Στις 30 Μαρτίου του 1952 οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα ο Νίκος Μπελογιάννης. Στα τριάντα χρόνια από την εκτέλεσή του εκδόθηκε το βιβλίο , Νίκος Μπελογιάννης , Κείμενα από την απομόνωση.
Η Έλλη Παππά, η σύντροφός του, γράφει στην Εισαγωγή του βιβλίου:
" Η μελέτη αυτή έχει μια μεγάλη, και πολύ χαρακτηριστική ιστορία. Γιατί ξεκίνησε μέσα στα μπουντρούμια της Ασφάλειας, στους ατελείωτους μήνες της απομόνωσης, από τη σύλληψή μας ως την πρώτη δίκη. Το γράψιμό της ολοκληρώθηκε στη φυλακή της Κέρκυρας, όπου είχε μεταφερθεί ο Νίκος, όταν τελείωσε η πρώτη δίκη, ως τη μεταφορά του και πάλι στα απομονωτήρια της Ασφάλειας, το Γενάρη του ' 52, για τη δεύτερη δίκη.
[...] Στην απομόνωση της Ασφάλειας είχαμε αναπτύξει ένα πυκνό "σύστημα επικοινωνίας" με διάφορα μέσα: από το ...βήχα, που έδινε συνεχώς το " στίγμα", που έλεγε ότι βρισκόμαστε στο κελλί και είμαστε καλά - ή όταν έπαυε ν' ακούγεται, ότι κάπου έχουν πάρει τον ένα, κι η επιστροφή του στο κελλί, και ο καθησυχαστικός τόνος του βήχα έφερνε την είδηση πως τίποτα κακό δεν έγινε - ως την αλληλογραφία με σημειώματα, που ανταλλάσσαμε πολλές φορές τη μέρα, με σύστημα που ο Νίκος είχε επινοήσει. Αυτή η αλληλογραφία ήταν αρκετά οδυνηρή, ιδιαίτερα για το Νίκο που δεν κάπνιζε. Γιατί για πολλούς μήνες δεν είχαμε μολύβι, δεν θέλαμε να ζητήσουμε από κανένα φρουρό για να μην κινήσουμε υποψίες για την αλληλογραφία μας, και έτσι γράφαμε με την κάφτρα των σπίρτων, που τα καίγαμε με αναμμένο τσιγάρο. Για να γραφτεί ένα σημείωμα χρειαζόταν να καούν αρκετά τσιγάρα, έτσι, που το κατάκλειστο κελλί φλόμωνε από τον καπνό. Ο Νίκος άρχισε αιφνίδια να προμηθεύεται τσιγάρα (στην αρχή είχε ένα μικρό μολυβάκι, που το είχε βρει στα σκουπίδια) και αυτό έδοσε ...μεγάλη χαρά στους ασφαλίτες. Που έδοσαν μάλιστα, και σχετικό σχόλιο σε κάποια εφημερίδα, πως τα νεύρα του Μπελογιάννη...σπάσανε, αφού άρχισε να καπνίζει!
Όσο περνούσε ο καιρός, τα γράμματα που ανταλλάσσαμε μεγάλωναν, δεν ήταν πια ένας στοιχειώδης τρόπος επικοινωνίας, αλλά μια πραγματική ανταλλαγή πολλών σκέψεων. (Για να εξασφαλίσουμε το απαραίτητο χαρτί, ψάχναμε μανιωδώς στο βαρέλι των απορριμάτων, μαζεύαμε βρώμικα χαρτιά, τα πλέναμε και τα στεγνώναμε, και με τον ίδιο τρόπο μαζεύαμε κομμάτια εφημερίδων, κι έτσι κάτι μαθαίναμε από τον έξω κόσμο). Μέσα απ' αυτή την αλληλογραφία βγήκε κάποια στιγμή η ιδέα πως λείπει μια ιστορία της ελληνικής σκέψης, στη διαδρομή της από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Ο Νίκος πρότεινε να τη γράψουμε εμείς, και μάλιστα ν' αρχίσουμε τη δουλιά αμέσως , μέσα στην απομόνωση. Ένας από τους φρουρούς είχε αποχτήσει κάποια οικειότητα μαζί μας, εκτιμούσε τη στάση μας , όπως έλεγε. Ο Νίκος τού άνοιξε κουβέντα για βιβλία, εκείνος είπε πως αγαπούσε το διάβασμα και τα καλά βιβλία, ο Νίκος τού πρότεινε να μας αγοράζει βιβλία και αφού τα διαβάζουμε, να του τα χαρίζουμε. Δέχτηκε. Άρχισε να φέρνει βιβλία, πρέπει να έκανε μ' αυτό τον τρόπο μια καλή μικρή βιβλιοθήκη. Τα διαβάζαμε, ανταλλάσσαμε κρίσεις και σκέψεις - ιδιαίτερα είχαμε ασχοληθεί με το Βυζάντιο από την αρχή.
Όταν με πήραν εμένα από την Ασφάλεια, τέλος Ιούλη του '51, ο Νίκος συνέχισε τη μελέτη. Καθώς είχε μείνει σχεδόν μόνος του[...] είχε κάποια μεγαλύτερη άνεση να προμηθεύεται βιβλία. Μου έστειλε κι εμένα μια παρτίδα στη φυλακή, με πολλές σημειώσεις στα περιθώρια. έτσι άρχισε να παίρνει μορφή η μελέτη του για τις ρίζες της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στη φυλακή της Κέρκυρας , στο ελάχιστο διάστημα που έμεινε εκεί, μπόρεσε να τη γράψει, σαν ένα κεφάλαιο της μεγάλης μελέτης πάνω στην ιστορία της ελληνικής σκέψης, που θα γράφαμε μαζί αν ζούσαμε βέβαια. Αυτό το "αν ζούσαμε" ήταν η μόνιμη επωδός σε κάθε σχέδιο, μα αυτό δεν εμπόδιζε να κάνουμε σχέδια και να τα βάζουμε σε εφαρμογή, κι αυτό είναι νομίζω , που έχει σημασία: Ότι ο Νίκος Μπελογιάννης μπόρεσε, μέσα στην απομόνωση της Ασφάλειας, να ξεκινήσει ένα τόσο μεγάλο σχέδιο και να προλάβει να ολοκληρώσει έστω και ένα του κεφάλαιο.
Τώρα για την έκδοση. Στα απομονωτήρια της φυλακής της Καλλιθέας, σ' εκείνες τις τριάντα μέρες του Μάρτη , υπήρξαν κάποιες στιγμές αισιοδοξίας, θα έλεγα. Στιγμές που φαινόταν ότι μπορούσε και να μη φτάσουν ως την εκτέλεση. Σε μια απ' αυτές τις στιγμές ο Νίκος μού είπε: " Αν τελικά σωθούμε, εμένα θα με πάνε μάλλον στην Κέρκυρα. Γι' αυτό, φρόντισε εσύ από του Αβέρωφ να βγει αυτή η μελέτη, για να τη στείλουμε κι έξω, σ' αυτούς που πήραν μέρος στη διεθνή εκστρατεία". Ανάφερε μερικά ονόματα , όπως του Αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρυ και του Έρεμπουργκ. Και πρόσθεσε μ' εκείνη την περιπαιχτική διάθεση , που δεν τον άφηνε ποτέ: " Για να δουν πως είμαστε και γραμματισμένοι άνθρωποι". Φυσικά, η σκέψη του ήταν πολύ πιο σοβαρή, ήθελε να πει πως οι άνθρωποι που πάσχισαν για τη σωτηρία του έπρεπε να δουν πως οι Έλληνες κομμουνιστές ήταν κάτι περισσότερο από απλά θαρραλέοι ή αποφασισμένοι αγωνιστές και , βέβαια, βρίσκονταν πολύ μακριά από την εικόνα των "κατασκόπων", που η αμερικανοκρατία πάσχιζε να δόσει.
Ήρθε η 30 του Μάρτη . Εμένα μου " χάρισαν " τη ζωή. Με μεταφέρανε πίσω, στις φυλακές Αβέρωφ. Η σκέψη να πραγματοποιήσω τις τελευταίες επιθυμιές του Νίκου, τις μεγάλες και τις μικρές, φυσικό ήταν αν μη με αφήνει. Έτσι , και για τη μελέτη αυτή, σκέφτηκα πως σωστό ήταν να εκδοθεί τότε, όπως , μού είχε πει να κάνω, αν ζούσα. Το είπα στο Μηνά Γαλέο, το δικηγόρο μας, και σ' έναν άλλο φίλο. Βγήκε το βιβλίο, με πολλή αγάπη και φροντίδα από τους ανθρώπους που το ανάλαβαν, αλλά με ορισμένα μειονεκτήματα. Ο Μηνάς, που ήταν από τη Σαλαμίνα, σκέφτηκε να βάλει το ψευδώνυμο "Μ.Κουλουριώτης", ώστε να αναλάμβανε την αυτός την ευθύνη, αν η έκδοση κινούσε κάποιες υποψίες. Τούτο το ψευδώνυμο και η τελευταία σελίδα του βιβλίου, όπου οι αράδες μπήκαν σε σχήμα αναποδυγυρισμένης πυραμίδας, έκαναν απογοητευτική την εμφάνισή του. Ίσως να με επηρέασαν οι σχετικές κρίσεις, που μου διαμήνυσαν σύντροφοι απ' έξω , πως " έτσι , όπως βγήκε αυτό το βιβλίο , δεν συμβάλλει στο μεγαλείο του Νίκου". Είπα στο Μηνά να μην κυκλοφορήσει. Δεν το στείλαμε και στους ανθρώπους έξω. Έμειναν λίγα αντίτυπα, όσα είχαν πάρει το δρόμο των βιβλιοπωλείων.
Αυτή είναι η ιστορία της μελέτης για τις Πρώτες Μακρινές Ρίζες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, που θα ήταν ένα κεφάλαιο από τη μεγάλη μελέτη που θα γραφόταν, αν ζούσε ο Νίκος Μπελογιάννης. Κατά καιρούς , ύστερα από τη μεταπολίτευση, διάφοροι εκδότες ενδιαφέρθηκαν για μια επανέκδοση. Ένας, μάλιστα, ήθελε να κάνει μια ωραία έκδοση με στοιχεία της κάσας. Του είχα δόσει κι έναν μικρό πρόλογο για το πώς γράφτηκε , γιατί νομίζω πως αυτό είναι τόσο σημαντικό όσο κι η ίδια η μελέτη: δίνει μαι πλευρά από την προσωπικότητα του Νίκου, την πολύπλευρη, που συνθέτει τον ολοκληρωμένο κομμουνιστή[...]
[...]Δεν ξέρω αν θα ξενίσει πολλούς αυτό που θα πω, μα το έχω σκεφτεί πολλές φορές, πως αυτή η δουλιά του Νίκου Μπελογιάννη δίνει μιαν απάντηση σ' αυτό που λέγεται σήμερα " ανθρώπινη μοναξιά". Αν μπορούμε να μιλήσουμε για μοναξιά, τότε μπορούμε να μιλήσουμε και για την "αποθέωσή" της: την Απομόνωση.
" Πρόσεχε. Η απομόνωση είναι το χειρότερο βασανιστήριο", μου έγραφε ο Νίκος σε ένα από τα πρώτα του γράμματα, μόλις μπορέσαμε να επικοινωνήσουμε. Όταν σκέφτομαι εκείνα τα τσιμεντένια κλουβιά, του Νίκου φωτισμένο νύχτα μέρα μ' ένα απαίσιο, εκτυφλωτικό λαμπιόνι, το δικό μου κατασκότεινο, με μοναδική πηγή φωτός ένα μακρινό λαμπιόνι στο διάδρομο , που έστελνε λίγο μακρινό φως στο ταβάνι, μέσα από το άνοιγμα με τα σιδερένια κάγκελα που ήτανε πάνω από την πόρτα, και να σ' έχουνε εκεί , μήνες και μήνες, τότε λέω και ξαναλέω πως " η ανθρώπινη μοναξιά" μπορεί ν' αρχίσει εκεί όπου τελειώνουνε τα όρια της ανθρώπινης δημιουργικότητας, εκεί όπου στομώνει η ικανότητα του ανθρώπου να αλλάζει τους όρους της ζωής του, εκεί όπου εξαντλείται η μαχητικότητα και αρχίζει η παραδοχή της ήττας.
Κάπου εδώ βρίσκεται η ανθρώπινη σημασία της δουλιάς του Νίκου Μπελογιάννη, που έρχεται σήμερα ολόκληρη, σ' όλα της τα στάδια στη δημοσιότητα.
Η πολιτική σημασία πάει πιο πέρα. Μπορεί να την αναζητήσει κανείς στο ότι ο κομμουνιστής - εξ ορισμού - τείνει να είναι ο άνθρωπος που τίποτε από τα ανθρώπινα δεν του είναι ξένο, και γι' αυτό πασκίζει να κατακτήσει ό,τι είναι πιο ανθρώπινο στον άνθρωπο[...]
Όσο για την ιστορική σημασία αυτής της δουλιάς, δεν ξέρω πώς θα την εκτιμήσει ο αυριανός - μπορεί και ο σημερινός- ιστορικός. Θα' λεγα, ωστόσο, πως ένα σημείο της δεν πρέπει να παραμελήσει ο ιστορικός: το πως οι Έλληνες κομμουνιστές δουλεύανε μέσα στις πιο φριχτές συνθήκες της βίας, της τρομοκρατίας, της καταστολής, της διαστρέβλωσης της πραγματικότητας και των ιδεών, για να περισώσουνε την επιστημονική έρευνα και να την αντιπαρατάξουνε στη σκοταδιστική ιδεολογία της δεξιάς, για να ξεθάψουνε τη δημοκρατική - και τη δημοτική - παράδοση αυτού του τόπου και να την κάνουνε - μακριά από κάθε στείρα αναβίωση- όπλο παντοδύναμο στα χέρια του λαού που μάχεται για το δικό του αύριο.
Δε θα' θελα εδώ να σταθώ στο τι μπορεί να πει ή να μην πει η φιλολογική και η ιστορική έρευνα για τη δουλιά αυτή του Νίκου Μπελογιάννη, για την αξιοπιστία και την επάρκεια των πηγών του, για την επιστημοσύνη της μεθοδολογίας του. Σίγουρα είναι πολύ διαφορετικό να δουλεύεις μέσα στις "ιδεώδεις" συνθήκες ενός σπουδαστηρίου από τη δουλιά που μπορείς να κάνεις μέσα στα μπουντρούμια της Απομόνωσης και στις φυλακές, όταν μάλιστα ο θάνατος είναι ο μόνιμος φρουρός του κελλιού σου. Κι όμως , αυτό δε μειώνει την αξία των συμπερασμάτων και των τοποθετήσεών του.
Μέσα σ' όλα αυτά, νομίζω πως βρίσκεται η σημασία της μελέτης του Νίκου Μπελογιάννη για την Ιστορία της Ελληνικής Σκέψης. [...] από τις σημειώσεις, τις αποδελτιώσεις, τα σχόλιά του βγαίνει ένα μήνυμα[...] :
Μελετάτε, ερευνάτε, δημιουργείτε, μη δεχτείτε ποτέ πως είσαστε δέσμιοι και ηττημένοι του ιμπεριαλισμού, του συστήματος, ή οποιουδήποτε άλλου δαίμονα της εποχής μας - και της εποχής σας "
Νίκος Μπελογιάννης, Κείμενα από την Απομόνωση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983, 2η έκδοση
Οι φωτογραφίες από το βιβλίο
Η Έλλη Παππά, η σύντροφός του, γράφει στην Εισαγωγή του βιβλίου:
" Η μελέτη αυτή έχει μια μεγάλη, και πολύ χαρακτηριστική ιστορία. Γιατί ξεκίνησε μέσα στα μπουντρούμια της Ασφάλειας, στους ατελείωτους μήνες της απομόνωσης, από τη σύλληψή μας ως την πρώτη δίκη. Το γράψιμό της ολοκληρώθηκε στη φυλακή της Κέρκυρας, όπου είχε μεταφερθεί ο Νίκος, όταν τελείωσε η πρώτη δίκη, ως τη μεταφορά του και πάλι στα απομονωτήρια της Ασφάλειας, το Γενάρη του ' 52, για τη δεύτερη δίκη.
Το κείμενο για την Έλληνική Νομαρχία"
[...] Στην απομόνωση της Ασφάλειας είχαμε αναπτύξει ένα πυκνό "σύστημα επικοινωνίας" με διάφορα μέσα: από το ...βήχα, που έδινε συνεχώς το " στίγμα", που έλεγε ότι βρισκόμαστε στο κελλί και είμαστε καλά - ή όταν έπαυε ν' ακούγεται, ότι κάπου έχουν πάρει τον ένα, κι η επιστροφή του στο κελλί, και ο καθησυχαστικός τόνος του βήχα έφερνε την είδηση πως τίποτα κακό δεν έγινε - ως την αλληλογραφία με σημειώματα, που ανταλλάσσαμε πολλές φορές τη μέρα, με σύστημα που ο Νίκος είχε επινοήσει. Αυτή η αλληλογραφία ήταν αρκετά οδυνηρή, ιδιαίτερα για το Νίκο που δεν κάπνιζε. Γιατί για πολλούς μήνες δεν είχαμε μολύβι, δεν θέλαμε να ζητήσουμε από κανένα φρουρό για να μην κινήσουμε υποψίες για την αλληλογραφία μας, και έτσι γράφαμε με την κάφτρα των σπίρτων, που τα καίγαμε με αναμμένο τσιγάρο. Για να γραφτεί ένα σημείωμα χρειαζόταν να καούν αρκετά τσιγάρα, έτσι, που το κατάκλειστο κελλί φλόμωνε από τον καπνό. Ο Νίκος άρχισε αιφνίδια να προμηθεύεται τσιγάρα (στην αρχή είχε ένα μικρό μολυβάκι, που το είχε βρει στα σκουπίδια) και αυτό έδοσε ...μεγάλη χαρά στους ασφαλίτες. Που έδοσαν μάλιστα, και σχετικό σχόλιο σε κάποια εφημερίδα, πως τα νεύρα του Μπελογιάννη...σπάσανε, αφού άρχισε να καπνίζει!
Χαρακτηριστικά αποκόμματα, φυλαγμένα με επιμέλεια
Όσο περνούσε ο καιρός, τα γράμματα που ανταλλάσσαμε μεγάλωναν, δεν ήταν πια ένας στοιχειώδης τρόπος επικοινωνίας, αλλά μια πραγματική ανταλλαγή πολλών σκέψεων. (Για να εξασφαλίσουμε το απαραίτητο χαρτί, ψάχναμε μανιωδώς στο βαρέλι των απορριμάτων, μαζεύαμε βρώμικα χαρτιά, τα πλέναμε και τα στεγνώναμε, και με τον ίδιο τρόπο μαζεύαμε κομμάτια εφημερίδων, κι έτσι κάτι μαθαίναμε από τον έξω κόσμο). Μέσα απ' αυτή την αλληλογραφία βγήκε κάποια στιγμή η ιδέα πως λείπει μια ιστορία της ελληνικής σκέψης, στη διαδρομή της από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Ο Νίκος πρότεινε να τη γράψουμε εμείς, και μάλιστα ν' αρχίσουμε τη δουλιά αμέσως , μέσα στην απομόνωση. Ένας από τους φρουρούς είχε αποχτήσει κάποια οικειότητα μαζί μας, εκτιμούσε τη στάση μας , όπως έλεγε. Ο Νίκος τού άνοιξε κουβέντα για βιβλία, εκείνος είπε πως αγαπούσε το διάβασμα και τα καλά βιβλία, ο Νίκος τού πρότεινε να μας αγοράζει βιβλία και αφού τα διαβάζουμε, να του τα χαρίζουμε. Δέχτηκε. Άρχισε να φέρνει βιβλία, πρέπει να έκανε μ' αυτό τον τρόπο μια καλή μικρή βιβλιοθήκη. Τα διαβάζαμε, ανταλλάσσαμε κρίσεις και σκέψεις - ιδιαίτερα είχαμε ασχοληθεί με το Βυζάντιο από την αρχή.
Σημειώσεις από το κελλί της απομόνωσης
Όταν με πήραν εμένα από την Ασφάλεια, τέλος Ιούλη του '51, ο Νίκος συνέχισε τη μελέτη. Καθώς είχε μείνει σχεδόν μόνος του[...] είχε κάποια μεγαλύτερη άνεση να προμηθεύεται βιβλία. Μου έστειλε κι εμένα μια παρτίδα στη φυλακή, με πολλές σημειώσεις στα περιθώρια. έτσι άρχισε να παίρνει μορφή η μελέτη του για τις ρίζες της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στη φυλακή της Κέρκυρας , στο ελάχιστο διάστημα που έμεινε εκεί, μπόρεσε να τη γράψει, σαν ένα κεφάλαιο της μεγάλης μελέτης πάνω στην ιστορία της ελληνικής σκέψης, που θα γράφαμε μαζί αν ζούσαμε βέβαια. Αυτό το "αν ζούσαμε" ήταν η μόνιμη επωδός σε κάθε σχέδιο, μα αυτό δεν εμπόδιζε να κάνουμε σχέδια και να τα βάζουμε σε εφαρμογή, κι αυτό είναι νομίζω , που έχει σημασία: Ότι ο Νίκος Μπελογιάννης μπόρεσε, μέσα στην απομόνωση της Ασφάλειας, να ξεκινήσει ένα τόσο μεγάλο σχέδιο και να προλάβει να ολοκληρώσει έστω και ένα του κεφάλαιο.
Τώρα για την έκδοση. Στα απομονωτήρια της φυλακής της Καλλιθέας, σ' εκείνες τις τριάντα μέρες του Μάρτη , υπήρξαν κάποιες στιγμές αισιοδοξίας, θα έλεγα. Στιγμές που φαινόταν ότι μπορούσε και να μη φτάσουν ως την εκτέλεση. Σε μια απ' αυτές τις στιγμές ο Νίκος μού είπε: " Αν τελικά σωθούμε, εμένα θα με πάνε μάλλον στην Κέρκυρα. Γι' αυτό, φρόντισε εσύ από του Αβέρωφ να βγει αυτή η μελέτη, για να τη στείλουμε κι έξω, σ' αυτούς που πήραν μέρος στη διεθνή εκστρατεία". Ανάφερε μερικά ονόματα , όπως του Αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρυ και του Έρεμπουργκ. Και πρόσθεσε μ' εκείνη την περιπαιχτική διάθεση , που δεν τον άφηνε ποτέ: " Για να δουν πως είμαστε και γραμματισμένοι άνθρωποι". Φυσικά, η σκέψη του ήταν πολύ πιο σοβαρή, ήθελε να πει πως οι άνθρωποι που πάσχισαν για τη σωτηρία του έπρεπε να δουν πως οι Έλληνες κομμουνιστές ήταν κάτι περισσότερο από απλά θαρραλέοι ή αποφασισμένοι αγωνιστές και , βέβαια, βρίσκονταν πολύ μακριά από την εικόνα των "κατασκόπων", που η αμερικανοκρατία πάσχιζε να δόσει.
Το εξώφυλλο του τετραδίου με τη σφραγίδα των φυλακών της Κέρκυρας και το πρόχειρο τετράδιο με τη μελέτη για τις " Μακρινές Ρίζες"
Ήρθε η 30 του Μάρτη . Εμένα μου " χάρισαν " τη ζωή. Με μεταφέρανε πίσω, στις φυλακές Αβέρωφ. Η σκέψη να πραγματοποιήσω τις τελευταίες επιθυμιές του Νίκου, τις μεγάλες και τις μικρές, φυσικό ήταν αν μη με αφήνει. Έτσι , και για τη μελέτη αυτή, σκέφτηκα πως σωστό ήταν να εκδοθεί τότε, όπως , μού είχε πει να κάνω, αν ζούσα. Το είπα στο Μηνά Γαλέο, το δικηγόρο μας, και σ' έναν άλλο φίλο. Βγήκε το βιβλίο, με πολλή αγάπη και φροντίδα από τους ανθρώπους που το ανάλαβαν, αλλά με ορισμένα μειονεκτήματα. Ο Μηνάς, που ήταν από τη Σαλαμίνα, σκέφτηκε να βάλει το ψευδώνυμο "Μ.Κουλουριώτης", ώστε να αναλάμβανε την αυτός την ευθύνη, αν η έκδοση κινούσε κάποιες υποψίες. Τούτο το ψευδώνυμο και η τελευταία σελίδα του βιβλίου, όπου οι αράδες μπήκαν σε σχήμα αναποδυγυρισμένης πυραμίδας, έκαναν απογοητευτική την εμφάνισή του. Ίσως να με επηρέασαν οι σχετικές κρίσεις, που μου διαμήνυσαν σύντροφοι απ' έξω , πως " έτσι , όπως βγήκε αυτό το βιβλίο , δεν συμβάλλει στο μεγαλείο του Νίκου". Είπα στο Μηνά να μην κυκλοφορήσει. Δεν το στείλαμε και στους ανθρώπους έξω. Έμειναν λίγα αντίτυπα, όσα είχαν πάρει το δρόμο των βιβλιοπωλείων.
Αυτή είναι η ιστορία της μελέτης για τις Πρώτες Μακρινές Ρίζες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, που θα ήταν ένα κεφάλαιο από τη μεγάλη μελέτη που θα γραφόταν, αν ζούσε ο Νίκος Μπελογιάννης. Κατά καιρούς , ύστερα από τη μεταπολίτευση, διάφοροι εκδότες ενδιαφέρθηκαν για μια επανέκδοση. Ένας, μάλιστα, ήθελε να κάνει μια ωραία έκδοση με στοιχεία της κάσας. Του είχα δόσει κι έναν μικρό πρόλογο για το πώς γράφτηκε , γιατί νομίζω πως αυτό είναι τόσο σημαντικό όσο κι η ίδια η μελέτη: δίνει μαι πλευρά από την προσωπικότητα του Νίκου, την πολύπλευρη, που συνθέτει τον ολοκληρωμένο κομμουνιστή[...]
[...]Δεν ξέρω αν θα ξενίσει πολλούς αυτό που θα πω, μα το έχω σκεφτεί πολλές φορές, πως αυτή η δουλιά του Νίκου Μπελογιάννη δίνει μιαν απάντηση σ' αυτό που λέγεται σήμερα " ανθρώπινη μοναξιά". Αν μπορούμε να μιλήσουμε για μοναξιά, τότε μπορούμε να μιλήσουμε και για την "αποθέωσή" της: την Απομόνωση.
" Πρόσεχε. Η απομόνωση είναι το χειρότερο βασανιστήριο", μου έγραφε ο Νίκος σε ένα από τα πρώτα του γράμματα, μόλις μπορέσαμε να επικοινωνήσουμε. Όταν σκέφτομαι εκείνα τα τσιμεντένια κλουβιά, του Νίκου φωτισμένο νύχτα μέρα μ' ένα απαίσιο, εκτυφλωτικό λαμπιόνι, το δικό μου κατασκότεινο, με μοναδική πηγή φωτός ένα μακρινό λαμπιόνι στο διάδρομο , που έστελνε λίγο μακρινό φως στο ταβάνι, μέσα από το άνοιγμα με τα σιδερένια κάγκελα που ήτανε πάνω από την πόρτα, και να σ' έχουνε εκεί , μήνες και μήνες, τότε λέω και ξαναλέω πως " η ανθρώπινη μοναξιά" μπορεί ν' αρχίσει εκεί όπου τελειώνουνε τα όρια της ανθρώπινης δημιουργικότητας, εκεί όπου στομώνει η ικανότητα του ανθρώπου να αλλάζει τους όρους της ζωής του, εκεί όπου εξαντλείται η μαχητικότητα και αρχίζει η παραδοχή της ήττας.
Κάπου εδώ βρίσκεται η ανθρώπινη σημασία της δουλιάς του Νίκου Μπελογιάννη, που έρχεται σήμερα ολόκληρη, σ' όλα της τα στάδια στη δημοσιότητα.
Η πολιτική σημασία πάει πιο πέρα. Μπορεί να την αναζητήσει κανείς στο ότι ο κομμουνιστής - εξ ορισμού - τείνει να είναι ο άνθρωπος που τίποτε από τα ανθρώπινα δεν του είναι ξένο, και γι' αυτό πασκίζει να κατακτήσει ό,τι είναι πιο ανθρώπινο στον άνθρωπο[...]
Όσο για την ιστορική σημασία αυτής της δουλιάς, δεν ξέρω πώς θα την εκτιμήσει ο αυριανός - μπορεί και ο σημερινός- ιστορικός. Θα' λεγα, ωστόσο, πως ένα σημείο της δεν πρέπει να παραμελήσει ο ιστορικός: το πως οι Έλληνες κομμουνιστές δουλεύανε μέσα στις πιο φριχτές συνθήκες της βίας, της τρομοκρατίας, της καταστολής, της διαστρέβλωσης της πραγματικότητας και των ιδεών, για να περισώσουνε την επιστημονική έρευνα και να την αντιπαρατάξουνε στη σκοταδιστική ιδεολογία της δεξιάς, για να ξεθάψουνε τη δημοκρατική - και τη δημοτική - παράδοση αυτού του τόπου και να την κάνουνε - μακριά από κάθε στείρα αναβίωση- όπλο παντοδύναμο στα χέρια του λαού που μάχεται για το δικό του αύριο.
Η σελίδα με τα συμπεράσματα από το τετράδιο με το τελικό κείμενο της μελέτης για τις "Μακρινές Ρίζες"
Δε θα' θελα εδώ να σταθώ στο τι μπορεί να πει ή να μην πει η φιλολογική και η ιστορική έρευνα για τη δουλιά αυτή του Νίκου Μπελογιάννη, για την αξιοπιστία και την επάρκεια των πηγών του, για την επιστημοσύνη της μεθοδολογίας του. Σίγουρα είναι πολύ διαφορετικό να δουλεύεις μέσα στις "ιδεώδεις" συνθήκες ενός σπουδαστηρίου από τη δουλιά που μπορείς να κάνεις μέσα στα μπουντρούμια της Απομόνωσης και στις φυλακές, όταν μάλιστα ο θάνατος είναι ο μόνιμος φρουρός του κελλιού σου. Κι όμως , αυτό δε μειώνει την αξία των συμπερασμάτων και των τοποθετήσεών του.
Μέσα σ' όλα αυτά, νομίζω πως βρίσκεται η σημασία της μελέτης του Νίκου Μπελογιάννη για την Ιστορία της Ελληνικής Σκέψης. [...] από τις σημειώσεις, τις αποδελτιώσεις, τα σχόλιά του βγαίνει ένα μήνυμα[...] :
Μελετάτε, ερευνάτε, δημιουργείτε, μη δεχτείτε ποτέ πως είσαστε δέσμιοι και ηττημένοι του ιμπεριαλισμού, του συστήματος, ή οποιουδήποτε άλλου δαίμονα της εποχής μας - και της εποχής σας "
Νίκος Μπελογιάννης, Κείμενα από την Απομόνωση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983, 2η έκδοση
Οι φωτογραφίες από το βιβλίο
6 σχόλια :
Καλημέρα, ημέρα μνήμης ιερής! Ο θησαυρός της Ελλάδας, θαμμένος πολύ νωρίς!Αν ζούσε,θα ήταν αλλιώς τα πράγματα, τα πολιτικά, τα πολιτιστικά...Μεγαλείο ψυχής και πνεύματος, ορμή για το ανθρώπινο μεγαλείο.Να έχεις μία χρυσή μέρα Σοφία! Αθηνά
Απλά συγκλονιστικό!
Δεν ήταν μόνο η πνευματική πλευρά της προσωπικότητας του Νίκου Μπελογιάννη, την οποία δεν γνώριζα, ήταν ο τρόπος επικοινωνίας του με τον βήχα ή την κάφτρα των σπίρτων, ήταν η θέλησή του για δημιουργία ακόμα και μέσα στην απομόνωση και βέβαια ήταν η επωδός: "αν ζήσουμε".
Σοφία, να ζήσουμε πολλά χρόνια να ασχολούμαστε με τόσο ανθρώπινες και συγκινητικές ιστορίες.
Καλημέρα Αθηνά,
"ημέρα μνήμης ιερή" προσπαθώ να μην ξεχνώ.
Σε ευχαριστώ
Καλημέρα Θωμά,
θα μου επιτρέψεις να διαφωνήσω μαζί σου. Η ιστορία Μπελογιάννη , όπως και πολλές άλλες παρόμοιες ιστορίες, δεν είναι γενικά ανθρώπινες και συγκινητικές. Έχουν συγκεκριμένο χρώμα και περιεχόμενο.
Ο Μπελογιάννης προσπάθησε να δέσει τη θεωρία , την ιδεολογία , το όραμα του με την πράξη. Ήταν κομμουνιστής και γι΄αυτό τιμωρήθηκε. Θα μπορούσε να είχε σωθεί, αλλά δεν το έκανε έχοντας επίγνωση της πράξης του. Αγωνίστηκε και θυσιάστηκε για την ιδεολογία του, για την αξιοπρέπειά του, για τη συνείδησή του. Πέθανε όρθιος , όπως βεβαίως και όλοι όσοι επέλεξαν να βαδίσουν αυτό το δύσβατο δρόμο.
Σοφία, φυσικά και μπορείς να διαφωνήσεις μαζί μου. Κι εγώ τώρα που ξαναδιάβασα το σχόλιο μου διαπίστωσα πως δεν ήταν διατυπωμένο σωστά.
Γεια προκοσ
Δημοσίευση σχολίου