Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

« Εχ! Τι λαός! Εκατό φορές μωρέ να πεθαίνεις και πάλι ν’ ανασταίνεσαι και πάλι να παλαίβεις ώσπου να λευτερωθεί!»


Επιμέλεια: ofisofi //atexnos

«Δύσκολες Μέρες» τιτλοφορείται το μυθιστόρημα του Κώστα Μπόση που εκδόθηκε το 1956 στη Ρουμανία από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις. Ακυκλοφόρητο στην Ελλάδα και σπάνιο βιβλίο. Αφηγείται την εποχή της τρομοκρατίας κυρίως στην ύπαιθρο και στα ορεινά χωριά αλλά και τη δράση των ληστοσυμμοριών εναντίον των εαμιτών, των μελών του ΚΚΕ και όσων τους υποστήριζαν ή τους βοηθούσαν και αποδίδει με μεγάλη ρεαλιστικότητα, ζωντάνια και αφηγηματική δεινότητα τις μέρες που ακολούθησαν την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας μέχρι και την πρώτη εποχή της οργάνωσης του δεύτερου αντάρτικου

Στα πλαίσια του αφιερώματος του περιοδικού μας στον Κώστα Πουρναρά (Μπόση), εν όψει της εκδήλωσης προς τιμή του στις 23 Γενάρη (το ΑΤΕΧΝΩΣ συμμετέχει ως συνδιοργανωτής) δημοσιεύουμε απόσπασμα από το βιβλίο αυτό.


***

Ο Πέτρος συνήρθε όταν ο ήλιος είχε ανεβεί κάμποσο ψηλά. Ανασηκώθηκε λίγο και σύρθηκε πιο πέρα. Άρχισε να μιλάει χαμηλόφωνα λες κι ήθελε ν’ ακούει τα λόγια του και να καταλαβαίνει αν είναι σωστά. Σαν να ήθελε να δόσει κουράγιο στον εαυτό του. « Η κατάστασή σου Κορφιάτη δεν είναι καλή…Διάβολε! γιατί να σε πάρει στο πόδι; Κι ήταν ανάγκη να σπάσει!..Όπου αλλού δε θα ήταν έτσι…Βέβαια, δεν είναι καλή…Μα δε θα χαθείς…Ο κόσμος δε θα σ’ αφήσει…θα σε γλυτώσει…Τη μάχη την άκουσαν οι μανάδες μας, οι γυναίκες μας, οι αδερφές μας, οι σύντροφοί μας. Την άκουσαν από ένα χωριό, την άκουσαν κι από τ’ άλλο, κι ως το βουνό ψηλά και πέρα απ’ το μεγάλο ποτάμι. Την άκουσαν με χαρά κι ελπίδα. Την άκουσαν με καρδιοχτύπι και φόβο. Και ξέρουν πως σε τέτιες μάχες μένουν τραυματίες. Είτε δεν προλαβαίνουν να τους πάρουν, είτε δεν τους βρίσκουν. Και θάρθουν να ψάξουν». Ένιωσε τα ματόφυλλα να βαραίνουν. Μια καταχνιά απλώθηκε γύρω κι ύστερα σκοτάδι. Ξύπνησε αργότερα κι άρχισε την κουβέντα από κει που την είχε αφήσει. «Θάρθουν Πέτρο…Θάρθουν. Μ’ αν δεν έρθουν; Πάλι δε θα χαθείς…Όταν είμαστε μικρά περπατούσαμε στο κουτσό. Έτσι και τώρα. Σιγά – σιγά θα φτάσω στο χωριό. Στον Ξερότοπο θα πάω. Είναι βολικότερο. Δεν έχει τόση ανηφόρα. Άμα βγω στο καραούλι, κάτω απ’ τη Γραμμένη – βελανιδιά…από κει κι ύστερα όλο κατηφόρα. Εχ και νάβρισκα τη γριά – Θανάσαινα! Σε μια βδομάδα θα μ’ έκανε καλά». Έκανε μια προσπάθεια και στάθηκε στο ένα πόδι. Τον έσφαξε ως την ψυχή ο πόνος, μα βάσταξε. Έκανε ένα κουτσό βήμα, και δεύτερο, και τρίτο. Κουράστηκε και ξάπλωσε.

«Δύσκολο…όμως μπορεί. Το κακό είναι που δραμπαλίζει το πόδι και πονάει και μου πιάνει και τα χέρια. Πρέπει να το κρεμάσω από το σβέρκο, έτσι θα λευτερώσω και τα χέρια. Παίρνω κι ένα ξύλο και βοηθιέμαι». « Πού να βρω σκοινί;» Έπεσε το μάτι στη λωρίδα του οπλοπολυβόλου. « Και το οπλοπολυβόλο; Θα το παρατήσω; Αυτό δε γίνεται…Ποιος ξέρει τι με βρίσκει». Σκέφτηκε το πουκάμισο. Πάλι τίποτε. « Ούτε φτάνει, ούτε βαστάει!» Πάλι στη λωρίδα. Κουράστηκε κι έκλεισε τα μάτια. «…Αυτό είναι. Η λωρίδα απ’ το αυτόματο και το πουκάμισο μαζί. Το οπλοπολυβόλο θα το κάνω μπαστούνι. Στον ανήφορο θα περπατάω , στον κατήφορο θα σέρνομαι. Πόσο θα κάνω; Τρεις μέρες;…τέσσερες;…παραπάνω; Έστω, θα φτάσω…Κι αν δεν έρθουν δε θα χαθώ. Κι όμως θάρθουν…»

Ντρίγκι – ντρίγκι, τούγκου – τουγκ ακούστηκε ένα μικρό κυπρί κι ένα κουδουνάκι στο καραούλι, πιο χαμηλά απ’ τη Γραμμένη – βελανιδιά. Ποτέ στη ζωή, μα ποτέ, δεν ένιωσε τόση συγκίνηση` βούρκωσαν τα μάτια του και ψιθύρισε:

«Εχ! Τι λαός! Εκατό φορές μωρέ να πεθαίνεις και πάλι ν’ ανασταίνεσαι και πάλι να παλαίβεις ώσπου να λευτερωθεί!»

Κι απ’ τη χαρά κι απ’ την εξάντληση λιποθύμησε.

Η Ρηνούλα πέρασε χαμηλότερα απ’ το καραούλι σαλαγώντας τα γιδάκια και πλάι – πλάι έφτασε στη ρεματιά που κατέβαινε απ’ το Κούφιο – δέντρο, τα γύρισε κατά το βοριά και τ’ άφησε να βοσκήσουν. Έσιαξε  το σακουλάκι που είχε στις πλάτες, έβαλε την κάλτσα που έπλεκε στην τσέπη και πήρε το ρέμα – ρέμα. Κάθε δυο – τρία βήματα στεκόταν κι ακούρμαινε. Έσκυβε χαμηλά στη γης, ξάπλωνε πάνω στο χώμα, κοίταζε με προσοχή μέσα απ’ τα χαμόκλαδα κι έψαχνε με τα μάτια και τη μια και την άλλη πλαγιά. Τίποτα δεν ακουγόταν. Μόνο καμιά γουστερίτσα ή κανένα άλλο ζούδι φρατσανούσε λίγο καθώς έτρεχε μέσα στα ξερόφυλλα ή κανένα πουλί που σκάλιζε το χώμα κι έπειτα πάλι ησυχία. Έτσι σιγά – σιγά ψάχνοντας κι ακουρμαίνοντας, ζύγωσε κοντά στο ύψωμα. Κάθησε μέσα στα χαμόκλαδα και κάμποση ώρα παρακολουθούσε την κορφή , τον αυχένα και το δρόμο. Τίποτα δε φαινόταν, ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο. Σηκώθηκε με προφύλαξη και βγήκε στο Κούφιο – δέντρο. Κάλυκες σκόρπιοι εδώ κι εκεί και σε κάποιο μέρος λίγο αίμα. Κοίταξε γύρω, πέρα το ζυγό, εημιά. Μόνο στο ύψωμα Τσιβόλα φαινόταν δυο. Τι να ήταν; Μάυδες ή στρατοκόποι; Κάτω στη ρεματιά βέλαξε μια γίδα. Το κορίτσι τη φώναξε μια – δυο φορές, σαλάγησε άλλες τόσες και χώθηκε ξανά στο λόγγο. Πήρε την άλλη ρεματιά από τα πάνω προς τα κάτω. Έφτασε εκεί που σμίγουν τα δυο λαγγαδάκια, προχώρησε λίγο χαμηλότερα και άρχισε ν’ ανεβαίνει την άλλη ρεματιά. Κόντευε στο ζυγό, – εκεί που είχε τραυματιστεί ο Πέτρος. Μέσα στα κλαδιά είδε έναν άνθρωπο ξαπλωμένο. Η καρδούλα του κοριτσιού σπαρτάρησε σαν του τρομαγμένου πουλιού. Ο φόβος πέρασε απ’ όλο το κορμί. Ζύγωσε ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. « Μπάρμπα!», φώναξε σιγά. Μα σαν άκουσε την ίδια τη φωνή του φοβήθηκε πιο πολύ και θυμήθηκε πως δεν κάνει να φωνάζει. Πήγε πιο κοντά και άπλωσε το χέρι που έτρεμε. Τον έπιασε από απ’ το πόδι. Εκείνο ήταν κρύο, κοκαλιασμένο, μα το κορίτσι δεν ήξερε από τέτια και δεν κατάλαβε. Τον κούνησε λίγο ψιθυρίζοντας: « Συναγωνιστή! συναγωνιστή! σήκω! Λαβωμένος είσαι;» Μα τίποτα. Άπλωσε και τ’ άλλο χέρι και πιάνοντάς τον με τα δυο τον τράβηξε. Το πτώμα μετακινήθηκε, λευτερώθηκε απ’ τις μιτζούνες και τα χαμόκλαδα. Και τότε είδε πως δεν έχει κεφάλι. Μαρμάρωσε μη μπορώντας ούτε να κλάψει ούτε να φωνάξει. Κοίταζε μαγνητισμένο, με μάτια διάπλατα απ’ το φόβο, κι ύστερα, σαν πέρασαν  ένα – δυο δευτερόλεπτα, σωριάστηκε καταγής, δίπλα στο πτώμα, κι άρχισε να κλαίει.

Όταν ο Πέτρος συνήλθε ξαναθυμήθηκε αμέσως τα κουδουνάκια. Τέντωσε τ’ αφτί κι αφουγκράστηκε καμπόσο. « Ούτε κουδούνι, ούτε κυπρί, ούτε άνθρωπος, μουρμούρισε. Τι να έγιναν τάχα; Μήπως απ’ τη λαχτάρα μου;…Θάπαθα φαίνεται σαν το διψασμένο που βλέπει βρύσες…Μπορεί να ήταν περαστικά…Δεν πειράζει. Δεν ήρθαν σήμερα, θάρθουν αύριο». Πασπάτεψε το σακίδιο. «Εντάξει. Δυο κονσέρβες είναι ολόκληρος θησαυρός…Ας μην τις πειράξω τώρα. Δεν πολυπεινάω…Έχω και δυνάμεις ακόμα…Θα τις φυλάξω για δυσκολότερες ώρες, για το δρόμο…». Και κει που συλλογιόταν αυτά σα να άκουσε μια βοή από μακριά. « Μάχη!»μουρμούρισε. Έβαλε τ’ αφτί στη γης. Του φάνηκε πως ακούστηκε μακριά όλμος. Μα δεν ξεκαθάρισε καλά κι άρχισε να σκέφτεται. « Τι να γίνονται; Έσπασαν ή όχι; Πού να βρίσκονται τώρα;…Τι ζημιές να έπαθαν;…Αν βρήσκανε πυρομαχικά στη Λαγγάδα;! Μα πάλι…δύσκολα». Και σιγά – σιγά ο νους του έφερε στη μνήμη όλους τους συντρόφους του. Μερικούς τους ήξερε απ’ τον ΕΛΑΣ. Τους άλλους τους γνώρισε σε τούτο το αντάρτικο. Θυμήθηκε το Νίκο, το σκοπευτή και ράγισε η καρδιά του. Ήταν από τούτα τα μέρη, και καθώς κατέβαιναν το βουνό τούδειξε μια μακρινή κορφή κι όλο χαρά τούλεγε: «σ. Πέτρo! Ε ε ε εκεί πέρα που φαίνεται κείνη η κορφή μες στην καταχνιά, εκεί είναι το χωριό μου και στην ακρούλα του χωριού είναι το σπίτι μου. Αν σταματήσουμε πουθενά θα πάω να δω τα παιδιά μου. Τα αποθύμησα. Τα βλέπω  στον ύπνο μου. Τι λες Πέτρο; Να πάω;». Μα δεν πρόφτασε να πάει. Πάνω στη ράχη φυλάει τώρα σκοπιά. Έφυγε ο Νίκος και μπήκε στη σκέψη ο Λάζαρος. « Πώς θα τα βολέψει με την πλατυποδία το καημένο το παιδί;». Έπειτα το Γεράσιμο έφερε ο νους του. Το προηγούμενο κιόλας βράδυ τούλεγε: « Έμαθα Πέτρο πως το γέρο τον έστειλαν εξορία. Ακούς τα σκυλιά; Ένα γέρο 80 χρονώ, κουτσό, με άσθμα…Και ποιος ξέρει πώς τα περνάει στο ξερονήσι. Να έχει τουλάχιστο κανένα τσιγάρο; Χωρίς αυτό δεν μπορεί να κάνει ο καημένος»…Ύστερα ήρθε ο Ηλίας, ο Αντώνης…ο καθένας με το δικό του κόσμο, ο καθένας με τους δικούς του καημούς, τα δικά του όνειρα κι όλοι μ’ ένα καημό κι ένα όνειρο: Να ρχότανε και σε τούτονε τον τόπο λίγη ειρήνη, λίγη χαρά!!

Από μακριά ακούστηκε πιο καθαρά τώρα βουή. « Πολεμάτε λεβέντες» ψιθύρισε και ανασηκώθηκε ν’ ακούσει καλύτερα. Μα πάλι η βουή έσβησε. « Ας κάνουν αυτοί τη δουλιά τους, ξανάπε. Ας τοιμαστώ κι εγώ. Θα περιμένω ως το σούρουπο. Ύστερα θα ξεκινήσω , ως το πρωί ν’ ανεβώ στο καραούλι κι ύστερα βλέπω. Κατά το κουράγιο και το δρόμο».

Πήρε το αυτόματο κι έβγαλε τη λωρίδα και την ώρα που ετοιμαζόταν να βγάλει το πουκάμισο ή να το σκίσει κάτι άκουσε πιο ψηλά στη ρεματιά. Σα να κύλησε κάποια πετρίτσα, σα να περπάτησε άνθρωπος.

Η Ρηνούλα, μόλις της πέρασε λίγο η ταραχή, σφούγγισε τα δάκρυα, έριξε μια ματιά ακόμα φοβισμένη στο πτώμα και πήρε την άλλη χαραδρίτσα. Λίγα μέτρα παρακάτω, χαμηλότερα, είδε μια σβαρνίστρα σαν κάτι το βαρύ να σύρθηκε. Είχαν σκουπιστεί τα ξερόφυλλα και τα χαλίκια και τα κλαδιά αριστερά – δεξιά ήταν σπασμένα. Κατέβηκε χωρίς να χάσει απ’ τα μάτια εκείνο το σημάδι. Ο Πέτρος τέντωσε τ’ αφτιά. Για μια στιγμή ο θόρυβος έσβησε κι ύστερα ξανά πιο καθαρά τώρα άκουσε τα ξερόκλαδα και τα κλαδάκια να κάνουν θόρυβο. Τράβηξε τ’ αυτόματο κι έβαλε το χέρι στη σκανδάλη. Απ’ τα χαμόκλαδα πρόβαλε ένα κοριτσάκι. Ξαφνιάστηκε και στάθηκε φοβισμένο. Ο Πέτρος άφησε τ’ αυτόματο.

– Χρυσό μου κορίτσι! Έλα κοντά μου.

Τόπιασε από το χέρι, το τράβηξε στην αγκαλιά του και το φίλησε. Και κείνο σα συνήρθε απ’ την ταραχή ρώτηξε:

– Συναγωνιστή! είσαι πολύ λαβωμένος;

– Ναι!…Λίγο…

– Πού;

– Στο πόδι και στο στήθος. Το πόδι είναι σπασμένο.

– Δεν μπορείς να περπατήσεις;

– Δεν μπορώ. Μα θα μπορέσω.

Το κορίτσι ξεκρέμασε τον τορβά έβγαλε το μπουκάλι και δίνοντάς το είπε:

– Μου είπαν να μη φύγεις από δω. Εγώ θα πάω να ψάξω και στις άλλες ρεματιές.

Σα γύρισε, ο τραυματίας είχε κλεισμένα τα μάτια και δίπλα του βρισκόταν το μπουκάλι με γάλα ως τη μέση. Το πήρε, χώθηκε στο λόγγο, άρμεξε μια γίδα και το ξαναγέμισε. Τ’ άφησε δίπλα στον τραυματία και σαλαγώντας τις γίδες γύρισε στο χωριό.

Τη νύχτα η Ρηνούλα μπροστά κι ο μπάρμπας της από πίσω, μ’ ένα κλεφτοφάναρο σβηστό στο χέρι, δυο σανιδάκια στο άλλο κι ένα δεματάκι παραμάσχαλα πήγαν στη ρεματιά. Το κορίτσι πήρε το δεματάκι και τα σανιδάκια, ο άντρας πήρε τον τραυματία καβάλα και βάδισαν κάμποσο κατά το ποτάμι. Έπειτα έστριψαν αριστερά, προχώρησαν μέσα από πυκνά κλαριά κι έφτασαν σε μια σπηλιά. Τον απίθωσε καταγής κι άναψε το κλεφτοφάναρο. Ξεγύμνωσε το πόδι, τον βοήθησε κι ο Πέτρος κι η Ρηνούλα , το τέντωσε, το τύλιξε με μαλλιά, έβαλε τα σανιδάκια απόξω και το έδεσε. Μετά έδεσε και την πληγή στο στήθος. Ο Πέτρος τον γνώρισε μα δεν είπε τίποτα, μόνο τον ρώτηξε:

– Τι γίνονται οι αντάρτες;

– Πέρα κατά τη Λαγγάδα τ’ απόγιομα γινόταν μάχη…Αλλά…Μη σε παιδεύει αυτή η έγνοια. Εσύ να κοιτάξεις να γίνεις καλά. Αν δε μας βρει τίποτα το ανεπάντεχο θα φροντίσουμε να μην πεθάνεις από την πείνα.

– Υπάρχουν άλλοι τραυματίες;

– Το κορίτσι δε βρήκε άλλον. Βρήκε ένα πτώμα χωρίς κεφάλι. Θα ξανακοιτάξουμε.



Κώστας Μπόσης, Δύσκολες μέρες, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, Βουκουρέστι  1956

Δεν υπάρχουν σχόλια :