Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Θαλερό

Νίκος Λύτρας 
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια ἀπάνωθεν
ἐκοίταγε ἡ σελήνη -
κι ἀκόμα ὁ ἥλιος πύρωνε τὰ θάμνα, βασιλεύοντας
μὲς σὲ διπλὴ γαλήνη·


Βαριὰ τὰ χόρτα, ἱδρώνανε στὴν ἀψηλὴν ἀπανεμιὰ
το θυμωμένο γάλα,
κι ἀπὸ τὰ κλήματα τὰ νιά, ποὺ τῆς πλαγιᾶς ἀνέβαιναν
μακριὰ-πλατιὰ τὴ σκάλα,


σουρίζανε οἱ ἀμπελουργοὶ φτερίζοντας, ἐσειόντανε
στον ὄχτο οἱ καλογιάννοι,
κι ἅπλων᾿ ἀπάνω στὸ φεγγάρι ἡ ζέστα ἀραχνοΰφαντο
κεφαλοπάνι...


Στὸ σύρμα, μὲς στὸ γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
τό ῾να ἀπὸ τ᾿ ἄλλο πίσω,
τὴν κρεμαστή τους τραχηλιὰ κουνώντας, τὸν ἀνήφορο
ξεκόβαν τὸ βουνίσο·


Σκυφτό, τὴ γῆς μυρίζοντας, καὶ τὸ λιγνὸ λαγωνικό,
με γρήγορα ποδάρια,
στοῦ δειλινοῦ τὴ σιγαλιὰ βράχο τὸ βράχο ἐπήδαγε
ζητώντας μου τὰ χνάρια·


Καὶ κάτου ἀπ᾿ τὴν κληματαριὰ τὴν ἄγουρη μ᾿ ἐπρόσμενε,
στο ξάγναντο τὸ σπίτι,
σωστὸ τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ὀμπρὸς τοῦ κρεμαστό,
το φῶς τοῦ Ἀποσπερίτη...


Ἐκεῖ κερήθρα μὄφερε, ψωμὶ σταρένιο, κρύο νερὸ
η ἀρχοντοθυγατέρα,
ὁποὖχε ἀπὸ τὴ δύναμη στὸν πετρωτό της τὸ λαιμὸ
χαράκι ὡς περιστέρα·


ποὺ ἡ ὄψη της, σὰν τῆς βραδιᾶς τὸ λάμπο, ἔδειχνε διάφωτη
τῆς παρθενιᾶς τὴ φλόγα,
κι ἀπ᾿ τὴ σφιχτή της ντυμασιὰ στὰ στήθια της τ᾿ ἀμάλαγα,
χώριζ᾿ ὁλόρτη ἡ ρώγα·


ποὺ ὀμπρὸς ἀπὸ τὸ μέτωπο σὲ δυὸ πλεξοῦδες τὰ μαλλιὰ
πλεμένα εἶχε σηκώσει,
σὰν τὰ σκοινιὰ τοῦ καραβιοῦ, ποὺ δὲ θὰ μπόρει᾿ ἡ φούχτα μου
νὰν τῆς τὰ χερακώση
.

Λαχανιασμένος στάθη ἐκεῖ κι ὁ σκύλος π᾿ ἀγανάχτησε
στα ὀρτὰ τὰ μονοπάτια,
κι ἀσάλευτος στὰ μπροστινά, μὲ κοίταγε, προσμένοντας
μιὰ σφήνα, μὲς στὰ μάτια·


Εκεῖ τ᾿ ἀηδόνια ὡς ἄκουγα, τριγύρα μου, καὶ τοὺς καρποὺς
γευόμουν ἀπ᾿ τὸ δίσκο,
εἶχα τὴ γέψη τοῦ σταριοῦ, τοῦ τραγουδιοῦ καὶ τοῦ μελιοῦ
βαθιά στὸν οὐρανίσκο...


Σὰ σὲ κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε ἡ ψυχή,
πασίχαρο μελίσσι,
ποὺ ὅλο κρυφὰ πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ὡσὰν τσαμπιὰ
στὰ δέντρα ν᾿ ἀμολήση.


Κι ἔνιωθα κρούσταλλο τὴ γῆ στὰ πόδια μου ἀποκάτωθε
καὶ διάφανο τὸ χῶμα,
γιατὶ πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου ὑψωνόντανε
μ᾿ ἁδρό, γαλήνιο σῶμα.


Ἐκεῖ μοῦ ἀνοῖξαν τὸ παλιὸ κρασί, ποὺ πλέριο εὐώδισε
μὲς στὴν ἱδρένια στάμνα,
σὰν τὴ βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεῖ κατάψυχρη
νύχτια δροσιὰ τὰ θάμνα...


Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἐκεῖ ἡ καρδιά μου δέχτηκε
ν᾿ ἀναπαυτεῖ λιγάκι
πὰ σὲ σεντόνια εὐωδερὰ ἀπὸ βότανα, καὶ γαλανὰ
στὴ βάψη ἀπὸ λουλάκι...

Άγγελος Σικελιανός


Λίνου Πολίτη , Ποιητική Ανθολογία, βιβλίο έβδομο, Καβάφης , Σικελιανός και η ποίηση ως το 1930, Εκδόσεις Δωδώνη, 2η έκδοση αναθεωρημένη, Αθήνα 1977

3 σχόλια :

Ανώνυμος είπε...

Σοφία θυμάσαι άν το ποίημα αυτό μας το δίδαξε η κα Βαγιάκου; Τι ωραία πράγματα μού θύμισες και πάλι...Αθηνά

sofia είπε...

Δυστυχώς Αθηνά δεν θυμάμαι.
Από τη Βαγιάκου θυμάμαι μόνο τη Μάνα του Χριστού του Βάρναλη και αυτό γιατί είχα μια μικρή αντιπαράθεση μαζί της.

Ανώνυμος είπε...

Κάτι θυμάμαι απο αυτή την αντιπαράθεση, αλλά όχι με ακρίβεια.Αν θέλεις, μου το θυμίζεις στο e-mail μου.Καλό σου βράδυ!Αθηνά