«Θέλω να πάρω ένα βαπόρι και να σηκωθώ να φύγω»
Την παρακολουθώ να περπατάει πάνω – κάτω μονολογώντας. Η μορφή της μαγνητίζει εδώ και ώρα το βλέμμα μου. Είναι άσχημη , πολύ άσχημη και αποκρουστική. Κοντούλα με σώμα σαν σακί φουσκωμένο. Πρόσωπο γεμάτο χοντρές γκρίζες τρίχες , χείλη στραβά, παχιά και κρεμασμένα. Τα δόντια της κίτρινα και μισά. Σαν κάτι ξεδοντιασμένες μάγισσες βγαλμένες από τα παραμύθια. Τα ρούχα της παλιά, φθηνά και φθαρμένα. Τα πόδια της σέρνονται βαριά μέσα σε ένα ζευγάρι στραβοπατημένες παντόφλες.
« Μαντάρα τα έκανα στη ζωή μου, αυτός ο γάμος μού έκανε τη ζωή μαρτύριο και τώρα; Τι θα απογίνω τώρα;»
Ψάχνω να βρω έναν τρόπο να την πλησιάσω , να πιάσω κουβέντα μαζί της, να μάθω. Την ακούω που μιλάει στην κοπέλα στο διπλανό κάθισμα. Εκείνη την κοιτάζει με ύφος αδιάφορο. Σηκώνεται και φεύγει από κοντά της. Αλλάζει θέση.
Την πλησιάζω . Κάθομαι απέναντι της .
Πόση δυστυχία κουβαλάει πάνω της Θεέ μου!
- Θα πάω να πάρω έναν καφέ , μήπως θέλετε και εσείς έναν; βρίσκω την ευκαιρία να της μιλήσω.
- Όχι ευχαριστώ. Περιμένω να έρθουν να με πάρουν . Είμαι από χθες εδώ μέσα , δεν έχω φάει αλλά δεν πεινάω.
- Έχετε οικογένεια;
- Όχι , ο άντρας μου πέθανε πριν μερικά χρόνια και δεν έκανα παιδιά. Κάποια ανίψια μου περιμένω, αν αποφασίσουν να έρθουν. Δεν έχω λεφτά να φύγω με ταξί , δεν μπορώ να ανέβω στο λεωφορείο.
- Έχετε κάποιο πρόβλημα υγείας;
- Ένα εγκεφαλικό πριν μερικά χρόνια . Το αντιμετώπισα όμως μόνη μου. Δεν είχα κανέναν. Κανέναν ! Όχι να με φροντίσει αλλά ούτε να μου πιάσει το χέρι , να με βοηθήσει, να μου πει μια κουβέντα. Μόνη μου το αντιμετώπισα. Έζησα για να βασανίζομαι.
- Πόσο χρονών είστε;
- 65
Ξεθαρρεύει. Αρχίζει να μιλάει σαν να εξομολογείται . Νομίζει ότι θα διώξει το βάρος από μέσα της, ότι θα αλαφρώσει η καρδιά της. Τα λόγια της, κατηγόριες στον εαυτό της.
- Πώς κατάντησα ; Να σου δείξω φωτογραφίες μου να δεις πώς ήμουν στα νιάτα μου. Έτσι ήμουν εγώ; Ήμουν όμορφη, αλλά δεν άκουγα. Ο γάμος που έκανα με κατέστρεψε και πάει η ζωή μου στράφι. Δεν έχω στον ήλιο μοίρα, είμαι άπορη . Άπορη , το καταλαβαίνεις;
- Μόνη σας ζείτε;
- Με τον αδελφό του άντρα μου. Αλκοολικός με πολλά προβλήματα . Χωρίς οικογένεια και αυτός . Μια γυναίκα και δυο παιδιά δεν θέλουν να τον ξέρουν. Τον φροντίζω , παίρνει ένα μικρό επίδομα κάθε δυο μήνες, 300 ευρώ. Δύσκολα τα βγάζουμε πέρα.
Μιλάμε για ώρα. Μου κάνει εντύπωση ο καθαρός της λόγος, οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί, το ήρεμο ύφος της. Πόση αναντιστοιχία τα λόγια με την εμφάνιση της. Έχει μιαν ευγένεια η φωνή της , μια θλίψη το πρόσωπό της. Η ασχήμια της έχει χαθεί, δεν μου φαίνεται πια αποκρουστική. Όσο συνεχίζει να μιλάει η έκφρασή της γίνεται γλυκιά , αλλά ο πόνος της ψυχής της διαχέεται σε όλη της τη μορφή.
- Σας ακούω τόσην ώρα και ο τρόπος που μιλάτε δείχνει άνθρωπο μορφωμένο.
- Δεν ήμουν πάντα έτσι, δούλευα παλιότερα σε ασφαλιστική εταιρεία. Όταν ήμουν μικρή ήθελα να σπουδάσω, όμως βιάστηκα να πάρω εκείνον τον άνθρωπο που κατέστρεψε τη ζωή μου. Τώρα είναι αργά . Δεν μπορώ να διορθώσω τίποτα. Θέλω να πάρω ένα καράβι και να σηκωθώ να φύγω. Ξέρεις παλιότερα μου άρεσαν τα ταξίδια και η θάλασσα. Μα πιο πολύ μου άρεσε να πηγαίνω στην Άνδρο, στο πατρικό μου. Τώρα δεν υπάρχει κανείς . Και πώς να σηκωθώ να φύγω αφού δεν έχω λεφτά. Πού να πάω; Ποιους δρόμους να περπατήσω , σε ποιες πόλεις να κρυφτώ; Δεν έχω κανέναν και δεν υπάρχει κανείς να με περιμένει πουθενά. Ωχ ,τι σκέφτομαι κι εγώ τώρα; Με βλέπεις πώς είμαι; Ξέρω ότι έχω γίνει άσχημη. Νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω το βλέμμα των ανθρώπων; Δεν βλέπω πώς γυρίζουν το κεφάλι τους για να μη διασταυρωθούν τα μάτια μας. Νιώθω τον οίκτο τους, την απέχθεια τους. Ξέρω τι σκέφτονται μέσα τους. Δεν με νοιάζει. Για ποιον να φροντίσω τον εαυτό μου. Άνθρωπος μονάχος. Τι σε ζαλίζω και σένα τώρα!
Σηκώνεται. Δεν με χαιρετάει. Το βλέμμα της, σκληρό . Ο φόβος της έκθεσης. Ακούω ακόμα τα πόδια της καθώς τα σέρνει για να απομακρυνθεί πιο αργά απ’ όσο νομίζει. «Μαντάρα τα έκανα στη ζωή μου.» Άθελα του ο τελευταίος ψίθυρός της κάθεται στο αυτί μου. Με άφησε να μάθω όσα εκείνη ήθελε και κάτι παραπάνω .
Την παρακολουθώ να περπατάει πάνω – κάτω μονολογώντας. Η μορφή της μαγνητίζει εδώ και ώρα το βλέμμα μου. Είναι άσχημη , πολύ άσχημη και αποκρουστική. Κοντούλα με σώμα σαν σακί φουσκωμένο. Πρόσωπο γεμάτο χοντρές γκρίζες τρίχες , χείλη στραβά, παχιά και κρεμασμένα. Τα δόντια της κίτρινα και μισά. Σαν κάτι ξεδοντιασμένες μάγισσες βγαλμένες από τα παραμύθια. Τα ρούχα της παλιά, φθηνά και φθαρμένα. Τα πόδια της σέρνονται βαριά μέσα σε ένα ζευγάρι στραβοπατημένες παντόφλες.
« Μαντάρα τα έκανα στη ζωή μου, αυτός ο γάμος μού έκανε τη ζωή μαρτύριο και τώρα; Τι θα απογίνω τώρα;»
Ψάχνω να βρω έναν τρόπο να την πλησιάσω , να πιάσω κουβέντα μαζί της, να μάθω. Την ακούω που μιλάει στην κοπέλα στο διπλανό κάθισμα. Εκείνη την κοιτάζει με ύφος αδιάφορο. Σηκώνεται και φεύγει από κοντά της. Αλλάζει θέση.
Την πλησιάζω . Κάθομαι απέναντι της .
Πόση δυστυχία κουβαλάει πάνω της Θεέ μου!
- Θα πάω να πάρω έναν καφέ , μήπως θέλετε και εσείς έναν; βρίσκω την ευκαιρία να της μιλήσω.
- Όχι ευχαριστώ. Περιμένω να έρθουν να με πάρουν . Είμαι από χθες εδώ μέσα , δεν έχω φάει αλλά δεν πεινάω.
- Έχετε οικογένεια;
- Όχι , ο άντρας μου πέθανε πριν μερικά χρόνια και δεν έκανα παιδιά. Κάποια ανίψια μου περιμένω, αν αποφασίσουν να έρθουν. Δεν έχω λεφτά να φύγω με ταξί , δεν μπορώ να ανέβω στο λεωφορείο.
- Έχετε κάποιο πρόβλημα υγείας;
- Ένα εγκεφαλικό πριν μερικά χρόνια . Το αντιμετώπισα όμως μόνη μου. Δεν είχα κανέναν. Κανέναν ! Όχι να με φροντίσει αλλά ούτε να μου πιάσει το χέρι , να με βοηθήσει, να μου πει μια κουβέντα. Μόνη μου το αντιμετώπισα. Έζησα για να βασανίζομαι.
- Πόσο χρονών είστε;
- 65
Ξεθαρρεύει. Αρχίζει να μιλάει σαν να εξομολογείται . Νομίζει ότι θα διώξει το βάρος από μέσα της, ότι θα αλαφρώσει η καρδιά της. Τα λόγια της, κατηγόριες στον εαυτό της.
- Πώς κατάντησα ; Να σου δείξω φωτογραφίες μου να δεις πώς ήμουν στα νιάτα μου. Έτσι ήμουν εγώ; Ήμουν όμορφη, αλλά δεν άκουγα. Ο γάμος που έκανα με κατέστρεψε και πάει η ζωή μου στράφι. Δεν έχω στον ήλιο μοίρα, είμαι άπορη . Άπορη , το καταλαβαίνεις;
- Μόνη σας ζείτε;
- Με τον αδελφό του άντρα μου. Αλκοολικός με πολλά προβλήματα . Χωρίς οικογένεια και αυτός . Μια γυναίκα και δυο παιδιά δεν θέλουν να τον ξέρουν. Τον φροντίζω , παίρνει ένα μικρό επίδομα κάθε δυο μήνες, 300 ευρώ. Δύσκολα τα βγάζουμε πέρα.
Μιλάμε για ώρα. Μου κάνει εντύπωση ο καθαρός της λόγος, οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί, το ήρεμο ύφος της. Πόση αναντιστοιχία τα λόγια με την εμφάνιση της. Έχει μιαν ευγένεια η φωνή της , μια θλίψη το πρόσωπό της. Η ασχήμια της έχει χαθεί, δεν μου φαίνεται πια αποκρουστική. Όσο συνεχίζει να μιλάει η έκφρασή της γίνεται γλυκιά , αλλά ο πόνος της ψυχής της διαχέεται σε όλη της τη μορφή.
- Σας ακούω τόσην ώρα και ο τρόπος που μιλάτε δείχνει άνθρωπο μορφωμένο.
- Δεν ήμουν πάντα έτσι, δούλευα παλιότερα σε ασφαλιστική εταιρεία. Όταν ήμουν μικρή ήθελα να σπουδάσω, όμως βιάστηκα να πάρω εκείνον τον άνθρωπο που κατέστρεψε τη ζωή μου. Τώρα είναι αργά . Δεν μπορώ να διορθώσω τίποτα. Θέλω να πάρω ένα καράβι και να σηκωθώ να φύγω. Ξέρεις παλιότερα μου άρεσαν τα ταξίδια και η θάλασσα. Μα πιο πολύ μου άρεσε να πηγαίνω στην Άνδρο, στο πατρικό μου. Τώρα δεν υπάρχει κανείς . Και πώς να σηκωθώ να φύγω αφού δεν έχω λεφτά. Πού να πάω; Ποιους δρόμους να περπατήσω , σε ποιες πόλεις να κρυφτώ; Δεν έχω κανέναν και δεν υπάρχει κανείς να με περιμένει πουθενά. Ωχ ,τι σκέφτομαι κι εγώ τώρα; Με βλέπεις πώς είμαι; Ξέρω ότι έχω γίνει άσχημη. Νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω το βλέμμα των ανθρώπων; Δεν βλέπω πώς γυρίζουν το κεφάλι τους για να μη διασταυρωθούν τα μάτια μας. Νιώθω τον οίκτο τους, την απέχθεια τους. Ξέρω τι σκέφτονται μέσα τους. Δεν με νοιάζει. Για ποιον να φροντίσω τον εαυτό μου. Άνθρωπος μονάχος. Τι σε ζαλίζω και σένα τώρα!
Σηκώνεται. Δεν με χαιρετάει. Το βλέμμα της, σκληρό . Ο φόβος της έκθεσης. Ακούω ακόμα τα πόδια της καθώς τα σέρνει για να απομακρυνθεί πιο αργά απ’ όσο νομίζει. «Μαντάρα τα έκανα στη ζωή μου.» Άθελα του ο τελευταίος ψίθυρός της κάθεται στο αυτί μου. Με άφησε να μάθω όσα εκείνη ήθελε και κάτι παραπάνω .
6 σχόλια :
Πολύ ανθρώπινο κείμενο. Να υποθέσω ότι είναι δικό σου; Στηρίζεται άραγε σε πραγματικό περιστατικό;
Γεια Θωμά,
Δικό μου είναι και στηρίζεται στην τυχαία συνάντησή μου με αυτή την γυναίκα. Ελαφρώς τροποιημένη βέβαια. Τις τελευταίες μέρες ήρθα αντιμέτωπη με πολλή δυστυχία. Επιδίωξα να συζητήσω με αρκετούς ανθρώπους. Οι περισσότεροι είναι πρόθυμοι να εξομολογηθούν τα προβλήματά τους. Επιβεβαιώνω αυτό που υποστηρίζω συνέχεια, ότι οι άνθρωποι θέλουν έναν ώμο να ακουμπήσουν ακόμα κι αν τους είναι εντελώς άγνωστος.
Άνθρωποι μονάχοι...
Μοναξιά και δυστυχία τριγύρω μας, όπως τα λες, Σοφία.
Καλημέρα γλυκειά Αγρινιώτισσα,
Διάβασα κάπου ότι μοναξιά δεν είναι να είσαι μόνος. Μοναξιά είναι να μην έχει την έννοια σου κανείς. Αυτή είναι η μεγάλη δυστυχία.
Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Να είσαι καλά.
Καλησπέρα.
Το κείμενό σου αιχμηρό, χαράσσει την καρδιά. Όμως αυτό τρυπάει την ψυχή: "Μοναξιά είναι να μην έχει την έννοια σου κανείς"...
Να το κάνεις πιο συχνά. Γράφεις πολύ όμορφα.
Καλή δύναμη!
Ευχαριστώ και πάλι για τον καλό λόγο, Οικοδόμε. Πολύ με ενθαρρύνεις.
Νά΄σαι καλά
Την αγάπη μου
Δημοσίευση σχολίου