Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

" Πουλιά μαύρες σαΐτες ..."



  «Ο ουρανός»
Πουλιά μαύρες σαΐτες της δύσκολης πίκρας
δεν ειν’ εύκολο ν’ αγαπήσετε τον ουρανό
πολύ μάθατε να λέτε πως είναι γαλάζιος
ξέρετε τις σπηλιές το δάσος τους βράχους του;
έτσι καθώς περνάτε φτερωτές σφυρίχτρες
ξεσκίζετε τη σάρκα σας πάνω στα τζάμια του
κολλούν τα πούπουλά σας στην καρδιά του

Και σαν έρχεται η νύχτα με φόβο απ’ τα δέντρα
κοιτάτε τ’ άσπρο μαντίλι το φεγγάρι του
τη γυμνή παρθένα που ουρλιάζει στην αγκαλιά του
το στόμα της γριάς με τα σάπια τα δόντια του
τ’ άστρα με τα σπαθιά και με τους χρυσούς σπάγκους
την αστραπή τον κεραυνό τη βροχή του
τη μακριά ηδονή του γαλαξία του”

Μίλτος Σαχτούρης, «Ποιήματα, 1945-1971», Κέδρος

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Λορέντζος Μαβίλης, ο ποιητής - στρατιώτης

[...] Υπάρχει ένα πλήθος από αφηγήσεις, που μας δίνουν τον ποιητή - στρατιώτη κατά την πορεία του: Μελούνα - Θεσσαλία - Μακεδονία. Απ ' όπου περνούσαν, οι κάτοικοι ζητωκραύγαζαν. Έφθασαν στην Κρανιά. Ο Μαβίλης, με μάτια βουρκωμένα, στρέφεται κάποια στιγμή στο συνομιλητή του αξιωματικό και με βαθιά φωνή λέγει:

- Αν ζήσουμε, θα ζητήσω να με στείλουνε δάσκαλο σ' ένα μακεδονικό χωριό.

Κάποτε πατάνε το ηπειρωτικό χώμα. Ο πόθος του φτερώνει και η μέθη τον μεταρσιώνει ολόκληρο. Σταυροκοπιέται.

- Έκαμε ο Θεός να ξαναπατήσουμε το χώμα της, ψιθυρίζει.

Κοντοστέκεται δίπλα στον Ρώμα, σαν παιδί που ονειροπολεί και απλώνει το χέρι του προς τις κυματιστές κορφές της:

- Η Ήπειρος, αρχηγέ μου. Ιερή μέρα για μας η σημερινή.

Στις 21 Νοεμβρίου βρίσκονται στο Μέτσοβο. Θα μείνουν εκεί τρεις ημέρες. Ένα βράδυ, μετά το φαγητό, ετοιμάζεται να βγει έξω να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Καθώς προχωρά, ο μανδύας του παρασύρει και ρίχνει κάτω το καντήλι που φώτιζε το διάδρομο. Το λάδι χύνεται χάμω. Ο Μαβίλης ξαναμπαίνει στενοχωρημένος.

- Κακοσημαδιά, λέει σιγανά. Και μακάρι νάναι για μένα κι όχι για τον αγώνα μας.

Στις 24 του μήνα ξεκινούν για το Δρίσκο. Τον προσεγγίζουν βράδυ. Ένας όγκος ζωσμένος στις ρίζες του από πυκνή βλάστηση, σταχτοκίτρινος στην κορφή του. Τα μεσάνυχτα το Επιτελείο αποφασίζει την αιφνιδιαστική του κατάληψη. Ποτέ ο ποιητής δε φάνηκε τόσο διαχυτικός, τόσο χαρούμενος. Χαλασμός πυροβολικού τραντάζει τα πάντα όλη νύχτα. Οι Γαριβαλδινοί έχουν αρχίσει επίθεση. Όταν φέγγει, ο κόκκινος χείμαρρος των ερυθροχιτώνων ξεχωρίζει σκαρφαλώνοντας τα χιονισμένα υψώματα της Χρυσοβίτσας.
Οι Τούρκοι, ένα τάγμα όλο κι όλο, προς τα νότια και νοτιοδυτικά, νομίζοντας ότι πίσω τους ακολουθούν κι άλλοι, εγκαταλείπουν σε λίγο τα πάντα. Το πρωί της 26ης Νοεμβρίου, οι ερυθροχίτωνες βρίσκονται στην κορυφογραμμή της Βίγλας. Κατά κει τρέχει ο ποιητής. Αγναντεύει τα Γιάννενα. Τα μάτια του θαμπώνουν και η ανάσα του γίνεται βαριά. Δεν μπορεί να μιλήσει. Μιλάει για λογαριασμό του, δίπλα του - εκφράζοντας τις σκέψεις του - ο καπετάν Γερακάρης με τ' ανεμισμένα ψαρά γένια:

- Τι ευτυχία, καπετάν Λορέντζο! Να πεθαίνει κανείς για τα Γιάννινα.

Την επομένη το πρωί, 27 Νοεμβρίου, ο ποιητής ζει ακόμη στην ίδια πατριδολατρική έκσταση. Φθάνει στο Δρίσκο ο στρατηγός Ροτσιόττι Γαριβάλδι. Ο Μαβίλης και ο Ρώμας τρέχουν να τον υποδεχθούν. Και οι τρεις, έφιπποι, από το ύψωμα της Αγίας Παρασκευής, θαυμάζουν το τοπίο:

- Αφέντη, λέει, κύτταξε! Τι όμορφα που είναι!...

Την ίδια στιγμή, μια οβίδα περνάει σφυρίζοντας πάνω από τα κεφάλια τους. Λίγο αργότερα ο εχθρός άρχισε να βάλει με τα τοπομαχικά της Καστρίτσας. Είχε φέρει εσπευσμένως σοβαρές ενισχύσεις. Το απόγευμα η μάχη γενικεύθηκε. Νέες πυκνές φάλαγγες του εχθρού σκαρφάλωσαν.
Προς το βράδυ η επίθεση σταμάτησε. Αλλά οι άνδρες έμειναν στις θέσεις τους, άγρυπνοι όλη τη νύχτα. Με την αυγή της 28ης Νοεμβρίου , η επίθεση εκδηλώθηκε σφοδρότερη τώρα. Ο Μαβίλης όρθιος, με το πιστόλι στο χέρι, αναχαιτίζει την προσπάθειά τους να υπερκεράσουν το αριστερό. Οι Τούρκοι είναι αποφασισμένοι να καταλάβουν οπωσδήποτε το Δρίσκο. Έχουν ενισχυθεί με τρία τάγματα και πυροβολικό. Οι Γαριβαλδινοί αποδεκατίζονται. Πέντε αξιωματικοί σκοτώνονται και δεκατρείς τραυματίζονται. Τα μυδράλλια βάλλουν συνεχώς. Ο Ρώμας από τη μια πλευρά υπερασπίζεται, με το περίστροφο στο χέρι , το μοναδικό τους κανόνι. Άφθαστες στιγμές δόξας και ηρωισμού. Μια σφαίρα του τρυπά το δεξί του χέρι. Η πίεση μεγαλώνει. Δίδεται διαταγή να υποχωρήσουν στη Χρυσοβίτσα.
Και ο Μαβίλης; Μάχεται και αυτός και δίδει συνεχώς διαταγές με το πιστόλι στο χέρι. Οι οβίδες σφυρίζουν γύρω του. Χαμός. Ένας - ένας οι σύντροφοί του πέφτουν. Ο ποιητής αντέχει ακόμη. Ξαφνικά, σα να σκοντάφτει. Ανασηκώνεται, και δοκιμάζει να βγάλει το υποσιαγώνιο του πηληκίου του. Αίματα σκεπάζουν τα μάγουλά του. Ένα βόλι του πέρασε το πρόσωπο από τη μία παρειά στην άλλη. Ο παπα - Φώτης, ο ιερέας του τάγματος, με το ζόρι τον πείθει να παραδώσει σε άλλον τη διοίκηση του λόχου του και ο ίδιος να μεταφερθεί με μεταγωγικό στο πρόχειρο νοσοκομείο που έχει στηθεί στην Αγία Παρασκευή.
Καθώς πλησίασε έφιππος εκεί, κι έστρεφε να δει τι γίνεται με τον λόχο του, μια δεύτερη σφαίρα του τρυπάει την καρωτίδα. Εκείνη τη στιγμή έφθασε στο χειρουργείο τραυματισμένος και ο Ρώμας. Είδε τον ποιητή και κατάλαβε.

- Σε συγχαίρω από την καρδιά μου, του λέει, δίνοντάς του το χέρι.


Ο Μαβίλης, που μόλις τον είχαν κατεβάσει από το ζώο , συγκέντρωσε τις στερνές του δυνάμεις, στάθηκε προσοχή και άρπαξε το χέρι του αρχηγού.
Το αίμα που έτρεχε σε όλη τη διαδρομή από τις πληγές των παρειών του και την καρωτίδα κατέβαινε στο λαιμό και του δυσκόλευε την αναπνοή. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Τους έκανε νοήματα να του δώσουν χαρτί, να γράψει. Τώρα οι βολές του πυροβολικού ακούγονται πιο κοντά. Αλλά δεν προφταίνει ούτε να γράψει. Ο παπα - Φώτης του κλείνει τα μάτια. Ο Πιπίνος Γαριβάλδι, ο μόνος εκείνη τη στιγμή στρατιωτικός, στέκεται προσοχή και τον χαιρετάει. Οι άλλοι σταυροκοπιούνται.

Ο Μαβίλης είναι πλέον νεκρός, ξαπλωμένος στον περίβολο της Αγίας Παρασκευής. Τον έχουν σκεπάσει με το ματωμένο μανδύα του. Όταν λίγο αργότερα τον ξεσκεπάζουν, στη μορφή του έχει βασιλέψει η σεβασμιότητα μιας ολύμπιας γαλήνης. Με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος περιμένει ήσυχα στο κατώφλι της αιώνιας μακαριότητας. Θα διαβεί, περνώντας μέσα από τ' ανθισμένα μονοπάτια της αγαπημένης του Ήπειρος...
Όταν ο θάνατος του Μαβίλη έγινε γνωστός στην Αθήνα, η Μυρτιώτισσα, συντετριμμένη, άδραξε τη γραφίδα της, κάθισε μπροστά σ' ένα λευκό χαρτί κι έγραψε τούτους τους συγκινητικούς στίχους:

Τι άλλο, καλέ μου, ζητάς από μένα
κα στέκεις θλιμμένος μπροστά στη μορφή μου,
αφού κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου,
κι ας είσαι νεκρός πλημμυρούν από Σένα;

Τα θεία τραγούδια σου ένα προς ένα
τα ζει κάθε νύχτα η ψάλτρα φωνή μου,
γενήκαν αυτά μοναχή προσευχή μου,
αγνή προσευχή γεννημένη από Σένα!

Γιατί με κοιτάζεις με μάτια θλιμμένα;
λαμπάδα σου ανάβω την ίδια ψυχή μου
και μέρα τη μέρα σκορπά κι η ζωή μου
για Σένα, τα ρόδα της τα χλωμιασμένα.

Απόσπασμα από την ομιλία του δημοσιογράφου - συγγραφέα  Καρόλου Μωραΐτη, Ο ηρωικός θάνατος του Λ.Μαβίλη. Εκφωνήθηκε στην εκδήλωση μνήμης του ποιητή στις 28 Νοέμβρίου 2012 την οποία πραγματοποίησε  το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το θάνατο - θυσία του ποιητή

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Πουλιά πάνω στο σύρμα (αναδημοσίευση)


 Like a bird on the wire
I have tried in my way
to be free
(Leonard Cohen)


Τέσσερα παιδιά, φυλακισμένα στον Αυλώνα, έδωσαν πανελλήνιες και πέρασαν σε διάφορα ΑΕΙ. Χωρίς τη μαμά να φτιάχνει πορτοκαλάδες. Χωρίς μια βόλτα με τους φίλους και δυο φιλιά με το κορίτσι. Χωρίς φροντιστήριο.

 Σπουδαία επιτυχία και των παιδιών και των διδασκόντων στο Γυμνάσιο-Λύκειο που λειτουργεί εντός της φυλακής. Επιτυχία και του σωφρονιστικού συστήματος, που επιτρέπει σ’ έναν έφηβο, ανεξάρτητα από το είδος του παραπτώματος για το οποίο κρατείται και από το είδος της ποινής, να σπουδάσει, να μορφωθεί και να αποδοθεί κάποια στιγμή πίσω στην κοινωνία.

Αναγνωρίζοντας την υπερπροσπάθεια των παιδιών αυτών,μάλιστα, ο υπουργός Δικαιοσύνης αυτοπροσώπως, επισκέφθηκε τις φυλακές για να τα συγχαρεί και να τους δώσει έπαθλο χρηματικό, 500 ευρώ.

Τί ωραία εικόνα πολιτισμένης χώρας, ε;;;

Για να δούμε τη συνέχεια: Στη σεμνή τελετή, παρέστησαν μόνο δύο από τους τέσσερις επιτυχόντες. Ενας είχε μεταχθεί και ένας αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο.

Για να δούμε και τη συνέχεια της συνέχειας: Από τα τέσσερα παιδά που πέρασαν στο Πανεπιστήμιο, μόνο σε δύο δόθηκε η προβλεπόμενη εκπαιδευτική άδεια για να παρακολουθήσουν τη σχολή τους. Ο ένας από τα παιδιά που δεν πήραν άδεια, είναι “κατά σύμπτωση” αυτός που αρνήθηκε το βραβείο. Και βρίσκεται ήδη σε απεργία πείνας, εδώ και 15 σχεδόν μέρες.

Ο σύλλογος των διδασκόντων στις φυλακές Αυλώνα έκανε έκκληση, μη αναφέροντας ονόματα, διότι τα ονόματα δεν θα έπρεπε νάχουν καμμιά σημασία. Αν είχαμε ένα σύστημα που πραγματικά θέλει να σωφρονίσει και όχι να εξοντώσει. Αν είχαμε κυβερνήτες και δημόσιους λειτουργούς, που θεωρούν τους νέους μέλλον και όχι απειλή.

Αλλά δεν έχουμε τίποτα απ’ αυτά. Γι’ αυτό πρέπει να πούμε το όνομα του απεργού πείνας, που η ζωή του ήδη κινδυνεύει σύμφωνα με τους γιατρούς που τον παρακολουθούν. Πρέπει να πούμε ότι είναι ο Νίκος Ρωμανός. Το παιδάκι του 2008, που στην αγκαλιά του ξεψύχησε ένα άλλο παιδάκι, ο κολλητός του: Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος.

Είναι λοιπόν,ένα από τα παιδιά που πιάστηκαν για τη ληστεία στο Βελβεντό. Ένα από τα τέσσερα παραμορφωμένα πρόσωπα, που πολιόρκησαν το “κοίταζε τη δουλειά σου” με την κραυγή της απόγνωσής τους. Με το απονεννοημένο τους διάβημα.
Είναι ο πιο ακραίος στις αντιδράσεις του ο Ρωμανός, γι’ αυτό δεν είναι “δημοφιλής”. Δεν μας γουστάρει, δεν θέλει κανένα πάρε- δώσε μαζί μας. Μας θεωρεί συλλήβδην υποκριτές και συμβιβασμένους.

Γι’ αυτό πρέπει να πούμε τ’ όνομά του. Και του Μιχαηλίδη που απεργεί για συμπαράσταση στο φίλο του. Γιατί η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να εκδικείται. Ούτε να κάνει διακρίσεις. Και γιατί η κοινωνία δεν αντέχει άλλο ένα παιδί νεκρό.
Κι αν έτυχε ποτέ να δείτε ένα πουλί παγιδευμένο σε κάποιο δωμάτιο, να προσπαθεί να ξεφύγει σαν τρελλό και να χτυπάει στα τζάμια μ’ όλη του τη δύναμη, καταλαβαίνετε τα υπόλοιπα που θέλω να πω...
                                                                                                Ευγενία Λουπάκη

Πηγή: stokokkino.gr
           alfavita
Η φωτογραφία είναι επιλογή του ιστολογίου

""...Γι' αυτό μπρος μαρς Αριστερά είν' η θέση σου εκεί στο μεγάλο το μέτωπο της Εργατιάς γιατί Εργάτης είσαι κι εσύ..."


Αφού είσαι ανθρώπινο πλάσμα
κι ανάγκη σου πρώτη το ψωμί
από τα λόγια τα παχιά
μην περιμένεις τροφή .

Γι' αυτό μπρος μαρς Αριστερά
είν' η θέση σου εκεί
στο μεγάλο το μέτωπο της Εργατιάς
γιατί Εργάτης είσαι κι εσύ .

Αφού είσαι ανθρώπινο πλάσμα
σαν σκουλήκι δε θες να σε πατούν
δεν θέλεις δούλους να' χεις εσύ
μα ούτε αφεντικά .

Αφού είσαι Εργάτης , Εργάτη
το δίκιο σου δεν θα βρεις πουθενά
μονάχη της η Εργατιά
κερδίζει την Ελευθεριά .

 Στίχοι : Μπέρτολτ Μπρέχτ
Μουσική : Κουρτ Βάιλ 
 Τραγούδι : Μαρία Φαραντούρη

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

"... Ὅλες οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια, στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο..."

Πᾶνε κι ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ.
Σταματᾶνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ἕνας
ἀντίκρυ στὸν ἄλλο, μιλοῦν μεταξύ τους.
Ἔπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται.
Ὅμως, ἐσύ,
δὲ λόξεψες, βάδισες ἴσα, προχώρησες
μὲς ἀπὸ μένα, κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα μου,
ὅπως κι ἐγώ: προχώρησα ίσα, μὲς ἀπὸ σένα,
κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ἕνας μας
μέσα στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη
λάμψη καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι
κάτω ἀπ᾿ τὴ θέα τους -
Ἤσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατοικοῦμε τὴ γῆ.

                                                         Νικηφόρος Βρεττάκος 
Η φωτογραφία από εδώ

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Το καναρινί ποδήλατο

Το «Καναρινί ποδήλατο» είναι γνωστή ταινία του Δημήτρη Σταύρακα. Προβλήθηκε και συζητήθηκε πολύ σε πολλά ελληνικά σχολεία. Τη βρήκαμε αρκετά ρεαλιστική, αφού απεικονίζει τυπικές εκφάνσεις ελληνικού σχολείου. Το «επεισόδιο», άλλωστε, είναι πραγματικό.
Το σενάριο: Βρισκόμαστε σε ένα δημοτικό σχολείο, με έντονα τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής του ταυτότητας: κοινωνική σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού, τυπικές παιδαγωγικές ενίσχυσης του ανταγωνισμού («η πρώτη θέση παίζεται»), της «αριστείας», των διακρίσεων, του ατομικισμού, κ.ά. Ένας νέος δάσκαλος έρχεται με μετάθεση στο σχολείο και του ανατίθεται η έκτη τάξη. Ο δάσκαλος πολύ γρήγορα εκδηλώνει τις παιδαγωγικές του ανησυχίες, τις ιδέες του και τους προβληματισμούς του, που, καταπώς φαίνεται, τους αντλεί από τις αρχές της Νέας Αγωγής.
Πολύ σύντομα εντοπίζει, τυχαία, στο τελευταίο θρανίο τον Λευτέρη (ο πατέρας του ταξιτζής), που δεν μπορεί (στην έκτη τάξη!) να διαβάσει, να γράψει και να κάνει αριθμητικές πράξεις. Παρουσιάζει τα συμπτώματα που η σχετική βιβλιογραφία αποδίδει στη «δυσλεξία» ή στις λεγόμενες «μαθησιακές δυσκολίες».
Με ιδιαίτερη έγνοια και φροντίδα, με συστηματική εξατομικευμένη παρέμβαση, καινοτόμες διδακτικές δράσεις και παιδαγωγικές ενίσχυσης, ο δάσκαλος προσπαθεί να φέρει τον Λευτέρη σε επαφή με την γνώση (π.χ., πρόσθετα απογευματινά «ιδιαίτερα» μαθήματα, εξωσχολικές συναντήσεις, ανάθεση καθηκόντων ταμία σε έκθεση βιβλίου, κ.ά.). Ο δάσκαλος ενισχύεται ο ίδιος στην προσπάθειά του για την υποστήριξη του Λεύτερη, όταν διαπιστώνει, πάλι τυχαία και εκτός σχολείου, ότι ο Λευτέρης, μόνος του, έχει συναρμολογήσει ένα θαυμάσιο καναρινί ποδήλατο. Άραγε, το σχολείο καταγράφει και αξιοποιεί αυτά που μπορούν και κάνουν οι μαθητές, πέρα από τις επίσημες εκδοχές γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων του αναλυτικού προγράμματος;
Στην έκθεση βιβλίου που οργανώνεται στο σχολείο, ο δάσκαλος αναθέτει στον Λευτέρη χρέη ταμία, παρά τις αντιδράσεις του διευθυντή και τις επιφυλάξεις των γονέων. Για να ανταποκριθεί στο έργο του ταμία, έμαθε αριθμητική. Κι εδώ μπορεί να σημειώσει κανείς τη σημασία που έχει για τη μάθηση, η ανάδειξη της κοινωνικής και πρακτικής αξίας και χρησιμότητας της γνώσης.
Οι πρωτοβουλίες του νέου δασκάλου δεν είχαν θετική υποδοχή εκ μέρους του διευθυντή του σχολείου και των άλλων συναδέλφων. Ο διευθυντής τον κάλεσε επανειλημμένα για να του συστήσει να μην αφιερώνει χρόνο στον Λευτέρη («είναι χαμένος χρόνος»), να αποσύρει πρωτοβουλίες που συνιστούν κριτική στους άλλους συναδέλφους που δεν έχουν ανάλογες ανησυχίες, να του υπενθυμίσει τη συνάφεια της σχολικής επίδοσης με γενετικούς παράγοντες, κ.ά. Ο δάσκαλος παραπαίει ανάμεσα στις επιλογές του και στις αντιδράσεις «των άλλων» του σχολείου. Η μοναξιά, η περιθωριοποίηση, η «ιδιώτευση» και η απομόνωση του δασκάλου εμφανής. Όπως λέει, «Με τα παιδιά δεν έχω πρόβλημα. Οι άλλοι είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι όλο το υπόλοιπο σχολείο».
Παρ’ όλα αυτά, ο δάσκαλος κατάφερε να εξασφαλίσει για τον Λευτέρη ένα εξατομικευμένο «παιδαγωγικό συμβόλαιο» αναγνώρισης, σεβασμού, ενεργητικής ακρόασης, ενδιαφέροντος, φροντίδας, θετικής διάκρισης, ενίσχυσης, πρόσθετης διδακτικής στήριξης, κ.τ.ο. Έτσι ο Λευτέρης κατάφερε σιγά σιγά να μην έχει ιδιαίτερο πρόβλημα με τα μαθήματα του σχολείου. Μια μέρα αρρωσταίνει ο δάσκαλος του Λευτέρη και τον αντικαθιστά συνάδελφός του με ακραίες αντιλήψεις κοινωνικού δαρβινισμού να υπαγορεύουν την παιδαγωγική του πράξη. Αυτή η «αναπλήρωση» είχε ως αποτέλεσμα ο Λευτέρης να εξαφανιστεί από το σχολείο, γιατί, εκεί που πήγαινε να πιστέψει ότι τα «καταφέρνει», «έπεσε» στα χέρια ενός δασκάλου που υιοθετούσε πολύ διαφορετικά παιδαγωγικά προτάγματα (απόρριψη, υποτίμηση, παραμέληση, κ.ά.).
Εξαφάνιση, εγκατάλειψη, διαρροή, σκασιαρχείο, υποεπίδοση, σχολική αποτυχία, κ.ά. είναι τυπικά «επεισόδια» και φαινόμενα στα οποία εμπλέκονται μαθητές. Το ερώτημα είναι, με ποιες πολιτικές αντιμετωπίζονται σε επίπεδο σχολικής μονάδας σημαντικά εκπαιδευτικά ζητήματα που ανακύπτουν σε καθημερινή βάση;
Το «Καναρινί ποδήλατο» μάς φέρνει στο σχολείο μια σειρά ερωτήματα:
  • Οι πρωτοβουλίες των εκπαιδευτικών έχουν σημαντική θέση στην εκπαιδευτική διαδικασία. Πόσο, όμως, αυτές προσφέρονται για τον ουσιαστικό μετασχηματισμό δομών και περιεχομένου της εκπαίδευσης, όταν είναι ατομικές και αποσπασματικές προσπάθειες;
  • Ποια είναι τα όρια του εθελοντισμού και του ιδιότυπου «ιεραποστολισμού» (η ιδεολογία του «λειτουργού») στην υπόθεση της αντιμετώπισης προβλημάτων της εκπαίδευσης;
  • Μπορούμε να βασιζόμαστε σε ευκαιριακές, τυχαίες, αυθόρμητες συλλήψεις και ιδέες εκπαιδευτικών καινοτομιών;
  • Οι διευθυντές των σχολικών μονάδων είναι θεματοφύλακες της εκπαιδευτικής στασιμότητας και ελεγκτές των πρωτοβουλιών των εκπαιδευτικών ή είναι εμψυχωτές και συντονιστές συλλογικών διαδικασιών για τη συστηματική διαμόρφωση «εσωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής» των σχολικών μονάδων;
  • Τα βασικά ζητήματα που συνδέονται με το όλο έργο του σχολείου είναι δυνατόν να αντιμετωπίζονται τυχαία και ευκαιριακά, χωρίς έγκαιρη και συστηματική καταγραφή, αποτύπωση, σχεδιασμό, προγραμματισμό, παρέμβαση και παρακολούθηση των αποτελεσμάτων που έχουμε στην πράξη;
  • Μια εκπαιδευτική Πρωτοβουλία για αποτελεσματική μετατόπιση από μηχανιστικές μορφές διδασκαλίας και μάθησης (αποστήθισης και απομνημόνευσης) σε δημιουργικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες για την ανάπτυξη κριτικών και δημιουργικών ικανοτήτων από εκπαιδευτικούς και μαθητές είναι δυνατή χωρίς τη δέσμευση όλων-εκπαιδευτικών και μαθητών μιας σχολικής μονάδας-με ενιαίο και συστηματικό τρόπο;
Το κείμενο είναι της Ράνιας Χιουρέα και αναδημοσιεύεται από εδώ 

Σενάριο: Δημήτρης Σταύρακας.
Στο σενάριο συνεργάστηκαν οι: Σ. Τσιώλης και Β. Σπηλιόπουλος
 Μουσική: Νίκος Κυπουργός
 Σκηνοθεσία: Δημήτρης Σταύρακας
 Πρωταγωνιστές: Δημήτρης Αλεξανδρής, Γιώργος Χάλαρης, Μάνος Βακούσης, Θάνος Γραμμένος, Νίκος Γεωργάκης, Σία Κοσκινά, Γιώργος Καλαϊτζής, Αλεξάνδρα Παντελάκη, Άννα Πολυτίμου, Δημήτρης Παλαιοχωρίτης

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ (1908-1938)


Αναδημοσίευση από το φιλικό ιστολόγιο Κώστας Μπόσης 
Η δημοσίευση έγινε στις 22 Νοεμβρίου 2013 με τίτλο:

"ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ (1908-1938)" – Μετά από 46 χρόνια, ολόκληρο το ιστορικό κείμενο-αφιέρωμα του Κ. Μπόση για τον κομμουνιστή ήρωα

 
Σαν σήμερα, στις 22 Νοέμβρη του 1938, δολοφονείται από τα όργανα της  μεταξικής δικτατορίας με άγρια βασανιστήρια στις φυλακές της Κέρκυρας ο Χρήστος Μαλτέζος, Γραμματέας της ΟΚΝΕ. Τον Φλεβάρη του 1967 δημοσιεύεται στο περιοδικό του ΚΚΕ «Νέος Κόσμος» ένα κείμενο-αφιέρωμα του Κώστα Μπόση στον κομμουνιστή ήρωα, ενταγμένο στον κύκλο αφιερωμάτων του περιοδικού με τίτλο «Μορφές αγωνιστών». Πολλά μεταγενέστερα άρθρα που αναφέρονται στην ΟΚΝΕ και στον Χρ. Μαλτέζο έχουν σαν πηγή τους το κείμενο του Κ. Μπόση, όμως το ίδιο το κείμενο, ολόκληρο, δεν έχει ξαναδημοσιευτεί ποτέ ―εδώ και 46 χρόνια― από τότε.  Στα πλαίσια της έρευνας που ξεκίνησε (και συνεχίζεται) το ιστολόγιο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης), για τη ζωή και το έργο του αξέχαστου λογοτέχνη-λαϊκού αγωνιστή, το ανακαλύψαμε στο "Επιμορφωτικό Κέντρο Βιβλιοθήκη - Αρχείο «Χαρίλαος Φλωράκης»". Σήμερα, 75 χρόνια μετά το στυγερό έγκλημα, φέρνουμε ξανά στη δημοσιότητα ολόκληρο το κείμενο του Κ. Μπόση, ως απότιση φόρου τιμής στον ήρωα κομμουνιστή ηγέτη Χρήστο Μαλτέζο.

ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ - ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ (1908-1938)

ΑΚΤΙΝΑ Θ΄, ακτίνα της σιωπής. Το κάθε κελί ― δυο δρασκελιές  και κάτι μάκρος, μια και λιγάκι πλάτος. Τα παραθυράκια κατά το διάδρομο είναι κλειστά με σανίδι έτσι που να μην μπορείς ν’ αλλάξεις μια φιλική ματιά, ένα ζεστό χαμόγελο, ένα νόημα με κάποιο σύντροφο που θα τύχει να περάσει. Πρέπει να πιστέψεις πως έχεις κόψει κάθε δεσμό με τον κόσμο πως εδώ είναι ο τάφος σου πως είσαι ξεγραμμένος πια. Αλλιώς ο Μανιαδάκης δεν έχει πολλές ελπίδες να λυγίσεις. Κάτω τσιμέντο, πάνω θόλος, ίσως από τσιμέντο κι αυτός, και ψηλά στον τοίχο ένας στενός φεγγίτης. Από κει για μια μονάχα στιγμούλα σε χαιρετάει ο ήλιος όταν δεν τον σκεπάζουν τα σύννεφα. Τη μέρα έχεις συντροφιά τις μυίγες, τη νύχτα τους κοριούς κι όλο το εικοσιτετράωρο ― μέρες, μήνες κάμποσοι και χρόνια ― τους λογισμούς σου, που αν τύχει και πάρουν άσχημο δρόμο «πεθαίνεις». Όταν το προσωπικό «αργεί», όταν δηλαδή δεν εφαρμόζει τον «Τρίτον Ελληνικό Πολιτισμό», δεν ακούγεται τίποτα απολύτως. Οι φύλακες περπατούν σιγά με λαστιχένια παπούτσια, σχεδόν σέρνονται σαν τα φίδια και τεντώνουν σα σπιούνοι τ’ αφτί, ν’ αρπάξουν κανένα χτύπο, μήνυμα από τοίχο σε τοίχο ― για να βασανίσουν, και πάνω από το συνηθισμένο πρόγραμμα, τους κρατούμενους. Σ’ αυτή την Ακτίνα, σ’ ένα τέτιο κελί, έκανε ο Χρήστος Μαλτέζος το φθινόπωρο του 1938 τον τελευταίο γύρο της ζωής του, δίνοντας τη μάχη της υπέρτατης θυσίας.
      
Πέρασαν κάμποσες πόρτες σιδερένιες κι άνοιξαν το κελί. Τον έριξαν μέσα με μια βάναυση σπρωξιά, κι ο Βασιλάτος διάταξε:
         ―Δε θα καθήσεις καταγής... Αυτό είναι το πρώτο «σωφρονιστικό» μέτρο και αν το παραβείς, θα το μετανιώσεις.
       
Ακούμπησε τις πλάτες στον τοίχο και παιδεύεται να κρατηθεί ορθός. Στα κρατητήρια της Αθήνας μήνες  τον είχαν βασανίσει απάνθρωπα. Στο καράβι, σ’ όλη τη διαδρομή απ’ τον Πειραιά ως την Κέρκυρα, δεν τον έλυσαν καθόλου. Η τσακισμένη κι από νωρίτερα υγεία του απόγινε. Τρέμανε τα πόδια. Δεν μπορεί να σταθεί. Κλείνουν τα μάτια. Τ’ ανοίγει με κόπο και πάλι κλείνουν. Πάλαιψε κάμποσο κι ύστερα, έτσι όπως ήταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, χωρίς καθόλου να το καταλάβει, έκατσε σιγά απαλά στη γωνιά, έγειρε το κεφάλι στον ώμο κι αποκοιμήθηκε.
      
Πόσο βάσταξε ο ύπνος; Ένα λεφτό; Μια ώρα; Περισσότερο; Λιγότερο; Ποιος ξέρει; Άνοιξε η πόρτα αθόρυβα, για να μην ξυπνήσει παράωρα κι έριξαν καταγής με πάταγο έναν τενεκέ νερό. Τινάχτηκε απότομα, έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί έπεσε και, τέλος, με κόπο κατάφερε να σταθεί ξανά στα πόδια του.
       
Το βράδυ έριξαν κι έναν τενεκέ ακόμα για να μη στεγνώσει το τσιμέντο.
        
Κυλούν οι ώρες αργά, βασανιστικά, λες κι η κάθε μια είναι ολόκληρος αιώνας. Μα κι αν ήταν δυνατό να δόσεις μια σπρωξιά να γίνει πιο γρήγορα της γης το σβούρισμα, καμιά ελπίδα δεν έχεις. Πάλι νερό θα ρίξουν κάτω. Πονάει, τρέμει το κορμί και πιο πολύ νυστάζει. Πότε πότε, μες την ήσυχη θερμή νύχτα, ακούγεται, σαν από μακρυά, απ’ τη μια σκοπιά στην άλλη: «Φύλακες! Γρηγορείτε!». Φυλάνε άγρυπνα μη δραπετεύσουν οι «εγκληματίες», μην πάνε έξω στο λαό, μην παλαίψουν και λείψουν η φτώχια, τα μίση, οι πόλεμοι, και ρθει πιο γρήγορα στη γης η αγάπη, η ευτυχία, η ειρήνη. Άντεξε ως τα μεσάνυχτα περίπου.
    
Ξύπνησε το πρωΐ κοκκαλωμένος, παγωμένος. Η μια πάντα, απ’ τα γόνατα ως τον ώμο, είναι ολότελα πιασμένη. Σηκώνεται με κόπο και ζυγώνει στο φεγγίτη. Ψηλά και πλάγια φαίνεται μια στενή λωρίδα ουρανού. Απ’ το Μάη, που τον έπιασαν, δεν είχε δει μια στιγμούλα το γαλάζιο χρώμα του ουρανού. Απ’ το μπουντρούμι της Ασφάλειας, τη νύχτα, στο αμπάρι του καραβιού, κι από κει, πριν ακόμα φέξει, στην Ακτίνα Θ΄. Κοιτάζει με λαχτάρα και συλλογιέται.
     
Όξω είναι απαλή γλυκιά φθινοπωρινή μέρα. Η θάλασσα, ήσυχη, γαλανή και αμέριμνη, κοιμάται. Από δω το νησί ― πλαγιές, ράχες, διάσελα, γούπατα και λόφοι με λεμονιές πορτοκαλιές, λουλούδια και ελιές ανεβαίνουν ομαλά, αμφιθεατρικά ― κι αντίκρυ τα βουνά της Ηπείρου, γυμνά, ακανόνιστα, άγρια, περήφανα, αποτραβιούνται κατά το βάθος το ένα πίσω απ’ τις πλάτες του αλλουνού και σβήνουν στην καταχνιά του ορίζοντα.
    
Κοιτάζει με λαχτάρα τη γαλάζια λωρίδα του ουρανού και συλλογιέται νοσταλγικά: Πόσο όμορφη θα είναι αύριο η ζωή!
      
Κάπου, πίσω απ’ τους τοίχους της φυλακής, ακούστηκε μια χαρούμενη παιδική φωνή. Σκίρτησε η καρδιά του και πέταξε ο νους του μακριά στην μικρή πατρίδα του, στα παιδικά του χρόνια. Κι από κει, για να περνάει η ώρα και για να ξεχνάει, για να έχει συντροφιά στη μοναξιά, παίρνει τον τραχύ δρόμο της σύντομης ζωής του.

***

Γεννήθηκε το 1908 στη Μεθώνη της Μεσσηνίας. Με τον ιδρώτα του προσώπου τους ― τέτια εντολή έδοσε ο θεός, λένε, οι τρανοί, κοροϊδεύοντας τον απλό λαό ― καλλιεργώντας τα λίγα χωράφια τους, τον μεγάλωσαν οι γονείς του. Έδοσαν για πληρωμή το αίμα της καρδιάς τους, για να τον στείλουν στο σχολείο. Όταν  τέλειωσε το Γυμνάσιο, τον φώναξε ο πατέρας μπροστά στη μάνα.
      ―Παιδί μου! ― του είπε, κουνώντας λυπημένα το κεφάλι, ― βλέπεις. Αν μπορείς να γλυτώσεις απ’ τη δική μας τη σειρά... Θέλαμε, αλλά, δεν έχουμε δυνάμεις... Ως εδώ ήταν...
     
Η νιότη δεν φοβάται δυσκολίες, κι ο Χρήστος, χωρίς κανένα δισταγμό και φόβο, πήρε τη στράτα, με το ντορβά στην πλάτη γεμάτο όνειρα και σχέδια. Θα δούλευε ― μπράτσα είχε, δουλιά θα έβρισκε ― και θα σπούδαζε μαζί. Θα γινόταν δικηγόρος, θα γινόταν «άνθρωπος», όπως έλεγε η μανούλα του...
   
Μα η τέτια κοινωνία φοβάται τα όνειρα και τα σχέδια, την παληκαριά και την ορμή της νιότης και πάει να τα συντρίψει μ’ όλα τα μέσα. Άρχισαν οι δυσκολίες, η μια πάνω στην άλλη. Άρχισε ο αγώνας, κάθε μέρα και σκληρότερος: για δουλιά, για ψωμί, για δίδαχτρα, για βιβλία, για ελευθερίες... Ορθώθηκε ― ολόγυμνη, χωρίς κανένα στολίδι η ζωή: πάλη ανελέητη ποιος θα βάλει τον άλλο κάτω. Ωστόσο, τα φτερά του Μαλτέζου δεν έσπασαν. Μέσα στις μπόρες πιο πολύ δυνάμωσαν. Άνοιξαν τα σύνορα του νου και της καρδιάς του και τα όνειρα, και τα σχέδια, που κουβαλούσε στον ντορβά απ’ τη μικρή πατρίδα, πλάτυναν κι αγκάλιασαν το Πανεπιστήμιο, το χωριό του, όλη την Ελλάδα κι όλον τον κόσμο. Έτσι πήρε το Μεγάλο Δρόμο και στα 1925 έγινε μέλος της ΟΚΝΕ.
     
Ήταν τότε μια εποχή δύσκολη: Ανέχειες, πείνες, στερήσεις, τρεχάλες, αϋπνίες, διωγμοί... Οι κομμουνιστές μετριούνταν στα δάχτυλα και η αντικομμουνιστική προπαγάνδα έχυνε, όπως πάντα, το δηλητήριο: χαλούν την οικογένεια πουλούν την πατρίδα, έχουν κέρατα και ουρές, είναι αντίχριστοι και «μίσθαρνα»  όργανα, κι άλλα τέτια. Συκοφαντίες και βλακείες όσες θέλεις... Κι ο κόσμος, αφού δεν ήξερε και πείρα δεν είχε, επόμενο ήταν να κουμπώνεται, και χρειαζόταν χαμάλικη, καθημερινή δουλιά, γρανιτένια θέληση, απέραντη υπομονή και επιμονή για να σπάσει ο πάγος. Έτσι «δενόταν το ατσάλι» - η πίστη, η αντοχή, η καρτερικότητα, η αφοσίωση... οι αρετές του επαναστάτη... Οι μικρές επιτυχίες του αγώνα και τα όμορφα όνειρα για μια ευτυχισμένη κοινωνία, η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη ― που δυνάμωναν μέσα στις συνθήκες των διωγμών ― γλύκαιναν τις πίκρες, απάλαιναν τις δυσκολίες...
     
Στέκει κει στο κελί, που έχει δυο δρασκελισιές και κάτι μάκρος μια δρασκελισιά και λιγάκι πλάτος, κοιτάζει απ’ το φεγγίτη στη στενή γαλάζια λωρίδα του ουρανού, συλλογιέται κι απ’ του νου τη στράτα περνάει η ζωή του.
      
Ήταν κάποτε υπεύθυνος στην εφημερίδα της ΟΚΝΕ «Νεολαία». Την έβγαζαν με το τίποτα σχεδόν. Έπρεπε να κυκλοφορεί οπωσδήποτε, να βλέπει η Ασφάλεια πως τα λυσσασμένα μέτρα της δεν μπορούν να λυγίσουν τη θέληση των αγωνιστών, να καταλαβαίνουν οι νεολαίοι, πως η οργάνωση ζει και δουλεύει  και να παίρνουν κουράγιο. Λεφτά δεν είχαν να νοικιάζουν έστω και μια τρύπα. Ένα φύλλο το έγραψαν σε μια σοφίτα. Πήγαν πριν να φέξει, κι όταν έφυγε για τη δουλιά του ο εργάτης τους κλείδωσε απόξω ως το βράδυ. Δεν έπρεπε να κάνουν θόρυβο, μην ακούσει η σπιτονοικοκυρά, και δεν μπορούσαν να βγουν ούτε για το νερό τους... Το δεύτερο φύλλο σ’ ένα πλυσταριό. Το τρίτο... Όμως κάποτε έφτασαν στο «αμήν». Όλες οι προσπάθειες απότυχαν. Έδειχνε πως δεν θα εκπλήρωναν το αγωνιστικό τους καθήκον. Τέλος, τ’ αποφάσισαν. Έμειναν ένα εικοσιτετράωρο νηστικοί, τις πενταροδεκάρες  που μάζεψαν απ’ τη Συνταχτική Επιτροπή τις έδοσαν σ’ ένα θυρωρό και τους άφησε να δουλέψουν σ’ ένα υπόγειο... Κι η εφημερίδα έβγαινε κανονικά.

***

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ , ανάλογα με τις ανάγκες, ρίχνει το Μαλτέζο από πόλη σε πόλη. Στον Πειραιά δεν ήρθε ο σύνδεσμος στο ραντεβού – πράμα συνηθισμένο για κείνον τον καιρό. Όμως το επεισόδιο αυτό είχε κάτι το ιδιαίτερο και το θυμάται. Πήγε και δεύτερη φορά, και τρίτη... Πέρασαν κάμποσες ώρες, νύχτα. Μέρος να μείνει δεν έχει. Απ’ την Αθήνα του έδοσαν λεφτά μόνο για ένα εισιτήριο επιστροφής... αν του τύχαινε καμιά αναποδιά. Δεν πρόλαβε να καθήσει στο βαγόνι και μπήκε στο κατόπι ένας χαφιές. Όταν το τραίνο κινούσε πήδηξε και γύρισε στην Αθήνα με τα πόδια... Στο Βόλο χάλασε η γιάφκα. Να πάει σε ξενοδοχείο, με τι χαρτιά; Να γυρίζει στους δρόμους, θα τον έπιαναν «επί αλητεία»  κι ύστερα θα έβρισκαν ποιος είναι... Βγήκε έξω στα χωράφια και πέρασε όλη τη νύχτα μες τη βροχή, κάτω από ένα δέντρο. Την άλλη μέρα πήγε ξανά στη γιάφκα. Η πόρτα κλεισμένη. Απ’ το διπλανό σπίτι βγήκε μια γρηούλα. Του έριξε μια ματιά και συνεννοήθηκαν... Αυτή μπροστά, αυτός πίσω, έστριψαν τη γωνία, πήραν το αντίθετο σοκάκι, έστριψαν πάλι αριστερά και σε μια αυλή στάθηκε η γρηούλα:
      ―Τους έπιασαν, παλληκάρι μου! Να πας, μόλις σουρουπώσει...
        
Παρά λίγο να την αρπάξει στην αγκαλιά, να τη σφίξει, να τη φιλήσει...
      
Έξη μήνες  αργότερα έγινε στη Θεσσαλονίκη ένα μεγάλο στραπάτσο. Μαρτυρήθηκε το σπίτι του, κι έμεινε δέκα  μέρες σ’ ένα θεοσκόταδο κατώγι. Τα βράδια έβγαινε και παιδευόταν, πότε στη μια γειτονιά, πότε στην άλλη, να πάρει επαφή. Κι όταν το κατάφερε, ξέχασε και την υγρασία, και το σκοτάδι του υπόγειου, και τις αϋπνίες και τις πείνες, και τις στενοχώριες...
       
Τέτιες ήταν οι χαρές των αγωνιστών τότε. Είχε, φυσικά, η ζωή και πιο μεγάλες. Ανάμεσα σ’ αυτές, μια δεν  την ξεχνάει. Στα 1935, όταν οι δυο αντίπαλοι κόσμοι συγκέντρωναν δυνάμεις για μια αποφασιστική αναμέτρηση, μέσα στη γενικότερη άνοδο του κινήματος, ξέσπασε η απεργία των φοιτητών για την πανεπιστημιακή ασυλία. Βάσταξε σαράντα μέρες η μάχη, με συνοχή και πείσμα, με παλληκαριά κι ορμή. Τη μάχη αυτή τη διηύθυνε ο Μαλτέζος.
   
Κι ανεβαίνει το κίνημα, ανεβαίνει μαζί κι ο Μαλτέζος στη στράτα, χωρίς να κοιτάζει πίσω, και προχωράει χωρίς κανένα δισταγμό, και χτίζει με κόπο, και χαλάει ο αντίπαλος. Κάνει τον πόνο πείσμα και το φιλότιμο τσιμέντο και πάλι απ’ την αρχή. Και κάποια μέρα, κει στη στράτα, έβηξε κι είδε αίμα στο μαντήλι. Για μια στιγμή ταράχτηκε, φοβήθηκε. Ύστερα χαμογέλασε και μουρμούρισε: «Μαζί με τις άλλες μπόρες θα περάσει κι αυτή». Και σε λίγο πρόστεσε: «Εμείς δεν προλαβαίνουμε να πεθάνουμε από χτικιό».
    
Το χέρι του Μαλτέζου, όχι μόνο στις αναλαμπές, μα και στις φουρτούνες, δεν έτρεμε. Η αντίδραση νίκησε τις δυνάμεις της προόδου. Ήρθαν στον τόπο οι μαύρες μέρες της 4ης Αυγούστου. Οργίαζε απ’ άκρη σ’ άκρη η δημαγωγία, η σπιουνιά, η τρομοκρατία. Τότε, τον Οχτώβρη του 1937, όταν τα ξερονήσια κι οι φυλακές γέμισαν από λαϊκούς αγωνιστές και κάμποσοι λύγισαν, στις πιο δύσκολες στιγμές του κινήματος, το Κόμμα πρότεινε στο Μαλτέζο να αναλάβει Γραμματέας της ΟΚΝΕ. Και κείνος, όπως πάντα, χωρίς καθόλου να διστάσει, πήρε το τιμόνι στα χέρια του...
       
Και τώρα; στέκει εκεί κάτω απ’ το φεγγίτη, σ’ ένα κελί της Ακτίνας Θ΄, κοιτάζει τη στενή λωρίδα του γαλάζιου ουρανού, συλλογιέται το δρόμο της ζωής του και ― όπως είπε κάποιος ― αν ήταν ν’ αρχίσει απ’ την αρχή, πάλι τον ίδιο δρόμο θα έπαιρνε.

***

ΑΝΟΙΞΕ  η πόρτα του κελιού και μπήκε ο Βασιλάτος.
     ―Πώς κοιμηθήκατε κ. Μαλτέζο; ― ρώτηξε ειρωνικά.
    
Ο Μαλτέζος δεν απάντησε κι εκείνος συνέχισε:
      ―Αυτά ήταν αψιμαχίες. Γρήγορα θ’ αρχίσουν και οι μεγάλες μάχες. Από δω ― βάλτο καλά στο μυαλό σου ― βγαίνουν  μόνο «ανανύψαντες» ή πεθαμένοι. Ζωντανός... ούτε ένας. Εσύ, όπως είσαι σαν τον Άγιο Αντώνιο τον Ασκητή, δεν πρόκειται να βαστάξεις πολλές μέρες και μια δουλιά που είναι να γίνει αύριο, κάντην μια ώρα αρχίτερα. Γιατί να παιδεύεσαι άδικα;
     
Και, απλώνοντας ένα χαρτί, συμπλήρωσε:
        ―Βάλε μια υπογραφή κι άντε στο καλό σου.
     
Μ’ ένα τόνο απλό, σεμνό, και σταθερό ― τέτιος ήταν ο χαρακτήρας του τέτια ήταν κι όλη η ζωή του ― απάντησε:
         ―Άδικα παιδεύεστε.
     
Τον έδειραν με συρματένιο βούρδουλα, κι απάνω στις ματωμένες ανοιχτές πληγές έριξαν καυτό τσιγαρισμένο λάδι. Σπαρτάρησε το κορμί απ’ τους σπασμούς, όμως δεν έβγαλε ούτε ένα «αχ!». Σε συνέχεια, τον άφησαν πέντε μέρος ήσυχο. Περισσότερο δεν έκανε, μπορούσε να δυναμώσει και ν’ αντέξει στα βασανιστήρια, ούτε και λιγότερο, γιατί μπορούσε να πεθάνει. Μια τέτια λύση δεν την ήθελαν, θα μάθαιναν έξω και θα τους εμπόδιζε να κάνουν τα ίδια και στους άλλους.
    
Την έκτη μέρα μπήκε στο κελί όλη η κουστωδία. Επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία, πήραν ξανά την ίδια απλή, σεμνή και σταθερή απάντηση:
        ―Μη χάνετε τα λόγια σας. Σας είπα: Άδικα παιδεύεστε.
    
Τον βασάνισαν πάλι και, στο τέλος, όπως τον είχαν ξαπλωμένο, ο ένας πάτησε το δεξί πόδι του Μαλτέζου πάνω στο τσιμέντο, ο άλλος σήκωσε το αριστερό, όσο μπορούσε πιο ψηλά. Έβαλαν ένα πέταλο στη φτέρνα. Ο Βασιλάτος, μ’ ένα σαδιστικό χαμόγελο στα χείλη, σάλιωσε το καρφί για να προχωρήσει τάχατες ευκολότερα, κι ο Διονυσάτος το χτυπούσε αργά μ’ ένα σφυρί να μπει στο κρέας. Μα δεν το πέτυχαν. Λιποθύμησε. Αυτοί πήγαιναν να πεταλώσουν ζωντανό άνθρωπο, να υποφέρει, να στριφογυρίζει απ’ τους πόνους, να βογγάει, να ουρλιάζει κι όχι έναν αναίσθητο. Κι ούτε τους σύφερνε να παρατραβήξουν το σχοινί, γιατί ήθελαν δηλωσία κι όχι πεθαμένο.

Πότε συνήρθε; Κείνη τη μέρα; Την άλλη; Ήταν λερωμένος από νερά, ιδρώτα κι αίματα παντού. Σιγά – σιγά τα γεγονότα γύρισαν στη μνήμη του. Έκατσε και σκέφτηκε ώρα πολλή. Ζύγισε τα πράγματα απ’ όλες τις πάντες. Έβαλε απ’ τη μια τα «υπέρ», απ’ την άλλη τα «κατά», και πήρε την απόφαση.
     
Το μεσημέρι του πήγαν το φαΐ. Το άφησαν κοντά στην πόρτα, κλείδωσαν κι έφυγαν. Ήταν φασολάδα. Άχνιζε και μύριζε όμορφα. Σύρθηκε ένα βήμα πιο κοντά, άπλωσε το χέρι... κι ύστερα αποτραβήχτηκε ξανά στη γωνιά.
     
Το  βράδυ του πήγαν πάλι φαγητό. Ρέγγα με αγριόχορτα. Ο φύλακας, σαν είδε το μεσημεριανό άθιχτο, ρώτησε:
      ―Γιατί δεν το έφαγες; Μήπως θέλεις κανένα ορεχτικό;
      ―Θα κάνω απεργία πείνας.
      ―Μήπως σου πέρασε από το νου πως έτσι θα σταματήσει ο χορός;
      ―Μπα! πού τέτια ευγένεια... Εσείς με τα βασανιστήρια πάτε ν’ αποσπάσετε δηλώσεις και να ρίξετε έτσι το κύρος του Κόμματος... Κάποιος από μας πρέπει να σταματήσει αυτή τη μηχανή...
       ―Θα ψοφήσεις!
       ―Δεν πειράζει... Τσάμπα δε θα πάω... Θα ρθει ένας καιρός...
       
Στις 22 του Νοέμβρη 1938, όταν το Κόμμα έκλεινε τα 20 χρόνια του, πέθανε ο Μαλτέζος.

***

Η ΘΥΣΙΑ του Μαλτέζου ― και τόσων άλλων ― δεν πήγε χαμένη. Ήρθε ένας καιρός, κείνος ο καιρός που ονειρεύονταν ο Μαλτέζος. Η παλληκαριά του λαού απλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ελλάδα, αγκάλιασε όλα τα στρώματα κι έφτασε στις πιο υψηλές κορφές της μαζικής αυτοθυσίας. Χιλιάδες αγωνιστές ― παιδόπουλα, γέροι και γρηές, άντρες και γυναίκες ― αντίκρυσαν την κρεμάλα και το εκτελεστικό απόσπασμα με το όνομα του Κόμματος στο στόμα. Εκατομμύρια άνθρωποι ακολούθησαν το ΚΚΕ και δημιούργησαν το αθάνατο έπος της Εθνικής Αντίστασης, έσωσαν τον τόπο από τον αφανισμό, λευτέρωσαν την πατρίδα μας. Ήρθε ο καιρός που – όπως λέει κι ο ποιητής,

«Αντριά μου και περφάνεια μου τα παίρνω απ’ τους συντρόφους μου.
Δεν είναι τρεις και τέσσερες, δεν είν’ πουλιά κι αγρίμια,
παρ’ είναι ανθός της ανθρωπιάς, η λεβεντιά του κόσμου».   
       
Και πάλι ανάποδες μέρες. Μα θα ρθει ξανά ένας καιρός, που λεύτερος για πάντα ο λαός, θα τιμήσει σε γιορτές, σε συγκεντρώσεις, σε παρελάσεις, σε μνημεία, σε πίνακες και σε ποιήματα τους ήρωες του. Και μέσα σ’ αυτούς έναν απ’ τους πιο αντρειωμένους, το Χρήστο το Μαλτέζο.

ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΣΗΣ, «ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», 2/1967

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

«Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μην με αλλάξει αυτό. Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος..."

 
«Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μην με αλλάξει αυτό. Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα. Με το δικό σου βλέμμα. Η ζωή είναι ένα δώρο που μας δίνεται μία φορά.Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν ξημερώνει λένε «άντε να τελειώσει κι αυτή η κωλομέρα». Και δεν καταλαβαίνουν ότι κάνουν άλλο ένα βήμα προς το θάνατο.»  Χρόνης Μίσσιος

 

Συμπληρώθηκαν δυο χρόνια από την ημέρα του θανάτου του Χρόνη Μίσσιου. Ήταν 20 Νοεμβρίου 2012.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Τα παιδιά θέλουν παπούτσια τα παιδιά θέλουν ψωμί θέλουνε και φάρμακα, δούλεψε κ' εσύ...

 Κλείστε τα βιβλία, κλείστε τα χαρτιά,
μπάζει αέρα, αέρα,
μπάζει παγωνιά.
Κλείστε τα.

Συντροφιά μου θέλω τώρα
χτίστες και φουρνάρηδες
τσαγκαράδες και λασπάδες
παραπαίδια σιωπηλά,
λάσπες μες στα χέρια τους
και στα ρούχα τους ασβέστες
και στα φρύδια τους αλέυρι,
να δουλεύουν και να λένε:

Τα παιδιά θέλουν παπούτσια
τα παιδιά θέλουν ψωμί
θέλουνε και φάρμακα,
δούλεψε κ' εσύ.
Γέλα, κλαίγε κι όλο λέγε,
το παιδί: ζωή.
Τίποτ' άλλο. Ζωή. 


Ζύμωνε στη σκάφη,
πρώτο σου ζυμάρι,
πρώτο σου ψωμί
πρώτο σου σταυρόψωμο
μια ψωμένια κούκλα
για το παιδί. 


Ζύμωνε τη λάσπη,
πρώτη σου μυστριά
πρώτο πηλοφόρι
ένα καλυβάκι
μια μικρούλα αυλή
για το παιδί. 


Ζύμωνε το χώμα
με το δάκρυ-δάκρυ
ζύμωνε τη λάσπη
φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί
να πετάει τη νύχτα
και να κελαϊδεί
για το παιδί. 


Τούτη είναι η ζωή μας
τούτο το μεγάλο —
τίποτ’ άλλο.
Γέλα, κλάψε, πες
ό,τι θες.
Το παιδί: ζωή.
Τίποτ' άλλο!



Από τη συλλογή Υδρία (1957-1958)
Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα 1930-1960, τ. Β΄, Εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1961,

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος και ο Πώλ Ελυάρ

Το 1972 έγινε στο Παρίσι μια έκθεση σχεδίων του Πικασό από τη συλλογή του Ελυάρ , την είχε οργανώσει η δημαρχία του Σαιν Ντενί σ' ένα παλιό κτίριο με απειράριθμα μικρά δωμάτια, γραφεία ή κελιά, πολύ κοντά στην εκκλησία.
Για τον πολύ κόσμο, στη φήμη του Ελυάρ μετρούσε και η ιδιότητά του ως μέλους του Κομμουνιστικού κόμματος. Για αρκετούς μετρούσε μόνο αυτή. Είχε μαγνητιστεί και το δικό του όνομα από αυτές τις δυνάμεις. Κι όπως συνέβαινε με τόσους άλλους επώνυμους ανά τον κόσμο, άλλοι τον θαύμαζαν κι άλλοι δεν τον θαύμαζαν γι' αυτόν κυρίως τον λόγο.
Στη Μόσχα, ένας από εκείνους που έθεταν στην κυκλοφορία διάφορα ανέκδοτα για την κυβέρνηση και το σοβιετικό σύστημα , είχε καταρτίσει ένα Πολιτικό Γραφείο της τέχνης και των γραμμάτων, τους είχε όλους σ' ένα πανό με τις φωτογραφίες τους, τον Ελυάρ τον έβαζε τρίτον, μετά τον Πικασό, και πρώτο γραμματέα είχε τον Αρμένιο ζωγράφο Ναλμπαντιάν που φιλοτεχνούσε τα πορτραίτα των μελών του σοβιετικού Πολιτικού Γραφείου.
Όταν ο Ελυάρ ήρθε στην Αθήνα το 1945, τον προσφώνησαν ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης. Ο Σικελιανός είχε αρχίσει την ομιλία του με μια εντυπωσιακή φράση, που τη θυμάμαι κι εγώ, όπως, φαντάζομαι, κι άλλοι που συνέβη τότε να την ακούσουν ή να τη διαβάσουν: " Παύλε Ελυάρ " του βροντοφώναξε κι ακολούθησε μια διαβεβαίωση πως οι δυο χώρες είναι ομογάλακτες, εβύζαξαν, είπε ο Σικελιανός, από το ίδιο βυζί το γάλα της ελευθερίας.
Κάτι τέτοια μένουν και τα θυμάσαι. Έχω κρατήσει την λεπτομέρεια , μαζί με την απορία πώς η μεγαλοστομία, ακόμα και για όσους σαν ποιητικό τρόπο την είχαν ξεπεράσει, μπορούσε να σκορπά ενθουσιασμό, επειδή συγκινεί πολιτικά. Είχε σημασία βέβαια ότι μιλούσε ο Σικελιανός, που τις λέξεις του δεν τις έλεγε μόνο, αλλά μία μία τις γιόρταζε μ' όλη του την ποιητική και ανθρώπινη ειλικρίνεια (αλλιώς θα ήταν, αν τα έλεγε αυτά ο ταχυδακτυλουργός Καζαντζάκης)...


Το επόμενο ταξίδι του Ελυάρ στην Ελλάδα μάς βρήκε στην πιο κρίσιμη στιγμή του πολέμου, την άνοιξη του 1949. Ήρθε στο Γράμμο, μαζί με άλλους δυο συμπατριώτες του, που έχω τώρα ξεχάσει τα ονόματά τους, αλλά τους θυμάμαι καλά και τους δύο, τη φυσιογνωμία τους. Ο ένας ήταν ζωγράφος και θύμιζε πολύ τον Λουί Ζουβέ κι ο άλλος δημοσιογράφος, πρόεδρος μιας διεθνούς δημοσιογραφικής οργάνωσης, μεγαλόσωμος, ευτραφής, μάλλον Γερμανός στην εμφάνιση σαν τον Χέλμουθ Κολ, παρά Γαλάτης. Υπήρχε και τέταρτο μέλος της αντιπροσωπείας, ο σοσιαλιστής Υβ Φαρζ, αυτός στον Γράμμο δεν ήρθε, επισκέφθηκε μόνο το Βίτσι, έπειτα μάθαμε ότι έκανε ένα ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση και σκοτώθηκε σ' ένα ατύχημα στον Καύκασο , πηγαίνοντας να επισκεφθεί το χωριό που γεννήθηκε ο Στάλιν. Απορώ που ακόμα δεν έτυχε κάπου να διαβάσω ότι τον παρέσυρε εκεί κάτω και τον σκότωσε κι αυτόν ο ίδιος ο Στάλιν.

Ο Ελυάρ μού άφησε την εντύπωση ενός γερασμένου ανθρώπου που δεν ήταν γέρος από τα χρόνια, αλλά από έναν δικό του λόγο, από μια ατονία πρακτική, ζωική, ένα γέρασμα όχι όπως γερνούν πρόωρα οι άνθρωποι που κακοπάθανε, αλλά επειδή καθόλου δεν κακοπάθανε, δηλαδή από την τρυφηλή τους ζωή, μακριά από τον ήλιο κι από χειρωνακτική πράξη που δοκιμάζει, σφίγγει το κορμί και σκληραγωγεί όλο τον χαρακτήρα, σωματικό και ψυχικό. Έτσι είπα εγώ τότε. Αργότερα διάβασα μερικά πράγματα και είδα τι του είχε συμβεί τότε με το θάνατο της γυναίκας του, είδα από τι δικές του δοκιμασίες έβγαινε` και το ταξίδι εκείνο σ' εμάς πρέπει να ήταν μια έξοδος, ένα δικό του ρεσάλτο...Κοιτάζω τώρα τις χρονολογίες και βλέπω πως ήταν μόλις 53 χρονών. Ίσως τον είδα έτσι κι από το περιβάλλον, τον πόλεμο και το βουνό, που έβγαζαν απάνω κι ετόνιζαν κάποιες αντιθέσεις, πάντως έμεινε αυτό σαν μια απορία, σε σχέση κυρίως με το αγωνιστικό πνεύμα που τον ξέραμε τόσο μαχητικό και στους ποιητικούς και στους άλλους αγώνες.
 
 Ο Πώλ Ελυάρ στο Γράμμο με στολή αντάρτη
 Τον πήγαμε παντού, όπου ήταν δυνατόν να δει πώς γινόταν αυτός ο πόλεμος. Του δώσαμε να βάλει κι ένα δίκωχο, του πέρασαν στο χέρι κι έναν τηλεβόα και τον φωτογράφισαν οι δικοί μας φωτογράφοι να μιλάει απέναντι στους φαντάρους για τη συναδέλφωση.
Την τελευταία μέρα τον φέραμε στο τυπογραφείο. Ο Παναγιώτης ο Περδίκης, που ήταν διευθυντής, ο ραδιοτηλεγραφητής και ειδησεογράφος ΄Αραχθος και τρίτος ο γράφων τού δώσαμε να πάρει μαζί του κι ένα χαιρετιστήριο που το στοιχειοθέτησαν και το τύπωσαν γρήγορα τα παιδιά. Τον πήγαμε στο αμπρί που ήταν το τυπογραφείο, χαιρετίστηκαν με τα παιδιά και φωτογραφίστηκαν, πόσες φορές από τότε - με πόσες αφορμές - έχω θυμηθεί μια φράση του, ενώ έμπαινε στο αμπρί και είδε μέσα τις κάσες, το σκοτάδι, τα μικρά λαμπιόνια που καίγαν από πάνω, τους στοιχειοθέτες, στην άκρη τον πιεστή Γιορίκα, ένα πολύ νέο δυνατό παιδί που είχε σταθεί προσοχή δίπλα στο μηχάνημα σαν να παρουσίαζε όπλο: " Όλοι οι τυπογράφοι του κόσμου παντού οι ίδιοι ". Το γράφω άλλη μια φορά . Καταπληκτική παρατήρηση.

...Και να τώρα εδώ στο Παρίσι, σ' αυτό το σπίτι, δύο και πλέον δεκαετίες μετά, πλάι στην εκκλησία του Άη Διονύση, που θα έλεγε κι αυτός ο Σεφέρης, σ' έναν τοίχο στο βάθος ο Ελυάρ μπροστά στο αμπρί με τους τυπογράφους μας κάτω από τα έλατα στις ψηλές κορφές εκείνης της θρυλικής εποχής.
Πήγαινα τότε δεύτερη φορά στο Παρίσι, ύστερα από τις πανωλεθρίες. Για χρόνια είχαμε χάσει τις επαφές μ' εκείνον τον κόσμο. Τα οπτικά εντυπώματα, τα ακούσματα, οι συνήθειες της ζωής ήταν πια εντελώς άλλες, τα παλιά τα λησμονήσαμε κάθετα και σχεδόν για πάντα. Κι αν ακόμα ήταν κάπου κι αυτά, είχαν πια μαραθεί σαν ξεριζωμένα. Και τώρα, σ' αυτή την άλλη πόλη, στο κάθε βήμα ένα βαθύ ταρακούνημα, εκπληκτικές αναμνήσεις, διαδοχικά σοκ.
Αυτό όμως εκείνη την ημέρα, να παρουσιαστούν τόσο ξαφνικά μπροστά μου αυτά τα παιδιά, αυτές οι μνήμες, ήταν τόσο απροσδόκητο, τόσο συγκλονιστικό.
Βλέπω εκεί τον Αντρέα τον Παπαχρήστου, τον γέρο Μπάμπα, τον Νιόνιο, τον Γιορίκα, τον Γιάννη τον Γκόγκο, θεόρατο Μακεδόνα, τον ψηλότερο απ' όλους, τη Θωμαή, τη Βανθούλα...
Τίποτε δεν χάνεται στον κόσμο, ενώ κι από ένα τίποτα γίνονται κάποτε τα πιο εκπληκτικά πράγματα. Μαρμάρωσαν μπροστά στον τοίχο. Τα τελευταία δωμάτια ήταν αφιερωμένα στον ίδιο τον Ελυάρ, είχαν περάσει είκοσι χρόνια από το θάνατό του, η έκθεση μάλλον ήταν γι' αυτό. Έδειχναν το γραφείο του, τις πολυθρόνες του, τα βιβλία του, τα χειρόγραφά του, διάφορα άλλα αντικείμενα κι ενθυμήματα, πίνακες, έντυπα και φωτογραφίες που τεκμηρίωναν το διάγραμμα της ζωής.

Κοιτάζω τον Αντρέα. Αυτόν καθώς είδε ο Ελυάρ, το μαύρο του ρούχο, το μαύρο του δέρμα, το μαύρο του μαλλί, τα μαύρα έξυπνα λαμπερά του μάτια, του ήρθε η ωραία του  σκέψη για τους τυπογράφους του κόσμου.
Τυπογράφος είχε γεννηθεί ο Αντρέας, όπως οι άλλοι στα μέρη του γεννιούνται χτίστες και αρτοποιοί. Αρχιτέκτονες στη Μουργκάνα, έπειτα στο Γράμμο, έπειτα και στην Τασκένδη, όλο το χρονικό εκείνης της τυπογραφίας το στοιχειοθέτησε και το σελιδοποίησε αυτός με το  χέρι του, αρχιεργάτης από εκείνους που, γνωρίζοντας τη δουλειά τους, έχοντας έρωτα μαζί της, δεν δέχονται μύγα στο σπαθί τους ακόμα και εδώ στο αμπρί, για να βγει το φυλλάδιο με τις γραμμές στη θέση τους, σε διαρκή πόλεμο εναντίον εκείνων που τα μυστικά δεν τα ξέρουν ή τα ξέρουν αλλιώς και, κατά την άποψη του Αντρέα, κακώς[...]

Στέκομαι τώρα εδώ μπροστά στον τοίχο και κοιτάζω τον Αντρέα και κρίμα που δεν ήταν κι ο Βασίλης τότε μαζί μας. Να τον έχουμε τώρα κι αυτόν εδώ , από το άλλο μέρος, με τον Ελυάρ στη μέση, σαν ένα άλλο χρώμα να τους τονίζει. Τον δημοσιογράφο, τον τυπογράφο, δεξιά κι αριστερά του ποιητή, τι ανάμνηση θα' ταν κι αυτή από τον πόλεμο, από κείνον τον δικό μας πόλεμο...


Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν Α. Η γραμμή της ζωής , Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000

Στις 18 Νοεμβρίου 1952 σταμάτησε να χτυπά η καρδιά του μεγάλου Γάλλου ποιητή Πωλ Ελυάρ