Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Κώστα Μπόση, Αναμνήσεις


    Ένα ακόμη σπάνιο και δυσεύρετο βιβλίο του Κώστα Πουρναρά (Μπόση) είχα την τύχη να διαβάσω. Είναι η συλλογή διηγημάτων του "Αναμνήσεις". Τυπώθηκε το 1978 και κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Το βιβλίο βρήκα πριν μερικούς μήνες σε ηλεκτρονική μορφή στο ιστολόγιο Κώστας Μπόσης. Διαβάζοντας τις ιστορίες συγκινήθηκα, προβληματίστηκα και ταξίδεψα σε άλλους τόπους και εποχές, τότε που οι απλοί άνθρωποι αγωνίζονταν όχι μόνο για να επιβιώσουν αλλά για να φτιάξουν έναν καλύτερο κόσμο. Σε κάθε ιστορία που διάβαζα αυθόρμητα σημείωνα τα συναισθήματα και τις σκέψεις μου. Ξεφυλλίζοντας ξανά το βιβλίο σκέφτηκα να γράψω πιο ολοκληρωμένα τις σκόρπιες εντυπώσεις μου και να τις  παρουσιάσω  στους αναγνώστες του ιστολογίου μου.

                                                      

Κώστα Μπόση : Αναμνήσεις
(Παρουσίαση)
"Το χαρίζω στο χωριουδάκι μου τη Χώσεψη" διαβάζουμε στην πρώτη σελίδα γιατί:

  « Τούτα τα χώματα, τα κράκουρα θα έλεγα, είναι τα παιδικά μας χρόνια, οι δικοί μας, οι πολλές στερήσεις, οι λίγες χαρές, οι αναμνήσεις... Μ’ άλλα λόγια η μικρή μας πατρίδα και τα νοσταλγούμε, και τα αγαπάμε...όμως είναι άγορα – άξινα...Εδώ θα έρχουμε πότε – πότε σαν επισκέφτης να θυμάμαι τα παλιά. »

   Οι « Αναμνήσεις» του Κώστα Μπόση είναι μια συλλογή διηγημάτων στα οποία δεν πρωταγωνιστεί ο ίδιος ,τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους. Πρωταγωνιστούν άνθρωποι καθημερινοί, συντοπίτες, συγχωριανοί, συναγωνιστές και σύντροφοί του.  Ο συγγραφέας αφηγείται τις ιστορίες τους που ταυτίζονται με τους δρόμους της ζωής τους. Συγχρόνως παρουσιάζει την ιστορία ενός τόπου, εξηγεί την προέλευση ενός ονόματος, περιγράφει ένα γεγονός. Δεν αρκείται όμως μόνο σ’ αυτό αλλά επεκτείνεται με αφορμή αυτό σε πολιτικές αναλύσεις, ψάχνει τα αίτια, προσδιορίζει τις συνέπειες , τοποθετεί τα πάντα στις πολιτικές τους διαστάσεις  συνδέοντάς τα με τους αγώνες του λαού σε διάφορες ιστορικές στιγμές και η ματιά του ακολουθεί τους ιδεολογικούς δρόμους της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας.
   Οι αναμνήσεις συνίστανται στο γεγονός ότι όλες αυτές οι ιστορίες διαδραματίζονται και εξελίσσονται μέσα σε χώρους και τόπους που συνδέονται με την ιδιαίτερη πατρίδα του Μπόση και τους αγώνες του. Τα πρόσωπα φαίνεται ότι είναι γνωστά του, χαρακτήρες που ο ίδιος συναναστράφηκε ή άκουσε γι’ αυτούς.
   Η κάθε αυτοτελής ιστορία εικονογραφεί τη φτώχεια, τη στέρηση, τη βιοπάλη, τις κοινωνικές συγκρούσεις, τις πολιτικές απόψεις, τις ιδεολογικές διαμάχες των πρωταγωνιστών. Μέσα από τη δράση των ηρώων ακούγεται η  προσωπική φωνή του Μπόση καθαρή, χαμηλή, ήσυχη και σεμνή. Αυτή η αφήγηση και η έμμεση συμμετοχή δικαιολογεί τον τίτλο «Αναμνήσεις».
    Σε κάθε αφήγηση και μια διαφορετική μορφή που  ζει και αγωνίζεται υπό το βάρος, την επίδραση των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών είτε σε τοπικό είτε σε ευρύτερο χώρο.


    Η αρχή γίνεται με τη « Γκορτσιά μας» , ένα σύμβολο των παιδικών του χρόνων ταυτισμένο με τη φτώχεια, την πείνα, τον αγώνα για επιβίωση αλλά και σύμβολο ανταρσίας και διεκδίκησης για να γίνει το όνειρο ζωή.
    Στη συνέχεια θα δούμε την κακία και την μικροψυχία ορισμένων ανθρώπων να δρουν καταλυτικά στη ζωή κάποιων άλλων και να τους οδηγούν στην τρέλα. Προλήψεις και δεισιδαιμονίες, ανθρώπινα πάθη σε συνδυασμό πάντα με τη σκληρή ζωή, τη φτώχεια και την ανέχεια( Της Τρελής τ’ Αγνάντιο).
    Από την άλλη η ασυνειδησία των φτωχών ανθρώπων οδηγεί στη συνεργασία τους με τα αφεντικά, τους δυνάστες τους και εκμεταλλευτές τους. Η αλλοτρίωση αυτή φτάνει μέχρι το μεδούλι τους, ποτίζει το αίμα τους , τούς τυφλώνει  και τους κάνει βίαιους, απάνθρωπους στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους ακόμα και της ίδιας τους της οικογένειας . Στο « Στήμα» παρακολουθούμε πώς ένας φτωχός άνθρωπος μετατρέπεται σε υπηρέτη του αφεντικού και γίνεται χαφιές, βασανιστής, φόβητρο.
    Υπάρχουν όμως και αυτοί που σηκώνουν το ανάστημά τους και προσπαθούν να αλλάξουν, ασυνείδητα στην αρχή πιο συνειδητά στη συνέχεια. Ένας έντονος κοινωνικός προβληματισμός ωθεί στην αναζήτηση των πραγματικών αιτίων της κατάντιας των ανθρώπων. Ο άνθρωπος  είναι το αποτέλεσμα, ο καθρέφτης της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει. Για να το συνειδητοποιήσει όμως αυτό χρειάζεται ένας διαρκής αγώνας τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό , πολιτικό επίπεδο ( Ο Σαϊτάνης).
   Σύμφωνα με τον Κώστα Μπόση η διαμόρφωση γίνεται με την υιοθέτηση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και την ένταξη στις γραμμές του κομμουνιστικού κόμματος. Ούτε όμως αυτό φθάνει για να αλλάξει η ζωή των ανθρώπων, η κοινωνία, ο κόσμος. Χρειάζεται να αποδείχνει με την ίδια του τη ζωή ότι είναι κομμουνιστής και όχι απλά μέλος του Κόμματος. Αυτό ισοδυναμεί με την κατάκτηση ενός υψηλού επιπέδου συνείδησης απαλλαγμένης από μικρότητες, μικροψυχίες, μικροαστισμούς, ταγμένης στην πραγματοποίηση του ονείρου μιας συνεχώς καλύτερης κοινωνίας, μιας άλλης κοινωνίας.
    Η ζωή και η δράση των αγωνιστών, των μαχητών, των κομμουνιστών δεν περνάει απαρατήρητη από την εξουσία, που αντιδρά με συλλήψεις, φυλακίσεις , εξορίες , εκτελέσεις.
     Εμβληματικές φιγούρες οι ανυποχώρητοι αγωνιστές. Αγέρωχοι μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, περήφανοι στην εξορία, μαχητές στην Αντίσταση και στις γραμμές του ΔΣΕ, ονειροπόλοι ακόμα κι όταν το όνειρο όχι μόνο απομακρύνεται αλλά οι αντίπαλοι προσπαθούν με λύσσα να το σβήσουν από το νου και την ψυχή τους χρησιμοποιώντας ψεύτικα κατηγορητήρια και θανατικές καταδίκες.( Η πρώτη και η τελευταία.)
     Στο « Γιατί πέθανε» ο Μπόσης χρησιμοποιώντας αφηγηματικές εναλλαγές ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν ενός αντάρτη σκιαγραφεί τους κομμουνιστές που πεθαίνουν «για να μη γυρίσουν ποτέ πίσω στην παλιά, σκληρή ζωή»
   Επιπλέον πάντα βρίσκει μια ευκαιρία να προβάλει τον τίμιο και περήφανο άνθρωπο που αγωνίζεται συνεχώς να ξεπεράσει τις δυσκολίες και πεθαίνει όρθιος πολεμώντας ( Ο Γκέσος μας).
    Ορισμένοι χαρακτήρες του είναι συγκλονιστικοί, όπως ο Σισμάνης που αντιπροσωπεύει τους εκατοντάδες ανώνυμους κομμουνιστές που θυσιάστηκαν γιατί δεν πρόδωσαν αγώνες και οράματα για μια καλύτερη ζωή στη δύσκολη μεταβαρκιζιανή εποχή.
    Αλλά δεν σταματάει να εξυμνεί την προσφορά των απλών ανθρώπων και να στηρίζει την ελπίδα ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι αυτός ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος . Τέτοια είναι η περίπτωση του μπάρμπα – Στέλιου στο πολύ ζεστό, τρυφερό και ανθρώπινο « Ο Κέδρος του μπάρμπα –Στέλιου».
   « Τίποτα δεν πάει χαμένο» υποστηρίζει ο Μπόσης στο εξαιρετικό « Θα ζούμε στην χαρά των άλλων», όπου μέσα από τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού, τη σκληρότητα, τη δυσκολία των συνθηκών, το θάνατο, τη θυσία εξακολουθεί να προβάλει το όνειρο. Κοινός τόπος στα περισσότερα έργα του, στις ιστορίες του, η προβολή του ονείρου μιας άλλης κοινωνίας.
  « Ο αγώνας μας για το καλό του κόσμου είναι σκληρός και δύσκολος, όμως δεν υπάρχει και ευγενικότερο πράμα πάνω στη γη. Κλείνει όλες τις αρετές τ’ ανθρώπου...» γράφει στο « Αποκοιμήθηκε»
   Πόσες θυσίες γι’ αυτό το όνειρο; Κλαίει η ψυχή του ήρωα του « Αλλά τα βράδια, όταν μένει μοναχός και ξαπλώνει στο στρώμα, νιώθει την ψυχή του άδεια. Η στεναχώρια δε μοιάζει με τις παλιότερες, δεν έχει απότομους παροξυσμούς, δεν προκαλεί οδυνηρό σπαραγμό, όπως έγινε με το θάνατο των δικών του. Είναι σιγανή – καθημερινή – απέραντη. Σα να κάθεται σε μια πέτρα και να βλέπει τα ερείπια του παλατιού, που το έχτιζε ψηλά – πανόριο τόσα και τόσα χρόνια με κόπο και αγάπη. Σα να πέθανε κάτι το ίδιο ακριβό σαν τη γυναίκα του, σαν τα παιδιά του» (Αποκοιμήθηκε). Είναι τόσο τραγικός ο τρόπος της ψυχογράφησης του αισθήματος της ήττας που οδηγεί πρώτα στον ψυχικό θάνατο και μετά στο σωματικό.
     Ο Κώστας Μπόσης δεν παραμένει όμως ένας απλός νοσταλγός του παρελθόντος, δεν αγγίζει μόνο τις πτυχές, αρνητικές ή θετικές, της δράσης των ανθρώπων σε διαφορετικές ιστορικές εποχές. Η ευαίσθητη ματιά του συλλαμβάνει και τα προβλήματα της σύγχρονης του εποχής. Όσο οι κοινωνικές συνθήκες δεν αλλάζουν τόσο η μεγάλη μάζα των ανθρώπων θα εγκλωβίζεται μέσα στην αθλιότητα που γεννά η φτώχεια. Η φτώχεια δημιουργεί προβλήματα. Οι άνθρωποι που δεν μπορούν να καταλάβουν τα αίτια της αθλιότητας μέσα στην οποία ζουν και δεν συνειδητοποιούν ότι το καπιταλιστικό σύστημα τούς συνθλίβει , οδηγούν τις ζωές τους σε λαθεμένους δρόμους, ψάχνουν ατομικές λύσεις που τους αποκτηνώνουν , τους αποξενώνουν, τους εκμηδενίζουν. Η φτώχεια οδηγεί στην πορνεία, στα ναρκωτικά. Μπροστά στο κέρδος και στην επιβίωση δεν υπάρχουν αδέλφια, φίλοι, δεν υπάρχει τίποτε( Είναι αργά). Οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται αδηφάγες. Καταγγέλλει την υποκρισία της κοινωνίας που στην ουσία επιβραβεύει την απληστία, την κερδοσκοπία, την κακία και  ξέρει να καλύπτει με πολυτελή καλύμματα τις βρωμιές της ( Δε θ’ αφήσουν!..)
       Δεν γνωρίζω αν οι ιστορίες αυτές προηγήθηκαν ή ακολούθησαν των μυθιστορημάτων του. Όμως διακρίνω σπέρματα ιδεών , χαρακτήρων και αφηγηματικών τεχνικών που αναπτύσσονται στα μυθιστορήματά του. Στα πιο σημαντικά ανήκουν οι όμορφες και ακριβείς περιγραφές του τόπου με το ζωντανό λεξιλόγιο και την τοπική διάλεκτο . Οι διάλογοι , η ειρωνεία, οι αντιθέσεις ανάμεσα σε ψυχικές καταστάσεις, σε περιγραφές φαινομένων ( π.χ. η αναμονή της βροχής στη σελ.43), οι εναλλαγές αφηγηματικού χρόνου (παρόν – παρελθόν).
   Ορισμένες σκηνές, ιδέες, τύποι ανθρώπων, τόποι, προβληματισμοί και εκτιμήσεις σχετικά με το κίνημα, την Αντίσταση, το Κόμμα αναπτύσσονται και ολοκληρώνονται στα μυθιστορήματα « Κραβαρίτης» και « Ο Θωμάς ο Καρατζάς». Για παράδειγμα στο « Πόσο όμορφη θα είναι αύριο η ζωή» θυμήθηκα το ονειροπόλημα του Κραβαρίτη μέσα στη φυλακή για τις καλύτερες μέρες που έλπιζε ότι θα έλθουν.
     Στις περισσότερες ιστορίες ο επίλογος είναι αισιόδοξος ακόμα κι αν οι ήρωες έχουν βρει το θάνατο. Ο Μπόσης προβάλλει την ανάγκη ενός συνεχούς αγώνα για την ανατροπή του παλιού και τη γέννηση του καινούριου κόσμου, τη διαμόρφωση του νέου ανθρώπου.
    « Τούτα τα χώματα, τα σχεδόν άγονα παλιότερα, γέμισαν αξιοπρέπεια, αλληλεγγύη, παλληκαριά, φως...Ο αγώνας άλλαξε τον άνθρωπο, ο αγώνας έφτιαξε καινούριο άνθρωπο. Ούτε λόγος. Του πήραν τη λευτεριά, όμως δεν μπόρεσαν να του πάρουν και την ψυχή. Σήμερα και να τον σκοτώσεις, δεν γυρίζει να κοιμηθεί στο παλιό καλύβι. Κι όσο μπορεί κι όπως μπορεί κάνει τα όνειρα – παλιά και καινούρια – ‘έργο ζωντανό’» και « Όπως φαίνεται...ό,τι αφήσουμε εμείς στη μέση, θα το συνεχίσουν οι άλλοι»
  

      
Τις "Αναμνήσεις "μπορείτε να τις διαβάσετε ή να τις κατεβάσετε από εδώ
Στις παρενθέσεις οι τίτλοι των διηγημάτων

Οι φωτογραφίες είναι από τη Χώσεψη (Κυψέλη Άρτας) ,ιδιαίτερη πατρίδα του Κώστα Μπόση. Ανήκουν στο φωτογράφο Νίκο Κουτσοπάνο και τις βρήκα στο ιστολόγιο Οικοδόμος

2 σχόλια :

Οικοδόμος είπε...

Σοφία συγχαρητήρια.
Εξαιρετικό κείμενο-εξαιρετική παρουσίαση ενός άγνωστου βιβλίου του Μπόση που "έβγαλαν" δικοί του άνθρωποι στην Αθήνα και κυκλοφόρησε αποκλειστικά χέρι με χέρι. Ουσιαστική και πολύτιμη η συμβολή σου στη διάδοση του έργου του Κωστα Μπόση. Σ' ευχαριστώ από καρδιάς.
Καλή δύναμη!

sofia είπε...

Και εγώ ευχαριστώ.

Να' σαι καλά