Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Κι η Ομορφιά τι άλλο είναι παρά Αγάπη και Αδελφότητα - το ίδιο λοιπόν κι η Επανάσταση...


 Ήταν να φανεί το καράβι και να τους πάρει. Έρχονται όμως τα καράβια όταν τα θέλεις; Το περίμεναν πολύ καιρό και δε φαινόταν. Μόνο έμαθαν το όνομά του: "Ελπίς"
Είναι ευνόητη η αγωνία που είχαν οι άνθρωποι αυτοί, αυτί και μάτι συνεχώς στη θάλασσα. Είχαν κι ανθρώπους να φυλάνε κάτω στο λιμάνι μήπως έρθει το "Ελπίς" και πάρει μερικούς μόνο - τους επιτήδειους(ξέραν απ' αυτά οι Ρωμιοί του Εύξεινου Πόντου). Έγραφαν και γράμματα και περίμεναν γράμματα, κι ας ξέραν πως τα ταχυδρομεία δε λειτουργούν, γιατί τότε που γίνονταν αυτά, κανείς πουθενά δεν έδενε το σκυλί του με λουκάνικα, ήταν μια εποχή αφάνταστα δύσκολη τόσο για τους αστούς, όσο και για τους προλετάριους - οι τελευταίοι, εκεί στη χώρα αυτή επαναστάτησαν κι έγιναν πρώτοι, οι αστοί δεν ξέραν ακόμα τι έγιναν...
Την όμορφη γυναίκα τη θέρμαινε μια ελπίδα παραπάνω: κάποια φιλικά πρόσωπα της είπαν πως καπετάνιος στο καράβι ήταν ο ξάδερφός της ο Μάκης, πρώτος ξάδερφος του μακαρίτη του άντρα της. Έτσι έπαιρνε θάρρος. Αν ο Μάκης ήταν καπετάνιος στο "Ελπίς", θα ερχόταν σαν ο νέος άγιος Γεράσιμος της Κεφαλληνίας - απο' κει καταγόταν ο άντρας της κι ο Μάκης - να σώσει αυτήν και το κορίτσι. Κι έτσι θα σωθούν κι οι άλλοι. Αυτά σκεφτόταν αδιάκοπα και τα' λεγε στην Ελβίρα:
Νανί του που να κοιμηθεί και πάλι να ξυπνήσει
καράβια απ' την Ανατολή, καράβια' πο τη Δύση
γιατί το παιδάκι ήταν τότε σ' αυτή την ηλικία.
Κοιμήσου με τη ζάχαρη και ξύπνα με το μέλι
καράβι φέρνει ανθόνερο που πίνουν οι αγγέλοι
Έτσι όλα τα βράδια όλο για καράβια:
Εγώ τ' αγγελουδάκι μου όταν θα το παντρέψω
μ' ένα καράβι μάλαμα τα στέφανα θα πλέξω
Σας είπα ήταν καλλονή. Ήταν από κείνες τις ελληνίδες τις όμορφες του Πόντου που μια τέτοια να βγει από τη φύτρα αυτή όλοι τότε οι πόντιοι έχει νόημα να διαιωνίζονται. Όμορφο ήταν και το κορίτσι. Κι οι δυο αυτές ομορφιές, όταν έσκυβε η μια στην άλλη έσμιγαν τα μαλάματα, άναβε στο σπίτι ένα χαρωπό φως, άνοιγαν και τα παράθυρα και με ολόφωτα τα πανιά του, με τις αντένες μάλαμα και τα κατάρτια ασήμι, έμπαινε κάτω στο λιμάνι το "Ελπίς". Έτσι βαστούσαν μάνα και παιδί - και είχαν πάψει να φοβούνται κι εκείνους τους βλοσυρούς ανθρώπους που έρχονταν όποτε θέλαν στο σπίτι κι έψαχναν να βρουν πού είναι τα μαλάματα με τα οποία θα πλέξουν τα στεφάνια, πού κρύφτηκαν τα μασούρια ο χρυσός, τα ξάρτια με το ασήμι...
Ήταν πέντε αρματωμένοι ναύτες. Τα ψάχναν όλα.
Ο ένας μεσόκοπος κι αγέλαστος. Ο άλλος γέρος, ο άλλος πάλι γέρος κι ο τέταρτος σ' όλη τη Μαύρη Θάλασσα το πιο μικρό ναυτόπουλο.
Αυτοί όλοι ψάχναν. Σήκωναν ρούχα φορεμένα κι αφόρηγα, ξεκάρφωναν σανίδια, ματακούναγαν έπιπλα, μετακούναγαν το σπίτι.
Ο άλλος δεν έψαχνε . Έμπαινε κι έπιανε το στασίδι του κοντά στην πόρτα. Εκεί στεκόταν με το' να πόδι του πλεγμένο σαν κλαδάκι στο άλλο. Στεκόταν και κοίταγε, όπως κοιτάν από τους τοίχους και τα ταβάνια μεγάλα ασώματα μάτια κι όπως παλιότερα οι ζωγράφοι έβαζαν κι έναν τέτοιο άνθρωπο σε μια άκρη να είναι οφθαλμός που τα βλέπει όλα. ( Και επειδή αυτό δεν μπορείς να το εμπιστευθείς στον καθένα, ο παλιός ζωγράφος τα μάτια που ζωγράφιζε σε κείνη τη θαμπή ακρούλα τα πρόσεχε σαν τα δικά του και πράγμαται τις πιο πολλές φορές που βλέπεις μάτια να μισοφαίνονται σε μια άκρη και να σε κοιτάνε κατάματα, αυτά- σίγουρα- είναι του μάστορα τα μάτια).
Δεν έψαχνε αυτός. Μόνο στο τέλος έκανε ένα γύρο πίσω από τους άλλους να σιάξει το ρουχαλάκι που έφυγε από τη χειρονομία του άλλου, να βάλει το έπιπλο στη θέση του, να χαμογελάσει στην Ελβίρα. Έλεγε και στη μάνα της κάτι που δεν ακουγόταν καλά - ένα συγγνώμη ίσως, "προστίτε μάτουσκα", ή μια ενθάρρυνση πως αυτά όλα θα περάσουν , θα έρθουν και για σας και για μας εδώ καλύτερες μέρες, θα' ρθει και το καράβι και θα πάτε στα μέρη σας εσείς, το κοριτσάκι θα μεγαλώσει γρήγορα, όπως μεγαλώνουν τα παιδιά, και θα γίνει κι ο γάμος και τα χρυσά στέφανα...Κάποτε έφερνε για την Ελβίρα καμιά καραμέλα σε πορτοκαλί χαρτί, κανένα κοκοράκι πορτοκαλί, της έφερνε και τίποτ' άλλο, παιχνίδια, ζωγραφιές, μολυβάκια, χρώματα. Μια μέρα κάθισε και τη ζωγράφισε σ' ένα χαρτί και της το΄δωσε. Να το'  χει " ενθύμιο" της είπε - " ναπάμιατ ".
Και δεν έκοψαν οι άλλοι ναύτες τα γένεια τους, δεν άφησαν χάμω τα όπλα, τα σπαθιά. Όμως μαλάκωσαν. Και δεν έρχονταν πια τις νύχτες. Σπάνια καμιά φορά να περάσουν νύχτα` πέρναγαν - έφευγαν. Ακόμα κι εκείνος ο μονόχνωτος ερχόταν με μια καλωσύνη. Και ήξερε - τώρα που το ήθελε - πολλούς τρόπους να κάνει την Ελβίρα να χαίρεται. Κάτι της έδειχνε με τα χέρια του, πλέκοντας το ένα δάκτυλο στο άλλο. Έβαζε στα δάχτυλά του μύτες, αυτιά, δόντια, απ' όλα. Και πήγαιναν τ' ανθρωπάκια αυτά πέρα -δώθε, όπου τα' στελνες, σου φέρναν ό,τι πεις, χόρευαν, τραγούδαγαν, πολέμαγαν. Του κόσμου τα θέατρα εκεί μες στην παλάμη του ανθρώπου. Όλα τα ζώα και τα πουλιά, όλοι οι άνθρωποι μικροί μεγάλοι. Αυτά τα πουλιά, καμιά φορά που οι άνθρωποι φεύγαν , κάτι άφηναν δίπλα στην κούνια, απάνω στο τραπέζι ή στην κρεμάστρα πίσω στην εξώθυρα, κάτι για την Ελβίρα. Συχνά διπλωμένο σε χαρτί Πορτοκαλί, που είναι - έλεγε ο άλλος εκείνος άνθρωπος με τα μεγάλα μάτια - της Ομορφιάς το χρώμα, όπως κόκκινη είναι η Επανάσταση και μαύρα τα κοράκια. Κι η Ομορφιά τι άλλο είναι παρά Αγάπη και Αδελφότητα - το ίδιο λοιπόν κι η Επανάσταση. Γιατί κοιτάξτε: βάλτε στη σειρά  όλα τα χρώματα και δώστε στην Ελβίρα να διαλέξει, πρώτο θα πάρει το πορτοκαλάκι - κι άπλωνε χάμω τα χρώματα που κουβαλούσε στο γυλιό και πράγματι η Ελβίρα έπιανε τον πιο μεγάλο σβώλο να τον φάει. " Γιατί έτσι είναι - έλεγε ο Ανθρωπος - αν δεν υπήρχε το πορτοκαλί, τι θα' μενε τότε κι από το κόκκινο; Για ένα αίμα θα σκοτωνόμαστε..."

Ένα δειλινό πήγε στο σπίτι μόνος. Μονάχη ήταν η Ελβίρα.
Ύστερα ήρθε η γυναίκα κι ο άντρας σηκώθηκε:
- Μικρή μου Ελβίρα, είπε. Παίξαμε τόσα και τόσα. Τώρα πρέπει να φύγω εγώ. Ένα παιχνίδι ακόμα, το τελευταίο.
Πλησίασε το τραπέζι, παλιό, βαρύ, από βελανιδιές του Καυκάσου, τότε που οι μαραγκοί το ξύλο το δούλευαν υπομονετικά με το χέρι φτιάχνοντας ένα τραπέζι στους τόσους μήνες. Πλησίασε, χάιδεψε τη ράχη, τα πόδια, χοντρά και στρογγυλά, με γόνατα, κνήμες , αστράγαλους, φτέρνες με φτερά. Έσκυψε και χτύπησε την άκρη της φτέρνας με το σουγιαδάκι του.
- Πρόσεξε , είπε στην Ελβίρα. Άκου πώς μιλάει τούτο το ποδαράκι καπ- καπ- καπ κι άκου πώς θα μιλήσει το άλλο...
Έκανε πως θα χτυπήσει και τ' άλλο -
Τότε η γυναίκα έπεσε στα γόνατα κι έδεσε τα χέρια της σαν να παρακαλούσε εικόνα.
- Μη προς Θεού! είπε. Όχι αυτό. Χτύπα μου τη ζωή καλύτερα!
Ο Παντοκράτορας αποπάνω την κοίταξε αυστηρά.
- Κυρά μου, είπε, να μου τα δείξετε μονάχη σας. Κι αν αυτά που έχετε είναι πιο πολλά, αν είναι περισσότερα απ' όσα πρέπει για ένα στεφανάκι της Ελβίρας, τότε δεν μπορώ - τα παιδιά είναι πολλά στον κόσμο. Όμως έχεις το λόγο μου: αν είναι όπως λες, μην έχεις φόβο. Δείξε μου τα χρυσαφικά σου.
Η γυναίκα τού φανέρωσε πώς γίνεται κι έβγαλαν απο 'κει μέσα το φιλντισένιο κουτί. Το άνοιξαν απάνω στο τραπέζι κι έγινε εκεί τότε στ' όνομα της Ελβίρας και των άλλων παιδιών η δίκαιη καταμέτρηση. Ήταν παλιά βραχιόλια της μάνας της και των γιαγιάδων της φτιαγμένα από εβραίους, γραικούς κι αρμενίους τεχνίτες της Τραπεζούντας και της Πόλης, ήταν και κάτι άλλα τζοβαϊρικά, δαχτυλίδια και σκουλαρίκια με καλές πέτρες, ένα ρολόι χρυσό του πατέρα της κι άλλο μικρότερο κι ομορφότερο του άντρα της, ήταν και κάτι άλλα παλιά θυμητάρια, μικρής αξίας, και σ' ένα σακουλάκι μεταξωτό πενήντα ρούβλια χρυσά κι ακόμα κανα -δυο ντουζίνες χρυσά κι ασημένια νομίσματα από άλλους λαούς και χώρες όπου γύριζε ο άντρας της με τα καράβια της ελληνορωσικής εταιρίας.
Απάνω από το θησαυρό ο Παντοκράτορας συνοφρυωμένος πάσχιζε να κάνει κρίση - η Θεοτόκος δίπλα του να δέεται και  στην κούνια ανασηκωμένο το Βρέφος έβλεπε κι αναρωτιόταν τ' είναι τούτα που έφεραν απόψε οι μάγοι. Όλα τα χρώματα άναψαν μια φωταψία κι άπλωνε να τα πάρει. Γυρίζοντας ο Ναύτης είδε πως εκείνο που ήθελε να πάρει ήταν το παλεϊκό ρολόι, μεγάλο, στρογγυλό σαν πορτοκάλι.
- Κυρά μου, είπε, τούτα δω (έβγαλε στην άκρη τα ρούβλια) δε θα σου τ' αφήσω. Δε μπορώ...Είναι χρέος μου αυτό...Όμως ετούτα όλα (τα ξαναπέταξε όλα μαζί στο φιλντισένιο κουτί) πάρτα, φύλαξέ τα. Κι αν με το καλό φύγεις για τα μέρη σου, τα παίρνεις μαζί σου...Μα να τα φυλάξεις καλά!...Και κανείς ποτέ να μη μάθει.
Η γυναίκα ποτέ δεν είχε κλάψει. Ούτε σαν έρχονταν οι στρατιώτες ούτε σαν φεύγαν και την άφηναν εκεί να τρέμει σαν άκουγε κάτι στο δρόμο και στην πόρτα κι όταν πάλι τίποτα δεν άκουγε και κανείς δεν ερχόταν. Ήξερε πως δεν έπρεπε να κλάψει ούτε μια φορά, για να μη τη δουν να κλαίει. Και για να μη μάθει να κλαίει...Δεν έκλαψε κι απόψε - ως τη στιγμή που ο Ναύτης γύρισε και της έδωσε το κουτί με τα χρυσά της. Τότε δε βάσταξε - έκλαψε και για τις άλλες φορές. Τον ευχαρίστησε που ήταν δίκαιος  και καλός, - αλλά - είπε - τώρα αυτή δεν μπορεί άλλο. Δυνάμεις δεν έχει` ούτε τον τρόπο να τα φυλάξει καλύτερ' απο' κει που τα' χε. " Και πάρτα κι αυτά , καλέ μου άνθρωπε, του είπε. Φαίνεσαι τίμιος και καλός, αν ήθελες μου τα' παιρνες και τούτα χωρίς να με ρωτήσεις. Πάρτα κι αν είναι μου τα ξαναδίνεις".
Έκατσε και της έγραψε ένα χαρτί με την υπογραφή του. Για τα πενήντα χρυσά ρούβλια.
- Κανείς δε θα σε πληρώσει, της είπε , ούτε σένα ούτε το παιδί σου. Μα κράτο να το' χεις. Είναι η τάξη.
Το φιλντισένιο κουτί το πήρε από τα χέρια της και πάλι το άνοιξε.
- Θα τα μετρήσουμε ένα - ένα, είπε.
- Όχι , αρνιόταν η γυναίκα.
- Ναι, τη νουθετούσε αυτός.
Κάθισαν και τα μέτρησαν - τόσα τα βραχιόλια, τόσα τα δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, πενταροδεκάρες, τόσα και τι όλα τ' άλλα.
- Αυτά κι εσύ κι εγώ θα τα γράψουμε στο κεφάλι μας, είπε στο τέλος.
Πήρε το κουτί, σηκώθηκε.
- Μα πώς; τον ρώτησε να μάθει η γυναίκα. Αυτό κανείς δεν το' ξερε. Κανείς. Μόνο εγώ.
Έξω είχε πέσει η νύχτα, έβρεχε νερά και χιόνια.
- Εσύ και τα μάτια σου! ψιθύρισε ο Ναύτης.
Στεκόταν, την κοίταζε σιωπηλά.
- Τα μάτια σου, της ξανάπε χαμηλότερα και δυσκολεύτηκε πολύ να το πει.
Είχε μια λύπη η φωνή του, ένα αίσθημα άσχετο από χρυσάφια και διαμαντόπετρες, ήταν σαν ένα θερμό φως που ερχόταν από πέρα παραπονεμένο από κάτι, έτρεμε, πήγαινε να σβύσει όπως το κυνηγούσε ο άνεμος μες στα νερά και στα χιόνια κι αυτό τρύπωσε τώρα σε τούτη δω τη θερμή γωνιά και μια έσβυνε, μια ζωντάνευε.
Η γυναίκα χαμήλωσε τα μάτια της.
- Αχ! έκανε ο Ναύτης, (αλλά - λένε - δεν επέμεινε).
Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε όπως έρχονται και φεύγουν από τη ζωή μας οι αληθινές στιγμές κι όπως τους αληθινούς ιππότες τους βρίσκει και τους φέρνει η Ιστορία και πάλι μας τους ξαναπαίρνει για να τους θυμηθεί ίσως μια άλλη φορά, με άλλη ευκαιρία, αν τύχει φερειπείν και ξαναγίνει πουθενά καμιά μεγάλη Επανάσταση...χωρίς την οποία η αληθινή ιπποσύνη είναι αδιανόητη, όπως και η Επανάσταση είναι αδιανόητη χωρίς τους αληθινούς της ιππότες, έναν - δύο έστω!...


Απόσπασμα από το διήγημα Παλίρροια (1973), που βρίσκεται στη συλλογή διηγημάτων Η ένατη πληγή του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου. Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος το 1986. 

2 σχόλια :

Βίκυ Δερμάνη είπε...

σ' ευχαριστώ για τη γνωριμία του Σόφη.
εξαιρετικό!

sofia είπε...

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος ήταν ένας σπουδαίος συγγραφέας, που έζησε για πολλά χρόνια ως πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση. Το έργο του πολύ σημαντικό. Δυστυχώς τα βιβλία του είναι εξαντλημένα και δυσεύρετα.

Καλησπέρα
Να'σαι καλά