώστη γιατί γίνονται μέσα στη ψυχή και στο νου ενός ανθρώπου και όχι υπερ- ανθρώπου.   Ο Πρίνσι  είναι νέος, έχει όνειρα, είναι μαχητής  και πεισματάρης . Μάχεται και με τον ίδιο του τον εαυτό. Σκέφτεται τις πράξεις του, τα λάθη του, τις αδυναμίες του. Τις σκέψεις του πότε τις μεταφέρει ο αφηγητής και πότε δίνονται μέσα από ένα εφιαλτικό όνειρο, τις  αναμνήσεις του,με εσωτερικό μονόλογο.

Δεν ήθελε να πεθάνει, αλλά δεν μπορούσε να προδώσει τίποτε από αυτά που αγάπησε στη ζωή του και αγωνίστηκε να τα πραγματοποιήσει. Δεν μπορούσε να προδώσει την ιδεολογία του, το Κόμμα του, τους συντρόφους του, την αγαπημένη του.

Ο σεβασμός, η αξιοπρέπεια , οι αρχές με τις οποίες επέλεξε να ζήσει συγκρούονται με όσα ο Γκρεμπ του προσφέρει.

Επομένως η απόφασή του να επιλέξει  να πεθάνει ουσιαστικά είναι απόφαση υπέρ της ζωής. Της ζωής των άλλων , των ανθρώπων του και όλων εκείνων που θα συνεχίσουν να ονειρεύονται μια καλύτερη κοινωνία και θα αγωνίζονται γι’ αυτήν.

Πιστός στο υπόγειο ρεύμα της ζωής του.


 « Το βασικό είναι να μένει ο άνθρωπος σταθερός στο ιδανικό του. Αυτό και τίποτε άλλο – είναι το υπόγειο ρεύμα της ζωής  του. Δίχως αυτό δεν είναι τίποτα. Δεν μπορώ να προδώσω! Όποιος προδίνει το ιδανικό του χάνεται.»


Οι υπόλοιποι χαρακτήρες που πλαισιώνουν το έργο είναι  οι εργάτες – σύντροφοι κομμουνιστές του Πρίνσι και οι συνεργάτες των Κέλογκ και Γκρεμπ. Οι πρώτοι  συνδέονται μεταξύ τους με τα κοινά σοσιαλιστικά  ιδανικά, τα όνειρα αλλά και τις προσπάθειες να αλλάξουν τόσο οι ίδιοι όσο και οι δικοί τους άνθρωποι, να συνειδητοποιηθούν ταξικά. Κινητοποιούνται άμεσα όταν πληροφορούνται  την απαγωγή του Πρίνσι και συμμετέχουν  με αυταπάρνηση στις έρευνες για τον εντοπισμό του. Η ανθρωπιά και η συντροφικότητα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Μοναδική είναι η στιγμή που συγκρούονται οι δυο μαύροι, ο σύντροφος του Πρίνσι και ο καταδότης του. Η σύγκρουση αναδεικνύει με συγκλονιστικό τρόπο  σοβαρά κοινωνικά προβλήματα αλλά και με ποιο τρόπο η εργοδοσία στρέφει τον έναν εργαζόμενο εναντίον του άλλου. Ο διάλογος ανάμεσα στους δύο μαύρους  διδάσκει αντιρατσιστική συμπεριφορά.

Στην απέναντι όχθη σκιαγραφούνται τα ανδρείκελα του Γκρεμπ και τα φασιστοειδή της Μαύρης Λεγεώνας. Εκτελούν μόνο διαταγές και δεν διστάζουν να σκοτώσουν εάν τους το ζητήσουν.  Προβάλλοντας τη δράση τους και την τακτική που εφαρμόζουν  στα θύματα τους , τις δολιοφθορές και  τον εσκεμμένο τρόπο με τον οποίο διεισδύουν στους εργάτες , στους χώρους δουλειάς και εκδηλώσεων σε μια προσπάθεια κατασυκοφάντησης των κομμουνιστών και των οργανώσεων τους  ο Albert Maltz προειδοποιεί για τον φασιστικό κίνδυνο που ελλοχεύει  και θέτει προβληματισμούς για τις φασιστικές ομάδες που δραστηριοποιούνται με διάφορα προσωπεία και παραπλανούν τους Αμερικανούς για τους σκοπούς και τους στόχους τους. Ας μην ξεχνάμε ότι το 1936 ήδη ο ναζισμός και ο φασισμός είναι σκληρή πραγματικότητα στην Ευρώπη και οι Αμερικανοί φασίστες τους συναγωνίζονται σε ωμότητα και βία.

Εκείνο το πρόσωπο όμως που παράλληλα με τον Πρίνσι αποδίδεται με πολύ ζωντάνια και τρυφερότητα, που συγκλονίζει με την αφοσίωσή του  και συγκινεί βαθειά με την αξιοπρέπειά του και την αγάπη του είναι η Μπέτσι, η γυναίκα του. Νιόπαντροι, ερωτευμένοι, σύντροφοι βιώνουν την εκμετάλλευση, την αδικία, τη σκληρή δουλειά . Αγωνιούν για τη ζωή τους, αγωνίζονται για το μέλλον τους, προσπαθούν να δώσουν λύσεις στα προβλήματα που δημιουργεί η δουλειά τους. Ψάχνουν να βρουν χρόνο, να συναντηθούν μια μέρα τη βδομάδα , τη μέρα που δε δουλεύουν. Ο Πρίνσι δουλεύει νυχτερινή βάρδια στο εργοστάσιο και η Μπέτσι πρωινή σε πλυντήριο.  Η σχέση τους στηρίζεται στην αληθινή αγάπη , στην κατανόηση και στις κοινές πεποιθήσεις . Το αποτέλεσμα είναι ότι κρατώντας γερά ο ένας το χέρι του άλλου στέκονται  όρθιοι μέσα στις αντίξοοες κοινωνικές και εργασιακές συνθήκες.




Ο Μaltz   κατορθώνει να αποδώσει με λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις και διακυμάνσεις το μαρτύριο της Μπέτσι όταν ο Πρίνσι αγνοείται, αλλά και την ένταση, την ταραχή,  τις σκέψεις και τα συναισθήματα των συντρόφων του στη διάρκεια της ολονύκτιας αναζήτησης του. Η αγωνία , ο φόβος , η αίσθηση του κακού που αιωρείται στην ατμόσφαιρα, ο πόνος, η οδύνη, η απειλή του οριστικού αποχωρισμού , η απελπισία κλιμακώνονται και μετατρέπονται σιγά σιγά  μέσα στην ψυχή της Μπέτσι σε μαρτύριο.  Ο φρικτός ψυχικός πόνος ξεσπά σε θρήνο και σπαραγμό και εξωτερικεύεται με κάθε μέλος του σώματος , σε κάθε κίνησή του. Η Μπέτσι συντρίβεται.



Έχει γραφτεί ότι η θητεία του Maltz στον κινηματογράφο τον βοήθησε να δημιουργήσει σύντομες και γρήγορες σκηνές  που τις αναπτύσσει κλιμακωτά εντείνοντας τη δράση και δημιουργώντας ατμόσφαιρα . Σε αυτό σημαντικό ρόλο παίζουν οι διάλογοι που δίνουν θεατρικότητα στις σκηνές , οι λεπτομερείς περιγραφές των τόπων, των προσώπων, των εκφράσεων και των συναισθημάτων τους.

Το υπόγειο ρεύμα είναι ένα έργο διεισδυτικό, διορατικό και επίκαιρο. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η προσέγγιση με την οποία παρουσιάζεται η σύγκρουση του Κομμουνιστικού Κόμματος και του εργατικού κινήματος με τον εργοδοτικό συνδικαλισμό, αλλά και οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ο δεύτερος για την επικράτησή του στις ΗΠΑ.  Εκείνο όμως το στοιχείο που αναδεικνύεται  και είναι εξαιρετικά επίκαιρο σήμερα είναι η οργάνωση και η δράση των φασιστικών ομάδων. Χωρίς να σχολιάζει αφήνει πολύ καθαρά να φανεί  ότι  ο φασισμός είναι δημιούργημα του καπιταλιστικού συστήματος και ότι αυτό το ίδιο τον συντηρεί προβάλλοντας πατριωτικά και εθνικιστικά συνθήματα , απόψεις για την καθαρότητα και την ανωτερότητα της λευκής φυλής, η οποία πρέπει να επικρατήσει με κάθε τρόπο.


«Το υπόγειο ρεύμα χαιρετίστηκε από τους κριτικούς ως μια άλλη «εξαίρεση» του κανόνα της αριστερής λογοτεχνίας. Η Herald Tribune, για παράδειγμα, θαρραλέα αναφέρει:

«Εδώ υπάρχει ένας αριστερός συγγραφέας που μπορεί να γράψει» . Δεν έχω πρόχειρες στατιστικές για «εξαιρέσεις» σαν τον Στάινμπεκ , Ράιτ και πολλούς άλλους των οποίων το έργο πρόσφατα εκδόθηκε. Είναι προφανές , ωστόσο, ότι αν έχεις αρκετά παραδείγματα που παραβιάζουν τον κανόνα , είναι καιρός να φτιάξεις έναν νέο. Σε κάθε περίπτωση, μια εξαίρεση σαν το υπόγειο ρεύμα καλεί σε γιορτή. Και ο καλύτερος τρόπος να γιορτάσεις είναι να  διαβάσεις αυτό το στοχαστικό και συναρπαστικό μυθιστόρημα το ταχύτερο δυνατόν» (Samuel  Sillen, 23 Ιουλίου 1940)

 Άλμπερτ Μαλτς, Το υπόγειο ρεύμα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2013 


Πηγές:

1) Sammuel Sillen,The Underground stream. Albert Maltz's story of industrial conflict in Detroit, 1936, is a dramatic commentary on the issues of American life today.The New Masses , July 23, 1940
2) Joseph Freeman Εισαγωγή στην Αμερικάνικη Προλεταριακή Λογοτεχνία
( επιλογή) Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987, 2η έκδοση