Θέλω τη σημερινή μέρα να την αφιερώσω σε εκείνες τις εκπαιδευτικούς που σε δύσκολες εποχές έδωσαν αγώνες στα σχολεία που δούλεψαν, πολλές φορές κάτω από αντίξοοες συνθήκες, μακριά από τα σπίτια τους και τις οικογένειες τους, αντιμέτωπες με προκαταλήψεις κοινωνικές και αναχρονιστικές ιδέες όχι μόνο μέσα στο σχολικό περιβάλλον αλλά και στο κοινωνικό και κατάφεραν να εμπνεύσουν και να ανάψουν φωτιές που όχι απλώς ζέσταναν τις παιδικές ψυχές αλλά τις απελευθέρωναν και τις οδηγούσαν σε άλλους δρόμους πιο ελεύθερους.
"..Και η καθηγήτρια συλλογίστηκε πως δεν είδε ποτέ της, ούτε και άκουσε, να υπάρχει βασιλόπουλο ή αρχοντόπουλο άσχημο ή κουτό, ούτε βασιλοπούλα που να μην είναι πεντάμορφη και γεμάτη χαρίσματα, ακόμα και στα παραμύθια όπου συμβαίνουν τόσα και τόσα απίστευτα πράματα.Ακόμα και οι παραμυθάδες όλες τις κακίες τις ρίχνουν στις φτωχές γυναίκες που ζούνε νηστικές μέσα σε σπηλιές ή σε φτωχές καλύβες μες τα δάση....και δεν έχουνε κανένα να τις αγαπάει, και που γίνονται μάγισσες και στρίγγλες γιατί η φτώχεια και η δυστυχία, άμα βαστάνε πολύ, στριγγλιάζουνε τον άνθρωπο και τον ασκημίζουν.Μα, αν ένας παραμυθάς αποφάσιζε άξαφνα να πάρει όλες αυτές τις δυστυχισμένες γυναίκες με τις σουβλερές μύτες και την άγρια όψη και τις θρόνιαζε στο ολόχρυσο παλάτι της Πεντάμορφης, και τις έβαζε να κοιμούνται στο παχύ στρώμα, τις χόρταινε με τα πλούσια φαγιά της, τις έλουζε με ανθόνερο και τις τριγύριζε με καλοσύνη, με αγάπη και με ξεγνοιασιά, θα βλέπαμε τότε πώς θα κόνταινε η μύτη τους και θα γλύκαινε η φωνή τους...Αλλά τότε ο παραμυθάς θα' πρεπε να βρει έναν άλλο τρόπο για να διακρίνονται οι βασιλιάδες και οι μεγάλοι άρχοντες, και αυτό φαίνεται πως δεν είναι και τόσο εύκολο.
Λοιπόν ούτε στα παραμύθια δεν μπορούν να αλλάξουν τα πράματα. Και θ' άλλαζαν στη ζωή;...
Όμως τα εικοσιδύο χρόνια της καθηγήτριας γέμιζαν τις φλέβες της μ'ένα γερό και πλούσιο αίμα που κυκλοφορούσε ορμητικό και ακάθεκτο στο σώμα της, παρασέρνοντας όλα τα δηλητήρια και ποτίζοντας το ίσαμε το βάθος του με υγεία, αισιοδοξία και καλοσύνη."Στα παραμύθια μπορεί να μην αλλάζουνε τα πράγματα, στη ζωή όμως πρέπει να αλλάξουν!".
....Μεμιάς ένιωσε τέτοια δύναμη μέσα της που θα μπορούσε να τα βάλει με ολάκερη την ατελείωτη σειρά των καπέλων της κρεμάστρας αν στα κεφάλια που θα' μπιναν σε λίγο μέσα σ' αυτά τα καπέλα ερχόταν η ιδέα να την εμποδίσουν!....Έτσι αποφασισμένη μπήκε στην τάξη της. Μόλις κάθισε η Μαρίνα στην ψηλή καρέκλα της έδρας συλλογίστηκε πόσο δύσκολο ήτανε να ' ναι κανείς εκπαιδευτικός.Αλήθεια , πώς θα'πρεπε να είναι ένας καλός εκπαιδευτικός;....Έπρεπε να είναι ένας φυσικός και ανυπόκριτος άνθρωπος, δίχως καμία απολύτως πόζα, δίχως υποκριτικές γλύκες και δίχως επίδειξη εμβρίθειας, και να φέρνεται στα παιδιά όπως θα φερνόταν και στα δικά του παιδιά, αν είχε, ή στους καλύτερους φίλους του: με στοργή, με καλοσύνη και με ευγένια...."(Κατίνα Παπά, Σ'ένα Γυμνάσιο Θηλέων, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1980)
"Μέρα με τη μέρα άνοιγαν τα μάτια μου. Έμπαινα στο νόημα της δουλειάς . Καταλάβαινα σε τι παγίδα με είχε ρίξει η κ. Καλλιόπη. Τι μεγάλη, τι τεράστια σημασία είχε εκείνο το ξεδιάλεμα που' χε κάμει των παιδιών, την πρώτη μέρα που πρωτοπάτησα τα πόδια μου στο σκολειό. Κ' είχα πει τότες "ευχαρίστως". Μα τώρα πια ήτανε πολύ αργά, για να πάρω το λόγο μου πίσω. Να μάθαινα άλλη φορά να μην πετώ έτσι τα λόγια μου στον άνεμο....κείνο το "ευχαρίστως" ήτανε αφορμή, κι αγωνιζόμουν σήμερο με όλα μου τα δυνατά .Μέρα και νύχτα. Τη νύχτα σαν τύχαινε να μεταπνήσω, έβαζε αρχή το μυαλό μου να δουλεύει: τη Φανή και τη Δέσποινα έλεγα, χωρίς άλλο πρέπει να τις πάρω χώρια, να τους μάθω τους αριθμούς, γιατί δε θα μπορέσουν ποτέ να"συμβαδίσουν" αφού είναι τόσο πίσω. Το ίδιο πρέπει να κάμω και με τις πεντέξη, που δεν μπόρεσα ακόμη να χωνέψουν τις διφθόγγους. Έτσι θα γίνει `θα τις κρατώ στο σκολειό έντεκα με δώδεκα την Πέμπτη που σκολνούν οι άλλες...Συλλογιζόμουν ακόμη, πώς να βρω να δείξω στα παιδιά τα όσα αναφέρει το αλφαβητάριο, ευζώνους δεν είχαμε στον τόπο μας, μα θα τους πήγαινα κάτι παιγνιδάκια που είχα δει να κρέμονται σ'ένα μαγαζί απ'έξω, και τους παρίσταιναν ολοζώντανους με τα γυριστά τσαρούχια και τις φουστανέλλες τους. Με το κόκκινο φέσι και το κρόσσι πίσω στο σβέρκο. Για να δούν πάλι χήνες, θα τις πήγαινα σε μια μικρή εκδρομούλα ως το χάνι του Ασάν αγά, όξω από την πόλη ήτανε, ως ένα τέταρτο` και μάλιστα μαζί με τις χήνες θα τους έδειχνα και τη "λεύκη", γιατί ό Ασάν αγάς που είχε τις χήνες , είχε το χάνι του δίπλα στο ρυακάκι, κι όλο το τρίγυρο ήταν κατάφυτο από θεόρατες λεύκες....Όταν τα βόλευα έτσι όλα με το μυαλό μου, γύριζα από το άλλο πλευρό κι αποκοιμόμουν ξεκουρασμένη, σαν να είχα εκτελέσει ένα καθήκον..."(Έλλη Αλεξίου, Γον Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον, Καστανιώτης, Αθήνα 1978)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου